Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 526/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός  526 /2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Βασίλειο Τζελέπη, Εφέτη, ο  οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ………….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ:  1…………… ατομικά και με την ιδιότητά της ως μοναδικής κληρονόμου του αποβιώσαντος συζύγου της ………….και 2. …………….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια τους δικηγόρο Έβελιν Ασπιώτη – Καγκάλου.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1. Εταιρείας με την επωνυμία «……….», που έχει την καταστατική της έδρα στα Νησιά ….. (…………), και την πραγματική της έδρα επί της οδού ……….. στον Πειραιά, νομίμως εκπροσωπούμενης, η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου Δικηγόρου της Κωνσταντίνου Σπαϊδιώτη  με δήλωση κατ’ άρθρο 242 ΚΠολΔ. 2. Εταιρείας με την επωνυμία  <<…………>>, η οποία εδρεύει στην …. Λιβερίας (……….) άλλως στο …….. (…………….), η οποία δεν εμφανίστηκε ούτε και εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.

 Ο αρχικώς ενάγων …………, ο οποίος απεβίωσε την 28.2.2024 στη θέση του οποίου υπεισήλθε η σύζυγός του και μοναδική εκ διαθήκης κληρονόμος του άνω πρώτη εκκαλούσα και ο δεύτερος από τους εκκαλούντες άσκησαν  ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς  α) την από 28.3.2022 αγωγή   (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2022)   αγωγή και β) την από 25.4.2023 αγωγή (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2023) επί των  οποίων εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ. 1252/2024 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία έγινε δεκτή εν μέρει η  πρώτη αγωγή και απορρίφθηκε η δεύτερη από αυτές.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες υπό τις ανωτέρω αναφερόμενες διακρίσεις  με την από 30.9.2024  (ΓΑΚ / ΕΑΚ ΠΡΩΤ ………/2024 και ΓΑΚ/ ΕΑΚ ΕΦΕΤ/…………./2024) έφεσή τους, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων που παραστάθηκαν, εμφανίστηκαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, όπως ανωτέρω αναφέρεται,   αναφέρθηκαν στους ισχυρισμούς που ανέπτυξαν με τις προτάσεις που η μεν πρώτη από αυτούς κατέθεσε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, ο δε δεύτερος  με σχετική δήλωσή του σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ με την οποία συμφωνεί να συζητηθεί η ένδικη έφεση, χωρίς να παρασταθεί.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Επί της ερημοδικίας Της δεύτερης των εφεσιβλήτων.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 134 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ αν το πρόσωπο, στο οποίο γίνεται η επίδοση, διαμένει ή έχει την έδρα του στο εξωτερικό, η επίδοση γίνεται στον Εισαγγελέα του Δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί, ή πρόκειται να εισαχθεί η δίκη, ή σ` αυτό που εξέδωσε την επιδιδόμενη απόφαση, ο Εισαγγελέας δε, όταν παραλάβει το έγγραφο, οφείλει να το αποστείλει, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, στον Υπουργό των Εξωτερικών, ο οποίος έχει την υποχρέωση να το διαβιβάσει σε εκείνον, προς τον οποίο γίνεται η επίδοση. Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 136 παρ. 1ΚΠολΔ, η επίδοση, που γίνεται κατά την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 134, θεωρείται ότι συντελέστηκε μόλις παραδοθεί το έγγραφο στον αρμόδιο Εισαγγελέα, ανεξάρτητα από το χρόνο της αποστολής και της παραλαβής του από το πρόσωπο, για το οποίο προορίζεται. Οι ως άνω διατάξεις, με τις οποίες καθιερώνεται νόμιμη πλασματική κλήτευση του διαδίκου, με πραγματική επίδοση του εγγράφου στον Εισαγγελέα, όταν εκείνος, προς τον οποίο γίνεται η επίδοση, έχει γνωστή διεύθυνση στο εξωτερικό, εξακολουθούν να ισχύουν και μετά την κύρωση της από 15 Νοεμβρίου 1965 Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης, με το Ν.  1334/1983.Περαιτέρω αν ο εφεσίβλητος δεν εμφανισθεί ή δεν λάβει μέρος κανονικά στη συζήτηση, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο έχει υποχρέωση να ερευνήσει την ύπαρξη ή μη κλήτευσής του. Στις υποθέσεις που δικάζονται κατά τη διαδικασία ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων, αν κατά την συζήτηση της έφεσης ερημοδικεί ο εφεσίβλητος, η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών, εφόσον αυτός επέσπευσε τη συζήτηση ή κλήθηκε νομίμως και εμπροθέσμως να παραστεί σ ’ αυτή, σύμφωνα με τα άρθρα 271 και 524 § 4 εδ. α` του ΚΠολΔ. Αν ο εφεσίβλητος δεν κλητεύθηκε ή δεν κλητεύθηκε νομίμως ή εμπροθέσμως, το δικαστήριο κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση. (Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, έκδ. 2003 παρ. 1078 έως 1080 σελ. 406, 407). Από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι η κρινόμενη έφεση επιδόθηκε με επιμέλεια των εκκαλούντων    κατ’ αρθρο 134 παρ.1 και 3 ΚΠολΔ που συντελέστηκε στις 14.10.2024 με την παράδοση του ανωτέρω επιδοτέου δικογράφου στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά για λογαριασμό τους, συντασσομένης της υπ’αριθμ. ……/14.10.2024 έκθεσης επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στη Περιφέρεια του  Εφετείου Πειραιά …. …, δεδομένου ότι η Λιβερία δεν έχει συμβληθεί ή προσχωρήσει στη Διεθνή Σύμβαση της Χάγης της 15ης Νοεμβρίου 1965 (Ν. 1334/1983) σχετικά με την επίδοση και κοινοποίηση στο εξωτερικό δικαστικών και εξωδίκων πράξεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, που προβλέ­πει πραγματική επίδοση σε πρόσωπα στην αλλοδαπή, ούτε έχει καταρτισθεί μεταξύ αυτής και της Ελλάδας διμερής σύμβαση, ρυθμίζουσα τα θέματα των επιδόσεων με δια­φορετικό τρόπο. Κατά συνέπεια η επίδοση του δικογράφου της έφεσης, κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, έλαβε χώρα μόλις παραδόθηκε το έγγραφο στον αρμόδιο Εισαγγελέα, ανεξάρτητα από το χρόνο της αποστολής και της παραλαβής του από την εναγομένη αλλοδαπή εταιρεία, ήδη εφεσίβλητη. Η τελευταία, όμως, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως κατά την σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο δεν εμφανίσθηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο. Πρέπει επομένως, εφόσον έχει κλητευθεί νόμιμα να δικασθεί ερήμην και η συζήτηση της υποθέσεως να προχωρήσει σαν να ήταν και αυτή παρούσα  (524 παρ 4 ΚΠολΔ) .

