Αριθμός 516 /2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4o
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα KΣ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……………. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Κωνσταντίνο Νικολαρόπουλο.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ελληνικού Δημοσίου, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, κάτοικο Αθηνών, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ Χρυσάνθη Τέλιου.
Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 2.7.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2021) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 194/2023 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 19.9.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚΚ ΠΡΩΤ ………../2023 -ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2023) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος του εκκαλούντος και η δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ του εφεσιβλήτου, αφού έλαβαν διαδοχικά τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Το άρθρο 528 του ΚΠολΔ ορίζει ότι «Αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από την διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως, με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της εφέσεως κατά της αποφάσεως, που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος, προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται, δηλαδή, η ευκαιρία,, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως, να ακουσθεί και να προβάλει στο Εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προβάλει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες που, επέφερε η απουσία του. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανισθεί ως προς όλες τις διατάξεις της. Μετά την εξαφάνιση της αποφάσεως χωρεί νέα συζήτηση της υποθέσεως ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, κατά την οποία ο εκκαλών μπορεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους είχε δικαίωμα να προτείνει και πρωτοδίκως, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 του ΚΠολΔ. Τέλος, η αντιμετώπιση αυτή ισχύει αδιαφόρως αν η ερήμην απόφαση στον πρώτο βαθμό εκδόθηκε κατά την τακτική ή την ειδική διαδικασία (ΑΠ 1075/2013, ΕφΛαμ. 54/2013 – “Νόμος”).
Η κρινόμενη έφεση από 19.10.2023 (αρ. εκθ. κατ. Πρωτ. ………./2023 και αρ. εκ. κατ. Εφ. ……/2023) κατά της υπ΄ αρ. 194/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος και με την οποία απορρίφθηκε η από 01.07.2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/ …………/02.07.2021 αγωγή του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος κατά του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου και νυν εφεσιβλήτου, λόγω της ερημοδικίας του ενάγοντος έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518, 520 παρ. 1, 522, 524 παρ. 1, 2, 525 παρ. 1, 532 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα καθώς δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έλαβε χώρα επίδοση της ως άνω εκκαλουμένης απόφασης και από τη δημοσίευση της τελευταίας (23.1.2023) έως την άσκηση της έφεσης (19.10.2023) , δεν έχει παρέλθει χρονικό διάστημα μεγαλύτερο της διετίας. Αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του Κ.Πολ.Δ.), δεδομένου ότι κατά την κατάθεση της έφεσης έχει καταβληθεί το προβλεπόμενo από τη διάταξη του άρθρου 492 Α εδ. γ του ΚΠολΔ παράβολο Δημοσίου (με κωδικό ……………./2023) ηλεκτρονικό παράβολο, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της Γραμματέα του Πρωτοβάθμιου δικαστηρίου κάτωθεν της προαναφερθείσας έκθεσης κατάθεσης του δικογράφου της έφεσης. Εφόσον, λοιπόν, η έφεση ασκήθηκε από διάδικο, ο οποίος, κατά τα προεκτεθέντα, δικάσθηκε ερήμην πρέπει, η εκκαλουμένη απόφαση, κατά παραδοχή της τυπικώς δεκτής εφέσεως, με την οποία ο ενάγων – εκκαλών παραπονείται για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, επιδιώκοντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την αποδοχή της αγωγής, να εξαφανισθεί μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση, ήτοι στο σύνολό της (και ως προς τη διάταξή της περί δικαστικής δαπάνης,) χωρίς έρευνα των λόγων έφεσης, αφού πλήττεται ως προς την εκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, δικαιουμένου του εκκαλούντος να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς, τους οποίους μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως, περαιτέρω δε να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο και να δικασθεί και ερευνηθεί η ένδικη αγωγή κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), ως προς το παραδεκτό, το νόμιμο και βάσιμο αυτής (άρθρο 533 και 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ).
Κατά τις διατάξεις των νόμων 8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (44.3), 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος Βυζαντινορωμαϊκού Δικαίου, οι οποίες, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ΕισΝΑΚ, έχουν εφαρμογή για την απόκτηση κυριότητας, εφόσον τα δικαιογόνα γεγονότα έγιναν κατά το χρόνο, που αυτές ίσχυαν, ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε ακίνητα, που ανήκαν στο Δημόσιο, ακόμη και αν αυτά ήταν δημόσια δάση ή δασικές εκτάσεις. Σύμφωνα με τις προαναφερθείσες διατάξεις, μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν άσκησης νομής επ’ αυτού με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα εκείνου που χρησιδέσποζε, να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και εκείνο του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού. Σύμφωνα δε με τις διατάξεις των ν. 20,12 Πανδ.(5.8) ν. 27 Πανδ. (18.1), 10,15 παρ.3,17 και 48 Πανδ. (41.3), 3 και 5 παρ.1 Πανδ. (41.10), 109 Πανδ. (50.16) και 2παρ.7 και 1 Πανδ. (51.4), ως “καλή πίστη” θεωρούνταν η ειλικρινής πεποίθηση του χρησιδεσπόζοντος, ότι με την κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλεται κατ’ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας άλλου. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών, προς εκείνες των άρθρ. 18 και 21 του ν. ΔΞΗ’/1912 και των διαταγμάτων “περί δικαιοστασίου”, που εκδόθηκαν βάσει αυτού και του άρθρου 21 του ν.