Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 513/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός αποφάσεως  513/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τον Δικαστή Βασίλειο Πορτοκάλλη, Εφέτη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοικήσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της εκκαλούσας ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..», με ΑΦΜ ………, που εδρεύει στον …………. Αττικής, νομίμως εκπροσωπουμένης από τους εκκαθαριστές της, η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξουσίας δικηγόρου της Στυλιανής Δημητριάδη (Α.Μ. Δ.Σ.Α. ……….), με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Της εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………», με ΑΦΜ………. ., που εδρεύει στον ………. Αττικής, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της Γεώργιο Μυταλούλη (Α.Μ. Δ.Σ.Α. …………).

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, άσκησε σε βάρος της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 5/10/2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2020 αγωγή, με την οποία ζητούσε τα αναφερόμενα σε αυτήν. Το ως άνω Δικαστήριο, συζήτησε την ως άνω αγωγή στις 19/11/2021, αντιμωλία των διαδίκων και με την υπ’ αριθ. 2274/2022 οριστική απόφασή του, δέχθηκε την αγωγή. Κατά της προαναφερόμενης αποφάσεως, η εναγόμενη άσκησε την από 4/1/2023 έφεση της, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης: α) ένδικου μέσου ………./2023 και β) δικογράφου ……../2023, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τις 21/9/2023. Εν συνεχεία, η εναγόμενη άσκησε τους από 19/7/2023 πρόσθετους λόγους εφέσεως, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2023, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, οι οποίοι προσδιορίσθηκαν προς συζήτηση για την ίδια ως άνω δικάσιμο στις 21/9/2023. Κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο ματαιώθηκε η συζήτηση της έφεσης και των πρόσθετων λόγων αυτής, λόγω απεργίας των δικαστικών υπαλλήλων και εισήχθη εκ νέου οίκοθεν για συζήτηση, δυνάμει της υπ’ αριθ. 75/2023 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, για την δικάσιμο στις 15/2/2024 και κατόπιν αναβολής για την ανωτέρω δικάσιμο.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 4/1/2023 έφεση της εναγόμενης, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης: α) ένδικου μέσου ……../2023 και β) δικογράφου ……./2023, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 2274/2022 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 5/10/2020 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……………/2020 αγωγής της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης, κατά της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, η οποία συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), έχει, δε, ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεση της στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρο 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ.1 εδ. β΄, 516, 517, 520 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, στις 5/1/2023, ήτοι προ πάσης επιδόσεως της απόφασης στην εναγόμενη και εντός δύο (2) ετών από της δημοσιεύσεως της, που έλαβε χώρα στις 13/7/2022 (άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ), έχει, δε, κατατεθεί και το απαιτούμενο παράβολο (άρθρο 495 περ. 3A ΚΠολΔ). Ομοίως και οι από 19/7/2023 πρόσθετοι λόγοι αυτής, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ………../2023, έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρο 520 παρ.2 ΚΠολΔ), εφόσον ασκήθηκαν και κοινοποιήθηκαν στην εφεσίβλητη στις 21/7/2023 (βλ. την υπ’ αριθ. ………/2023 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών …………..), ήτοι τουλάχιστον 30 ημέρες πριν την συζήτηση της εφέσεως. Επομένως πρέπει η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής να γίνούν τυπικά δεκτοί (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να εξεταστούν ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, κατά την τακτική διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (533 ΚΠολΔ).

