ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός αποφάσεως 514/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Βασίλειο Πορτοκάλλη, Εφέτη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοικήσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος …………, ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ηλία Γρατσία (Α.Μ Δ.Σ.Α ………….), με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Της εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……………..» και τον διακριτικό τίτλο «………….», που εδρεύει στη ………….. Αττικής, νομίμως εκπροσωπουμένης, με ΑΦΜ …………., ως μη δικαιούχος διάδικος, δυνάμει του άρθρου 2 παρ.4 του Ν.4354/2015 και της υπ’ αριθ. 118/2017 πράξης της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, όπως τροποποιήθηκε από την υπ’ αριθ. 153/2019 πράξη, και διαχειρίστρια των απαιτήσεων της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………….», με έδρα το …………. Ιρλανδίας, δυνάμει της από 17/7/2020 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, η οποία παραστάθηκε διά της πληρεξουσίας δικηγόρου της Μαρίας Σκόρδα (Α.Μ Δ.Σ.Α ……).
Ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών άσκησε σε βάρος της καθ’ ής η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 26/5/2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2022 ανακοπή του, με την οποία ζητούσε την ακύρωση: α) της υπ’ αριθ. ……/2022 διαταγής πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και β) της από 9/5/2022 επιταγής προς πληρωμή, κάτωθι αντιγράφου του πρώτου εκτελεστού απογράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, συζήτησε την ως άνω ανακοπή στις 10/2/2023, αντιμωλία των διαδίκων και με την υπ’ αριθ. 751/2023 οριστική απόφασή του, απέρριψε την ανακοπή. Κατά της προαναφερόμενης αποφάσεως ο ανακόπτων άσκησε την από 21/2/2024 έφεση του, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης: α) ένδικου μέσου ……………../2024 και β) δικογράφου …./2024, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για την ανωτέρω δικάσιμο.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 21/2/2024 έφεση, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης: α) ένδικου μέσου ………./2024 και β) δικογράφου ……………/2024, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 751/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, επί της από 26/5/2022 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2022 ανακοπής του ανακόπτοντος και ήδη εκκαλούντος κατά της καθ’ ής η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητης, η οποία συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), έχει, δε, ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεση της στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρο 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ.1 εδ. β΄, 516, 517, 520, 591 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, στις 21/2/2024, ήτοι προ πάσης επιδόσεως της απόφασης στον ανακόπτοντα και εντός δύο (2) ετών από της δημοσιεύσεως της, που έλαβε χώρα στις 9/3/2023 (άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ), έχει, δε, κατατεθεί και το απαιτούμενο παράβολο (άρθρο 495 περ. 3A ΚΠολΔ). Επομένως πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, κατά την οποία δικάστηκε η πρωτόδικη υπόθεση (άρθρο 533, 591 παρ.7 ΚΠολΔ).
Με τον πρώτο και τον πέμπτο λόγο εφέσεως του ο ανακόπτων παραπονείται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε τον πρώτο λόγο της ανακοπής και τον πέμπτο λόγο της ανακοπής, κατά το πρώτο και το τρίτο σκέλος του, με τους οποίους αυτός εκθέτει ότι στην ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής δεν αναφέρονται το εκάστοτε εφαρμοσθέν επιτόκιο υπερημερίας, το ποσό των κεφαλαιοποιημένων τόκων και το κόστος της εισφοράς του Ν. 128/1975 που μετακυλήθηκε στον ίδιο, με αποτέλεσμα την αοριστία της διαταγής πληρωμής. Ο ανωτέρω λόγος κρίνεται μη νόμιμος καθότι επί διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε βάσει σύμβασης δανείου, που καταρτίσθηκε με τράπεζα, αρκεί να αναφέρεται συνοπτικά ότι το διατασσόμενο χρηματικό ποσό τυγχάνει το χρεωστικό υπόλοιπο σε βάρος του οφειλέτη. Αντιστοίχως, στην αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής αρκεί να αναφέρεται η σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, η συμφωνία περί αναγωγής του αποσπάσματος των βιβλίων της τράπεζας σε έγγραφο αποδείξεως της απαιτήσεως και του ύψους αυτής, το οριστικό κλείσιμο ή η καταγγελία της συμβάσεως, το ύψος του οριστικού καταλοίπου, καθώς και το απόσπασμα κινήσεως του λογαριασμού, δίχως να είναι ανάγκη να εμπεριέχονται στο περιεχόμενο της αιτήσεως τα επιμέρους κονδύλια χρεωπιστώσεων του λογαριασμού κινήσεως, εφόσον αυτά εκτίθενται στο συνημμένο στην αίτηση αντίγραφο ή απόσπασμα του λογαριασμού (ΑΠ 370/2012 ΧΡΙΔ 2012.609, ΑΠ 1234/2012, ΑΠ 1850/2011, ΑΠ 35/2011, ΑΠ 1512/2006, ΕφΠειρ 638/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε για το ορισμένο της διαταγής απαιτείται, ειδικότερα, να προσδιορίζεται το είδος της δικαιοπραξίας, από την οποία γεννήθηκε η απαίτηση, έστω και συνοπτικά, ώστε να μην δημιουργείται καμία αμφιβολία από ολόκληρο το περιεχόμενό της διαταγής ως προς την αιτία της πληρωμής, χωρίς να είναι αναγκαίο να περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν την αιτία αυτή (ΑΠ 1106/1994 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5253/2012 ΔΕΕ 2013.69, ΕφΛαρ 278/2007 Δικογρ. 2008.105, ΜονΕφΛαρ 307/2015 ΔΕΕ 2016.386), ενώ δεν απαιτείται να αναφέρεται στη διαταγή πληρωμής το επιτόκιο που εφαρμόσθηκε κατά καιρούς από την καθ’ ής τράπεζα για τον υπολογισμό των τόκων (ΕφΛαρ 452/2014 ΤΝΠ Ισοκράτης). Περαιτέρω δε, όσον αφορά στο ποσοστό επιτοκίου, τόσο το συμβατικό όσο και το υπερημερίας, αυτό αναφέρεται σαφώς στην επίδικη σύμβαση και στις πρόσθετες πράξεις. Τέλος, από την επισκόπηση των προσκομιζόμενων αντιγράφων του με αριθμό ………………… λογαριασμού, που αναφέρεται και στη διαταγή πληρωμής, προκύπτουν ως στοιχεία τόσο το ποσό κίνησης και το κεφάλαιο, όσο και το ποσό του τόκου και των λοιπών χρεώσεων για έξοδα και προμήθειες, ενώ αναγράφεται ρητά το ποσό που αντιστοιχεί στο επιτόκιο, στοιχεία τα οποία σε συνδυασμό με τον χρόνο (ημερομηνία κίνησης), που αποτελεί ομοίως σταθερό στοιχείο επιτρέπουν να γίνει ο υπολογισμός του επιτοκίου βάσει απλών αριθμητικών πράξεων. Συνεπώς, δεν προκύπτει ασάφεια ως προς την διαμόρφωση του επιτοκίου, των κεφαλαιοποιημένων τόκων και της εισφοράς του Ν. 128/1975 και για το λόγο αυτό ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τους ως άνω λόγους ανακοπής, απορριπτομένου ομοίως και του πρώτου λόγου εφέσεως.