δ. της 22/16.5.1926 “περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης”, συνάγεται ότι προκειμένου περί δημόσιων κτημάτων (ακόμη και εκείνων που περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, με βάση την από 9 Ιουλίου 1832 συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως, καθώς και τα από 6 Ιουνίου 1830 και 7 Ιουλίου 1830 πρωτόκολλα του Λονδίνου), στα οποία περιλαμβάνονται και τα δημόσια δάση, για την κτήση επ’ αυτών κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία έπρεπε η τριακονταετής, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη του νομέα, νομή να είχε συμπληρωθεί μέχρι και τις 11.9.1915 (Ολ.ΑΠ 75/1987, ΑΠ 1133/2020, ΑΠ 7/2019, ΑΠ 8/2019, ΑΠ 826/2018, ΑΠ 582/2018, ΑΠ 1443/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μον.Εφ.Πειρ. 340/2024, Μον.Εφ.Πειρ. 626/2023, Μον.Εφ.Πειρ. 506/2019 Ιστοσελ.Εφ.Πειρ.). Εφόσον δε, είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11.9.1915 ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας, δεν έχουν εφαρμογή και δεν ασκούν καμιά έννομη επιρροή σε σχέση με την κυριότητα, που αποκτήθηκε με αυτή, οι διατάξεις του άρθρου 215 του ν. 4173/1929, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 37 του α.ν. 1539/1938 και 16 του α.ν. 192/1946, επαναλήφθηκαν δε σε εκείνη του άρθρου 58 του ν.δ. 86/1969 “περί δασικού κώδικος”, με τις οποίες ορίζεται ότι νομέας σε δημόσια κτήματα θεωρείται το Δημόσιο, έστω και αν δεν ενήργησε σ` αυτά καμία πράξη νομής και ότι μόνο η βοσκή επί δημόσιων δασών, μερικώς δασοσκεπών εκτάσεων, λιβαδιών και χορτολιβαδικών εδαφών δεν θεωρείται ποτέ ως πράξη νομής ή οιονεί νομής και ότι η νομή από τρίτους στα ακίνητα αυτά θεωρείται ότι ασκείται μόνο με την υλοτομία ή την εκμετάλλευση αυτών ως ιδιωτικών εκτάσεων με βάση άδεια της δασικής αρχής (ΑΠ 7/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 8/2019 ό.π., ΑΠ 1023/2018 ό.π.). Ούτε ασκεί επιρροή στην κυριότητα, που αποκτήθηκε, η μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 62 παρ. 1 του ν. 998/1979 “περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας”, με την οποία ορίζεται ότι “σε κάθε φύσεως αμφισβητήσεις ή διενέξεις ή δίκες μεταξύ του Δημόσιου και φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο επικαλείται ή αξιώνει οποιαδήποτε δικαιώματα εμπράγματα ή όχι επί των δασών, των δασικών εκτάσεων κλπ., το ως άνω φυσικό ή νομικό πρόσωπο οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη του δικαιώματος του” και πολύ περισσότερο η εκδιδόμενη με βάση το άρθρο 191 του ν.δ. 86/1969 απόφαση του Νομάρχη, με την οποία κηρύσσεται η επίδικη έκταση δασωτέα ή αναδασωτέα, αφού ο ιδιοκτήτης της συγκεκριμένης έκτασης εξακολουθεί να παραμένει κύριος αυτής και μετά την κήρυξή της ως αναδασωτέα (Ολ.ΑΠ 21/2005, ΑΠ 279/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 7/2019 ό.π.). Περαιτέρω, από τις ρυθμίσεις, που ακολούθησαν της Συνθήκης του Λονδίνου της 6 Ιουνίου 1827 και περιέχονται στο Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 21.1/3.2.1830 “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και στα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16.6.1830 και της 19.6./1.7.1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27.6./9.7.1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως “περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος” και του άρθρου 16 του ν. της 21.6./10.7.1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, προκύπτει ότι το Ελληνικό Δημόσιο δεν έγινε καθολικός διάδοχος του Τουρκικού Κράτους, αλλά στην κυριότητά του περιήλθαν εκείνα μόνο τα κτήματα των Οθωμανών, τα οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέλαβε με τις στρατιωτικές δυνάμεις και δήμευσε και εκείνα, τα οποία, κατά το χρόνο υπογραφής των άνω τριών πρωτοκόλλων, είχαν εγκαταλειφθεί από τους αναχωρήσαντες από την απελευθερωθείσα Ελλάδα Οθωμανούς, πρώην κυρίους αυτών και δεν είχαν καταληφθεί από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου περί διακρίσεως κτημάτων, όχι, όμως, και όσα, κατά την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης και ακολούθως, κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες, με διάνοια κυρίου, έστω και χωρίς έγκυρο και ισχυρό, κατά το οθωμανικό δίκαιο, τίτλο (ταπί, χοτζέτι ή βουγιουρδί). Σημειωτέον ότι, ως προς τα ευρισκόμενα στην Αττική οθωμανικά κτήματα δεν μπορεί να γίνει λόγος για την περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με τα όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος, στις 31.3.1833, με βάση την από 27.6./9.7.1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των ελληνικών και των τουρκικών αρχών, ενώ, εξάλλου, κατά τη διάρκεια της τρίτης τουρκικής κυριαρχίας στην Αττική (25-5-1827 έως 31-3-1833) και, ειδικότερα, κατά το έτος 1829, ο Σουλτάνος, ως έχων, κατά το οθωμανικό δίκαιο, την κυριαρχία εφ’ όλης της γης, που ανήκε στο οθωμανικό κράτος, είχε εκδώσει θέσπισμα, με το οποίο παραχώρησε δωρεάν στους Αθηναίους -Οθωμανούς και Έλληνες- την κυριότητα των ήδη κατεχομένων από αυτούς ακινήτων της Αττικής, τα σχετικά δε ιδιοκτησιακά δικαιώματά τους αναγνωρίσθηκαν ακολούθως με το από 21.1./3-2-1830 Πρωτόκολλο “περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος” και με την προαναφερόμενη Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως (ΑΠ 279/2019, ΑΠ 7/2019, ΑΠ 1182/2018, ΑΠ 73/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 826/2018, Μον.Εφ.Πειρ. 506/2019 ό.π.). Ακόμη, από τις διατάξεις των άρθρων 1 του β.δ. της 3/1.12.1833, 1 και 3 του β.δ της 17/29.11.1836, συνάγεται ότι για τις εδαφικές εκτάσεις, οι οποίες, κατά την έναρξη της ισχύος των εν λόγω β.δ., είχαν το χαρακτήρα λιβαδίου ή δάσους και για τις οποίες δεν είχαν αναγνωριστεί ιδιοκτησιακά δικαιώματα τρίτων, υπάρχει υπέρ του Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας, το οποίο μπορούσε να ανατραπεί μόνον εφόσον αποδεικνυόταν 30ετής καλόπιστη νομή του τρίτου έως τις 11.9.1915 (ΑΠ 826/2018 ό.π.).
