Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 426/2025

Αριθμός    426 /2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα    

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  ……………,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ:  Ναυτικής εταιρείας με την επωνυμία «……………» που εδρεύει στον Πειραιά Ν. Αττικής (………….) και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ: ………, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Μαρία Λειβιδιώτου-Σαξώνη.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ : 1) Της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «……..» (όπως μετονομάστηκε η ανώνυμη εταιρεία «……….» (πρώην επωνυμία «…………..»), δυνάμει της από 04.06.2024 απόφασης της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της περί τροποποίησης του άρθρου 1 του καταστατικού της, η οποία (τροποποίηση) εγκρίθηκε με την υπ’ αριθ. 3302137/ΑΠ/12.6.2024 απόφαση της Δ/νσης Εταιρειών του Υπουργείου Ανάπτυξης, που καταχωρίσθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. την 12.6.2024 με κωδικό αριθμό καταχώρισης 4218622, όπως προκύπτει από την υπ’ αριθ. πρωτ. 3302137/12.6.2024 ανακοίνωση καταχώρισης στο Γ.Ε.ΜΗ.], η οποία εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής, επί της οδού ………., και εκπροσωπείται νόμιμα [με Α.Φ.Μ. …………], οιονεί καθολικής διαδόχου της εταιρείας με την επωνυμία «………….», με διακριτικό τίτλο «…………..» και αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. ………., κατόπιν συγχώνευσης με απορρόφησή της δεύτερης από την πρώτη, δυνάμει της από 1.6.2017 απόφασης της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της απορροφώσας Α.Ε., της από 6.6.2017 απόφασης της Τακτικής Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της απορροφώμενης Α.Ε. και της υπ’ αριθ. ……./3-7-2017 πράξης της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……………, η οποία συγχώνευση εγκρίθηκε με τη με αριθμό πρωτοκόλλου …../6.7.2017 (ΑΛΑ: …-…) απόφαση της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου και Προστασίας Καταναλωτή, Γενική Διεύθυνση Αγοράς Διεύθυνση Εταιρειών και Γ.Ε.ΜΗ., Τμήμα Εισηγμένων Α.Ε. του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης και καταχωρίσθηκε την 6.7.2017 στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) με Κωδικό Αριθμό Καταχώρισης …… και αναρτήθηκε στο διαδίκτυο με αριθμό .-……., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Νικόλαο Σακκά (ΔΕ Μούσας) και  2) εταιρείας με την επωνυμία «…………….» (………..) που εδρεύει στην ………. Κύπρου και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία διατηρεί γραφεία στην Ελλάδα (………….), η οποία δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  29.12.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………/2021) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ 3605/2023  απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η  ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 25.1.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ  …………/2024- ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ……../2024) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρισταμένων διαδίκων,  αφού έλαβαν διαδοχικά τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Κατά τη διάταξη του άρθρου 524 του ΚΠολΔ: “1. Στη διαδικασία της δευτεροβάθμιας δίκης εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 227, 233 έως 269, 270 παράγραφοι 2, 4, 5 εδάφια α’ και β’, 6 και 271 έως 312. 2. Η προφορική συζήτηση κατά τις διατάξεις του άρθρου 270 είναι υποχρεωτική μόνο στην περίπτωση του άρθρου 528, στην οποία εφαρμόζονται όλες οι διατάξεις του άρθρου 270. Εφόσον η δίκη στον πρώτο βαθμό διεξήχθη αντιμωλία των διαδίκων, η κατάθεση των προτάσεων γίνεται έως την έναρξη της συζήτησης και η κατάθεση της προσθήκης σε αυτές έως τη δωδέκατη ώρα της τρίτης εργάσιμης ημέρας μετά τη συζήτηση. 3. Σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος εφαρμόζονται ως προς την έφεση οι διατάξεις για την ερημοδικία του ενάγοντος. Το ίδιο ισχύει σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσιβλήτου ως προς την αντέφεση. 4. Σε περίπτωση ερημοδικίας του εφεσιβλήτου, ως προς την έφεση η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος ως προς την αντέφεση. Ο παριστάμενος διάδικος υποχρεούται μέσα σε πέντε ημέρες από τη συζήτηση να προσκομίσει αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων του αντιδίκου του, που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα πρακτικά και τις εκθέσεις που λήφθηκαν κατ’ αυτήν. Διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η συζήτηση.” (ΑΠ 362/2023, ΑΠ 1244/2021, ΑΠ 1190/2014 δημ. νόμος). Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 271 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ που εφαρμόζεται στη δευτεροβάθμια δίκη, όπως προαναφέρθηκε: “1. Αν ο εναγόμενος δεν εμφανιστεί κατά τη συζήτηση ή εμφανιστεί αλλά δεν λάβει μέρος σε αυτήν κανονικά, το δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση επιδόθηκαν σε αυτόν νόμιμα και εμπρόθεσμα. 2. Αν η αγωγή και η κλήση για συζήτηση δεν επιδόθηκαν εμπρόθεσμα, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. Διαφορετικά συζητεί την υπόθεση ερήμην του εναγομένου.”

