Αριθμός 510 /2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4o
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα K.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, όπως νομίμως εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (οδός ……) (ΑΦΜ ………), το οποίο εκπροσωπήθηκε από τη δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ Χρυσάνθη Τέλιου.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: ……………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Φοίβο Βουδούρη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
Η εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 11.1.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2022) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄αριθμ 1266/2023 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν με την από 25.9.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ………./2023-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ………/2023) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Η δικαστική πληρεξουσία ΝΣΚ του εκκαλούντος, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 144 παρ. 1, 495 παρ. 1, 2, 496 και 518 1 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι η προθεσμία για την άσκηση της έφεσης όταν ο εκκαλών διαμένει στην Ελλάδα είναι τριάντα ημέρες, αρχίζει από την επομένη της επίδοσης της προσβαλλομένης απόφασης και λήγει την τριακοστή ημέρα όταν τελειώνει το ωράριο των δικαστικών υπηρεσιών και αν αυτή είναι κατά νόμο εξαιρετέα την ίδια ώρα της επόμενης μη εξαιρετέας ημέρας. Εξάλλου από τη διάταξη του άρθρου 11 εδα του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου, που κωδικοποιήθηκε με το κανονιστικό διάταγμα της 26-6/10-7-1944, όπως η διάταξη αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του ν.3514/2006 “σε όλες τις δίκες του Δημοσίου κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών ουδεμία απολύτως τρέχει προθεσμία είτε σε βάρος του Δημοσίου είτε σε βάρος των άλλων διαδίκων…… ούτε για την άσκηση οποιουδήποτε ενδίκου μέσου…….. Κάθε προθεσμία η οποία έχει αρχίσει προ των διακοπών…… αναστέλλονται κατά τη διάρκεια των διακοπών”. Τέλος κατά το άρθρο 11 παρ. 2 του Κώδικα Οργανισμού Δικαστηρίων και καταστάσεως Δικαστικών Λειτουργών, που κυρώθηκε με το Ν.1756/1988, οι δικαστικές διακοπές αρχίζουν την 1η Ιουλίου και λήγουν την 15η Σεπτεμβρίου κάθε έτους. Η προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 11 εδα του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας του άρθρου 4 του Συντάγματος, αφού σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν ρητώς ορίζεται σ’ αυτήν ότι δεν ισχύει μόνον υπέρ του Δημοσίου αλλά και υπέρ των ιδιωτών αντιδίκων του υπέρ των ιδιωτών στις δίκες τους με το Δημόσιο και τα άλλα νπδδ (βλ. σχ. ΑΠ 639/2018, ΝΟΜΟΣ, Ν. Νικάς ΕγχΠολΔικ, Έκδοση Β, 1016, σελ. 796 παρ. 56).
Η από 27.09.2023 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου …………/2023 και ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ………../24.10.2023 έφεση του εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου κατά της εφεσίβλητης, προς εξαφάνιση της υπ΄ αριθμό 1266/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία δέχθηκε κατά τα κύρια αιτήματά την από 11.1.2022 και με αριθμό κατάθεσης …………/17.1.2022 αγωγή της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης κατά του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος. Η ανωτέρω έφεση έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως κατά τα άρθρα 495, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση της με το άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται από την 1.1.2016, 499, 500, 511, 513 παρ1 εδ. β, 516 παρ. 1 εδ. β και 517 και 518 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το ανωτέρω άρθρο, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στο εναγόμενο στις 15.6.2023 (βλ. την σχετική επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς …………. επί του σώματος της απόφασης ), η δε έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του εκδόσαντος την εκκαλούμενη απόφαση Δικαστηρίου στις 27.09.2023. Σημειωτέον ότι την προκειμένη περίπτωση η προθεσμία των τριάντα ημερών για την άσκηση της έφεσης άρχισε την επομένη της επίδοσης της προσβαλλομένης απόφασης (16-6-2-23 ) και λόγω της αναστολής κατά το διάστημα των δικαστικών διακοπών (1-7-2-23 έως 15-9-2023), συμπληρώθηκε την 31.9.2023. Πρέπει, λοιπόν, η έφεση που αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 του ΚΠολΔ εισάγεται για να δικασθεί από το παρόν Δικαστήριο, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία. Σημειώνεται ότι για το παραδεκτό του ως άνω ενδίκου μέσου δεν απαιτείται η καταβολή του τασσόμενου από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ παραβόλου, αφού το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής κάθε τέλους και παραβόλου για την άσκηση ενδίκου μέσου σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ.1 του Καν. Δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 “Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου” (βλ. ΤρΕφΠειρ 50/2020 στο site του Εφετείου Πειραιά, efeteio-peir.gr).
Με την από 11.1.2022 και με αριθμό κατάθεσης 353/205/17.1.2022 η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι είναι κυρία του αναλυτικά περιγραφόμενου στην αγωγή αγροτεμαχίου, που βρίσκεται στη θέση «…..» της χερσονήσου ………….. στην κτηματική περιφέρεια Αμπελακίων του Δήμου Σαλαμίνας κατά τον τίτλο κτήσης (της Κοινότητας Σεληνίων κατά το Κτηματολογικό Γραφείο Σαλαμίνας), το οποίο απέκτησε το έτος 1997 με δωρεά εν ζωή από τους τότε συγκύριους αυτού, ……………. και ……………., δυνάμει του αναφερόμενου στην αγωγή συμβολαίου, νομίμως μεταγεγραμμένου, και αδιάκοπης σειράς τίτλων, επικουρικά δε με έκτακτη χρησικτησία και με προσμέτρηση του χρόνου χρησικτησίας των δικαιοπαρόχων της (άμεσων και απώτερων), τους οποίους η ενάγουσα διαδέχτηκε στη νομή, και οι οποίοι νέμονταν το ακίνητο (και πριν από το έτος 1969, την ευρύτερη έκταση στην οποία αυτό ανήκε) ήδη πριν από το έτος 1850, συνεχώς και αδιαλείπτως, με καλή πίστη, σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου, άλλως σε βάρος του Δήμου Σαλαμίνας και της διαδόχου του τότε Κοινότητας Αμπελακίων, που χρησιδέσποζαν διαδοχικά με διάνοια κυρίου και με καλή πίστη από το έτος 1864 σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου και μέχρι την 11.09.1915. Ότι στο κτηματολογικό φύλλο του επίδικου ακίνητου, που έλαβε στα οικεία βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας ΚΑΕΚ ……………., καταχωρίστηκε εσφαλμένα ως δικαιούχος, κατά πλήρες δικαίωμα κυριότητας, το εναγόμενο, με αιτία κτήσης τον νόμο. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά η ενάγουσα ζητoύσε κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της, να αναγνωριστεί αποκλειστική κυρία, νομέας και κάτοχος του επιδίκου και να διορθωθεί σχετικά η ανακριβής πρώτη εγγραφή, ώστε να καταχωριστεί το δικαίωμα κυριότητας της ενάγουσας στο κτηματολογικό φύλλο του επίδικου ακινήτου με αιτία κτήσης τη δωρεά εν ζωή, άλλως την έκτακτη χρησικτησία και να καταδικαστεί το εναγόμενο στην πληρωμή των δικαστικών της εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφαση του, δέχθηκε την ως άνω αγωγή ως βάσιμη και κατ΄ ουσιάν. Ειδικότερα, το Δικαστήριο αναγνώρισε με την εκκαλουμένη οριστική απόφαση του, την ενάγουσα αποκλειστική κυρία του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ ………….. ήτοι ενός αγροτεμαχίου, επιφανείας 546 τ.μ που βρίσκεται στη θέση «…………» της χερσονήσου ……………. στην κτηματική περιφέρεια Αμπελακίων του Δήμου Σαλαμίνας κατά τον τίτλο κτήσης (της Κοινότητας Σεληνίων κατά το Κτηματολογικό Γραφείο Σαλαμίνας) και διέταξε τη διόρθωση της ανακριβούς αρχικής εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας και ήδη Πειραιώς και νήσων, ώστε στο κτηματολογικά φύλλο με ΚΑΕΚ ………… που αντιστοιχεί στην περιγραφόμενη στην ανωτέρω διάταξη ιδιοκτησία να καταχωρηθεί ως αποκλειστική κυρία, η ενάγουσα με τίτλο κτήσης το με αριθμό ……../29.2.1007 συμβόλαιο δωρεάς της συμβολαιογράφου Αθήνας ………., νομίμως μεταγεγραμμένου, στα βιβλία μεταγραφών του Δήμου Σαλαμίνας δ στον τόμο ….. με αριθμό …….., αντί του εσφαλμένου «Ελληνικού Δημοσίου». Ήδη το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο-εκκαλούν με την υπό κρίση έφεσή του ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και ακολούθως να απορριφθεί η ως άνω αγωγή της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης για τους λόγους που αναφέρει και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και λανθασμένη εκτίμηση των αποδείξεων.