Περαιτέρω, κατά μεν τη διάταξη του άρθρου 1045 ΑΚ, εκείνος που έχει στη νομή του για μια εικοσαετία πράγμα κινητό ή ακίνητο γίνεται κύριος αυτού με έκτακτη χρησικτησία, κατά δε το άρθρο 974 του ίδιου Κώδικα, όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο πράγμα (κατοχή) είναι νομέας, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Με τις διατάξεις αυτές, για την κτήση της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, απαιτείται άσκηση νομής επί συνεχή εικοσαετία, με τη δυνατότητα εκείνου που απέκτησε τη νομή του πράγματος με καθολική ή με ειδική διαδοχή να συνυπολογίσει στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του, κατ` άρθρο 1051 ΑΚ. Ακόμη, από τον συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων με εκείνες των άρθρων 1094 ΑΚ, 70, 216 παρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι, για την πληρότητα της αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου, του οποίου η κυριότητα αποκτήθηκε με παράγωγο τρόπο, πρέπει ο ενάγων να αναφέρει, εκτός των άλλων, ότι κατέστη κύριος του επίδικου ακινήτου για ορισμένη αιτία με συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή και ότι ο άμεσος δικαιοπάροχος του ήταν κύριος του πράγματος που μεταβίβασε. Ο τρόπος κτήσης της κυριότητας επί του επιδίκου από το δικαιοπάροχο του ενάγοντος δεν είναι στοιχείο της αγωγής. Μόνο αν ο εναγόμενος ήθελε αμφισβητήσει με τις προτάσεις του της πρώτης πρωτοβάθμιας συζήτησης την κυριότητα του τελευταίου και των προ αυτού κτητόρων του επιδίκου, υποχρεούται ο ενάγων, για το ορισμένο της αγωγής, να αναφέρει είτε με την αγωγή καθ` υποφορά, είτε με τις προτάσεις του της ίδιας συζήτησης της αγωγής ορισμένο νόμιμο τρόπο με τον οποίο ο δικαιοπάροχος του έγινε κύριος του ακινήτου, τέτοιος δε τρόπος μπορεί να είναι εκείνος της κτήσης της κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία. Συνίσταται δε ο εν λόγω τρόπος στο ότι ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος έχει στη νομή του, δηλαδή στην φυσική του εξουσία με διάνοια κυρίου, το ακίνητο για μια συνεχή εικοσαετία, ενώ κατά το Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, που ίσχυε μέχρι την εισαγωγή του ΑΚ (στις 23.2.1946), ο τρόπος αυτός συνίστατο στο ότι το ίδιο πρόσωπο είχε στην νομή του με καλή πίστη το ακίνητο για μια συνεχή τριακονταετία. Επίσης, για το ορισμένο της αγωγής, σ` αυτήν την τελευταία περίπτωση, πρέπει ο ενάγων στο δικόγραφο της αγωγής του να αναφέρει τις διακατοχικές πράξεις του δικαιοπαρόχου του στο ακίνητο (ΑΠ 1125/2018, ΑΠ 96/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2065/2009 ΝοΒ 2010.1991, AΠ 1879/2008, Εφ.Πειρ. 584/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν η αγωγή στηρίζεται σε έκτακτη χρησικτησία, πρέπει ο ενάγων να αναφέρει τις υλικές και εμφανείς πράξεις νομής που άσκησε συνεχώς επί 20 τουλάχιστον έτη πάνω στο ακίνητο, με τις οποίες φανερώνεται η βούλησή του να το έχει σαν δικό του, δυνάμενος να συνυπολογίσει, όπως ήδη προαναφέρθηκε, στο χρόνο της δικής του νομής και το χρόνο νομής του δικαιοπαρόχου του. Τα ίδια ισχύουν και επί αναγνωριστικής αγωγής κυριότητας ακινήτου μεταξύ ιδιώτη (ως ενάγοντα) και Ελληνικού δημοσίου (ως εναγόμενου). Στη σχετική δίκη ο ιδιώτης έχει υποχρέωση, για το ορισμένο της αγωγής του, να επικαλεστεί ότι απέκτησε το επίδικο ακίνητο με κάποιο νόμιμο τρόπο. Σε περίπτωση που ο τίτλος κτήσης του είναι παράγωγος (π.χ. αγορά, εάν το Δημόσιο αμφισβητήσει την κυριότητα του δικαιοπαρόχου του, τότε ο ιδιώτης θα πρέπει, συμπληρώνοντας με τις προτάσεις του την αγωγή στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, να επικαλεστεί τον τρόπο κτήσης κυριότητας των δικαιοπαρόχων του μέχρι να αναχθεί σε πρωτότυπο τρόπο, που κατά κανόνα θα είναι η έκτακτη χρησικτησία (ΑΠ 1125/2018 ό.π., Εφ.Πειρ. 584/2015 ό.π.). Όμως, ο ιδιώτης δεν είναι υποχρεωμένος να επικαλεστεί και ότι το επίδικο ακίνητο είναι δεκτικό χρησικτησίας (επειδή π.χ. δεν είναι δημόσιο, μετά τη συμπλήρωση έκτακτης χρησικτησίας κατά το Βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο σε βάρος του Δημοσίου, μέχρι τις 11.9.1915) ή ότι εξαιρείται από αυτή, ως δημόσιο κτήμα (άρθρα 21 του Ν.Δ 22.4/16-5-1926 και 4 του Ν.Δ 1539/1938), καθόσον ο ισχυρισμός ότι το ακίνητο δεν είναι δεκτικό ή εξαιρείται της χρησικτησίας δεν αποτελεί στοιχείο του ορισμένου της πιο πάνω αγωγής, αλλά ένσταση, η οποία πρέπει να προταθεί και να αποδειχθεί από το Δημόσιο (ΑΠ 1125/2018 ό.