Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 505/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός  Αποφάσεως   505/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ελένη Μοτσοβολέα, Εφέτη,  που ορίσθηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και την Γραμματέα Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, την  …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος : ………….,    ο  οποίος  στο ακροατήριο  παρασταθηκε διά του πληρεξουσιου δικηγόρου, Κωνσταντίνου Λαμπράκη.

Των εφεσιβλήτων  :1) ………….. 2) ………… εκ των οποίων ο μεν πρώτος εκπροσωπήθηκε με μονομερή δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Φωτιο – Κωνσταντίνο Μποτινη και η δεύτερη εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Θεόδωρο Μαντά.

Ο ενάγων άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς    την από 15-7-2020 και με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης ………/2020 αγωγή του και ζήτησε  να γίνει δεκτή. Επί της ως άνω αγωγής  εκδόθηκε  η υπ’ αριθ. 154/2022 οριστικη  απόφαση του  ως άνω Δικαστηρίου, δια της οποιας απερρίφθη η αγωγή ως  προς αμφοτέρους τους εναγομένους. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος ο ενάγων με την από 24-2-2022 (αρ. εκθ. κατ. …………./2022)  έφεσή του.   αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης …………./2024. προσδιορίσθηκε για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, ο πληρεξούσιος δικηγόρος του πρώτου εφεσιβλήτου  δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσε μονομερή δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσε προτάσεις, ο δε  πληρεξούσιοι δικηγόροι του εκκαλούντος και της δευτέρας των εφεσιβλήτων  αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Στην προκειμένη περίπτωση η υπό κρίση έφεση του εναγοντος κατά της υπ’ αριθμ. 154/2022 οριστικης  απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. που εκδόθηκε  κατά την τακτική διαδικασία. το οποίο δίκασε την από 15-7-2020 (με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης …………../2020)  αγωγή του κατά των εναγομένων και ήδη εφεσιβλήτων.  έχει ασκηθεί νομοτύπως  και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 2. 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517,  518  ΚΠολΔ), αφού  η εκκαλουμένη επιδόθηκε στις 31-1-2022 και η έφεση  κατατέθηκε στις 24-2-2022.  αρμοδίως δε φέρεται  προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ) και για το παραδεκτό της  έχει καταβληθει  και το νόμιμο παράβολο  σύμφωνα με το  άρθρο  495 παρ. 3 του ΚΠολΔ. Επομένως,  είναι  τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθει περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων της κατά την αυτή ως άνω  διαδικασία (533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την από 15-7-2020 (με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης ………/2020)  αγωγή, ο ενάγων εξέθετε ότι το έτος 2012, με την  μεσολάβηση της δεύτερης εναγομένης, η οποία προσέφερε τις υπηρεσίες της ως λογίστρια στις ναυτικές εταιρείες  «……….» και «…………» στις οποίες ο ίδιος είναι  Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος ήλθε σε επαφή με τον πρώτο  εναγόμενο και αναπτύχθηκε μεταξύ τους φιλική σχέση εμπιστοσύνης. Ότι ο πρώτος εναγομενος ήταν εφοριακός υπάλληλος με συνδικαλιστική δράση, ο οποιος πέραν της ιδιότητάς του αυτής, αναλάμβανε και την διεκπεραίωση φορολογικών υποθέσεων ως φοροτεχνικός. Ότι ο ενάγων έδωσε εντολή  στον πρώτο εναγόμενο   για την διεκπεραίωση φορολογικών του υποθέσεων  αναφορικά με τις ως άνω εταιρείες του, έναντι αμοιβής 13.000 ευρω. Ότι ο πρώτος  εναγόμενος τον προέτρεψε να υποβάλει αντίστοιχη αίτηση προς την Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιώς ώστε να υποβληθεί σε έλεγχο κατ’ αρχάς η εταιρεία «……………», αναφέροντάς του  ότι θα έπρεπε να προεξοφληθούν κάποιοι φόροι, που θα προέκυπταν από τους ελέγχους. ώστε να αποφευχθει η επιβάρυνση των αντίστοιχων ποσών με τα ποσά των προσαυξήσεων  σε ποσοστό 120% και ότι έπρεπε να του καταβάλει το ποσό των 200.000 ευρώ, και  ότι πράγματι στις αρχές Φεβρουαρίου 2013  ο ενάγων  υπέβαλε αίτηση ελέγχου στην Δ.