Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 504/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός  Αποφάσεως  504 /2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ελένη Μοτσοβολέα, Εφέτη,  που ορίσθηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και την Γραμματέα Ε.Δ..

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, την  ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος :…………….,  ο  οποίος  στο ακροατήριο  παρασταθηκε διά  του πληρεξουσιου  δικηγόρου Λάζαρου Γιατράκου.

Της  εφεσίβλητης  : Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρείας με την επωνυμία (Ι.Κ.Ε.) «………….» που εδρεύει στον Πειραιά, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία  εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο  δικηγόρο Δημήτριο Μηχιώτη- Κακολίρη.

Η πρώτη ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη  και η  ………….. (δεύτερη ενάγουσα)   άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς    την από 11-3-2022 και με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης …………/2022 αγωγή τους κατά του εκκαλούντος και κατά  της εταιρείας  με την επωνυμία  ………… και ζήτησαν να γίνει δεκτή. Επί της ως άνω αγωγής  εκδόθηκε  η υπ’ αριθ. 3566/2023 οριστικη  απόφαση του  ως άνω Δικαστηρίου, δια της οποιας απερρίφθη η αγωγή ως  προς την δεύτερη ενάγουσα και ως προς την δεύτερη εναγομενη  και έγινε δεκτή ως προς τους λοιπούς διαδίκους. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος ο πρώτος εναγόμενος  με την από 13-3-2024 (αρ. εκθ. κατ. ………./2024)  έφεσή του, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης ……./2024, προσδιορίσθηκε για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, οι    πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Στην προκειμένη περίπτωση η υπό κρίση έφεση του εναγομένου, ……….. κατά της υπ’ αριθμ. 3566/2023 οριστικης  απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε  κατά την τακτική διαδικασία, το οποίο δίκασε την από 11-3-2022 και με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης …………../2022 αγωγή της εφεσίβλητης Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρείας με την επωνυμία (Ι.Κ.Ε.) «……………»  και της ………….. (μη διαδίκου στην παρούσα έκκλητο δίκη)  κατά του εκκαλούντος  και της εταιρείας  με την επωνυμία  ………. και διακριτικό τίτλο ………… (μη διαδίκου στην παρούσα έκκλητο δίκη),  έχει ασκηθεί νομοτύπως  και εμπροθέσμως (άρθρα495 παρ. 1, 2, 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517,  518  ΚΠολΔ), αφού δεν προκυπτει επίδοση της εκκαλουμένης, ενώ εξάλλου δεν έχει παρέλθει διετία από την δημοσίευσή της,  αρμοδίως δε φέρεται  προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ( άρθρο 19 ΚΠολΔ) και για το παραδεκτό της  έχει καταβληθει  και το νόμιμο παράβολο  σύμφωνα με το  άρθρο  495 παρ. 3   του ΚΠολΔ. Επομένως,  είναι   τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθει περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων της κατά την αυτή ως άνω  διαδικασία (533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την από  11-3-2022 και με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης …………./2022  αγωγή, η πρώτη εναγουσα και ήδη εφεσίβλητη εταιρεία με την επωνυμία (Ι.Κ.Ε.) «…………..» εξέθετε  ότι   δραστηριοποιείται στον χώρο  κτηματομεσιτικών συναλλαγών από το έτος 2014, εντασσόμενη στον όμιλο επιχειρηματικών συμφερόντων των εταιρειών, «………………»   « ………….» που διαθέτουν κοινό καταστατικό, νόμιμη εκπρόσωπος των οποίων τυγχάνει η δεύτερη ενάγουσα, ……………… (μη διάδικος στην παρούσα έκκλητο δίκη).   Ότι στο πλαίσιο της δραστηριότητάς της  αυτής   και ως τότε δικαιούχος της ………….. (όπως και οι λοιπές εταιρείες του ομίλου) ως εξουσιοδοτημένη να εργάζεται  ως κτηματομεσιτικός πράκτορας με δικαιοδοσία στην οποία υπάγονται  οι κτηματομεσιτικές επιχειρήσεις …….., η πρώτη εναγουσα  συνήψε με τον πρώτο εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα, με τον οποίον συνεργαζόταν ήδη από τις 7.6.2012, το από  4.2.2020 συμφωνητικό  «συνεργάτη – πωλητή» στην οποια σύμβαση επισυνάπτεται και συνυπογράφεται  η ιδίας ημεροχρονολογίας   πράξη συμμόρφωσης με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679  για την προστασία δεδομενων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και το από ιδίας ημερομηνίας  έντυπο σύμβασης εμπιστευτικότητας, όπως επίσης επισυνάπτεται στο Έκθεμα Ζ και ο Κώδικας Δεοντολογίας της «…………», τον οποίο ο εναγόμενος  συνεργάτης – πωλητης  συμφωνήθηκε να τηρεί. Ότι ακόμη την ιδία ημεροχρονολογία ο πρώτος των εναγομένων υπέγραψε  το από 4.2.2020 έντυπο για το προφίλ του «  ……………» ως συνεργάτη – πωλητή, διά του οποίου ορίζεται ότι  δραστηριοποιείται ως Επικεφαλής Ομάδας (Team Leader), δηλαδή ως νόμιμος εκπρόσωπος της δεύτερης των εναγομένων (μη διαδίκου στην παρούσα έκκλητο δίκη). Ότι λογω της ευρειας  αυτονομίας την οποία είχε αποκτήσει ο πρώτος εναγόμενος κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα, προστέθηκε μεταξύ αλλων υποχρεώσεων, όπως η τηρηση κώδικα δεοντολογίας και ο όρος 4 στο από  4.2.2020 συμφωνητικό με το οποίο συμφωνήθηκε ποινική ρήτρα ποσού 50.000 ευρώ, για την περίπτωση που ο εναγόμενος, εντός του πλαισίου της ως άνω αυτονομίας, παρείχε διαμεσολαβητικές υπηρεσίες και προέβαινε σε μεσιτικές πράξεις, δίχως να τις γνωστοποιεί ή να αποδίδει το συμφωνηθέν ποσοστό από την μεσιτική αμοιβή  στην πρώτη ενάγουσα. Ότι οσον αφορά την αμοιβη,βάσει της ανωτέρω σύμβασης, επι της συνολικής αμοιβής  που θα λάμβανε ο πρώτος των εναγομένων, το 9% αναλογούσε στον δικαιοπαροχο της πρώτης ενάγουσας, ήτοι το 9% αποδίδετο στην …………., το οποιο απέδιδε η πρώτη ενάγουσα  και από το υπόλοιπο του  91% αναλογούσε στην δεύτερη των εναγομένων το 80% και στην πρώτη ενάγουσα το 20%, ειδικότερα επί του συνόλου  100%, το 72,80% αναλογούσε στην δεύτερη των εναγομένων με την επωνυμία  ………………., το δε 27,20% έπρεπε να αποδοθεί στην πρώτη ενάγουσα καθόσον το 9% έπρεπε να αποδοθεί από την πρώτη ενάγουσα στην …………, επομένως απέμενε καθαρή αμοιβή της πρώτης ενάγουσας  18,20%.  