π., ΑΠ 1535/2003, ΑΠ 325/2002 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Τέλος, από τον συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 6 παρ. 2 παρ. α και β και 17 παρ. 4 του ν. 2664/1998, προκύπτει ότι, σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώµατος στα κτηµατολογικά βιβλία, δηλαδή όταν στο κτηµατολογικό φύλλο και δη στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας (ή άλλου εµπράγµατου δικαιώµατος) διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγµατικό δικαιούχο, µπορεί, όποιος έχει έννοµο συµφέρον, στρεφόµενος κατά του αναγραφόµενου στο κτηµατολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε µεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου, να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόµενου µε την ανακριβή εγγραφή δικαιώµατος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Η εν λόγω αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998 απευθύνεται ενώπιον του αρμόδιου καθ΄ύλη και κατά τόπο (Μονοµελούς ή Πολυµελούς) Πρωτοδικείου, το οποίο συγκροτείται από τον κτηµατολογικό Δικαστή (άρθρο 17 παρ. 4 του ν. 2664/1998), δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία. Κρίσιµος δε χρόνος για την ύπαρξη εµπράγµατου δικαιώµατος, που προσβάλλεται µε τις ανακριβείς πρώτες εγγραφές, είναι αυτός της έναρξης του Κτηµατολογίου σε µία περιοχή, όπως καθορίζεται µε σχετική απόφαση του Ο.Κ.Χ.Ε., και όχι αυτός της έγερσης της αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 2664/1998 (ΑΠ 1342/2015, ΜΟΝ.ΕΦ.ΠΕΙΡ. 561/2024 στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιά «efeteio-peir.gr»,, Εφ.Αθ. 618/2015, Εφ.Πατρ. 226/2012 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)
Περαιτέρω, με το Ν. 4233/2013 προβλέφθηκε η επιβολή του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α) και δη στο άρθρο 1 αυτού ορίζεται: “1. Από το έτος 2014 και για κάθε επόμενο έτος επιβάλλεται Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) στα δικαιώματα της παραγράφου 2 του παρόντος, σε ακίνητα που βρίσκονται στην Ελλάδα και ανήκουν σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα ή κάθε είδους νομικές οντότητες την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους. 2. Ο ΕΝ.Φ.Ι.Α. επιβάλλεται στα εμπράγματα δικαιώματα της πλήρους κυριότητας, της ψιλής κυριότητας, της επικαρπίας, της οίκησης και της επιφάνειας επί του ακινήτου […]. Εξαιρετικά, επιβάλλεται και στο δικαίωμα της νομής ή οιονεί νομής, της κατοχής, […]”, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 4223/2013, όπως αυτή ήδη τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ γ αρ. 5 του Ν. 4254/2014: “Μετά το άρθρο 54 του Ν. 4174/2013 προστίθεται νέο άρθρο 54Α που έχει ως εξής: “Άρθρο 54Α Υποχρεώσεις τρίτων για τον Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων:….5. Είναι απαράδεκτη η συζήτηση ενώπιον δικαστηρίου εμπράγματης αγωγής επί ακινήτου, πλην της μονομερούς εγγραφής υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης ή της άρσης κατάσχεσης, αν δεν προσκομισθεί από τον υπόχρεο σε ΕΝ.Φ.Ι.Α., το πιστοποιητικό των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου αυτού.” Η τελευταία αυτή διάταξη, περί απαραδέκτου της συζήτησης εμπράγματης αγωγής, που είναι προφανές ότι είναι φορολογικής φύσης, θίγει, παραβιάζει και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.) και τις διατάξεις των άρθρων 17, 20 και 25 του Συντάγματος (δικαίωμα της ιδιοκτησίας, δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας και αρχή της αναλογικότητας). Ειδικότερα, στο άρθρο 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος, το οποίο συμφωνεί και με το άρθρο 6 παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ, κατοχυρώνεται το θεμελιώδες δικαίωμα του πολίτη για παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, αποτελεί δε θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου. Οι δικονομικές λεπτομέρειες που είναι επιτρεπτό να καθορίζει κάθε κράτος μέλος της Ένωσης δεν επιτρέπεται να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων των πολιτών. Εξάλλου, στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ που κυρώθηκε μαζί με τη Σύμβαση με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (ΦΕΚ Α’ 256) ορίζεται ότι “Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων”. Με τις διατάξεις αυτές με τις οποίες κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, αναγνωρίζεται παράλληλα η εξουσία των Κρατών προς επιβολή φόρων και θέσπιση μέτρων προς εξασφάλιση της καταβολής τους. Τα Κράτη διαθέτουν ευρύτατη εξουσία ως προς τον προσδιορισμό των φόρων και τους τρόπους είσπραξής τους κατ’ εκτίμηση των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων τους. ‘Όμως, εφόσον η επιβολή φορολογίας αποτελεί επέμβαση στην περιουσία του προσώπου, πρέπει η σχετική ρύθμιση να αποτελεί μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος και των επιταγών προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπό την έννοια της ύπαρξης αναλογίας μεταξύ χρησιμοποιουμένων μέσων και επιδιωκομένων σκοπών, ενόψει μάλιστα και της, κατά το χρόνο θέσπισης της ως άνω φορολογικής διάταξης, ιδιαιτέρως δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας (συνεχούς μείωσης μισθών και συντάξεων και επιβολής αλλεπαλλήλων φορολογικών βαρών επί εισοδημάτων και περιουσιών). Ο δικονομικός φραγμός, που τίθεται από τις παραπάνω διατάξεις, ήδη σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας υπό το φως των σημερινών δυσχερών οικονομικών συνθηκών, που βιώνουν οι πολίτες που φέρουν το βάρος αυτών, ουσιαστικά στερεί αυτούς