Στη συγκεκριμένη περίπτωση φέρεται για να συζητηθεί ενώπιον αυτού του δικαστηρίου η από 25.1.2024 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2024 και προσδιορισμού …………/2024 έφεση της εκκαλούσας ναυτικής εταιρίας με έδρα τον Πειραιά ηττηθείσας ενάγουσας κατά της με αριθμό 3605/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εξεδόθη κατά την τακτική διαδικασία από το ναυτικό τμήμα με τη δικονομική παρουσία της πρώτης εναγομένης ανώνυμης εταιρίας με έδρα το Μαρούσι και ερήμην της δεύτερης εναγομένης αλλοδαπής εταιρίας με έδρα την Κύπρο, το οποίο δίκασε επί της από 29.12.2021 με αριθμό κατάθεσης ……………./2021  αγωγής. Η έφεση αυτή είναι εμπρόθεσμη, καθώς ασκήθηκε εντός της προθεσμίας που ορίζεται στο άρθρο 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ, αφού η εκκαλουμένη κοινοποιήθηκε κατ’άρθρο 143 του ΚΠολΔ στην πληρεξουσία της ενάγουσας στις 8.1.2024 σύμφωνα με τη με αριθμό ………../2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών …………. και η κρινόμενη έφεση κατατέθηκε την 1.2.2024, αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) και παραδεκτώς αφού για το παραδεκτό της συζήτησης της κατατέθηκε το ηλεκτρονικό παράβολο με αριθμό ……………/2024 ποσού 100 ευρώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012 και το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016, σε συνδυασμό με τη με αριθμό ……….. προείσπραξη του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιώς, και συνεπώς η έφεση πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ουσία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του ενός και μοναδικού λόγου της κατά την ίδια διαδικασία κατά την οποία εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επειδή κατά την εκφώνηση της υπόθεση εκ του οικείου πινακίου δεν εμφανίστηκε η δεύτερη εφεσίβλητη αλλοδαπή εταιρία και η εκκαλούσα επικαλείται και προσκομίζει ως σχετικό Εφ3 το από 202.2024 αποδεικτικό επίδοσης του ιδιώτη επιδότη στο επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού ………….. αυτή θα δικαστεί ερήμην αλλά το δικαστήριο θα προχωρήσει σαν να ήταν παρούσα κατ’άρθρο 524 παρ. 4 του ΚΠολΔ, ενώ πρέπει να σημειωθεί ότι δεν παραστάθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και συνεπώς δεν υφίσταται υποχρέωση της αντιδίκου της να προσκομίσει τις προτάσεις της. Περαιτέρω δε, πρέπει να ορισθεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας (άρθρο 505 του ΚΠολΔ) από μέρους της.

Με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου από 29.12.2021 με αριθμό κατάθεσης …………./2021  αγωγή της, η ενάγουσα εξέθετε ότι είναι πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σηµαία Π/Κ Φ/Γ Μ, νηολογίου Πειραιώς …….. Ότι στο πλαίσιο της εµπορικής της δραστηριότητας και σε εκτέλεση διαδοχικών συµβάσεων έργου µε την κυρία του έργου  εταιρία με την επωνυμία «………..» της οποίας η πρώτη εναγόµενη είναι καθολική διάδοχος, μέσω της εντολοδόχου αυτής δεύτερης εναγομένης, απολιπομένης στον πρώτο βαθμό, εταιρίας µε την επωνυµία «…………….» ναυτικής πράκτορος και εμμέσου αντιπροσώπου της, ανέλαβε τη µεταφορά ποσοτήτων χύδην βωξίτη, τις οποίες έπρεπε να παραδώσει από τις εγκαταστασεις της φορτώτριας εταιρίας με την επωνυμία «……………….» από τα λιμάνια ….. και …………… Βοιωτίας. Ότι η αµοιβή της, ως αναδόχου, για την προσήκουσα και εµπρόθεσµη εκτέλεση της ως άνω θαλάσσιας µεταφοράς ορίστηκε ανά ταξίδι και ήταν ισόποση µε την αναγραφόµενη αξία του ναύλου πλέον του αναλογούντος ΦΠΑ εκ ποσοστού 23% επί της παρεχόµενης υπηρεσίας και ότι ρητά συμφωνήθηκε ότι η πληρωµή της συµφωνηθείσας αµοιβής θα γινόταν δια της παρένθετης αντιπροσώπου της, δεύτερης εναγόµενης, και θα καταβαλλόταν ως ισόποση αξία «ναύλου»  στον τηρούµενο λογαριασµό της οποίας η προαναφερόμενη κυρία του έργου πίστωνε το ισόποσο της αµοιβής της (ενάγουσας). Ότι πράγματι εξεδόθησαν οι αναφερόμενες στην αγωγή 20 φορτωτικές και επισημάνθηκε σε αυτές ότι  : α) η τιµολόγηση θα γινόταν στη δικαιοπάροχο της πρώτης εναγόµενης, ως κυρίας του έργου, β) ο ναύλος θα πληρωνόταν από τη ναυλώτρια εταιρεία «…………», δεύτερη εναγόµενη και γ) υφίστατο απαλλαγή Φ.Π.Α. βάσει της ΑΥΑ αρ. 1103551/8478/ΠΟΛ.1262/2.8.1993. Ότι ωστόσο ουδέποτε η κυρία του έργου εταιρεία «……………» χορήγησε στην ίδια (ενάγουσα) βεβαίωση απαλλαγής Φ.Π.Α. επί του παρεχόµενου υπέρ αυτής ως άνω έργου βάσει των εκδοθεισών φορτωτικών, και, για τον λόγο αυτό η ίδια εξέδωσε τις με αριθμό … έως ……/03-10-2013 (συµπληρωµατικές) φορτωτικές, µε αναγραφόµενη αξία αποκλειστικά τον Φ.