Ο.Υ. Πλοίων Πειραιώς. Ότι τον Ιούλιο  του έτους 2013 ο ενάγων κατέβαλε στον πρώτο εναγόμενο, παρουσία της δεύτερης εναγομενης και του συνεργάτη του ………….., το ποσό των 80.000 ευρώ προκειμένου αυτός να διευθετήσει για λογαριασμό του την προεξόφληση των φόρων των ως άνω εταιρειών του. Ότι περαιτέρω τον Οκτώβριο του έτους 2013 ο πρώτος εναγόμενος ζήτησε και  έλαβε  από  τον ενάγοντα επιπλέον το ποσό των 60.000,00 ευρώ, παρουσία της δεύτερης εναγομένης και του ………. για την συνέχιση των διαδικασιών του ελέγχου και τις επόμενες προεξοφλήσεις, όπως τον διαβεβαίωνε ο εναγόμενος.  Ότι  επιπλέον του κατέβαλε και το ποσό της αμοιβής του, ύψους 13.000 ευρώ.   Ότι εντός του έτους 2013 ξεκινησε ο έλεγχος της εταιρείας  «……..». Ότι στην εύλογη ανησυχία του ενάγοντος  για την καθυστέρηση έναρξης ελέγχου για την πρώτη εταιρεία «…………» ο πρώτος των εναγομένων παρουσία της δεύτερης, τον διαβεβαίωνε ότι αυτή οφειλόταν σε πληθώρα παραγραφόμενων  υποθέσεων οι οποίες εκκρεμούσαν στην ίδια Δ.Ο.Υ και ότι είχαν γίνει όλες οι απαιτούμενες ενέργειες και καταβολές. Ότι ο πρώτος των εναγομένων του ζήτησε παρουσία και της δεύτερης το επιπλεον ποσό των 60.000 ευρώ προκειμένου να ολοκληρωθούν οι έλεγχοι,  ότι ο ενάγων αρνήθηκε την καταβολή αυτήν και ζήτησε την πληρη ενημέρωσή του  για την πορεία των φορολογικών του υποθέσεων. Ότι ο ενάγων, μετά από  έρευνα  που έκανε ο ίδιος στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. πληροφορήθηκε ότι δεν είχε πραγματοποιηθεί καμία καταβολή  για  λογαριασμό των ανωτέρω εταιρειών για την φορολογική τους τακτοποίηση και ότι κατόπιν τούτου την 5-11-2015  κοινοποίησε στον πρώτο εναγόμενο την από 15-10-2015 εξώδικη δήλωση- διαμαρτυρία με την οποία του έτασσε προθεσμία 20 ημερών, προκειμένου να του επιστρέψει  τα χρήματα που  εναγόμενος είχε λάβε  ως εντολοδόχος για την διεκπεραίωση των υποθέσεών του. Ότι ο εναγόμενος ουδέποτε του επέστρεψε τα ανωτέρω χρηματικά ποσά. Ότι κατέθεσε εναντίον του πρωτου εναγομένου μήνυση και μετά την διενέργεια της  προκαταρκτικής εξέτασης ασκήθηκε σε βάρος του ποινική δίωξη για τα αδικήματα της κακουργηματικής υπεξαίρεσης και της παθητικής δωροδοκίας. μετά δε το πέρας της ανακρίσεως  εκδόθηκε το  υπ’ αριθ. 85/2018 Βούλευμα του Συμβουλιου Εφετών Πειραιώς, το οποίο. παρά την περί του αντιθέτου εισαγγελική πρόταση, το περιεχόμενο της οποίας ενσωματώνεται στην αγωγή,  αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να απαγγελθεί κατηγορία σε βάρος του πρώτου των εναγομένων. Ότι  ο πρώτος των εναγομένων με την συνδρομή της δευτέρας ανέλαβε ως εντολοδόχος και υπό την ιδιότητά του ως εφοριακός υπάλληλος την τακτοποίηση των φορολογικών εκκρεμοτήτων  των συμφεροντων του ναυτικών του εταιρειών και για τον σκοπο αυτόν εισέπραξε  με την συνδρομή της δευτέρας το συνολικό ποσό των 153.000 ευρώ, την εντολή αυτήν. όμως,  ουδέποτε εκτέλεσε ο πρώτος  εναγομένων κι ως εκ τούτου ωφειλαν να του αποδώσουν το ως άνω  ποσό, το οποιο ουδέποτε του απέδωσαν. Ότι από την  αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων, ήτοι την υπαίτια και παράνομη  παρακράτηση  εκ μέρους του πρώτου των εναγομένων του ανωτέρω ποσού που συνιστά κακουργηματική υπεξαίρεση και την παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά της δεύτερης εναγομένης που συνιστά  συνέργεια στην κακουργηματική υπεξαίρεση, υπέστη ηθικη βλάβη. Με βάση το ιστορικό αυτό, κατόπιν νομίμου και παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό με τις ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προκατατεθείσες προτάσεις του (άρθρα 223, 224, 295 παρ. 1 εδ β ΚΠολΔ), ζητησε, κατ’ ορθήν εκτίμηση, να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν στον ενάγοντα α) το ποσό των 153.000 ευρώ ως αποζημίωση κυρίως με βάση τις περί αδικοπραξιών διατάξεις. επικουρικώς δε το ως άνω ποσό με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού καθώς οι εναγόμενοι κατέστησαν αδικαιολογήτως πλουσιότεροι  χωρίς νόμιμη αιτία, νομιμοτόκως από της οχλήσεως (από της επιδόσεως της από 15-10-2015 εξώδικης δήλωσης)  άλλως από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως, β) το ποσό των 50.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη,  νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως  και γ)  να απαγγελθεί ως μέσο εκτελέσεως της απόφασης προσωπικη κράτηση διαρκείας ενός έτους  σε βάρος εκάστου των εναγομένων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε  την  υπ’  αριθ. 154/2022 απόφαση διά της οποίας  απέρριψε την αγωγή  ως αόριστη ως προς την δεύτερη εναγομένη με την αιτιολογία ότι δεν εκτίθενται στοιχεία αδικοπρακτικής συμπεριφοράς και περαιτέρω, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη ως προς τον πρώτο εναγόμενο κατά την κυρία αυτής βαση, πλην των παρεπομένων αιτημάτων, μετ’ εκτίμηση αποδείξεων απέρριψε την αγωγή κατ’ ουσίαν ως προς  τον πρώτο εναγόμενο, ενώ σιγή απέρριψε την επικουρικώς ασκηθείσα αξίωση εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Κατά της απόφασης  αυτής  παραπονείται ο ενάγων και ήδη εκκαλών, με την υπό κρίση έφεσή του για τους αναφερόμενους  σε αυτήν λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και κακή εφαρμογή του νόμου και σε  πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων ώστε να απορριφθεί  η αγωγή.  Τα αναγκαία στοιχεία για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, είναι συνάρτηση του εφαρμοζόμενου κανόνα δικαίου. Έτσι, από τις διατάξεις των άρθρων 914, 297, 298 και 330 εδαφ. β` ΑΚ σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 216 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, για το ορισμένο της αγωγής με την οποία ζητείται αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας του εναγομένου, αρκεί να εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής τα πραγματικά περιστατικά που κατά το νόμο θεμελιώνουν την παράνομη και υπαίτια ζημιογόνο συμπεριφορά του τελευταίου, η πρόκληση από την εν λόγω συμπεριφορά ζημίας, καθώς και τα στοιχεία εκείνα που προσδιορίζουν τη (θετική και αποθετική) ζημία του ενάγοντος, ήτοι της περιγραφής των ζημιών κατά το είδος, την έκταση, την αιτία και το ύψος της δαπάνης η οποία απαιτείται για την αποκατάσταση κάθε επιμέρους ζημίας, επιτρέποντας στο μεν δικαστήριο την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας του καταγόμενου προς κρίση δικαιώματος αποζημίωσης, στο δε ζημιώσαντα εναγόμενο την άσκηση ανταπόδειξης, και, τέλος, η ύπαρξη αιτιώδους συναφείας μεταξύ της ζημιογόνου συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας (ΑΠ  866/2017, 93/2016, ΑΠ 1513/2014 ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω η ως άνω αγωγή με το προπαρατιθέμενο περιεχόμενο κατά την  κύρια βάση αυτής.  