Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 503/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 503/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

2ο ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Νικολέττα Λαμπρίδου, Εφέτη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την ………….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

Της καλούσας – εκκαλούσας : Της εδρεύουσας στην Αθήνα (οδός ………….) Μονοπρόσωπης Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρίας με την επωνυμία «…………» και με διακριτικό τίτλο «……….» (ΑΦΜ : ………, Αρ. ΓΕΜΗ : …..), ως καθολικής διαδόχου δυνάμει εταιρικής μετατροπής της πρώην ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «………….», νομίμως εκπροσωπούμενης από το νόμιμο εκπρόσωπό της Στέφανο Παναγιωταράκο, ο οποίος εμφανίστηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δημήτριο Καραμήτσα (ΑΜΔΣΑ : …………).

Της καθ’ ης η κλήση – εφεσίβλητης : Της εδρεύουσας στον Πειραιά (οδός …………..) Δημοτικής Επιχείρησης ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………….» και με διακριτικό τίτλο «………….», όπως κατά νόμο εκπροσωπείται (ΑΦΜ : …………), η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Παναγιώτη Πετρόπουλο (ΑΜΔΣΠ: ………).

Επί της από 17-12-2013 με αριθμό κατάθεσης …../2013 αγωγής της ενάγουσας ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «………….» κατά της εναγόμενης εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία η με αριθμό 5664/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα σε αυτή (απόφαση).

Την απόφαση αυτή πρόσβαλε η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ως Μονοπρόσωπη Ιδιωτική Κεφαλαιουχική Εταιρία με την επωνυμία «…………….», με την από 12-9-2018 έφεσή της, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./2018 και ειδικό …../2018 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2018 και ειδικό …./2018 για τη δικάσιμο της 19ης-9-2019, οπότε και συζητήθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και εκδόθηκε η με αριθμό 631/2019 τελεσίδικη απόφαση του αυτού Δικαστηρίου.

Κατά της απόφασης αυτής η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Αρείου Πάγου την από 9-12-2019 με αριθμό κατάθεσης …………/2019 αίτηση αναίρεσης και τους από 24-12-2021 με αριθμό κατάθεσης …../2021 πρόσθετους λόγους αναίρεσης, επί των οποίων εκδόθηκε η με αριθμό 1252/2023 απόφαση του Αρείου Πάγου, δυνάμει της οποίας αναιρέθηκε εν μέρει η προσβαλλόμενη με αριθμό 631/2019 απόφαση του αυτού Δικαστηρίου και παραπέμφθηκε η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο συντιθέμενο από άλλο δικαστή πλην εκείνου που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση.

Ήδη με την από 15-4-2024 κλήση της καλούσας – εκκαλούσας κατά της καθ’ ης η κλήση – εφεσίβλητης, που κατατέθηκε στο Δικαστήριο τούτο με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2024 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης, η υπόθεση επαναφέρεται προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου.

Στη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καλούσας – εκκαλούσας παραστάθηκε στο ακροατήριο και, αφού έλαβε το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος της καθ’ ης η κλήση – εφεσίβλητης δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, αντίστοιχα.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Δυνάμει της από 15-4-2024 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2024  κλήσης της καλούσας – εκκαλούσας κατά της καθ’ ης η κλήση – εφεσίβλητης νόμιμα επαναφέρεται προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 12-9-2018 έφεση της καλούσας – εκκαλούσας – ενάγουσας, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./2018 και ειδικό …/2018 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2018 και ειδικό …../2018, κατά της με αριθμό 5664/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία), μετά τη μερική αναίρεση της με αριθμό 631/2019 τελεσίδικης απόφασης αυτού του Δικαστηρίου με τη με αριθμό 1252/2023 απόφαση του Αρείου Πάγου (άρθρο 581 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 579 παρ. 1, 580 παρ. 3 και 581 παρ. 2 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η αναίρεση της απόφασης και επομένως, η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσον έχουν προσβληθεί όλα ή κάποια από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής. Αν η αναίρεση της απόφασης γίνει ως προς ένα κεφάλαιο, η εκ νέου εξέταση της υπόθεσης γίνεται ως προς ολόκληρο το κεφάλαιο αυτό που αφορά ο γενόμενος δεκτός αναιρετικός λόγος και δεν επανεξετάζονται τα λοιπά κεφάλαια αυτής, τα οποία είτε δεν έχουν προσβληθεί με λόγο αναίρεσης, είτε ως προς αυτά έχει απορριφθεί ο σχετικός λόγος αναιρέσεως και συνεπώς αυτά καλύπτονται από το δεδικασμένο της απόφασης. Η έκταση της αναίρεσης προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης, δηλαδή από το διατακτικό της σε συνδυασμό με το αιτιολογικό της (άρθρο 581 παρ. 2 ΚΠολΔ). Με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο της παραδοχής της αίτησης αναίρεσης, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την αναιρεθείσα απόφαση, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας (έφεση, αγωγή κλπ). Έτσι, αν αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ (υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των σχετικών με την αρμοδιότητα διατάξεων), αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ’ αυτής έφεση που θα κριθεί πάλι από το Εφετείο, ως Δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο επιλαμβάνεται ύστερα από κλήση για συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του, την οποία έχει δικαίωμα να επισπεύσει οποιοσδήποτε διάδικος της αναιρετικής δίκης, επιδίδοντας την κλήση προς τους αντιδίκους του στην αναιρετική δίκη. Συγκεκριμένα, το Εφετείο ως Δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ. 3, 581 παρ. 2, 3 και 579 παρ. 1 του ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση, ως προς ολόκληρο το κεφάλαιο, στο οποίο αναφέρεται η παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, και δεν περιορίζεται στο νομικό μόνον ζήτημα, περί του οποίου ο γενόμενος δεκτός λόγος αναίρεσης, λαμβανομένου υπόψη ότι η αναίρεση επέρχεται για ορισμένη παράβαση, αλλά η υπόθεση επανεκδικάζεται κατά το εκκληθέν κεφάλαιο, επί του οποίου, με την απόφασή του, αποφαίνεται το δικαστήριο της παραπομπής, το οποίο δεσμεύεται μόνον ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση του Αρείου Πάγου, δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά από ότι η αναιρεθείσα απόφαση τις αποδείξεις για τα πραγματικά περιστατικά, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση. Τα κεφάλαια της απόφασης, που δεν αναιρέθηκαν, δεν εξετάζονται εκ νέου, ούτε θίγονται, αφού ως προς αυτά η απόφαση έχει καταστεί αμετάκλητη (ΑΠ 629/2010 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 875/2009 ΝοΒ 2009. 