Με το πρώτο λόγο της έφεσής του το εκκαλούν παραπονείται γιατί δεν έγινε δεκτός ο και πρωτοδίκως προβληθείς ισχυρισμός του περί αοριστίας της αγωγής, όπως η αοριστία αυτή εντοπίζεται αφενός στην περιγραφή του ευρύτερου επίδικου ακινήτου τμήμα του οποίου αποτελεί το επίδικο ακίνητο, ως προς την ταυτότητα του και αφετέρου στην αναφορά του τρόπου κτήσης της κυριότητας επί του ακινήτου αυτού, τόσο ως προς τη βάση του παράγωγου όσο και ως προς τη βάση του πρωτότυπου τρόπου κτήσης κυριότητας. Ειδικότερα, το Ελληνικό Δημόσιο είχε προβάλει πρωτοδίκως και επανέφερε με την υπό κρίση έφεση του τον περί αοριστίας ισχυρισμό, λόγω ανεπαρκούς περιγραφής του επιδίκου ακινήτου, που δημιουργεί ασάφεια σχετικά με την ταυτότητά του, διότι στην αγωγή δεν προσδιορίζονται τα όρια της ευρύτερης έκτασης και η θέση του επιδίκου ακινήτου επακριβώς μέσα σ’ αυτή, ενώ δεν ενσωματώνεται ούτε το τοπογραφικό διάγραμμα στο οποίο προσδιορίζεται η θέση του επιδίκου εντός της ευρύτερης έκτασης, ούτε τοπογραφικό διάγραμμα που να απεικονίζει της ευρύτερη έκταση. Ότι έτσι η σχετική παράλειψη, κατά τους ισχυρισμούς του εναγομένου – εκκαλούντος που δεν έγιναν δεκτοί πρωτοδίκως, επάγεται μη άλλως θεραπεύσιμη αοριστία της αγωγής. Επί του ισχυρισμού αυτού λεκτέα είναι τα εξής : Σύμφωνα με το άρθρο 6 §§ 2, 3 του ν. 2664/1998 «Εθνικό Κτηματολόγιο» (όπως ίσχυε κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής), σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής ως προς το δικαιούχο εμπράγματου δικαιώματος στα κτηματολογικά βιβλία, δηλαδή όταν στο κτηματολογικό φύλλο και συγκεκριμένα στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας διαφορετικό πρόσωπο από τον πραγματικό κύριο ή «άγνωστος», μπορεί, όποιος έχει έννομο συμφέρον στρεφόμενος κατά του αναγραφόμενου στο κτηματολογικό φύλλο ως κυρίου ή των καθολικών του διαδόχων και σε περίπτωση που εχώρησε μεταβίβαση και κατά του ειδικού διαδόχου, να ζητήσει την αναγνώριση του προσβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή αυτή που απευθύνεται ενώπιον του αρμόδιου καθ’ ύλην και κατά τόπο (Μονομελούς ή Πολυμελούς) Πρωτοδικείου δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία, έχει διττό χαρακτήρα (αναγνωριστικό – διορθωτικό), και περιεχόμενο του αιτήματός της είναι η αναγνώριση του δικαιώματος, που ισχυρίζεται ότι έχει ο ενάγων επί του σχετικού ακινήτου και η διόρθωση της αντίστοιχης ανακριβούς εγγραφής. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, εκτός από τα στοιχεία που απαιτούνται για τη νομική θεμελίωσή της, ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και ορισμένο αίτημα. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ελλιπή ή ασαφή, τότε η έλλειψη αυτή καθιστά μη νομότυπη την άσκησή της, επιφέρει δε την απόρριψή της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασης, είτε και αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο της ουσίας. Προκειμένου ειδικότερα περί διεκδικητικής ή αναγνωριστικής της κυριότητας ακινήτου αγωγής απαιτείται, για το ορισμένο αυτής, εκτός από τα απαιτούμενα κατά το άρθρο 1094 ΑΚ στοιχεία, και ακριβής περιγραφή του επίδικου ακινήτου, δηλαδή ο προσδιορισμός του κατά θέση, έκταση, ιδιότητα και όρια και, μάλιστα τόσο λεπτομερής, ώστε να μην υπάρχει αμφιβολία ως προς την ταυτότητά του. Συγκεκριμένα, όταν το διεκδικούμενο ακίνητο φέρεται ως τμήμα μεγαλύτερου ακινήτου, ο ενάγων έχει υποχρέωση, εκτός από την έκταση του διεκδικούμενου αυτού τμήματος, να προσδιορίσει τη θέση του μέσα στο μεγαλύτερο ακίνητο, ώστε να είναι δυνατόν στο μεν εναγόμενο να αντιτάξει άμυνα περί συγκεκριμένου και όχι ασαφούς επιδίκου αντικειμένου, στο δε δικαστήριο να εκδώσει απόφαση δεκτική εκτέλεσης. Η ανωτέρω αοριστία δεν μπορεί να θεραπευθεί με τις προτάσεις ή με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή σχεδιαγράμματα, εάν δεν προσαρτώνται στην αγωγή. Η περιγραφή όμως του ακινήτου μπορεί να γίνει και με την αποτύπωσή του σε ενσωματωμένο στο δικόγραφο της αγωγής τοπογραφικό διάγραμμα υπό κλίμακα (Α.Π 53/2023, 9/2020, ΑΠ 119/2018, ΑΠ 1597/2018). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των άρθρων 974,1045, 1046 και 1094 ΑΚ, 1,3,4 παρ. 1, 6 παρ 1, 2,3,9,10 και 11 του Ν. 2664/1998, που ρυθμίζει τη λειτουργία του Εθνικού Κτηματολογίου, 70, 117, 118 εδ. 4 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι για το ορισμένο αγωγής διόρθωσης ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο κτηματολογικό φύλλο αναφορικά με τη λέξη “άγνωστος” ως δικαιούχου κυριότητας ακινήτου, με επικαλούμενη αιτία κτήσης από τον ενάγοντα-πραγματικό δικαιούχο κυριότητας την έκτακτη χρησικτησία, η οποία είναι πρωτίστως αναγνωριστική κυριότητας με παρεπόμενο το διαπλαστικό αίτημα της διόρθωσης των κτηματολογικών εγγραφών, απαιτείται να αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο: α) ότι ο πραγματικός δικαιούχος απέκτησε την κυριότητα του επιδίκου ακινήτου με πρωτότυπο τρόπο και δη έκτακτη χρησικτησία κατά το χρονικό διάστημα πριν από την έναρξη λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή και είχε τέτοια κυριότητα στο συγκεκριμένο χρονικό σημείο, ήτοι την έναρξη λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου, καθόσον κρίσιμος χρόνος για την έναρξη εμπραγμάτου δικαιώματος που προσβάλλεται με τις ανακριβείς πρώτες εγγραφές είναι αυτός της έναρξης του Εθνικού Κτηματολογίου σε μία περιοχή όπως καθορίζεται με σχετική απόφαση του ΟΚΧΕ για τις παλιές κτηματογραφήσεις και μετέπειτα με απόφαση του Υπουργού Περιβάλλοντος και ήδη με τον Ν. 4512/2018 για τις νέες κτηματογραφήσεις με απόφαση του ΔΣ του ΝΠΔΔ “Ελληνικό Κτηματολόγιο” και όχι αυτός της έγερσης της αγωγής του άρθρου 6 παρ. 2 του Ν. 2664/1998. (ΑΠ 1412/2021, ΑΠ 239/2021, ΑΠ 582/2018, ΑΠ 148/2016). Για την επίκληση τη κυριότητας αποκτηθείσας με έκτακτη χρησικτησία αρκεί να αναφέρεται στο αγωγικό δικόγραφο ότι ο ενάγων επί εικοσαετία και μέχρι την έναρξη λειτουργίας του Εθνικού Κτηματολογίου στην περιοχή όπου κείται το επίδικο ακίνητο συνεχώς ασκεί τη φυσική εξουσίαση επί του ακινήτου με διάνοια κυρίου (νομή), δηλ. να αναφέρει εμφανείς υλικές πράξεις επ’ αυτού, που να είναι δηλωτικές της βούλησής του να εξουσιάζει τούτο και οι οποίες ποικίλλουν ανάλογα με τον κατά τη βούλησή του προορισμό του ακινήτου, όπως είναι ενδεικτικά η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η εκμίσθωση σε τρίτο, η φύλαξή του, η καλλιέργεια, η οριοθέτηση και καταμέτρηση των διαστάσεών του, η ανέγερση κτισμάτων κ.α., αν δε πρόκειται για αστικό ακίνητο η ενοικίαση σε αυτό και γενικά οι αρμόζουσες στην φύση του πράξεις εξουσίασης, χωρίς παράλληλα να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επί μέρους πράξεων μέσα στο χρόνο της χρησικτησίας. (ΑΠ 911/2019, ΑΠ 336/2019). β) περιγραφή του επιδίκου γεωτεμαχίου και δη αναφορά του Κωδικού Αριθμού Ειδικού Κτηματολογίου (ΚΑΕΚ) και γ) την ανακριβή εγγραφή που περιέχεται στο οικείο κτηματολογικό φύλλο του επίδικου γεωτεμαχίου και συγκεκριμένα ότι στις πρώτες εγγραφές αναγράφεται ως δικαιούχος κυριότητας “άγνωστος”. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του δικογράφου της αγωγής, το επίδικο ακίνητο είναι ένα αγροτεμάχιο, που βρίσκεται στη θέση «Καμίνια» της χερσονήσου «………..» ή «……..» της κτηματικής περιφέρειας Αμπελακίων Σαλαμίνας, εκτός σχεδίου, κατά τους τίτλους κτήσης έχει έκταση 560 τ.μ., κατά την καταχώρηση του στο κτηματολόγιο έχει έκταση 546 τ.μ, στα βιβλία του κτηματολογίου φέρει ΚΑΕΚ με ΚΑΕΚ ……….. και συνορεύει κατά τις κτηματολογικές αποτυπώσεις, βόρεια με οδό, νότια με ακίνητο με ΚΑΕΚ …….. και ………. και δυτικά με οδό 3η οδός. Το αγροτεμάχιο αυτό αποτυπώνεται με στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Α στο από Ιανουάριο 1997 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού ………, που έχει προσαρτηθεί στο με αριθμό ………../28.02.1997 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………, που μεταγράφηκε νόμιμα, εμφανίζεται δε υπό τα περιμετρικά στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Α και συνορεύει βόρεια τότε ανώνυμη αγροτική οδό σε πλευρά μήκους 20 μέτρων, ανατολικά με ιδιοκτησία αγνώστου σε πλευρά μήκους 28 μέτρων, νότια με ιδιοκτησία Ξανθίππης ………………. σε πλευρά μήκους 20 μέτρων και δυτικά με οδό (3 η οδός) σε πλευρά μήκους 28 μέτρων, ενώ είχε αποτυπωθεί στο παρελθόν ως δύο συνεχόμενα αγροτεμάχια, εκ των οποίων σχηματίσθηκε, με τα στοιχεία 1 και 2 του Ρο (Ρ) οικοδομικού τετραγώνου στο από Ιούλιο 1961 σχεδιάγραμμα του μηχανικού ……………….. Σύμφωνα δε με το προσκομιζόμενο απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος συνορεύει βόρεια με τη με ΚΑΕΚ ……. οδό, ανατολικά εν μέρει με το με ΚΑΕΚ … γεωτεμάχιο και εν μέρει με το με ΚΑΕΚ ….. γεωτεμάχιο, νότια με το με ΚΑΕΚ ….. γεωτεμάχιο και δυτικά με οδό με ΚΑΕΚ ….. Συνεπώς η περιγραφή του επιδίκου ακινήτου στο δικόγραφο είναι πλήρης, καθώς προσδιορίζεται αυτό κατά θέση, έκταση, όρια, είδος και αριθμό κτηματολογίου ΚΑΕΚ, με αναφορά μάλιστα και των όμορων ακινήτων, κυρίως όμως αναφέρεται το ΚΑΕΚ του ίδιου του επίδικου. Επομένως το επίδικο ακίνητο περιγράφεται στην αγωγή με τρόπο κατά τον οποίο δεν γεννάται αμφιβολία ως προς τη θέση και την ταυτότητά του. Το γεγονός ότι το επίδικο ακίνητο σε προγενέστερο χρόνο της επικαλούμενης κτήσης της νομής του από τους απώτατους δικαιοπαρόχους της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης με τον επικαλούμενη αγοραπωλησία αποτελούσε τμήμα μεγαλύτερης έκτασης, δεν δημιουργεί ασάφεια, ως προς την ταυτότητά του. (Ά.