Ότι επιπλέον ο εκάστοτε  συνεργάτης υποχρεούτο στην καταβολή ετήσιας  συνδρομής, 100,00 ευρώ για το πρώτο έτος και 150,00 ευρώ για κάθε επόμενο. Ότι  ο πρώτος των εναγομένων, προσωπικά και υπό την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσωπου  της δεύτερης εναγομένης, ως ανεξάρτητος συνεργάτης, καίτοι υφίστατο η ως άνω συμφωνία συνεργασίας, παρείχε  συστηματικά διαμεσολαβητικές  υπηρεσίες και προέβαινε σε μεσιτικές πράξεις, χωρίς να  τους τις γνωστοποιεί και δίχως  να αποδίδει το συμφωνηθέν ποσοστό  από την μεσιτική αμοιβή την οποια λάμβανε, εισπράττοντας  μεν τα ποσά της μεσιτικής αμοιβής,  τόσο κατά το δικό του ποσοστό όσο και κατά το  ποσοστό της πρώτης ενάγουσας και ειδικότερα ότι  προέβη σε πράξεις  μεσιτείας  βάσει υπογεγραμμένων  εντολών υποδειξης ακινήτων που είχαν προηγηθεί και υπογραφεί είτε προς αγορά είτε προς μίσθωση στις ειδικότερα αναφερόμενες ημεροχρονολογίες,  για τις οποίες ουδέποτε έλαβαν το συμφωνηθέν ποσό αναλογίας τους το οποίο ανήρχετο στο συνολικο ποσό  των 1797,67 ευρώ πλεόν ΦΠΑ, ήτοι 2.228,59 ευρώ. Ότι επιπλέον τους οφείλεται και η ετήσια συνδρομή για το έτος 2019  για έκαστο των εννέα συνεργατών -πωλητών του δικτύου της δεύτερης εναγομενης   (…………..),  η οποία ανήρχετο στο συνολικο ποσό των 1.674,00 ευρώ (150 ευρωχ 9 πλεον ΦΠΑ) καθώς και η ετήσια συνδρομή για συνεργάτες – πωλητές του δικτύου της, ……………. και …………., για το έτος 2020, που ανήρχετο στο ποσό των 372,00 ευρώ. Ότι μετά ταυτα η εταιρεία προέβη σε διαγραφή του πρώτου εναγομένου, ότι  ο ίδιος διέδιδε ότι  παρέμενε στον δίκτυο της ………… και ότι γενικά  πέτυχε να εκμεταλλευθεί  την φήμη, την δύναμη και την πελατεία των εναγουσών προς όφελος  του ιδίου και της εταιρείας του επιχειρώντας ως μεσίτης αυτονομία.  Με βάση το ιστορικό αυτό, κατόπιν νομίμου  και παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό  σε αναγνωριστικό με τις ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προκατατεθείσες προτάσεις τους    (άρθρα 223, 224, 295 παρ. 1 εδ β ΚΠολΔ), ζητησαν κυρίως  να αναγνωρισθεί  ότι ο πρώτος εναγόμενος υποχρεούται δι’ εαυτόν  και υπό την ιδιότητά του ως νομίμου εκπροσώπου της δευτέρας εναγομένης, να καταβάλει υπό αμφοτερες τις ιδιότητές του  εις ολόκληρον σε μία εκαστη εκ των εναγουσών (ενεργητική εις ολόκληρον ενοχη) την συμφωνηθείσα ποινική ρήτρα που κατέπεσε, ήτοι το ποσό των  50.000,00 ευρώ νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Όλως επικουρικώς δε, ζητησαν να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούνται  οι  εναγόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον σε μία εκαστη εκ των εναγουσών (ενεργητική εις ολόκληρον ενοχή)  προς αποκατάσταση της ζημίας τους το  συνολικό ποσό των 4.274,50 ευρώ  (2.228,58 +1.674,00+ 372,00), καθώς και να αναγνωρισθει η υποχρέωση των εναγομένων να καταβάλουν  εις ολόκληρον σε μία εκαστη εκ των εναγουσών, χρηματική ικανοποιηση  ύψους 50.000,00 ευρώ λόγω της προκληθείσας σε βάρος τους ηθικής βλάβης, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε  την  υπ’  αριθ. 3566/2023  απόφαση διά της οποίας  απέρριψε την αγωγή  κατ’ ουσίαν ως προς την δευτερη εναγουσα  και την δεύτερη εναγομένη, εδέχθη εν μερει την αγωγή κατ’ ουσίαν  ως προς τον πρώτο εναγόμενο και αναγνώρισε ότι υποχρεούται αυτός να καταβάλει στην   πρώτη ενάγουσα  το ποσό των 20.000,00 ευρώ ως ποινική ρήτρα, κατά παραδοχή του κατ’ ένσταση προβληθέντος αιτήματος μειώσεως της ποινικής ρήτρας  και επιπλέον αναγνώρισε  ότι υποχρεούται να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 3.902,59 ευρώ για ζημία που  της προεκλήθη ως εκ της αντισυμβατικής συμπεριφοράς του (μη αποδοθείσα αμοιβή και συνδρομές άλλων μεσιτών) και απέρριψε ως αόριστο  το επίσης επικουρικώς προβληθέν αίτημα της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικης βλάβης,  με την αιτιολογία ότι   δεν προσδιορίζεται πως οι εμπορικές συναλλαγές  που έλαβαν χώρα αντίκεινται  στα χρηστά ηθη κατά τον ν. 146/1914, ούτε αναφέρεται  πότε έλαβαν οι ενάγουσες  γνώση των φερομενων ως ανταγωνιστικών αυτών ενεργειών των εναγομένων αλλα  ούτε και εξειδικεύονται οι  προϋποθέσεις της διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ. Κατά της απόφασης  αυτής  παραπονείται ο εναγόμενος  και ήδη εκκαλών,  με την υπό κρίση  έφεσή του  για τους αναφερόμενους  σε αυτήν λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και κακή εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων ώστε να απορριφθεί  η αγωγή.  Η απόφαση πλήττεται διά της υπό κρίση εφέσεως μόνον από τον πρωτο εναγόμενο για κακή εκτίμηση των αποδείξεων κατά το μέρος που έγινε πρωτοδίκως δεκτή η αγωγή και συνεπώς το Εφετείο υποχρεούται να ερευνήσει  ως εκ του μεταβιβαστικου  αποτελέσματος της εφέσεως το παραδεκτό και το νόμιμο της αγωγής, κατά το μέρος που έγινε πρωτοδίκως δεκτή κατ’ ουσίαν. Σημειούται ότι  μετά την απόρριψη της αγωγής από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την δεύτερη εναγομένη, κατέστη άνευ εννόμου επιρροής η επικουρικότητα της ασκηθείσας εναγωγής της δευτέρας εναγομένης. Η αγωγή ως προς το επικουρικό αίτημα της  επιδικάσεως αποζημιώσεως τελεί υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απορρίψεως του κυρίου αιτήματος. Επομένως, έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο, παρά την μερική παραδοχή του κυρίου αιτήματος επελήφθη του επικουρικού  αιτήματος και  αναγνώρισε ότι ο εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγουσα  το ποσό των 3.902,59 ευρώ ως αποζημίωση (μη αποδοθείσα αμοιβή και συνδρομές άλλων μεσιτών), παρότι το κύριο αίτημα της αγωγής για την καταβολή της ποινικής ρήτρας δεν απερρίφθη, αλλά έγινε εν  μέρει δεκτό. Κατά τούτο όμως θα ερευνηθεί η αγωγή μόνον μετά  την κατ’ ουσίαν κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, ως προς το κύριο  αίτημα της  αγωγής.    Η ως άνω αγωγή με το προπαρατιθέμενο περιεχόμενο και κύριον αίτημα, είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη,  κατά τρόπο που και το Δικαστήριο να δύναται να εκτιμήσει τη νομική και εν συνεχεία ουσιαστική βασιμότητά της και η εναγομενη  να αμυνθεί κατ’ αυτής, διότι περιέχει  όλα τα   στοιχεία, τα οποία απαιτούνται  κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, προς θεμελίωση αυτής στις διατάξεις   των άρθρων 361, 404 405, 406 του ΑΚ.  Επομένως όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζονται με τον συναφή  λόγο εφέσεως είναι αβάσιμα και απορριπτέα.

