ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 486/2025
TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη την οποία όρισε το Τριμελές Συμβούλιο της Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (ΑΦΜ …) και ήδη από 1.1.2017 από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε.), η οποία εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Διοικητή της, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (ΑΦΜ ……) και εν προκειμένω και από τον Προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την δικαστική πληρεξούσια Ν.Σ.Κ. Χρυσάνθη Τέλιου,
Των εφεσίβλητων: 1) Της Συμβολαιογράφου Αθηνών ………., που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού ………., η οποία ήταν απούσα και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο και 2)Της Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού …….,με Α.Φ.Μ. ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Αννα Ταχριλτζίδου, με δήλωση κατ΄άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ ,
Το εκκαλούν άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά των εφεσίβλητων στην ίδια έφεση, την από 20.11.2017 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………./2017 ανακοπή κατά πίνακα κατάταξης, επί της οποίας εκδόθηκε αρχικά η με αριθμό 1170/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με την οποία αφού το εν λόγω Δικαστήριο έκρινε εαυτό αναρμόδιο κατά τόπο παρέπεμψε την υπόθεση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά. Η υπόθεση εισήχθη ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού με την από 24.1.2020 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2020 κλήση και επ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 3372/2020 οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) που απέρριψε την ανακοπή.
Το ανακόπτον προσέβαλε την ανωτέρω οριστική απόφαση με την από 3.11.2022 έφεσή του, την οποία κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, στις 4.11.2022, με Γ.Α.Κ. …./2022 και Ε.Α.Κ. …./2022. Επικυρωμένο αντίγραφο της εφέσεως κατατέθηκε την 7.11.2022 στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2022 και Ε.Α.Κ. …./2022, οπότε για τη συζήτησή της ορίσθηκε δικάσιμος η 7.12.2023 και μετ’ αναβολή η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμος και η υπόθεση γράφτηκε στο πινάκιο με αριθμό …… Κατά τη δικάσιμο αυτή εκφωνήθηκε με τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος του εκκαλούντος αφού έλαβε τον λόγο από την Δικαστή του παρόντος Δικαστηρίου, αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε και η πληρεξούσια δικηγόρος της δεύτερης εφεσίβλητης ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της με τις προτάσεις που προκατέθεσε.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου εισάγεται μετ’ αναβολή από το πινάκιο προς συζήτηση κατά τις διατάξεις των άρθρων 226 παρ.4 και 498 παρ.2 ΚΠολΔ, η από 3.11.2022 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά, Γ.Α.Κ. …./2022 και Ε.Α.Κ. ……/2022 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιά Γ.Α.Κ. …/2022 και Ε.Α.Κ. …./2022 έφεση του Ελληνικού Δημοσίου κατά της Συμβολαιογράφου Αθηνών …….., και της Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……….», όπως εκπροσωπείται νόμιμα, προς εξαφάνιση της με αριθμό 3372/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), το οποίο δικάζοντας την από 20.11.2017 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/………/2711/2017 ανακοπή του εκκαλούντος προς μεταρρύθμιση του υπ’ αριθ. ………./23.10.2017 πίνακα κατάταξης της συμβολαιογράφου Αθηνών ……….. κατά των νυν εφεσίβλητων ερήμην της πρώτης των καθ’ων και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων απέρριψε την παραπάνω ανακοπή. Η πιο πάνω έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.2 του ίδιου Κώδικα, αφού ούτε οι παριστάμενοι διάδικοι επικαλούνται, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προέκυψε επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, που δημοσιεύθηκε την 6.11.2020, και το ένδικο μέσο ασκήθηκε στις 4.11.2022 (βλ. την από 4.11.2022 έκθεση κατάθεσης ένδικου μέσου της γραμματέως του Πρωτοδικείου Πειραιά, ………..), ήτοι εντός της διετούς καταχρηστικής προθεσμίας. Επομένως, η έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατ’ άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ, χωρίς για το παραδεκτό της να απαιτείται η κατάθεση παραβόλου από το εκκαλούν Δημόσιο, αφού αυτό απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής κάθε τέλους και παραβόλου για την άσκηση ένδικου μέσου σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ. 1 του ως άνω Καν. Δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 «Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου». Περαιτέρω, κατά την εκφώνηση της ένδικης έφεσης από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, δεν εμφανίστηκε για την πρώτη εφεσίβλητη πληρεξούσιος δικηγόρος, ούτε κατατέθηκαν για την ίδια διάδικο προτάσεις με δήλωση και επομένως δικάζεται ερήμην. Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 271, 272 παρ. 1 524 παρ. 1 και 591 παρ.7 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι, αν ο εφεσίβλητος δεν εμφανιστεί ή δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση της έφεσης, προϋπόθεση του παραδεκτού της, είναι η νόμιμη κλήτευσή του ή η επίσπευση της συζήτησης από τον τελευταίο για την ορισθείσα νομίμως δικάσιμο. Έτσι, σε περίπτωση, μη εμφάνισης του εφεσίβλητου στη συζήτηση της έφεσης, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν παρών, εφόσον, όμως, επισπεύδει ο ίδιος τη συζήτηση ή έχει κληθεί νομίμως από τον παριστάμενο εκκαλούντα, στοιχεία στην έρευνα των οποίων οφείλει να προβεί το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αυτεπαγγέλτως. Στην προκειμένη περίπτωση, από την προσκομιζόμενη από το εκκαλούν υπ’ αρ. …./21.11.2022 έκθεση επίδοσης που συνέταξε ο δικαστικός επιμελητής του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………. αποδεικνύεται ότι με επιμέλεια του εκκαλούντος ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση εφέσεως με πράξη ορισμού της αρχικής δικασίμου (7.12.2023) και κλήση σε αυτή για συζήτηση, από την οποία νομίμως εκ του πινακίου αναβλήθηκε η υπόθεση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο (άρθρα 498 παρ.3 και 226 παρ.4 ΚΠολΔ) επιδόθηκε νόμιμα κι εμπρόθεσμα στην πρώτη εφεσίβλητη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 129 παρ.1 και 498 παρ.2 ΚΠολΔ. Συνεπώς, αυτή δικάζεται μεν ερήμην, πλην όμως η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν κι αυτή παρούσα κατ’ άρθρο 524 παρ.4 σε συνδυασμό με 591 παρ.1 ΚΠολΔ.