Α. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 1 του Ν. 3156/2003 “Ομολογιακά δάνεια, Τιτλοποίηση απαιτήσεων από ακίνητα κλπ”, για τους σκοπούς του νόμου αυτού, τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται: α) από το προϊόν είσπραξης των επιχειρηματικών απαιτήσεων που μεταβιβάζονται ή β) από δάνεια, πιστώσεις ή συμβάσεις παραγώγων χρηματοοικονομικών μέσων. Ως “ιδιωτική τοποθέτηση” θεωρείται η διάθεση των ομολογιών σε περιορισμένο κύκλο προσώπων, που δεν μπορεί να υπερβαίνει τα εκατόν πενήντα. “Μεταβιβάζων”, κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου, μπορεί να είναι έμπορος με εγκατάσταση στην Ελλάδα και “αποκτών” μόνο νομικό πρόσωπο – ανώνυμη εταιρία – με σκοπό την απόκτηση και την τιτλοποίηση των απαιτήσεων (Εταιρία Ειδικού Σκοπού, σύμφωνα με την ορολογία που έχει επικρατήσει διεθνώς). Η εταιρία καταβάλλει το τίμημα και “τιτλοποιεί” τις απαιτήσεις εκδίδοντας αξιόγραφα, “ομολογίες”, ονομαστικής αξίας τουλάχιστον 100.000 ευρώ η κάθε μία (βλ. παρ. 5 του άρθρου αυτού). Στην πιο απλή μορφή της, η τιτλοποίηση συνίσταται στην εκχώρηση (μεταβίβαση λόγω πωλήσεως) απαιτήσεων από έναν ή περισσότερους τομείς δραστηριότητας μιας εταιρίας προς μια άλλη εταιρία, η οποία έχει ως ειδικό σκοπό την αγορά των εν λόγω απαιτήσεων έναντι τιμήματος. Το τίμημα καταβάλλεται από το προϊόν της διάθεσης σε επενδυτές ομολογιών, στο πλαίσιο ομολογιακού δανείου, το οποίο η λήπτρια εταιρία εκδίδει για το σκοπό αυτό και το διαθέτει σε τρίτους (επενδυτές) και στη συνέχεια με το αντίτιμο των ομολόγων εξοφλεί το τίμημα της αγοράς. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 513 επ. του ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. του ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του νόμου αυτού (παρ. 6). Η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων καταχωρίζεται σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000 (παρ. 8). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης, σύμφωνα με την προηγούμενη παράγραφο, επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης και η μεταβίβαση αναγγέλλεται εγγράφως από τον μεταβιβάζοντα ή την εταιρεία ειδικού σκοπού στον οφειλέτη (παρ. 9). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παρ. 1. Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161337/30-10-2003, ΦΕΚ Β’ 1688/2003 υπουργική απόφαση και ήδη με την 20783/09-11-2020, ΦΕΚ Β’ 4944/09-11-2020 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία δε, έως την ίδρυση τους με Π.Δ, ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Συνοπτικώς, τα στοιχεία που περιέχονται στο άνω έντυπο με την προκαθορισμένη μορφή είναι: α) τα στοιχεία των συμβαλλομένων, β) οι όροι της σύμβασης (λ.χ. νόμισμα και ποσό του τιμήματος της αγοράς), γ) ο τύπος των επιχειρηματικών απαιτήσεων, δ) το οφειλόμενο κεφάλαιο ανά επιχειρηματική απαίτηση και ανά σύνολο, ε) τα στοιχεία των οφειλετών και οι παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές απαιτήσεις. Περαιτέρω, ο ως άνω νόμος προβλέπει ότι επί μιας τέτοιας μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων από Τράπεζα σε μία εταιρεία ειδικού σκοπού είναι δυνατό να ανατεθεί, με σύμβαση που συνάπτεται εγγράφως και σημειώνεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000 (παρ. 16), η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα που παρέχει νομίμως υπηρεσίες, σύμφωνα με το σκοπό του, στον Ευρωπαϊκό Χώρο, στον μεταβιβάζοντα ή και σε τρίτο, εφόσον ο τελευταίος είτε είναι εγγυητής των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων είτε ήταν επιφορτισμένος με τη διαχείριση ή την είσπραξη των απαιτήσεων πριν τη μεταβίβασή τους στον αποκτώντα. Αν η εταιρεία ειδικού σκοπού (απόκτησης) δεν εδρεύει στην Ελλάδα και οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις είναι απαιτήσεις κατά καταναλωτών πληρωτέες στην Ελλάδα, τα πρόσωπα στα οποία ανατίθεται η διαχείριση πρέπει να έχουν εγκατάσταση στην Ελλάδα. Σε περίπτωση υποκατάστασης του διαχειριστή, ο υποκατάστατος ευθύνεται αλληλεγγύως και εις ολόκληρον με τον διαχειριστή (παρ. 14). Εξάλλου, με τον Ν. 4354/2015 “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κλπ”, εισήχθησαν στην ελληνική έννομη τάξη δύο διακριτά εταιρικά σχήματα οι “εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις” (ΕΑΑΔΠ) και οι “εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις” (ΕΔΑΔΠ), οι οποίες δραστηριοποιούνται υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ προβλέπονται δύο νέα συμβατικά μορφώματα, η σύμβαση πώλησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και η σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις. Αμφότερα τα συμβατικά μορφώματα υπόκεινται σε σοβαρούς περιορισμούς, ως προς τον τύπο, τα πρόσωπα που δικαιούνται να συμβληθούν και το περιεχόμενό τους, που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 1 έως 3 του άνω Ν. 4354/2015. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ. 1 β του Ν. 4354/2015, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4643/2019, η μεταβίβαση απαιτήσεων από πιστώσεις και δάνεια, που έχουν χορηγήσει ή χορηγούν πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, όπως και απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, πλην της περίπτωσης δ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του Ν. 4261/2014, μπορεί να λάβει χώρα μόνο λόγω πώλησης, δυνάμει σχετικής έγγραφης συμφωνίας, σύμφωνα και με τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 3, προς τους κατωτέρω, ως προς μεν τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα αποκλειστικά, ως προς δε τις εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας δυνητικά, ήτοι: αα) Ανώνυμες εταιρίες που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, εδρεύουν στην Ελλάδα και καταχωρίζονται στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (ΓΕΜΗ), ββ) Εταιρίες που έχουν έδρα στον Ευρωπαϊκό Χώρο, που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και γγ) Εταιρίες που έχουν έδρα σε τρίτες χώρες, που σύμφωνα με το καταστατικό τους μπορούν να προβαίνουν σε απόκτηση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, υπό την επιφύλαξη διατάξεων της ενωσιακής νομοθεσίας, οι οποίες έχουν διακριτική ευχέρεια να εγκαθίστανται στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος, υπό την προϋπόθεση ότι η έδρα τους δεν βρίσκεται σε κράτος που έχει προνομιακό φορολογικό καθεστώς ή σε μη συνεργάσιμο κράτος. Συνεπώς, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1 του Ν. 4354/2015, στη σύμβαση μεταβίβασης (πώλησης) απαιτήσεων από πιστώσεις και δάνεια που έχουν χορηγήσει πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα συμβαλλόμενα μέρη μπορούν να είναι, ως πωλητές μόνον πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα και ως αγοραστές μόνον ΕΑΑΔΠ (Εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις). Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 1 α του ως άνω Ν. 4354/2015, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 παρ. 1 του Ν. 4643/2019, η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται ή έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, καθώς και των απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας, εκτός των αναφερόμενων στην περίπτωση δ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του Ν. 4261/2014, ανατίθεται στους κατωτέρω, ως προς μεν τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα αποκλειστικά, ως προς δε τις εταιρείες προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας δυνητικά ήτοι: αα) σε ανώνυμες εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, υπό την επιφύλαξη της παρ. 20, που εδρεύουν στην Ελλάδα και ββ) σε εταιρίες που εδρεύουν σε κράτος – μέλος του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, με την προϋπόθεση ότι έχουν εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα μέσω υποκαταστήματος, με σκοπό τη διαχείριση απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, με την επιφύλαξη των διατάξεων της Οδηγίας 2013/36 (EEL 176/338/27-6-2013), καθώς και της Οδηγίας 2004/39 (EEL 145/2004) και της περίπτωσης δ’ της παρούσας παραγράφου. Δηλαδή, στη σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις δύνανται να συμβάλλονται αφενός πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα ή ΕΑΑΔΠ (Εταιρείες απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) και αφετέρου ΕΔΑΔΠ (Εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις). Εξάλλου, οι ΕΔΑΔΠ (Εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) είναι ανώνυμες εταιρίες ειδικού και αποκλειστικού σκοπού, που αποτελούν χρηματοδοτικά ιδρύματα, λαμβάνουν ειδική άδεια λειτουργίας από την ΤτΕ, η οποία δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και εποπτεύονται, για τη συμμόρφωσή τους προς τις διατάξεις του παρόντος νόμου από την Τράπεζα της Ελλάδος (άρθρο 1 παρ. 1 περ. α’, όπως το δεύτερο εδάφιο της περ. α’ αντικαταστάθηκε με το άρθρο 69 παρ. 1 του Ν. 4549/2018). Αντικείμενο της δραστηριότητάς τους ορίζεται η διαχείριση των απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις που χορηγούνται ή έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα (καθώς και απαιτήσεων εταιρειών προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας) (άρθρο 1 παρ. α’), οι οποίες (απαιτήσεις) μπορεί να είναι είτε καθυστερούμενες είτε ενήμερες. Περαιτέρω, το άρθρο 2 παρ. 1 – 3 