Π.Α. που αναλογούσε επί της αξίας εκάστης φορτωτικής εκτέλεσης του έργου και ότι έχει εποµένως η ίδια καταστεί υπόχρεη προς καταβολή του αναλογούντος Φ.Π.Α., τον οποίο η λήπτρια της παροχής αρνείται να της καταβάλει. Ότι για όλες τις ανωτέρω φορτωτικές είχε λάβει προς εξόφλησή τους έναντι του συνολικά οφειλόµενου ποσού των 449.164,45 ευρώ από την υπόχρεη κυρία του έργου, το ποσό των 365.174,35 ευρώ µε τµηµατικές καταβολές µέσω της δεύτερης εναγοµένης, και ότι υπολείπεται δε ποσό 83.990,10 ευρώ, πλέον των νοµίµων αυξήσεων Φ.Π.Α., ήτοι 1.5% επί του κύριου φόρου για κάθε µήνα καθυστέρησης από τον χρόνο έκδοσης εκάστης συµπληρωµατικής φορτωτικής. Ότι η «……………..» έχει συνοµολογήσει την παρεπόµενη αυτή υποχρέωσή της βάσει των µέχρι σήµερα καταβολών στις οποίες έχει προβεί προς εξόφληση της οφειλής της. Ακολούθως αιτήθηκε να αναγνωρισθεί ότι η πρώτη εναγοµένη, ως καθολική διάδοχος της εταρείας «…………….» οφείλει να της καταβάλει απευθείας στον τηρούµενο λογαριασµό της άλλως και όλως επικουρικώς µέσω του λογαριασµού της αντιπροσώπου της δεύτερης εναγοµένης, το ποσό των 83.990,10 ευρώ, πλέον των νόµιµων προσαυξήσεων του Φ.Π.Α., ήτοι 1,5% επί του κύριου φόρου για κάθε µήνα καθυστέρησης από τον χρόνο έκδοσης (03-10-2013), σύµφωνα µε τα άρθρα 1, 2 του Ν. 2523/1997, άλλως από τον χρόνο οχλήσεώς (17- 02-2020), άλλως από την κοινοποίηση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αφού διαπίστωσε ότι για το παραδεκτό της συζήτησής της έλαβε χώρα η Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία Διαµεσολάβησης, σύµφωνα µε τις διατάξεις των άρθρων 6, 7 του Ν. 4620/2019, έκρινε ότι έχει υλική, τοπική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3, 25 παρ. 2 σε συνδυασµό µε το άρθρο 51 παρ. 3Α και Β ε’ του ν. 2172/1993 λόγω του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, και ακολούθως διεθνή αρµοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης που λόγω της έδρας της απολιπομένης δεύτερης εναγομένης εμφάνιζε στοιχεία αλλοδαπότητας. ΄Εκρινε εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο με βάση τις διατάξεις των άρθρων 25 παρ. 2 του ΑΚ και 4 παρ. 1α, 2 και 4 του κανονισμού ΕΕ 593/2008 και στη συνέχεια απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου την αγωγή, διότι διαπίστωσε ότι επί των ίδιων διαδίκων και της δικαιοπαρόχου της πρώτης εναγομένης εκδόθηκε ήδη αμετάκλητη απόφαση που ακύρωσε τη διαταγή πληρωμή που είχε εκδοθεί με βάση τις αναφερόμενες στην αγωγή φορτωτικές και τη σύμβαση ναυλώσεως. Κατά της απόφασης αυτής η ενάγουσα, έχουσα έννομο συμφέρον, ως ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό διάδικος, άσκησε την υπό κρίση έφεση της, παραπονούμενη με το λόγο, που ειδικότερα εκτίθεται στο εφετήριο και συνιστά αιτίαση, η οποία εκτιμάται ότι ανάγεται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 321επ., 325 παρ. 2. 331, 332 και 271 του ΚΠολΔ από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Συγκεκριμένα η έφεση αποδίδει στην εκκαλούμενη την πλημμέλεια ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εσφαλμένα ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τις συγκεκριμένες δικονομικές διατάξεις, απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου ενώ αφενός από την  δίκη επί της ανακοπής επί διαταγής πληρωμής δεν παράγεται δεδικασμένο σύμφωνα με απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου του 1997 (ολΑΠ 10/1997) και αφετέρου ότι ως προς τη δεύτερη εναγομένη, μη εμφανισθείσα αν και κληθείσα δεύτερη εφεσίβλητη, θα έπρεπε να είχε γίνει δεκτή η αγωγή λόγω του τεκμηρίου ομολογίας της αφού αυτή δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο ούτε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Ακολούθως η εκκαλούσα αιτείται την παραδοχή της έφεσής της, ως βάσιμης, και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, έτσι ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η ένδικη υπόθεση, να γίνει δεκτή η σε βάρος των εναγόμενων εταιριών ασκηθείσα αγωγή, με την επιδίκαση υπέρ αυτής του αγωγικού κονδυλίου και να καταδικαστούν αυτές στη δικαστική δαπάνη της. Ο προαναφερόμενος λόγος είναι επαρκώς ορισμένος και δεκτικός δικαστικής αξιολόγησης και συνεπώς επειδή προβάλλεται παραδεκτά, πρέπει να εξεταστεί ως προς τη βασιμότητά του, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.