1436, ΑΠ 707/2008 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Αν δηλαδή, η αναίρεση της απόφασης γίνει ως προς ένα κεφάλαιο, η εξέταση της υπόθεσης από το δικαστήριο της παραπομπής γίνεται μόνο ως προς αυτό. Τα λοιπά κεφάλαια της διαφοράς (είτε διότι δεν έχουν προσβληθεί, είτε διότι απορρίφθηκε η αίτηση αναιρέσεως ως προς αυτά) δεν επανεξετάζονται. Συνακόλουθα τούτων, κατά την επανεκδίκαση της έφεσης οι διατάξεις, που δεν αναιρέθηκαν, διατηρούν την ισχύ τους και δεσμεύουν το δικαστήριο της παραπομπής, καθόσον υπάρχει δεδικασμένο, που δεν ανατράπηκε με την αναίρεση από την εν μέρει οριστική και αμετάκλητη ήδη απόφαση του Εφετείου και τα κεφάλαια της διαφοράς που αντιστοιχούν σε αυτά, δεν επανεξετάζονται (βλ. σχετικώς Ε.Μ. Ρίκου, Ζητήματα εκ της μερικής εξαφανίσεως της αποφάσεως εις την αναιρετικήν και την έκκλητον δίκην, ΕλλΔνη 26 -1985 σελ. 615, Κ. Παπαδόπουλου, Η αναιρετική διαδικασία κατά τον ΚΠολΔ (1997) παρ. 514, σελ. 764 επ., ΑΠ 659/1988 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ και ΑΠ 1030/1977 ΝοΒ 26. 290). Έτσι, με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, οι διάδικοι, οι οποίοι μετείχαν στην αναιρετική δίκη (ΑΠ 1717/2002 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση, επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα (ΑΠ 129/2005 ΕΕργΔ 2005. 150), με συνέπεια να αναβιώνει η σχετική αίτηση παροχής έννομης προστασίας (αγωγή ή έφεση αναλόγως αν η αναιρεθείσα απόφαση εκδόθηκε στον πρώτο ή δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας), της οποίας επιλαμβάνεται το δικαστήριο της παραπομπής μετά από κλήση (ΑΠ 845/2010, ΑΠ 129/2004 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Δηλαδή, αν αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων σχετικών με την αρμοδιότητα), αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ’ αυτής έφεση που θα κριθεί πάλι από το Εφετείο. Όμως η διαδικασία πριν την αναιρεθείσα απόφαση ακυρώνεται, μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, ενώ στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αναιρετική (ΑΠ 43/2005, ΑΠ 137/2004 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Το δικαστήριο της παραπομπής επανεκδικάζει την έφεση, ερευνώντας μόνον τους λόγους αυτής που είναι σχετικοί με τα κεφάλαια της δίκης για τα οποία αναιρέθηκε η εφετειακή απόφαση, ως προς τα οποία και μόνον επανακρίνεται (ΑΠ 1145/2005 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), εφόσον ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια υπάρχει δεδικασμένο που δεν ανατράπηκε με την αναίρεση και δεσμεύει έτσι το δικαστήριο της παραπομπής. Δηλαδή, τα παράπονα που είχαν διατυπωθεί ως λόγοι έφεσης και ως αναιρετικοί λόγοι, κατ’ αρχήν καλύπτονται από το δεδικασμένο της αναιρετικής απόφασης. Στην περίπτωση αυτή, αν είχαν γίνει δεκτά ως αναιρετικοί λόγοι, τότε το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται να τα δεχτεί και ως βάσιμους λόγους της έφεσης, ενώ αν είχαν απορριφθεί ως αναιρετικοί λόγοι, είναι ως λόγοι έφεσης απαράδεκτοι (Ολ ΑΠ 15/2011 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Δεν δεσμεύεται όμως, το δικαστήριο της παραπομπής να κρίνει διαφορετικά επί της ουσίας και να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση, από ότι η αναιρεθείσα, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη (ΑΠ 129/2004 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), δεσμευόμενο μόνον για τα νομικά ζητήματα που επέλυσε η αναιρετική απόφαση με το λόγο αναίρεσης που έκανε δεκτό (ΑΠ 137/2004, ΑΠ 1343/2002 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολο της, αποβάλλει την ισχύ της, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην πριν από αυτήν κατάσταση. Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται μία απόφαση, όταν η αναιρούσα αυτήν απόφαση δεν περιορίζει με σχετική διάταξη την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (ΑΠ 43/2005, ΑΠ 380/1999, ΑΠ 674/1998 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ) [ΤριμΕφΑθ 891/2025, ΤριμΕφΠειρ 56/2025, ΤριμΕφΑθ 104/2024 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ].

ΙΙΙ. Κατά τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 5 του άρθρου 277 του προϊσχύοντος Π.Δ. 410/1995 «Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας», οι δημοτικές επιχειρήσεις που μπορούν να συνιστούν οι δήμοι για την επίτευξη ορισμένων σκοπών, αναφερομένων στις ανωτέρω διατάξεις, αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και διέπονται από τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από αυτόν το νόμο. Κατά την παρ. 1 του άρθρου 280 του ιδίου Π.Δ., η διαχείριση των επιχειρήσεων γίνεται σύμφωνα με ιδιαίτερο προϋπολογισμό εσόδων και εξόδων και είναι ανεξάρτητη από την υπόλοιπη δημοτική ή κοινοτική διαχείριση (ΑΠ 1009/2001 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Κατά δε την παρ. 9 του άρθρου 291 του αυτού ως άνω Π.Δ. και την παρ. 1 περ. ε του άρθρου 51 του Ν. 1892/1990, οι δημοτικές επιχειρήσεις δεν υπάγονται στους φορείς του δημοσίου τομέα της παρ. 6 του άρθρου 1 του Ν. 1256/1982. Συνεπώς, από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι οι δημοτικές αυτές επιχειρήσεις δεν αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, ούτε ειδικότερα οργανισμούς τοπικής αυτοδιοικήσεως, αλλά συνιστούν αυτοτελείς έναντι των οργανισμών αυτών (ΟΤΑ) επιχειρήσεις, που λειτουργούν υπό τη μορφή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου, και, ως εκ τούτου, δεν έχουν εφαρμογή σ’ αυτές οι διατάξεις του άρθρου 84 του Ν.Δ. 321/1969 «Περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού» και των άρθρων 41, 42 και 43 του Ν.Δ. 496/1974, που επιβάλλουν, προκειμένου για συμβάσεις με το Δημόσιο ή με ΝΠΔΔ, την υποβολή των συμβάσεων στον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου επί ποινή ακυρότητας. Κατ’ ακολουθίαν, σ’ αυτές τυγχάνουν εφαρμογής οι γενικές διατάξεις του αστικού δικαίου, όπως ισχύουν για κάθε επιχείρηση του ιδιωτικού τομέα, και επομένως, οι με αυτές καταρτιζόμενες συμβάσεις έργου είναι κατά κανόνα άτυπες (ΑΚ 158) και μπορούν να συναφθούν προφορικά, ακόμη και σιωπηρά (ΑΠ 508/2008, ΑΠ 1059/2002 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, ο μετέπειτα ισχύσας Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 3463/2006 (ΦΕΚ Α 114/8-6-2006) ορίζει στο άρθρο 269 ότι: «1. Από την έναρξη ισχύος του παρόντος έως τις 31.12.2007, όσες επιχειρήσεις Ο.Τ.Α., τις οποίες είτε έχουν συστήσει οι ίδιοι είτε συμμετέχουν σε αυτές κατά πλειοψηφία φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, δεν προσαρμόζουν το καταστατικό τους στις διατάξεις του παρόντος νόμου, λύονται και τίθενται υπό εκκαθάριση. 2. Υφιστάμενες αμιγείς επιχειρήσεις του άρθρου 277 του π.