ως προς τον πρώτο εναγόμενο,  είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη,  κατά τρόπο που και το Δικαστήριο να δύναται να εκτιμήσει τη νομική και εν συνεχεία ουσιαστική βασιμότητά της και ο εναγομενος  να αμυνθεί κατ’ αυτής, διότι περιέχει  όλα τα   στοιχεία, τα οποία απαιτούνται  κατ’ άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, προς θεμελίωση αυτής στις   διατάξεις   των άρθρων 914, 297, 298 και 330,  932 του ΑΚ.   Όσον αφορά, όμως. την δευτερη εναγομένη.  υπό τα εκτιθέμενα  η υπό κρίση αγωγή είναι απορριπτέα λόγω αοριστίας. καθόσον δεν εκτίθεται ο τροπος  κατά τον οποίον η δεύτερη εναγομένη αδικοπράκτησε σε βάρος του ενάγοντα. Η εκτιθέμενη απλή παρουσία χωρίς τον ισχυρισμο ότι η δεύτερη εναγομένη  παρέσχε με την παρουσία της αυτή ψυχική συνδρομή στον πρώτο εναγόμενο κατά την διάπραξη των εκτιθέμενων στην αγωγή αδικημάτων, ή άλλης νομοτυπικής μορφής συμμετοχική δράση στην ισχυριζομένη υπεξαίρεση, καθιστά κατά τούτο την αγωγή αόριστη (νομική αοριστία). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς κατ`αποτέλεσμα με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας ως προς την δεύτερη εναγομένη, με αιτιολογίες που  συμπληρώνονται  εν μέρει  δια  των αιτιολογιών της παρούσης.  όσα δε  περί του αντιθέτου υποστηρίζονται με τον πρώτο λόγο εφεσεως είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Σημειούται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο διά της εκκαλουμένης σιγή απέρριψε  ως μη νόμιμη την επικουρική βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθόσον υποχρεωτικώς την ερεύνησε αφού αμφότερες οι αξιώσεις  τελούσαν υπό την  ενδοδιαδικαστική αίρεση της απορρίψεως της κυρίας βάσεως, η οποία και επληρώθη, αφού η αγωγή απερρίφθη ως αόριστη ως προς την δεύτερη εναγομένη και ως ουσιαστικά αβάσιμη ως προς τον πρώτο εναγόμενο. Κατά συνέπεια  για να εισαχθεί η υπόθεση στον δεύτερο βαθμό κατά τούτο, έπρεπε να υπάρξει ειδικός λόγος εφέσεως ως προς την επικουρική βάση  και μάλιστα για το ορισμένο του, εάν προεβάλετο, έπρεπε να εκτίθεται ποια διάταξη νόμου και κατά τίνα τρόπον παρεβιάσθη. Επειδή δεν εισάγεται  ειδικό παράπονο ως προς την επικουρική βάση, το Εφετείο δεν μπορεί να  ασχοληθεί με την επικουρική βάση ως προς αμφοτέρους τους εναγομένους. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν ήθελε εκτιμηθεί ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο άφησε τα σχετικά αιτήματα αδίκαστα και πάλι θα έπρεπε,  αφού η παράλειψη αυτή θα συγκροτούσε λόγο αναιρέσεως, και συνακολούθως λόγο εφέσεως, η εκκαλουμένη να πληγεί με σχετικό λόγο εφέσεως, ο οποίος δεν προβάλλεται.

Από  την προσήκουσα εκτίμηση  όλων ανεξαιρέτως των μετ’ επικλήσεως νομίμως προσκομιζομένων υπό των διαδίκων εγγράφων, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη (άρθρα 432 επ. ΚΠολΔ) είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 § 3, 339, 395 ΚΠολΔ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικότερα στη συνέχεια, χωρίς να έχει παραλειφθεί οποιοδήποτε από αυτά (έγγραφα) για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες μετ’ επικλήσεως από τούς διαδίκους ποινικές και πολιτικές αποφάσεις, βουλεύματα, που επίσης λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Ο ενάγων είναι Πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος των ναυτικών εταιρειών με τις επωνυμίες «……..» και «…………».  Οι εν λόγω εταιρείες  είχαν σοβαρές εκκρεμότητες με την ……….., που έχρηζαν διευθέτησης, όπως η μη υποβολή δηλώσεων ΦΠΑ  και η μη πληρωμή δόσεων ΦΠΑ εκ μέρους του ενάγοντος.  Ο εναγόμενος είναι υπάλληλος του  Υπουργείου …… υπηρετουσε στην ….. Πειραιά,  έχει αναπτύξει συνδικαλιστική δράση ως μέλος και Πρόεδρος της ……………, μετέπειτα  δε ίδρυσε την ………… Τον εναγόμενο σύστησε στον ενάγοντα. κατά την διάρκεια κοινωνικής εκδήλωσης  η ……………, η οποία  προσέφερε υπηρεσίες σε εταιρείες συμφερόντων του ενάγοντος  και  γνώριζε τον εναγόμενο από την εργασία του και την συνδικαλιστική του δράση και  ακολούθως  ο ενάγων  συνέδραμε με χορηγίες την …………..  