Π. 272/2024, Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς ως προς την περιγραφή του επίδικου ακινήτου η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη, όπως ορθώς έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, οπότε ο πρώτος λόγος έφεσης κατά το πρώτο σκέλος του πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του. Περαιτέρω, με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου έφεσης που ομοίως αφορά σε αοριστία της αγωγής, το εκκαλούν υποστηρίζει ότι η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη δεν προσδιορίζει στο δικόγραφο της αγωγής σαφώς τον τρόπο κτήσης της κληρονομίας και δη τον τρόπο υπεισέλευσης του ………… στην κληρονομία του …………… (ως εκ διαθήκης ή εξ΄ αδιαθέτου κληρονόμος και περαιτέρω ως εξωτικός ή ως υπεξούσιος, τις πράξεις που φανερώνουν τη βούληση του να αναμειχθεί στην κληρονομία εκδηλώνοντας διάνοια κληρονόμου), ούτε ο χρόνος και ο τρόπος υπεισέλευσης των …,……. και ……. στην κληρονομία του ………, ούτε εξειδικεύονταν ο χρόνος και τρόπος κτήσης της νομής εκ μέρους των ………….και …………, ώστε να κριθεί αν κατέστησαν με νόμιμο τρόπο καθολικοί διάδοχοι και αν μπορεί να προσμετρηθεί ο χρόνος νομής τους στο χρόνο νομής του ………… .. Με το περιεχόμενο αυτό, το σκέλος αυτό του δεύτερου λόγου έφεσης τυγχάνει απορριπτέο, διότι η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη διαλαμβάνει στο αγωγικό δικόγραφο όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για να θεμελιώσει το δικαίωμα κτήσης κυριότητας με παράγωγο τρόπο αλλά και με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Στην προκειμένη περίπτωση, ως προς την επικουρική βάση της αγωγής περί κτήσης κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, περιγράφεται η άσκηση συγκεκριμένων διακατοχικών πράξεων, ήτοι υλικών πράξεων νομής επί του επιδίκου ακινήτου από τους προκτήτορες της εναγουσας και ήδη εφεσιβλήτης, αφού γίνεται λόγος ότι εκ των δικαιοπαρόχων της οι ………………. ασκούσαν πράξεις νομής διάνοιά κυρίου όπως καλλιέργεια και βοσκή ζώων, η δε ………………. που αγόρασε από τους τελευταίους το μεγαλύτερο ακίνητο, μέρος του οποίου αποτελεί το επίδικο προέβη σε κατάτμηση αυτού και μεταπώληση τμημάτων σε τρίτους . Περαιτέρω προσδιορίζονται ο απώτατος δικαιοπαροχος της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας, ………………. , ο οποίος ήδη πριν το έτος 1850 ασκούσε καλόπιστα πράξεις νομής, μετά δε το θάνατο του ………………. το έτος 1899, τον κληρονόμησε ο γιος του ………………. στο μερίδιο ½ εξ αδιαιρέτου επί της κυριότητας, νομής και κατοχής επί του επιδίκου ακινήτου, ενώ το υπόλοιπο ½ εξ αδιαιρέτου του ίδιου δικαιώματος φέρεται να το απέκτησε με αγορά από τους κληρονόμους του ………………. το έτος 1908. Περαιτέρω αναφέρεται στην αγωγή ότι ο ………………. κληρονόμησε τον πατέρα του ………………. το έτος 1899 όπως και ότι οι …. και …. ………………. κληρονόμησαν το δικό τους πατέρα …… και ότι όλοι αυτοί εκμεταλλεύονταν την ευρύτερη έκταση με καλλιέργειες και βοσκή ζώων, η ίδια δε εκμετάλλευση της επίδικης έκτασης γίνονταν από την επανάσταση του 1821 και από τους διαδόχους τους μέχρι τη δεκαετία του 1950, εκ των στοιχείων δε αυτών προκύπτει ότι οι ανωτέρω κληρονόμοι αναμείχθηκαν ο καθένας στην κληρονομιαία περιουσία του πατέρα του προβαίνοντας στις παραπάνω πράξεις εκμετάλλευσης της ως άνω έκτασης, χωρίς να χρειάζεται να εκτίθεται η ανάμειξη τους στην κληρονομία αυτή με πανηγυρικό τρόπο. Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και έκρινε ότι η αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και συνεπώς ο πρώτος λόγος της υπό κρίση έφεσης, κατά αμφότερα τα σκέλη του τυγχάνει απορριπτέος.
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1 του ΒΔ της 3/15.12.1833, 1 και 3 του ΒΔ της 17/29.11.1836, συνάγεται ότι για τις εδαφικές εκτάσεις, οι οποίες, κατά την έναρξη της ισχύος των εν λόγω ΒΔ, είχαν το χαρακτήρα λιβαδίου ή δάσους και για τις οποίες δεν είχαν αναγνωριστεί ιδιοκτησιακά δικαιώματα τρίτων, υπάρχει υπέρ του Δημοσίου τεκμήριο κυριότητας, το οποίο μπορούσε να ανατραπεί μόνον εφόσον αποδεικνυόταν 30ετής καλόπιστη νομή του τρίτου έως τις 11.9.1915 (ΑΠ 826/2018, ΑΠ 1392/2010). Ειδικότερα, κατά τα άρθρα 1,2 και 3 του ΒΔ της 17/29-11-1836 «περί ιδιωτικών δασών» αναγνωρίζεται η κυριότητα του Δημοσίου επί κάθε έκτασης που αποτελεί, πριν την έναρξη της ισχύος του, δάσος, εξαιρέσει μόνον εκείνων των δασικών εκτάσεων για τις οποίες υφίσταται έγγραφη απόδειξη Τουρκικής Αρχής, ότι πριν την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα ανήκαν σε ιδιώτες, όπως και εκείνων οι οποίες ανήκαν σε ιδιωτικά χωρία και, υπό την προϋπόθεση, ότι σε αμφότερες τις περιπτώσεις, υποβλήθηκαν στην επί των Οικονομικών Γραμματεία προς αναγνώριση οι σχετικοί περί ιδιοκτησίας τίτλοι, εντός της από το άρθρο 3 οριζόμενης ανατρεπτικής προθεσμίας ενός έτους από τη δημοσίευσή του (29-11-1836). Με τις διατάξεις αυτές, θεσπίσθηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου, τεκμήριο κυριότητας, σε όλα τα δάση, που υπήρχαν πριν την ισχύ του ως άνω διατάγματος, στα όρια του Ελληνικού Κράτους και δεν αναγνωρίστηκε νομίμως ότι ανήκουν σε ιδιώτες. Προϋπόθεση εφαρμογής του τεκμηρίου αυτού είναι η ιδιότητα του διεκδικουμένου ακινήτου ως δάσους κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του παραπάνω διατάγματος. Οι από τις παραπάνω διατάξεις ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου, που προβάλλονται από αυτό προς αντίκρουση της εναντίον του ασκηθείσας αναγνωριστικής (ή διεκδικητικής) αγωγής κυριότητας ακινήτου, αποτελούν ενστάσεις, ως γεγονότα διακωλυτικά της γένεσης του δικαιώματος κυριότητας του ενάγοντος και όχι αιτιολογημένη άρνηση μιας τέτοιας αγωγής. Επομένως, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ιστορική βάση των ισχυρισμών (ενστάσεων) αυτών, πρέπει να επικαλεσθεί και αποδείξει το ενιστάμενο Ελληνικό Δημόσιο και για το λόγο αυτό τις συνέπειες της αμφιβολίας του δικαστηρίου περί της βασιμότητας των ισχυρισμών αυτών τις φέρει το ενιστάμενο Δημόσιο και όχι ο ενάγων. Κατά συνέπεια εάν δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη κυριότητας ή άλλου δικαιώματος του Δημοσίου η αγωγή δεν θα απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη (ΑΠ 847/2013). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν.8 παρ. 1 κωδ. (7.32), ν.9 παρ.1 πανδ. (50.14) ν.76 παρ. 1 πανδ. (18.1) και ν.7 παρ. 3 πανδ. (23.3) του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, που ίσχυε από τον Αστικό Κώδικα (δηλαδή πριν τις 23-2-1946), μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν άσκησης νομής επ` αυτού, με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, σε χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδεσπόζει, να συνυπολογίσει στο δικό του χρόνο νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ, κατά το ίδιο δίκαιο, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του νόμου της 21.6/3-7-1837 «περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων», συνάγεται ότι έκτακτη χρησικτησία χωρεί με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν και σε δημόσια κτήματα, όπως είναι και τα δάση, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11-9-1915, όπως τούτο προκύπτει, αφενός από τις διατάξεις του νόμου ΔΞΗ/1912 και των διαταγμάτων «περί δικαιοστασίου», που εκδόθηκαν με βάση αυτόν και αφετέρου του άρθρου 21 του ΝΔ της 22.4/16-5-1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης». Πλην όμως προϋπόθεση της συμπληρώσεως της τριακονταετούς νομής στο πρόσωπο του χρησιδεσπόζοντος ή των δικαιοπαρόχων του, μέχρι τις 11-9-1915, για κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, είναι ότι το ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα. Εφόσον δεν πρόκειται για δημόσιο κτήμα, είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά τις 11-9-1915, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις (ΑΠ 279/2019, ΑΠ 850/2019, ΑΠ 7/2019, ΑΠ 8/2019, ΑΠ 826/2018, ΑΠ 1753/2017, ΑΠ 148/2016, ΑΠ 638/2016, ΑΠ 629/2016, ΑΠ 384/2014 ΕλλΔνη 2015, 705, ΤΝΠ Νόμος).