δ. 410/1995 του ίδιου Δήμου ή Κοινότητας είναι δυνατόν να συγχωνευθούν έως 31.12.2007 κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 263» και στο άρθρο 270 παρ. 1 ότι : «Επιχειρήσεις των παραγράφων 1 και 2 του προηγούμενου άρθρου εξακολουθούν μέχρι τη συγχώνευση, λύση ή μετατροπή τους να διέπονται από τις αντίστοιχες διατάξεις του Π.Δ. 410/1995». Επίσης, με τις διατάξεις της παρ. 3 του άρθρου 17 του Ν. 3812/2009 (ΦΕΚ Α’ 234) ορίζεται ότι: «Οι προθεσμίες των παραγράφων 1, 2 και 8 του άρθρου 269 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων, όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν με το άρθρο 21 του Ν. 3731/2008 (ΦΕΚ 263 Α’), παρατείνονται από τη λήξη τους μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2010». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται, μεταξύ άλλων, ότι ο νεότερος αυτός Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας παρέχει τη δυνατότητα στους Ο.Τ.Α. α’ βαθμού να προσαρμόσουν το καταστατικό των επιχειρήσεων που έχουν συστήσει, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις διατάξεις του, μέχρι 31.12.2007 (και ήδη μέχρι 31.12.2010), άλλως λύονται και τίθενται υπό εκκαθάριση, ενώ μέχρι τότε εξακολουθούν να διέπονται από τις διατάξεις του Π.Δ. 410/1995. Δηλαδή, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τη δημοσίευση του Ν.3463/2006 μέχρις ότου οι υφιστάμενες αμιγείς δημοτικές επιχειρήσεις του άρθρου 277 του Π.Δ. 410/1995, να συγχωνευθούν (όπου προβλέπεται), να λυθούν ή να μετατραπούν, με απώτατο το χρονικό όριο της 31ης Δεκεμβρίου 2010, αυτές εξακολουθούν να διέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 277 – 291 του Π.Δ. 410/1995 και όχι από αυτές του Ν. 3463/2006, με συνέπεια να μην τυγχάνει εφαρμογής στις ως άνω αμιγείς δημοτικές επιχειρήσεις, η διάταξη του άρθρου 257 παρ. 2 του Ν. 3463/2006, σύμφωνα με την οποία «Η σύναψη συμβάσεων ανάθεσης των έργων, υπηρεσιών, μελετών και προμηθειών των κοινωφελών επιχειρήσεων, καθώς και η σύναψη συμβάσεων μίσθωσης έργου διενεργείται σύμφωνα με τις αντίστοιχες ρυθμίσεις που ισχύουν για τους Ο.Τ.Α.» (ΜονΕφΠειρ 117/2015 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ) και συνακόλουθα οι σχετικές διατάξεις που αφορούν τον έγγραφο τύπο της σύμβασης δεν είναι εφαρμοστέες για τις συμβάσεις που συνάφθηκαν πριν την 01.01.2011 (ΑΠ 1252/2023 προσκομιζόμενη). Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 80 του Ν. 2362/1995 «περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού», που εφαρμόζονται αναλόγως και στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.), εφόσον οι ως προς αυτούς προστατευτικές διατάξεις δεν είναι ευνοϊκότερες (άρθρα 3 του ν.δ. 31/1968, 304 του π.δ. 410/1995 και 276 του ν.3463/2006) [ΑΠ 284/2011 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ], ορίζεται ότι για το κύρος σύμβασης του Δημοσίου με αντικείμενο αξίας μεγαλύτερης των δύο χιλιάδων πεντακοσίων (2.500) ευρώ ή που γεννά διαρκή υποχρέωση αυτού, απαιτείται η κατάρτισή της να γίνει με ιδιωτικό τουλάχιστον έγγραφο και ότι, επί συμβάσεως, η αποδοχή της προτάσεως δύναται να γίνει και με χωριστό έγγραφο, η υπό του αντισυμβαλλομένου όμως, του Δημοσίου εκπλήρωση της παροχής του αίρει την εκ της ελλείψεως του γραπτού τύπου της αποδοχής ακυρότητα της συμβάσεως. Επιπρόσθετα, κατά το άρθρο 41 Ν.Δ. 496/1974 «Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου»: «Πάσα σύμβασις διά λογαριασμόν του νομικού προσώπου, έχουσα αντικείμενον άνω των 10.000 δραχμών ή δημιουργούσα υποχρεώσεις διαρκείας, εφ’ όσον δεν ορίζεται άλλως, υποβάλλεται εις τον τύπον του ιδιωτικού εγγράφου. Το ποσόν τούτο δύναται να αυξομειούται δι’ αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών, δημοσιευομένων εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η πρότασις καταρτίσεως συμβάσεως και η αποδοχή αυτής δύναται να γίνουν και δι’ ιδιαιτέρων εγγράφων. Η εκ της μη τηρήσεως του τύπου της εγγράφου αποδοχής ακυρότης, αίρεται εν περιπτώσει εκπληρώσεως της συμβάσεως». Tο παραπάνω ποσό των 10.000 δραχμών αυξήθηκε σε 150.000 δραχμές από τις 9-7-1992 με την 2054839/452/0026/3/9-7-1992 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και σε 2.500,00 ευρώ από τις 7-8-2002 με τη 2/42053/0094/7-8-2002 απόφαση του ίδιου υπουργού. Εξάλλου, κατά μεν το άρθρο 158 ΑΚ η τήρηση τύπου για τη δικαιοπραξία απαιτείται μόνο όπου το ορίζει ο νόμος, κατά δε το άρθρο 159 παρ. 1 του ίδιου κώδικα δικαιοπραξία για την οποία δεν τηρήθηκε ο τύπος που απαιτεί ο νόμος, εφόσον δεν ορίζεται το αντίθετο, είναι άκυρη. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών, αντίστοιχων εκείνης του άρθρου 80 του Ν. 2362/1995 «Περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού» που αντικατέστησε το Ν.Δ. 321/1969 «Περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού», οι οποίες αποσκοπούν στην εξυπηρέτηση του γενικότερου συμφέροντος και συνεπώς δεν είναι αντίθετες προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, ούτε προς αυτές του άρθρου 1 παρ. 1 του από 20.3.1952 Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (ΑΠ 1372/2012 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), συνάγεται ότι ο τύπος του ιδιωτικού εγγράφου, που απαιτείται για τις καταρτιζόμενες για λογαριασμό Ν.Π.Δ.Δ. ως άνω συμβάσεις, το αντικείμενο των οποίων υπερβαίνει το ποσό των 2.500 ευρώ, είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός, γι’ αυτό και η έλλειψή του καθιστά κατά τα άρθρα 158 και 159 παρ. 1 του ΑΚ άκυρη τη σύμβαση. Η ακυρότητα της συμβάσεως από την έλλειψη του απαιτουμένου τύπου είναι απόλυτη και λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Η πρόταση όμως, για την κατάρτιση της συμβάσεως και η αποδοχή της μπορούν να γίνουν και με χωριστά έγγραφα, αίρεται δε η ακυρότητα που προκαλείται από την έλλειψη εγγράφου αποδοχής, εάν εκπληρωθεί η σύμβαση (ΑΠ 1213/2015, ΑΠ 430/2015 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Έτσι, η ακυρότητα αίρεται σε περίπτωση εκτελέσεως της συμβάσεως μόνον όταν για τη σύμβαση προηγήθηκε χωριστή έγγραφη πρόταση, χωρίς να επακολουθήσει και έγγραφη αποδοχή, όχι όμως και όταν δεν τηρήθηκε καθόλου ο έγγραφος τύπος για την πρόταση και την αποδοχή (Ολ ΑΠ 862/1984 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, για μεν τις συμβάσεις προμηθείας που έχουν αντικείμενο μέχρι το ποσό των 2.500,00 ευρώ, δεν απαιτείται η τήρηση εγγράφου τύπου, για δε τις συμβάσεις μεγαλυτέρου ποσού απαιτείται η κατάρτισή τους να γίνει εγγράφως. Αν δεν τηρήθηκε καθόλου ο έγγραφος τύπος, η σύμβαση είναι άκυρη. Την ακυρότητα από την έλλειψη του τύπου μπορεί να προτείνει και αυτός που ενώ εγνώριζε ότι απαιτείται τύπος, προέβη στη σύναψη παρατύπου συμβάσεως, αλλά και το Δικαστήριο λαμβάνει αυτήν υπόψη αυτεπαγγέλτως κατά τα άνω, γιατί οι διατάξεις περί τύπου είναι δημοσίας τάξεως (ΑΠ 493/2020, ΑΠ 3/2020, ΑΠ 1382/2017 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ).