του Ν. 4354/2015, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 1 του άρθρου 70 του Ν. 4389/2016, προβλέπει ότι στις Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π.) δύναται να ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων που έχουν χορηγηθεί ή χορηγούνται από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα, πλην του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων (περίπτωση δ της παραγράφου 5 του άρθρου 2 του Ν. 4261/2014). Η παραπάνω ρύθμιση εισάγει διττό περιορισμό ως προς το υποκειμενικό πεδίο εφαρμογής της, καθόσον, αφενός μεν εξουσιοδοτών (αναθέτων την διαχείριση) μπορεί να είναι μόνον πιστωτικό ίδρυμα ή ΕΑΑΔΠ (Εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις), αφετέρου δε διαχειριστής μπορεί να είναι μόνον ΕΔΑΔΠ (Εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) που έχει λάβει ειδική άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος (1 παρ. 1α Ν. 4354/2015). Επίσης, η πώληση και μεταβίβαση απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα ρυθμίζεται στο άρθρο 3 του Ν. 4354/2015, και μπορεί να γίνει μόνον προς αδειοδοτημένη ΕΑΑΔΠ (Εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις) ή ανάλογη αλλοδαπή εταιρεία που έχει εγκατασταθεί νόμιμα στην Ελλάδα, με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1 παρ. 1 β’ περ. ββ και γγ Ν. 4354/2015) και διέπονται (όπως και στις περιπτώσεις της μεταβίβασης απαιτήσεων με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση απαιτήσεων), η μεν πώληση από τις διατάξεις του άρθρου 513 επομ. ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επομ. ΑΚ (άρθρο 3 παρ. 1). Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. 4354/2015, η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων ή και πιστώσεων προς τις Ε.Δ.Α.Δ.Π (Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις) υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και περιλαμβάνει, κατ’ ελάχιστο περιεχόμενο, τα ακόλουθα: (α) τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης, (β) τις πράξεις της διαχείρισης, οι οποίες μπορεί να συνίστανται ιδίως στη νομική και λογιστική παρακολούθηση, την είσπραξη, τη διενέργεια διαπραγματεύσεων με τους οφειλέτες των προς διαχείριση απαιτήσεων και τη σύναψη συμβάσεων συμβιβασμού κατά την έννοια των άρθρων 871 – 872 ΑΚ ή ρύθμισης και διακανονισμού οφειλών σύμφωνα με τον Κώδικα Δεοντολογίας, όπως έχει θεσπισθεί με την υπ’ αριθ. 116/25.8.2014 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος κατ’ εφαρμογή της παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4224/2013 και (γ) την καταβλητέα αμοιβή διαχείρισης, η οποία σε κάθε περίπτωση δεν μπορεί να μετακυλίεται στον υπόχρεο καταβολής της απαίτησης. Περαιτέρω, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 περ. γ του Ν. 4354/2015, η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή, μόνο εφόσον έχει υπογραφεί συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρίας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων, που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά τον παρόντα νόμο από την Τράπεζα της Ελλάδος, τα δε δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες, λόγω πώλησης, απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου. Οι μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις από δάνεια και πιστώσεις λογίζονται ως τραπεζικές και μετά τη μεταβίβασή τους. Οι εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων ευθύνονται για όλες τις υποχρεώσεις απέναντι στο Δημόσιο και σε τρίτους, οι οποίες βαρύνουν τις εταιρίες απόκτησης απαιτήσεων και απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις. Επίσης, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του άνω νόμου 4354/2015, οι Εταιρίες Διαχείρισης νομιμοποιούνται, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, να ασκήσουν κάθε ένδικο βοήθημα και να προβαίνουν σε κάθε άλλη δικαστική ενέργεια για την είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, καθώς και να κινούν, παρίστανται ή συμμετέχουν σε προπτωχευτικές διαδικασίες εξυγίανσης, πτωχευτικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, διαδικασίες διευθέτησης οφειλών και ειδικής διαχείρισης των άρθρων 61 επ. του Ν. 4307/2014 (Α` 246). Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης. Αμφότεροι οι ως άνω νόμοι 3156/2003 και 4354/2015 έχουν παραπλήσιο αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής, καθώς και οι δύο καθορίζουν τις προϋποθέσεις για την μεταβίβαση – πώληση των απαιτήσεων (ειδικά δε στην περίπτωση του Ν. 4354/2015 των τραπεζικών) από τους φορείς τους προς τρίτους, με τη διαφοροποίηση ότι στην περίπτωση του Ν. 3156/2003, μετά την πώληση ακολουθεί το στάδιο τη έκδοσης ομολογιών (της τιτλοποίησης) και ρυθμίζουν τη διαχείριση και είσπραξη των απαιτήσεων αυτών από εταιρείες διαχείρισης, ωστόσο ο Ν. 4354/2015 περιέχει πληρέστερο ρυθμιστικό πλαίσιο για το καθεστώς λειτουργίας των εταιρειών διαχείρισης, τόσο στο πεδίο του ουσιαστικού, όσο και στο πεδίο του δικονομικού δικαίου. Όπως προεκτέθηκε, στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση σύμφωνα με το Ν. 3156/2003, στο άρθρο 10 παρ. 14 αυτού ορίζεται ότι η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των τιτλοποιημένων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται συμβατικά σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, στον ίδιο τον μεταβιβάζοντα ή σε τρίτο – εγγυητή με τις προϋποθέσεις που ειδικότερα ορίζονται σ’ αυτή. Με τη διάταξη αυτή δεν παρέχεται ρητά στην εταιρεία διαχείρισης, η οποία, συμβαλλόμενη με την εταιρεία απόκτησης, αποκτά κατά το ουσιαστικό δίκαιο την εξουσία είσπραξης αλλότριας απαίτησης (ήτοι απαίτησης της εταιρείας απόκτησης), και η δικονομική εξουσία να εγείρει αγωγή και κάθε άλλο ένδικο βοήθημα για την είσπραξή της, με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, αιτούμενη έννομη προστασία στο όνομά της, όπως ρητά προβλέπεται τούτο για τις εταιρείες διαχείρισης στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 4354/2015, δυνάμει της οποίας ο νομοθέτης εξόπλισε τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, στις οποίες ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων, με βάση το νόμο αυτό, και με τη δικονομική εξουσία να ενεργούν, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, στο όνομά τους, το σύνολο των αναγκαίων δικαστικών, αλλά και εξώδικων ενεργειών, προς είσπραξη των υπό την διαχείρισή τους απαιτήσεων. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 εξαιρετική νομιμοποίηση της εταιρείας διαχείρισης ως μη δικαιούχου διαδίκου, διευκολύνει τις εταιρείες απόκτησης, οι οποίες συνήθως έχουν έδρα στην αλλοδαπή, καθώς απαλλάσσονται από το βάρος της διαχείρισης των απαιτήσεων αυτών και της επιμέλειας της δικαστικής επιδίωξής τους, αφού αυτή ασκείται αποκλειστικά από τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων (άρθρο 1 στοιχ. γ Ν. 4354/2015), χωρίς να βλάπτει τα ουσιαστικά δικαιώματα των δανειοληπτών – καταναλωτών, οι οποίοι ασκούν τα δικαιώματά τους ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων κατά εταιρειών, οι οποίες έχουν λάβει ειδική άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος, που έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και οι οποίες εδρεύουν στην Ελλάδα και λειτουργούν εντός ενός συγκεκριμένου αυστηρού νομικού καθεστώτος εποπτευόμενες από την Τράπεζα της Ελλάδος. Ενόψει αυτών είναι ερευνητέο, αν οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων του Ν. 4354/2015 απολαμβάνουν την προβλεπόμενη από το νόμο αυτό εξαιρετική νομιμοποίηση ως μη δικαιούχοι διάδικοι και στην περίπτωση που τους έχει ανατεθεί η διαχείριση απαιτήσεων με το καθεστώς του Ν. 3156/2003, μολονότι τέτοια νομιμοποίηση δεν θεσπίζεται ρητά με το Ν. 3156/2003. Στην ελληνική έννομη τάξη η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση προϋποθέτει ειδική νομοθετική ρύθμιση, η οποία απονέμει στο πρόσωπο την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, όπως λ.χ συμβαίνει με το σύνδικο της πτώχευσης, τον εκτελεστή διαθήκης, τον εκκαθαριστή κληρονομίας, τον αναγκαστικό διαχειριστή, τον Εισαγγελέα στη δίκη ακύρωσης του γάμου κλπ. Ωστόσο, η πρόβλεψη μιας περίπτωσης εξαιρετικής νομιμοποίησης από το νομοθέτη δεν απαιτεί πανηγυρική διατύπωση ότι πρόκειται για μη δικαιούχο ή μη υπόχρεο διάδικο, εφόσον από την τελολογική ερμηνεία της εφαρμοστέας διάταξης, σύμφωνα με την οποία μεταξύ των περισσοτέρων δυνατών νοημάτων, που καλύπτονται από το γράμμα του ερμηνευόμενου κανόνα δικαίου πρέπει να αναζητείται εκείνο που επιτυγχάνει την πληρέστερη πραγμάτωση του ρυθμιστικού σκοπού του, δηλαδή την πληρέστερη διασφάλιση της αξιολογικής στάθμισης των εκατέρωθεν συμφερόντων, προκύπτει ότι ο σκοπός του νομοθέτη είναι να εξοπλίσει το πρόσωπο, που νομιμοποιείται προς είσπραξη μιας απαίτησης τρίτου κατά το ουσιαστικό δίκαιο και με τη δικονομική εξουσία να ενεργεί κάθε αναγκαία για την είσπραξή της διαδικαστική πράξη και ενέργεια με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου. Προς τούτο συγκλίνει και η αντικειμενική θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο ερμηνευτής ενός κανόνα δικαίου αναζητεί το αντικειμενικό νόημα του νόμου, δηλαδή την ενυπάρχουσα στον κανόνα δικαίου λογική, έτσι ώστε αυτός, ενόψει του όλου συστήματος δικαίου, των υφισταμένων συνθηκών και των αντιμαχομένων συμφερόντων και αναγκών να μπορεί να επιτελέσει τον σκοπό για τον οποίο θεσπίστηκε. Ο νομοθέτης, στο άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 ρύθμισε ρητά το ειδικό δικονομικό καθεστώς των εταιρειών διαχείρισης, απονέμοντας σ’ αυτές την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου. Ωστόσο, αυτές οι εταιρείες διαχείρισης υπάγονται σε μια ευρύτερη κατηγορία εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, όπως είναι και εκείνες του Ν. 3156/2003. Ως εκ τούτου η διαφορετική αντιμετώπιση των εταιρειών διαχείρισης του Ν. 3156/2003 από εκείνες του Ν. 4354/2015 θα έχει ως συνέπεια λογική ανακολουθία στο εσωτερικό σύστημα του νόμου. Αυτό, άλλωστε, συνάγεται και από τη συστηματική ερμηνεία των ως άνω κανόνων δικαίου, οι οποίοι παρουσιάζουν νοηματική και λειτουργική συνοχή μεταξύ τους, αφού και οι δύο ρυθμίζουν τη διαχείριση και είσπραξη απαιτήσεων τρίτων. Γι’ αυτό οι ανωτέρω δύο νόμοι θα πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να βρίσκονται σε αρμονία μεταξύ τους, ανεξαρτήτως αν η απόκτηση των απαιτήσεων από τις εταιρείες ειδικού σκοπού έγινε με τη διαδικασία της τιτλοποίησης και εκχώρησης βάσει του Ν. 3156/2003 ή με τη διαδικασία της πώλησης βάσει του Ν. 4354/2015. Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 δ του Ν. 4354/2015 ορίζεται ότι οι διατάξεις του δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 3156/2003, ενώ και στην αιτιολογική έκθεση αυτού σημειώνεται ότι παρέχονται στα πιστωτικά ιδρύματα τα θεσμικά εργαλεία αξιοποίησης του χαρτοφυλακίου τους, καθώς θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν είτε την εφαρμογή του νόμου περί τιτλοποίησης απαιτήσεων (Ν. 3156/2003) είτε το θεσμικό πλαίσιο που προκρίνεται με το Ν. 4354/2015). Η προβλεπόμενη με την πιο πάνω διάταξη παράλληλη εφαρμογή των δύο νομοθετημάτων αναφέρεται στη διαδικασία μεταβίβασης των απαιτήσεων και σκοπεύει να διευκολύνει τις συναλλαγές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 3156/2003, απαλλάσσοντας τους συμβαλλόμενους από τις επιπλέον προβλεπόμενες ειδικότερες προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη μεταβίβαση των απαιτήσεων με βάση το Ν. 4354/2015. Η ως άνω ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία επιβάλλεται ενιαία εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, τόσο στις περιπτώσεις που η διαχείριση των απαιτήσεων έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του Ν. 3156/2003, όσο και όταν έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, εξυπηρετεί το νομοθετικό σκοπό της διευκόλυνσης της διαχείρισης των απαιτήσεων και επιλύει κατά τρόπο ενιαίο το ζήτημα της δικονομικής υπόστασης των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων, επιτυγχάνοντας έτσι την αρμονική ένταξη του ερμηνευόμενου Ν. 3156/2003 στο σύστημα, χωρίς η προσέγγιση αυτή να επηρεάζεται από τις διαφορετικές συνθήκες κάτω από τις οποίες θεσπίστηκαν τα ως άνω δύο νομοθετήματα. Η διαφορετική αντιμετώπιση του ζητήματος, σύμφωνα με την οποία οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις του Ν. 4354/2015 διαθέτουν την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 αυτού, μόνο όταν η μεταβίβαση και ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων στις εν λόγω εταιρείες γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015 και όχι όταν έχει πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων του Ν. 3156/2003, θα ήταν αντίθετη προς την αρχή της ενότητας και ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδαφ. α του Συντάγματος και επιβάλλει τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε νομοθετικών ρυθμίσεων, η οποία πρέπει να τηρείται, ιδίως όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές συνέπειες για τους ενδιαφερόμενους, όπως οι προαναφερόμενες διατάξεις. Τέλος, υπέρ της ανωτέρω ερμηνευτικής προσέγγισης ότι ο διαχειριστής των τιτλοποιημένων απαιτήσεων του Ν. 3156/2003 νομιμοποιείται ως μη δικαιούχος διάδικος αποτελεί και η ιστορική καταγωγή του Ν. 3156/2003. Ειδικότερα, η τιτλοποίηση απαιτήσεων προβλέφθηκε για πρώτη φορά στην ελληνική νομοθεσία με το άρθρο 14 του Ν. 2801/2000 και αφορούσε την τιτλοποίηση απαιτήσεων του Ελληνικού Δημοσίου, στη συνέχεια δε, ο θεσμός αυτός επεκτάθηκε και στον ιδιωτικό τομέα με τη θέσπιση του Ν. 3156/2003. Με την παρ. 13 του άρθρου 14 του άνω Ν. 2801/2000 ορίστηκε ότι η είσπραξη των εκχωρούμενων απαιτήσεων συνεχίζει να γίνεται από το Ελληνικό Δημόσιο στο όνομα και για λογαριασμό αυτού, σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις, για την είσπραξη δημόσιων εσόδων και με όλα τα διαδικαστικά προνόμια του Ελληνικού Δημοσίου, σαν να μην είχε λάβει χώρα εκχώρηση ή μεταβίβαση των σχετικών απαιτήσεων, οι δε προβλεπόμενες επί των εσόδων κρατήσεις και δικαιώματα υπέρ τρίτων αποδίδονται στους δικαιούχους τους, με βάση τις ισχύουσες διατάξεις. Ο εκδοχέας των απαιτήσεων δεν νομιμοποιείται να παρέμβει ή να συμμετάσχει κατά οποιονδήποτε τρόπο στις σχετικές διαδικασίες. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται κατ` αναλογία και όταν πρόκειται για εκχώρηση απαιτήσεων ΝΠΔΔ. Συνεπώς, με βάση τον ως άνω νόμο, που προηγήθηκε του Ν. 3156/2003, το Ελληνικό Δημόσιο ως διαχειριστής των τιτλοποιημένων απαιτήσεων έχει την αποκλειστική εξουσία να ενεργεί στο όνομά του ως μη δικαιούχος διάδικος όλες τις αναγκαίες ενέργειες και διαδικασίες για την είσπραξη των εκχωρημένων ή μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, ενώ ο εκδοχέας των απαιτήσεων στερείται νομιμοποίησης. Η υποστηριζόμενη άποψη ότι οι εταιρείες διαχείρισης νομιμοποιούνται ως μη δικαιούχοι διάδικοι μόνο όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισης σ’ αυτές γίνεται με βάση τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, λόγω του ότι προβλέπεται διαφορετική φορολογική μεταχείριση των εταιρειών διαχείρισης στους δύο νόμους, καθώς ο Ν. 3156/2003 θέτει τις τιτλοποιημένες απαιτήσεις υπό καθεστώς φορολογικής ατέλειας, ενώ οι μεταβιβάσεις που γίνονται με βάση το Ν. 4354/2015 υπόκεινται σε φορολογία, δεν μπορεί να στηρίξει πειστικά αυτή τη διαφορετική άποψη. Επίσης, το επιχείρημα υπέρ της ίδιας ως άνω άποψης, λόγω του ότι ο Ν. 4354/2015 θέτει ως απαραίτητη προϋπόθεση για την πώληση των μη εξυπηρετούμενων δανείων των καταναλωτών την προηγούμενη πρόσκληση του συνεργάσιμου δανειολήπτη και του εγγυητή για να διακανονίσουν τις οφειλές τους (άρθρο 3 παρ. 2 Ν. 4354/2015), ενώ ο Ν. 3156/2003 δεν περιλαμβάνει τέτοια πρόβλεψη, είναι ατελέσφορο, διότι η τήρηση αυτής της προϋπόθεσης δεν απαιτείται σε όλες τις περιπτώσεις, αφού εξαιρούνται από την προϋπόθεση αυτή απαιτήσεις επίδικες ή επιδικασθείσες και απαιτήσεις κατά οφειλετών μη συνεργάσιμων (άρθρο 3 παρ. 2 εδαφ. β Ν. 4354/2015) (ΟλΑΠ 1/2023, areiospagos.gr). Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι κατά την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των Ν. 4354/2015 και 3156/2003, οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π) έχουν την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ.4 Ν. 4354/2015, προς άσκηση κάθε ένδικου βοηθήματος και κάθε άλλης δικαστικής ενέργειας προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο συντελείται η μεταβίβαση των υπό διαχείριση απαιτήσεων, δηλαδή ακόμα και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισης τους στις ως άνω εταιρείες συντελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων.
Με το πρώτο μέρος του δεύτερου λόγου εφέσεως του, ο ανακόπτων παραπονείται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε τον δεύτερο λόγο της ανακοπής του, με τον οποίο αυτός εκθέτει ότι στην ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής ελλείπει η ενεργητική νομιμοποίηση της καθ’ ης, λόγω μη απονομής εκ του νόμου κατ’ εξαίρεση νομιμοποίησης της καθ’ ης, αφού η από 18.6.2021 σύμβαση ανάθεσης στην καθ’ ης της διαχείρισης της ένδικης απαίτησης συνήφθη στο πλαίσιο των διατάξεων του Ν. 3156/2003 και ως εκ τούτου αποκλείεται εκ του νόμου η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση της καθ’ ης υπό την ιδιότητα της διαχειρίστριας αναφορικά με την εκ μέρους της επίσπευση της εκτελεστικής διαδικασίας. Ο λόγος αυτός κρίνεται απορριπτέος ως μη νόμιμος, με βάση τα διαλαμβανόμενα στη ως άνω υπό στοιχείο Α μείζονα σκέψη, αφού χωρεί αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 4354/2015 στις εταιρείες που ασκούν διαχείριση στο πλαίσιο του Ν. 3156/2003, διότι, από την τελολογική ερμηνεία της εφαρμοστέας διάταξης, συνάγεται ότι ο σκοπός του νομοθέτη είναι να εξοπλίσει τον συμβατικώς νομιμοποιηθέντα προς είσπραξη και με τη δικονομική εξουσία να ενεργεί στη δίκη και στο στάδιο της εκτέλεσης, κάθε αναγκαία για την είσπραξη διαδικαστική πράξη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, διαφορετικά η όποια ανατιθέμενη διαχείριση δεν θα μπορούσε στην πράξη να ασκηθεί λυσιτελώς, τυχόν δε αξίωση ειδικής ρητής expressίs νerbis – πανηγυρικής στο νόμο διατύπωσης περί του ότι και οι εταιρείες του Ν. 3156/2003 νομιμοποιούνται ενεργητικά και παθητικά να ενεργούν δικονομικές διαδικαστικές πράξεις απαραίτητες για την άσκηση της συμβατικώς ανατεθείσας σε αυτές διαχειριστικής εξουσίας, κρίνεται ιδιαίτερα αυστηρή, εξόχως τυπολατρική και εκτός του πλαισίου τελεολογικής ερμηνείας του νόμου. Επομένως ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον δεύτερο λόγο ανακοπής, απορριπτομένου ομοίως και του πρώτου σκέλους του δεύτερου λόγου εφέσεως.
