Αριθμός 425 /2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ναυτικό Τμήμα
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα E.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: …………….. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Διονύσιο Φαρμάκη.
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) …………… 2) ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρείας με την επωνυμία «………………….» και τον διακριτικό τίτλο «……………», η οποία εδρεύει στην ……. Αττικής (οδός ……………..) (ΑΦΜ ………) και εκπροσωπείται νόμιμα και 3) Αλληλοασφαλιστικού Οργανισμού Προστασίας και Αποζημίωσης με την επωνυμία «………….)», o οποίος εδρεύει στο ………… (οδός ……………), εκπροσωπείται νόμιμα και διατηρεί εξουσιοδοτημένο γραφείο για την Ελλάδα στην Πόλη του Πειραιώς (οδός …………), οι οποίοι εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Καρμέλα-Σπυριδούλα Μαυρόχη.
Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 29.12.2020 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../2020) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ 205/2025 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που θεώρησε τη δίκη επί της αγωγής αυτής καταργημένη.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 27.2.2025 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ………./2025-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ …………./2025) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 27.2.2025 και με αριθμό καταθέσεως δικογράφου …………./2025 έφεση της ενάγουσας κατά της με αριθμό 205/2025 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία (Διαδικασία άρθρων 1-465 Κ.ΠολΔ), φέρεται αρμοδίως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ενόψει και της ναυτικής φύσης της διαφοράς (άρθρα 19 και 31 παρ.1 του ΚΠολΔ, και 51 παρ.6 στοιχ. α΄ του N. 2172/1993), έχει ασκηθεί, σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ήτοι, μέσα στην προθεσμία των 30 ημερών από το χρόνο επίδοσης της εκκαλούμενης απόφασης, την 28.1.2025 για γνώση της και για τις νόμιμες συνέπειες, όπως προκύπτει από τη με αριθμό ………/28.1.2025 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……….., ενώ το δικόγραφο της υπό κρίση εφέσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος αυτήν πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την 27.2.2025, (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Συνεπώς, εφόσον για το παραδεκτό της συζήτησής της καταβλήθηκε το κατ` άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ` ΚΠολΔ. παράβολο του Ελληνικού Δημοσίου, με αριθμό ……………… αξίας 100 Ευρώ με το σχετικό παραστατικό πληρωμής σε συνδυασμό με τη δήλωση της εκκαλούσας ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 61 παρ. 3 του ν. 4194/2013 απαλλάσσεται από την υποχρέωση της προκαταβολής των εισφορών του άρθρου 61 παρ. 1 διότι παρέχει υπηρεσίες στον εαυτό της και δεν υποχρεούται σε έκδοση γραμματίου για την κατάθεση της εφέσεως, πρέπει αυτή (η έφεση) να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.
Η ενάγουσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 29.12.2020 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …………./30.12.2020 αγωγή της με την οποία για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους αιτήθηκε την καταψήφιση του συνολικού ποσού των 223.283,80 ευρώ. Η αγωγή αυτή με πράξη του προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς ορίστηκε για να συζητηθεί στο ακροατήριο κατά τη δικάσιμο της 15.2.2022. Ωστόσο κατά την τελευταία αυτή δικάσιμο η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώθηκε, η δε ενάγουσα ζήτησε τον προσδιορισμό νέας συζήτησης της υπόθεσης το πρώτον με την από 21.8.2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …………./14.9.2023 κλήση, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 26.11.2024 και επ’ αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη με αριθμό 205/2025 εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία θεωρήθηκε η ένδικη αγωγή ως μη ασκηθείσα, και ακολούθως στο διατακτικό ανεγράφη ότι η δίκη επί της αγωγής καταργήθηκε. Κατά της αποφάσεως αυτής η ενάγουσα, έχουσα έννομο συμφέρον, ως ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό διάδικος, άσκησε την υπό κρίση έφεση της, παραπονούμενη με το λόγο, που ειδικότερα εκτίθεται στο εφετήριο και συνιστά αιτίαση, η οποία εκτιμάται ότι ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 17 ΕισΝΚΠολΔ και 260 ΚΠολΔ από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Συγκεκριμένα η έφεση αποδίδει στην εκκαλούμενη την πλημμέλεια ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εσφαλμένα ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τις συγκεκριμένες δικονομικές διατάξεις, θεώρησε ότι συνέτρεχε περίπτωση διαγραφής της ένδικης υπόθεσης από το οικείο πινάκιο και μη άσκησης της ένδικης αγωγής, ενώ, εάν ερμήνευε ορθά τις εν λόγω διατάξεις, θα έπρεπε να εξετάσει την ουσιαστική βασιμότητα αυτής. Ακολούθως η εκκαλούσα αιτείται την παραδοχή της έφεσής της, ως βάσιμης, και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, έτσι ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η ένδικη υπόθεση, να γίνει δεκτή η σε βάρος των εναγόμενων ασκηθείσα αγωγή, με την επιδίκαση υπέρ αυτής των αγωγικών κονδυλίων και να καταδικαστούν αυτοί στη δικαστική δαπάνη της. Ο προαναφερόμενος λόγος είναι επαρκώς ορισμένος και δεκτικός δικαστικής αξιολόγησης και συνεπώς επειδή προβάλλεται παραδεκτά, πρέπει να εξεταστεί ως προς τη βασιμότητά του, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 260 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως αυτό ίσχυε μετά την αντικατάστασή του από την παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Λ’ 87/ 23.07. 2015) «Στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238, αν οι διάδικοι δεν λάβουν κανονικά μέρος στη δίκη, η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώνεται. Αν παρέλθουν εξήντα (60) ημέρες από τη ματαίωση χωρίς να ζητηθεί ο προσδιορισμός νέας συζήτησης, η υπόθεση διαγράφεται από το πινάκιο και η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα. Για τη νέα συζήτηση εφαρμόζονται αναλόγως οι προθεσμίες των άρθρων 215 παράγραφος 2 και 237 παράγραφοι 1 και 2». Με το συγκεκριμένο άρθρο ρυθμίσθηκαν οι συνέπειες της μη προσήκουσας συμμετοχής όλων των διαδίκων στη δίκη, που διεξάγεται κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Ειρηνοδικείου, του Μονομελούς ή του Πολυμελούς Δικαστηρίου, ενώ με σκοπό την εκκαθάριση των πινακίων από τις αδρανείς υποθέσεις, την ταχεία επίλυση της διαφοράς και την εξυπηρέτηση της ασφάλειας του δικαίου, ορίσθηκε ότι σε περίπτωση, κατά την οποία εάν μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από τη ματαίωση δεν επισπευστεί (από τον επιμελέστερο διάδικο) νέος προσδιορισμός για τη συζήτηση της υπόθεσης, τότε η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα και συνεπώς δεν παράγονται οι ουσιαστικού και δικονομικού συνέπειες [σ.σ. ο χρόνος με βάση τον οποίον υπολογίζεται η προθεσμία των εξήντα (60) ημερών αρχίζει από το χρόνο της τυπικής συζήτησης της αγωγής, κατά την οποία και κηρύσσεται η ματαίωση (άρθρο 237 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως αυτό ίσχυε μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), ενώ, ως προσδιορισμός της συζήτησης, νοείται η κατάθεση της κλήσης για τη νέα συζήτηση] [Δ. Δημητρίου, Ζητήματα από τη διακοπή (ή μη) της παραγραφής της επίδικης αξιώσεως μετά τις τροποποιήσεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με τον ν. 4335/2015 σε συλλογικό έργο τιμητικός τόμος Ν. Νικα 2018 = ΕΠολΔ 4/2016 321επ.], η οποία μπορεί να γίνει και με ηλεκτρονικά μέσα, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 119 παρ. 4 ΚΠολΔ. Οι προθεσμίες επίδοσης της κλήσης και κατάθεσης των προτάσεων και της