IV. Ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την από 17-12-2013 με αριθμό κατάθεσης ………/2013 αγωγή της η ενάγουσα εξέθετε ότι στα πλαίσια επαγγελματικής συνεργασίας που είχε με την εναγόμενη δημοτική επιχείρηση, της παρείχε τις αναφερόμενες στην αγωγή υπηρεσίες κατά τα έτη 2008 έως και τις αρχές Φεβρουαρίου 2011, καθώς και ότι στη συνέχεια, δυνάμει έγγραφης σύμβασης ετήσιας διάρκειας, που συνήψε την 10-2-2011 με την εναγόμενη, ανέλαβε και της παρείχε τις προσδιοριζόμενες στην αγωγή υπηρεσίες έναντι μηνιαίας αμοιβής ύψους 1.490,00 ευρώ πλέον ΦΠΑ. Ακολούθως, ιστορούσε ότι για το έργο που εκτέλεσε, εξέδωσε τα με αριθμό …/1-6-2009, ……/3-12-2010, …/8-2-2011 και …/3-5-2011 τιμολόγια παροχής υπηρεσιών, ποσού 11.900 ευρώ, 3.126,66 ευρώ, 479,70 ευρώ και 21.992,40 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του αναλογούντος ΦΠΑ, αντιστοίχως, ήτοι συνολικού χρηματικού ποσού 37.498,76 ευρώ, τα οποία (τιμολόγια) παρέλαβε η εναγόμενη κάθε φορά αυθημερόν και ανεπιφύλακτα και τα οποία η ενάγουσα έχει ενσωματώσει στην ένδικη αγωγή. Κατόπιν ισχυριζόταν ότι, αν και η εναγόμενη της όφειλε το ποσό των 15.506,36 ευρώ για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες της έως τις αρχές Φεβρουαρίου 2011 και το ποσό των 21.992,40 ευρώ για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες της στα πλαίσια της ως άνω έγγραφης σύμβασης, εντούτοις, η τελευταία (εναγόμενη), με τμηματικές καταβολές έως την 4-3-2010, της κατέβαλε το συνολικό ποσό των 9.500,00 ευρώ και εξακολουθεί να της οφείλει το υπόλοιπο ποσό των 27.998,76 ευρώ, το οποίο αρνείται να της καταβάλει παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις της. Με βάση το ιστορικό αυτό η ενάγουσα ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει το ανωτέρω ποσό των 27.998,76 ευρώ, ευθυνόμενη κυρίως ενδοσυμβατικώς, δηλαδή κατά τις διατάξεις της σύμβασης έργου (άρθρα 681 επ. ΑΚ), άλλως επικουρικώς με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. ΑΚ), καθότι η εναγόμενη κατέστη χωρίς νόμιμη αιτία πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας κατά το οφειλόμενο ποσό, μολονότι αποδέχθηκε τις παρασχεθείσες από την ενάγουσα υπηρεσίες, με το νόμιμο τόκο από την παρέλευση τριάντα (30) ημερών από την έκδοση εκάστου τιμολογίου, άλλως από την παρέλευση τριάντα (30) ημερών από την παροχή των υπηρεσιών, άλλως και όλως επικουρικώς από την επίδοση της αγωγής, έως την εξόφληση, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικαστεί η αντίδικός της στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία η προσβαλλόμενη με αριθμό 5664/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας ως προς αμφότερες τις νομικές βάσεις της και καταδικάστηκε η ενάγουσα στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της εναγόμενης ύψους 200,00 ευρώ. Κατά της παραπάνω απόφασης (5664/2017) παραπονέθηκε η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, με την υπό κρίση έφεσή της, ζητώντας την εξαφάνισή της, για τους αναφερόμενους στην έφεση λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, προκειμένου να γίνει δεκτή καθ’ ολοκληρίαν η ένδικη αγωγή της. Στη συνέχεια, επί της ένδικης έφεσης εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία η με αριθμό 631/2019 τελεσίδικη απόφαση του αυτού Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή η έφεση τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν, εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη απόφαση (5664/2017) εν μέρει και δη ως προς το αγωγικό κεφάλαιο που αφορούσε την κύρια βάση της για την καταβολή αμοιβής για τις παρασχεθείσες υπηρεσίες σε εκτέλεση της από 10-2-2011 έγγραφης σύμβασης έργου και διακρατήθηκε η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο κατά το μέρος αυτό και δικάζοντας επί της ένδικης αγωγής, απορρίφθηκε η αγωγή κατά το κεφάλαιο αυτό ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν και συμψηφίστηκε η δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων. Ακολούθως, κατά της απόφασης αυτής (631/2019) η εκκαλούσα άσκησε κατά της εφεσίβλητης την από 9-12-2019 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ …./2019 αίτηση αναίρεσης και τους από 24-12-2021 με αριθμό κατάθεσης ……/2021 πρόσθετους λόγους αναίρεσης. Επ’ αυτών εκδόθηκε η με αριθμό 1252/2023 απόφαση του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, δυνάμει της οποίας, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου αναίρεσης και των συναφών πρώτου και τέταρτου, κατά τα αντίστοιχα σκέλη τους, πρόσθετων λόγων αναίρεσης, έγινε εν μέρει δεκτή η αίτηση και αναιρέθηκε η προσβαλλόμενη με αριθμό 631/2019 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου μόνο κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό της μέρος και παραπέμφθηκε η υπόθεση κατά το αναιρούμενο μέρος για περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Δικαστήριο συντιθέμενο από άλλο δικαστή, πλην αυτού που εξέδωσε την αναιρούμενη απόφαση. Ειδικότερα, με την ανωτέρω αναιρετική απόφαση του Αρείου Πάγου κρίθηκε αναφορικά με την ένδικη αγωγή ότι εσφαλμένα το Εφετείο με την προσβαλλόμενη απόφασή του απέρριψε το κεφάλαιο της αγωγής περί καταβολής της οφειλόμενης διαφοράς αμοιβής της ενάγουσας από την εκτέλεση του παρασχεθέντος στην εναγόμενη έργου για το χρονικό διάστημα από το έτος 2008 έως τις αρχές Φεβρουαρίου 2011 και κατά την κύρια βάση της από τις επικαλούμενες διαδοχικές συμβάσεις έργου, ως αόριστο, υποπίπτοντας στις πλημμέλειες από τις διατάξεις των αριθμών 8 και 14 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, με τις οποίες ελέγχεται η ποσοτική αοριστία της αγωγής. Και τούτο διότι κατά το κεφάλαιο αυτό η αγωγή κρίθηκε από τον Άρειο Πάγο ότι είναι πλήρως ορισμένη, εφόσον περιέχει όλα τα απαιτούμενα για τη θεμελίωσή της πραγματικά περιστατικά, καθόσον προσδιορίζονται με σαφήνεια τα στοιχεία που απαιτούνται για τη θεμελίωση της ιστορικής της βάσης, ήτοι περιγράφεται το έργο που συμφωνήθηκε με τις διαδοχικές συμβάσεις παροχής υπηρεσιών, προσδιορίζεται το ύψος και ο τρόπος καταβολής της οφειλόμενης αμοιβής για κάθε καταρτιζόμενη