Κατά τις διατάξεις των άρθρ. 321, 322, 324 και 331 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο, που πηγάζει κατά λογική αναγκαιότητα από το σκοπό της πολιτικής δίκης και αποτυπώνει το τέλος ενεργοποίησης του δικαιοδοτικού μηχανισμού, που τέθηκε σε κίνηση προκειμένου να αποκατασταθούν οι διαταραγμένες ισορροπίες στο χώρο του ουσιαστικού δικαίου, δηλαδή αποτελεί έννομη συνέπεια της δικαστικής απόφασης που διασφαλίζει τη δεσμευτικότητα του περιεχομένου της, απορρέει από τις τελεσίδικες αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων και εκτείνεται τόσο στο ουσιαστικό ζήτημα αναφορικά με έννομη σχέση που κρίθηκε ύστερα από άσκηση αγωγής, ανταγωγής, κύριας παρέμβασης ή ένστασης συμψηφισμού, όσο και στο δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε σε συνάρτηση με το ουσιαστικό ζήτημα, υπάρχει δε μεταξύ των ίδιων προσώπων με την ίδια ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε, κυρίως ή παρεμπιπτόντως, και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία καλύπτει δε όχι μόνο το δικαίωμα που κρίθηκε (την έννομη σχέση που διαγνώσθηκε), αλλά και την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση (υπό την έννοια των πραγματικών περιστατικών που ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσεως), καθώς και τη νομική αιτία (το νομικό χαρακτηρισμό) που το δικαστήριο έδωσε στα πραγματικά περιστατικά υπάγοντας τα στην οικεία διάταξη νόμου, την οποία εφάρμοσε, δηλαδή καλύπτει, ως ενιαίο όλον, ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό, όπως διατυπώνεται στην απόφαση (ΑΠ 1137/2006, ΑΠ 728/1996 ΑΠ 981/1993, ΑΠ 1019/1993). Tαυτότητα νομικής αιτίας υπάρχει όταν σε μεταγενέστερη δίκη ανακύπτει ως νομικό γεγονός παραγωγικό, τροποποιητικό ή καταργητικό της επίδικης έννομης σχέσης αυτό που στηρίζει ήδη τελεσίδικη απόφαση, δηλαδή απαιτείται ταυτότητα της διάταξης που συγκρότησε τη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της τελεσίδικης απόφασης προς τη διάταξη που επικαλείται ρητά ή σιωπηρά ο ενάγων προκειμένου να στηρίξει τη νέα του αγωγή, ενώ ταυτότητα ιστορικής αιτίας υπάρχει όταν τα περιστατικά που συγκροτούν το πραγματικό της νομικής διάταξης που εφαρμόστηκε σε προηγούμενη δίκη, είναι τα ίδια μ’ αυτά που συγκροτούν το πραγματικό της εφαρμοστέας και στη νέα δίκη νομικής διάταξης (ΑΠ 1198/1997). Η ταυτότητα, εξ άλλου, των προσώπων ως αναγκαία υποκειμενική προϋπόθεση για τη λειτουργική ενέργεια του δεδικασμένου είναι επακόλουθο του ισχύοντος στην πολιτική δίκη κατά το άρθρ. 106 ΚΠολΔ συζητητικού συστήματος και σημαίνει ότι το δεδικασμένο δεσμεύει μόνον τα πρόσωπα μεταξύ των οποίων κατά τα άρθρα 325 – 329 ΚΠολΔ ισχύει, και πάντως μόνον εφόσον αυτά βρίσκονται σε σχέση αντιδικίας και όχι ομοδικίας (ΑΠ 1025/1993 δημ. νόμος). Αποκλείεται έτσι η επέκταση του δεδικασμένου σε τρίτα πρόσωπα απλώς και μόνον επειδή η διαφορά τους είναι όμοια κατά την ιστορική και νομική αιτία της με το αντικείμενο δίκης στην οποία δεν μετείχαν και ούτε βέβαια είναι κατ’ αρχήν δυνατή η ανάλογη διεύρυνση των δεσμευόμενων από το δεδικασμένο προσώπων [βλ. και Κονδύλη, Το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ (2007) §29 σ.587 – 591]. Μάλιστα τα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου ισχύουν και ως προς τα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως με την απόφαση και καταλαμβάνονται από το δεδικασμένο της με τις προϋποθέσεις του άρθρ. 331 ΚΠολΔ, δηλαδή εφόσον αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος και το δικαστήριο ήταν υλικά αρμόδιο να αποφασίσει και για τα παρεμπίπτοντα αυτά ζητήματα. Κατά την έννοια αυτή το δεδικασμένο χαρακτηρίζεται σε όλες τις σχετικές περιπτώσεις ως ουσιαστικό σε αντιδιαστολή προς το τυπικό δεδικασμένο ή τελεσιδικία της απόφασης και καλύπτει ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό ως ενιαίο σύνολο (ΑΠ 1019/1993, 1137/2006), εμποδίζοντας να αμφισβητηθεί μεταξύ των αυτών προσώπων και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση που το στηρίζει, δηλαδή το σύνολο των έννομων συνεπειών που κρίθηκαν ότι απορρέουν από την έννομη σχέση και όχι τα πραγματικά γεγονότα που τη γέννησαν ή αναλόγως την κατέλυσαν. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, στο οποίο ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο που προκύπτει από την προηγούμενη τελεσίδικη απόφαση, λαμβάνοντας αυτό ως αμάχητη αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η άσκηση νέας αγωγής για το δικαίωμα που καλύπτεται από το δεδικασμένο (ne bis in idem), η οποία, αν παρόλα αυτά ασκηθεί, απορρίπτεται ως απαράδεκτη (βλ. ΑΠ 2028 / 2014 με περαιτέρω παραπομπές σε παλαιότερη νομολογία του ίδιο Δικαστηρίου: ΑΠ 47/2006, 613/2007, 522/2008, 249/2011,256/2011, 1286/2011). Εξαίρεση από τη διπλή αυτή δέσμευση δικαιολογείται όταν ο κρίσιμος για τη μεταγενέστερη δίκη χρόνος διέρρευσε υπό νομικό καθεστώς διαφορετικό από εκείνο που υπήρχε κατά τον κρίσιμο στην προηγούμενη δίκη χρόνο, κατά τον οποίο και κρίθηκε η επίδικη τότε απαίτηση, αφού στην περίπτωση αυτή δεν υπάρχει η αναγκαία για την ενεργοποίηση του δεδικασμένου ταυτότητα νομικής αιτίας (ΟλΑΠ 34/1992,  ΑΠ 128/2008) ή όταν στη μεταγενέστερη αγωγή γίνεται επίκληση νέων πραγματικών περιστατικών που συντελέστηκαν σε χρόνο που ήταν αδύνατη πλέον η παραδεκτή επίκλησή τους στο πλαίσιο της προηγούμενης δίκης (ΑΠ 1312/2006, 641/2008, 226/2001). Εξάλλου με τελεσίδικη απόφαση ισοδυναμεί και η διαταγή πληρωμής, η οποία έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, μετά την τελεσίδικη απόρριψη της ασκηθείσας ανακοπής, ή σε περίπτωση μη ασκήσεως ανακοπής, μετά την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας ασκήσεως της ανακοπής του άρθρου 633 παρ. 3 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 16/1996, ΑΠ 53/2004). Εάν οι λόγοι της ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής είναι μόνο τυπικοί, όπως η μη απόδειξη της απαίτησης και του ποσού αυτής εγγράφως, αντικείμενο της δίκης και κατά συνέπεια της δικαιοδοτικής κρίσης του δικαστηρίου, που δικάζει την ανακοπή, δεν καθίσταται και το ζήτημα της ύπαρξης ή μη της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής, αφού με μόνη τη διαπίστωση της βασιμότητας του τυπικού αυτού λόγου της ανακοπής γίνεται δεκτό το αίτημα αυτής και ακυρώνεται άνευ ετέρου η διαταγή πληρωμής. Στην περίπτωση αυτή για την παραδοχή της ανακοπής δεν αποτελεί προκριματικό ζήτημα η ύπαρξη της απαίτησης και ως εκ τούτου δεν ερευνάται παρεμπιπτόντως αυτό από το δικαστήριο της ανακοπής (ολΑΠ 10/1997). Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 321, 322, 324, 325 αριθ. 1, 330, 331, 632 και 933 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι αν με βάση τη διαταγή πληρωμής άρχισε η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως, ο οφειλέτης κατά του οποίου επισπεύδεται η εκτέλεση μπορεί να αμυνθεί, ασκώντας παράλληλα, ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου, αφενός την ανακοπή του άρθρου 632 κατά της διαταγής πληρωμής και αφετέρου την ανακοπή του άρθρου 933 κατά των πράξεων της εκτελέσεως, επικαλούμενος πλην άλλων και λόγους που αφορούν  την απαίτηση. Η δυνατότητα παράλληλης ασκήσεως των ως άνω ανακοπών επί εκτελέσεως της ίδιας διαταγής πληρωμής καθιστά αναγκαίο τον καθορισμό των λόγων ανακοπής, οι οποίοι καλύπτονται από το δεδικασμένο. Η παράλληλη επίκληση των ίδιων λόγων και ως αντιρρήσεων κατά της εκτελέσεως δεν αποκλείεται. Ο καθού η εκτέλεση οφειλέτης έχει τη δυνατότητα, όσο δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 633 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., να προτείνει με την ανακοπή του άρθρου 933 του ίδιου κώδικα όλους τους λόγους της ανακοπής κατά του κύρους της διαταγής πληρωμής ή της απαιτήσεως, χωρίς να δεσμεύεται από το άρθρο 330 Κ.Πολ.Δ., ή να περιορίζεται από οποιοδήποτε άλλο είδος εκπτώσεως. Στην περίπτωση που προβάλλεται  με την ανακοπή ορισμένη αντίρρηση κατά της απαιτήσεως, τότε ως κύριο μεν ζήτημα θεωρείται η ύπαρξη του δικαιώματος ακυρώσεως της διαταγής πληρωμής ή των πράξεων της επισπευδόμενης εκτελέσεως, προδικαστικό (331 Κ.Πολ.Δ.) δε η διάγνωση της ανυπαρξίας της απαιτήσεως. Κατά συνέπεια, εφόσον το ένα από τα δύο δικαστήρια που θα επιληφθούν της εκδικάσεως της μιας ανακοπής κρίνει τελεσιδίκως το ουσιαστικό κύρος της απαιτήσεως, απορρίπτοντας τις τυχόν προβληθείσες ενστάσεις, το εντεύθεν δεδικασμένο καταλαμβάνει και τη δίκη επί της άλλης ανακοπής, αφού το κριθέν ζήτημα της πλαστότητας και ανυπαρξίας της αιτίας, αφορούσε ενστάσεις, υπαγόταν στην καθ` ύλη αρμοδιότητα του κρίνοντος δικαστηρίου και αποτελούσε αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος, το οποίο είναι η ακύρωση της διαταγής πληρωμής ή της εκτελέσεως αντίστοιχα (ΑΠ 5/2003 δημ. νόμος). Τέλος σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 534 ΚΠολΔ, «αν το αιτιολογικό της απόφασης που έχει προσβληθεί με έφεση κρίνεται εσφαλμένο αλλά το διατακτικό της ορθό, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αντικαθιστά τις αιτιολογίες και απορρίπτει την έφεση». Και τούτο, διότι ουσιώδες μέρος της απόφασης είναι, κατά κανόνα, το διατακτικό της και όχι οι αιτιολογίες, χωρίς μάλιστα να είναι αναγκαίο το Εφετείο να αναφέρει ποιές αιτιολογίες του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ήταν εσφαλμένες και τις αντικατέστησε και ποιες ήταν ορθές (ΑΠ 1717/2009, δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου). Στην περίπτωση που οι αιτιολογίες είναι ελλιπείς τις συμπληρώνει (Α.