Από  την προσήκουσα εκτίμηση των  νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενων από την ενάγουσα υπ’αριθμ. ΔΣΑ ………./15.9.2022 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον της  δικηγόρου Αθηνών ………., των  …………., οι οποίες ελήφθησαν    κατόπιν νομίμου  και εμπροθέσμου  κλητεύσεως των εναγομένων  (υπ’  αριθμ. ….. Στ/12-9-2022 και ……… /12-9-2022 εκθέσεις   επιδόσεως της δικαστικής  επιμελητριας του Εφετείου Πειραιώς  ……….), των νομίμως επικαλούμενων και προσκομιζόμενων από τον πρώτο εναγόμενο  στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο  τριών πρώτων κατά σειρά επίκλησης  (σύμφωνα  με το άρθρο 422 παρ. 3, με το οποίο δεν επιτρέπεται η λήψη ενόρκων βεβαιώσεων πλέον των τριών  για κάθε διάδικο και δύο για την αντίκρουση)  υπ’αριθμ. ……. /16-9-2022 και ……./16-9-2022 ενόρκων ενώπιον  της συμβολαιογράφου Πειραιώς  …………., βεβαιώσεων των ………… και ………., αντίστοιχα, καθώς και της υπ’ αριθ. ……/16-9-2022 ενορκης ενώπιον  του συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ………….,  βεβαιώσεως της ………….,  που ελήφθησαν κατόπιν νομίμου  και εμπροθέσμου  κλητεύσεως των εναγουσών    (υπ’  αριθμ. ……/13.9.2022 εκθεση  επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …………), και όλων ανεξαιρέτως των μετ’ επικλήσεως νομίμως προσκομιζομένων υπό των διαδίκων εγγράφων, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη (άρθρα 432 επ. ΚΠολΔ) είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 § 3, 339, 395 ΚΠολΔ), πλην του εις ξένη γλώσσα  συντεταγμένου εγγράφου, το οποίο προσκομίζεται από την εφεσίβλητη ως  σχετικό 3,  το οποίο δεν λαμβάνεται υπόψη, διότι δεν συνοδεύεται από μετάφραση στην Ελληνική γλώσσα, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα  ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη  ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη ιδιωτική  κεφαλαιουχική  εταιρεία με την επωνυμία «…………» η οποία εδρεύει στον Πειραιά, δραστηριοποιείται στον χώρο  κτηματομεσιτικών συναλλαγών από τις 9.7.2014, με επιχειρηματική  δραση στον τομέα της μεσιτείας ακινήτων και των κτηματομεσιτικών συναλλαγών, με αντικείμενο την αγορά, την πώληση, την μεταπώληση και την εν γένει εμπορία και εκμετάλλευση παντος είδους  ακινήτων που αποτελούν το κύριο αντικείμενό της. Εντάσσεται στον αυτό όμιλο επιχειρηματικών συμφερόντων με τις εταιρειες με την επωνυμία, «………..»  που εδρεύει στην Αθήνα, «………….» που εδρεύει στην …… και   « …………..»  που εδρεύει στην …….. και οι οποίες  διαθέτουν κοινό καταστατικό, νόμιμη εκπρόσωπος των οποίων (και της πρώτης ενάγουσας) τυγχάνει η δεύτερη ενάγουσα (μη διάδικος στην παρούσα δίκη), …………… Η προαναφερόμενη εταιρεία «……………» ήδη από τις 19.7.2013 συγκροτεί  τον κύριο φορέα του ως άνω επιχειρηματικού ομίλου, δραστηριοποιούμενη κυρίως στην Αθηνα και με την ίδρυση  των λοιπών εταιρειών, μεταξυ των οποίων και της πρώτης ενάγουσας, επεκτάθηκε το πεδίο κτηματομεσιτικής δράσης  του ως άνω ομίλου και σε άλλες περιοχές. Ειδικότερα η πρώτη ενάγουσα εταιρεία δραστηριοποιείται  ιδίως στην περιοχή του Πειραιά όσο και των Νοτίων Προαστίων Αττικής.  Ο πρώτος εναγόμενος και ήδη εκκαλών συνεργαζόταν με την νόμιμη εκπρόσωπο των άνω εταιρειών  ως «Συνεργάτης – Πωλητής» ήδη από τις 7.6.2012 (από 7.6.2021 συμβαση συνεργασίας). Στο πλαίσιο της δραστηριότητάς της  αυτής   και ως τότε δικαιούχος της …………. (όπως και οι λοιπές εταιρείες του ομίλου), ήτοι  ως εξουσιοδοτημένη να εργάζεται  ως κτηματομεσιτικός πράκτορας με δικαιοδοσία στην οποία υπάγονται  οι κτηματομεσιτικές επιχειρήσεις ………, η  πρώτη εναγουσα συνήψε με τον πρώτο εναγόμενο, το από 4.2.2020 συμφωνητικό  «συνεργάτη – πωλητή» στην οποια σύμβαση επισυνάπτεται και συνυπογράφεται  η ιδίας ημεροχρονολογίας πράξη συμμόρφωσης με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679  για την προστασία δεδομενων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και το από ιδίας ημερομηνίας έντυπο εμπιστευτικότητας, όπως επίσης επισυνάπτεται στο Έκθεμα Ζ και ο Κώδικας Δεοντολογίας της «…………», τον οποίο ο εναγόμενος  συνεργάτης – πωλητης  συμφωνήθηκε να τηρεί. Ειδικότερα με την ως άνω από 4.2.2020 σύμβαση «συνεργάτη -πωλητή» η πρώτη ενάγουσα, ως τότε δικαιοδόχος της « …………..» συμφώνησε από κοινού με τον πρώτο των εναγομένων να δέχεται τις υπηρεσίες του ως συνεργάτη – πωλητή, ο οποίος με την σειρά του  αναλάμβανε την υποχρέωση να παρέχει και να εκτελεί υπηρεσίες στην πρώτη ενάγουσα.  