Με τον μοναδικό λόγο έφεσης το εκκαλούν προσάπτει στην εκκαλουμένη, ότι έγινε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή των άρθρων 978 παρ.2 και 1007 ΚΠολΔ σχετικά με την πρόβλεψη επικουρικής κατάταξης στον πίνακα κατάταξης, με αποτέλεσμα να απορριφθεί εσφαλμένα ο πρώτος λόγος της ένδικης ανακοπής του. Ειδικότερα, με τον λόγο αυτό ανακοπής, το ανακόπτον εξέθετε ότι σύμφωνα με το άρθρο 1007 παρ.1 εδ.γ ΚΠολΔ, η απαίτηση υπέρ της οποίας έχει εγγραφεί προσημείωση υποθήκης κατατάσσεται τυχαίως. Κατά δε το άρθρο 978 παρ.2 ΚΠολΔ, το οποίο εφαρμόζεται και επί κατασχέσεων ακινήτων, σύμφωνα με το άρθρο 1007 παρ.1 εδ.α’ ΚΠολΔ, όταν απαίτηση κατατάσσεται τυχαίως, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού ορίζει στον πίνακα κατάταξης πώς θα κατανέμεται το ποσό που αναλογεί στην απαίτηση, αν αυτή πάψει να υπάρχει. Ότι με τη διάταξη αυτή επιβάλλεται υποχρέωση στον υπάλληλο του πλειστηριασμού να περιλάβει στον πίνακα κατάταξης πρόβλεψη για την επικουρική κατανομή των ποσών που αντιστοιχούν στις απαιτήσεις που έχουν καταταγεί τυχαίως, για την περίπτωση που ήθελε ματαιωθεί η αίρεση ή ο όρος της κατατάξεως, η δε διάταξη αυτή έχει εφαρμογή τόσο στις υπό αίρεση όσο και στις αμφίβολες ή ενδεχόμενες απαιτήσεις, που έχουν καταταγεί τυχαίως. Ότι η κατά τον τρόπο αυτό κατανομή αποτελεί επικουρική κατάταξη, η δε ικανοποίηση και πληρωμή των απαιτήσεων θα λάβει χώρα, εάν και εφόσον η τυχαία κατάταξη ματαιωθεί συνολικά ή κατά ένα μέρος. Ότι εν προκειμένω, αν και η απαίτηση της δεύτερης των καθ’ ων η ανακοπή κατατάχθηκε τυχαία, υπό τον όρο της τελεσίδικης επιδίκασής της, η υπάλληλος του πλειστηριασμού παρορώντας την αδιάστικτη διατύπωση του άρθρου 978 παρ.2 ΚΠολΔ, παρέλειψε να ορίσει την κατανομή των ποσών, σε περίπτωση ματαίωσης της ανωτέρω αίρεσης υπό την οποία η κατάταξη των καθ’ ων εξαρτήθηκε, ως είχε υποχρέωση κατά το ως άνω άρθρο και να εξαρτήσει την καταβολή του πλειστηριάσματος στην δεύτερη εφεσίβλητη από την καταβολή εγγυοδοσίας, ορίζοντας ταυτόχρονα το ποσό αυτής. Ότι κατά τούτο ο ανακοπτόμενος πίνακας είναι πλημμελής και θα πρέπει να μεταρρυθμιστεί, ώστε το ανακόπτον Ελληνικό Δημόσιο να καταταγεί επικουρικά στα ποσά που κατατάχθηκε η δεύτερη καθ’ ης η ανακοπή, για την περίπτωση που ματαιωθεί ή δεν καταστεί βέβαια η απαίτησή της. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο διέλαβε ότι δεδομένης της ανωτέρω γενομένης ς κατάταξης, η δεύτερη των καθών δεν νομιμοποιείται παθητικά για την άσκηση σε βάρος της, της κρινόμενης ανακοπής, η οποία έπρεπε να στραφεί κατά της καθής η εκτέλεση.