Περαιτέρω με το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου εφέσεως ο ανακόπτων παραπονείται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε το δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και έκτο σκέλος του τρίτου λόγου της ανακοπής του. Συγκεκριμένα, με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου της ανακοπής του, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η εκχώρηση – μεταβίβαση της ένδικης σε βάρος του απαίτησης, από την «………………» προς την «………………», δεν έχει συντελεσθεί, διότι ουδέποτε επιδόθηκε σε αυτόν η από 30.4.2020 σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, κατά παράβαση των άρθρων 455 και 466 ΑΚ. Όπως όμως ήδη εκτέθηκε στην αμέσως προηγηθείσα υπό στοιχείο Α νομική σκέψη, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 10 του άρθρου 10 Ν. 3156/2003, ως αναγγελία της μεταβίβασης της απαίτησης λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000, με την οποία ολοκληρώνεται η μεταβίβαση της ένδικης απαίτησης, χωρίς να απαιτείται επίδοση της σύμβασης εκχώρησης στον οφειλέτη, συνεπεία δε τούτων, ο περί του αντιθέτου ισχυρισμός του ανακόπτοντος πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος. Ομοίως, απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος τυγχάνει ο τρίτος λόγος της κρινόμενης ανακοπής και ως προς το τρίτο και το τέταρτο σκέλος του, με το οποίο ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι, εν προκειμένω: α) με την από 18.06.2021 σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, συναφθείσα μεταξύ της «……………..» αφενός και της καθ’ ης αφετέρου, παραβιάσθηκε το άρθρο 2 παρ. 2 περ.α Ν. 4345/2015, που απαιτεί η σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων να υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και να περιλαμβάνει τις προς διαχείριση απαιτήσεις και το τυχόν στάδιο μη εξυπηρέτησης κάθε απαίτησης και β) η ως άνω σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης ήταν μεταγενέστερη της σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης της ένδικης απαίτησης, κατά παράβαση του άρθρου 1 παρ. 1 περ. γ’ Ν. 4345/2015, που απαιτεί η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων σε εταιρεία απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις να έπεται της υπογραφής συμφωνίας ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρείας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων. Όπως όμως ο ίδιος ο ανακόπτων ομολογεί, εν προκειμένω, η μεταβίβαση και η ανάθεση της διαχείρισης της ένδικης απαίτησης έλαβαν χώρα στο πλαίσιο των διατάξεων του Ν. 3156/2003 και όχι του Ν. 4345/2015, με αποτέλεσμα τα άρθρα 1 παρ. 1 περ. γ’ και 2 παρ. 2 περ. α’ αυτού να μην τυγχάνουν εφαρμογής, απορριπτομένων ως νομικά αβάσιμων των σχετικών ισχυρισμών τού ανακόπτοντος. Σε κάθε περίπτωση, από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 εδ. γ’ Ν. 4354/2015, κατά την οποία «Η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή μόνο εφόσον έχει υπογράφει συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρείας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρείας διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά τον παρόντα νόμο από την Τράπεζα της Ελλάδος. Η προϋπόθεση αυτή οφείλει να πληρούται και σε κάθε περαιτέρω μεταβίβαση….» προκύπτει ότι ο νομοθέτης θέτει ως προϋπόθεση του ισχυρού και έγκυρου της σύμβασης πώλησης τιτλοποιούμενων απαιτήσεων την υπογραφή σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης απαιτήσεων, η οποία, όμως, δεν απαιτείται να προηγείται χρονικά της σύμβασης πώλησης, η δε γραμματική διατύπωση της εν λόγω διάταξης δεν συνηγορεί υπέρ της υποστηριζόμενης από τον ανακόπτοντα άποψης (ΕφΠειρ 574/2020, efeteio-peir.gr). Εξάλλου, ο τρίτος λόγος τής κρινόμενης ανακοπής και ως προς το έκτο σκέλος του, με τα οποίο ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η φερόμενη ως φορέας της ένδικης σε βάρος του απαίτησης αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «…………………» έχει μεν ως εταιρικό σκοπό την απόκτηση επιχειρηματικών απαιτήσεων για την τιτλοποίηση τους, πλην όμως όχι αποκλειστικά, όπως το άρθρο 10 παρ. 2 Ν. 3156/2003 ορίζει, τυγχάνει απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος. Και τούτο διότι από το νόμο ουδόλως προκύπτει ότι τα επικαλούμενα από τον ανακόπτοντα, και αληθή υποτιθέμενα, συνεπάγονται άνευ ετέρου την ακυρότητα της κατ’ άρθρο 10 Ν. 3156/2003 σύμβασης μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, ούτε εξάλλου η γραμματική διατύπωση της διάταξης του άρθρου 10 παρ. 2 Ν. 3156/2003 συνηγορεί υπέρ της υποστηριζόμενης από τον ανακόπτοντα άποψης. Επομένως ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τους ως άνω λόγους ανακοπής, απορριπτομένου ομοίως και του δεύτερου σκέλους του δεύτερου λόγου εφέσεως.
Β. Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ν. 4354/2015 σχετικά με τη διαχείριση μη εξυπηρετούμενων δανείων: «1. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων από συμβάσεις δανείων και πιστώσεων, που έχουν χορηγηθεί από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα πλην της περίπτωσης δ’ της παρ. 5 του άρθρου 2 τον Ν. 4261/2014, υπόκειται σε συστατικό έγγραφο τύπο και αντικείμενά της μπορεί να είναι μεμονωμένες απαιτήσεις ή ομάδες απαιτήσεων κατά οποιουδήποτε δανειολήπτη, μη εφαρμοζομένου στην περίπτωση αυτή του άρθρου 479 ΑΚ. Άλλα δικαιώματα, ακόμα κι αν δεν αποτελούν παρεπόμενα δικαιώματα κατά την έννοια του άρθρου 458 ΑΚ, εφόσον συνδέονται με τις μεταβιβαζόμενες απαιτήσεις, μπορούν να μεταβιβάζονται μαζί με αυτές. Η πώληση των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων διέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 513 επ. ΑΚ, η δε μεταβίβαση από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. ΑΚ, εφόσον οι διατάξεις αυτές δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου. … 3. Η σύμβαση πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων καταχωρίζεται στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000. …… Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των πωλούμενων απαιτήσεων του μεταβιβάζοντος πιστωτικού ιδρύματος. 4. Αναγγελία της καταχώρισης γίνεται ατύπως προς τους οφειλέτες και τους εγγυητές με κάθε πρόσφορο μέσα, συμπεριλαμβανομένων και των μέσων ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Πριν από την καταχώριση δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση απαιτήσεων της παραγράφου 1…..». Κατά δε το άρθρο 1 παρ. 1 γ και δ του ίδιου Ν. 4354/2015 «γ. Η πώληση των παραπάνω απαιτήσεων είναι ισχυρή μόνο εφόσον έχει υπογραφεί συμφωνία ανάθεσης διαχείρισης μεταξύ εταιρίας απόκτησης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις και εταιρίας διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά τον παρόντα νόμο από την Τράπεζα της Ελλάδος. Η προϋπόθεση αυτή οφείλει να πληρούται και σε κάθε περαιτέρω μεταβίβαση. Τα δικαιώματα που απορρέουν από τις μεταβιβαζόμενες λόγω πώλησης απαιτήσεις δύνανται να ασκούνται μόνο μέσω των εταιριών διαχείρισης της παρούσας παραγράφου… δ. Οι διατάξεις του παρόντος δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 3156/2003… ». Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ.1 και 2 του Ν. 3156/2003, η τιτλοποίηση απαιτήσεων είναι η μεταβίβαση επιχειρηματικών απαιτήσεων λόγω πώλησης με σύμβαση που καταρτίζεται εγγράφως μεταξύ «μεταβιβάζοντος» και «αποκτώντος» σε συνδυασμό με την έκδοση και διάθεση, με ιδιωτική τοποθέτηση μόνον, ομολογιών οποιουδήποτε είδους ή μορφής, η εξόφληση των οποίων πραγματοποιείται με τους προβλεπόμενους στον ανωτέρω νόμο τρόπους. «Μεταβιβάζων» είναι μόνο έμπορος με κατοικία ή έδρα στην Ελλάδα ή στην αλλοδαπή, εφόσον έχει εγκατάσταση στην Ελλάδα (άρα και τραπεζικές ανώνυμες εταιρίες) και «αποκτών» είναι το νομικό πρόσωπο ή νομικά πρόσωπα, που έχουν ως αποκλειστικά σκοπό την απόκτηση επιχειρηματικών απαιτήσεων για την τιτλοποίηση τους σύμφωνα με το νόμο αυτόν («εταιρεία ειδικού σκοπού»), προς τα οποία μεταβιβάζονται λόγω πώλησης αι επιχειρηματικές απαιτήσεις, εκδότης δε των ομολογιών είναι ο ίδιος ο αποκτών. Οι απαιτήσεις που μεταβιβάζονται με σκοπό την τιτλοποίηση μπορεί να είναι απαιτήσεις κατά οποιουδήποτε τρίτου ακόμη και των καταναλωτών, υφιστάμενες ή μελλοντικές, εφόσον αυτές προσδιορίζονται ή είναι δυνατόν να προσδιοριστούν με οποιονδήποτε τρόπο (άρθρο 10 παρ. 6 Ν. 3156/2003). Περαιτέρω, η σύμβαση μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων καταχωρίζεται σε δημόσια βιβλία σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 3 Ν. 2844/2000 (άρθρο 10 παρ. 8 Ν. 3156/2003). Από την καταχώριση της σχετικής σύμβασης επέρχεται η μεταβίβαση των τιτλοποιούμενων απαιτήσεων, εκτός αν άλλως ορίζεται στους όρους της σύμβασης, η δε μεταβίβαση (εκχώρηση) αναγγέλλεται εγγράφως από του μεταβιβάζοντα ή την Εταιρία Ειδικού Σκοπού στον οφειλέτη (άρθρο 10 παρ. 9 Ν. 3156/2003). Ως αναγγελία λογίζεται η καταχώριση της σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 Ν. 2844/2000, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 8 του ιδίου άρθρου. Πριν από την αναγγελία δεν αποκτώνται έναντι τρίτων δικαιώματα που απορρέουν από τη μεταβίβαση (εκχώρηση) λόγω πώλησης της παραγράφου 1 (άρθρο 10 παρ. 10 Ν. 3156/2003). Η ανωτέρω καταχώριση γίνεται με δημοσίευση (κατάθεση εντύπου, η μορφή του οποίου καθορίστηκε με την 161/337/2003 απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης-ΦΕΚ Β’ 1688/2003 και ήδη με την ΥΑ 207/2020) στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, ως ενεχυροφυλακεία, δε, έως την ίδρυσή τους με Π.