Ο συνεργάτης – πωλητής, συμφωνήθηκε να προσφέρει τις υπηρεσίες του που απορρέουν από την  εν λόγω σύμβαση εκ μέρους της πρώτης ενάγουσας και  δικαιοδόχου της  …………., ενώ υποχρεούτο να συμμορφώνεται παντοτε προς τους νόμους, κανόνες  και κανονισμούς που διέπουν τους πωλητές ακινήτων. Επίσης, συμφωνήθηκε να τηρεί τον κώδικα δεοντολογίας  ή τις  κατευθυντήριες γραμμές δεοντολογίας που ο δικαιούχος της ………… πιθανόν να υιοθετεί κάθε φορά, συμπεριλαμβανομένου του Κώδικα Δεοντολογιας της ………… (όρος 3  ). Με βάση την ως άνω σύμβαση  ο συνεργάτης -πωλητης υποχρεούτο να παρακολουθεί και να ολοκληρώνει όλα τα εκπαιδευτικά  προγράμματα που απαιτούνται από τον δικαιούχο της …………, υποχρεούτο να επιτρέπει στον δικαιουχο της ……… να επιθεωρεί όλα τα βιβλία, αρχεία, διαδικασίες και υπηρεσίες, καθώς και όλες τις άλλες πληροφορίες, οικονομικές και μη, που σχετίζονται με τις εργασίες του συνεργάτη – πωλητή και να καταβάλει το μέγιστο των  προσπαθειών του για να λαμβάνει εξουσιοδοτήσεις  από πελάτες που είναι  απαραίτητες για την εναρμόνιση αυτού προς τα ανωτέρω. Ακόμη συμφωνήθηκε ότι ο συνεργάτης -πωλητής  δεν θα δεσμεύεται  με καμία άλλη επιχειρηματική δραστηριότητα στην Περιφέρεια η οποία είναι παρόμοια ή ανταγωνιστική  επιχειρηματικής  δραστηριότητας που ο πωλητής διεξάγει και κατ’ επέκταση  σε σχέση με την επιχειρηματική δραστηριότητα της πρώτης ενάγουσας (όρος 3).  Με τον  όρο 4  του από 4.2.2020 συμφωνητικού  προβλεπόταν ότι  «Σε περίπτωση λήξης της  συνεργασίας, ο συνεργάτης – πωλητης δεν θα έχει καμία οικονομική απαίτηση από τον δικαιοδόχο της ……….. Σε περίπτωση που, αποδεδειγμένα, ο συνεργάτης -πωλητής, κατά παράβαση της αρχής της καλής πίστης και των ειδικότερων όρων της ως άνω συμφωνίας, παρέχει διαμεσολαβητικές  υπηρεσίες και προβαίνει σε μεσιτικές πράξεις, χωρίς να τις γνωστοποιεί στη ……………. και χωρίς να αποδίδει σε αυτή το συμφωνηθέν ποσοστό από την μεσιτική αμοιβή  που λαμβάνει, θα υποχρεούται να καταβάλει κατά την αληθή βούληση των συμβαλλομένων   αχρεωστήτως στην «………….», ως αναπόδεικτη αποζημίωση το χρηματικό ποσό των 50.000 ευρώ, παραιτούμενος από κάθε διάρρηξη της παρούσας. Και ναι μεν στην σύμβαση ανεγράφη ότι η ποινική ρήτρα θα καταβληθεί στην …………., όμως αυτή δεν ήταν συμβαλλομένη στην σύμβαση όπως συνάγεται από το σύνολο της συμβάσεως, αλλά ενεργούσε ως νόμιμος εκπρόσωπος της εφεσίβλητης. Ο όρος αυτός, κατά την κρίση του Δικαστηρίου εμφανίζει ασάφεια και ατέλεια στην αληθή βούληση των διαδίκων σχετικά με τον δικαιούχο του ποσού της ποινικής ρήτρας.   Ερμηνευομένης της ως άνω ειδικής συμφωνίας, κατά την από τα άρθρα, 173 και 200 ΑΚ, υπαγορευόμενη ερμηνευτική μέθοδο, το Δικαστήριο, προάγεται στην κρίση, ότι η αληθής βούληση των διαδίκων ήταν ότι συμφωνήθηκε ποινική ρήτρα ποσού 50.000,00 ευρώ, υπέρ της …………….». Αντίθετη ερμηνεία θα οδηγούσε στο άτοπον να εισπράξει ποινική ρήτρα δηλαδή οιονεί αποζημίωση, τρίτος μη μετέχων της συμβάσεως και μη ζημιούμενος από την παράβαση των όρων της. Δηλαδή απεδείχθη ότι συμφωνήθηκε η ποινική ρήτρα ποσού 50.000,00 ευρώ υπέρ της «…………….» για την περίπτωση που ο πρώτος των εναγομένων παρείχε  διαμεσολαβητικές  υπηρεσίες και  προέβαινε σε μεσιτικές πράξεις, δίχως να τις γνωστοποιεί η να αποδίδει  το συμφωνηθέν ποσοστό  από την μεσιτική αμοιβή στην πρώτη ενάγουσα, υπό την ιδιότητά της ως  δικαιοδόχου της ……..  Σημειούται ότι η γνωστοποίηση των μεσιτικών πράξεων και η απόδοση του συμφωνηθέντος ποσοστού από την μεσιτική αμοιβή εγίνοντο κατά τα συμφωνηθέντα στην  πρώτη ενάγουσα ως δικαιοδόχο της ……, ώστε η κατά την άνω συμβατική πρόβλεψη κατάπτωση της ποινικής ρήτρας αν δεν ελάμβανε χώρα γνωστοποίηση στην  ……., και καταβολή στην …….. θα ελάμβανε χώρα αναγκαίως λόγω της μη ειδοποιήσεως και της μη καταβολής μέσω της εφεσίβλητης «……………..».     Απεδείχθη περαιτέρω ότι  ο πρώτος των εναγομένων παρείχε τις διαμεσολαβητικές  υπηρεσίες του στην πρώτη ενάγουσα  στα πλαίσια της ως άνω συμβασεως μέσω ομάδας συνεργατών-μεσιτών   της οποιας ήταν Επικεφαλής. Σημειούται ότι η  συνεργασία του πρώτου των εναγομένων με το όμιλο,  υφίσταται από το έτος 2012, οποτε υπεγραψε  με την  νόμιμη εκπρόσωπο των άνω εταιρειών του ομίλου ……………, …………   παρόμοια σύμβαση συνεργασίας- εμπιστευτικότητας (από 7.6.2012 συμβαση συνεργασίας) και εντάχθηκε στον κύκλο συμφερόντων του ομίλου ……….. Μάλιστα από τις  4.6.2014 σύστησε την   εταιρεία με την επωνυμία  « ……………»,  η οποία συνεργαζόταν με   έτερους  μεσίτες – συνεργάτες (………….). Η ………… σαφώς κατέθεσε  στην ένορκη βεβαίωση της  ότι κατά τα έτη 2013-2020 υπήρξε μέλος της ομάδος του εναγομένου και της εταιρείας του ………. και ότι η  ομάδα αυτή αποτελείτο από 8 έως 9 άτομα στο γραφείο της ενάγουσας στον Πειραιά. Κατέθεσε επίσης «Τις πράξεις μας, τις περνούσε ο …… στο σύστημα της …. αρχικά  και της ………… ύστερα ως πράξεις του ιδίου ή της εταιρείας …….».  Επίσης η ………, λογίστρια στις εταιρείες του Ομίλου, κατέθεσε στην ένορκη βεβαίωσή της «Για τις πράξεις των μεσιτών της ομάδας του ……, δηλ. της …….. εξέδιδε η τελευταία τιμολόγια που γνωστοποιούσε στην ……… (ενάγουσα) με βάση την σύμβαση που υπογράφηκε στις 4.2.2020 μεταξύ του κ. ………… ως teamleader, δηλ. διαχεριστή της ομάδας του, δηλ. της ……..». Από τις ως άνω καταθεσεις σαφώς αποδεικνύεται ότι ο εναγόμενος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα παρείχε τις υπηρεσίες του στην ενάγουσα μέσω ομάδος συνεργατών – μεσιτων που ο ίδιος διαχειριζόταν και ήλεγχε στα γραφεία της πρώτης ενάγουσας, και μάλιστα η καταστατική έδρα της εταιρείας συμφερόντων του ……….. ήταν η ιδία με  την   έδρα της πρωτης ενάγουσας, ήτοι η επι της οδου ……… στον Πειραιά. Δηλαδή  η ομάδα του εναγομένου συνεργαζόταν  με αυτον  για λογαριασμό της πρώτης ενάγουσας και δρούσαν ως συνεργάτες της ……..       