της απλής δυνατότητας προσφυγής στο δικαστήριο. Το απλό ταμειακό συμφέρον, που προκύπτει, δεν συνιστά λόγο γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, για τον οποίο θεσπίζεται η παραπάνω διάταξη ως αναγκαία προϋπόθεση του παραδεκτού κάθε εμπράγματης αγωγής. Ενώ, δεν φαίνεται να υπάρχει καμία αναλογία, που επιβάλλεται να τηρείται, μεταξύ του νομοθετικά προστατευόμενου δικαιώματος του ατόμου και του σκοπού που το νομοθέτημα εξυπηρετεί. Επομένως, η παραπάνω ρύθμιση συντελεί απλά σε άνιση μεταχείριση των πολιτών του, από το ίδιο το κράτος, που τίθεται σε πλεονεκτική θέση έναντι αυτών, εξασφαλίζοντας πρωταρχικά και κύρια το δικό του δημοσιονομικό οικονομικό συμφέρον, συρρικνώνοντας το ατομικό δικαίωμα των πολιτών του σε εύκολη πρόσβαση στα δικαστήρια, την οποία θα έπρεπε να εγγυάται και όχι να χρησιμοποιεί τη Δικαιοσύνη και την ευχέρεια προσφυγής σε αυτήν ως μέσο πίεσης για την τακτοποίηση των φορολογικών υποχρεώσεων των πολιτών. Επιπλέον, η επιβολή φόρου ακίνητης περιουσίας, παράλληλα προς υφιστάμενους άλλους φόρους, δεν πρέπει να θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και δεν πρέπει να εξαρτά το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του πολίτη να προσφύγει στη Δικαιοσύνη από τις συγκεκριμένες φορολογικές του υποχρεώσεις. Διαφορετικά θα ελλοχεύει ο κίνδυνος ο υπερχρεωμένος ιδιοκτήτης να μην είναι σε θέση να προσκομίσει το ως άνω πιστοποιητικό και η εμπράγματη αγωγή του με την οποία ζητεί να προστατεύσει το δικαίωμα της κυριότητάς του, που του παρέχει άμεση, απόλυτη και καθολική εξουσία πάνω στο ακίνητο (άρθρα 973 και 1000 του ΑΚ), θα πρέπει να μην εκδικασθεί για λόγους μη ουσιαστικούς, αφού το δικαστήριο δεν θα υπεισέρχεται στην ουσία της ένδικης διαφοράς και έτσι ο πολίτης θα στερείται ουσιαστικά της εξουσίας να απαγορεύει απόλυτα κάθε επέμβαση τρίτου στο ακίνητο του χωρίς την άδεια του και θα βρίσκεται εκτεθειμένος και απροστάτευτος απέναντι στην αυθαιρεσία του οποιουδήποτε καταπατητή. Εν κατακλείδι, δεν θα μπορούσε μια καθαρά φορολογικού χαρακτήρα διάταξη, που δεν αφορά στην προστασία των συναλλασσομένων σε σχέση με τα ακίνητα ή δεν επιδιώκει την παροχή δικαστικής προστασίας, να αποτελεί ειδική διαδικαστική προϋπόθεση μιας εμπράγματης αγωγής και προαπαιτούμενο προκειμένου να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας. Άλλωστε, στόχος της δίκης πρέπει να είναι πάντοτε η έκδοση απόφασης επί της ουσίας και οι διαδικαστικές προϋποθέσεις πρέπει να έχουν σκοπό να εξασφαλίσουν την ομαλή και απρόσκοπτη ροή της διαδικασίας και να αποτελούν εγγυήσεις ορθής δικαστικής απόφασης (βλ ΟλΣτΕ 601/2012 NOB 2012.376, ΟλΣτΕ 3087/2011, ΟλΕλΣυν 2006/2008, Α.Π 275/2024, ΑΠ 293/2014, ΕφΚρήτης 19/2016 ΤΝΠ Νόμος, ΕΔΔΑ απόφαση της 2.12.1985 “Svenska κατά Σουηδίας” αριθμ. 1 1036/84, απόφαση της 14.12.1988 “Wasa κατά Σουηδίας”, αριθμ. 13013/87, απόφαση της 16.1.1995 “Ricardo Travers κατά Ιταλίας, αριθμ. 15117/89, Νικόλαος Νίκας Πολιτική Δικονομία I σ. 415)..
Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων με την από 01.07.2021 αγωγή η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με Γενικό/Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης δικογράφου ……./2021 επιδόθηκε νόμιμα κι εμπρόθεσμα (άρθρα 126, 127, 144 επ. και 215 παρ. 2 ΚΠολΔ) στο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο (βλ. τη με αρ. ………./09.07.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά ………) εκθέτει ότι είναι συγκύριος, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου του ακινήτου (οικοπέδου μετά κτίσματος ) που βρίσκεται επί της οδού ……….. στον Πειραιά το οποίο έχει λάβει ΚΑΕΚ …………, όπως περαιτέρω αυτό περιγράφεται κατά θέση, όρια και αξία στην αγωγή. Ότι, την συγκυριότητα του ακινήτου αυτού κατά το ποσοστό του 50% εξ΄αδιαιρέτου απέκτησε με έκτακτη χρησικτησία, διότι από το έτος 1996 διακατείχε αυτό και ασκούσε επ’ αυτού κατά ποσοστό 50 % εξ αδιαιρέτου τις αναφερόμενες στο αγωγικό δικόγραφο πράξεις νομής, οι οποίες προσιδιάζουν στην φύση και τον προορισμό του (επίβλεψη, φροντίδα, καθαρισμό από ξερά χόρτα, χρήση ως αποθήκη, εκμίσθωση αποθήκης κ.α ), με διάνοια συγκυρίου και καλή πίστη, από του έτους 1996 και έκτοτε συνεχώς και αδιαλείπτως έως το χρόνο της έναρξης της κτηματογράφησης στην περιοχή και το την άσκηση της ένδικης αγωγής. Ότι, κατά τη διαδικασία της κτηµατογράφησης της περιοχής το ακίνητο αυτό κατά ποσοστό ½ εξ΄ αδιαιρέτου καταχωρήθηκε εσφαλµένα στο οικείο Κτηµατολογικό Γραφείο Πειραιώς υπό τον προαναφερθέντα ΚΑΕΚ ως ιδιοκτησία αγνώστου. Βάσει των ανωτέρω και επικαλουµένος έννοµο συµφέρον, ο ενάγων ζητούσε να αναγνωρισθεί συγκύριος κατά ποσοστό 50% εξ΄ αδιαιρέτου του επιδίκου και να διορθωθεί σχετικά η ανακριβής πρώτη εγγραφή, ώστε να καταχωριστεί το δικαίωμα συγκυριότητας του ενάγοντος, κατά ποσοστό ½ εξ΄ αδιαιρέτου στο κτηματολογικό φύλλο του επίδικου ακινήτου με αιτία κτήσης την έκτακτη χρησικτησία. Ζητεί, επίσης, να καταδικαστεί το εναγόμενο στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων.