Ο. Μήτσου σε Νκόλοαος Λεοντή Ένδικα μέσα και βοηθήματα στην πολιτική δίκη 2018, σελ.207, Σαμουήλ η Έφεση κατά τον ΚΠολΔ σελ. 443). Μετά την αντικατάσταση ή τη συμπλήρωση των αιτιολογιών της πρωτόδικης απόφασης από την απόφαση του Εφετείου, οι αιτιολογίες της πρωτόδικης απόφασης παύουν να ισχύουν και, κατά συνέπεια, δεν δημιουργείται από την τελευταία δεδικασμένο (ΑΠ 456/2018, ΑΠ 1127/2008, δημοσιευμένες στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση από την επισκόπηση των προσκομιζόμενων εγγράφων αποδεικνύεται ότι μεταξύ της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία ……………..” δικαιοπαρόχου της πρώτης εναγομένης, ήδη εφεσίβλητης, και της ενάγουσας ήδη εκκαλούσας εξεδόθη η με αριθμό 134/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία είναι αμετάκλητη σύμφωνα με το προσκομιζόμενο με αριθμό ………./2020 πιστοποιητικό. Με αυτή ακυρώθηκε η διαταγή πληρωμής που είχε εκδοθεί με βάση τις αναφερόμενες στην ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου φορτωτικές και κρίθηκε ότι η δικαιοπάροχος της πρώτης εναγομένης, η οποία είναι οιονεί καθολική διάδοχος αυτής κατόπιν συγχωνεύσεως δι’απορροφήσεως δυνάμει της από 1.6.2017 απόφασης της τακτικής γενικής συνέλευσης των μετόχων της απορροφώσας α.ε., της από 6.6.2017 απόφασης της γενικής συνέλευσης των μετόχων της απορροφούμενης εταιρίας και της με αριθμό ………../2017 πράξης της συμβολαιογράφου Αθηνών ………, η οποία συγχώνευση εγκρίθηκε με τη με αριθμό  75634/2017 απόφαση της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου και Προστασίας καταναλωτή της γενικής διεύθυνσης αγοράς διεύθυνση εταιριών και ΓΕΜΗ του τμήματος εισηγμένων αε του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης που καταχωρήθηκε στη μερίδα αμφότερων των εταιριών, δεν υποχρεούτο στην καταβολή του ναύλου και ακολούθως στην καταβολή της παρεπόμενης υποχρέωσης του ΦΠΑ.. Την ακύρωση της διαταγής πληρωμής με την παραπάνω απόφαση συνομολογεί η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, όπως αποδεικνύεται από το περιεχόμενο της αγωγής της. Περαιτέρω όμως ισχυρίζεται ότι εάν οι λόγοι της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής είναι τυπικοί, όπως η μη απόδειξη της απαίτησης και του ποσού αυτής εγγράφως αντικείμενο της δίκης του δικαστηρίου δεν καθίσταται και το ζήτημα της ύπαρξης ή μη της απαίτησης για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής και δεν αποτελεί αυτό προδικαστικό ζήτημα και για το λόγο αυτό δεν ερευνάται παρεμπιπτόντως από το δικαστήριο της ανακοπής, διότι το δεδικασμένο της απόφασης περιορίζεται μόνο στο δικονομικό ζήτημα του κύρους και της ισχύος ή μη της διαταγής πληρωμής, και συνεπώς η αιτίαση της εδράζεται στην από μέρους της άρνηση τόσο της θετικής όσο και της αρνητικής λειτουργίας του δεδικασμένου. Πρωτίστως να σημειωθεί ότι το δεδικασμένο δεν πηγάζει κατά κυριολεξία από τη διαταγή πληρωμής αλλά από την απόφαση η οποία απορρίπτει τη διαταγή πληρωμή (Κονδύλη το δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ σελ. 61). Όπως προαναφέρθηκε με την προαναφερόμενη αμετάκλητη απόφαση κρίθηκε ότι η εταιρίας της οποίας είναι οιονεί καθολική διάδοχος η πρώτη εφεσίβλητη δεν υποχρεούτο στην καταβολή του ναύλου και ακολούθως στην καταβολή της παρεπόμενης υποχρέωσης του ΦΠΑ. Επομένως στη δίκη αυτή, παρόλο που αυτή αφορούσε ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, κρίθηκε η ύπαρξη του δικαιώματος και συνεπώς κατ’άρθρο 325 αρ. 2 του ΚΠολΔ μεταξύ της πρώτης εφεσίβλητης και της εκκαλούσας υφίσταται η αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση του δεδικασμένου που εμποδίζει να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί (βλ. Κονδύλη το δεδικασμένο έναντι των διαδόχων σελ. 310, και ΑΠ 345/2006 αναφορικά με την οιονεί καθολική διάδοχο δημ. σε ιστοσελίδα ΑΠ). Σύμφωνα με το σκεπτικό του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου: “προκύπτει  από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, η ενάγουσα είχε επιτύχει, κατόπιν σχετικής αίτησής της κατά των εδώ εναγοµένων, την έκδοση της με αριθμό …………../2013 διαταγής πληρωµής του Δικαστή του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς για το ποσό των 123.012,01 ευρώ, οφειλοµένου εις ολόκληρον από τις εναγόµενες, µέρος δε του ποσού αυτού, ήτοι ποσό 83.990,11 ευρώ ερείδετο σε συµπληρωµατικές φορτωτικές που η ενάγουσα εξέδωσε και αντιστοιχούσαν στο ποσό του Φ.Π.Α. που αναλογούσε, κατά τους ισχυρισµούς της σε Φ.Π.