Δ ορίζονται τα κατά τόπους λειτουργούντα σήμερα υποθηκοφυλακεία ή κτηματολογικά γραφεία της έδρας των Πρωτοδικείων. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων των Ν. 4354/2015 και 3156/2003 προκύπτει ότι η μεταβίβαση απαιτήσεων, κατά τους ορισμούς τους, γίνεται με έγγραφο τύπο και συντελείται με την καταχώριση της σύμβασης πώλησης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του Ν. 2844/2000, από την οποία (καταχώριση) αποκτώνται τα δικαιώματα του αναδόχου έναντι του τρίτου οφειλέτη και πριν την αναγγελία της εκχώρησης στον τελευταίο, αφού ως τέτοια ισχύει πλασματικά εκ του νόμου η καταχώριση της σύμβασης στο βιβλίο αυτό κατά τους ορισμούς του άρθρου 10 παρ. 10 του Ν. 3156/2003, εφόσον πρόκειται για τιτλοποίηση απαιτήσεων, η δε διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων ανατίθεται υποχρεωτικά σε εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά το Ν. 4354/2015 από την Τράπεζα της Ελλάδος. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 924 παρ. 1 ΚΠολΔ, η επιταγή ως πρώτη πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης και συνάμα της προδικασίας της, πρέπει απαραίτητα να επιδίδεται στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ σαφώς προκύπτει ότι ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου (δανειστή), ο οποίος δεν αναφέρεται στον εκτελεστό τίτλο και δικαιούται κατ’ άρθρα 919 παρ. 1 ΚΠολΔ ή άλλη ειδική διάταξη να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση, υποχρεούται για το έγκυρο της αναγκαστικής εκτέλεσης που ενεργείται απ’ αυτόν, να κοινοποιήσει στον καθ’ ου η εκτέλεση νέα επιταγή, ακόμη και αν έχει κοινοποιηθεί προηγουμένως επιταγή από τον αναφερόμενο στον εκτελεστό τίτλο αρχικό δικαιούχο, καθώς και τα νομιμοποιητικά της διαδοχής του έγγραφα, είτε αυτά είναι δημόσια, είτε ιδιωτικά, τόσο για την έναρξη όσο και για τη συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης. Η υποχρέωση αυτή είναι ανεξάρτητη και πρέπει να γίνεται ακόμα και όταν ο καθ’ ου η εκτέλεση γνωρίζει για την επελθούσα διαδοχή. Απαιτείται δε η επίδοση ολοκλήρων των εγγράφων και όχι αποσπασμάτων. Αυτά πρέπει να κοινοποιούνται ως πρωτότυπα επίσημα έγγραφα, μη αρκούσης, της απλής μνείας τούτων στην επιταγή. Η παράβαση του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτέλεσης ανεξαρτήτως βλάβης, δεδομένου ότι η φράση του νόμου «δεν δύναται να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση» είναι ισοδύναμη με την απειλή ακυρότητας. Τυχόν ακυρότητα της επιταγής που επέδωσε ο αρχικός δικαιούχος δεν επιδρά στο κύρος της νέας επιταγής, η οποία έχει αυτοτέλεια έναντι της προηγούμενης. Παρά τα ανωτέρω, στην περίπτωση της διαδοχής του δικαιούχου λόγω σύμβασης μεταβίβασης των τιτλοποιούμενων τραπεζικών απαιτήσεων κατά τους ορισμούς των Ν. 4354/2015 και 3156/2003, με δεδομένη τη συνθετότητα και την έκταση των επιμέρους πράξεων, από τις οποίες απαρτίζεται η μεταβίβαση των απαιτήσεων και εν συνεχεία η ανάθεση της διαχείρισης αυτών, άρα και των αντιστοίχων εγγράφων που την πιστοποιούν, η απαίτηση συγκοινοποίησης στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, στο πλαίσια της ρύθμισης του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, ολόκληρων των σχετικών συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, εκτός του ότι δεν συμπορεύεται με το πνεύμα της ρύθμισης του ανωτέρω άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, είναι ιδιαιτέρως πολυτελής, εξόχως δαπανηρή, στείρα τυπολατρική και παρεμβάλει σοβαρά εμπόδια στην εκτελεστική διαδικασία, παρεμποδίζοντας αδικαιολογήτως την πρόσβαση σε αυτήν των δανειστών. Η αναγκαστική εκτέλεση θέτει μεν συνήθως τον τύπο πριν από την ουσία, όχι, όμως, σε βαθμό που να εγγίζει τα όρια της κατάχρησης. Κατ’ ανάγκη λοιπόν, θα πρέπει να επιλεγούν εκείνα μόνα τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την συντέλεση της μεταβίβασης και στοιχειοθετούν τη νομιμοποίηση του επισπεύδοντος (ΑΠ 345/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Καθώς δε τα αποτελέσματα της μεταβίβασης επέρχονται αυτοδικαίως εκ του νόμου και χωρίς άλλη διατύπωση και έναντι τρίτων από την καταχώριση της κάθε σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 Ν. 2844/2000, είναι προφανές ότι και η νομιμοποίηση της εταιρίας που αναλαμβάνει τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων αρχίζει ακριβώς από τότε. Άρα, τα έγγραφα, που πιστοποιούν τις ανωτέρω πράξεις και ολοκληρώνουν τη μεταβίβαση και την ανάθεση της διαχείρισης, είναι τα μόνα κρίσιμα και πρέπει να συγκοινοποιούνται στον οφειλέτη με την επιταγή. Όλα τα υπόλοιπα, όση σπουδαιότητα και σοβαρότητα αν παρουσιάζουν για τη διαδικασία της μεταβίβασης καθ’ εαυτήν, δεν παύουν να αποτελούν στοιχεία, που αφορούν στις εσωτερικές σχέσεις των εταιρειών. Τα έγγραφα που νομιμοποιούν, συνεπώς, την εταιρεία που ανέλαβε τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, είναι η καταχώριση σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, σύμφωνα με το άρθρο 3 Ν. 2844/2000, ήτοι η δημοσίευση του εντύπου που καθορίστηκε με την υπ’ αριθ. 161/337/2003 (ήδη ΥΑ 207/2020) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, με το σχετικό απόσπασμα των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων απ’ όπου φαίνεται η καταχώριση της μεταβίβασης της απαίτησης του καθ’ ου η εκτέλεση. Η κοινοποίηση των εγγράφων αυτών είναι αρκετή και ανταποκρίνεται πλήρως στη νομοτυπική μορφή των εγγράφων που αξιώνει το άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΕφΘεσ 177/2022 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 574/2020, Π. Γιαννόπουλος, Η Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις ως μη δικαιούχος διάδικος στη διαγνωστική δίκη και στο στάδιο της αναγκαστικής εκτέλεσης, Αρμ 2019/233 επ., Ν.Κατηφόρης σχόλιο κάτωθι ΜΠρΝαξ 57/2020, ΕΠολΔ 2020 σελ. 432 επ, αντίθετα Κ. Παπαχρήστου – Δημητράς, Η νομιμοποίηση των διαδίκων στην πολιτική δίκη εκδ. 2021 σελ. 137-140, Γ. Αποστολάκης, Ζητήματα από την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση των εταιρειών διαχειρίσεως απαιτήσεων από τραπεζικά δάνεια ΕπΑΚ 2021, σελ. 703-704).
Με τον τρίτο λόγο εφέσεως του, κατ’ εκτίμηση αυτού, ο ανακόπτων παραπονείται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε τον τρίτο λόγο ανακοπής του κατά το πρώτο και πέμπτο σκέλος του, τον πέμπτο λόγο ανακοπής κατά το δεύτερο σκέλος του και τον τέταρτο λόγο ανακοπής. Ειδικότερα με τον τρίτο λόγο τής κρινόμενης ανακοπής, κατά το πρώτο σκέλος του, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η καθ’ ης η ανακοπή, κατά την υποβολή της αίτησής της προς έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, δεν προσκόμισε το πλήρες κείμενο των συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης της ένδικης απαίτησης, με αποτέλεσμα να μην αποδεικνύει την ενεργητική της νομιμοποίηση για την υποβολή αίτησης προς έκδοση της ανακοπτόμενης. Όπως όμως προκύπτει από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας και όπως εξάλλου και ο ίδιος ο ανακόπτων ομολογεί, η καθ’ ης, κατά την υποβολή τής από 4.4.2022 αίτησής της, προσκόμισε, ενώπιον της αρμόδιας δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, μεταξύ άλλων και α) τη με αριθμό πρωτοκόλλου …./30.4.2020 καταχώριση στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, στου τόμο …. και με αριθμό …., περίληψης της από 30.4.2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, συναφθείσας μεταξύ της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………………» (η οποία εξομοιούται, κατ’ άρθρο 75 Ν. 2190/1920, λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση, με καθολική διάδοχο της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», όπως προκύπτει από το υποβληθέν από την καθ’ ης ΦΕΚ 3931/1.7.2013) και της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………………», β) ακριβές αντίγραφο της σελίδας 1007 εκ του με αριθμό πρωτοκόλλου …………./30.4.2020 παραρτήματος της ως άνω σύμβασης, από το οποίο προκύπτει ότι στις κατά τα ως άνω μεταβιβασθείσες απαιτήσεις περιλαμβάνεται και η ένδικη, γ) τη με αριθμό πρωτοκόλλου …………/30.4.2020 καταχώριση στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, στον τόμο …. και με αριθμό ……, περίληψης της από 30.4.2020 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, συναφθείσας μεταξύ τής αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………..» και της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………..» και δ) τη με αριθμό πρωτοκόλλου ………/22.6.2021 καταχώριση στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, στον τόμο …. και με αριθμό ……, περίληψης της από 18.6.2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, συναφθείσας μεταξύ τής αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………..» και τής καθ’ ης. Προκύπτει, λοιπόν, ότι η καθ’ ης, για την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, προσκόμισε, ενώπιον της αρμόδιας Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, καταχωρίσεις σε περιλήψεις που περιέχουν τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, με τα σχετικό απόσπασμα των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων από το οποίο προκύπτει η καταχώριση της μεταβίβασης της ένδικης απαίτησης κατά του ανακόπτοντος, από τα έγγραφα δε αυτά αποδεικνύεται εγγράφως και πλήρως η ενεργητική νομιμοποίηση της καθ’ ης να αιτηθεί και να επιτύχει την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής. Εξάλλου, από τη στιγμή που οι περιλήψεις των προαναφερόμενων συμβάσεων έχουν καταχωριστεί στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών και δεδομένου ότι με την ως άνω καταχώριση έχουν νομίμως συντελεστεί οι διαδοχικές μεταβιβάσεις της ένδικης απαίτησης και η εν συνεχεία ανάθεση της διαχείρισής της στην καθ’ ης εταιρεία, σύμφωνα με τα άρθρα 3 παρ. 3 εδ. γ’ Ν. 4354/2015 και 10 παρ. 8, 9, 10 και 16 Ν. 3156/2003, δεν απαιτείται η υποβολή κάποιου άλλου εγγράφου για τη θεμελίωση της ενεργητικής νομιμοποίησης της καθ’ ης, μόνο δε το γεγονός ότι το παράρτημα της σύμβασης μεταβίβασης, στο οποίο αυτή παραπέμπει, δεν κοινοποιήθηκε ολόκληρο ως σύνολο στον ανακόπτοντα, παρά μόνο αποσπασματικά και μάλιστα κατά το μέρος μόνο που εμπεριέχεται σε αυτό η απαίτηση σε βάρος του δεν δημιουργεί καμία ακυρότητα, δεδομένου ότι το υπόλοιπο ταυ παραρτήματος, το οποίο αριθμεί χιλιάδες σελίδες στα σύνολο του, αφορά δάνεια άλλων οφειλετών που δεν έχουν καμία σχέση με την ένδικη σε βάρος τού ανακόπτοντος απαίτηση και επομένως, η προσκομιδή ολόκληρου του παραρτήματος θα παρίστατο υπερβολική και τελικά άνευ αντικειμένου, με αποτέλεσμα να μην κρίνεται απαραίτητη. Πρέπει, συνεπώς, ο τρίτος λόγος τής κρινόμενης ανακοπής, κατά το πρώτο σκέλος του, να απορριφθεί ως νομικά και ουσιαστικά αβάσιμος. Ομοίως, ο τρίτος λόγος ανακοπής και κατά το πέμπτο σκέλος του, με το οποίο ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η καθ’ ης, κατά την υποβολή τής από 4.4.2022 αίτησής της προς έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, δεν προσκόμισε πίνακα των τιτλοποιούμενων επιχειρηματικών απαιτήσεων των οποίων η διαχείριση της ανατέθηκε, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει αν σε αυτή είχε ανατεθεί η διαχείριση της ένδικης απαίτησης, πρέπει να απορριφθεί, ως απολύτως συναρτώμενος με το πρώτο σκέλος τού λόγου αυτού, ως νομικά αβάσιμος, η δε καθ’ ης η ανακοπή προσκόμισε άπαντα τα απολύτως αναγκαία για την συγκεκριμένη μεταβίβαση έγγραφα που αποδεικνύουν αρκούντως την διαχειριστική της εξουσία, ως αυτά μνημονεύθηκαν ανωτέρω στην απόκρουση του πρώτου σκέλους του τρίτου λόγου της κρινόμενης ανακοπής. Τέλος, με τον πέμπτο λόγο της κρινόμενης ανακοπής, κατά το δεύτερο σκέλος του, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι από το προσκομισθέν από την καθ’ ης, κατά την υποβολή της αίτησης της προς έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, ακριβές αντίγραφο της σελίδας 1007 εκ του με αριθμό πρωτοκόλλου …../30.4.2020 παραρτήματος της από 30.4.2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, δεν προκύπτει το ύψος της σε βάρος του απαίτησης που εκχωρήθηκε από την «…………» στην «…………………» αμφισβητώντας, με τον τρόπο αυτό, τόσο την ενεργητική νομιμοποίηση της καθ’ ης όσο και το εκκαθαρισμένο της απαίτησης. Όπως όμως ήδη εκτέθηκε, η καθ’ ης προσκόμισε τη με αριθμό πρωτοκόλλου …./30.4.2020 καταχώριση στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, στον τόμο …. και με αριθμό …., περίληψης της από 30.4.2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, συναφθείσας μεταξύ τής τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………….» και της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………..», καθώς και ακριβές αντίγραφο της σελίδας 1007 εκ του με αριθμό πρωτοκόλλου ………./30.4.2020 παραρτήματος της ως άνω σύμβασης πώλησης, από τα οποία αποδεικνύεται ότι η «……………..» μεταβίβασε την ένδικη απαίτηση ανά επιχειρηματική απαίτηση, κεφάλαιο, δεδουλευμένους τόκους και απαιτήσεις από έξοδα, μετά των παρεπομένων και διαπλαστικών δικαιωμάτων και των τυχόν εξασφαλίσεων αυτών, παρεπόμενων ενοχικών και εμπράγματων απαιτήσεων (βλ. τον 3ο όρο της εν λόγω σύμβασης) στην ως άνω αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού. Συνεπώς μεταβιβάσθηκε στην τελευταία ολόκληρη η απαίτηση σε βάρος του ανακόπτοντος, που απορρέει από τη με αριθμό ……../13.2.2007 σύμβαση στεγαστικού τοκοχρεωλυτικού δανείου μετά των από 13.2.2007 παραρτημάτων της και ο ως άνω λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος. Περαιτέρω, με τον τέταρτο λόγο της κρινόμενης ανακοπής, ο ανακόπτων αμφισβητεί την ενεργητική νομιμοποίηση της καθ’ ης να επισπεύσει την αρξάμενη δια της ανακοπτόμενης από 9.5.2022 επιταγής προς πληρωμή, κάτωθι αντιγράφου πρώτου εκτελεστού απογράφου τής με αριθμό …../2022 διαταγής πληρωμής, επικαλούμενος ότι η καθ’ ης, μολονότι κατά την υποβολή τής από 4.4.2022 αίτησής της, προσκόμισε, ενώπιον της αρμόδιας δικαστή τού Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. μεταξύ άλλων και: α) τη με αριθμό πρωτοκόλλου …./30.4.2020 καταχώριση στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, στον τόμο … και με αριθμό ….., περίληψης της από 30.4.2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, συναφθείσας μεταξύ της «…………….» και της «……………….», β) ακριβές αντίγραφο εκ του με αριθμό πρωτοκόλλου …./30.4.2020 παραρτήματος της ως άνω σύμβασης, από το οποίο προκύπτει ότι στις κατά τα ως άνω μεταβιβασθείσες απαιτήσεις περιλαμβάνεται και η ένδικη, γ) τη με αριθμό πρωτοκόλλου …/30.4.2020 καταχώριση στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, στον τόμο … και με αριθμό …., περίληψης της ως άνω από 30.4.2020 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων και δ) τη με αριθμό πρωτοκόλλου …/22.6.2021 καταχώριση στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, στον τόμο ….. και με αριθμό …., περίληψης της από 18.6.2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, συναφθείσας μεταξύ της ως άνω αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού και τής καθ’ ης, κατά την κοινοποίηση σε αυτόν της ανακοπτομένης επιταγής, ουδέν των ανωτέρω του επέδωσε, με αποτέλεσμα να μην αποδεικνύει την ενεργητική της νομιμοποίηση, κατά παράβαση του άρθρου 925 ΚΠολΔ. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, διότι στη διάταξη του άρθρου 925 ΚΠολΔ ορίζεται η διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί (κοινοποίηση στον καθ` ου η εκτέλεση νομιμοποιητικών εγγράφων) σε περίπτωση ειδικής ή καθολικής διαδοχής του δικαιούχου που έλαβε χώρα μετά και όχι πριν την έκδοση του εκτελεστού τίτλου. Όταν λοιπόν το πρόσωπο του δικαιούχου, όπως αυτό προκύπτει από τον εκτελεστό τίτλο, ταυτίζεται με το πρόσωπο του επισπεύδοντος την αναγκαστική εκτέλεση, όπως συμβαίνει στην προκείμενη περίπτωση, δεν χωρεί εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 925 ΚΠολΔ. Επομένως ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τους ως άνω λόγους ανακοπής, απορριπτομένου ομοίως και του τρίτου λόγου εφέσεως.