ΙΙ. Επί της υπό κρίση εφέσεως

Η κρινόμενη από 30.9.2024 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/2024 και αριθμό προσδιορισμού ……/2024 έφεση, η οποία στρέφεται κατά της με αριθμό 1252/2024 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία περιουσιακών/εργατικών διαφορών (άρθρα 621επ. ΚΠολΔ και 82 του ΚΙΝΔ)  αντιμωλία των παρισταμένων διαδίκων, επί των συνεκδικασθεισών από 28.3.2022 και 25.4.2023 δύο αγωγών, η μεν πρώτη με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2022 Πρωτ . στρεφόμενη κατά της πρώτης εφεσίβλητης, η δε δεύτερη με ΓΑΚ /ΕΑΚ …………../2023 στρεφόμενη κατά αμφοτέρων των εφεσιβλήτων,  εν μέρει ηττηθέντων και καθ’ ολοκληρίαν  ηττηθέντων αντιστοίχως στον πρώτο βαθμό εναγόντων, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπροθέσμως, ενόψει του ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται την επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως, ούτε προκύπτει από κάποιο στοιχείο αυτή (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση με την επισήμανση ότι για το παραδεκτό της άσκησής της δεν απαιτείται η καταβολή τέλους εφέσεως .

Με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου Α) από 28.3.2022 αγωγή τους οι ενάγοντες έθεσαν ότι ο ……….., υιός της πρώτης  ενάγουσας  και αδελφός του ήδη ενηλικιωθέντος κατά τα ανωτέρω ………, συνήψε, στις 30.03.2018, στην Ινδία, με την αναφερόμενη στην αγωγή εταιρεία, ως πράκτορα της εναγομένης, και για λογαριασμό της τελευταίας, η οποία τυγχάνει πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Νήσων Μάρσαλ πλοίου με την ονομασία «LDI», έγκυρη σύμβαση ναυτικής εργασίας με βάση την οποία ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του δόκιμου αξιωματικού καταστρώματος στο άνω πλοίο, έναντι μισθού ύψους 790 δολ ΗΠΑ. Ότι στις 14.08.2018, και ενώ το πλοίο βρισκόταν στο λιμάνι Παραντίπ της Ινδίας, ο ανωτέρω συγγενής τους απεβίωσε, κάτω από τις ειδικότερες στην αγωγή περιγραφόμενες συνθήκες και ειδικότερα, όταν, κατόπιν εντολής του Υποπλοιάρχου, εισήλθε στο κύτος 6 του πλοίου με σκάλα Αυστραλίας για να το φωτογραφίσει, πλην όμως, το συγκεκριμένο μέρος του πλοίου περιείχε ανεπαρκή ποσότητα οξυγόνου, ενώ περιείχε μεθάνιο και τοξικά αέρια περιλαμβανομένου μονοξειδίου του άνθρακα, με αποτέλεσμα τον θάνατό του από εισπνοή μονοξειδίου του άνθρακα και ασφυξία. Ότι ο θάνατος του συγγενούς τους οφείλεται στην μη τήρηση εκ μέρους των προστηθέντων της εναγομένης, ήτοι του πλοιάρχου, υποπλοιάρχου και αρχιμηχανικού της, των ειδικών διατάξεων νόμων και κανονισμών για τους όρους ασφάλειας των εργαζομένων και συγκεκριμένα, λόγω της παραβίασης: i) του Κανονισμού 19 του Κεφαλαίου III, Μέρος Β της Διεθνούς Σύμβασης του Λονδίνου «περί προστασίας της ανθρώπινης ζωής στη Θάλασσα» (SOLAS) που κυρώθηκε με το ν. 1045/1980 ii) των αρ. 4, 5, 6, 7 και 10 της απόφασης υπό στοιχεία Α. 1050 (27) που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (1Μ0) την 30.11.2021, και iii) του άρθρου 6 παρ. 2 και 3 του πδ 1349/1981 (Κανονισμός προλήψεως εργατικών ατυχημάτων στα πλοία), και, σε κάθε περίπτωση σε πταίσμα των ανωτέρω προστηθέντων της εναγομένης. Ότι, συνεπώς, η εναγόμενη πλοιοκτήτρια είναι κατά νόμο υπόχρεη, στην καταβολή πλήρους αποζημίωσης με βάση τις κοινές διατάξεις (914, 928 ΑΚ), καθόσον έχουν αξίωση διατροφής έναντι του θανόντος συγγενούς τους, άλλως της αποζημίωσης που προβλέπεται στο άρθρο 3 του ν. 551/1915, καθώς και εύλογης χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από το θάνατο του προσφιλούς τους προσώπου, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενοι επικουρικά τις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις, και κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε εν όλω αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αλλά και με τις προτάσεις τους στον πρώτο βαθμό (άρθρ. 223 εδ. β’ ΚΠολΔ), ζητούσαν να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να τους καταβάλει τα κάτωθι ποσά, ως αυτά προκύπτουν από το συνολικό ιστορικό της αγωγής, ήτοι: α) i) ως εφάπαξ αποζημίωση διατροφής για στερηθείσα διατροφή το ποσό των 173.800 δολ ΗΠΑ, άλλως το ισόποσό του σε ευρώ κατά την άσκηση της