Α. επί των ναύλων για τις αναφερόμενες στην αγωγή (είκοσι συνολικώς) θαλάσσιες µεταφορές ποσοτήτων βωξίτη, της οποίες η ενάγουσα επικαλέστηκε ότι πραγματοποίησε για λογαριασμό της ναυλώτριας δεύτερης εναγομένης. Η δικαιοπάροχος της πρώτης εναγοµένης εταιρεία «…………» άσκησε την από 29-11-2013 και µε αριθµό έκθεσης κατάθεσης …………../03-12-2013 ανακοπή της, στην οποία προέβαλε ως λόγο ανακοπής ότι οι ένδικες φορτωτικές εκδόθηκαν µονοµερώς από την εδώ ενάγουσα και δε φέρουν υπογραφή των εδώ εναγοµένων, ενώ από κανένα έγγραφο δεν αποδεικνύεται η ανάληψη ευθύνης τους από τις εν θέµατι φορτωτικές. Επ’ αυτής της ανακοπής εκδόθηκε η με αριθμό 134/2015 απόφαση του παρόντος δικαστηρίου με την οποία κρίθηκε ότι  δεν δύναται να  συναχθεί  ότι η ανακόπτουσα (την οποία διαδέχθηκε καθολικά η παρισταμένη πρώτη εναγομένη ήδη πρώτη εφεσίβλητη) τυγχάνει οφειλέτης των σε αυτές αναφερόµενων ποσών του ναύλου για τις επίδικες συµβάσεις µεταφοράς, καθόσον από το σώµα των φορτωτικών συνάγεται συµφωνία των συµβαλλοµένων στις επίδικες συµβάσεις µεταφοράς (εκναυλωτή/µεταφορέα – ναυλωτή/φορτωτή), περί ευθύνης της ναυλώτριας (δεύτερης εναγομένης εδώ μη παρισταμένης διότι δεν κλητεύθηκε δεύτερης εφεσίβλητης) προς καταβολή του ναύλου που ήταν η αντισυμβαλλόμενη της  εκναυλώτριας, στην επικαλούµενη στην αίτηση προς έκδοση της επίδικης διαταγής πληρωµής, από 02-05-2013 σύµβαση ναύλωσης και, συνακόλουθα, δεν προκύπτει από τα έγγραφα αν η εδώ ανακόπτουσα παραλήπτρια του φορτίου πρώτη εναγομένη, φέρει ευθύνη, ενόψει του ότι από το σώµα των φορτωτικών συνάγεται απόκλιση από τα οριζόµενα στην ενδοτικού δικαίου διάταξη του άρθρου 153 ΚΙΝΔ, ως προς την εις ολόκληρον ευθύνη της παραλήπτριας εδώ ανακόπτουσας, προς καταβολή του ναύλου. Αντίστοιχα, ούτε από το περιεχόµενο των λοιπών φορτωτικών, που αφορούν την οφειλή της εδώ ανακόπτουσας από Φ.Π.Α., δύναται να συναχθεί ότι η τελευταία ευθύνεται ως οφειλέτρια, καθόσον, αφενός µεν οι εν λόγω φορτωτικές εκδόθηκαν µονοµερώς από την καθ’ ης η ανακοπή και δε φέρουν υπογραφή (αποδοχή) της ανακόπτουσας περί την οφειλή των εκεί αναφερόµενων ποσών, αφετέρου δε οι φορτωτικές σε συµπλήρωση των οποίων εκδόθηκαν αυτές, φέρουν την αυτή ως άνω σηµείωση, ότι «ο ναύλος θα πληρωθεί από τη ……………..». Δηλαδή με την παραπάνω απόφαση δεν εξετάστηκαν μόνο τυπικοί λόγοι ανακοπής που αφορούσαν το κύρος της διαταγής πληρωμής, αλλά το δικαστήριο απασχολήθηκε και με την ύπαρξη της απαίτησης και συνεπώς κρίθηκε και η ανυπαρξία της απαίτησης και όχι απλά η ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, αφού κρίθηκε ότι η ……….. της οποίας οιονεί καθολική διάδοχης είναι η εφεσίβλητη, δεν οφείλει το ποσό των ναύλων και ως εκ τούτου δεν υποχρεούται σε καταβολή του αναλογούντος επί των ναύλων ΦΠΑ που είναι παρεπόμενη υποχρέωση σε σχέση με την καταβολή των ναύλων, και συνεπώς αβασίμως η εκκαλούσα παραπονείται για το ότι η αγωγή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου παρόλο που δεν ερευνήθηκε η ύπαρξη της απαίτησης. Εξάλλου η λειτουργία του δεδικασμένου θετική και αρνητική αναφέρεται όχι στο τι καταλαμβάνεται ή στο τι αποκλείεται από το δεδικασμένο, αλλά στο πως θα εκδηλωθεί η έννοια του δεδικασμένου σε μεταγενέστερη δίκη δηλαδή και σε παρεπόμενα αιτήματα, διότι αν αποκλειόταν η θετική ενέργεια του δεδικασμένου εκ της διαταγής πληρωμής αυτή η εκδοχή θα οδηγούσε σε αποτελέσματα μη σύμφωνα με το περί δικαίου συναίσθημα (Κονδύλης ο.π. σελ. 66, σημ. 18) αφού στην περίπτωση που κρινόταν εκ των υστέρων η απαίτηση και θεωρείται ανύπαρκτη με αποτέλεσμα να απορριφθούν παρεπόμενα αιτήματα όπως ΦΠΑ, τόκοι κλπ θα συνέβαινε το παράδοξο να υπάρχει ισχυρή διαταγή πληρωμής αλλά μεταγενέστερα να κρίνεται, αν δεν υφίστατο δέσμευση από τη θετική ενέργεια του δεδικασμένου, ότι η απαίτηση δεν υπάρχει. Ορθά επομένως ερμήνευσε τη διάταξη του άρθρου 325 του ΚΠολΔ το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου ως προς την πρώτη εναγομένη και τα όσα περί του αντιθέτου αναφέροντα στο πρώτο σκέλος του σχετικού λόγου έφεσης αναφορικά με την πρώτη εφεσίβλητη είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Περαιτέρω να αναφερθεί ότι η ενάγουσα είχε ασκήσει κατά της δικαιοπαρόχου της πρώτης εφεσίβλητης και της δεύτερης εφεσίβλητης τη με αριθμό …………./2015 αγωγή αιτούμενη υπόλοιπο ναύλων ύψους 24.191,45 ευρώ και φπα συνολικού ναύλου ύψους 83.990,10 ευρώ. Με τη με αριθμό 4277/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ήδη αμετάκλητη σύμφωνα με το με αριθμό ……/2020 προσκομιζόμενο ως σχετικό 21α σχετικό το πρώτο αίτημα κρίθηκε νομικά αβάσιμο διότι στην αγωγή αναφερόταν ότι η ναυλώτρια (δεύτερη εναγομένη αλλοδαπή εταιρία με έδρα τη Λεμεσό) ήταν διαφορετική από τη φορτώτρια στις συμβάσεις μεταφοράς με αποτέλεσμα να μη γεννάται ευθύνη κατ’άρθρο 153 του ΚΙΝΔ της παραλήπτριας. Συνακόλουθα το δεύτερο αίτημα περί καταβολής ΦΠΑ ύψους 83.990,10 ευρώ κρίθηκε απορριπτέο λόγω αοριστίας, διότι δεν καθίστατο σαφές στην αγωγή εάν η ενάγουσα αιτήθηκε το ΦΠΑ από την παραλήπτρια του φορτίου πρώτη εναγομένη ή τη ναυλώτρια δεύτερη εναγομένη που δεν αναφερόταν ως συμβαλλόμενο πρόσωπο στις φορτωτικές. Στη συνέχεια το Δικαστήριο με