Από την επανεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων και δη της με αριθμό …./08.04.2022 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα …………. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, η οποία συντάχθηκε με την επιμέλεια της ενάγουσας, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήσης προς το εναγόμενο, σύμφωνα με το άρθρο 422 ΚΠολΔ (βλ. τη με αριθμό …../31.01.2022 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιά …………….) και την οποία προσκομίζει και επικαλείται νόμιμα η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται νόμιμα οι διάδικοι, τα οποία εκτιμώνται από το Δικαστήριο είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική μνεία κατωτέρω χωρίς όμως να παραλείπεται κάποιο κατά την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, (άρθρα 336 παρ.3, 339 σε συνδυασμό με 395 ΚΠολΔ), από τις ομολογίες που συνάγονται από τους ισχυρισμούς των διαδίκων (άρθρα 261, 352 ΚΠολΔ) καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και της λογικής (άρθ. 336 παρ. 4 ΚπολΔ), που λαμβάνονται αυτεπαγγέλτως υπόψιν αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο είναι το με Κ.Α.Ε.Κ. ………. γεωτεμάχιο, που εμφανίζεται στα κτηματολογικά βιβλία ως κείμενο στη θέση «…..» της Κοινότητας Σεληνίων του Δήμου Σαλαμίνας, με επιφάνεια 546 τ.μ. και ως ανήκον στο Ελληνικό Δημόσιο, σύμφωνα δε με το προσκομιζόμενο απόσπασμα κτηματολογικού διαγράμματος συνορεύει βόρεια με τη με ΚΑΕΚ ….. οδό, ανατολικά εν μέρει με το με ΚΑΕΚ …. γεωτεμάχιο και εν μέρει με το με ΚΑΕΚ ….. γεωτεμάχιο, νότια με το με ΚΑΕΚ ….. γεωτεμάχιο και δυτικά με οδό με ΚΑΕΚ …… Κατά το από Ιανουάριο 1997 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού …….., που έχει προσαρτηθεί στο με αριθμό ……/28.02.1997 συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Αθηνών . …….., που μεταγράφηκε νόμιμα, πρόκειται για αγροτεμάχιο στην περιοχή ….. Αμπελακίων του Δήμου Σαλαμίνας, εκτός σχεδίου πόλεως, μη άρτιο και μη οικοδομήσιμο, επιφάνεια 560 τ.μ., εντός του οποίου υπάρχει ένα ισόγειο κτίσμα (προκατασκευασμένη οικία) εμβαδού 40 τ.μ. περίπου, εμφανίζεται δε υπό τα περιμετρικά στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Α και συνορεύει βόρεια τότε ανώνυμη αγροτική οδό σε πλευρά μήκους 20 μέτρων, ανατολικά με ιδιοκτησία αγνώστου σε πλευρά μήκους 28 μέτρων, νότια με ιδιοκτησία ……………… σε πλευρά μήκους 20 μέτρων και δυτικά με οδό (3 η οδός) σε πλευρά μήκους 28 μέτρων, ενώ είχε αποτυπωθεί στο παρελθόν ως δύο συνεχόμενα αγροτεμάχια, εκ των οποίων σχηματίσθηκε, με τα στοιχεία 1 και 2 του Ρο (Ρ) οικοδομικού τετραγώνου στο από Ιούλιο 1961 σχεδιάγραμμα του μηχανικού …………….. Το ανωτέρω αγροτεμάχιο με την επ΄ αυτού ισόγεια οικία απέκτησε κατά πλήρη και αποκλειστική κυριότητα ήδη πριν την έναρξη του Κτηματολογίου στην περιοχή των Σεληνίων Σαλαμίνας (13.01.2006) η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη με δωρεά εν ζωή από τους δωρητές ………… και …………., δυνάμει του με αριθμό ………/28.02.1997 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών ………….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο … με αριθμό ….. Σύμφωνα με το ως άνω συμβόλαιο, το μεταβιβαζόμενο αγροτεμάχιο βρίσκεται στη θέση «…» επί της χερσονήσου ……….. της κτηματικής περιφέρειας Αμπελακίων Σαλαμίνας, έχει επιφάνεια 560 τ.μ και αποτυπώνεται όπως παραπάνω αναφέρθηκε στο από Ιανουάριο 1997 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού …………., ενώ είχε αποτυπωθεί στο παρελθόν ως δύο συνεχόμενα αγροτεμάχια, εκ των οποίων σχηματίσθηκε, με τα στοιχεία 1 και 2 του Ρο (Ρ) οικοδομικού τετραγώνου στο από Ιούλιο 1961 σχεδιάγραμμα του μηχανικού ………. Οι ανωτέρω δωρητές είχαν αποκτήσει την κυριότητα του επίδικου αγροτεμαχίου, κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ο καθένας, ως εκ διαθήκης κληρονόμοι του αποβιώσαντος στις 02.06.1996 αδερφού τους, ………….., δυνάμει της με αριθμό …………./28.02.1997 πράξης αποδοχής κληρονομίας, συνταχθείσας ενώπιον της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου και νομιμως μεταγεγραμμενης στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας στον τόμο …. με αριθμό ….. Ο κληρονομούμενος το είχε αποκτήσει κατά πλήρη κυριότητα με αγορά από την ………, δυνάμει του με αριθμό ………./25,07.1969 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς ……., νομίμως μεταγεγραμμένου στα βιβλία μεταγραφών του ανωτέρω υποθηκοφυλακείου στον τόμο …. με αριθμό …… Στο συμβόλαιο αυτό (3° φύλλο) αναφέρεται εξάλλου ότι η μεταβίβαση γίνεται σε εκτέλεση του με αριθμό ……/04.08.1961 προσυμφώνου του συμβολαιογράφου Αθηνών . …….. «αφ΄ ου χρόνου κατ΄ ειδικόν όρον του προσυμφώνου τούτου είχε παραδοθή τω αγοραστή και νομή του κτήματος». Στην ως άνω απώτερη δικαιοπάροχο . ………………. το εν λόγω ακίνητο είχε περιέλθει δυνάμει του υπ΄ αριθμόν …../1961 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών ………….., νομίμως μεταγραμμένου στα ίδια βιβλία μεταγραφών στον τόμο ….. με αριθμό …., ως τμήμα ευρύτερης έκτασης 95.987 τ.μ με αγορά από τους κληρονόμους του . ………………. και έως τότε κυρίους της ευρύτερης ως άνω έκτασης: 1] . ……….., 2) …….., 3) ……………, 4) ……………., 5) ……………., 6) ………….., 7) …………., 8) ………., 10) ………., 11) …………, 12) …………., 13) ………………….., 14) …………….., 15) ………… ………………., 16) ……., 17) …………, 18) ………………., 19) …………………, 20) …………., 21) …………., 22) ………….., 23) ………….., 24) ………………………. και 25) ………….. Η μείζονα έκταση των 95.987 τ.μ., σύμφωνα με το παραπάνω συμβόλαιο αγοραπωλησίας, βρίσκεται στη θέση «……» της Κοινότητας Αμπελακίων Σαλαμίνας και συνόρευε ανατολικά με κτήμα κληρονόμων ……, δυτικά με κληρονόμους …., …. και αγνώστους, βόρεια με θάλασσα (Κόλπο Αμπελακίων) και αγνώστους και νότια με θάλασσα Σεληνίων. Η . ………………. ακολούθως, προέβη σε κατάτμηση της ανωτέρω έκτασης, σύμφωνα με το από Ιουλίου 1961 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού ……., σε δενδροφύτευση και σε πώληση των επιμέρους αγροτεμαχίων. Ένα, δε, εκ των ανωτέρω αγροτεμαχίων, στα οποία κατέτμησε την ευρύτερη έκταση η . ………………. είναι και το προπεριγραφόμενο και επίδικο ακίνητο. Απώτατοι συννομείς της ως άνω έκτασης ήδη προ του έτους 1850 ήταν ο ………, κατά το 1/2 εξ΄ αδιαιρέτου και ο ………… κατά το υπόλοιπο 1/2 εξ΄ αδιαιρέτου, οι οποίοι ενεργούσαν επ’ αυτού πράξεις φυσικής εξουσίασης και νομής με καλή πίστη και διάνοια συγκυριών, ήτοι πιστεύοντας ότι δεν προσέβαλαν τη κυριότητα τρίτου και διάνοια συγκυριών όπως επίβλεψη, καλλιέργεια των καλλιεργήσιμων τμημάτων αυτού και βόσκηση ζώων. Στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι ο ……….. πέθανε σε χρόνο προγενέστερο του έτους 1908 και κληρονομήθηκε από τους δύο υιούς του, …. και …… ………………., οι οποίοι νόμιμα υπεισήλθαν στην κληρονομιά του, με ανάμειξη σε αυτήν, συνεχίζοντας τις ίδιες πράξεις νομής με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, όπως ο προκτήτορας τους. Το έτος 1899 πέθανε και ο ……….. και κληρονομήθηκε κατά το ως άνω εξ αδιαιρέτου ποσοστό του ½ εξ΄ αδιαιρέτου επί της μείζονος έκτασης, σύμφωνα με το Βυζαντινορωμαικό δίκαιο από τον μοναδικό ενήλικο κληρονόμο του, τον υιό του .. ………………., ο οποίος απέκτησε τη συννομή στη μείζονα έκταση κατά το παραπάνω κληρονομηθέν από αυτό μερίδιο, έχοντας καλή πίστη και διάνοια κυρίου και συνεχίζοντας τις ίδιες διακατοχικές πράξεις νομής που ασκούσε ο πατέρας του και έτσι νόμιμα υπεισήλθε στην κληρονομιά αυτού. Ο ίδιος ο ………. στη συνέχεια αγόρασε και το υπόλοιπο 1/2 εξ αδιαιρέτου ποσοστό της μείζονος έκτασης από τους προαναφερόμενους κληρονόμους του . ………………., …….. και . ………………., δυνάμει του υπ΄ αρ. …./1908 συμβολαίου του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας ………….., νομίμως μεταγεγραμμένου στα οικεία βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (τ. …., α.