Ο ενάγων ισχυρίζεται με την αγωγή του ότι ο εναγόμενος  αναλάμβανε πέραν της εργασίας του στο Υπουργείο Οικονομικών την διεκπεραίωση φορολογικών υποθέσεων έναντι αμοιβής. ότι για τον λόγο αυτόν συνήψαν σύμβαση εντολής δυνάμει της οποίας ο ενάγων του ανέθεσε την διεκπεραίωση των φορολογικών υποθέσεων των εταιρειών του έναντι αμοιβής 13.000,00 ευρώ,  ότι  κατόπιν παροτρύνσεως του εναγομένου  τον Φεβρουάριο του 2013 υπέβαλε αίτηση στην …………, ώστε να υποβληθεί σε έλεγχο η ναυτική εταιρεία  με την επωνυμία  «…………» και ότι  ο εναγόμενος του ανέφερε ότι  προς αποφυγή επιβάρυνσης των οφειλομένων ποσών με προσαυξήσεις της τάξης του 120% έπρεπε να προεξοφληθούν οι φόροι, ότι για τον λόγο αυτόν περί τις αρχές Ιουλίου του 2013 ο ενάγων κατέβαλε στον εναγόμενο παρουσία των μαρτύρων …….. και …………..  σε καφετερια στον Πειραιά  το ποσό των 80.000 ευρώ και στην συνέχεια τον Οκτώβριο του 2013  του κατέβαλε επισης σε καφετέρια στον Πειραιά  το ποσό των 60.000,00 ευρώ παρουσία των ίδιων μαρτύρων και ότι εν τέλει ο εναγόμενος παρακράτησε  τα ως άνω ποσά και  ουδεμία καταβολή είχε λάβει χώρα στην Δ.Ο.Υ πλοίων για λογαριασμό των εταιρειών. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν αποδείχθηκαν. Συμφωνα με την  φορολογική νομοθεσία, προβλέπεται μία συγκεκριμένη  τυπικη διαδικασία, κατά την οποία πραγματοποιούνται οι καταβολές οφειλών από τους φορολογούμενους προς τις αρμοδιες Δ.Ο.Υ.  Συγκεκριμένα. σύμφωνα με το άρθρο 1 της ΠΟΛ 1212/14-12-2012  «Η πληρωμή των βεβαιωμένων στις Δ.Ο.Υ. ατομικών οφειλών  (φυσικών ή μη  προσώπων) και όσων από  αυτές τελούν σε διευκολυνση τμηματικής καταβολής ή νομοθετική ρύθμιση, διενεργείται σε πιστωτικά ιδρύματα ή στα ΕΛ.ΤΑ. με την χρήση μοναδικού κωδικού, ο οποίος ονομάζεται «ταυτότητα οφειλής» (Τ.Ο) και «ταυτότητα ρυθμισμένης οφειλής» (Τ.Ρ.Ο.) αντίστοιχα. Σε κάθε βεβαιωμένο στις Δ.Ο.Υ. χρέος αντιστοιχεί μία ταυτότητα οφειλής..» …. «Με τους ανωτέρω κωδικούς  ο φορολογούμενος δύναται να καταβάλει είτε το συνολο, είτε μέρος της οφειλής του ή των δόσεων αποπληρωμής αυτής».  Περαιτέρω, σύμφωνα με την ΠΟΛ 1056/11-5-2010, που ίσχυε κατά τον επίδικο χρονο. «Οφειλές προς το Δημόσιο από οποιαδήποτε αιτία από εταιρείες ή ενώσεις προσώπων, που ασκούν  επιχείρηση ή επαγγελμα καθώς και φυσικά πρόσωπα, που ασκούν επιτήδευμα κατά τις  διατάξεις του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων, καταβάλλονται υποχρεωτικά με επιταγές, εφόσον το προς καταβολή ανά ημερα σε Δημόσια Οικονομική Υπηρεσία  (Δ.Ο.Υ.) υπερβαίνει συνολικά τα 250 ευρώ». Επομένως,  δεδομένου ότι κατ’ εκείνο τον χρόνο οι εξοφλήσεις  οφειλών προς τις Δ.Ο.Υ εγίνοντο με δόση τραπεζικής επιταγής,  δεν υπήρχε κανένας απολύτως λόγος  να γίνει καταβολή  από τον ενάγοντα  στον εναγόμενο τοις μετρητοις τοσο σημαντικών  χρηματικών  ποσών   προς εξόφληση χρεών στην  Δ Ο Υ ………, για την αναληψη των οποίων κανένα τραπεζικό παραστατικό δεν προσκόμισε (ο ενάγων), αφου οποιαδήποτε οφειλή των ναυτικών εταιρειων συμφερόντων  του εναγοντος  θα έπρεπε υποχρεωτικά να εξοφληθεί με τραπεζικες επιταγές, γεγονός  το οποίο είναι γνωστό στους επιχειρηματίες με την επαγγελματική εμπειρία του εναγοντος.  Μάλιστα ο ίδιος ο ενάγων ανέφερε ενώπιον της Ανακρίτριας στην από 13-12-2017 ανωμοτί εξέτασή του «Για την πληρωμή στην Εφορία η λογίστρια πάντα είχε εξουσιοδότηση για να κόψει τραπεζικές επιταγες υπέρ Δ.Ο.Υ.».  Ο αγωγικος ισχυρισμός ότι ο ενάγων  παρέδωσε τα ανωτερω ποσά στον εναγόμενο  στα πλαισια εντολής για να καταβληθουν στην Δ.