αγωγής, άλλως κατά τον χρόνο θανάτου του συγγενούς τους, άλλως κατά τον χρόνο πληρωμής, ii) επικουρικά σε έκαστο αυτών κατ’ ισομοιρία το ποσό των 57.933,33 δολ ΗΠΑ, άλλως το ισόποσό του σε ευρώ κατά την άσκηση της αγωγής, άλλως κατά τον χρόνο θανάτου του συγγενούς τους, άλλως κατά τον χρόνο πληρωμής, iii) επικουρικά, τα ελάχιστα απαραίτητα για τη διαβίωση τους και δη στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 3.369.520 ρουπιών Ινδίας, άλλως το ισόποσό του σε ευρώ, κατά την άσκηση της αγωγής, άλλως κατά τον χρόνο θανάτου του συγγενούς τους, άλλως κατά τον χρόνο πληρωμής, στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 4.717.328 ρουπιών Ινδίας, άλλως το ισόποσό του σε ευρώ κατά την άσκηση της αγωγής, άλλως κατά τον χρόνο θανάτου του συγγενούς τους, άλλως κατά τον χρόνο πληρωμής, και στον ήδη ενηλικιωθέντα αδελφό του θανόντος το ποσό των 758.142 ρουπιών Ινδίας, άλλως το ισόποσο του σε ευρώ κατά την άσκηση της αγωγής, άλλως κατά τον χρόνο θανάτου του συγγενούς τους, άλλως κατά τον χρόνο πληρωμής, όλα δε τα ως άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη του θανάτου του συγγενούς τους, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, β) επικουρικά, ως αποζημίωση κατ’ αρ. 6 παρ. 2(γ) του ν. 551/1915, το ποσό των 118.513,20€ με το νόμιμο τόκο από την επομένη του θανάτου του συγγενούς τους, άλλως την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, και γ) σε έκαστο εξ’ αυτών το ποσό των 300.000€, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση της ψυχικής τους οδύνης, με το νόμιμο τόκο από την επομένη του θανάτου του συγγενούς τους, άλλως την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 1252/2024 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών), με την οποία το Δικαστήριο, δικάζοντας κατ’ αντιμωλία των παρισταμένων διαδίκων, ανέβαλε τη συζήτηση της αγωγής και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να προσκομίσουν οι ενάγοντες νομική πληροφορία του Ελληνικού Ινστιτούτου Διεθνούς και Αλλοδαπού Δικαίου, με το κείμενο των διατάξεων του ινδικού δικαίου και, εφόσον υπάρχει, θεωρητική και νομολογιακή ερμηνεία αυτών, αναφορικά με: 1) την ύπαρξη και την έκταση της αξιώσεως προς διατροφή των γονέων έναντι ενηλίκου τέκνου, 2) την ύπαρξη και την έκταση της αξιώσεως προς διατροφή μεταξύ αδελφών. Στη συνέχεια με την από 15.12.2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………… /2023 κλήση των καλούντων – εναγόντων η  αγωγή νόμιμα επαναφέρθηκε  προς περαιτέρω συζήτηση, κατά τα κατωτέρω ειδικότερα αναφερόμενα. Β) Με τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2023 δεύτερη αγωγή, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι η πρώτη εναγομένη είναι η νυν πλοιοκτήτρια του ανωτέρω φορτηγού πλοίου «LDI» που μετονομάσθηκε σε «LCC». Ότι το ανωτέρω πλοίο η πρώτη εναγομένη το απέκτησε από την δεύτερη εναγομένη, στις 03.11.2022, οπότε το νηολόγησε υπό σημαία Λιβερίας, εν γνώσει της ότι αυτό αποτελούσε το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο της πωλήτριας δεύτερης εναγομένης, η οποία ήταν μονοβάπορη εταιρεία. Ότι κατά της δεύτερης εναγομένης έχουν ασκήσει την ανωτέρω υπ’ αριθμ. έκθεσης κατάθεσης …………/2022 αγωγή τους, το δικόγραφο της οποίας ενσωματώνουν στην υπό κρίση αγωγή, μετά την άσκηση της οποίας έλαβε χώρα η ανωτέρω μεταβίβαση. Ότι, επομένως, η πρώτη εναγομένη ευθύνεται σωρευτικά με τη μεταβιβάσασα πωλήτρια εταιρεία πρώτη εναγομένη, μέχρι της αξίας του μεταβιβασθέντος πλοίου, για την οφειλή της τελευταίας στους ίδιους και συγκεκριμένα για τις απαιτήσεις τους, όπως αυτές εκτίθενται στην ανωτέρω ενσωματωμένη στο υπό κρίση δικόγραφο αγωγής τους. Με βάση το ιστορικό αυτό, επικαλούμενοι επικουρικά τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, και κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αγωγικού αιτήματος από καταψηφιστικό σε εν όλω αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου  ζητούν να αναγνωρισθεί, ότι η πρώτη εναγομένη υποχρεούται, ευθυνόμενη εις ολόκληρον μετά της δεύτερης εναγομένης, κατ’ άρθρ. 479 ΑΚ, να τους καταβάλει: α) i) ως εφάπαξ αποζημίωση διατροφής για στερηθείσα