Γ. Καταγγελία είναι η μονομερής δήλωση του ενός των συμβαλλομένων που απευθύνεται στου άλλον, με την οποία εκφράζεται η βούλησή του για λύση της σύμβασης στο μέλλον (άρθρο 167 ΑΚ), για ορισμένο λόγο προβλεπόμενο στη σύμβαση ή στο νόμο, ασκείται δε είτε με εξώδικη δήλωση είτε με αγωγή. Η καταγγελία ασκείται αυτοπροσώπως από κάποιον από τους συμβαλλόμενους, δεν αποκλείεται όμως να ασκηθεί και από αντιπρόσωπο – πληρεξούσιο (άρθρα 211, 216, 217 ΑΚ). Εφόσον η καταγγελία είναι άτυπη και η πληρεξουσιότητα που χορηγείται για την άσκησή της είναι επίσης άτυπη (άρθρο 217 παρ. 2 ΑΚ). Επί νομικών προσώπων την πληρεξουσιότητα δίνει εκείνος που για κάθε συγκεκριμένη δικαιοπραξία έχει το δικαίωμα εκπροσώπησής τους. Επί καταγγελίας που έγινε από αναρμόδιο ή χωρίς εξουσία πρόσωπο, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 233 και 238 ΑΚ, που αναφέρονται στην, με αναδρομική ενέργεια, μεταγενέστερη έγκριση της καταγγελίας από το αρμόδιο όργανο του νομικού προσώπου, διότι, λόγω του διαπλαστικού χαρακτήρα της καταγγελίας, για τη συντέλεση αυτής, απαιτείται δήλωση βούλησης από το ίδιο το νομικό πρόσωπα, η οποία μόνο με το όργανο που το εκπροσωπεί μπορεί να πραγματοποιηθεί (ΠΠρΠειρ 1990/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, η διάταξη του άρθρου 226 ΑΚ απαιτεί για την επιχείρηση μονομερούς απευθυντέας σε άλλον δικαιοπραξίας την επίδειξη του πληρεξουσίου εγγράφου. Οι συνέπειες από τη μη επίδειξη του πληρεξούσιου εγγράφου εξαρτώνται από το αν αποκρούεται ή όχι η καταγγελία χωρίς υπαίτια βραδύτητα. Ειδικότερα όταν η καταγγελία από τον πληρεξούσιο έγινε εγγράφως, πρέπει αυτός να επιδείξει το πληρεξούσιο έγγραφο, γιατί αλλιώς έχει το δικαίωμα αυτός προς του οποίο γίνεται να την αποκρούσει χωρίς υπαίτια βραδύτητα, οπότε επέρχεται ακυρότητα (άρθρο 226 ΑΚ) και μάλιστα ανεξάρτητα αν υπήρχε πράγματι πληρεξουσιότητα ή αν εγκρίθηκε η καταγγελία. Αντίθετα, αν δεν εναντιωθεί αυτός προς τον οποίο γίνεται, το κύρος της καταγγελίας που βαρύνεται να αποδείξει ο καταγγέλλων και έγινε από αντιπρόσωπό του, θα εξαρτηθεί από την ύπαρξη ή μη του πληρεξουσίου εγγράφου ή της έγκρισης εκ μέρους του (καταγγέλλοντος) της καταγγελίας (βλ. ΕΡΜΑΚ, άρθρο 226, αριθ. 8, σελ. 396, ΠΠρΠειρ 1990/2020, ό.π., ΠΠρΘεσσ 10214/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΜΠρΠειρ 1911/2013 ΕλλΔνη 2013/1468), η οποία πρέπει να γίνει μέχρι τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, είτε με την προσαγωγή συμβολαιογραφικού ή άλλου εγγράφου, είτε με δήλωση του παριστάμενου διαδίκου που καταχωρίζεται στα πρακτικά, διαφορετικά η καταγγελία είναι άκυρη. Τα ίδια ακριβώς ισχύουν και όταν το περί καταγγελίας εξώδικο έγγραφο υπογράφει δικηγόρος. Σημειώνεται ότι δεν ισχύει η διάταξη του άρθρου 104 ΚΠολΔ, διότι η καταγγελία που ασκείται κατ’ αυτόν τον τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πράξη προπαρασκευαστική της δίκης, αφού αντιθέτως αποτελεί ενέργεια πριν από τη δίκη και μάλιστα ενέργεια όχι δικονομική αλλά ουσιαστική, δηλαδή άσκησης του σχετικού δικαιώματος (ΕφΑΘ 5900/1995, ΕΔικΠολυκ 1996/145).
Με τον τέταρτο λόγο εφέσεως του ο ανακόπτων παραπονείται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε τον έκτο λόγο ανακοπής του, στον οποίο ο ανακόπτων αναφέρει ότι η ένδικη δανειακή σύμβαση καταγγέλθηκε από την καθ’ ης, υπό την ιδιότητα αυτής ως διαχειρίστριας της ειδικής διαδόχου τής δανείστριας τραπεζικής εταιρείας, πλην όμως δεν μεταβιβάσθηκε στην ειδική διάδοχο και το δικαίωμα καταγγελίας της ένδικης δανειακής σύμβασης. Ότι η από 14.3.2022 εξώδικη δήλωση καταγγελίας φέρεται να έχει υπογραφεί από πληρεξούσιο δικηγόρο, χωρίς όμως η εν λόγω καταγγελία να συνοδεύεται από το απαραίτητο, κατά τις διατάξεις του άρθρου 226 ΑΚ πληρεξούσιο έγγραφο, επιπλέον δε, κατά τη γενόμενη καταγγελία, δεν επεδείχθη στον ίδιο το έγγραφο πληρεξουσιότητας. Ότι, για τους λόγους αυτούς, η ανωτέρω καταγγελία της ένδικης σύμβασης δανείου είναι άκυρη και δεν παράγει κανένα αποτέλεσμα, η ένδικη δε σύμβαση δανείου ουδέποτε καταγγέλθηκε και επομένως είναι τυπικά ενεργή και ακύρως εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Με τέτοιο περιεχόμενο, ο λόγος της ανακοπής είναι νόμιμος, ερειδόμενος στις διατάξεις των άρθρων 167, 216, 217, 226, 232, 233 και 455 επ. ΑΚ και πρέπει να ερευνηθεί και ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Από όλα τα έγγραφα, που επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς, όμως, να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004/723), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν, πλήρως, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με τη με αριθμό …………../13.2.2007 σύμβαση χορήγησης δανείου με τα από 13.2.2007 προσαρτήματά της, η τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……………….» χορήγησε στου ανακόπτοντα στεγαστικό τοκοχρεωλυτικό δάνειο ποσού 95.000 ευρώ, που του καταβλήθηκε εφάπαξ. Εν συνεχεία, όπως ήδη αναλυτικά εκτέθηκε, δυνάμει της από 30.4.2020 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων, συναφθείσας μεταξύ της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» (η οποία εξομοιούται, κατ’ άρθρο 75 Ν. 2190/1920, λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση, με καθολική διάδοχο της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….) και της αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………………», μεταβιβάσθηκε στην τελευταία η ένδικη σε βάρος τού ανακόπτοντος απαίτηση εκ της ως άνω δανειακής σύμβασης ανά επιχειρηματική απαίτηση, κεφάλαιο, δεδουλευμένους τόκους και απαιτήσεις από έξοδα, μετά των παρεπόμενων και διαπλαστικών δικαιωμάτων και των τυχόν, εξασφαλίσεων αυτών, παρεπόμενων ενοχικών και εμπραγμάτων απαιτήσεων, η δε κατά τα ως άνω ειδική διάδοχος της δανείστριας τράπεζας, ανέθεσε, δυνάμει της από 18.6.2021 σύμβασης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων, τη διαχείριση της ένδικης απαίτησης στην καθ’ ης, η οποία εν συνεχεία κατήγγειλε, δια της από 14.3.2022 εξώδικης καταγγελίας, την ως άνω δανειακή σύμβαση. Αφ’ ης στιγμής, λοιπόν, η ως άνω αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού κατέστη ειδική διάδοχος της πιστώτριας τράπεζας και δικαιούχος της ένδικης, σε βάρος του ανακόπτοντος, απαίτησης, στη δε καθ’ ης ανατέθηκε, από την ειδική διάδοχο, η δικονομική εξουσία να ενεργεί το σύνολο των αναγκαίων δικαστικών και εξώδικων ενεργειών, προς είσπραξη της υπό διαχείριση ένδικης απαίτησης, ορθώς η ένδικη δανειακή σύμβαση καταγγέλθηκε από την καθ’ ης, υπό την ως άνω ιδιότητά της ως διαχειρίστριας της ένδικης απαίτησης, απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου του σχετικού ισχυρισμού του ανακόπτοντος. Εξάλλου, η από 14.03.2022 εξώδικη καταγγελία επεδόθη στου ανακόπτοντα στις 23.03.2022, μολονότι δε ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η ευ λόγω καταγγελία τυγχάνει άκυρη κατά τις διατάξεις του άρθρου 226 ΑΚ, εν τούτοις, δεν αποδεικνύει (ούτε επικαλείται) ότι απέκρουσε άμεσα την εν λόγω καταγγελία για το λόγο ότι δεν του επεδείχθη το πληρεξούσιο του συντάξαντος αυτή, πληρεξούσιου δικηγόρου τής καταγγέλλουσας. Με βάση τα παραπάνω, δεν συντρέχει πεδίο εφαρμογής του άρθρου 226 ΑΚ, αφού εν προκειμένω έχουν παρέλθει τα χρονικά όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και τις περιστάσεις, για την απόκρουση της καταγγελίας λόγω μη επίδειξης του πληρεξούσιου εγγράφου. Η απόκρουση της εν λόγω καταγγελίας από του ανακόπτοντα για το λόγο ότι δεν του επεδείχθη το έγγραφο πληρεξουσιότητας του προσώπου που υπέγραψε για λογαριασμό τής καθ’ ης την ανωτέρω καταγγελία, για πρώτη φορά με την κρινόμενη ανακοπή, δεν κρίνεται ότι έγινε χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, όπως απαιτούν οι διατάξεις του άρθρου 226 ΑΚ, διότι ο ανακόπτων δεν ενήργησε εντός των χρονικών ορίων που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και τις περιστάσεις. Περαιτέρω, έγγραφη πληρεξουσιότητα της καθ’ ης προς τον υπογράψαντα την ευ λόγω καταγγελία δικηγόρο δεν προσκομίζεται από αυτή. Εντούτοις, από τη συνεκτίμηση του συνόλου των αποδείξεων, αποδεικνύεται ότι, έστω σιωπηρώς, υπήρχε προηγούμενη απόφαση τής καταγγέλλουσας, ως διαχειρίστριας της ένδικης απαίτησης, με την οποία παρείχε την πληρεξουσιότητα στον υπογράψαντα δικηγόρο να προβεί στην ένδικη καταγγελία, τούτο δε προκύπτει από το γεγονός ότι την ευ λόγω καταγγελία η καθ’ ης υπέβαλε ενώπιον της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, προκειμένου να επιτύχει την έκδοση αυτής. Με βάση τα παραπάνω, ο σχετικός λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος στην ουσία του. Επομένως ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον ως άνω λόγο ανακοπής, απορριπτομένου ομοίως και του τέταρτου λόγου εφέσεως.
Κατόπιν τούτων και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς εξέταση στην έφεση του εκκαλούντος, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό της, ως αβάσιμη στην ουσία και να καταδικασθεί ο εκκαλών, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 182 παρ.1, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που κατέβαλε ο εκκαλών, στο Δημόσιο Ταμείο, λόγω της ήττας του (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.τελευτ ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.
Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, τα οποία ορίζει, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου για την άσκηση της έφεσης στο Δημόσιο Ταμείο.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 7 Αυγούστου 2025.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Β. ΠΟΡΤΟΚΑΛΛΗΣ ΕΛΕΝΗ ΔΟΥΚΑ