ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 521 /2025
TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΑΙΤΟΥΝΤΟΣ: ………….., άνευ αριθμού, με ΑΦΜ ……., ο οποίος εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στυλιανό Τσολάκο
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ-ΚΑΘΗΣ Η ΑΙΤΗΣΗ: Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στο …… Αττικής, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, με ΑΦΜ ………… με την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………” που εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Χριστίνα Συλίκου, μέλος της Δικηγορικής εταιρείας με την επωνυμία ΣΙΟΥΦΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ.
Ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 16.3.2023 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/ …………/2023 ανακοπή του, κατά της καθής η ανακοπή-εφεσίβλητης. Η ανακοπή δικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και επ’ αυτής, εκδόθηκε η με αριθμό 2604/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που απέρριψε την ανακοπή. Την απόφαση αυτή προσβάλλει ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού ο εκκαλών με την από 6.9.2022 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ΓΑΚ/ΕΑΚ/………………/2023 έφεση. Για την συζήτηση της έφεσης ορίστηκε αρχικά δικάσιμος η 7.3.2024, και μετά από αναβολή για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, οπότε η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο με αριθμό …… και συζητήθηκε. Στο ίδιο δικόγραφο ο εκκαλών σώρευσε και αίτηση αναστολής της εκτέλεσης με αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής κατ’ άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανάπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκκαλών-ανακόπτων άσκησε κατά της ήδη εφεσίβλητης-καθ’ ης η ανακοπή την από 16.3.2023 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ………/2023 ανακοπή του, ζητώντας την ακύρωση των α) της με αριθμό ……………/27.1.2023 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης που συνέταξε ο Δικαστικός επιμελητής στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών ………, η οποία επιβλήθηκε δυνάμει του με αριθμό ……/2011 πρώτου απογράφου της με αριθμό ………./2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, β) της από 9.1.2023 επιταγής προς πληρωμή η οποία συντάχθηκε κάτωθι του του απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής και γ) κάθε συναφούς πράξης εκτέλεσης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δίκασε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, αντιμωλία των διαδίκων, με την με αριθμό 2603/2023 οριστική απόφασή του απέρριψε την ανακοπή ως προς όλους τους λόγους της. Κατά της παραπάνω απόφασης παραπονείται ήδη ο εκκαλών με την έφεσή του για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η ανακοπή του.
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αριθ. 2603/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς έχει ασκηθεί νόμιμα (άρθρα 495 παρ·1 και 2, 499, 511, 513 παρ- 1 περ.β, 516 παρ.1, 517 και 520 παρ. 2 KΠολΔ) από τον πρωτοδίκως ηττηθέντα ανακόπτοντα και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρα 518 παρ. 2, καθώς ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει, ούτε η παριστάμενη διάδικος επικαλείται επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, που δημοσιεύθηκε την 1.8.2023 ενώ η κρινόμενη έφεση ασκήθηκε με την κατάθεσή της στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 11.9.2023. Εισάγεται δε αρμόδια προς συζήτηση στο Δικαστήριο αυτό (άρθρο 19 KΠολΔ). Επιπλέον με την κατάθεση της έφεσης έχει καταβληθεί το κατ’ άρθρο 495 παρ· 3 KΠολΔ ηλεκτρονικό παράβολο Δημοσίου με κωδικό …………….., σε συνδυασμό με την αυθημερόν απόδειξη εξόφλησής του. Συνεπώς, η κρινόμενη έφεση είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτη και να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ώστε να κριθεί το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επίσης, στο ίδιο δικόγραφο της έφεσης νόμιμα και παραδεκτά σωρεύεται κατ’ άρθρο 938 παρ.2 ΚΠολΔ αίτηση αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας μέχρι την έκδοση απόφασης επί της υπό κρίση εφέσεως, ενώ σημειώνεται ότι στις 15.9.2023, έγινε δεκτό από την Πρόεδρο Υπηρεσίας του Δικαστηρίου αυτού το ομοίως σωρευθέν από τους εκκαλούντες στο εφετήριο, αίτημα χορήγησης προσωρινής διαταγής και ανεστάλη η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης δυνάμει της ……../27.1.2023 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης που συνέταξε ο Δικαστικός Επιμελητής στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών ……………… έως τη συζήτηση της υπό κρίση έφεσης.