διατροφή, κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξίας, το ποσό των 173.800 δολ ΗΠΑ, άλλως το ισόποσό του σε ευρώ κατά την άσκηση της αγωγής, άλλως το ισόποσό του σε ευρώ κατά την άσκηση της ανωτέρω αγωγής τους κατά της δεύτερης εναγομένης, άλλως κατά τον χρόνο θανάτου του συγγενούς τους, άλλως κατά τον χρόνο πληρωμής, ii) επικουρικά σε έκαστο αυτών κατ’ ισομοιρία το ποσό των 57.933,33 δολ ΗΠΑ, άλλως το ισόποσό του σε ευρώ κατά την άσκηση της αγωγής, άλλως το ισόποσό του σε ευρώ κατά την άσκηση της ανωτέρω αγωγής τους κατά της δεύτερης εναγομένης, άλλως κατά τον χρόνο θανάτου του συγγενούς τους, άλλως κατά τον χρόνο πληρωμής, iii) επικουρικά, τα ελάχιστα απαραίτητα για τη διαβίωσή τους και δη στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 3.369.520 ρουπιών Ινδίας, άλλως το ισόποσο του σε ευρώ, κατά την άσκηση της αγωγής, άλλως το ισόποσό του σε ευρώ κατά την άσκηση της ανωτέρω αγωγής τους κατά της δεύτερης εναγομένης, άλλως κατά τον χρόνο θανάτου του συγγενούς τους άλλως κατά τον χρόνο πληρωμής, στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 4.717.328 ρουπιών Ινδίας, άλλως το ισόποσό του σε ευρώ κατά την άσκηση της αγωγής, άλλως το ισόποσό του σε ευρώ κατά την άσκηση της ανωτέρω αγωγής τους κατά της δεύτερης εναγομένης, άλλως κατά τον χρόνο θανάτου του συγγενούς τους, άλλως κατά τον χρόνο πληρωμής, και στον ήδη ενηλικιωθέντα αδελφό του θανόντος το ποσό των 758.142 ρουπιών Ινδίας, άλλως το ισόποσό του σε ευρώ κατά την άσκηση της αγωγής, άλλως το ισόποσό του σε ευρώ κατά την άσκηση της ανωτέρω αγωγής τους κατά της δεύτερης εναγομένης, άλλως κατά τον χρόνο θανάτου του συγγενούς τους, άλλως κατά τον χρόνο πληρωμής, όλα δε τα ως άνω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επομένη του θανάτου του συγγενούς τους, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, β) επικουρικά, ως αποζημίωση κατ’ αρ. 6 παρ. 2(γ) του ν. 551/1915, το ποσό των 118.513,20€ με το νόμιμο τόκο από την επομένη του θανάτου του συγγενούς τους, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, και γ) σε έκαστο εξ’ αυτών το ποσό των 3000.000€, ως εύλογη χρηματική ικανοποίηση της ψυχικής τους οδύνης, με το νόμιμο τόκο από την επομένη του θανάτου του συγγενούς τους, άλλως την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επί των δύο αυτών αγωγών, οι οποίες συν εκδικάσθηκαν αντιμωλία των παρισταμενων διαδικών και ερήμην της πρώτη εναγομένης της δεύτερης αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφασης με την οποία αφενός έγινε δεκτή εν μέρει η πρώτη αγωγή και αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των 40.000 ευρώ, στη δεύτερη από αυτούς το ποσό των 40.000 ευρώ και στον ήδη ενηλικιωθέντα  τρίτο των εναγόντων το ποσό των 30.000 ευρώ απάντα τα ανωτέρω κονδύλιο με το νόμιμο  τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής ενώ καταδίκασε την εναγόμενη σε μέρος της δικαστικής δαπάνης των εναγομένων την οποία όρισε στο ποσό των 3.500 ευρώ και αφετέρου απέρριψε τη δεύτερη αγωγή και καταδίκασε τους ενάγοντες στη δικαστική δαπάνη της δεύτερης εναγομένης την οποία όρισε στο ποσό των 4.800 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη οι εκκαλούντες συγγενείς του θανόντος για κακή εφαρμογή των διατάξεων αφενός των άρθρων 914 ΑΚ και αρ.6 Ν.551/1915  και κακή εκτίμηση των αποδείξεων με συνέπεια να απορριφθεί το αιτούμενο κονδύλιο πλήρους αποζημιώσεώς τους το οποίο ερείδετο σε ειδικές διατάξεις ισχυόντων νόμων και κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, αφετέρου της   αποδοχής της ενστάσεως συτρέχοντος πταίσματος του θανόντος κατ’ άρθρο 300 ΑΚ συνεπεία της οποίας περιορίστηκε το ύψος της επιδικασθείσας χρηματικής αποζημιώσεως και εκ τρίτου κατά κακή εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 479 ΑΚ αλλά και κακή εκτίμηση των αποδείξεων η εκκαλουμένη απέρριψε τη δεύτερη αγωγή κατά το μέρος που στρεφόταν κατά της πρώτης εναγόμενης και ήδη δεύτερης εφεσιβλητης ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν.  Ακολούθως οι εκκαλούντες ζητούν την παραδοχή των λόγων εφέσεως προκειμένου να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να γίνουν δεκτές στο σύνολό τους οι  δύο αγωγές.