Με την κρινόμενη αγωγή της, η ενάγουσα εταιρεία εκθέτει ότι διατηρεί επιχείρηση πωλήσεως αγροτικών προϊόντων και οπωρολαχανικών και με διαδοχικές συμβάσεις πώλησης που καταρτίστηκαν, κατά το χρονικό διάστημα από Ιανουάριο του έτους 2015 έως και Σεπτέμβριο του έτους 2018, μεταξύ αυτής και της εναγόμενης εταιρείας, πώλησε στην τελευταία τα αναφερόμενα, στα εκτιθέμενα στην αγωγή τιμολόγια – δελτία αποστολής, εμπορεύματα, προσδιοριζόμενα κατ’ είδος, ποσότητα και τιμή μονάδας, αντί των συμφωνημένων με κάθε επιμέρους σύμβαση τιμημάτων πώλησης, συνολικού ποσού 108.421,81 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α, με συμφωνημένη πίστωση κάθε τιμήματος 15 ημερών από την έκδοση εκάστου παραστατικού. Ότι η εναγομένη, παρότι παρέλαβε τα πωληθέντα εμπορεύματα, παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της ενάγουσας, εξακολουθεί να της οφείλει το προαναφερόμενο τίμημα των επίδικων πωλήσεων. Με βάση το ιστορικό αυτό, η ενάγουσα ζητά να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλλει το συνολικό ποσό των 108.421,81 ευρώ, με βάση τις διατάξεις περί πωλήσεως, με το νόμιμο τόκο καθώς και να καταδικαστεί η εναγομένη στα δικαστικά της έξοδα. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την υπ’ αριθ. 2274/2022 απόφαση του, έκανε δεκτή την αγωγή και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλλει στην ενάγουσα ποσό 108.421,81 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής. Ήδη, με την κρινόμενη έφεση της, η εναγομένη προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση, παραπονούμενη για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και να απορριφθεί η αγωγή της ενάγουσας.

Από τις διατάξεις των άρθρων 669 ΕμπΝ, 361, 873, 874 ΑΚ, 112 ΕισΝΑΚ, 64 έως 67 του ΝΔ της 17-7/13-8-1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών», προκύπτει ότι αλληλόχρεος λογαριασμός υπάρχει όταν δύο πρόσωπα, από τα οποία το ένα είναι έμπορος, συμφωνούν να καταχωρίζουν τις μεταξύ τους δοσοληψίες σε κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, τα οποία μολονότι διατηρούν το νομικό τους χαρακτήρα, αποβάλλουν από της καταχωρήσεώς τους την αυτοτέλειά τους και δεν μπορούν να επιδιωχθούν ή διατεθούν χωριστά, με αποτέλεσμα να οφείλεται μόνο το κατάλοιπο που προκύπτει, κατά το κλείσιμο του λογαριασμού, με την αντιπαραβολή των κονδυλίων (ΟλΑΠ 31/1997, ΑΠ 1049/2020, ΑΠ 248/2014, ΑΠ 1352/2011, ΤΝΠ ΔΣΑ). Με τη σύμβαση δηλαδή του αλληλόχρεου λογαριασμού δημιουργείται μεταξύ των συμβαλλομένων μια διαρκής έννομη σχέση, αφού η λειτουργία της σύμβασης προϋποθέτει χρονική διάρκεια, αλλά και δυνατότητα χρεώσεων και από τις δύο πλευρές των συμβαλλομένων, χωρίς κατά τα λοιπά να ενδιαφέρει αν κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του αλληλόχρεου λογαριασμού έγιναν πράγματι χρεώσεις και από τις δύο πλευρές (αμοιβαίος αλληλόχρεος λογαριασμός) ή μόνο από τη μία (απλός ή ετεροσκελής αλληλόχρεος λογαριασμός) (ΑΠ 1049/2020, ΑΠ 1352/2011, ΑΠ 715/2009, ΤΝΠ ΔΣΑ). Πάντως, όμως, η δυνατότητα αποστολών και από τις δύο πλευρές των συμβαλλόμενων μερών αποτελεί αναγκαίο κατά νόμο στοιχείο για να χαρακτηριστεί μια σύμβαση ως αλληλόχρεος λογαριασμός. Έτσι, αν δεν συντρέχει η απαραίτητη αυτή προϋπόθεση, μόνη η συμφωνία