προσθήκης είναι αυτές των άρθρων 215 παρ. 2 και 237 παρ. 1 και 2, τα οποία εφαρμόζονται αναλόγως. Έτσι, η κλήση πρέπει να επιδοθεί μέσα σε προθεσμία τριάντα ή εξήντα ημερών από τον προσδιορισμό της νέας συζήτησης και οι διάδικοι υποχρεούνται να καταθέσουν προτάσεις μέσα στην προθεσμία των εκατό ή εκατόν τριάντα ημερών από την ημερομηνία κατάθεσης της κλήσης, αντίστοιχα. Η ρύθμιση του άρθρου 260 ΚΠολΔ ισχύει, όπως ορίζει το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 των μεταβατικών διατάξεων του Ν. 4335/2015, από την 01.01.2016. Ειδικότερα, το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 των μεταβατικών διατάξεων του Ν. 4335/2015 ορίζει ότι:«Κατά τα λοιπά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις, η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από 01.01.2016». Εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη ειδική διάταξη περί της υπαγωγής στο ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 260 παρ.2 του ΚΠολΔ και των εκκρεμών αγωγών, πρέπει να ληφθεί υπόψη ο γενικός κανόνας διαχρονικού δικονομικού δικαίου του άρθρου 17 ΕισΝΚΠολΔ, σύμφωνα με τον οποίο: «Οι διατάξεις των άρθρων 226 έως 281, 296 και 297 ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στις αγωγές, που είναι εκκρεμείς κατά την εισαγωγή του”, εφόσον εισάγεται γενική αρχή δικονομικού δικαίου. Επιπλέον, η κρίση αυτή ενισχύεται από την αιτιολογική έκθεση του Ν 4335/2015, κατά την οποία η εν λόγω ρύθμιση θεσπίστηκε με σκοπό την εκκαθάριση των πινακίων από τις αδρανείς υποθέσεις, την ταχεία επίλυση της διαφοράς και την εξυπηρέτηση της ασφάλειας του δικαίου. Επίσης, κατά τη μεταβατικού δικαίου διάταξη του Ν. 4842/2021 (άρθ. 116 παρ. 1β), η ως άνω ρύθμιση του άρθρου 260 παρ. 2 ΚΠολΔ εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εκτός εάν η συζήτηση της αγωγής έχει ήδη ματαιωθεί, οπότε η προθεσμία των ενενήντα (90) ημερών αρχίζει από την έναρξη ισχύος του Ν. 4842/2021, δηλαδή την 01.01.2022 (Κλαμαρής/Κουσουλής/Πανταζόπουλος Πολιτική Δικονομία 4η έκδοση παρ. 35, σελ. 379=sakkoulosonline). Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του συγκεκριμένου άρθρου η παρ. 2 του άρθρου 260 ΚΠολΔ επεκτείνεται κατ’ αρχάς και στις δίκες των ειδικών διαδικασιών, διότι διαπιστώθηκε με στατιστικά στοιχεία από το Πρωτοδικείο Αθηνών, ότι σε ποσοστό σαράντα έως πενήντα τοις εκατό (40-50%) η συζήτηση των εγγραφεισών υποθέσεων ματαιώνεται. Η προθεσμία για την επαναφορά της υπόθεσης σε νέα συζήτηση αυξήθηκε από εξήντα (60) σε ενενήντα (90) ημέρες, προς διευκόλυνση των διαδίκων, λαμβανομένου υπόψη, ότι και με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η εξακρίβωση του ακριβούς αριθμού των εκκρεμών υποθέσεων κατ’ έτος. Συνεπώς, από την εν λόγω ρύθμιση συνάγεται η βούληση του Νομοθέτη να καταλάβει η διάταξη του άρθρου 260 παρ. 2 Κ. Πολ.Δ. και τις εκκρεμείς υποθέσεις, χρησιμοποιώντας ευρύτερο εννοιολογικό περιεχόμενο από αυτήν της αγωγής στις ειδικές διαδικασίες. Ωστόσο, απόκλιση από τη ρύθμιση αυτή για τις υποθέσεις, που εκδικάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1-465 Κ.Πολ.Δ., ήτοι για τις υποθέσεις της τακτικής διαδικασίας, δηλαδή, αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή πέραν του ότι αντίκειται στην αρχή της ενότητας του δικονομικού πλαισίου στο επίπεδο της διαγνωστικής δίκης θα δημιουργούσε πλείστα πρακτικά ζητήματα και ήταν αντίθετη με τη βούληση του Νομοθέτη, όπως αποτυπώνεται στις δικαιοπολιτικές επιλογές του για ασφάλεια δικαίου περί την απονομή δικαιοσύνης, αφού για δίκες με αντικείμενο τη διάγνωση ιδιωτικών δικαιωμάτων σε ένα τέτοιο δικονομικό στάδιο με ανάλογα ζητήματα θα ίσχυαν διαφορετικοί κανόνες. Έτσι, μολονότι δεν γίνεται ειδική πρόβλεψη σχετικά με το ζήτημα της εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 260 ΚΠολΔ στις εκκρεμείς δίκες, που αφορούν την τακτική διαδικασία, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η