σύμβαση, βάσει εκδιδομένων τιμολογίων παροχής υπηρεσιών, η συμφωνία περί πιστώσεως της αξίας τους και της τήρησης από την αναιρεσείουσα (ενάγουσα) ενός δοσοληπτικού μεταξύ των διαδίκων λογαριασμού, στον οποίο καταχωρούνταν οι μερικότερες καταβολές της αναιρεσίβλητης (εναγόμενης) και εμφανίζονταν τα χρεωστικά υπόλοιπα και αναφέρεται επίσης, ότι το συμφωνηθέν έργο και οι παρεχόμενες υπηρεσίες εκτελέσθηκαν με τον προσήκοντα τρόπο και παραδόθηκαν στον εργοδότη, ενώ δεν αποτελεί στοιχείο της αγωγής η έγγραφη ή προφορική κατάρτιση της σύμβασης έργου, εφόσον για τις εν λόγω διαδοχικές συμβάσεις του προαναφερθέντος χρονικού διαστήματος έτους 2008 έως αρχές Φεβρουαρίου 2011, δεν απαιτείτο η τήρηση του έγγραφου τύπου, ο οποίος ήταν αναγκαίος για τις συμβάσεις που συνάπτονταν μετά τις 31-12-2010, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 257 παρ. 2, 269 παρ. 1 του Ν. 3463/2006, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 17 παρ. 3 του Ν. 3812/2009 και 80 του Ν. 2362/1995 «Περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού» και των άρθρων 41, 42 και 43 του ΝΔ 496/1974. Κατόπιν αυτών και δεδομένου ότι σύμφωνα με τις προπαρατεθείσες υπό στοιχείο ΙΙ νομικές σκέψεις, μετά τη μερική αναίρεση της ανωτέρω απόφασης του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε (άρθρο 579 παρ. 1 ΚΠολΔ), στην προκειμένη περίπτωση, οι διάδικοι θα επανέλθουν στο στάδιο συζήτησης της από 12-9-2018 έφεσης της εκκαλούσας – ενάγουσας κατά της εφεσίβλητης – εναγόμενης, η οποία βάλλει κατά της με αριθμό 5664/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία), κατά τα κεφάλαια αυτής που κατέστησαν εκκρεμή μετά τη μερική παραδοχή της ως άνω αίτησης αναίρεσης.

V. Ενόψει του ότι η αναιρετική απόφαση (1252/2023) δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της ένδικης έφεσης, ως προϋπόθεσης του παραδεκτού αυτής, πρέπει να επανεξετασθεί η εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση, αφού το εμπρόθεσμο της κρινόμενης έφεσης δεν συνιστά χωριστό αντικείμενο δίκης και συνέχεται αναγκαίως με το μέρος της απόφασης που αναιρέθηκε, μεταβιβάζεται δε η υπόθεση ως προς αυτό μετά την αναίρεση στο Εφετείο (ΕφΠειρ 250/2016, ΕφΑθ 4924/2012 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, η υπό κρίση έφεση της ηττηθείσας ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας κατά της εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης και κατά της με αριθμό 5664/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση του ένδικου δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 20-9-2018, ήτοι εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης στην ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, που έλαβε χώρα με παραγγελία της εναγόμενης την 27-7-2018, όπως ισχυρίζεται η εκκαλούσα και ουδόλως αρνείται ειδικά η εφεσίβλητη, ενόψει και του ότι το χρονικό διάστημα από την 1η έως την 31η Αυγούστου δεν υπολογίζεται για την προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 1 ΚΠολΔ (άρθρα 147 παρ. 2, 495 παρ. 1, 498, 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ). Επίσης, έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα, για το παραδεκτό της εφέσεως, το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 3 περ. Α (β) ΚΠολΔ παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./20-9-2018 έκθεση κατάθεσης του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αναφορά στο με αριθμό ………………./2018 e-παράβολο ποσού 100,00 ευρώ). Πρέπει επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) η έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρα 522, 524 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

VI. Με τον πρώτο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απέρριψε την αγωγή της ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Ο λόγος αυτός της έφεσης όμως, σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν στην παραπάνω υπό στοιχείο ΙΙ μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης και σύμφωνα με τη δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο κρίση της με αριθμό 1252/2023 αναιρετικής απόφασης του Αρείου Πάγου, η οποία έκρινε επί της αοριστίας της αγωγής αναφορικά με το κεφάλαιο αυτής που συναρτάται με την κύρια βάση της περί καταβολής της οφειλόμενης διαφοράς αμοιβής της ενάγουσας από τις επικαλούμενες διαδοχικές συμβάσεις έργου για το χρονικό διάστημα από το έτος 2008 έως τις αρχές Φεβρουαρίου 2011, κατά τα ανωτέρω αναλυτικά αναφερόμενα, είναι εν μέρει βάσιμος και πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός και συγκεκριμένα αναφορικά με το ως άνω αγωγικό κεφάλαιο. Κατόπιν αυτών, η εκκαλουμένη απόφαση (5664/2017), που έκρινε ομοίως, απορρίπτοντας την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας κατά το παραπάνω αγωγικό κεφάλαιο και κατά την κύρια βάση της από τις επικαλούμενες διαδοχικές συμβάσεις έργου για το πιο πάνω επίδικο χρονικό διάστημα (2008 έως τις αρχές Φεβρουαρίου 2011), έσφαλε ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή του νόμου, όπως εν μέρει βάσιμα με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλει η εκκαλούσα – ενάγουσα, ως προαναφέρθηκε. Ακολούθως, αφού δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης προς έρευνα που να είναι σχετικοί με το κεφάλαιο της δίκης για το οποίο αναιρέθηκε η εφετειακή απόφαση ως προς το οποίο και μόνον επανακρίνεται, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν η ένδικη έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη οριστική απόφαση (5664/2017) εν μέρει και συγκεκριμένα μόνο ως προς το πιο πάνω αγωγικό κεφάλαιο (οφειλόμενη διαφορά αμοιβής για τις παρασχεθείσες στην εναγόμενη υπηρεσίες για το χρονικό διάστημα από το έτος 2008 έως τις αρχές Φεβρουαρίου 2011) και αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, να δικαστεί περαιτέρω η αγωγή κατ’ ουσίαν ως προς το κεφάλαιο αυτό, δεδομένου ότι καταβλήθηκε το ανάλογο προς την αξία του αντικειμένου της τέλος δικαστικού ενσήμου με τις υπέρ τρίτων προσαυξήσεις (σχετ. το με αριθμό …../ΣΕΙΡΑ VI Διπλότυπο Είσπραξης της Γ΄ Δ.Ο.Υ. Πειραιά).