Από τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 551/1915, που κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ.της 24-7/25.08.1920, διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (αρθρ. 38 εδ. α` ΕισΝΑΚ) και ισχύει και επί ναυτικής εργασίας (άρθρα 2 του άνω νόμου και 66 εδ. β` του κυρωθέντος με το ν. 3816/1958 Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου), προκύπτει ότι εργατικό ατύχημα, δηλαδή ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επέρχεται σε εργάτη ή υπάλληλο των αναφερομένων στο άρθρο 2 του πρώτου ως άνω νόμου επιχειρήσεων, θεωρείται και ο τραυματισμός του μισθωτού εξαιτίας έκτακτης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου προς τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος, αλλά συνδεομένου με την εργασία του, λόγω της εμφάνισής του κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση αυτής (ΟλΑΠ 1287/1986 ΝοΒ 1987.1605, ΑΠ 804/2008, ΑΠ 792/2008, ΑΠ 73/2007). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 16 ν. 551/1915 προκύπτει ότι ο παθών από εργατικό ατύχημα έχει επιλεκτικό δικαίωμα να ασκήσει την αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσει σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 ΑΚ πλήρη αποζημίωση, μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν έλαβε χώρα, σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, βρίσκεται δε σε αιτιώδη συνάφεια με την μη τήρηση των διατάξεων αυτών, διαφορετικά, εάν δηλαδή δεν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις αυτές, μπορεί ν` ασκήσει μόνο την αγωγή από το ν. 551/1915. Τέτοιες διατάξεις είναι εκείνες, οι οποίες ειδικά προβλέπουν τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και ειδικότερα προσδιορίζουν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν, μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφαλείας των εργαζομένων. Δεν αρκεί δηλαδή ότι το ατύχημα επήλθε από την μη τήρηση όρων, οι οποίοι επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση προνοίας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου (ΟλΑΠ 26/1995 ΕλλΔνη 37.38, ΑΠ 274/2000 ΕλλΔνη 39.105, ΑΠ 1858/2011, ΑΠ 11/2012, ΕφΠειρ 281/2011 δημ. νόμος). Οι αξιώσεις συρρέουν διαζευκτικά, με την έννοια ότι σε περίπτωση επιλογής της μιας απ` αυτές τις αξιώσεις αποζημίωσης αποκλείεται να ζητήσει ταυτόχρονα ή διαδοχικά την άλλη, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 306 ΑΚ, που αφορά την διαζευκτική ενοχή. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, δηλαδή και όταν ακόμη ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση για αποζημίωση, ο παθών από εργατικό ατύχημα διατηρεί την αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κατά του εργοδότη, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα (δόλο ή αμέλεια οποιασδήποτε μορφής) αυτού ή των προστηθέντων απ` αυτόν προσώπων, που κρίνεται κατά το κοινό δίκαιο (άρθρα 914, 922, 932 ΑΚ), μη απαιτουμένης της συνδρομής του ειδικού πταίσματος της μη τηρήσεως επιβαλλομένων όρων ασφαλείας (ΟλΑΠ 1117/1986 ΝοΒ 35. 891, ΑΠ 1438/2002 ΕλλΔνη 45. 716), ενώ η αντικειμενική ευθύνη του εργοδότη κατά το ν. 551/1915 δεν επεκτείνεται και στη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, καθόσον γι` αυτήν απαιτείται υπαιτιότητα (ΑΠ 274/2000 ό.π.). Είναι βέβαια δυνατή η σώρευση στο ίδιο δικόγραφο αγωγής, εφόσον συνέτρεξαν οι προϋποθέσεις για τη γένεση καθεμίας, τόσο της αξιώσεως για επιδίκαση αποζημιώσεως του ν. 551/1915, όσο και της αξιώσεως για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη ο παθών από εργατικό ατύχημα (ΑΠ 1438/2002 ο.π., ΑΠ 1373/2002 ΕλλΔνη 44. 420, ΕφΠειρ 281/2011 ΕΝΔ 2011/304, ΕφΠειρ 155/2014 δημ. νόμος). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 914 ΑΚ, συνάγεται ότι η παράνομη συμπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη (ΑΠ 838/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 641/2011 ΧρΙΔ 2012 114). Ακόμη, πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν μπορεί να θεμελιωθεί στην εν λόγω περίπτωση και στο ότι δεν τηρήθηκαν από αυτούς, οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, που επιβάλλουν όρους υγιεινής και ασφαλείας, για τη διαφύλαξη της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας και της ζωής των εργαζομένων, σύμφωνα με τη γενική διάταξη του άρθρου 662 του ΑΚ, είτε η τήρηση των μέτρων αυτών από τον εργοδότη, επιβάλλεται από τους νόμους, διατάγματα ή κανονισμούς που προβλέπουν τα μέτρα αυτά. Τέτοια, γενικά μέτρα ασφαλείας, που πρέπει να τηρούν όλοι οι εργοδότες καθορίζονται με το Ν. 1586/1985 «Υγιεινή – Ασφάλεια εργαζομένων» οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται, σε όλες τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες, ορίζεται δε στο άρθρο 32 του νόμου αυτού μεταξύ άλλων, ότι ο εργοδότης έχει υποχρέωση να λαμβάνει κάθε μέτρο που απαιτείται, ώστε να εξασφαλίζονται οι εργαζόμενοι και οι τρίτοι που παρευρίσκονται στους τόπους εργασίας από κάθε κίνδυνο που μπορεί να απειλήσει την υγεία τους ή τη σωματική τους ακεραιότητα. Επίσης, ειδικότερα μέτρα ασφαλείας καθορίζονται με το Π.