Ο.Υ δεν απεδείχθη. ακομη περισσότερο,  αφου δεν συνετάγη έγγραφο περι αυτου παρ΄  ότι αφορα σημαντικα ποσά  και δεν υπαρχει μεταξύ των διαδικων μία από τις σχεσεις του 394 ΚΠολΔ. που να δικαιολογεί την ανυπαρξία εγγραφου. Σε κάθε όμως περίπτωση είναι διδαγμα της κοινης πείρας ότι  ο εναγων, ο  οποίος διοικει επιχειρήσεις   και αναγκαιως συνεπικουρείται  στην επιχειρηματική του δραστηριότηα από νομικούς παραστάτες  – δικηγορους και λογιστες, εγνώριζε ότι  ποσα τόσο μεγάλου ύψους για την πληρωμή προς το Δημόσιο δεν επιτρεπεται να διακινούνται  παρά μονον μεσω του τραπεζικού συστήματος  και όχι δια μετρητών. Η κρίση αυτή  του Δικαστηριου επιρρωνύεται από το ότι διενεργηθηκε έλεγχος περιουσιακής κατάστασης του εναγομενου για το χρονικό διάστημα των ετων 2005  έως  και 2014 από την Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων δυνάμει της υπ’ αριθ. Δ.ΕΣ.ΥΠ.  131384 ΕΞ ΕΜΠ/Φ.β 459/22-9-2015 εντολής. μετά την διενέργεια του οποίου   διαπιστώθηκε ότι τα έσοδα, οι δαπάνες και οι τραπεζικές καταθέσεις του εναγομένου προέρχονται  από εμφανείς πόρους, που αποκτήθηκαν νόμιμα. Επιπλέον κατά την διενέργεια της κυρίας ανάκρισης (μετά από άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος του για κακουργηματική υπεξαίρεση και παθητική δωροδοκία),  έγινε άρση του τραπεζικού απορρήτου και ζήτηθηκαν από την Τράπεζα της Ελλάδος  (Διεύθυνση Επιθεώρησης Εποπτευομένων Εταιρειών) το  περιεχόμενο και οι κινήσεις από 1-1-2013 έως 18-12-2017 των πάσης  φύσεως  α) λογαριασμών (ατομικών ή κοινών) σε ευρώ και συνάλλαγμα, β) των προϊόντων χορηγήσεων και δανείων (επαγγελματικών, στεγαστικών. καταναλωτικών) γ) πιστωτικών  και χρεωστικών καρτών, δ) τραπεζικών προϊόντων συμπεριλαμβανομένων μεταξύ άλλων. επενδυτικών, χρηματιστηριακών και τραπεζοασφαλιστικών στοιχείων, αξιών. τίτλων, χαρτοφυλακιων, παράγωγων προϊόντων, λογαριασμών και στοιχείων χρηματοδοτικής μίσθωσης, factoring, μεριδίων αμοιβαιων κεφαλαίων, πάσης φύσεως ομολόγων και εντόκων γραμματίων, repos καθώς και ε) τυχόν κεφαλαίων, που έχει λάβει  η αποστείλει από/ στο εξωτερικό μέσω πάσης φύσεως εντολών, εμβασμάτων, καναλιών ηλεκτρονικού  χρήματος. Από την σχετική δε έρευνα   δεν απεδείχθη καμία ύποπτη εκ μέρους  του εναγομένου συναλλαγή. Μάλιστα στην από 22-1-2018 επιστολή της Τράπεζας της Ελλάδος αναφέρεται ότι «κατόπιν σχετικής έρευνας που διενεργήθηκε. δεν βρέθηκαν στοιχεία ότι το φυσικό πρόσωπο που αναφέρεται σε αυτό τηρούσε οποιασδήποτε μορφής λογαριασμό στην Τράπεζα της Ελλάδος. ή είχε αποστείλει η δεχθεί εμβάσματα από η προς τραπεζικά ιδρύματα του εσωτερικού ή του εξωτερικού. μέσω της Τραπεζας της Ελλάδος.  για το χρονικο διάστημα που αναφέρεται».   Ο εναγων δεν προσκομισε κανένα σχετικό τραπεζικο παραστατικό ανάληψης των ως άνω αναφερομένων  σημαντικών ποσών από τραπεζικό ίδρυμα. Και ναι μεν  προς απόδειξη των ισχυρισμών του  προσκομίζει την δοθείσα ενώπιον της Β Ανακρίτριας Πειραιως στις 13-12-2017 μαρτυρική κατάθεση του  ………….   ο οποίος  κατέθεσε σχετικώς  ότι  ήταν μαζί με τον εναγόντα   όταν ο τελευταίος ανέλαβε το ποσό των 110.000,00 ευρώ  από την Τράπεζα  προκειμένου  να δοθει το ποσό των 80.000,00 ευρω στον εναγομενο. ωστόσο η μαρτυρική αυτή κατάθεση δεν ενισχύεται από άλλα έγγραφα αποδεικτικά μέσα, καθόσον  κανένα σχετικό τραπεζικο παραστατικό δεν προσκόμισε ο ενάγων από το οποίο να αποδεικνύεται η  ανάληψη ενός τέτοιου ποσού από τραπεζικό λογαριασμο,  δεδομένου μάλιστα  ότι η ανάληψη  τόσο υψηλών  χρηματικών ποσών από ανωνυμη τραπεζική εταιρεία υπόκειται και σε πρόσθετες διατυπώσεις.   