Επί του πρώτου λόγου της υπό κρίση έφεσης
Με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσης, ο εκκαλών επαναφέρει τον πρώτο λόγο ανακοπής περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της καθής και νυν εφεσίβλητης στην επίσπευσή του πλειστηριασμού της ακίνητης περιουσίας του. Προς θεμελίωση του σχετικού λόγου ανακοπής ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι με την με αριθμό ……./27.1.2023 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης που συνέταξε ο Δικαστικός Επιμελητής στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών ……….., η οποία επιβλήθηκε δυνάμει του με αριθμό ………../2011 πρώτου απογράφου εκτελεστού της με αριθμό ………../2011 διαταγής πληρωμής που εξέδωσε ο Δικαστής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επισπεύδεται πλειστηριασμός για ικανοποίηση απαίτησης της καθής, ποσού 25.277,17 ευρώ, επί της κύριας κατοικίας του ανακόπτοντος, ήτοι μιας οριζόντιας ιδιοκτησίας του πρώτου υπέρ του ισογείου ορόφου, κείμενης στον Δήμο Περάματος, επί της οδού ……….., η αξία της οποίας, δυνάμει της ίδιας ως άνω κατασχετήριας έκθεσης εκτιμήθηκε στο ποσό των 38.000 ευρώ. Ότι η επίσπευση του πλειστηριασμού γίνεται κατά προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα χρηστά ήθη, κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 281 ΑΚ, επειδή η εμπορική αξία του κατασχεθέντος ακινήτου, υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ. Ότι επιπλέον λόγω της ως άνω διαφοράς μεταξύ της πραγματικής αξίας του κατασχεθέντος ακινήτου και της ορισθείσας αξίας του από τον Δικαστικό Επιμελητή, υφίσταται προφανής δυσαναλογία μεταξύ του χρησιμοποιούμενου μέσου εκτέλεσης και του επιδιωκόμενου σκοπού. Ότι εξάλλου, ο εκκαλών είναι κύριος ποσοστού ½ εξ αδιαιρέτου της πλήρους κυριότητας του ως άνω ακινήτου γεγονός το οποίο οδηγεί στην έλλειψη αγοραστικού ενδιαφέροντος, και την ματαίωση του πλειστηριασμού με την παράλληλη επιβάρυνσή του με τα προκύπτοντα έξοδα. Η εκκαλουμένη απόφαση ορθώς απέρριψε τον σχετικό λόγο ανακοπής ως μη νόμιμο καθώς τα εκτιθέμενα σε αυτόν πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν καθιστούν καταχρηστική την επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης δυνάμει των προσβαλλομένων πράξεων. Σε ότι αφορά το πρώτο σκέλος του εξεταζόμενου λόγου ανακοπής δεν υφίσταται προφανής δυσαναλογία μεταξύ του ύψους της απαίτησης και της αξίας του εκπλειστηριαζομένου ακινήτου, επειδή αφενός η απαίτηση της εφεσίβλητης, ανέρχεται σε ποσό που υπερβαίνει αυτό των 25.277,18 ευρώ, επειδή το τελικό ποσό της οφειλής επιβαρύνεται με τόκους υπερημερίας, από το έτος 2011 οπότε εκδόθηκε ο εκτελεστός τίτλος που δικαιολογεί την έναρξη της εκτελεστικής διαδικασίας μέχρι και την επείτευξη του πλειστηριασμού, και αφετέρου ως βάση για την διαπίστωση της επικαλούμενης δυσαναλογίας μεταξύ του επιδιωκόμενου σκοπού και του χρησιμοποιούμενου μέσου τίθεται η εκτίμηση της αξίας του ακινήτου από τον Δικαστικό Επιμελητή κατά την σύνταξη της έκθεσης κατάσχεσης είτε η αξία του ακινήτου όπως αυτή προέκυψε ύστερα από την άσκηση του ένδικου βοηθήματος διόρθωσης της έκθεσης κατ άρθρο 954 ΚΠολΔ, στην οποία ο εκκαλών ουδόλως ισχυρίζεται ότι προέβη. Επίσης ορθώς έκρινε η εκκαλουμένη απόφαση απορρίπτοντας τον ισχυρισμό του εκκαλούντος, περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της καθής η ανακοπή, για τον λόγο ότι ο εκκαλών είναι κύριος μόνο ποσοστού της πλήρους κυριότητας του κατασχεθέντος ακινήτου, γεγονός που καθιστά δυσχερή την προσέλκυση πλειοδοτών, επειδή ο εκκαλών δεν έχει στην κυριότητά του έτερο περιουσιακό στοιχείο, από το οποίο θα μπορούσε να ικανοποιηθεί η απαίτηση της καθής η ανακοπή. Περαιτέρω, ο εκκαλών ισχυρίστηκε ότι η καθής η ανακοπή προβαίνει καταχρηστικά στην επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης, αντί της ρύθμισης της οφειλής του. Ο ως άνω λόγος ανακοπής, που απορρίφθηκε σιγή από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος διότι ο ανακόπτων δεν εκθέτει περιστατικά από τα οποία είτε προκύπτει, είτε βάσει αυτών ο ίδιος ρητά να επικαλείται, ότι η καθ’ης του δημιούργησε την πεποίθηση ότι δεν θα προέβαινε στην επιδίωξη της σχετικής αξίωσής της με την επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του με επίσπευση αναγκαστικής κατάσχεσης και πλειστηριασμού του ακινήτου του (βλ. σχετ. ΑΠ 407/2019, ΝΟΜΟΣ). Αντιθέτως, ο ίδιος αναφέρεται σε προσπάθεια ρύθμισης, χωρίς να εκθέτει ότι η καθ’ης έχει δεσμευθεί σε συγκεκριμένη συμφωνία ή παράλειψη ενεργειών, ώστε να αναμείνει την πώληση του αναφερόμενου ακινήτου του. Άλλωστε, η παραδοχή του λόγου αυτού ως νομικά βάσιμου θα συνεπαγόταν τη δυνατότητα συνολικής αποφυγής των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης από τους οφειλέτες απλά και μόνο με την έκφραση επιθυμίας τους για διακανονισμό, χωρίς όμως ο τελευταίος να έχει επιτευχθεί και χωρίς ο καθ’ ου να έχει δεσμευθεί ενόψει αυτού ότι δεν θα προχωρήσει σε αναγκαστική εκτέλεση, πράγμα το οποίο όμως θα ήταν από μόνο του αντίθετο με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Ορθώς επομένως η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε τον πρώτο λόγο ανακοπής κατά τα προαναφερθεντα σκέλη αυτού.