Ακολούθως,  αναφορικά με την αμοιβή του συνεργάτη – πωλητή με βάση την από 4.2.2020 σύμβαση  η  αμοιβή συμφωνήθηκε ότι   θα ανερχόταν σε ποσοστο  80% -20%, δηλαδή για την πώληση ή αγορά, μίσθωση ή χρηματοδοτική μίσθωση διαμερίσματος, οικοπέδου καταστήματος, αιθουσας, επιχείρησης η οποιουδήποτε επαγγελματικού ή εμπορικού χώρου και για οποιοδήποτε  άλλο είδος αστικής  σύμβασης εντός ή εκτός της περιοχής του δικαιοδόχου, το μερίδιο αμοιβής του συνεργάτη – πωλητή   συμφωνήθηκε να είναι το 80% με το σύστημα  «…» της ….  επί της εισπραχθείσης προμήθειας από τον ιδιοκτητη ή και από τον αγοραστή ή μισθωτή, εφ’ όσον πρώτα έχουν αφαιρεθεί  τα δικαιώματα του δικτύου της ……….. τα οποία ισούνται με ποσοστό 6% επί της συνολικής αμοιβής, καθώς και η συμμετοχή στο ταμείο διαφημιστικής προβολής το οποίο ισούται με ποσοστό 3% επί της συνολικής αμοιβής. Βάσει δηλαδή της ανωτέρω σύμβασης, επι της συνολικής αμοιβής  που θα λάμβανε ο  πρώτος των εναγομένων, το 9% αναλογούσε στον δικαιοπαροχο της πρώτης ενάγουσας, ήτοι το 9% αποδίδετο στην …………., το οποιο απέδιδε η πρώτη ενάγουσα. Από το υπόλοιπο του  91% αναλογούσε στην δεύτερη των εναγομένων το 80% και στην πρώτη ενάγουσα το 20%, ειδικότερα επί του συνόλου  100%, το 72,80% αναλογούσε στην δεύτερη των εναγομένων …………, το δε 27,20% έπρεπε να αποδοθεί στην πρώτη ενάγουσα καθόσον το 9% έπρεπε να αποδοθεί από την πρώτη ενάγουσα στην …………., επομένως απέμενε καθαρή αμοιβή της πρώτης ενάγουσας  18,20%.   Περαιτέρω απεδείχθη ότι ο εναγόμενος κακοπιστα και αντισυμβατικά αν και υποχρεούτο με βάση το ανωτέρω συμφωνητικό σε γνωστοποίηση των μεσιτικών  συναλλαγών στις οποίες προέβαινε  και μέσω των συνεργατών  της ομάδας που διαχειριζόταν, παρείχε συστηματικά διαμεσολαβητικές υπηρεσίες και προέβαινε σε μεσιτικές πράξεις  χωρίς να  τις γνωστοποιεί και χωρίς να αποδίδει το συμφωνηθέν ποσοστό από την μεσιτική αμοιβή που ελάμβανε, κατά τα συμφωνηθέντα, ήτοι κρατούσε το 100% της μεσιτικής αμοιβής και δεν απέδιδε στην πρώτη ενάγουσα το 27,20%, εκ του οποιου το 18,20% αντιστοιχούσε στο καθαρό  ποσό αμοιβής, το δε 9% υποχρεούτο να αποδώσει η πρώτη ενάγουσα ως δικαιοπάροχος στον δικαιοδότη ……………. Ειδικότερα ο εναγόμενος δεν γνωστοποίησε στην ενάγουσα  τις κάτωθι μεσιτικές συναλλαγές: 1)Στις 8.5.2020 υπεγράφη  εντολή  υπόδειξης ακινήτου  προς αγορά μεταξύ της εταιρείας συμφερόντων του εναγομένου …………….,  για λογαριασμό της οποίας υπέγραψε η μεσίτρια – συνεργάτιδά της, ……. ……,που ανήκε στην ομάδα του εναγομένου και του υποψήφιου αγοραστή,  για οικόπεδο επιφανείας 230,00 τ.μ. επί της οδού …., στην περιοχή ………… Αττικής. Αν και ακολούθησε η συμβολαιογραφική πράξη αγοραπωλησίας στις 4.8.2020 παρουσια του εναγομενου και της ………….., η ενάγουσα ουδέποτε ενημερώθηκε  για την εν λόγω συναλλαγή  και ουδέποτε έλαβε   το συμφωνηθέν ποσό αναλογίας της, ήτοι στην προκειμένη περίπτωση  επί του ποσού των 2.500,00 ευρώ πλέον ΦΠΑ που είχε συμφωνηθεί ως μεσιτική αμοιβή, (1.500,00 ευρώ εκ μέρους του υποψήφιου αγοραστή + 1.000 ευρώ  εκ μέρους της υποψήφιας πωλήτριας πλέον ΦΠΑ) η αναλογία που αντιστοιχούσε στην πρώτη ενάγουσα και  δεν απέδωσε ο εναγόμενος ανήρχετο στο  ποσό 455,00 ευρώ πλέον ΦΠΑ (ποσοστό 18,20 %),  χωρίς να υπολογισθεί το ποσοστό που έπρεπε να αποδοθεί στην τότε δικαιοπάροχο ……  2) Δυνάμει της από  23.6.2020  εντολής υπόδειξης ακινήτου προς μίσθωση μεταξυ  της  εταιρείας συμφερόντων του εναγομένου ……….., για λογαριασμό της οποίας υπέγραψε η μεσίτρια – συνεργάτιδά της, …………… που ανήκε στην ομάδα του εναγομένου και του υποψήφιου  μισθωτή,  υπεδείχθη ένα ακίνητο προς ενοικίαση, 100,00 τ.μ. στη οδο ……., στην περιοχή  ……….. Η μεσιτική αμοιβή για το ακίνητο αυτό ανήλθε  σε ένα μίσθωμα, το οποίο είχε ορισθεί στο ποσό των 650,00 ευρώ, πλέον Φ.Π.Α. 24%. Αν και υπεγράφη στις 30.5.2020 η εν λόγω μίσθωση στην οποία, περιελήφθη η δήλωση  «Για την παρούσα  μίσθωση μεσολάβησε η …….  της ……….”, η ενάγουσα ουδέποτε ενημερώθηκε  για την εν λόγω συναλλαγή και  ουδέποτε έλαβε   το συμφωνηθέν ποσό αναλογίας της, ήτοι στην προκειμένη περίπτωση επί του ποσού  των 1.300,00 ευρώ (650 + 650) πλέον ΦΠΑ, η αναλογία που αντιστοιχούσε στην πρώτη ενάγουσα  και  δεν απέδωσε ο εναγόμενος ανήρχετο στο  ποσό 236,60 ευρω πλέον ΦΠΑ (ποσοστό 18,20%), χωρίς να υπολογισθεί  το ποσοστό που έπρεπε  να αποδοθεί στην …………  3) Στις 16.7.2020  υπεγράφη εντολή υπόδειξης ακινήτου προς ενοικίαση μεταξύ της «……………», για λογαριασμό της οποίας υπέγραψε η μεσίτρια – συνεργάτιδά της, …………… που ανήκε στην ομάδα του εναγομένου και του υποψήφιου μισθωτή, για ένα ακίνητο – κατάστημα στην Αθήνα (………..).