Με το παραπάνω περιεχόμενο και τα αιτήματα η υπό κρίση αγωγή αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρα 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998, 11 αριθ. 1, 14 παρ. 2 και 29 ΚΠολΔ), για να συζητηθεί κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία. Για το παραδεκτό της συζήτησης ο ενάγων προσκόμισε με επίκληση το με αρ. πρωτ. …../07.11.2024 αντίγραφο του κτηματολογικού φύλλου και το με αρ. πρωτ. ……/07.11.2024 απόσπασμα κτηματολογικου διαγράμματος του επίδικου ακινήτου (άρθρο 6 παρ. 3 στοιχ. ε εδ. α του ν. 2664/1998). Σημειωτέων ότι η προσκόμιση του οικείου πιστοποιητικού ΕΝ.Φ.Ι.Α., κατ΄ άρθρο 9 παρ. 2 περ. 5 του ν. 4223/2013, όπως διαμορφώθηκε μετά τις τροποποιήσεις από τη διάταξη του άρθρου τρίτου παρ. Γ περ. 4 του ν. 4254/2014 στο άρθρο 54Α του ν. 4174/2013, κατά τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν απαιτείται για το παραδεκτό της συζήτησης, επειδή η εν λόγω διάταξη, που επιβάλλει ως κύρωση της μη προσκόμισης του σχετικού πιστοποιητικού το απαράδεκτο της συζήτησης εμπράγματης αγωγής, όπως η προκειμένη, αποτελεί καθαρά φορολογικού χαρακτήρα διάταξη, που δεν αποσκοπεί στην προστασία των συναλλασσόμενων σε σχέση με τα ακίνητα και στην παροχή δικαστικής προστασίας, ώστε δεν δύναται να αποτελέσει ειδική διαδικαστική προϋπόθεση της αγωγής αυτής ούτε προαπαιτούμενο προκειμένου να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας, καθώς έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τα άρθρα 17, 20 και 25 του Συντάγματος και με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και, επομένως, τυγχάνει ανεφάρμοστη (βλ. ΑΠ 383/2021, ΑΠ 1143/2019, ΜΕφΠειρ 459/2020, δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού του εναγόμενου περί απαραδέκτου της συζήτησης. Περαιτέρω η αγωγή είναι παραδεκτή, καθώς: α) ασκήθηκε εμπρόθεσμα, ήτοι έως την 31η Δεκεμβρίου 2023 (άρθρα 102 παρ. 2 Ν. 4623/2019, όπως η προβλεπόμενη σε αυτό προθεσμία παρατάθηκε με το άρθρο 134 παρ. 4 Ν. 4759/2020, ακολούθως με το άρθρο 9 Ν. 4821/2021 και ήδη με το άρθρο 39 του Ν. 4990/2022, και 6 παρ. 2 στ. α και γ Ν. 2664/1998), και β) έχει καταχωριστεί εμπροθέσμως, εντός 30 ημερών από την κατάθεσή της, στο κτηματολογικό φύλλο του επίδικου ακινήτου (βλ. το με αρ. πρωτ. ……/9.7.2021 πιστοποιητικό καταχώρισης εγγραπτέας πράξης του προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς και Νήσων), τηρούμενης της προδικασίας που προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 220 παρ. 1 ΚΠολΔ και 12 παρ. 1 περ. ιβ του Ν. 2664/1998, ενώ δεν απαιτείται η τήρηση της προδικασίας του άρθρου 8 του Α.Ν. 1539/1938, σύμφωνα με την περ. ν της παρ. 2 του άρθρου 6 του ν. 2664/1998, όπως ισχύει. Η αγωγή είναι επίσης επαρκώς ορισμένη, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του εναγόμενου, καθώς περιλαμβάνει σαφή και πλήρη περιγραφή του επιδίκου κατ’ είδος, θέση, έκταση και όρια, αλλά και πλευρικές διαστάσεις, καθώς και το ΚΑΕΚ αυτού, ενώ σε κάθε περίπτωση, το επίδικο, όπως περιγράφεται στην αγωγή, είναι αυτοτελές ακίνητο και όχι τμήμα μείζονος ακινήτου, ώστε να απαιτείται ο προσδιορισμός της ακριβούς θέσης του σε αυτό, όπως αβασίμως ισχυρίζεται το εναγόμενο (βλ. και ΕφΠειρ 93/2022 στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιά «efeteio-peir.gr», ΕφΑθ 2375/2016 ΝΟΜΟΣ),. Περαιτέρω, η κρινόμενη αγωγή, ως προς βάση της περί κτήσης κυριότητας δυνάμει έκτακτης χρησικτησίας, είναι ορισμένη, καθώς περιέχει όλα τα απαιτούμενα από τον νόμο για τη θεμελίωσή της στοιχεία, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην οικεία μείζονα σκέψη, παρά τους αβάσιμους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς του εναγόμενου, που είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Ειδικότερα, ο ενάγων αναφέρει τις υλικές και εμφανείς πράξεις νομής που άσκησε συνεχώς επί 20 τουλάχιστον έτη πάνω στο ακίνητο, με τις οποίες φανερώνεται η βούλησή του να το έχει σαν δικό του, κατά ποσοστό ½ εξ΄ αδιαιρέτου, όπως επίβλεψη, φροντίδα, καθαρισμό από ξερά χόρτα, χρήση ως αποθήκη, εκμίσθωση αποθήκης κ.α ), με διάνοια συγκυρίου και καλή πίστη, από του έτους 1996 και έκτοτε συνεχώς και αδιαλείπτως έως την άσκηση της ένδικης αγωγής. Περαιτέρω, ο ενάγων, δεν είναι υποχρεωμένος να επικαλεστεί και ότι το επίδικο ακίνητο είναι δεκτικό χρησικτησίας, επειδή π.χ. δεν είναι δημόσιο ή επειδή αυτή συμπληρώθηκε κατά το β.ρ δίκαιο σε βάρος του Δημοσίου έως τις 11-9-1915, διότι, ο ισχυρισμός ότι το ακίνητο δεν είναι δεκτικό ή εξαιρείται της χρησικτησίας ως δημόσιο κτήμα, όπως επίσης αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, δεν αποτελεί στοιχείο του ορισμένου της πιο πάνω αγωγής, αλλά ένσταση, που πρέπει να προταθεί και να αποδειχθεί από το Δημόσιο. H υπό κρίση αγωγή είναι νόμιμη, ερειδόμενη στις διατάξεις που αναφέρονται στην προπαρατεθείσα νομική σκέψη και σε αυτές των άρθρων 6 παρ. 1 και 2 ν. 2664/1998, όπως ισχύει, 974, 976, 983, 1045, 1046, και 176 ΚΠολΔ. Πρέπει επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.