των συμβαλλομένων δεν μπορεί να προσδώσει σε κάποια σύμβαση τον εν λόγω νομικό χαρακτήρα. Η ύπαρξη απλώς της δυνατότητας αυτής είναι αρκετή για να υπάρχει αλληλόχρεος λογαριασμός και είναι αδιάφορο αν πραγματικά έγιναν κατά τη διάρκεια του αποστολές και από τα δύο μέρη ή αν μόνο το ένα από τα μέρη έκανε αποστολές (ΑΠ 1049/2020, ΑΠ 79/1995, ΑΠ 1524/1991, ΤΝΠ Νόμος). Ο λογαριασμός κλείνει περιοδικά, αν δεν συμφωνήθηκε διαφορετικά, κάθε εξάμηνο και οριστικώς με καταγγελία της σύμβασης (άρθρο 112 παρ.2 ΕισΝΑΚ), χωρίς να αποκλείεται να έχει εγκύρως συμφωνηθεί ότι κάποιο από τα μέρη μπορεί να τον κλείνει μονομερώς οποτεδήποτε, χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση ή καταγγελία. Το περιοδικό κλείσιμο του λογαριασμού δεν επιφέρει τη λήξη της σχετικής με αυτόν σύμβασης, ούτε δημιουργεί απαίτηση για απόδοση του προκύπτοντος από αυτό καταλοίπου, το οποίο μπορεί προς λογιστική τακτοποίηση να αναγνωριστεί, κατά τους όρους του άρθρου 873 ΚΠολΔ ή με την έννοια επιβεβαιωτικής σύμβασης ή παροχής αποδεικτικού μέσου. Στην περίπτωση αυτή το από το περιοδικό κλείσιμο κατάλοιπο αποτελεί κονδύλιο του λογαριασμού της νέας περιόδου, έτσι ώστε, μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού να μην απαιτείται εκκαθάρισή του για την περίοδο που αφορά η αναγνώριση που έγινε. Μόνον δε μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού μπορεί να επιδιωχθεί δικαστικώς η απόδοση του οριστικού καταλοίπου. (ΑΠ 486/2023, ΤΝΠ ΔΣΑ).

Από την εκτίμηση της υπ’ αριθ. …./5.2.2021 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα ……………, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, την οποία προσκομίζει η ενάγουσα και ελήφθη κατόπιν εμπρόθεσμης και νομοτύπου κλητεύσεως της εναγομένης (βλ. την με αριθμό ………../12.11.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, …………..), καθώς και από όλα τα έγγραφα, που επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και έγγραφα που παραδεκτώς προσκομίσθηκαν το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 529 παρ.1 εδ.α ΚΠολΔ), εφόσον δεν προέκυψε ότι δεν προσκομίσθηκαν πρωτοδίκως από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς, όμως, να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004/723), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν, πλήρως, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα ανώνυμη εταιρία έχει ως αντικείμενο δραστηριότητας, μεταξύ άλλων, την πώληση αγροτικών προϊόντων και οπωρολαχανικών, όπως και η εναγομένη ομόρρυθμη εταιρία. Κατά το χρονικό διάστημα από 6.1.2015 έως 18.9.2018, καταρτίστηκαν μεταξύ των διαδίκων χίλιες επτακόσιες πενήντα επτά (1.757) διαδοχικές συμβάσεις πωλήσεως, βάσει των οποίων η ενάγουσα παρέδωσε και μεταβίβασε κατά κυριότητα στην εναγομένη εμπορεύματα του αντικειμένου της (αγροτικά προϊόντα και οπωρολαχανικά), έναντι συμφωνηθέντων τιμημάτων συνολικού ποσού 108.421,81 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου και του αναλογούντος Φ.Π.