Με τη διάταξη της παραγράφου 1 του άρθρου 77 του Συντάγματος, ορίζεται ότι “η αυθεντική ερμηνεία των νόμων ανήκει στη νομοθετική λειτουργία”, ενώ, με τη διάταξη της παραγράφου 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ότι “νόμος που δεν είναι πράγματι ερμηνευτικός ισχύει μόνο από τη δημοσίευση του”, αποκλείοντας έτσι την αναδρομικότητα του “ψευδοερμηνευτικού” νόμου. Το δικαίωμα που παρέχεται με την ως άνω συνταγματική διάταξη στη νομοθετική εξουσία για έκδοση ερμηνευτικών νόμων, υφίσταται μόνο στην περίπτωση, κατά την οποία ο ερμηνευόμενος νόμος είναι ασαφής και, λόγω της ασάφειάς του, προέκυψαν ή μπορούσαν να προκύψουν διαφωνίες στη νομική επιστήμη ή στις δικαστικές αποφάσεις για την αληθή έννοιά του. Την ύπαρξη της προϋπόθεσης αυτής, δηλαδή, της ανάγκης ερμηνείας, οπότε η ισχύς του ερμηνευτικού νόμου ανατρέχει στο χρονικό σημείο έναρξης της ισχύος του ερμηνευόμενου νόμου, δικαιούνται να ελέγξουν τα δικαστήρια (ΟλΑΠ 1, 2/2014, ΟλΑΠ 22/1997, ΟλΑΠ 10/1990). Περαιτέρω, με το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.3 του ν. 4335/2015 “Μεταβατικές και άλλες διατάξεις” ορίζεται ότι “οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1.1.2016. Ομοίως, οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση (άρθρο όγδοο του παρόντος) εφαρμόζονται σε πτωχεύσεις που κηρύσσονται μετά την έναρξη ισχύος του, σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου ένατου του παρόντος”. Ενόψει της ως άνω ειδικής διάταξης, που ορίζει, χωρίς διάκριση, ότι οι διατάξεις για την αναγκαστική εκτέλεση εφαρμόζονται όταν η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση διενεργείται μετά την 1.1.2016, προέκυψε διχογνωμία, κυρίως στη θεωρία αλλά και στη νομολογία, αναφορικά με το νομικό ζήτημα της κατάταξης των προνομίων από απόψεως διαχρονικού δικαίου. Ειδικότερα, κατά μία άποψη, τα προνόμια των απαιτήσεων κρίνονται, κατά πάγια νομολογία, σύμφωνα με το νόμο που ισχύει κατά το χρόνο συντάξεως του πίνακα κατάταξης και, συνεπώς, και υπό το ν. 4335/2015 ως προς το ζήτημα της κατάταξης των προνομίων, εφόσον ο πίνακας κατάταξης καταρτίστηκε μετά την 1-1-2016, εφαρμοστέες τυγχάνουν, σε κάθε περίπτωση, οι διατάξεις περί προνομίων, όπως ισχύουν μετά την ισχύ του ως άνω νόμου, ανεξάρτητα δηλαδή από το νομικό καθεστώς, το οποίο ίσχυε, σύμφωνα με το ανωτέρω άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ.3, κατά το χρόνο επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση και υπό το οποίο διενεργήθηκε η εκτέλεση και ο πλειστηριασμός. Κατ` άλλη άποψη, ενόψει της πιο πάνω ειδικής διάταξης, οι τροποποιήσεις που επήλθαν με το ν. 4335/2015, εφαρμόζονται μόνον αν η επιταγή προς πληρωμή που οδήγησε στην επίτευξη του διανεμητέου πλειστηριάσματος επιδόθηκε μετά την 1-1-2016, δηλαδή κρίσιμος πρέπει να θεωρηθεί ο χρόνος που διενεργήθηκε η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση και, ως εκ τούτου, όταν η επιταγή με βάση την οποία άρχισε η εκτέλεση, επιδόθηκε πριν την 1.1.2016, εφαρμόζεται για την κατάταξη των δανειστών το προϊσχύσαν δίκαιο. Ήδη, όμως, με τη διάταξη του άρθρου 43 του ν. 4715/2020, το οποίο φέρει τον τίτλο “Ερμηνευτική διάταξη ως προς το χρόνο εφαρμογής των νόμων 4335/2015 και 4336/2015 σε εκκρεμείς διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης και ήδη κηρυχθείσες πτωχεύσεις”, ορίστηκε στο εδ. α` αυτού ότι κατά την αληθή τους έννοια οι διατάξεις του άρθρου όγδοου του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (δηλαδή οι τροποποιήσεις που επέφερε ο νόμος αυτός στο δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης) δεν έχουν εφαρμογή σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης που βρίσκονταν ήδη σε εξέλιξη και σε πτωχεύσεις που είχαν ήδη κηρυχθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του παραπάνω νόμου, στο δε εδ. β` ότι για την κατάταξη των πιστωτών στην παραπάνω περίπτωση λαμβάνεται υπόψη το δίκαιο που ίσχυε κατά τον χρόνο επίδοσης της επιταγής προς εκτέλεση και της υποβολής της αίτησης για την κήρυξη της πτώχευσης. Σύμφωνα με την ως άνω διάταξη του άρθρου 43 του ν. 4715/2020, που, ενόψει των προεκτεθέντων, είναι γνήσια ερμηνευτική και ως εκ τούτου έχει αναδρομική δύναμη (ΑΠ 1457/2022, ΑΠ 1820/2022, ΑΠ 224/2022), το προϊσχύσαν δίκαιο εφαρμόζεται σε όλα τα ζητήματα αναγκαστικής εκτέλεσης, περιλαμβανομένου και του ζητήματος της κατάταξης των δανειστών στο σχετικό πίνακα, όταν η επιταγή με βάση την οποία άρχισε η εκτέλεση, επιδόθηκε πριν την 1.1.2016. Ο χαρακτήρας της διάταξης αυτής ως γνήσιας ερμηνευτικής (και όχι “ψευδοερμηνευτικής”) προκύπτει από το ότι με αυτή δεν αντικαθίστανται οι προηγούμενες διατάξεις, αλλά, όπως ρητώς αναφέρεται στο κείμενό της, αποδίδεται με αυτήν, κατά τρόπο σαφή, “η αληθής έννοια” των προγενέστερων αυτών διατάξεων, προς αποσαφήνιση της βούλησης του νομοθέτη και, εντεύθεν, προς άρση της διχοστασίας που είχε επικρατήσει στη θεωρία και τη νομολογία, κατά την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 977 του ΚΠολΔ και 156 του ΠτΚ στις ήδη εκκρεμούσες διαδικασίες της αναγκαστικής εκτέλεσης και της πτώχευσης για το κρίσιμο θέμα του διαχρονικού δικαίου, σχετικά με την κατάταξη των εργατικών απαιτήσεων στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης και στην πτωχευτική διαδικασία. Συνεπώς, το χρονικό σημείο έναρξης της ισχύος της ως άνω ερμηνευτικής διάταξης ανατρέχει στο χρόνο ισχύος των ανωτέρω ερμηνευόμενων διατάξεων. Συνακόλουθα, ως προς τις διαδικασίες, τις οποίες καταλαμβάνει η ως άνω ερμηνευτική διάταξη, από τη γραμματική της διατύπωση συνάγεται ότι τα άρθρα 977 του ΚΠολΔ και 156 του ΠτΚ, όπως τροποποιήθηκαν ανωτέρω, δεν εφαρμόζονται σε διαδικασίες αναγκαστικής εκτελέσεως, που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη και σε πτωχεύσεις, που είχαν ήδη κηρυχθεί πριν από τις 19-8-2015 (ΑΠ 17/2022, ΑΠ 1151/2021). Ως επιταγή νοείται εκείνη που στηρίζει την περαιτέρω κύρια εκτελεστική διαδικασία, η οποία αρχίζει με την επιβολή κατάσχεσης επί χρηματικών απαιτήσεων, όχι δε τυχόν προηγούμενες επιταγές, κατόπιν των οποίων δεν επακολούθησε κατάσχεση εντός έτους ή και άλλες περαιτέρω πράξεις της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση των δικονομικών τους συνεπειών (άρθρο 926 παρ. 2 ΚΠολΔ), ή, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, εκείνες από τις οποίες εγκύρως παραιτήθηκε ο επισπεύδων (Εφ. Πειρ. 179/2025, ΑΠ 1151/2021). Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου της ανακοπής του ο εκκαλών ισχυρίστηκε ότι η εφεσίβλητη, επισπεύδει καταχρηστικά την διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος της ακίνητης περιουσίας του, επειδή ήδη πριν την 1.1.2016 έχουν εγγραφεί βάρη στο εκπλειστηριαζόμενο ακίνητο, ήτοι υφίστανται επί αυτού προνομιακές απαιτήσεις έτερων δανειστών που υπερβαίνουν το ποσό των 300.000 ευρώ, με αποτέλεσμα η εκτελεστική διαδικασία που επισπεύδει η καθής δυνάμει επιταγής προς εκτέλεση που επέδωσε πριν την 1.1.2016 και συνεπώς διέπεται από τις διατάξεις του ΚΠολΔ και δη αυτές των άρθρων 975,976 και 977 ΚΠολΔ, πριν την τροποποίησή τους με το ν.4335/2015, να μην μπορεί να ικανοποιηθεί. Ο σχετικός λόγος ανακοπής ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμος με την εκκαλουμένη απόφαση, και τούτο διότι στην υπό κρίση περίπτωση εφαρμόζονται οι εν λόγω διατάξεις όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με τους Ν. 4335/2015 και 4336/2015, επειδή η επιταγή δυνάμει της οποίας επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση επιδόθηκε στον εκκαλούντα την 9.1.2023, όπως προκύπτει από την με αριθμό ……/17.1.2023 έκθεση επίδοσης που συνέταξε ο Δικαστικός Επιμελητής στο Πρωτοδικείο Ναυπλίου, …., η οποία αναφέρεται στην προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας. Το γεγονός ότι αρχικά είχε επιδοθεί στον εκκαλούντα επιταγή προς εκτέλεση για την ίδια διαταγή πληρωμής την 26.7.2011, όπως προκύπτει από την με αριθμό …../ 2011 έκθεση επίδοσης που συνέταξε ο Δικαστικός επιμελητής στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………….., δεν ασκεί επιρροή, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην ως άνω μείζονα σκέψη, καθώς δεν επακολούθησε έτερη πράξη εκτέλεσης που να βασίζεται σε αυτήν την επιταγή προς πληρωμή. Ορθώς επομένως απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση, ο πρώτος λόγος ανακοπής ως προς όλα τα σκέλη του.
Επί του δεύτερου λόγου της υπό κρίση έφεσης.
Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής του, ο ανακόπτων επικαλέστηκε ζητώντας την ακύρωση της προσβαλλόμενης αναγκαστικής κατάσχεσης και του επικείμενου πλειστηριασμού, ότι η καθ’ ης η ανακοπή εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στην οποία φέρεται να ανατέθηκε η διαχείριση της ένδικης απαίτησης από την αναφερόμενη αλλοδαπή εταιρεία που κατέστη ειδική διάδοχος της απαίτησης μετά την έκδοση της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής στην οποία ενσωματώνεται η απαίτηση και η οποία είχε εκδοθεί μετά από αίτηση και στο όνομα της αρχικής δικαιούχου τράπεζας, δεν νομιμοποιείται για την επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης, γιατί: α) η ανάθεση της διαχείρισης της ένδικης απαίτησης στην ίδια από την αναφερόμενη αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού διέπεται από τον ν. 3156/2003 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000 και όχι τον ν. 4354/2015, με αποτέλεσμα η καθ’ ης να φέρει την ιδιότητα της αντιπροσώπου της δικαιούχου εταιρείας και να μην έχει αποκτήσει την ιδιότητα του κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενου διαδίκου (μη δικαιούχου), αφού ο εν λόγω νόμος δεν απονέμει σε αυτήν τέτοια ιδιότητα Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον παραπάνω λόγο ανακοπής με το ακόλουθο σκεπτικό: « Ο παραπάνω λόγος ανακοπής είναι επαρκώς ορισμένος πλην όμως πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος διότι η καθής τυγχάνει εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις του άρθρου 1 του Ν 4354/2015, όπως τούτο δεν αμφισβητείται ειδικά από τον ανακόπτοντα και επομένως, ως τέτοια νομιμοποιείται εξαιρετικά ως μη δικαιούχος διάδικος κατ΄άρθρο 2 παρ.4 του ν 4354/2015, είτε η διαχείριση της ένδικης απαίτησης της έχει ανατεθεί κατά τις διατάξεις του Ν. 4354/2015 είτε κατά τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του ν 3156/2003. Ορθώς απορρίφθηκε ο ως άνω λόγος ανακοπής με την εκκαλουμένη απόφαση καθώς σύμφωνα με όσα δέχθηκε η με αριθμό 1/2023 απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, έχουν τη δυνατότητα ενεργητικής νομιμοποίησης άσκησης διαδικαστικών εν γένει πράξεων (όπως και πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης), τόσο όταν η μεταβίβαση και η ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων αυτών στις εν λόγω εταιρείες πραγματοποιείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, είτε με βάση τις διατάξεις για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων του Ν. 3156/2003.