Από την εκτίμηση της με αριθμό ………2021 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα ……….. ενώπιον της δικηγόρου ………. η οποία συντάχθηκε με την επιμέλεια του ενάγοντος, κατόπιν νομότυπης κι εμπρόθεσμης κλήσης προς το εναγόμενο, σύμφωνα με το άρθρο 422 ΚΠολΔ (βλ. τη με αριθμό ……….Δ /08.11.2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιά ………. και την οποία προσκομίζει και επικαλείται νόμιμα ο ενάγων, από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται νόμιμα οι διάδικοι, αλλά και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψιν αυτεπαγγέλτως προς άμεση ή έμμεση απόδειξη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ.3 και 4, 339 σε συνδυασμό με 395 ΚΠολΔ), από τις ομολογίες που συνάγονται από τους ισχυρισμούς των διαδίκων (άρθρα 261, 352 ΚΠολΔ) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο με Κ.Α.Ε.Κ. ……….. οικόπεδο, έχει έκταση 102 τ.μ, βρίσκεται επί της οδού ……….. στον Πειραιά Αττικής και συνορεύει βορειοδυτικά με ακίνητο με ΚΑΕΚ ………., βορειοανατολικά με ακίνητο με ΚΑΕΚ …………, νοτιοδυτικά με οδό …. και νοτιοανατολικά με οδό …. στην οποία φέρει τον αριθμό ……. Από το έτος 1996 οπότε ο τότε ιδιοκτήτης του όλου ακίνητου του το παραχώρησε κατά το παραπάνω ποσοστό του ½ εξ΄ αδιαιρέτου, οπότε ο ενάγων κατέλαβε το ανωτέρω ακίνητο, κατά ποσοστό 50 % εξ΄ αδιαιρέτου και έκανε χρήση αυτού ως συνιδιοκτήτης, κατά το ιδανικό αυτό μερίδιο, ασκώντας υλικές και εμφανείς πράξεις φυσικής εξουσίασης συνεχώς επί 20 τουλάχιστον έτη πάνω στο ακίνητο, με τις οποίες φανερώνεται η βούλησή του να το εξουσιάζει σαν δικό του, χωρίς ποτέ να ενοχληθεί από κανέναν και δη από τους συνιδιοκτήτες του ως άνω ακινήτου, κατά ποσοστό ½ εξ΄ αδιαιρέτου. Συγκεκριμένα από το έτος 1996 επιβλέπει και φροντίζει το ακίνητο, εναποθέτει τα πράγματα του προς φύλαξη, καταβάλλει κατά το ήμισυ της σχετική δαπάνη για τις εργασίες καθαρισμού από ξερά χόρτα, φυτεύει φυτά σε συνεννόηση με τους λοιπούς συνιδιοκτήτες και εκμισθώνει τον ευρισκόμενο εντός αυτού μικρό οικίσκο ως αποθήκη, εισπράττοντας το ήμισυ του μισθώματος, συνεχώς και αδιαλείπτως έως την έναρξη του Κτηµατολογίου στην περιοχή του Πειραιά (31.8.2017, Φ.Ε.Κ Β΄ 2992). Συνεπώς, ο ενάγων απέκτησε συγκυριότητα επί του επιδίκου με πρωτότυπο τρόπο, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου και δη με έκτακτη χρησικτησία, ασκώντας ο ίδιος, τις προσιδιάζουσες στο ακίνητο πράξεις νομής, για χρονικό διάστημα είκοσι (20) ετών, από το έτος 1996 έως την έναρξη του κτηματολογίου στην περιοχή (31.8.2017). Εκ των ανωτέρω, αποδείχτηκε ότι το εν λόγω ακίνητο ήταν δεκτικό χρησικτησίας, κατά τον κρίσιμο αγωγικό χρόνο, αφού το Ελληνικό Δημόσιο ουδέποτε απέκτησε κυριότητα επί του ανωτέρω οικοπέδου με τους τρόπους, που επικαλέστηκε. Ειδικότερα το Ελληνικό Δημόσιο προβάλει τον ισχυρισμό του περί του ότι το επίδικο ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα, το οποίο περιήλθε στην κυριότητά του: α) δυνάμει της από 9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης και των από 3-2-1830, 4/16-6-1830 και 19-6/1-7-1830 πρωτοκόλλων του Λονδίνου (i) καθώς ήταν δημόσια γαία κατά το οθωμανικό δίκαιο, άλλως (ii) διότι το κατέλαβε κατά τη διάρκεια του αγώνα της Ανεξαρτησίας και στη συνέχεια το δήμευσε, άλλως (iii) διότι κατά το χρόνο υπογραφής των προαναφερθέντων πρωτοκόλλων του Λονδίνου είχε εγκαταλειφθεί από τους έως τότε κυρίους του Οθωμανούς και δεν είχε καταληφθεί από άλλους, άλλως β) άλλως δυνάμει των διατάξεων του ΒΔ 3/15.12.1833, δεδομένου ότι αποτελούσε από του έτους 1820 και έως την άσκηση της αγωγής βοσκότοπο ή λιβάδι, χωρίς ποτέ μέσα στις νόμιμες προθεσμίες να αναγνωρισθεί κάποιος κύριος αυτού κατά την προβλεπόμενη διαδικασία, άλλως γ) με τα προσόντα της τακτικής ή της έκτακτης χρησικτησίας, καθώς το νέμεται, ασκώντας τις αναφερόμενες πράξεις νομής, που προσιδιάζουν στη φύση του επιδίκου, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, από την επανάσταση του 1821 μέχρι και την άσκηση της αγωγής, δ) άλλως, ως αδέσποτο, χωρίς να απαιτείται κατάληψη της νομής ή μεταγραφή της κτήσης, δυνάμει των διατάξεων του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, των άρθρων 16 του από Ιουνίου 1837 νόμου περί διάκρισης κτημάτων και των διατάξεων των άρθρων 2 § 1 του ΑΝ 1539/1938 και 972 ΑΚ. Οι παραπάνω ισχυρισμοί του εναγόμενου, ως προτεινόμενα γεγονότα διακωλυτικά της γένεσης του δικαιώματος κυριότητας της ενάγουσας αποτελούν ενστάσεις (ΑΠ 148/2016). Όμως εξ αυτών των ενστάσεων, η υπό στοιχεία α) ένσταση τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, καθώς το εναγόμενο δεν επικαλείται τα αναγκαία για τη θεμελίωσή τους πραγματικά περιστατικά, ήτοι δεν εξειδικεύει πώς το επίδικο ακίνητο συνιστούσε δημόσια γαία κατά το οθωμανικό δίκαιο, ούτε προσδιορίζει τον Οθωμανό κύριο αυτού που το εγκατέλειψε, ούτε περαιτέρω αναφέρει πότε έλαβε χώρα η εγκατάλειψη της νομής του με πρόθεση παραιτήσεως από την κυριότητά του ώστε αυτό να καταστεί αδέσποτο (βλ. ΕφΠειρ 121/2021). Εξάλλου, ο υπό στοιχείο α(ii) ισχυρισμός είναι σε κάθε περίπτωση απορριπτέος και ως μη νόμιμος, διότι για τα ακίνητα της Αττικής δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στην κυριότητα του εναγόμενου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με όπλα αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος την 31-3-1833 δυνάμει της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των Ελληνικών και Τουρκικών Αρχών (ΑΠ 638/2016, ΕφΠειρ 26/2020). Επιπλέον, και οι υπό στοιχείο β και δ ισχυρισμοί του εναγόμενου τυγχάνουν απορριπτέοι ως αόριστοι, καθώς το εναγόμενο επαναλαμβάνει το πραγματικό των ως άνω διατάξεων. Σε κάθε περίπτωση, ουδόλως αποδείχθηκε η ουσιαστική βασιμότητα των ανωτέρω, ισχυρισμών του εναγόμενου, αφού από το προδιαληφθέν αποδεικτικό υλικό δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο άνηκε στο Οθωμανικό Δημόσιο, ή σε Οθωμανούς ιδιώτες και εγκαταλείφθηκε από τους τελευταίους, ούτε ότι μετά την απελευθέρωση δεν καταλήφθηκε από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του νόμου της 21.6./10.7.1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, με αποτέλεσμα να καταστεί αδέσποτο και να δημευθεί, όπως προβλέπεται στην ανωτέρω Συνθήκη και τα Πρωτόκολλα, προκειμένου να καταστεί κύριος αυτού το Ελληνικό Δημόσιο. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι η επίδικη έκταση ήταν βοσκότοπος ή λιβάδι, κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του β.δ. της 12.12.1833 “περί διορισμού και φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834”, ώστε να ισχύει το τεκμήριο κυριότητας, που θεσπίσθηκε υπέρ του Δημοσίου με τις διατάξεις των ως άνω διαταγμάτων σε όλα τα δάση και τα λιβάδια, που υπήρχαν πριν από την ισχύ του στα όρια του Ελληνικού Κράτους και δεν αναγνωρίσθηκαν νομίμως ότι ανήκουν σε ιδιώτες (ΑΠ 894/2020, ΑΠ 34/2019). Περαιτέρω, μη νόμιμη τυγχάνει η ένσταση του εναγομένου ως προς την κτήση της κυριότητας του επιδίκου: α) με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, καθόσον δεν γίνεται επίκληση συγκεκριμένου νόμιμου τίτλου για τη θεμελίωσή της. Εξάλλου, ο ισχυρισμός του Ελληνικού Δημοσίου ότι κατέστη κύριος του επιδίκου με έκτακτη χρησικτησία αποδείχθηκε αβάσιμος, καθόσον ουδέποτε το ανωτέρω χρησιδέσποσε αυτό, αφού ουδεμία πράξη νομής άσκησε επ’ αυτού ουδέποτε. Εκ των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι το επίδικο ακίνητο ήταν δεκτικό χρησικτησίας, κατά τον κρίσιμο αγωγικό χρόνο και δεν αποτελούσε δημόσιο κτήμα, ώστε να απαιτείται να έχει συμπληρωθεί τριακονταετής καλόπιστη νομή μέχρι τις 11.9.1915, ως αβασίμως διατείνεται το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο. Περαιτέρω, η κτηματική περιοχή, στην οποία βρίσκεται το επίδικο ακίνητο, κηρύχθηκε υπό κτηματογράφηση στα πλαίσια των εργασιών για τη δημιουργία του Εθνικού Κτηματολογίου, σύμφωνα με το Ν. 2308/1995, η δε διαδικασία περαιώθηκε και ημερομηνία έναρξης του κτηματολογίου ορίστηκε η 31.8.2017. Ωστόσο, κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης, στο κτηματολογικό φύλλο του επιδίκου γεωτεμαχίου καταχωρίστηκε ως αγνώστου δικαιούχου, κατά ποσοστό 50 % εξ΄ αδιαιρέτου. Η εγγραφή αυτή είναι ανακριβής και προσβάλλει το εμπράγματο δικαίωμα του ενάγοντος, ως συγκύριου του ακινήτου, κατά ποσοστό 50 %, κατά τον χρόνο έναρξης του Κτηματολογίου. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, η υπό κρίση αγωγή, πρέπει να γίνει δέκτη ως και κατ΄ ουσίαν βάσιμη, να αναγνωριστεί ο ενάγων συγκύριος κατά ποσοστό 50 % εξ΄ αδιαιρέτου επί του επίδικου ακινήτου και να διαταχθεί η διόρθωση των πρώτων εγγραφών στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στο διατακτικό. Επίσης, δεδομένου ότι η ένδικη έφεση γίνεται δεκτή, πρέπει, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, να διαταχθεί η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου της έφεσης στον εκκαλούντα – ενάγοντα. Τέλος, το εναγόμενο- εφεσίβλητο, λόγω της ήττας του, πρέπει να καταδικαστεί στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εκκαλούντος (άρθρο 176 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά το σχετικό αίτημα του τελευταίου, και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας τα οποία όμως, πρέπει να επιβληθούν μειωμένα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 19.10.2023 (αρ. εκθ. κατ. Πρωτ. ………/2023 και αρ. εκ. κατ. Εφ. …………/2023) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 194/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην του ενάγοντος.
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ΄ ουσίαν.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη υπ΄αρ. 194/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει επί της ουσίας την 01.07.2021 αγωγή η οποία κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με Γενικό/Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης δικογράφου …………./2021 αγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ τον ενάγοντα συγκύριο, κατά ποσοστό 50% εξ΄ αδιαιρέτου ενός οικόπεδο μετά της επ΄ αυτού οικίας, που έχει έκταση 102 τ.μ και βρίσκεται επί της οδού ……….. στον Πειραιά Αττικής.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη διόρθωση της ανακριβούς αρχικής εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς και Νήσων, ώστε στο κτηματολογικό φύλλο του γεωτεμαχίου με Κ.Α.Ε.Κ. ……………… να καταχωριστεί ως συγκύριος ο ενάγων κατά ποσοστό 50 % εξ΄ αδιαιρέτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το εναγόμενο – εφεσίβλητο στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος-εκκαλούντος, και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, στα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την απόδοση στον ενάγοντα – εκκαλούντα του κατατεθέντος από αυτόν παραβόλου, που αναφέρεται στο σκεπτικό.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 8 Αυγούστου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, του πληρεξουσίου δικηγόρου του εκκαλούντος και της δικαστικής πληρεξουσίας ΝΣΚ του εφεσιβλήτου.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