την προαναφερόμενη ήδη αμετακλητη απόφαση δέχθηκε κατ’ουσία κατά ένα μέρος μόνο την αγωγή ως προς τη δεύτερη εναγομένη εφεσίβλητη και την απέρριψε ως προς την πρώτη εναγομένη. Αναγνώρισε ακολούθως την υποχρέωση της δεύτερης εναγομένης να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 22.191,45 ευρώ ως υπόλοιπο αμοιβής για την επίδικη σύμβαση ναύλωσης. Επί του παραπόνου που διατυπώνεται ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη αλλοδαπή εταιρία με έδρα τη Λεμεσό σύμφωνα με το οποίο η αγωγή θα έπρεπε να είχε γίνει δεκτή λόγω του τεκμηρίου ομολογίας της εκ της ερημοδικίας πρέπει πρωτίστως να αναφερθεί ότι η εφαρμογή του άρθρου  271 παρ. 3 του ΚΠολΔ προϋποθέτει άσκηση παραδεκτής και νομικά βάσιμης αγωγής και συνεπώς αβασίμως η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι ως προς τη δεύτερη εναγομένη η αγωγή θα έπρεπε να γίνει δεκτή λόγω του τεκμηρίου ομολογίας εκ της ερημοδικίας της, διότι για την παραδοχή της αγωγής συνεπεία ομολογίας του εναγομένου που συνάγεται από την ερημοδικία του θα πρέπει η αγωγή να κριθεί παραδεκτή και νομικά βάσιμη και να μην υπάρχει ένσταση που ερευνάται από το νόμο αυτεπαγγέλτως (Βαρθακοκοίλης ΕρμΚΠολΔ άρθρο 271 σελ. 253). Επιπλέον η ύπαρξη δεδικασμένου συνιστά αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση που ελέγχεται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 332 του ΚΠολΔ και στη συγκεκριμένη περίπτωση από τα προσκομιζόμενα έγγραφα αποδεικνύεται ότι μετά τη με αριθμό 4277/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η οποία απέρριψε το αίτημα περί καταβολής ΦΠΑ ως αόριστο με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αγωγή η ενάγουσα δεν διόρθωσε το δικονομικά απαράδεκτο της αγωγής της ως προς το αίτημα του ΦΠΑ, όπως αυτό κρίθηκε με την προαναφερόμενη με αριθμό 4277/2017 απόφαση, αφού η δεύτερη εναγομένη δεν εκθέτει με την αγωγή της ότι αναφέρεται ως το συμβαλλόμενο πρόσωπο στις φορτωτικές για τον αναφερόμενο ναύλο επί των οποίων εκδόθηκαν οι αναφερόμενες στην αγωγή συμπληρωματικές φορτωτικές και αφορούν στην καταβολή του ΦΠΑ. Να σημειωθεί ότι επιπλέον δεν ισχυρίζεται ότι έχει καταβάλει στο δημόσιο το ποσό του ΦΠΑ. Σύμφωνα με το άρθρο 322 παρ. 2β του ΚΠολΔ κατά τα προαναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, το δεδικασμένο εκτείνεται επίσης και στο δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε οριστικά. Ως δικονομικό ζήτημα κατά την προαναφερόμενη διάταξη νοείται κυρίως η απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης διότι λείπουν μια ή περισσότερες διαδικαστικές προϋποθέσεις και συνεπώς αν εγερθεί αγωγή με το ίδιο δικονομικό ελάττωμα το δικαστήριο θα την απορρίψει ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου χωρίς να ερευνήσει αν έκρινε ορθά ή εσφαλμένα το προηγούμενο δικαστήριο (βλ. Κονδύλη το Δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ 2η έκδοση 2007, 345επ). Συνεπώς υφίσταται δεδικασμένο ως προς το δικονομικό αυτό θέμα από την αμετάκλητη προαναφερόμενη απόφαση και το παρόν δικαστήριο εμποδίζεται να δικάσει ξανά την υπόθεση κατά το μέρος αυτό. Επομένως πρέπει να συμπληρωθεί κατά το άρθρο 534 του ΚΠολΔ η αιτιολογία της εκκαλουμένης και να απορριφθεί ο λόγος εφέσεως ως προς αμφότερες τις εφεσίβλητες.

Κατόπιν των ανωτέρω και με δεδομένο ότι δεν υφίσταται προς εξέταση άλλος λόγος εφέσεως, θα πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου εφέσεως στο δημόσιο ταμείο (κατ’άρθρο 495 παρ. 3 εδ. β του ΚΠολΔ) αφού το ένδικο μέσο απορρίπτεται. Τα δικαστικά έξοδα της παρισταμένης εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας βαρύνουν την εκκαλούσα, λόγω της ήττας της, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικά (άρθρα 176, 183 και 193 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με τη δικονομική απουσία της δεύτερης εφεσίβλητης και κατ’αντιμωλία των λοιπών των διαδίκων την από από 25.1.2024 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2024 και προσδιορισμού …………/2024 έφεση κατά της με αριθμό 3605/2023 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία από το ναυτικό τμήμα

Ορίζει το παράβολο για την περίπτωση της ανακοπης ερημοδικίας από μέρους της ερημοδικαζόμενης εφεσίβλητης στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ

Δέχεται τυπικά την έφεσή και απορρίπτει αυτή κατ’ουσία

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου εφέσεως με αριθμό ………………../2024 ποσού εκατό (100) ευρώ στο δημόσιο ταμείο

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της παρισταμένης εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας και τα ορίζει στο ποσό των επτακοσίων  (700) ευρώ,

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, την 1η Ιουλίου   2025,  χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