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης ………… και …………… αντίστοιχα, οι οποίοι εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου με επιμέλεια των διαδίκων αντίστοιχα, και οι οποίες (ένορκες καταθέσεις) περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, τα οποία μετ’ επικλήσεως προσκομίζονται από τους διαδίκους, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται νόμιμα και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικά παρακάτω, χωρίς πάντως, να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 277/2020, ΑΠ 386/2015 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), από τη με αριθμό ………../29-4-2015 ένορκη βεβαίωση της …………. ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., που λήφθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας μετά τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου της (άρθρο 270 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως προκύπτει από τη με αριθμό ……….. Η/23-4-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς ………… με συνημμένη την από 23-4-2015 εξώδικη γνωστοποίηση και κλήση για εξέταση μαρτύρων, που προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η ενάγουσα, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Η ενάγουσα εταιρία με την επωνυμία «…………» είχε αρχικά τη μορφή της ομόρρυθμης εταιρίας, η οποία αργότερα μετατράπηκε σε μονοπρόσωπη ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρία με την επωνυμία «…………………». Σκοπός της αρχικής ομόρρυθμης εμπορικής εταιρίας ήταν, μεταξύ άλλων, η παροχή υπηρεσιών προώθησης προϊόντων και έρευνας αγοράς, η παραγωγή, προώθηση και διανομή ψηφιακών μακετών, η παραγωγή διαφημίσεων, η εξεύρεση χορηγών, η πώληση διαφημιστικού χώρου και διαφημιστικού χρόνου, η παραγωγή, προώθηση και εκμετάλλευση οπτικοακουστικών προϊόντων (cd rom, dvd, video, audio tape), η παροχή υπηρεσιών και η παραγωγή προγραμμάτων λογισμικού και ηλεκτρονικών προγραμμάτων, η ενοικίαση μηχανημάτων οπτικοακουστικών μέσων, η παροχή διαφημιστικών υπηρεσιών κάθε τύπου, η παροχή ηλεκτρολογικών και φωτιστικών καλύψεων και η παροχή υπηρεσιών διαδικτύου (internet). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγόμενη ……………… τυγχάνει δημοτική επιχείρηση ειδικού σκοπού (ραδιοφωνίας), η οποία λειτουργεί σύμφωνα με τις διατάξεις του εκάστοτε ισχύοντος Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων (Π.Δ. 410/1995, Ν. 3463/2006, Ν.3852/2010-Καλλικράτης) και της ειδικής νομοθεσίας που διέπει τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ), ήτοι το Ν. 1730/1987, το Π.Δ. 25/1988 και το νεότερο Ν. 2328/1995. Συστάθηκε με την υπ’ αρ. 28654/1989 απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών (ΦΕΚ 458 Β΄/13-6-1989) περί σύστασης Δημοτικής Επιχείρησης Ραδιοφωνίας Δήμου ……., με σκοπό την ίδρυση, εγκατάσταση και λειτουργία ραδιοφωνικού σταθμού, σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος Π.Δ. 76/1985 «Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας» και του Π.Δ. 25/1988 «Όροι και προϋποθέσεις για την ίδρυση τοπικών ραδιοφωνικών σταθμών, διαδικασία χορήγησης, ανανέωσης και ανάκλησης των σχετικών αδειών, γενικές αρχές λειτουργίας των σταθμών αυτών». Η ως άνω συστατική πράξη έχει τροποποιηθεί μεταγενέστερα με αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής και με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Λειτουργεί το δημοτικό, ενημερωτικό, ραδιοφωνικό Σταθμό του Δήμου ….. «…………….», ανήκει δε στο Δήμο ……, από τον οποίο ελέγχεται και επιχορηγείται πλήρως. Έτι περαιτέρω, ο ισχύων, κατά τον επίδικο χρόνο, Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων (Ν. 3463/2006), στο άρθρο 252 παρ. 1, προβλέπει ρητώς τη δυνατότητα σύστασης από τους Δήμους και τις Κοινότητες επιχειρήσεων με τη μορφή δημοτικών ή κοινοτικών κοινωφελών επιχειρήσεων και ανωνύμων εταιριών ΟΤΑ. Χαρακτηριστικό δε στοιχείο ειδικότερα των κοινωφελών δημοτικών επιχειρήσεων είναι ότι «δεν πρόκειται για εμπορικές επιχειρήσεις, αφού σκοπός τους δεν είναι η επιδίωξη κέρδους. Αντίθετα, μέσω αυτών επιδιώκεται η καλύτερη και αποτελεσματικότερη άσκηση συγκεκριμένων αρμοδιοτήτων κοινωφελούς χαρακτήρα», όπως επί λέξει προβλέπεται στην υπ’ αρ. 16 και υπ’ αρ. πρωτ. 10819/22-2-2007 εγκύκλιο του Υπουργείου Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, που εκδόθηκε μετά τη δημοσίευση του Ν. 3463/2006 με θέμα : Νέο θεσμικό πλαίσιο Επιχειρήσεων ΟΤΑ.  Επίσης, ο Ν. 3463/2006, στο άρθρο 252 παρ. 4, προβλέπει ότι οι επιχειρήσεις Ο.Τ.Α., που συνιστώνται βάσει ειδικών διατάξεων νόμου, οι οποίες διέπουν την οργάνωση και λειτουργία τους, αποτελούν αντίστοιχες επιχειρήσεις Ο.Τ.Α. ειδικού σκοπού. Τέτοιες επιχειρήσεις είναι οι Δημοτικές Επιχειρήσεις Ύδρευσης και Αποχέτευσης (ΔΕΥΑ), που έχουν συσταθεί με το Ν. 1069/1980, ως ισχύει, αλλά και οι Δημοτικές Επιχειρήσεις Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης, όπως επιβεβαιώνονται και από τη διάταξη του άρθρου 11 Ν.4071/2012 με τον τίτλο «Δημοτικές επιχειρήσεις με ειδικό σκοπό τη λειτουργία ραδιοφωνικού ή τηλεοπτικού σταθμού». Ο Ν. 3463/2006 δεν περιλαμβάνει ωστόσο διατάξεις ως προς τις δημοτικές επιχειρήσεις ραδιοφωνίας. Επομένως, αυτές διέπονται από το ειδικότερο νομοθετικό καθεστώς τους και συμπληρωματικά από τις επιμέρους διατάξεις του Ν. 3463/2006 για τις κοινωφελείς επιχειρήσεις των ΟΤΑ (άρθρο 276 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων). Και τούτο διότι κοινό χαρακτηριστικό στοιχείο τόσο των κοινωφελών δημοτικών επιχειρήσεων όσο και των δημοτικών επιχειρήσεων ραδιοφωνίας είναι ότι δεν αποσκοπούν στην επίτευξη κέρδους, οι δε επιχειρήσεις ραδιοφωνίας εξαρτώνται επιπλέον αποκλειστικώς από την απευθείας χρηματοδότηση και οικονομική υποστήριξη των ΟΤΑ, στους οποίους ανήκουν, για τη λειτουργία και επιβίωσή τους ως επιχειρήσεων. Γι’ αυτό και η δημοτική ραδιοφωνική επιχείρηση τυγχάνει υποκειμενικής απαλλαγής από τα τέλη χαρτοσήμου, παρά το γεγονός ότι οι ραδιοτηλεοπτικές επιχειρήσεις δεν κατονομάζονται ρητώς στην απαλλακτική φορολογική ρύθμιση της παρ. 1 του άρθρου 276 του Ν. 3463/2006, που αφορά στις αποκλειστικώς κοινωφελούς χαρακτήρα αμιγείς δημοτικές επιχειρήσεις (ΣτΕ 4740/1998, Γνωμ. ΝΣΚ 18/2018 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Σημειωτέον