Με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου της έφεσής του, ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι η εφεσίβλητη δε νομιμοποιείται ενεργητικά για την επίσπευση της αναγκαστικής εκτέλεσης επειδή δεν του κοινοποίησε ούτε μαζί με την έκθεση κατάσχεσης, ούτε μαζί με την από 9.1.2023 επιταγή προς εκτέλεση την σύμβαση διαχείρισης από την οποία να προκύπτει με τρόπο σαφή και ορισμένο ότι έχει αναλάβει τη διαχείριση και της επίδικης απαίτησης. Όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δίκης, ήτοι της ανακοπής και των προτάσεων που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ο εκκαλών, ο πιο πάνω ισχυρισμός δεν περιλαμβάνεται στους λόγους ανακοπής αλλά προτάθηκε το πρώτον με τις νόμιμα κατατεθειμένες έγγραφες προτάσεις του εκκαλούντος και επομένως ορθώς απορρίφθηκε ως απαράδεκτος από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο.
Επί του τρίτου λόγου της υπό κρίση έφεσης.
Από την διαταγή πληρωμής παράγεται δεδικασμένο για την ύπαρξη και την έκταση της απαίτησης μετά την τελεσίδικη απόρριψη της ασκηθείσας ανακοπής του άρθρου 632 παρ. 1 KΠολΔ, ή, σε περίπτωση μη άσκησης ανακοπής, μετά την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας άσκησης της ανακοπής του άρθρου 633 παρ. 3 KΠολΔ (ΟλΑΠ 16/1996, ΑΠ 58/2019, ΑΠ 870/2004, ΑΠ 133/2003). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324, 325, 330 και 331 του KΠολΔ προκύπτουν τα εξής: Οι τελεσίδικες αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων αποτελούν δεδικασμένο, με την έννοα ότι δεν επιτρέπεται να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει, εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο, που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντάς το ως αμάχητη αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αίτησης έννομης προστασίας για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο. Το δεδικασμένο αυτό εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα για έννομη σχέση που προβλήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση. Έννομη σχέση, κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, είναι το σύνολο των εννόμων συνεπειών που κρίθηκαν τελεσίδικα και όχι τα πραγματικά γεγονότα που γέννησαν ή απόσβεσαν τις έννομες συνέπειες. Με τελεσίδικη απόφαση ισοδυναμεί και η διαταγή πληρωμής, η οποία, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου μετά την τελεσίδικη κατ’ ουσίαν απόρριψη της ασκηθείσας ανακοπής του άρθρου 632 παρ. 1 KΠολΔ ή, σε περίπτωση μη άσκησης της ανακοπής αυτής, μετά την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας άσκησης της ανακοπής του άρθρου 633 παρ. 2 KΠολΔ. Η διαταγή πληρωμής, που απέκτησε ισχύ δεδικασμένου, προσομοιάζει κατά τα αποτελέσματά της με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, υπό την έννοια ότι ο οφειλέτης δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της βεβαιούμενης με αυτήν απαίτησης, ούτε να προτείνει αρνητικούς ισχυρισμούς ή ενστάσεις κατ’ αυτής, ακόμη και με ανακοπή του άρθρου 933 KΠολΔ, αφού έκτοτε αποτελεί, κατά τη διάταξη του άρθρου 633 KΠολΔ, δεδικασμένο που, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 330 και 935 του ιδίου κώδικα, καθιστά απαράδεκτη την προβολή σε μεταγενέστερη δίκη, που αφορά στο κύρος της επισπευδόμενης εκτέλεσης, λόγων ανακοπής, οι οποίοι, είτε ήσαν γεννημένοι και προτάθηκαν είτε, αν και ήσαν γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν, δεν προτάθηκαν με μία από τις πιο πάνω ανακοπές κατά της διαταγής πληρωμής (ΟλΑΠ 30/1987). Το γεγονός ότι η διαταγή πληρωμής δεν είναι δικαστική