Α. για τα εκδοθέντα τιμολόγια πωλήσεως. Ειδικότερα, η ενάγουσα πώλησε στην εναγομένη τα εμπορεύματα που λεπτομερώς αναφέρονται, κατά είδος, μονάδα μέτρησης, ποσότητα, τιμή μονάδας και αξία, στα εκτιθέμενα στην αγωγή τιμολόγια πώλησης – δελτία αποστολής εκδόσεώς της, την κατάρτιση δε των συμβάσεων αυτών και την παραλαβή από μέρους της των ανωτέρω πωληθέντων εμπορευμάτων δεν αμφισβητεί η εναγομένη. Η ενάγουσα και η εναγομένη είχαν όμοια συνεργασία και πριν τις επίδικες συμβάσεις πωλήσεως, όπως προκύπτει από την προσκομισθείσα από 26.3.2021 λογιστική έκθεση – βεβαίωση της …………, προϊσταμένης του λογιστηρίου της ενάγουσας, και την συνημμένη σε αυτήν οικονομική καρτέλα περιόδου από 1.1.2015 έως 26.3.2021 της ενάγουσας, που αφορά την εναγομένη ως πελάτη της, με αναφερόμενο τρόπο πληρωμής την πίστωση, από την οποία αποδεικνύεται ότι στις 4.1.2015 η εναγομένη όφειλε στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 149.159,20 ευρώ, ως υπόλοιπο μετά από προγενέστερες πωλήσεις συνολικού ύψους 340.878,52 ευρώ και έναντι αυτών καταβολές συνολικού ύψους 191.719,32 ευρώ. Στις 18.9.2018 η οφειλή της εναγομένης ανερχόταν στο ποσό των 159.617,34 ευρώ και επειδή η τελευταία δεν είχε εξοφλήσει την μέχρι τότε οφειλή της, στην οποία περιλαμβάνονται και τα επίδικα ποσά, η ενάγουσα της διέκοψε την πίστωση, προκειμένου δε να συνεχίζει να της πωλεί προϊόντα, που η εναγομένη χρειαζόταν για τις ανάγκες της εμπορίας της, η τελευταία ανέλαβε να εξοφλεί άμεσα το τίμημα με την παράδοση κάθε μίας παραγγελίας, όπως συνάγεται από τις αντίστοιχες εγγραφές χρεώσεων και πιστώσεων των ιδίων ποσών της αυτής ημεροχρονολογίας που εμφαίνοντα στην ως άνω οικονομική καρτέλα, πρακτική που ακολουθήθηκε έκτοτε και με την υπόσχεση από την πλευρά της εναγομένης ότι σταδιακά θα εξοφλούσε τα οφειλόμενα. Τον Ιούλιο του έτους 2020, επειδή η εναγομένη καθυστερούσε την αποπληρωμή των επιδίκων τιμημάτων πωλήσεως που όφειλε στην ενάγουσα, η τελευταία την όχλησε και με την από 13.7.2020 εξώδικη δήλωσή της, την οποία κοινοποίησε και στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………………», που εδρεύει στην Κεντρική Αγορά Αθηνών, αξίωσε να της καταβάλει το συνολικό οφειλόμενο τίμημα, μετά του αναλογούντος Φ.Π.Α., για τα επιμέρους τιμολόγια πώλησης οπωροκηπευτικών, εκδόσεως της, προσδιορίζοντας όμως αυτό στο ποσό των 137.996,43 ευρώ. Σε απάντηση, η εναγομένη με τις από 24.7.2020 και 27.7.2020 εξώδικες δηλώσεις της, αρνήθηκε την οφειλή της ισχυριζόμενη ότι με βάση τα φορολογικά στοιχεία και λοιπά παραστατικά που είχε στη διάθεσή της αντίστοιχη υποχρέωση δεν προέκυπτε, ενώ κάλεσε την ενάγουσα εντός τριών ημερών να της αποστείλει οποιαδήποτε παραστατικά από τα οποία να προκύπτει η ως άνω οφειλή των 137.998,43 ευρώ, καθώς και να προβεί σε επανορθωτική δήλωση προς την ανώνυμη εταιρία «………………..». Σε σχέση με το αναφερόμενο στην από 13.7.2020 εξώδικη δήλωση της ενάγουσας ποσό των 137.996,43 ευρώ, η τελευταία με την ένδικη αγωγή αναζητεί πλέον το ποσό των 108.421,81 ευρώ, καθώς στην αγωγή αυτή, που ασκήθηκε τον Οκτώβριο του έτους 2020, αναγράφονται μόνον απαιτήσεις μη παραγεγραμμένες λόγω πενταετίας που απορρέουν από τιμολόγια πώλησης, δηλαδή τα τιμολόγια από τις αρχές του έτους 2015 μέχρι και τις 18.9.2018, συνολικής οφειλόμενης αξίας 108.421,81 ευρώ. Αναφορικά με την προβληθείσα ένσταση της εναγομένης περί υπάρξεως αλληλόχρεου λογαριασμού μεταξύ των διαδίκων, από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα, ουδόλως αποδείχθηκε ότι μεταξύ των