α. …..), δηλαδή απέκτησε τη συννομή με νόμιμο συμβολαιογραφικό έγγραφο και μεταγραφή, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του εκκαλούντος. Το έτος 1925 ο ………………. μεταβίβασε από την αρχική μείζονα έκταση των 111.987 τ.μ, τμήμα επιφανείας 16.000 τ.μ ( έξι (6 ) στρέμματα καλλιεργημένου αγρού και δέκα (10) στρέμματα βραχώδους έκτασης ) στον …………., δυνάμει του με αριθμό ……../29.03.1925 πωλητηρίου συμβολαίου, νομίμως μεταγεγραμμένου του Συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …………. (βλ. το από 02.08.1961 πιστοποιητικό του Μεταγραφοφύλακα Σαλαμίνας) και έτσι απέμεινε στην ιδιοκτησία του η προαναφερόμενη έκταση των 95.987 τ.μ το οποίο οι διάδοχοι του πώλησαν στην . ………………. το 1961. Έτσι ο ως άνω ………., ο οποίος πέθανε το 1932, από το χρόνο που περιήλθε στην κατοχή του η μείζονα έκταση, τμήμα της οποίας είναι και το επίδικο ακίνητο, ασκούσε επ΄ αυτής με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, τις προσιδιάζουσες στην φύση του ακινήτου πράξεις φυσικής εξουσίασης, ήτοι καλλιεργούσε αφενός αμπέλια στο ομαλό μέρος αυτής και χρησιμοποιούσε για κτηνοτροφία το υπόλοιπο τμήμα της όλης έκτασης. Ο ως άνω αποβιώσας χωρίς διαθήκη ……….. κληρονομήθηκε από την σύζυγό του ……… και τα τέκνα του ………….. και οι οποίοι τον κληρονόμησαν η μεν σύζυγος του ….. κατά τα τετρακόσια πενήντα χιλιοστά οκτακοσιοστά (450/1800) εξ αδιαιρέτου, έκαστος δε εκ των δέκα προαναφερόμενων τέκνων κατά εκατόν τριάντα πέντε χιλιοστά οκτακοσιοστά (135/1800) εξ΄ αδιαιρέτου της ανωτέρω περιγραφόμενης έκτασης, οι δε ως ανω κληρονόμοι του νόμιμα υπεισήλθαν στην κληρονομιά. Τη δε θανούσα κατά το έτος 1937 χωρίς διαθήκη …………. κληρονόμησαν τα πιο πάνω δέκα (10) τέκνα της, κατ’ ισομοιρίαν, δηλαδή κατά τα 45/1800 εξ αδιαιρέτου έκαστος και η μερίδα έκαστου από αυτούς επί της ως άνω μείζονος έκτασης ανήλθε στα 180/1800 εξ αδιαιρέτου, οι δε ως άνω κληρονόμοι της νόμιμα υπεισήλθαν στην κληρονομιά αυτής, αναμειχθέντες στην κληρονομία και συνεχίζοντας τις ίδιες ως άνω πράξεις νομής της δικαιοπαρόχου τους. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι τον αποβιώσαντα το έτος 1952 ………….. χωρίς διαθήκη, κληρονόμησαν η σύζυγος του …………… και τα τέκνα του …………………… Ο τελευταίος, ήτοι ο ………, πέθανε χωρίς διαθήκη το έτος 1954 και τον κληρονόμησαν η μητέρα του . ………………. και οι αδελφοί του …. ήδη σύζυγος ……………, ……….., οι οποίοι κληρονόμοι και αποδέχθηκαν την κληρονομιά τόσο του .. ………………., όσο και του . ………………., δυνάμει των υπ΄ αρ. …. και ….. του έτους 1961 πράξεων του Συμβολαιογράφου Αθηνών …….. που μεταγράφηκαν νόμιμα. Τον αποβιώσαντα χωρίς διαθήκη το έτος 1951 ……… κληρονόμησαν η σύζυγος του …………… και τα τέκνα του …………. οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονομιά του ως άνω αποβιώσαντος δυνάμει της υπ’ αρ. ……………/1961 πράξης του Συμβολαιογράφου Αθηνών ……… που νόμιμα μεταγράφηκε. Τον αποβιώσαντα χωρίς διαθήκη και χωρίς τέκνα το έτος 1958 …………. κληρονόμησαν η σύζυγος ……… κατά το 1 /2 εξ αδιαιρέτου και κατά το άλλο 1/2 εξ΄ αδιαιρέτου τον κληρονόμησαν οι αδελφοί του ……….., τα τέκνα του προαποβιώσαντος αδελφού του ………., …………, και τα τέκνα του προαποβιώσαντος αδελφού του …………….., …………………, οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονομιά του ως άνω αποβιώσαντος δυνάμει της υπ’ αρ. ………/1961 πράξης του Συμβολαιογράφου Αθηνών …….. που νόμιμα μεταγράφηκε. Την αποβιώσασα το έτος 1960 θυγατέρα του ………………. κληρονόμησαν ο σύζυγος της ………. κατά το 1/4 εξ΄ αδιαιρέτου και κατά τα υπόλοιπα 3/4 εξ αδιαιρέτου τα τέκνα της …………, ……….. οι οποίοι αποδέχθηκαν την κληρονομιά με την με αριθμό ……………/1961 πράξη του Συμβολαιογράφου Αθηνών …………. που νόμιμα μεταγράφηκε. Την ως άνω έκταση των 95.987 τ.μ. νέμονταν οι ανωτέρω συγκληρονόμοι οι οποίοι με καλή πίστη, ανεπίληπτα και αδιατάραχτα ασκούσαν πράξεις φυσικής εξουσίασης με διάνοια συγκυριών, ανεπίληπτα και αδιατάρακτα όπως καλλιέργεια, επίβλεψη, οριοθέτηση,, με καλή πίστη και την πεποίθηση ότι δεν προσβάλλουν δικαίωμα τρίτου έως και τη μεταβίβασή της, αιτία πωλήσεως, στην ως άνω ………., δυνάμει του υπ’ αρ. ……./1961 συμβολαίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ………………. Ομοίως η . ………………. συνέχισε να ασκεί στο ίδιο ακίνητο με καλή πίστη, ανεπίληπτα και αδιατάρακτα πράξεις φυσικής εξουσίασης με διάνοια κυρίας. Μετά τη σύνταξη του ως άνω συμβολαίου η ………………. προέβη σε κατάτμηση της όλης έκτασης σε αγροτεμάχια, ρυμοτομώντας αυτήν σε οικοδομικά τετράγωνα αγροτεμαχίων και ιδιωτικούς δρόμους που εμφανίζονται στο από Ιουλίου 1961 σχεδιάγραμμα του Μηχανικού ……………….. Τα αγροτεμάχια αυτά μεταπωλούσε σε τρίτους, ένα δε εξ’ αυτών τυγχάνει και το επίδικο, το οποίο εμφαίνεται στο ως άνω σχεδιάγραμμα του μηχανικού. ………………. το οποίο η ανωτέρω………………. μεταβίβασε το έτος 1969 στο δικαιοπάροχο της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης……….., δυνάμει του αναφερόμενου ανωτέρω συμβολαιογραφικού τίτλου. Επί των επιμέρους αγροτεμαχίων οι νέοι κύριοι διενεργούσαν ακολούθως με διάνοια κυρίου πράξεις εν γένει φυσικής εξουσίασης, ιδίως ανήγειραν κτίσματα και φύτεψαν καρποφόρα δέντρα (βλ. τις υπ΄ αριθμ. 10/1969 και 14η /1969 αποφάσεις του Κοινοτικού Συμβουλίου Αμπελακίων). Το ίδιο προκύπτει και από τη με αριθμό 93/1974 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, εκδοθείσα κατά τη διαδικασία των απαλλοτριώσεων, στο σκεπτικό της οποίας αναφέρεται ότι στην απαλλοτριωθείσα έκταση, στην οποία ανήκε και το επίδικο (όπως κατωτέρω θα αναλυθεί) είχαν ήδη το έτος 1974 ανεγερθεί οικίες, είχαν διαμορφωθεί κήποι, είχαν φυτευτεί δέντρα, είχε εγκατασταθεί δίκτυο ηλεκτρικού ρεύματος και τηλεφώνου, εν μέρει δε και δίκτυο ύδρευσης. Στο πλαίσιο αυτό άλλωστε, περί το έτος 1971 ανήγειρε επί του επιδίκου ισόγεια οικία ο απώτερος δικαιοπάροχος της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης ………… Το έτος 1964 η τότε Κοινότητα Αμπελακίων άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 30.12.1964 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../30.12.1964 αγωγή της κατά της . ………………., με την οποία, ισχυριζόμενη ότι τυγχάνει κυρία της Χερσονήσου …….. (εξαιρουμένης έκτασης 105 στρ. που ανήκε στην Κοινότητα Σεληνίων), την κυριότητα της οποίας είχε αποκτήσει από τη σύστασή της το έτος 1912, οπότε αποσπάσθηκε από τον δικαιοπάροχό της, Δήμο Σαλαμίνας, που ήταν κύριος της επίδικης έκτασης από τη σύστασή του το έτος 1864, άλλως με τακτική και έκτακτη χρησικτησία, ζητούσε να αναγνωρισθεί κυρία του περιγραφόμενού τμήματος εμβαδού 90 στρεμμάτων περίπου, το οποίο, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, είχε καταλάβει παράνομα η εναγόμενη τριάντα (30) περίπου μήνες πριν, καθώς και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της αποδώσει το επίδικο. Η δίκη επί της αγωγής αυτής, που είχε προσδιορισθεί για τη δικάσιμο της 17.12.1965, καταργήθηκε με εξώδικο συμβιβασμό, κατόπιν της με αρ. 20/1969 απόφασης του Κοινοτικού Συμβουλίου της Κοινότητας Αμπελακίων, που εγκρίθηκε με τη με αρ. 13.292/1969 απόφαση του Νομάρχη Πειραιώς (στην αιτιολογία της οποίας αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι από το με αρ……./10.04.1969 έγγραφο της ενάγουσας κοινότητας προκύπτει ότι αυτή στερείται αποδεικτικού υλικού προς απόδειξη της αγωγής της). Με βάση τον παραπάνω συμβιβασμό, η Κοινότητα Αμπελακίων παραιτήθηκε από το δικαίωμα της προαναφερόμενης αγωγής της, και συναίνεσε στη διαγραφή αυτής από τα οικεία βιβλία διεκδικήσεων, η δε . ………………. ανέλαβε την υποχρέωση να της καταβάλει, τμηματικώς, το ποσό των 200.000 δρχ. που θα καταβάλλονταν από τα μέλη του Συλλόγου Κυνόσουρας Σαλαμίνας, οι οποίοι είχαν ήδη αγοράσει από την . ………………. τμήματα της μείζονος εκτάσεως. Εκ των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών αποδείχθηκε ότι, τουλάχιστον από το έτος 1850, τη νομή επί της μείζονος εκτάσεως των 111.987 τ.