απόφαση, δεν συνεπάγεται και ότι αυτή δεν δύναται κατά νόμο να παραγάγει δεδικασμένο, υπό τη θετική και την αρνητική λειτουργία του, αφού το δεδικασμένο δεν αποτελεί εννοιολογικό γνώρισμα των δικαστικών αποφάσεων, αλλά έννομη συνέπεια αυτών που την προσδίδει διάταξη νόμου (ΑΠ 53/2004) και, συνεπώς, ισχύουν επ’ αυτής οι διατάξεις των άρθρων 322 επ. του KΠολΔ, που προαναφέθηκαν, η δε έννοια και η λειτουργία του δεδικασμένου τούτου, καθώς και τα αντικειμενικά και τα υποκειμενικά όριά του ταυτίζονται με την έννοια, τη λειτουργία και τα όρια του δεδικασμένου των δικαστικών αποφάσεων (ΑΠ 58/2019, ΑΠ 1443/2017). Στην προκειμένη περίπτωση,
με τον τρίτο λόγο της έφεσής του ο εκκαλών επαναφέρει τους τρίτο, τέταρτο και πέμπτο λόγους ανακοπής του. Με αυτούς τους λόγους ανακοπής και αρχικά με τον τρίτο λόγο ανακοπής ο ανακόπτων ισχυρίστηκε ότι η ένδικη απαίτηση της καθ’ ης, προς ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η υπό κρίση διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, προέρχεται από την από 25-01-2010 σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου που καταρτίστηκε μεταξύ της αρχικά αντισυμβαλλομένης του δανείστριας τράπεζας με την επωνυμία «…………………» και του ίδιου. Ότι σύμφωνα με ρητό όρο της σύμβασης αυτής, το συμβατικό επιτόκιο της πίστωσης περιελάμβανε και το ποσοστό της εισφοράς του Ν. 128/1975 και συγκεκριμένα συμφωνήθηκε ότι θα αποτελείται από το βασικό επιτόκιο ύψους 15%, πλέον περιθωρίου 2,5%, πλέον της ως άνω εισφοράς ύψους 0,60%. Ότι ο παραπάνω συμβατικός όρος, με τον οποίο συνομολογήθηκε συμβατικό επιτόκιο που υπερβαίνει το ανώτατο ισχύον όριο για τα δικαιοπρακτικά (εξωτραπεζικά) επιτόκια, είναι παράνομος και επιβλήθηκε καταχρηστικά από την ως άνω δανείστρια τράπεζα. Ότι η τελευταία, καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης, προέβαινε σε παράνομο ανατοκισμό της ως άνω εισφοράς, καθώς κάθε φορά που χρέωνε τόκους πάσης φύσεως, κεφαλαιοποιούσε και την εισφορά του Ν. 128/1975. Ότι κατ’ εφαρμογή του ανωτέρω άκυρου συμβατικού όρου, ο λογαριασμός της ένδικης πίστωσης χρεώθηκε παράνομα με υψηλότερα και μη οφειλόμενα εκ μέρους του ποσά τόκων, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται η αποδεικτικότητα με έγγραφα του συνόλου της ένδικης απαίτησης και να καθίσταται αυτή μη εκκαθαρισμένη. Ότι περαιτέρω, η δανείστρια τράπεζα, κατά την έκδοση της υπ’ αριθμ. ……./2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ήτοι του εκτελεστού τίτλου βάσει του οποίου επισπεύδεται η υπό κρίση διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης, προσκόμισε ελλιπή αποσπάσματα των εμπορικών της βιβλίων, με συνέπεια αυτή να καθίσταται άκυρη λόγω αοριστίας. Επιπλέον, με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής του, ο ανακόπτων ισχυρίστηκε ότι η ένδικη απαίτηση της καθ’ ης έχει επιβαρυνθεί παράνομα με ποσά που αφορούν «έξοδα παρακολούθησης καθυστερήσεων» ή «εφάπαξ δαπάνη διαχείρισης αναδιάρθρωσης δανειακών υποχρεώσεων», τα οποία δεν αντιστοιχούν σε πραγματικά έξοδα της καθ’ ης αλλά έχουν χαρακτήρα προμήθειας, η είσπραξη της οποίας απαγορεύεται ρητώς από το νόμο. Επίσης, με τον πέμπτο λόγο της ανακοπής του, ο ανακόπτων ισχυρίστηκε ότι ο συμβατικός όρος, ο οποίος προβλέπει την είσπραξη από το πιστωτικό ίδρυμα εξόδων χρηματοδότησης, προέγκρισης δανείου ή εξέτασης αιτήματος δανείου, κλιμακούμενων ανάλογα με το ποσό του δανείου έχει κριθεί, με αποφάσεις των ελληνικών Δικαστηρίων, άκυρος ως
καταχρηστικός κι ότι εν προκειμένω, η απαίτηση της καθ’ ης έχει επιβαρυνθεί με διάφορα έξοδα, χωρίς να προκύπτει η αιτία τους, με συνέπεια η υπ’ αριθμ.