Ο ισχυρισμος επισης του ενάγοντος ότι τα χρήματα εδόθησαν στον εναγόμενο παρουσία της …………. δεν απεδείχθη, καθόσον η …………εξεταζόμενη ενώπιον της Β’ Ανακρίτριας Πειραιώς κατά την κυρία ανάκριση στις 13-12-2017, κατεθεσε ότι δεν ήταν ποτε παρούσα σε συνάντηση κατά την οποία  να έδωσε  ο ενάγων  χρηματα στον εναγόμενο. Και ναι μεν η …….  αρχικά στην υπ’ αριθ.  ……/5-10-2015 ένορκη βεβαίωσή της. ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, είχε επιβεβαιώσει τον αγωγικό ισχυρισμό ότι τα χρήματα καταβλήθηκαν παρουσία της. πλην όμως στα πλαισια της  κυρίας ανακρίσεως που ακολούθησε. κατέθεσε  στις 13-12-2017 ενώπιον της Β Ανακριτριας ότι  «αυτήν την ένορκη βεβαίωση με ανάγκασε ο κ. ….. να την κάνω απειλώντας με ότι θα με βγάλει εκτός πορείας» δηλαδή  την  ως άνω ένορκη βεβαίωσή της έδωσε τελώντας σε καθεστώς εξάρτησης  από τον ενάγοντα, δεδομένου ότι  μέχρι τον Ιανουάριο του 2017 παρείχε υπηρεσίες  σε εταιρείες συμφεροντων του ενάγοντος. Προσκομίζει επίσης ο ενάγων  για την απόδειξη των ισχυρισμών του, ότι κατέβαλε τα ως άνω αναφερόμενα χρήματα στον   εναγόμενο.την κατάθεση της κορης του …….. ενώπιον του Β Τριμελους Πλημμελειοδικειου Πειραιως  κατά την δικάσιμο της 17ης Ιουλίου  2019   (υπ’ αριθ. 2382/2019 απόφαση του άνω Δικαστηρίου), η εν λόγω μάρτυς, όμως. δεν  είχε άμεση και  ιδίαν αντίληψη, και όσα κατέθεσε περί της καταβολής χρημάτων στον εναγόμενο τα πληροφορήθηκε από τον ιδιον τον ενάγοντα. Αντιβαίνει δε στα διδάγματα της κοινής πείρας, ο εναγόμενος, ο οποίος τυγχάνει νόμιμος εκπρόσωπος  ναυτικών εταιρείων και διαχειρίζεται ως εκ της ιδιότητάς του  μεγάλα χρηματικά ποσα για λογαριασμό των άνω εταιρειών με γνώσεις και εμπειρία στο επιχειρείν, να κατέβαλε τοις μετρητοίς τόσο σημαντικά  ποσά στον εναγόμενο  άνευ εγγράφου αποδείξεως  και μάλιστα σε δημόσιο χώρο (εντός καφετέριας).     Περαιτέρω ο εναγόμενος επαναφέρει τον ισχυρισμο. τον οποίον επεχείρησε να εξειδικεύσει το πρώτον με την προσθηκη στις  προτάσεις του πρώτου βαθμού, ότι α) ακόμη  κι αν  ο εναγόμενος δεν ελαβε χρηματα από τον ενάγοντα, το γεγονος ότι ήλθε σε επαφή μαζί του και δέχθηκε να αναλάβει την τακτοποιηση των φορολογικών εκκρεμοτήτων των εταιρειών του  προσφέροντάς του τις υπηρεσίες του συνιστά παράβαση καθήκοντος (259 ΠΚ) και παράβαση των διατάξεων του άρθρου 56 παρ. 3 του Ν. 2965/1992. καθως και ότι  β), ακόμη κι αν ο εναγόμενος  δεν έλαβε χρήματα,  το γεγονός ότι ζήτησε  να λάβει από τον ενάγοντα τα παραπάνω ποσά, συνιστά το αδίκημα της παθητικής δωροδοκίας (235 ΠΚ).Από τα αυτά ως άνω αποδεικτικά μέσα δεν απεδείχθη ότι ο εναγομένος ανελαβε την διεκπεραιωση των φορολογικών υποθεσεων του εναγοντος  και ότι υπέπεσε σε παραβαση καθηκοντος, ούτε απεδείχθη  ότι ζητησε από τον ενάγοντα τα παραπάνω ποσά. Τουναντιον απεδείχθη ότι ο ενάγων προσέγγισε τον εναγόμενο ζητώντας του φορτικά να παρέμβει υπερ του στη Δ.Ο.Υ. ……. προκειμενου να διευθετηθούν  οι φορολογικές εκκρεμοτητες των  εταιρειών του. Οι οχλήσεις μάλιστα  αυτές έγιναν εντονότερες τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο του έτους 2015 όταν ο ενάγων πληροφορήθηκε ότι η τοτε συντροφός του και νυν σύζυγός του, …….., υπάλληλος του Υπουργειου …… αποσπάσθηκε στο γραφειο του τότε  Αναπληρωτή Υπουργου …… οπότε ο ενάγων θεωρησε ότι ο εναγόμενος είχε αποκτήσει μεγαλύτερη επιρροή που θα του επέτρεπε  να  παρέμβει υπερ του σην Δ.Ο.Υ ……. για την διευθέτηση των φορολογικών του εκκρεμοτήτων. Λόγω της φορτικής αυτης συμπεριφοράς αυτής του ενάγοντος ο εναγόμενος αναγκάσθηκε να απευθυνθεί  στον Εισαγγελέα Υπηρεσίας στην Εισαγγελία Πρωτοδικών Πειραιά στις 14-7-2015  και να εκφράσει παράπονα σε βάρος του ενάγοντος.για τις   τηλεφωνικές κλησεις και μηνύματα που εδέχθη   στο τηλέφωνό του  από τον ενάγοντα στις 6-7/7/2015 με περιεχόμενο απειλητικο, εξυβριστικό και εκβιαστικό προς το πρόσωπό του και τους οικειους του καθώς και  για τα συκοφαντικά σχόλια από τον εναγόμενο σε βάρος του προς τρίτους. Ακολούθως εκδόθηκε η υπ’ αριθ.  ……. παραγγελία της Εισαγγελως Πρωτοδικων  Πειραιά με την οποία δόθηκε  εντολή προς το Αστυνομικό Τμήμα Περάματος να γίνουν συστάσεις προς τον ενάγοντα για την διευθέτηση της διαφοράς.   Σημειούται ότι  ο εναγόμενος έχει απαλλαγεί για την πράξη της κακουργηματικής υπεξαίρεσης  και παθητικής δωροδοκίας δυνάμει του ήδη αμετάκλητου υπ’ αριθ. 85/2015 βουλεύματος του  Συμβουλίου Εφετών Πειραιώς, ενώ κρίθηκε ομόφωνα αθώος από το Πειθαρχικό Συμβούλιο της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων στις 20.1.2020. Σημειούται. επίσης ότι με την υπ’ αριθ. 2382/2019 απόφαση του Β Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς,  ο ενάγων αθώωθηκε αμετακλητως κατά πλειοψηφία   για το αδίκημα της  ψευδούς καταμηνύσεως και της ηθικής αυτουργίας σε ψευδορκία μαρτυρα εν σχέση με τα περιστατικά που διαλαμβάνονται  και στην αγωγή του, το δεδικασμένο,  όμως της ποινικής αυτής αποφάσεως δεν δεσμεύει την πολιτική δίκη, εάν το πολιτικό Δικαστήριο από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά μέσα καταλήξει σε διαφορετική κρίση, όπως εν προκειμένω. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω   ο ενάγων, ο οποίος είχε το σχετικό βάρος αποδείξεως  δεν απέδειξε  ότι ο εναγόμενος ανέλαβε ως εντολοδόχος την διεκπεραίωση του φορολογικών υποθέσεων του εναγοντος και ότι στα πλαίσια αυτής ζήτησε και  έλαβε από τον ενάγοντα τα αναφερόμενα στην αγωγή χρηματικά ποσά. τα οποία παρακράτησε. Επομένως η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη ως προς τον πρώτο  εναγόμενο. Το πρωτοβαθμιο Δικαστήριο κατά το μέρος  που απέρριψε την αγωγή κατ’ ουσίαν ως προς τον πρώτο  εναγόμενο, ορθώς κατ` αποτέλεσμα έκρινε, με αιτιολογίες που αντικαθίστανται και συμπληρώνονται  εν μέρει δια των αιτιολογιών της παρούσης,  όσα δε περί του αντιθέτου υποστηρίζονται με τους συναφείς δεύτερο και τρίτο λογους εφέσεως είναι αβάσιμα και απορριπτέα.   Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθώς κατ`αποτέλεσμα με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την αγωγή και ως προς αμφοτέρους τους  εναγομένους, κατά τις ανωτέρω διακρίσεις. με αιτιολογίες που αντικαθίστανται και συμπληρώνονται εν μέρει κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα ανωτέρω δια των αιτιολογιών της παρούσης, όσα δε περί του αντιθέτου υποστηρίζονται με τους επί μέρους λόγους της υπό κρίση  εφέσεως. είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Επομένως, η υπό κρίση έφεση  πρέπει να απορριφθεί   στο σύνολό της, μετά μερική αντικατάσταση και  συμπλήρωση αιτιολογιών. Τέλος, πρέπει τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας. κατά παραδοχή του σχετικού νομίμου αιτήματος τους, να επιβληθούν σε βάρος του  εκκαλούντος.  λόγω της ήττας του (άρθρα 106, 176, 182 189 και 191 παρ. 2ΚΠολΔ) κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό,  μετά δε την απόρριψη της εφέσεως, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (495 παρ. 3 εδ. 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την έφεση αντιμωλίαν των  διαδίκων.

Δέχεται τύποις και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την υπό κρίση έφεση.

Επιβάλλει εις βάρος του    εκκαλούντος  την δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποίαν καθορίζει  για έκαστο των εναγόντων στο ποσό των χιλίων  (1000) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  30 Iουλίου  2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