επιπλέον, ότι παρά την πρόβλεψη που περιλήφθηκε στο Ν. 3731/2008 (άρθρο 21 παρ. 14) για τη μετατροπή των υφιστάμενων δημοτικών επιχειρήσεων ραδιοφωνίας σε ανώνυμες εταιρίες ΟΤΑ, οι δημοτικές επιχειρήσεις ραδιοφωνίας ουδέποτε μετατράπηκαν σε ανώνυμες εταιρίες ΟΤΑ μέχρι σήμερα. Τούτο διότι με νεότερες διατάξεις και συγκεκριμένα με το άρθρο 51 παρ. 4 του Ν. 3905/2010, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 9 του άρθρου 44 του Ν. 3979/2011, ρητώς ορίσθηκε ότι οι δημοτικές επιχειρήσεις με ειδικό σκοπό τη λειτουργία ραδιοφωνικού σταθμού εξακολουθούν να λειτουργούν με το υφιστάμενο νομικό καθεστώς που τις διέπει. Έτσι, η εναγόμενη…………….., όπως και όλες οι δημοτικές επιχειρήσεις με ειδικό σκοπό τη λειτουργία ραδιοφωνικού σταθμού, εξακολουθούν να υφίστανται ως δημοτικές επιχειρήσεις δυνάμει του άρθρου 51 παρ. 4 του Ν. 3905/2010, υπό το ανωτέρω καθεστώς, δηλαδή με συμπληρωματική εφαρμογή ως προς τον τρόπο συγκρότησης και λειτουργίας τους των διατάξεων του ΚΔΚ περί κοινωφελών επιχειρήσεων, χωρίς ποτέ να έχουν μετατραπεί σε ΑΕ. Ήδη δε η …….. ως ανήκουσα, ελεγχόμενη και χρηματοδοτούμενη αποκλειστικά από το Δήμο ……. (ΟΤΑ Α΄ βαθμού) αποτελεί πλέον φορέα της Γενικής Κυβέρνησης και υπάγεται στο Δημόσιο Τομέα, σύμφωνα με τη ρητή διάταξη του άρθρου 14 παρ. 1 περ. (ββ) του Ν. 4270/2014 περί Δημόσιου Λογιστικού, που προβλέπει ότι στη Γενική Κυβέρνηση, περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που ανήκουν, ελέγχονται ή χρηματοδοτούνται από τους ΟΤΑ (ΑΠ 1252/2023 προσκομιζόμενη). Περαιτέρω, μεταξύ της ενάγουσας και της εναγόμενης δημοτικής επιχείρησης αναπτύχθηκε επαγγελματική συνεργασία κατά το έτος 2008, η οποία συνεχίστηκε και κατά τα αμέσως επόμενα έτη. Ειδικότερα, στα πλαίσια της συνεργασίας τους η ενάγουσα ανέλαβε την υποχρέωση να παρέχει στην εναγόμενη διάφορες υπηρεσίες, όπως τη δημιουργία ηλεκτρονικής ιστοσελίδας με τα στοιχεία «…………….», τη φιλοξενία («hosting») αυτής στο διαδίκτυο, το σχεδιασμό και τη δημιουργία ψηφιακών μακετών («banners») και φόρτωση («upload») αυτών, το σχεδιασμό και τη δημιουργία λογοτύπων, την τεχνική υποστήριξη («service») της σχετικής ιστοσελίδας και τεχνική ανανέωση αυτής, την εκπομπή διαδικτυακού ήχου («streaming radio») μέσω του κεντρικού διακομιστή («server»), τις οποίες (υπηρεσίες) πράγματι παρείχε στην εναγόμενη. Πιο συγκεκριμένα, δυνάμει προφορικής σύμβασης καταρτισθείσας μεταξύ των διαδίκων, η ενάγουσα ανέλαβε την υποχρέωση να προβεί στη δημιουργία και φιλοξενία ιστοσελίδας στο διαδίκτυο και streaming radio, αντί συμφωνηθείσας αμοιβής ποσού 10.000 ευρώ, πλέον ΦΠΑ 19% ποσού 1.900 ευρώ, ήτοι αντί συνολικού ποσού 11.900 ευρώ. Πράγματι, η ενάγουσα εκτέλεσε το προαναφερόμενο έργο, που συμφωνήθηκε σε εκπλήρωση της ανωτέρω σύμβασης και παρέδωσε αυτό στην εναγόμενη, η οποία το παρέλαβε ανεπιφύλακτα και εξέδωσε σχετικώς το με αριθμό ……../1-6-2009 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών προς την εναγόμενη, συνολικής αξίας 11.900 ευρώ συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ (19% ποσού 1.900 ευρώ). Ακολούθως, δυνάμει νεότερης προφορικής σύμβασης καταρτισθείσας μεταξύ των διαδίκων, η ενάγουσα ανέλαβε την υποχρέωση να προβεί στη δημιουργία, σχεδιασμό και upload 2 banner, τη δημιουργία, σχεδιασμό και upload χριστουγεννιάτικου και αποκριάτικου λογοτύπου, αντί συμφωνηθείσας αμοιβής 450 ευρώ (χωρίς ΦΠΑ), τη φιλοξενία ιστοσελίδας στο διαδίκτυο για την περίοδο-έτος 5/11/2009-5/11/2010, αντί συμφωνηθείσας αμοιβής 196 ευρώ (χωρίς ΦΠΑ), τη φιλοξενία ιστοσελίδας στο διαδίκτυο για την περίοδο-έτος 5/11/2010-5/11/2011, αντί συμφωνηθείσας αμοιβής 196 ευρώ (χωρίς ΦΠΑ), τη φιλοξενία kanaliena radio για την περίοδο-έτος 5/11/2009 – 5/11/2010, αντί συμφωνηθείσας αμοιβής 850 ευρώ (χωρίς ΦΠΑ) και τη φιλοξενία ………….. για την περίοδο-έτος 5/11/2010-5/11/2011, αντί συμφωνηθείσας αμοιβής 850 ευρώ (χωρίς ΦΠΑ). Πράγματι, η ενάγουσα εκτέλεσε το προαναφερόμενο έργο, που συμφωνήθηκε σε εκπλήρωση της ανωτέρω σύμβασης και παρέδωσε αυτό στην εναγόμενη, η οποία το παρέλαβε ανεπιφύλακτα και εξέδωσε σχετικώς το με αριθμό ……./3-12-2010 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών προς την εναγόμενη, συνολικής αξίας 3.126,66 ευρώ συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ (23% ποσού 584,66 ευρώ). Στη συνέχεια, κατά τις αρχές Φεβρουαρίου 2011, δυνάμει τρίτης προφορικής σύμβασης καταρτισθείσας μεταξύ των διαδίκων, η εναγόμενη ζήτησε από την ενάγουσα την παροχή προς αυτήν της δυνατότητας μετάδοσης και προβολής διαδικτυακού τηλεοπτικού προγράμματος («video  – audio stream server») μέσω της ιστοσελίδας που η ενάγουσα είχε δημιουργήσει για λογαριασμό της, ώστε να μπορούν οι επισκέπτες της ιστοσελίδας να παρακολουθούν και ζωντανά τις συνεδριάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου Πειραιώς, τους αθλητικούς αγώνες και τις εκδηλώσεις του Δήμου. Πράγματι, η ενάγουσα εκτέλεσε το προαναφερόμενο έργο, που συμφωνήθηκε σε εκπλήρωση της ανωτέρω σύμβασης και παρέδωσε αυτό στην εναγόμενη, η οποία το παρέλαβε ανεπιφύλακτα και εξέδωσε σχετικώς το με αριθμό ……../8-2-2011 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών προς την εναγόμενη, συνολικής αξίας 479,70 ευρώ συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ (23% ποσού 89,70 ευρώ) [βλ. τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως ένδικα τιμολόγια, σε ακριβή επικυρωμένα αντίγραφα]. Ωστόσο, όπως αποδείχθηκε, αν και η ενάγουσα αποπεράτωσε τα προαναφερόμενα έργα, που συμφωνήθηκαν σε εκτέλεση των ανωτέρω συμβάσεων και παρέδωσε αυτά στην εναγόμενη, η οποία τα παρέλαβε ανεπιφύλακτα, όπως άλλωστε σαφώς επιβεβαιώνεται από τους μάρτυρες απόδειξης (………., τεχνικό διευθυντή και υπάλληλο της εναγόμενης κατά το ένδικο χρονικό διάστημα και ……………….., υπάλληλο της ενάγουσας, χωρίς οι καταθέσεις τους να αναιρούνται από άλλα αποδεικτικά μέσα), η εναγόμενη δεν της έχει καταβάλει τα συμφωνηθέντα εργολαβικά ανταλλάγματα, που ανέρχονται, περιλαμβανομένου του αναλογούντος κάθε φορά ΦΠΑ, στο συνολικό ποσό των 15.506,36 (11.900 + 3.126,66 + 479,70) ευρώ. Εξάλλου, το γεγονός ότι οι επίδικες συμβάσεις έργου, που κατάρτισε η ενάγουσα με την εναγόμενη δημοτική επιχείρηση, έγιναν προφορικά