Το  μίσθωμα συμφωνήθηκε στο ποσό των 700 ευρώ και η μεσιτική αμοιβή σε ένα μίσθωμα για κάθε συμβαλλόμενο, ήτοι 1400 ευρώ. Αν και ακολούθησε η σύμβαση μίσθωσης στις 24.7.2020 παρουσια της …………., η ενάγουσα ουδέποτε ενημερώθηκε  για την εν λόγω συναλλαγή και  ουδέποτε έλαβε   το συμφωνηθέν ποσό αναλογίας της, ήτοι στην προκειμένη περίπτωση    επί του ποσού των 1.400,00 ευρώ (700+700)  πλέον ΦΠΑ, η αναλογία που αντιστοιχούσε στην πρώτη ενάγουσα και δεν αποδόθηκε ανήρχετο στο ποσό των  254,80 ευρώ πλέον ΦΠΑ (ποσοστό 18,20%), χωρίς να υπολογισθεί  το ποσοστό που έπρεπε να αποδοθεί στην ……  4) Επιπρόσθετα στις 22.6.2020 υπεγράφη εντολή υπόδειξης ακινήτου προς ενοικίαση μεταξύ της εταιρείας «……………..», για λογαριασμό της οποίας  υπέγραψε η μεσίτρια – συνεργάτιδά της, …………. και του υποψήφιου μισθωτή, για ένα διαμέρισμα στο ………. (…………..) επιφανειας 100 τ.μ.. Αν και υπεγράφη  η εν λόγω σύμβαση μίσθωσης στις 30.7.2020 παρουσία της ……………, με μίσθωμα 650 ευρώ και συμφωνηθείσα μεσιτικη αμοιβή  650 ευρώ πλέον ΦΠΑ ήτοι 806 ευρώ, η ενάγουσα ουδέποτε ενημερώθηκε  για την εν λόγω συναλλαγή και  ουδέποτε έλαβε   το συμφωνηθέν ποσό αναλογίας της , ήτοι στην προκειμένη περίπτωση    επί του ποσού των 650 ευρώ πλεον ΦΠΑ, η αναλογία που αντιστοιχούσε στην πρώτη ενάγουσα και δεν απέδωσε ο εναγόμενος ανήρχετο στο  ποσό των 118,30 ευρώ πλεον ΦΠΑ (ποσοστό 18,20 %), χωρίς να υπολογισθεί το ποσοστό που έπρεπε να αποδοθεί στην τότε δικαιοπάροχο ……….. 5) Aκομη δυνάμει του από 10.6.2020 ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης κατοικίας, εκμισθώθηκε μία μονοκατοικία στο ……. (………..) έναντι μηνιαίου μισθώματος 3.000, 00 ευρώ.  Για την κατάρτιση διαμεσολάβησε η  εταιρεία συμφερόντων του εναγομένου «…………..», όπως αποδεικνύεται από τον όρο 6 του εν λόγω συμφωνητικού, όπου αναφέρεται  η μεσίτρια ……. ., που ανήκε στην ομάδα του εναγομένου. Για την εν λόγω μίσθωση είχε συμφωνηθεί  ως μεσιτική αμοιβή για τον μεν εκμισθωτή  το ποσό των 500,00 ευρώ πλέον Φ.Π.Α., ήτοι  το συνολικο ποσό των 620,00 ευρώ, για τον δε μισθωτή το ποσό των 1.500,00 ευρώ πλέον Φ.Π.Α., ήτοι το συνολικο ποσό των 1.860,00 ευρώ. Η ενάγουσα ουδέποτε ενημερώθηκε  για την εν λόγω συναλλαγή και  ουδέποτε έλαβε το συμφωνηθέν ποσό αναλογίας της, ήτοι στην προκειμένη περίπτωση  επί του ποσού  των 2.000,00 (500 +1500) ευρώ πλέον ΦΠΑ, η αναλογία που αντιστοιχούσε στην πρώτη ενάγουσα ανήρχετο στο ποσο των  364,00 ευρώ  πλέον ΦΠΑ (ποσοστό  18,20 %),  χωρίς  να υπολογισθει το ποσοστό που έπρεπε να αποδοθεί  στην τότε δικαιοπάροχο ……  6) Στις  15.5.2020  υπεγράφη εντολή υπόδειξης ακινήτου προς μίσθωση (και το από 22.5.2020 έντυπο προσφοράς εκμισθώσεως) μεταξύ της  ……. και του υποψήφιου μισθωτή και ακολούθησε μίσθωση στις 28.5.2020 ενός διαμερίσματος 49,00 τ.μ. που βρισκόταν στον ….. Αττικης (………) με μίσθωμα  475 ευρώ και μεσιτική αμοιβή ένα μίσθωμα από κάθε συμβαλλόμενο.  Αν και υπεγράφη η σύμβαση μισθώσεως στις 28.5.2020, η ενάγουσα ουδέποτε ενημερώθηκε  για την εν λόγω συναλλαγή και  ουδέποτε έλαβε   το συμφωνηθέν ποσό αναλογίας της , ήτοι στην προκειμένη περίπτωση    επί του ποσού των 950 (475 Χ 2) ευρώ πλέον ΦΠΑ, η αναλογία που αντιστοιχούσε στην πρώτη ενάγουσα και δεν απέδωσε ο εναγόμενος ανήρχετο στο ποσό των  172,90 ευρώ πλέον ΦΠΑ (ποσοστο  18,20%), χωρίς να υπολογισθεί  το ποσοστό που έπρεπε να αποδοθεί  στην τότε δικαιοπάροχο …………  7)Στις 14.5.2020 υπεγράφη εντολής υπόδειξης ακινήτου (και το από 15.5.2020 έντυπο προκαταβολής εκμίσθωσης )ανάμεσα στην «………….» και την υποψήφια μισθώτρια  προς μίσθωση ενός διαμερίσματος 120,00 τ.μ. που βρισκόταν στην …… Αττικής (……….), με συμφωνηθείσα μεσιτική αμοιβή 1075 ευρω. Η ενάγουσα ουδέποτε ενημερώθηκε  για την εν λόγω συναλλαγή και  ουδέποτε έλαβε   το συμφωνηθέν ποσό αναλογίας της , ήτοι στην προκειμένη περίπτωση    επί  της συμφωνηθείσας μεσιτικής αμοιβής  των 1075,00 ευρώ πλέον ΦΠΑ, η αναλογία  που αντιστοιχούσε  στην πρώτη ενάγουσα ανηρχετο στο ποσό των 195,65 ευρω πλέον ΦΠΑ (ποσοστό 18,20%), χωρίς να  υπολογίζεται το ποσοστό  που έπρεπε να αποδοθεί στην ……..  8)Τέλος στις  30.5.2020 και ακολούθως στις  27.8.2020 υπεγράφη   εντολή υπόδειξης ακινήτου  για την  μίσθωση  ενός διαμερίσματος 350,00 τ.μ. που βρισκόταν στην Μαρίνα ……… (……) με συμφωνηθείσα  μεσιτική αμοιβή  ύψους 1.800 ευρώ πλεον ΦΠΑ. Η ενάγουσα ουδέποτε ενημερώθηκε  για την εν λόγω συναλλαγή και  ουδέποτε έλαβε το συμφωνηθέν ποσό αναλογίας της, ήτοι στην προκειμένη περίπτωση    επί του ποσού  των 1.800,00 ευρώ ως μεσιτικής αμοιβής  πλέον ΦΠΑ, η αναλογία που αντιστοιχούσε  στην πρώτη εναγουσα ανήρχετο στο ποσό των  327,60 ευρώ πλέον ΦΠΑ (ποσοστό 18,20%), χωρίς να υπολογισθεί  το ποσοστό που έπρεπε να αποδοθεί στην …………….  Eκ των προαναφερομένων μεσιτικών πράξεων ο πρώτος των εναγομενων δεν απέδωσε το 27,20 % επί της συνολικής αμοιβής  εκ του οποίου 18,20 % αφορούσε την καθαρή αμοιβή της πρώτης ενάγουσας και δη το συνολικό ποσό των 1.797,67 ευρώ πλέον ΦΠΑ (24%),ήτοι συνολικο ποσό 2.228,59 ευρώ.  Το γεγονός ότι ο εναγόμενος απέκρυψε τις ανωτέρω μεσιτικές πράξεις αποδεικνύεται  από τις ένορκες καταθέσεις που μετ’ επικλήσεως προσκομίσθηκαν από την εφεσίβλητη των ………..,  και κυρίως από την ένορκη βεβαίωση της …….., η οποία βεβαιώνει μία προς μία τις προαναφερόμενες μεσιτικές πράξεις, που ο εναγόμενος  δεν γνωστοποίησε στην πρώτη ενάγουσα.  