Αναφορικά με τον αμέσως παραπάνω λόγο έφεσης πρέπει να σημειωθούν τα εξής: Κατά το άρθρο 978 παρ. 2 ΚΠολΔ, όταν απαίτηση κατατάσσεται τυχαίως, ο υπάλληλος του πλειστηριασμού ορίζει στον πίνακα κατάταξης πως κατανέμεται το ποσό της απαίτησης, με την προσθήκη των αναλογούντων τόκων, αν αυτή παύσει να υφίσταται. Με τη διάταξη αυτή επιβάλλεται υποχρέωση στον υπάλληλο του πλειστηριασμού να περιλάβει στον πίνακα κατάταξης πρόβλεψη για την επικουρική κατανομή των ποσών που αντιστοιχούν στις απαιτήσεις που έχουν καταταγεί τυχαίως, για την περίπτωση δηλαδή που ήθελε ματαιωθεί η αίρεση ή ο όρος της κατάταξης. Ο τρόπος της ματαίωσης και γενικά ο χρόνος και οι όροι της εξόδου από την αβεβαιότητα, εξαρτώνται από τις ιδιαίτερες περιστάσεις και το περιεχόμενο του πίνακα. Με την επέλευση της ματαίωσης, ο επικουρικώς καταταγείς καταλαμβάνει τη θέση των κυρίως και τυχαίως καταταγέντων. Η κατάταξη αυτή μπορεί να είναι ολική ή μερική, ανάλογα με την έκταση της ματαίωσης της τυχαίας κατάταξης, ώστε επί μερικής ματαίωσης ο επικουρικός καταταγείς θα κατατάσσεται μερικά για το αντίστοιχο ποσό της ματαίωσης. Στην περίπτωση δε που ο υπάλληλος του πλειστηριασμού παραλείψει να ορίσει επικουρική κατάταξη, αν και κατέταξε τυχαία κάποιον δανειστή, υφίσταται έννομο συμφέρον για άσκηση ανακοπής από αναγγελθέντα δανειστή, με αίτημα την επικουρική του κατάταξη. Η ανακοπή του, εφόσον δεν αμφισβητεί την κατάταξη του τυχαίως καταταγέντος, οπότε θα στραφεί και κατ’ αυτού, πρέπει να στραφεί κατά του οφειλέτη, στον οποίο θα περιέλθει το υπόλοιπο σε περίπτωση ματαίωσης της ικανοποίησης του τυχαίως καταταγέντος (Βαθρακοκοίλης/Πλαγάκος, Ο πίνακας κατάταξης και η ανακοπή κατ’ αυτού, 2020, σελ. 452-454, Κιουπτσίδου-Στρατουδάκη Ε., Νομιμοποίηση και έννομο συμφέρον στις ανακοπές κατά του πίνακα επί τυχαίας κατάταξης, ΕΠολΔ 2019, σελ. 297, όπου παραπέμπει η ΜονΕφΑθ 2671/2024 στην ΤΝΠ Νόμος, Εφ Πειρ. 185/2025 Ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς). Στην προκειμένη περίπτωση, το ανακόπτον δεν έστρεψε την ανακοπή του κατά του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης κατά της οφειλέτιδας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία, « ……………», όπως θα έπρεπε, στην οποία και θα περιέλθει το υπόλοιπο του πλειστηριάσματος σε περίπτωση ματαίωσης της ικανοποίησης της τυχαίως καταταγείσας δανείστριας τράπεζας, με αποτέλεσμα η ένδικη ανακοπή να τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε τον σχετικό λόγο ανακοπής, με τις σκέψεις αυτές ως απαράδεκτο ορθά έκρινε και πρέπει να απορριφθεί ο περί του αντιθέτου λόγος έφεσης και η κρινόμενη έφεση στο σύνολο της. Περαιτέρω, παράβολο ερημοδικίας για τις ερημοδικασθείσα πρώτη εφεσίβλητη δεν ορίζεται, καθώς στις δίκες τις σχετικές με την εκτέλεση δεν επιτρέπεται ανακοπή ερημοδικίας ούτε στις δίκες ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου κατ’ άρθρο 937 παρ.1 στοιχ.β’ ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 591 παρ.7 ίδιου Κώδικα. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των παραστάντων διαδίκων πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους και για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 179 και 183 ΚΠολΔ, καθώς η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν κρίνεται ιδιαίτερα δυσχερής.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ την από 3.11.2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης στη Γραμματεία του Εφετείου Πειραιώς Γ.Α.Κ. …./2022 και Ε.Α.Κ. ……/2022 έφεση προς εξαφάνιση της 3372/2020 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών) ερήμην της πρώτης εφεσίβλητης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσίαν.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των παραστάντων διαδίκων στην κριθείσα έφεση για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας μεταξύ τους.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 21.7.2025.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