κατά τα παραπάνω νέα ρύθμιση καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς αγωγές. Κρίσιμη για την προθεσμία των 90 ημερών είναι μόνο η κατάθεση και όχι η επίδοση, ενώ αν δεν προσδιοριστεί νέα δικάσιμος κατά τα ανωτέρω η υπόθεση διαγράφεται από το πινάκιο και η δίκη θεωρείται καταργηθείσα (ΑΠ 1842/2024, ΑΠ 192/2024 δημ. νόμος). Συνεπώς, εφόσον η ένδικη υπόθεση εισήχθη να δικασθεί κατά τη δικάσιμο της με την κλήση της ενάγουσας- εκκαλούσας και η εκδίκασή της ματαιώθηκε, χωρίς να κατατεθεί νέα κλήση για προσδιορισμό εκ νέου της ένδικης υπόθεσης μέσα σε προθεσμία ενενήντα (90) ημερών από τη ματαίωση αυτής σύμφωνα με το με αριθμό ……/19.9.2022 πιστοποιητικό της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιώς …………. περί μη κατάθεσης δικογράφου κλήσης προς επαναφορά για νέα συζήτηση έως την 16.9.2022 (προσκ. σχετικο Γ), αλλά αντίθετα παρήλθε χρονικό διάστημα περίπου 19 μηνών αφότου επανήλθε η ένδικη υπόθεση προς εκδίκαση με την από 21.8.2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ……………/14.9.2023 κλήση, η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα, κατ’ εφαρμογή του προϊσχύοντος άρθρου 260 ΚΠολΔ. Να σημειωθεί ότι δεν τίθεται θέμα εφαρμογής του άρθρου 18 του ΕισΝΚΠολΔ όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εκκαλούσα, αφού αυτό αφορά την περάτωση, κατάργηση και διακοπή δίκης κατά τις διατάξεις των άρθρων 286 έως 312 του ΚΠολΔ. Τέλος το γεγονός ότι δεν είχε εκδοθεί πράξη του Προέδρου του Δικαστηρίου περί διαγραφής από το πινάκιο δεν θεραπεύει την παρέλευση της 90ημερης προθεσμίας εντός της οποίας ο επιμελέστερος των διαδίκων έπρεπε να είχε επαναφέρει την υπόθεση προς συζήτηση, σύμφωνα με την τελολογική ερμηνεία της διατάξεως που εκφράστηκε ρητά στην προαναφερόμενη αιτιολογική έκθεση της διάταξης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση, προέβη σε ανάλογες παραδοχές και κρίνοντας όμοια έκρινε την ένδικη αγωγή ως μη ασκηθείσα και στη συνέχεια ανέγραψε στο διατακτικό της ότι θεωρεί τη δίκη επί της αγωγής καταργημένη, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το Νόμο, προσδίδοντας στους εφαρμοστέους κανόνες δικονομικού δικαίου το προσήκον και αληθές περιεχόμενο παρά τα όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζει η εκκαλούσα με το μοναδικό λόγο της κρινόμενης εφέσεως ισχυριζόμενη ότι η διάταξη του άρθρο 260 παρ. 2 του ΚΠολΔ και η μεταβατικού δικαίου του άρθρου 116 παρ. 1β του ν. 4842/2021 είμαι αντισυνταγματικές άλλως ανενεργείς διότι η προθεσμία των 90 ημερών είναι εξαιρετικά σύντομη που στην ουσία στερεί από το διάδικο το δικαίωμα να επαναφέρει τη συζήτηση της αγωγής, κρίνονται αβάσιμα και ως εκ τούτου απορριπτέα. Κατόπιν τούτων και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς εξέταση, η έφεση πρέπει να απορριφθεί. Τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν, μεταξύ των διαδίκων, καθόσον κρίνεται ότι υπήρξε ιδιαίτερη δυσχέρεια στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν στην ένδικη υπόθεση (άρθρα 182 παρ. 2, 183, και 179 περ. β’ του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, εφόσον η έφεση απορρίπτεται, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ., που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου με αριθμό ………….. αξίας 100 Ευρώ, που καταβλήθηκε από την εκκαλούσα κατά την άσκηση της υπό κρίση έφεσης, κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων επί της από 27.2.2025 και με αριθμό καταθέσεως δικογράφου …………../2025 έφεσης κατά της με αριθμό 205/2025 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτή κατ’ ουσίαν.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου με αριθμό …………… αξίας εκατό (100) Ευρώ, που καταβλήθηκε από την εκκαλούσα κατά την άσκηση της έφεσης
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, την 1η Ιουλίου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