μ και από το έτος 1925 τη νομή επί του εναπομείνασας έκτασης των 95.987 τ.μ., τμήμα της οποίας αποτελεί και το επίδικο αγροτεμάχιο, ασκούσαν όλοι οι προαναφερόμενοι απώτεροι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, οι οποίοι ουδέποτε την απώλεσαν. Η νομή τους αυτή αμφισβητήθηκε το έτος 1964 από την Κοινότητα Αμπελακίων, σύμφωνα με όσα παραπάνω εκτέθηκαν, αλλά και το έτος 1940 από το Ελληνικό Δημόσιο με την έκδοση των αϊτό 07.03.1940 πρωτοκόλλων γνωμοδοτήσεις της κατ΄ άρθρο 5 του Ν. 5895 Επιτροπής σε βάρος του εκ των ανωτέρω κληρονόμων . ………………. ., με τα οποία του επέβαλε να πληρώσει ως μίσθωμα για τη χρήση ως αγρό τριών περίπου στρεμμάτων και 860 τ.μ. γης από την παραπάνω έκταση, το ποσό των 150 δραχμών για καθένα από τα έτη 1928-1939, πλην όμως δεν προέκυψε ότι τα πρωτοκολλά αυτά εκτελέστηκαν, χωρίς να ασκηθούν αντίστοιχες ανακοπές για την ακύρωσή τους. Επομένως, κατά την κρίσιμη ημερομηνία της 11-9-1915, ο απώτερος δικαιοπάροχος αυτής, …………….. είχε καταστεί κύριος της ευρύτερης ως άνω έκτασης και συνεπώς και του επιδίκου αγροτεμαχίου, με πρωτότυπο τρόπο έναντι του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου και συγκεκριμένα με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, καθώς, κατά την ημερομηνία αυτή, είχε συμπληρώσει, με προσμέτρηση του χρόνου χρησικτησίας και των άμεσων δικαιοπαρόχων του τους οποίους διαδέχτηκε στη νομή, τριάντα έτη καλόπιστης νομής επ΄ αυτού [βλ. ΑΠ 1816/2017, ΝΟΜΟΣ ως προς τη δυνατότητα κτήσης κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία έναντι του Δημοσίου έως και την 11-09-1915]. Τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από το γεγονός ότι το επίδικο ακίνητο έχει καταχωριστεί ως τμήμα του δημόσιου κτήματος με ΑΒΚ 61 καθώς και ως τμήμα ευρύτερης εκχερσωμένης δασικής έκτασης με κωδικό στους δασικούς χάρτες …. και …….., αφού η απλή πράξη της καταχώρισης αυτού στα δημόσια κτήματα ή τις δασικές εκτάσεις του δημοσίου δεν μπορεί να αναιρέσει την αποδειχθείσα, κατά τα προεκτεθέντα, νομή των απώτερων δικαιοπαρόχων της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας, επ΄ αυτού. Συνακόλουθα, κατά τα προαναφερθέντα, συμπληρώθηκε ο απαιτούμενος χρόνος έκτακτης χρησικτησίας σε βάρος του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος επί του επίδικου τμήματος κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου στο πρόσωπο του . ………………., ενώ οι καθολικοί διάδοχοι του, καθώς και οι καθολικοί διάδοχοι αυτών, όπως παραπάνω αναφέρονται, απέκτησαν παράγωγα τη μείζονα έκταση των 95.987 τ.μ. από τον κύριο αυτής, …………., και ακολούθως μεταβίβασαν αυτήν κατά πλήρη κυριότητα λόγω πώλησης στην ………… (ειδική διάδοχος). Εξάλλου, και αφού, όπως ήδη προαναφέρθηκε, δεν αποδείχθηκε ότι οι δικαιοπάροχοι της ενάγουσας απώλεσαν τη νομή του επιδίκου σε οποιοδήποτε χρόνο μετά την 11.09.1915, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη η προταθείσα από το εναγόμενο και ήδη εκκαλών ένσταση ιδίας κυριότητας, λόγω έκτακτης χρησικτησίας, για το χρονικό διάστημα μετά το 1915. Εξάλλου, από τα στοιχεία της δικογραφίας, πέραν της ως άνω καταγραφής, δεν προέκυψε ότι το επίδικο αγροτεμάχιο είναι πράγματι δημόσιο ή ότι το εναγόμενο νεμόταν αυτό με διάνοια κυρίου για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα από το έτος 1850 (οπότε ξεκίνησε η νομή των απώτατων δικαιοπαρόχων της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης ) και έως σήμερα. Η παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου περί του ιδιωτικού χαρακτήρα της ευρύτερης έκτασης των 95.987 τ.μ., τμήμα της οποίας αποτελεί και το επίδικο, ενισχύεται και από το γεγονός ότι με την υπ΄ αριθμ. 349/175/1972 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών και Ναυτιλίας, Μεταφορών και Επικοινωνιών (ΦΕΚ Δ’ 45/25-2-1972) κηρύχθηκε αναγκαστική απαλλοτρίωση της ευρύτερης περιοχής για την επέκταση της χερσαίας ζώνης του λιμένος Πειραιώς, η οποία απαλλοτρίωση αφορούσε μεταξύ άλλων και το επίδικο, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθμ. 93/1974 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου (διαδικασία απαλλοτριώσεων], που καθόρισε προσωρινή τιμή μονάδας και στην οποία αναφέρεται ως φερόμενος δικαιούχος αποζημίωσης, μεταξύ άλλων, και ο απώτερος δικαιοπάροχος της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης …………………, καθώς και από την περίληψη μεταγραφής στο Υποθηκοφυλακείο Σαλαμίνας της υπ΄ αριθμ. Ε4159/2170/Ν.11549/29-4-1975 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας (ΦΕΚ Δ 114/24-5- 1975], με την οποία ανακλήθηκε η ως άνω αναγκαστική απαλλοτρίωση και στην οποία επίσης αναφέρεται μεταξύ των φερόμενων ιδιοκτητών της απαλλοτριωθείσας έκτασης, ο …………. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι μια έκταση δύναται να κηρυχθεί απαλλοτριωτέα μόνον αν ανήκει σε τρίτο και όχι στην περιουσία του Ελληνικού Δημοσίου (εναγομένου), συνάγεται ότι το επίδικο ακίνητο που, κατά τα ανωτέρω, κηρύχθηκε απαλλοτριωτέο, είναι αδύνατο να είχε περιέλθει στη νομή ή την κυριότητα του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, περίπτωση κατά την οποία θα προέβαινε στην έκδοση πρωτοκόλλου διοικητικής αποβολής. Σημειώνεται, εξάλλου ότι οι υπόλοιπες διακατοχικές πράξεις που υποστηρίζει το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο ότι ασκούσε από το έτος 1927 επί του επίδικου, με την έκδοση εγγράφων που τηρήθηκαν σε υπηρεσιακούς φακέλους, όπως προκήρυξη και πρακτικά επαναληπτικών πλειοδοτικών δημοπρασιών του έτους 1934, διαταγή του Οικονομικού Εφόρου Σαλαμίνας το έτος 1939 προς τον Αστυνομικό Σταθμάρχη και τον Τελωνοφύλακα Αμπελακίων, με την οποία τους αναθέτει τη φύλαξη της κείμενης στη θέση «………..» έκτασης 288.189 τ.μ. από καταπατητές, έγγραφη ενημέρωση και πρόσκληση προς υποβολή αντιρρήσεων του Οικονομικού Εφόρου προς τις Κοινότητες Αμπελακίων και Σεληνίων το έτος 1939 κ.λ.π. αποτελούν αυθαίρετες ενέργειες των παραπάνω οργάνων του Δημοσίου, προκειμένου αυτό να οικειοποιηθεί την παραπάνω ιδιωτική έκταση, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι έχει εκδοθεί οποτεδήποτε πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής σε βάρος των δικαιοπαρόχων της ενάγουσας, αλλά και σε βάρος ιδιοκτητών των όμορων με το επίδικο ακινήτων. Περαιτέρω, ουδόλως αποδείχθηκε ότι το επίδικο υπήρξε κάποτε δημόσια δασική έκταση όπως αβάσιμα ισχυρίζεται το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν, γεγονός που είχε κριθεί από το έτος 1845, οπότε ολοκληρώθηκαν οι εργασίες της επί των διαφιλονικούμενων δασών Επιτροπής της νήσου Σαλαμίνας. Με την απόφασή της αυτή η Επιτροπή αναγνώρισε ως ιδιωτικά τα δάση της νήσου Σαλαμίνας, εκτός εκείνων που ανήκαν στη διαλελυμένη Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου, καθώς και εκείνων που είχαν καταχωρηθεί στα βιβλία δημοσίων κτημάτων και στα οποία δεν ανήκε η ως άνω μείζων έκταση των 111.987 τ.