και δεν περιβλήθηκαν τον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, δεν καθιστά αυτές άκυρες, αντίθετα μάλιστα, αυτές είναι έγκυρες και παράγουν έννομα αποτελέσματα σε βάρος της εναγόμενης. Ειδικότερα, για την πρώτη και τη δεύτερη από αυτές, που καταρτίστηκαν πριν την 1-1-2011, λεκτέα τα ακόλουθα: Η εναγόμενη αποτελεί δημοτική επιχείρηση ειδικού σκοπού (ραδιοφωνίας) και για το επίδικο χρονικό διάστημα διέπεται από το ειδικότερο νομοθετικό καθεστώς της και συμπληρωματικά από τις διατάξεις του Ν. 3463/2006 για τις κοινωφελείς επιχειρήσεις των ΟΤΑ. Πλην όμως, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην παραπάνω υπό στοιχείο IΙΙ μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης για τις εν γένει κοινωφελείς επιχειρήσεις των ΟΤΑ, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τη δημοσίευση του Ν. 3463/2006 (Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων, ΦΕΚ Α 114/8-6-2006) μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2010, που αποτελεί το απώτατο χρονικό όριο για τη λύση ή συγχώνευση ή μετατροπή των τότε υφιστάμενων αμιγών δημοτικών επιχειρήσεων του άρθρου 277 του προϊσχύσαντος ΠΔ 410/1995, εξακολουθεί να διέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 277 – 291 του ΠΔ 410/1995 και όχι από αυτές του Ν. 3463/2006, με συνέπεια να μην τυγχάνει εφαρμογής σε αυτήν η διάταξη του άρθρου 257 παρ. 2 του Ν. 3463/2006, σύμφωνα με την οποία «Η σύναψη συμβάσεων ανάθεσης των έργων, υπηρεσιών, μελετών και προμηθειών των κοινωφελών επιχειρήσεων, καθώς και η σύναψη συμβάσεων μίσθωσης έργου διενεργείται σύμφωνα με τις αντίστοιχες ρυθμίσεις που ισχύουν για τους ΟΤΑ». Επομένως, μέχρι την 31-12-2010 η καταρτιζόμενη με την εναγόμενη σύμβαση έργου μπορεί έγκυρα να συναφθεί άτυπα, άρα και προφορικά, όπως εν προκειμένω, ως προς την πρώτη και τη δεύτερη από τις ένδικες συμβάσεις έργου. Αναφορικά δε με την τρίτη σύμβαση έργου, που καταρτίστηκε προφορικά μετά την 1-1-2011, είναι και αυτή έγκυρη και ισχυρή. Και τούτο διότι, εφόσον το αντικείμενό της δεν υπερβαίνει το ποσό των 2.500,00 ευρώ, δεν απαιτείται η τήρηση έγγραφου τύπου, όπως προκύπτει από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 80 του Ν. 2362/1995 (Κώδικας Δημοσίου Λογιστικού) και 41 του ΝΔ 496/1974 «Περί Λογιστικού των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου», τα οποία εφαρμόζονται (αναλόγως και ευθέως, αντιστοίχως) και στους ΟΤΑ και ως εκ τούτου και στις κοινωφελείς δημοτικές επιχειρήσεις του Ν. 3463/2006 (άρθρο 257 παρ. 2 του Ν. 3463/2006), το νομικό καθεστώς των οποίων τυγχάνει συμπληρωματικής εφαρμογής επί της εναγόμενης δημοτικής επιχείρησης ειδικού σκοπού (ραδιοφωνίας), όπως προεκτέθηκε. Κατόπιν των ανωτέρω και με βάση τις προδιαληφθείσες παραδοχές, και αφού απορριφθεί η προβαλλόμενη ένσταση παραγραφής (άρθρο 250 ΑΚ) ως ουσιαστικά αβάσιμη, εξαιτίας της μη συμπλήρωσης πενταετίας από την έκδοση του πρώτου ένδικου τιμολογίου (1-6-2009) έως την άσκηση της ένδικης αγωγής (20-12-2013), πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η υπό κρίση αγωγή, η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 681, 682 ΑΚ, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις που αναφέρθηκαν στην παραπάνω υπό στοιχείο IΙΙ νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 15.506,36 (11.900 + 3.126,66 + 479,70) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, απορριπτόμενου του αγωγικού αιτήματος περί τοκοδοσίας από την 30η ημέρα από την παραλαβή (έκδοση) του κάθε τιμολογίου, άλλως επικουρικώς από την 30η ημέρα από την παροχή των υπηρεσιών, ως αβάσιμου κατ’ ουσίαν, αφού, αν και αποδείχθηκε ότι η συμφωνηθείσα αμοιβή για εκάστη σύμβαση πιστώθηκε, εντούτοις δεν αποδείχθηκε ότι συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων να καταβληθεί αυτή (αμοιβή) εντός προθεσμίας 30 ημερών από την παραλαβή (έκδοση) εκάστου τιμολογίου ή από την παροχή των σχετικών υπηρεσιών. Επίσης, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της εφεσίβλητης – εναγόμενης, λόγω της μερικής ήττας της και ανάλογο με την έκταση αυτής, μέρος των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας – ενάγουσας, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, κατά μερική παραδοχή του νόμιμου σχετικού αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 178 παρ. 1, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ, 63, 68, 69 του Ν. 4194/2013 / Κώδικας Δικηγόρων), κατά το μέρος που παραπέμφθηκε η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με τη με αριθμό 1252/2023 απόφαση του Αρείου Πάγου, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, δεν συντρέχει περίπτωση να διαταχθεί η επιστροφή του προαναφερόμενου παραβόλου, που κατατέθηκε από την εκκαλούσα για την άσκηση της έφεσης (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ), στην τελευταία, αφού έχει ήδη διαταχθεί η απόδοσή του σε αυτή με τη με αριθμό 631/2019 απόφαση του αυτού Δικαστηρίου κατά το μέρος που δεν αναιρέθηκε.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση κατά της με αριθμό 5664/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία), κατά το μέρος που παραπέμφθηκε προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με τη με αριθμό 1252/2023 απόφαση του Αρείου Πάγου.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη με αριθμό 5664/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία), εν μέρει.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την από 17-12-2013 με αριθμό κατάθεσης ……../2013  αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων πεντακοσίων έξι ευρώ και τριάντα έξι λεπτών (15.506,36 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγόμενης – εφεσίβλητης μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας – εκκαλούσας, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, κατά το μέρος που παραπέμφθηκε προς περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με τη με αριθμό 1252/2023 απόφαση του Αρείου Πάγου, τα οποία ορίζει στο ποσό των επτακοσίων (700,00) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, την 30  Ιουλίου 2025, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                         Η  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