Δ. 395/1994 «Ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για τη χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας από τους εργαζόμενους κατά την εργασία τους σε συμμόρφωση με  την οδηγία 89/655/ΕΟΚ». Αντιθέτως τέτοια μέτρα ασφαλείας  δεν περιλαμβάνονται στις διατάξεις του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΙΜΟ) και της Διεθνούς Σύμβασης για την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα (SOLAS), όπως και στις διατάξεις των κανόνων του Διεθνούς Κώδικα Ασφαλούς Διαχείρισης (ISM Code), γιατί οι εν λόγω διατάξεις των προαναφερόμενων νομοθετημάτων δεν προβλέπουν ειδικούς όρους ασφαλείας του προσωπικού του πλοίου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 16 παρ.1 του Ν.551/1915, ήτοι δεν προσδιορίζουν συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφάλειας του πληρώματος, αλλά θέτουν το κανονιστικό πλαίσιο και τις προδιαγραφές για την καθιέρωση τέτοιων ειδικών κανόνων και πρακτικών, προς συμμόρφωση με τις λειτουργικές και διαχειριστικές απαιτήσεις, που θέτουν, για την διασφάλιση της ασφάλειας στην θάλασσα και της πρόληψης ανθρώπινου τραυματισμού ή απώλειας ζωής, καθώς και την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος (ΕφΠειρ 180/2008 ΕΝΔ 36,308, ΜΕφΠ 360/2017 δημ. νόμος). Περαιτέρω, ειδικότερες διατάξεις περιλαμβάνονται στο ΠΔ 1349/1981 “Κανονισμός προλήψεως εργατικών ατυχημάτων εις τα πλοία”, που κατά το άρθρο 1 στοιχ. α` αυτού, εφαρμόζεται στα υπό Ελληνική σημαία πλοία ολικής χωρητικότητας άνω των 200 κόρων, ανεξαρτήτως περιοχής πλου ως και εις τα υπό ξένην σημαίαν πλοία ολικής χωρητικότητος άνω των  200 κόρων τα οποία καταπλέουν εις τους Ελληνικούς λιμένας. Ειδικότερα στο άρθρο 6 παρ.2 και 3 του άνω ΠΔ που αφορά τον φωτισμό και αερισμό των χώρων εργασίας στο πλοίο προβλέπεται ότι αφενός άπαντες οι χώροι του πλοίου εις τους  οποίους  είναι  δυνατόν  να  εργασθούν ή διέλθουν άνθρωποι, αερίζονται και φωτίζονται επαρκώς αφετέρου απαγορεύεται  η  είσοδος  μέλους  του πληρώματος εντός δεξαμενών  δι`οιανδήποτε αιτίαν έστω και δι` ειδικής  συσκευής  οξυγόνου  εφόσον  προηγουμένως  δεν  έχουν  εξαερισθή   ταύτα, επαρκώς και χαρακτηρισθή ως    ελεύθεραι αερίων, εκρηκτικών ή τοξικών. Ωστόσο η προκείμενη διάταξη του άρθρου 6 του άνω Π.Δ. δεν δύναται να τύχει εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση δεδομένου ότι το ένδικο ναυτικό ατύχημα έλαβε χώρα στο λιμένα Παραντίπ της Ινδίας και ως εκ τούτου η επίκληση της άνω νομικής διάταξης για την στοιχειοθέτηση της κατ’ άρθρο 16 παρ.1 Ν. 551/1915 αποζημίωσης λόγω ψυχικής οδύνης δεν ερείδεται στο νόμο ως ορθά η εκκαλουμένη ερμήνευσε και εφάρμοσε τη σχετική διάταξη. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στον πρώτο λόγο της κρινόμενης εφέσεως με τον οποίο οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε η κύρια βάση της αγωγής τους με την οποία ζητείτο η αποζημίωση του κοινού δικαίου επικαλούμενοι δόλο των προστηθέντων της εργοδότριας, με βάση τις διατάξεις αφενός της Διεθνούς Σύμβασης για την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα, αφετέρου με το άρθρο 6 ΠΔ 1349/1981 είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν.

Από την επανεκτίμηση της από 28.11.2022 ένορκης βεβαίωσης μάρτυρα ενώπιον της δικηγόρου Αθηνών ………… (AM ΔΣΑ ……..), η οποία απεστάλη ηλεκτρονικά στον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών (βλ. από 28.11.2022 απόδειξη κατάθεσης ένορκης βεβαίωσης) που νομίμως επικαλείται και προσκομίζει η εναγομένη της υπό στοιχ. Α’ αγωγής, μετά από νόμιμη πριν από δύο (2) εργάσιμες ημέρες κλήτευση του πληρεξουσίου δικηγόρου των εναγόντων, ως αντικλήτου τους (άρθρ. 143 παρ. 1, 4, 422 παρ. 1 ΚΠολΔ) και των εγγράφων που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, μεταξύ των οποίων και τα ξενόγλωσσα έγγραφα που είναι συνταγμένα στην αγγλική γλώσσα, την οποία το Δικαστήριο κατανοεί και προσκομίζονται χωρίς να συνοδεύονται από την κατ’ άρθρο 454 ΚΠολΔ επίσημη μετάφραση, και θα ληφθούν υπόψη για την διαμόρφωση του αποδεικτικού πορίσματος συμπληρωματικά, ως αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, εκτιμώμενα ελεύθερα (ΑΠ 1483/2021, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), τις προσκομιζόμενες με επίκληση