διαδίκων εταιριών καταρτίστηκε σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού, στον οποίο καταχωρήθηκε ως κονδύλιο, με απώλεια της αυτοτέλειάς του, το αιτούμενο με την ένδικη αγωγή συνολικό τίμημα των επιδίκων συμβάσεων πωλήσεως, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη. Προς απόδειξη του ισχυρισμού της αυτού η εναγομένη δεν προσκομίζει μετ’ επικλήσεως σχετική έγγραφη σύμβασή της με την ενάγουσα, αλλά ούτε οποιοδήποτε άλλο έγγραφο από το οποίο να μπορεί να συναχθεί έστω και σιωπηρή κατάρτιση σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού στα πλαίσια της συνεργασίας της με την ενάγουσα, όπως αντίγραφο τηρούμενου λογαριασμού με απεικόνιση γενόμενων εκατέρωθεν χρεοπιστώσεων – μεταξύ των οποίων και το επίδικο ποσό – και αναφορά του προκύπτοντος περιοδικώς ανά τακτά χρονικά διαστήματα πιστωτικού ή χρεωστικού προσωρινού ή οριστικού καταλοίπου. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν αναιρείται από το γεγονός ότι στις 31.12.2018 αφαιρέθηκε το ποσό των 15.830,18 ευρώ συμψηφιστικά από την οφειλή της εναγομένης, όπως προκύπτει από την οικονομική καρτέλα περιόδου 1.1.2015 – 26.3.2021 της ενάγουσας ως προς την εναγομένη ως πελάτη της, καθώς το ποσό αυτό αφορά μεμονωμένες πωλήσεις που έγιναν από την εναγομένη προς την ενάγουσα προκειμένου να μειωθεί και άλλο το χρέος της με κάθε δυνατό τρόπο, αποπληρώνοντάς την δηλαδή σε είδος κατόπιν αποδοχής σχετικού αιτήματός της, για το λόγο δε αυτό οι πωλήσεις αυτές έλαβαν χώρα από τον Ιανουάριο 2018 έως και τον Σεπτέμβριο 2018, δηλαδή για χρονικό διάστημα μόλις 9 μηνών, σε σχέση με την κατά πολύ μακρότερη συνεργασία τους, οπότε και σταμάτησαν, καθώς στη συνέχεια προκειμένου η ενάγουσα να συνεχίζει να πωλεί προϊόντα στην εναγομένη, απαίτησε άμεση εξόφληση του τιμήματος με την παράδοση κάθε μίας παραγγελίας, όπως συνάγεται από τις αντίστοιχες εγγραφές χρεώσεων και πιστώσεων των ιδίων ποσών της αυτής ημεροχρονολογίας που εμφαίνονται στην ως άνω οικονομική καρτέλα, όπως ήδη προαναφέρθηκε. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η ενάγουσα, κατά τη διάρκεια της συνεργασίας της με την εναγομένη, δεν καθίστατο ποτέ οφειλέτρια της αντισυμβαλλόμενης της, την ιδιότητα αυτή την είχε μόνο η εναγομένη και ο μόνος λογαριασμός που τηρήθηκε μεταξύ τους ήταν δοσοληπτικός για τη λογιστική τους διευκόλυνση. Συνεπώς, αφού δεν αποδείχθηκαν αι αναγκαίες κατά το νόμο προϋποθέσεις για την επικαλούμενη από την εναγομένη απώλεια της αυτοτέλειας του αιτούμενου με την ένδικη αγωγή τιμήματος πωλήσεως, με την καταχώρισή του ως κονδύλιο αλληλόχρεου λογαριασμού, η σχετική ένστασή της είναι ουσιαστικά αβάσιμη και απορριπτέα, απορριπτομένου σχετικά και του πρώτου λόγου εφέσεως. Περαιτέρω, η εναγομένη ισχυρίστηκε ότι κατά το επίδικο χρονικό διάστημα κατέβαλε στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 88.850 ευρώ και πώλησε σε αυτήν εμπορεύματα συνολικού ποσού 15.830,18 ευρώ, όπως προκύπτει από τις προσκομισθείσες αποδείξεις είσπραξης και την υπ’ αριθ. ………./31.12.2018 απόδειξη ποσού 15.830,18 ευρώ, με αιτιολογία συμψηφιστική, που έλαβε από αυτή, ήτοι συνολικού ποσού 104.680,18 ευρώ. Μετά ταύτα, η εναγομένη, κατά το αντίστοιχο των ως άνω καταβολών της μέρος, ισχυρίστηκε ότι αυτές