Η ανωτέρω συμπεριφορά  του πρώτου εναγομενου, συνιστά παράβαση του όρου 4 της ανωτέρω σύμβασης, με την οποία συμφωνήθηκε  έγκυρή ποινική ρήτρα προς εξασφάλιση της κύριας ενοχής, ήτοι της σύμβασης συνεργασίας, που είχε συμφωνηθεί μεταξύ της  πρώτης εναγουσας και του εναγομένου, η οποια  από υπαιτιότητα του τελευταίου κατέπεσε υπέρ της πρώτης ενάγουσας, αφού ο ίδιος δρούσε αντισυμβατικά  παρά τα μεταξύ τους συμπεφωνημένα και αντίθετα προς την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, αποκρύπτοντας  τις μεσιτικές πράξεις και μη αποδίδοντας  σε αυτή το συμφωνηθέν ποσοστό από την μεσιτική αμοιβή  που ελάμβανε.   Ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών επαναφέρει τον πρωτοδίκως προβληθέντα ισχυρισμό ότι η συνομολογηθείσα ποινική ρήτρα υπήρξε προϊόν πλάνης του, ότι ο όρος αυτός ετέθη κρυπτόμενος σε άσχετο σημείο της συμβάσεως  με τίτλο «Αμοιβή Συνεργάτη Πωλητη»  και ότι εάν εγνώριζε  ότι το έντυπο που υπέγραψε  περιείχε τον  όρο αυτόν, δεν θα υπέγραφε. Ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος διότι, όπως αποδεικνύεται  από το από 4.2.2020 ιδιωτικό συμφωνητικό ο όρος αυτός ρητώς περιέχεται στο συμφωνητικό αυτό ως όρος 4 και  μάλιστα σε εμφανες, όπως και οι λοιποί όροι,  σημείο της συμβάσεως υπό τον τίτλο  «Αμοιβή Συνεργάτη Πωλητη», το ως άνω δε συμφωνητικό  φέρει  την υπογραφή  του εκκαλούντος  όχι μονο στο τέλος του συμφωνητικού αλλά και στην αντίστοιχη σελίδα, που περιλαμβάνεται ο ως άνω όρος. Εξάλλου το γεγονός ότι δεν περιελήφθη τέτοιος όρος στα λοιπά συμφωνητικά δεν ασκεί ουδεμία έννομο επιρροή.    Ισχυρίζεται, επίσης, ο  εναγομενος ότι  για τις ως άνω μεσιτικές ενέργειες διαμεσολάβησε η ……..  ως συνεργατιδα- πωλητρια της εφεσίβλητης,όπως ήταν κι εκείνος, και όχι ως συνεργάτης της …….,  ότι δεν υφίσταται κανένας νομικός δεσμός μεταξύ τους, ότι η ……… τυγχάνει κτηματομεσίτρια στο δίκτυο της ……… και έχει υπογράψει το προδιατυπωμενο από την …… συμφωνητικό συνεργάτη – πωλητη με την  τότε δικαιούχο -εφεσίβλητη και ότι δεν δεσμευεται από τις ενέργειές της. Ο ισχυρισμος αυτός είναι απορριπτέος διότι  από τα αυτά ως ανω αποδεικτικά μέσα απεδείχθη ότι η ……….. ήταν μέλος της  ομάδας του εναγομένου. Όπως η ίδια κατέθεσε στην ένορκη βεβαίωσή της κατά τα έτη 2013  έως 2020 υπήρξε μέλος της ομαδος του εναγομένου και της εταιρείας συμφερόντων του ……..,η οποία αποτελείτο από 8-9 άτομα και  στεγάζετο στο γραφείο της ενάγουσας στον Πειραιά.  Το ότι η ……….. υπήρξε μέλος της ομαδας του εναγομένου συνομολογείται και από τον ίδιο τον εναγόμενο, οποιος στις πρωτοβάθμιες προτάσεις του  ανέφερε «Συνακόλουθα η ………. συνδεόταν συμβατικά με την ……….. και εν τοις πράγμασι συνεργαζόταν και με την ………, ως απλό μέλος της ομάδος αυτής».  Το γεγονός επίσης  ότι η ………. ηταν κτηματομεσίτρια στο δίκτυο της …………… δεν αναιρεί ότι ανηκε στην ομάδα του εναγομένου. Η ομάδα  του εναγομένου συνεργαζόταν με   τον εναγόμενο για λογαριασμό της πρώτης ενάγουσας και δρούσαν ως συνεργάτες της …………….  Τούτο εξάλλου αποδεικνύεται και από  τις προσκομισθείσες εντολές  υπόδειξης, όπου στην επικεφαλίδα της πρώτης σελίδας εκάστης εντολής  αναγράφεται     το ονοματεπώνυμο του εναγομένου δίπλα από τον λογότυπο ……………, κάτω από αυτό αναγράφεται  υπο στοιχείο Α) «…………… (………) ……..»  και υπό στοιχείο Β)  «……………/ ………….» και στην συνέχεια   του κειμένου της εντολής αναγραφεται η εντολή που δίδεται από έκαστο υποψήφιο ως εξής : «Ήδη  και κατόπιν της παραπάνω εντολής που σας έδωσα δηλώνω και αναγνωρίζω  ότι για πρώτη φορά  και πριν από οποιονδήποτε άλλο μεσίτη, το μεσιτικό γραφείο  …………… (……..) I.K.E.εταιρεία, στην οποία παρέχει τις υπηρεσίες της  η εταιρεια …………… …….., με την ιδιότητά τους  ως μεσίτες αστικών συμβάσεων, μου υπέδειξαν από κοινού, προς τον σκοπό αυτό  τα παρακάτω ακίνητα….»  από τις οποίες σαφώς αποδεικνύεται ότι η ομάδα  του εναγομένου συνεργαζόταν  με αυτον  για λογαριασμό της πρώτης ενάγουσας και δρούσαν ως συνεργάτες της …………….   Τέλος ο εναγόμενος επαναφέρει την και πρωτοδίκως προβληθείσα  ένσταση εκ του άρθρου 409 ΚΠολΔ. Κατά το άρθρο 409 του ΑΚ, αν η ποινή που συμφωνήθηκε είναι δυσανάλογα μεγάλη, μειώνεται από το δικαστήριο, ύστερα από αίτηση του οφειλέτη, στο μέτρο που αρμόζει. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το δικαστήριο της ουσίας, για τη μόρφωση της δικαστικής του κρίσης σε σχέση με τον προσδιορισμό του περιεχομένου της αόριστης νομικής έννοιας της “δυσανάλογα μεγάλης ποινής” και του “μέτρου που αρμόζει”, λαμβάνει υπόψη τα περιστατικά που σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση συντρέχουν και ιδίως το μέγεθος της ποινής σε σύγκριση με την αξία της αντιπαροχής του δανειστή, την οικονομική κατάσταση των μερών, τα συμφέροντα του δανειστή που επλήγησαν από την αθέτηση της σύμβασης, την έκταση της συμβατικής παράβασης του οφειλέτη, το βαθμό του πταίσματός του, την ενδεχόμενη ωφέλειά του από τη μη εκπλήρωση της παροχής, τα απώτερα επιβλαβή αποτελέσματα και κάθε δικαιολογημένο συμφέρον του δανειστή (ΑΠ 1278/2017, 98 /2017 ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω, δεδομένου  