μ.. Επομένως, η ευρύτερη έκταση στην οποία εντοπίζεται και το επίδικο δε συνιστά δάσο βιοκοινότητα, ούτε συγκροτεί φυσικό οικοσύστημα και κατ’ επέκταση δε φέρει δασικό χαρακτήρα και δεν υπάγεται στις διατάξεις της δασικής νομοθεσίας. Σε κάθε δε περίπτωση, ακόμη κι αν ήθελε θεωρηθεί ότι το επίδικο έφερε κάποτε δασικό χαρακτήρα, αυτό, τουλάχιστον από το έτος 1845, υπήρξε ιδιωτικό όπως τούτο επιβεβαιώνεται και από την προσκομιζόμενη μετ’ επικλήσεως από την ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη με αριθμό …../06.02.1851 πράξη του συμβολαιογραφούντος Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας …….., το Υπουργείο Οικονομικών εφοδίασε τον ……. . με το με αριθμό ……./27.03.1845 έγγραφο – ήδη παρακατεθειμένο στον συμβολαιογραφούντα Ειρηνοδίκη Σαλαμίνας ……………… με την από 13.6.1845 πράξη του, με το οποίο ειδοποιεί τον ανωτέρω κτηματία ως πληρεξούσιο των κατοίκων της νήσου Σαλαμίνας ότι «αναγνωρίζει ως ιδιοκτησίαν των Σαλαμίνιων όχι μόνο τα εν τοις ιδιόκτητοις αγροίς κείμενα δάση αλλά και τα εις ορεινά μέρη, εξαιρουμένων μόνον των εν τη ρηθείση νήσω Σαλαμίνος κείμενων δασών, ανηκοντών στη διαλελυμένη Μονήν τον Αγίου Νικολάου και τα οποία μετέβησαν εις την κυριότητα τον Δημοσίου κατά τα περί διαλελυμένων μοναστήρίων διατεταγμένα». Η περιοχή δε, της διαλελυμένης Μονής Αγίου Νικολάου ουδεμία σχέση έχει με την περιοχή Κυνόσουρας ενώ σύμφωνα με το άρθρο 15 του ν. 3208/2003 (ΦΕΚ 303/Α/2003) τα δάση και οι δασικές εκτάσεις των περιοχών της νήσου Σαλαμίνας τα οποία υπέκείντο σε διαχείριση ως ιδιωτικά σύμφωνα με αντίστοιχες διαταγές του Υπουργείου Οικονομικών αναγνωρίζονται ως ιδιωτικά. Άλλωστε, ο δασικός χαρακτήρας της ευρύτερης περιοχής στην οποία ανήκει το επίδικο δεν συνάδει με την ανέκαθεν χρήση αυτής ως καλλιεργούμενων αγρών και βοσκοτόπων, τη δημοπράτηση μέρους αυτής από τον Οικονομικό Εφορο, αλλά και με την εγκατάσταση δικτύων ηλεκτρισμού, ύδρευσης και τηλεφωνίας εντός αυτής. Από το σύνολο των προεκτεθέντων αποδείχθηκε ότι κυρία του επιδίκου, κατά τον χρόνο έναρξης του Κτηματολογίου στην περιοχή και κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής ήταν η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη η οποία το απέκτησε με παράγωγο τρόπο από κυρίους. Πρέπει να διευκρινιστεί ότι ως προς το ζήτημα εάν το επίδικο υπάγεται στα διοικητικά όρια της τέως Κοινότητας Αμπελακίων (όπως αναφέρεται στους τίτλους κτήσης της ενάγουσας και συνομολογείται με τις προτάσεις του εναγομένου) ή της τέως Κοινότητας Σεληνίων (όπως αναφέρεται στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου) αυτό σχετίζεται αποκλειστικά, όσον αφορά την προκειμένη δίκη, με το ζήτημα της ταύτισης του επίδικου γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ ……………… και του κτηθέντος από την ενάγουσα ακινήτου με βάση το προαναφερόμενο συμβόλαιο δωρεάς εν ζωή. Μόνο επί αυτού του ζητήματος εκτείνεται η εξουσία του Δικαστηρίου τούτου, καθώς η οποία κρίση περί του εάν το επίδικο υπάγεται στα διοικητικά όρια της μίας ή της άλλης τέως κοινότητας (και ήδη Δημοτικών Κοινοτήτων της Δημοτικής Ενότητας Αμπελακιων του Δήμου Σαλαμίνας) δεν ασκεί οποιαδήποτε άλλη επιρροή και δεν δεσμεύει τη Διοίκηση. Επί του κρίσιμου για την παρούσα δίκη ζητήματος, το Δικαστήριο κρίνει ότι, με βάση την περιγραφή του ακινήτου σε όλα τα προαναφερόμενα συμβόλαια ως προς τη θέση του, την έκταση και τα όρια, σε συνδυασμό με την αποτύπωσή του στο από Ιούλιο 1961 σχεδιάγραμμα του μηχανικού …….., στο από Ιανουάριο 1997 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού …….. . και το κτηματολογικό διάγραμμα του με ΚΑΕΚ …………. γεωτεμαχίου, υφίσταται ταύτιση μεταξύ του περιγραφόμενου στην αγωγή και στα προαναφερόμενα συμβόλαια ακίνητου, που φέρεται να βρίσκεται στην κτηματική περιφέρεια της Κοινότητας Αμπελακίων και του επίδικου γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ ………….., που φέρεται να υπάγεται στα διοικητικά όρια της Δημοτικής Κοινότητας Σεληνίων κατά το κτηματολογικό του φύλλο που δεν αμφισβητείται ειδικά από το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν. Όπως αποδείχθηκε και ανωτέρω ο απώτερος δικαιοπάροχος της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας, ………… είχε καταστεί κύριος του επίδικου ακινήτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας έναντι του Ελληνικού Δημοσίου κατά την 11-09-1915. Επομένως, οι καθολικοί διάδοχοι αυτού, ήτοι η σύζυγος και τα δέκα τέκνα του καθώς και οι καθολικοί διάδοχοι των τελευταίων, όπως αυτοί αναλυτικά σημειώνονται ανωτέρω, απέκτησαν την ευρύτερη έκταση των 95.987 τ.μ. με παράγωγο τρόπο και δη με κληρονομική διαδοχή του αληθινού κυρίου αυτής, . ………………. και ακολούθως μεταβίβασαν αυτή κατά πλήρη κυριότητα στην . ………………. με αιτία την πώληση. Η τελευταία μεταβίβασε το επίδικο ακίνητο, ομοίως λόγω πώλησης, στον ………. ο οποίος ακολούθως κληρονομήθηκε από τους άμεσους δικαιοπάροχους της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας οι οποίοι αποδέχθηκαν την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομία κατά τα ως άνω ποσοστά. Όλες δε οι ανωτέρω μεταβιβάσεις έλαβαν χώρα δυνάμει των αναλυτικά αναφερομένων ανωτέρω συμβολαιογραφικών τίτλων, νομίμως μεταγεγραμμένων. Αποδεικνύεται επομένως ότι το έτος 1997, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη κατέστη κυρία του επίδικου αγροτεμαχίου με παράγωγο τρόπο, αφού απέκτησε αυτό από τους έως τότε αληθινούς συγκύριους του, με αίτια την δωρεά και η σχετική συμφωνία τους περιεβλήθη τον συμβολαιογραφικό τύπο και μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Σαλαμίνας (αρθ. 1033 ΑΚ). Εκ των ανωτέρω, δεν αποδείχτηκε στην προκειμένη περίπτωση ότι το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο άσκησε οποιαδήποτε διακατοχική πράξη νομής επί του επίδικου ώστε να καταστεί αυτό ιδιοκτησία του Ελληνικού Δημοσίου. Ωστόσο το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο είχε προβάλει πρωτοδίκως και επανέφερε με την υπό κρίση έφεση του τον ισχυρισμό του περί του ότι το επίδικο ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα, το οποίο περιήλθε στην κυριότητά του: α) δυνάμει της από 9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης και των από 3-2-1830, 4/16-6-1830 και 19-6/1-7-1830 πρωτοκόλλων του Λονδίνου (i) καθώς ήταν δημόσια γαία κατά το οθωμανικό δίκαιο, άλλως (ii) διότι το κατέλαβε κατά τη διάρκεια του αγώνα της Ανεξαρτησίας και στη συνέχεια το δήμευσε, άλλως (iii) διότι κατά το χρόνο υπογραφής των προαναφερθέντων πρωτοκόλλων του Λονδίνου είχε εγκαταλειφθεί από τους έως τότε κυρίους του Οθωμανούς και δεν είχε καταληφθεί από άλλους, άλλως β) λόγω του δασικού του χαρακτήρα, δυνάμει των άρθρων 1,2 και 3 του απο 17/ 29-11- 1836 β.δ «περί ιδιωτικών δασών», γ) άλλως δυνάμει των διατάξεων του ΒΔ 3/15.12.1833, δεδομένου ότι αποτελούσε από του έτους 1820 και έως την άσκηση της αγωγής βοσκότοπο ή λιβάδι, χωρίς ποτέ μέσα στις νόμιμες προθεσμίες να αναγνωρισθεί κάποιος κύριος αυτού κατά την προβλεπόμενη διαδικασία, άλλως δ) με τα προσόντα της τακτικής ή της έκτακτης χρησικτησίας, καθώς το νέμεται, ασκώντας τις αναφερόμενες πράξεις νομής, που προσιδιάζουν στη φύση του επιδίκου, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, από την επανάσταση του 1821 μέχρι και την άσκηση της αγωγής, δ) άλλως, ως αδέσποτο, χωρίς να απαιτείται κατάληψη της νομής ή μεταγραφή της κτήσης, δυνάμει των διατάξεων του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, των άρθρων 16 του από Ιουνίου 1837 νόμου περί διάκρισης κτημάτων και των διατάξεων των άρθρων 2 § 1 του ΑΝ 1539/1938 και 972 ΑΚ. Οι παραπάνω ισχυρισμοί του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος, ως προτεινόμενα γεγονότα διακωλυτικά της γένεσης του δικαιώματος κυριότητας της ενάγουσας αποτελούν ενστάσεις (ΑΠ 148/2016). Όμως εξ αυτών των ενστάσεων, η υπό στοιχεία α) ένσταση τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, καθώς το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν δεν επικαλείται τα αναγκαία για τη θεμελίωσή τους πραγματικά περιστατικά, ήτοι δεν εξειδικεύει πώς το επίδικο ακίνητο συνιστούσε δημόσια γαία κατά το οθωμανικό δίκαιο, ούτε προσδιορίζει τον Οθωμανό κύριο αυτού που το εγκατέλειψε, ούτε περαιτέρω αναφέρει πότε έλαβε χώρα η εγκατάλειψη της νομής του με πρόθεση παραιτήσεως από την κυριότητά του ώστε αυτό να καταστεί αδέσποτο (βλ. ΕφΠειρ 121/2021). Εξάλλου, ο υπό στοιχείο α(ii) ισχυρισμός είναι σε κάθε περίπτωση απορριπτέος και ως μη νόμιμος, διότι για τα ακίνητα της Αττικής δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στην κυριότητα του εναγόμενου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με όπλα αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος την 31-3-1833 δυνάμει της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των Ελληνικών και Τουρκικών Αρχών (ΑΠ 638/2016, ΕφΠειρ 26/2020). Επιπλέον, και οι υπό στοιχείο β, γ και ε ισχυρισμοί του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος πέραν της αοριστίας τους (καθώς το εναγόμενο επαναλαμβάνει το πραγματικό των ως άνω διατάξεων, χωρίς περαιτέρω προσδιορισμό, αλυσιτελώς προβάλλονται, καθώς, όπως και ανωτέρω σημειώθηκε, ακόμη κι αν θεωρηθεί το επίδικο δημόσιο κτήμα και δασική έκταση ή αδέσποτο, δεν αναιρείται η δυνατότητα κτήσης κυριότητας επ΄αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, συμπληρωθέντος του χρόνου αυτής, έως το έτος 1915, όπως συνέβη εν προκειμένω. Σε κάθε περίπτωση, ουδόλως αποδείχθηκε η ουσιαστική βασιμότητα των ανωτέρω, ισχυρισμών του εναγόμενου – εκκαλούντος, αφού από το προδιαληφθέν αποδεικτικό υλικό δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο άνηκε στο Οθωμανικό Δημόσιο, ή σε Οθωμανούς ιδιώτες και εγκαταλείφθηκε από τους τελευταίους, ούτε ότι μετά την απελευθέρωση δεν καταλήφθηκε από τρίτους έως την έναρξη ισχύος του νόμου της 21.6./10.7.1837 “περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων”, με αποτέλεσμα να καταστεί αδέσποτο και να δημευθεί, όπως προβλέπεται στην ανωτέρω Συνθήκη και τα Πρωτόκολλα, προκειμένου να καταστεί κύριος αυτού το Ελληνικό Δημόσιο. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι η επίδικη έκταση ήταν δασική κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του από 17/29.11.1836 β.δ/τος, ούτε βοσκότοπος ή λιβάδι, κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του β.δ. της 12.12.1833 “περί διορισμού και φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834”, ώστε να ισχύει το τεκμήριο κυριότητας, που θεσπίσθηκε υπέρ του Δημοσίου με τις διατάξεις των ως άνω διαταγμάτων σε όλα τα δάση και τα λιβάδια, που υπήρχαν πριν από την ισχύ του στα όρια του Ελληνικού Κράτους και δεν αναγνωρίσθηκαν νομίμως ότι ανήκουν σε ιδιώτες (ΑΠ 894/2020, ΑΠ 34/2019). Αντίθετα, αποδείχθηκε, κατά τα αναλυτικά παραπάνω εκτεθέντα, ότι το ακίνητο αυτό, αρχικά ως τµήµα µείζονος ακινήτου και ακολούθως ως αυτοτελές αγροτεµάχιο χρησιδέσποσαν με καλή πίστη και διάνοια κυρίων από το έτος 1850 περίπου, συνεχώς και αδιαλείπτως, μέχρι την καταχώρηση της ανακριβούς πρώτης κτηµατολογικής εγγραφής αλλά και την άσκηση της ένδικης αγωγής, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη και πριν από αυτήν οι ανωτέρω κατονομαζόμενοι δικαιοπάροχοί της, ασκούντες επ΄αυτού τις επίσης ανωτέρω αναφερόμενες διακατοχικές πράξεις (βόσκηση ζώων, καλλιέργεια κ.α.). Περαιτέρω, μη νόμιμη τυγχάνει η ένσταση του εναγομένου και εκκαλούντος ως προς την κτήση της κυριότητας του επιδίκου: α) με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, καθόσον δεν γίνεται επίκληση συγκεκριμένου νόμιμου τίτλου για τη θεμελίωσή της. Συνεπώς, συμπληρώθηκε ο απαιτούμενος χρόνος έκτακτης χρησικτησίας σε βάρος του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος επί του επιδίκου ακινήτου τόσο κατά τις διατάξεις του Βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, όσο και με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1045 και 1051 ΑΚ.. Εκ των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι το επίδικο ακίνητο ήταν δεκτικό χρησικτησίας, κατά τον κρίσιμο αγωγικό χρόνο και δεν αποτελούσε δημόσιο κτήμα, ώστε να απαιτείται να έχει συμπληρωθεί τριακονταετής καλόπιστη νομή μέχρι τις 11.9.1915, ως αβασίμως διατείνεται το εναγόμενο-εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο, ανεξαρτήτως του ότι, κατά την ανωτέρω ημερομηνία, ο απώτερος δικαιοπάροχος της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, είχε συμπληρώσει με προσμέτρηση του χρόνου χρησικτησίας των άμεσων δικαιοπαρόχων του, τους οποίους διαδέχτηκε στη νομή, 30ετή καλόπιστη νομή σε αυτό. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση του έκρινε όμοια απέρριψε τις ενστάσεις του εναγόμενου λαι ήδη εκκαλούντος και δέχθηκε την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και όλοι οι λόγοι της έφεσης, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, κατά τα ανωτέρω, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Τέλος, αποδείχθηκε ότι η κτηματική περιοχή στην οποία βρίσκεται το επίδικο γεωτεμάχιο, ήτοι η περιοχή της Σαλαμίνας, κηρύχθηκε υπό κτηματογράφηση στα πλαίσια των εργασιών για τη δημιουργία του Εθνικού Κτηματολογίου σύμφωνα με τον ν. 2308/1995 και η σχετική διαδικασία περαιώθηκε ήδη, ενώ ως ημερομηνία έναρξης λειτουργίας ορίστηκε η 13-11-2006. Ωστόσο, κατά τη διαδικασία της καταχώρισης των πρώτων εγγραφών στα οικεία κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου, το επίδικο ακίνητο καταχωρίστηκε με Κ.Α.Ε.Κ ………. ως γεωτεμάχιο,, με επιφάνεια 546 τ.μ., καταχωρίστηκε εσφαλμένα ως ιδιοκτησία του εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος Ελληνικού Δημοσίου. Η ανωτέρω όμως αρχική εγγραφή είναι ανακριβής και προσβάλλει το δικαίωμα κυριότητας της ενάγουσας και ήδη εφεσιβλήτης, η οποία, όπως αποδείχθηκε και ανωτέρω ήταν αποκλειστική κυρία του επίδικου αγροτεμαχίου κατά τον χρόνο των πρώτων εγγραφών. Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ήταν αποκλειστική κυρία του επίδικου αγροτεμαχίου κατά το χρόνο των πρώτων εγγραφών και να διαταχθεί σχετικώς η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά βιβλία. Συνεπώς μη προβαλλομένου άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η ως άνω έφεση στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ’ ουσία και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του και στην έκκλητη δίκη (άρθρα 183, 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), πλην όμως μειωμένα, κατά την αμφιμερούς εφαρμογής διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 ν. 3693/1957, σε συνδυασμό με την παρ. 2 της 134423/8-12-1992 απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (βλ. ενδεικτικά Α.Π. 40/2013, Α.Π. 1258/2005, Εφ.Αθ. 2281/2016 Τ.Ν.Π. Νόμος, Εφ.Αθ. 4142/2005 Ελ.Δ. 2005.1537, Εφ.Αθ. 10676/1998 Αρμ. 2000.200), όπως καθορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 27.09.2023 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτοδικείου ……………/2023 και ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου …../24.10.2023 έφεση, προς εξαφάνιση της υπ΄ αριθμό 1266/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.
Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας και ορίζει αυτά στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 5 Αυγούστου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, της δικαστικής πληρεξουσίας ΝΣΚ του εκκαλούντος και του πληρεξουσίου δικηγόρου της εφεσίβλητης.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