καταλογίστηκαν προς απόσβεση ισόποσου μέρους των επιδίκων τιμημάτων πωλήσεως. Η ένσταση, ωστόσο, αυτή της εναγομένης δεν αποδείχθηκε αφού η τελευταία δεν επικαλέστηκε ούτε προσκόμισε οποιοδήποτε αποδεικτικό στοιχείο για τον καταλογισμό των προαναφερόμενων καταβολών της σε εξόφληση του επιδίκου χρέους της προς απόδειξη του εκ του άρθρου 416 ΑΚ ισχυρισμού της. Από τις αποδείξεις είσπραξης που προσκομίζει η εναγομένη αποδεικνύεται ότι τα αναγραφόμενα σε αυτές ποσά καταβάλλονταν έναντι της οφειλής της, σε αυτές αναφέρεται ρητά ως αιτιολογία: «έναντι» ή «έναντι λογαριασμού» και όχι η εξόφληση συγκεκριμένων τιμολογίων. Τα αναγραφόμενα ποσά έχουν ληφθεί υπόψη και αποτυπώνονται ως πιστωτικές εγγραφές στην οικονομική καρτέλα περιόδου από 1.1.2015 έως 26.3.2021 της ενάγουσας που αφορά την εναγομένη ως πελάτη της, με αναφερόμενο τρόπο πληρωμής την πίστωση, από την οποία αποδεικνύεται ότι το οφειλόμενο στις 4.1.2015 συνολικό ποσό των 149.159,20 ευρώ (ως υπόλοιπο μετά από προγενέστερες πωλήσεις συνολικού ύψους 340.878,52 ευρώ και έναντι αυτών καταβολές συνολικού ύψους 191.719,32 ευρώ), παρά τις γενόμενες καταβολές εκ μέρους της εναγομένης ουδέποτε εξοφλήθηκε ολοσχερώς. Κατόπιν τούτων, η ένσταση της εναγομένης για μερική εξόφληση του επιδίκου χρέους της με τον καταλογισμό σε αυτό των ως άνω καταβολών της (ΑΚ 416) είναι ουσιαστικά αβάσιμη και απορριπτέα, απορριπτομένου παράλληλα και του μοναδικού πρόσθετου λόγου εφέσεως. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, ορθά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκανε δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη, κατά την κύρια βάση της και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των εκατόν οκτώ χιλιάδων τετρακοσίων είκοσι ενός ευρώ και ογδόντα ενός λεπτών (108.421‚81), που προέρχεται από διαδοχικές συμβάσεις πωλήσεως, νομιμότοκα από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη και ολοσχερή εξόφληση. Απορριπτέος τέλος είναι και ο δεύτερος λόγος εφέσεως της εναγομένης, αφού με αυτόν πλήττεται το κονδύλιο των δικαστικών εξόδων, χωρίς να του αποδίδεται οποιαδήποτε πλημμέλεια ως προς τον υπολογισμό του από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

Κατόπιν αυτών και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς εξέταση στην έφεση της εναγομένης και τους πρόσθετους λόγους αυτής, αυτοί πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους, ως αβάσιμοι στην ουσία και να καταδικασθεί η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που κατέβαλε η εκκαλούσα, στο δημόσιο ταμείο, λόγω της ήττας της (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.τελευτ. ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων την έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση και τους πρόσθετους λόγους.

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, τα οποία ορίζει, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων (4.400) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου για την άσκηση της εφέσεως στο Δημόσιο Ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 7 Αυγούστου 2025.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Β. ΠΟΡΤΟΚΑΛΛΗΣ                                                               ΕΛΕΝΗ ΔΟΥΚΑ