του ότι τα ποσά  που δεν αποδόθηκαν στην πρώτη ενάγουσα λόγω της απόκρυψης των προαναφερόμενων μεσιτικών πράξεων ανέρχονται στο  ποσό των 2.228,59 ευρώ και ενόψει της αναλογίας της ωφέλειας του πρώτου εναγομένου και της ζημίας της δανείστριας – πρώτης ενάγουσας, της οικονομικής κατάστασης  των μερών, του βαθμού του πταίσματος του εναγομένου,  των συμφερόντων της πρώτης ενάγουσας που επλήγησαν από την αθέτηση της σύμβασης, την έκταση της συμβατικής παράβασης του οφειλέτη και την  ωφέλειά του από τη μη εκπλήρωση της παροχής, το Δικαστηριο κρίνει ότι η ποινή που πρέπει να καταπέσει υπέρ της πρώτης ενάγουσας από το ποσό των 50.000,00 ευρώ πρέπει να μειωθεί στο ποσό των 18.000,00 ευρώ, γενομένης εν μέρει δεκτής ως κατ’ ουσίαν βάσιμης  της σχετικής ένστασης του εναγομένου.   Συνεπώς  η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως προς τον πρώτο εναγόμενο κατά το κύριο αιτημα αυτής και να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται ο πρώτος εναγόμενος να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα   το ποσό των 18.000 ευρώ ως ποινική ρήτρα.   Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή κατά το κύριο αίτημα αυτής  και αναγνώρισε ότι ο πρώτος εναγομενος υποχρεούται να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα το ποσό των 20.000 ευρώ ως ποινικη ρήτρα, έσφαλε κατά τούτο.  Έσφαλε, επίσης, το πρωτοβαθμιο Δικαστήριο, που, παρά την μη απόρριψη αλλά μερική παραδοχή του κυρίου αιτήματος, επελήφθη του επικουρικού  αιτήματος και  αναγνώρισε ότι ο πρώτος εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα  το ποσό των 3.902,59 ευρώ ως αποζημίωση, παρότι το κύριο αίτημα της αγωγής για την καταβολή της ποινικής ρήτρας δεν απερρίφθη, αλλά έγινε εν  μέρει δεκτό. Πρέπει επομένως, αφού   έγινε εν μέρει δεκτό το κύριο αίτημα  της αγωγής να γίνει   δεκτος ο συναφής λόγος εφέσεως ως προς το γενόμενο δεκτό επικουρικό  αίτημα και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη κατά τούτο και να απορριφθεί κατά τούτο η αγωγή. Τούτο δε, διότι το επικουρικό αίτημα τελεί υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της ολοσχερούς απορρίψεως του κυρίου αιτήματος της αγωγής. Αφού η αγωγή γίνεται εν μέρει δεκτή ως προς το κύριον αίτημα, δεν πληρούται η ενδοδιαδικαστική αίρεση υπό την οποία τελεί η έρευνα του επικουρικού αιτήματος. Πρέπει λοιπόν  να γίνει δεκτή η έφεση στο σύνολό της ως προς τον πρώτο εναγόμενο,   να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη μονον ως προς τον πρώτο εναγόμενο, να διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο για  να δικασθεί,  κατά τη διάταξη του άρθρου 535ΚΠολΔ, και κατ’ ουσίαν η αγωγή  μόνον κατά το κύριο αυτής αίτημα και μόνον ως προς τον πρώτο  εναγόμενο, να  γίνει εν μέρει δεκτή ως κατ` ουσία βάσιμη κατά το κύριο αίτημα αυτής ως προς τον πρώτο  εναγομενο και να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται   ο πρώτος εναγόμενος να καταβάλει στην πρώτη ενάγουσα, το συνολικό ποσό των 18.000,00 ευρώ  με τον νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής  και μέχρις εξοφλήσεως, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει  να καταδικασθεί ο εναγόμενος στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων της εναγούσης, εξ αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττης των διαδίκων (άρθρα 183 και 178 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Σημειούται ότι μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και αναγκαίως και της διάταξης περί δικαστικής δαπάνης, ο ισχυρισμος του εκκαλούντος ότι κακώς καταδικάσθηκε πρωτοβαθμίως σε μέρος της  δικαστικής δαπάνης ύψους 770 ευρώ, ενώ έπρεπε να απορριφθεί η αγωγή  στο σύνολό της και να καταδικασθεί η εφεσίβλητη στην δικαστική του δαπάνη, αλυσιτελώς προβάλλεται.  Τέλος   μετά την αποδοχή της εφέσεως   πρέπει να διαταχθεί η απόδοση  του κατατεθέντος παραβόλου στον  εκκαλούντα  (495  παρ. 3 εδ. 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΟΝΤΑΣ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την υπό κρίση έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 3566/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  ως προς τον πρώτο εναγόμενο.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση .

ΔΙΚΑΖΕΙ  την από 11-3-2022 και με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης …………../2022 αγωγή ως προς τον πρώτο εναγόμενο.

Απορρίπτει ό,τι εκρίθη απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή αυτή κατά το κύριο αίτημα αυτής ως προς τον πρώτο εναγόμενο.Αναγνωρίζει ότι ο πρώτος εναγόμενος υποχρεούται να καταβάλει στην πρώτη  ενάγουσα το ποσό των  δεκαοκτώ χιλιάδων  (18.000,00) ευρώ νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στον  εκκαλούντα του καταβληθέντος παραβόλου.

-Καταδικάζει τον  πρώτο εναγόμενο στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της πρώτης ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά   σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 30 Ιουλιου  2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