……./2011 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά να καθίσταται άκυρη στο σύνολό της. Ήδη με τον τρίτο λόγο της υπό κρίση έφεσης ο ανακόπτων επαναφέρει τους ως άνω λόγους, ισχυριζόμενος ότι εσφαλμένα με την εκκαλουμένη απόφαση απορρίφθηκαν οι ως άνω λόγοι ανακοπής, ως απαράδεκτοι επειδή βάλλουν κατά της ένδικης απαίτησης, ενώ ο εκτελεστός τίτλος ήτοι η με αριθμό ……./2011 διαταγή πληρωμής έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου. Ειδικότερα, η εκκαλουμένη απόφαση δέχθηκε, μετά την προβολή και σχετικής ένστασης από την καθής η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητη, ότι η ως άνω διαταγή πληρωμής, με την κάτωθι αυτής συνταχθείσα από 20.7.2011 επιταγής προς εκτέλεση επιδόθηκε στον εκκαλούντα την 26.7.2011, όπως αποδεικνύεται από την με αριθμό …/26.7.2011 έκθεση επίδοσης που συνέταξε ο Δικαστικός επιμελητής στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……….., χωρίς ο εκκαλών να ασκήσει ανακοπή του άρθρου 632 παρ.1 Κ.Πολ.Δ κατά αυτής. Ακόμα την 17.1.2023, όπως αποδεικνύεται από την με αριθμό …………./17.1.2023 έκθεση επίδοσης που συνέταξε ο Δικαστικός επιμελητής στο Εφετείο Ναυπλίου ……., η καθής η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητη, ως διαχειρίστρια των απαιτήσεων της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………» που απέκτησε την ως ανω απαίτηση από την αρχική δανείστρια, χωρίς να αποδεικνύεται ότι ο εκκαλών άσκησε κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής εμπρόθεσμη ανακοπή του άρθρου 633 παρ 2 ΚΠολΔ, κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής, με αποτέλεσμα η τελευταία να έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας και να μην μπορεί να προσβληθεί με την ανακοπή του άρθρου 933 Κ.Πολ.Δ. Ο εκκαλών με τον τρίτο λόγο της έφεσής του δεν αμφισβητεί ότι η διαταγή πληρωμής δυνάμει της οποίας επισπεύδεται η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, αλλά ισχυρίζεται ότι οι ως άνω λόγοι ανακοπής στρέφονται κατά της επιταγής προς εκτέλεση. Από την επισκόπηση του περιεχομένου των σχετικών λόγων προκύπτει ότι σε αυτούς δεν περιλαμβάνονται αιτιάσεις που να αφορούν την εγκυρότητα ή μη της επιταγής προς εκτέλεση, ούτε ο εκκαλών με τους λόγους αυτούς ζήτησε την ακύρωση της ως άνω επιταγής. Επομένως ορθώς απορρίφθηκαν οι σχετικοί λόγοι ανακοπής ως απαράδεκτοι και τυγχάνει απορριπτέος ο περί του αντιθέτου τρίτος λόγος έφεσης.
Σημειώνεται ότι οι ισχυρισμοί που προβάλλει ο εκκαλών, με τους οποίους εκθέτει ότι η διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης πάσχει ακυρότητας επειδή α) δεν του κοινοποιήθηκε ολόκληρη η σύμβαση μεταβίβασης της επίδικης απαίτησης από την αρχική δικαιούχο προς την εταιρεία ειδικού σκοπού, αλλά μόνο απόσπασμα αυτής, το οποίο δεν φέρει τα απαιτούμενα κατά νόμο στοιχεία, β) κατά την επίδοση της από 9.1.2023 επιταγής προς πληρωμή δεν του κοινοποιήθηκε κανένα από τα προβλεπόμενα με την διάταξη του άρθρου 925 ΚΠολ.Δ. έγγραφα, γ) η καταγγελία της δανειακής σύμβαση του επιδόθηκε χωρίς να του συγκοινοποιηθεί σχετικό πληρεξούσιο προς τον υπάλληλο της ……, που να του παρέχει την σχετική εξουσία, ούτε προσκομίστηκε σχετικό πληρεξούσιο κατά την έκδοση της διαταγής πληρωμής, τυγχάνουν απορριπτέοι ως απαράδεκτοι διότι προτάθηκαν το πρώτον με την προσθήκη στις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου. Πρέπει επομένως, αφού δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς έρευνα, να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση στο σύνολό της, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου Δημοσίου που κατατέθηκε κατά την άσκησή της στο Δημόσιο ταμείο. Περαιτέρω, απορριφθείσας της εφέσεως και μη ευδοκίμησης των λόγων αυτής, πρέπει να απορριφθεί στην ουσία της και η συνεκδικαζόμενη, σωρευθείσα στο εφετήριο, αίτηση αναστολής του άρθρου 938 παρ.2 ΚΠολΔ. και να καταδικαστεί ο εκκαλών στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση και την σωρευθείσα στο ίδιο δικόγραφο αίτησης αναστολής εκτέλεσης του άρθρου 938 παρ.2 ΚΠολΔ αντιμωλία των διαδίκων..
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αίτηση αναστολής εκτέλεσης του άρθρου 938 παρ.2 ΚΠολΔ.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου Δημοσίου με κωδικό …………… που καταβλήθηκε από τον εκκαλούντα κατά την άσκηση της έφεσής του.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια ευρώ (400 €).
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 12 Αυγούστου 2025.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