φωτογραφίες (άρθρα 444 § 1γ’, 448 § 2,457 § 4 ΚΠολΔ), καθώς και τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (αρ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 30.03.2018 σύμβασης ναυτολόγησης ορισμένου χρόνου που συνήφθη μεταξύ του ………, και της εταιρείας με την επωνυμία «…………..» που ενεργούσε στο πλαίσιο της ενδικης σύμβασης ναυτικής εργασίας με την ιδιότητα της πράκτορα εταιρείας με την επωνυμία  «…………» που ενεργούσε για λογαριασμό της εναγομένης της υπό στοιχ. Α’ αγωγής, η οποία τυγχάνει πλοιοκτήτρια του ένδικου πλοίου, ο ανωτέρω ………… προσελήφθη και ναυτολογήθηκε επί του πλοίου «LDI», με αρ. ΙΜΟ ………., με την ειδικότητα του δόκιμου πλοιάρχου, για χρονικό διάστημα έξι (6) μηνών και αντί μηνιαίου μισθού, ανερχόμενου στο ποσό των 790 δολ. ΗΠΑ μηνιαίως. Στις 10.08.2018 το ανωτέρω πλοίο κατέπλευσε στο λιμάνι του Παραντίπ της Ινδίας, αφού προηγουμένως είχε φορτώσει 61.557 τόνους άνθρακα οπτανθρακοποίησης, και στις 12.08.2018 ελλιμενίστηκε στο αγκυροβόλιο πολλαπλών χρήσεων του Παραντίπ, όπου λάμβαναν χώρα συνεχείς εκφορτώσεις φορτίων άνθρακα, μέσω γερανών ξηράς. Στις 14.08.2018 επιβιβάστηκε στο πλοίο ο αρχιμηχανικός του πλοίου, ο οποίος, μαζί με τον υποπλοίαρχο, επιθεώρησε το κατάστρωμα και το μηχανοστάσιο και δοκίμασε διάφορα μέρη του εξοπλισμού ασφαλείας. Περί ώρα 13:30 και 14:00, ο αρχιμηχανικός επέδειξε, μέσω του φορητού υπολογιστή του, στον υποπλοίαρχο και στον ανωτέρω δόκιμο πλοίαρχο φωτογραφίες, που είχαν ληφθεί σε προηγούμενη επίσκεψή του, της κατάστασης της βαλβίδας καθόδου (κάσας κουβουσιού), των κυτών φορτίου (αμπαριών), και των τεσσάρων πλαϊνών διαφραγμάτων κύτους, κάτω των καλυμμάτων των στομίων των κυτών, των παρεμβυσμάτων από ελαστικό, της σπειροειδούς σκάλας τύπου «Αυστραλίας» και των κινητών καταπακτών και έδωσε οδηγίες να ληφθούν φωτογραφίες της παρούσας κατάστασής τους. Ακολούθως, ο υποπλοίαρχος φωτογράφισε το υπ’ αρ. I κύτος/τις κινητές καταπακτές/τα παρεμβύσματα από ελαστικό και την σκάλα τύπου «Αυστραλίας», ενώ κατά την είσοδο του στην σήραγγα, μέσω της υπ’ αρ. 1 καταπακτής, για την λήψη φωτογραφιών της σπειροειδούς σκάλας Αυστραλίας, ο δόκιμος πλοίαρχος παρέμεινε στο κατάστρωμα σε κατάσταση ετοιμότητας. Εν συνεχεία, και ώρα 15:00′, ο υποπλοίαρχος έδωσε εντολή στον δόκιμο πλοίαρχο να φωτογραφίσει τα κύτη υπ’ αρ. 2 έως 7 μαζί με τον ναύτη της βάρδιας. Ωστόσο, στις 17:00′, ο δόκιμος πλοίαρχος ανέφερε στον υποπλοίαρχο ότι η φωτογραφική μηχανή έσβησε λόγω χαμηλής μπαταρίας, αφού είχε φωτογραφήσει τα κύτη υπ’ αρ. 2.3,4 και 5. Τότε, ο υποπλοίαρχος έδωσε εντολή στον δόκιμο πλοίαρχο να αναλάβει άλλη φωτογραφική μηχανή, από το μηχανοστάσιο, και να ολοκληρώσει την φωτογράφιση και των κυτών υπ’ αρ. 6 και 7. Πλην όμως ο ναύτης της βάρδιας που βρισκόταν μαζί του, αφού έλαβε άδεια από τον λοστρόμο και τον υποπλοίαρχο, διέκοψε την υπηρεσία του, προκειμένου να αποβιβαστεί από το πλοίο στις 17:05′. Ακολούθως, και ώρα 17:30′ ο υποπλοίαρχος προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον δόκιμο πλοίαρχο, ………, μέσω του ασυρμάτου, αλλά δεν έλαβε απάντηση. Κατόπιν τούτου, έδωσε εντολή στον λοστρόμο να τον αναζητήσει, ο οποίος στις 17:45′ ενημέρωσε τον υποπλοίαρχο ότι ο δόκιμος πλοίαρχος είχε πέσει στην πάνω πλατφόρμα της σκάλας τύπου «Αυστραλίας» του κύτους υπ’ αρ. 6. Αμέσως, ο υποπλοίαρχος άρχισε να εισέρχεται στην ίδια καταπακτή για να διασώσει τον δόκιμο, χωρίς να φορέσει την αναπνευστική συσκευή SCBA, ούτε οποιοδήποτε άλλο εξάρτημα/διαδικασία ασφαλείας, με αποτέλεσμα να λιποθυμήσει και ο ίδιος στην πάνω πλατφόρμα της σπειροειδούς σκάλας τύπου Αυστραλίας. Περί ώρα 17:51 σήμανε συναγερμός πυρκαγιάς και ο πλοίαρχος κινητοποίησε όλα τα μέσα για διάσωση και εκκένωση. Ο ηλεκτρολόγος, ο πρώτος μηχανικός και ένας ναύτης εισήλθαν στο χώρο φορώντας ειδικό εξοπλισμό αναπνοής (SCBA) και επιχειρήθηκε τεχνητός αερισμός του χώρου μέσω φυσητήρα και αεραγωγού. Ο δόκιμος πλοίαρχος ανευρέθη αναίσθητος και του παρασχέθηκε αναπνευστική συσκευή έκτακτης ανάγκης (EEBD), απομακρύνθηκε δε με σχοινί ασφαλείας, ενώ επιχειρήθηκαν οι πρώτες βοήθειες, ήτοι καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση (ΚΑΡΠΑ) και χορήγηση οξυγόνου, και ακολούθως μεταφέρθηκε στο φορείο του ασθενοφόρου του λιμανιού στις 18:40′, ενώ στο ίδιο ασθενοφόρο επιβιβάστηκε και ο υποπλοίαρχος, ο οποίος είχε εν τω μεταξύ ανακτήσει τις αισθήσεις του. Ωστόσο, στις 19:00′, οι γιατροί στο νοσοκομείο Paradip Port Trust βεβαίωσαν τον θάνατο του δόκιμου πλοίαρχου, ο οποίος οφείλεται σύμφωνα με την έκθεση νεκροψίας, σε εισπνοή μονοξειδίου του άνθρακα και ασφυξία ακολουθούμενη από ανεπάρκεια πολλαπλών οργάνων εξαιτίας ανεπαρκούς παροχής οξυγόνου [βλ. την από 26.10.2018 έκθεση έρευνας που διεξήχθη από τον Μηχανικό – Επιθεωρητή πλοίων, ………, και τον ναυτικό πραγματογνώμονα, Capt. …………., της Διεύθυνσης Εμπορικής Ναυτιλίας Παραντίπ). Να σημειωθεί ότι η προαναφερθείσα σπειροειδής σκάλα τύπου Αυστραλίας που χρησιμοποίησε ο θανών βρισκόταν σε εσώκλειστο χώρο εντός σήραγγας στην οποία ο ναυτικός μπορούσε να εισέλθει σε αυτή μέσω του ανοίγματος της καταπακτής με κάθετη σκάλα προς τα κάτω περίπου 10 ποδιών. Κατά την ανωτέρω ημερομηνία του ατυχήματος  το κύτος με αριθμό 6 είχε πληρότητα φορτίου άνθρακα 28,47 %, οπότε το κάτω άνοιγμα της σπειροειδούς σκάλας Αυστραλίας ήταν καλυμμένο με φορτίο, ενώ από μετρήσεις που είχαν πραγματοποιηθεί στις 11.08.2018, το οξυγόνο εντός του ίδιου κύτους ανέρχονταν σε 11,9%, γεγονός το οποίο δεικνύει ότι το συγκεκριμένο κύτος στο οποίο ήταν τοποθετημένη η σκάλα τύπου Αυστραλίας δεν περιείχε ανεπαρκή ποσότητα οξυγόνου, ενώ περιείχε μεθάνιο και τοξικά αέρια περιλαμβανομένου μονοξειδίου του άνθρακα. Τούτο συνεπάγεται ότι η προσέγγιση ενός ναυτικού εντός του κύτους ήταν απαγορευτική αφού δεν υπήρχε η αναγκαία ποσότητα οξυγόνου για να κινηθεί ευχερώς και με ασφάλεια στον εσώκλειστο χώρο αυτού. Υπό τα δεδομένα αυτά ο ανωτέρω δόκιμος εισερχόμενος στην πάνω πλατφόρμα της σκάλας τύπου Αυστραλίας λιποθύμησε και έχασε τις αισθήσεις του περί ώρα 17:40 στις 14.08.2018 εξαιτίας ανεπάρκειας οξυγόνου και εισπνοής του μονοξειδίου του άνθρακα. Σύμφωνα με την από 26.10.2018 έκθεση έρευνας που διεξήχθη από τους αναφερθέντες πραγματογνώμονες της Διεύθυνσης Εμπορικής Ναυτιλίας Πντίπ ο υποπλοίαρχος του ένδικου πλοίου γνώριζε ότι το κάλυμμα στο πάνω μέρος της καταπακτής ήταν εντελώς κλειστό και ότι το άνοιγμα στο κάτω μέρος εμποδιζόταν από φορτία άνθρακα, οπότε σύμφωνα με την ίδια έκθεση η είσοδος σε κλειστούς χώρους έχει διαπιστωθεί ως επιχείρηση υψηλού κινδύνου και κατά γενικό κανόνα η είσοδος σε κλειστό χώρο πρέπει να αποφεύγεται εκτός αν είναι απολύτως απαραίτητη και επομένως είναι ευθύνη του Πλοιάρχου να εξασφαλίζει ότι τηρούνται οι διαδικασίες της εταιρείας για την είσοδο σε κλειστούς χώρους, όπως η άδεια εισόδου σε κλειστούς χώρους, η αξιολόγηση κινδύνου, εξοπλισμός ασφαλείας, προσωπικός εξοπλισμός ασφαλείας κ.λπ., οι οποίες είναι υποχρεωτικές. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω ο θάνατος του δόκιμου πλοίαρχου ………….. αποτελεί εργατικό ατύχημα, κατά την έννοια του ν. 551/1915, καθόσον αποτελεί αναμφισβήτητα βίαιο συμβάν, που επήλθε από εξωτερικά αίτια (μη δυνάμενα να αποδοθούν σε προδιάθεση του οργανισμού του) εξαιτίας των συνθηκών εργασίας του και κατά τη διάρκεια αυτής. Οφείλεται δε σε υπαιτιότητα των προστηθέντων από την εναγομένη αξιωματικών του πλοίου, και κυρίως του υποπλοιάρχου και του αρχιμηχανικού, οι οποίοι από αμέλεια και ειδικότερα έλλειψη της προσοχής που μπορούσαν και όφειλαν ενόψει των συνθηκών να καταβάλουν, δεν φρόντισαν να λάβουν τα ενδεδειγμένα μέτρα προστασίας του εργαζομένου από την έκθεσή στις προαναφερόμενες συνθήκες ανεπάρκειας οξυγόνου και συγκέντρωσης μονοξειδίου του άνθρακα που εισέπνευσε ο εργαζόμενος εισερχόμενος στην πάνω πάνω πλατφόρμα της σκάλας τύπου Αυστραλίας, και ειδικότερα, δεν μερίμνησαν για το άνοιγμα του καλύμματος της υπ’ αριθμ. 6 καταπακτής και τον αερισμό του χώρου της υπ’ αριθμ. 6 σπειροειδούς σκάλας Αυστραλίας. Αντίθετα, χωρίς προηγουμένως να ενημερώσουν τον πλοίαρχο του πλοίου, ανέθεσαν στον δόκιμο πλοίαρχο την αναφερθείσα εργασία, ενώ γνώριζαν ότι το κάλυμμα στο πάνω μέρος της καταπακτής του υπ’ αριθμ. 6 κύτους ήταν εντελώς κλειστό και το άνοιγμα στο κάτω μέρος εμποδιζόταν από φορτία άνθρακα. Επιπλέον δε, παρότι γνώριζαν την επικινδυνότητα της ανατεθείσας στον δόκιμο εργασίας, δεν προέβησαν σε αξιολόγηση του κινδύνου και δεν μερίμνησαν για την εκ μέρους του δοκίμου εκτέλεση της εργασίας αυτής με χρήση του απαιτούμενου προσωπικού εξοπλισμού ασφαλείας, ήτοι φορητού ασυρμάτου και ατομικής αναπνευστικής συσκευής (βλ. ως προς την εκτέλεση της εργασίας χωρίς τον εξοπλισμό αυτό, και την προσκομιζόμενη από την εναγομένη από 28.11.2022 ένορκη βεβαίωση), τον οποίο, εξάλλου, εξοπλισμό, ούτε ο υποπλοίαρχος χρησιμοποίησε, κατά την είσοδό του στο υπ’ αριθμ. 6 κύτος, κατά τη προσπάθεια ανεύρεσης του δοκίμου, κατά τα ανωτέρω. Περαιτέρω δε, παρότι η αντίστοιχη εργασία του δοκίμου στις υπ’ αριθμ. 2, 3,4 και 5 καταπακτές, ανατέθηκε σε δύο μέλη του πληρώματος, ο υποπλοίαρχος ανέθεσε στον δόκιμο πλοίαρχο την ανωτέρω εργασία φωτογράφησης στο υπ’ αριθμ. 6 κύτος, αφού προηγουμένως ενέκρινε την άδεια αποβίβασης από το πλοίο του ναύτη της βάρδιας, χωρίς να δώσει εντολή σε άλλο ναύτη ή άλλο μέλος του πληρώματος να συνοδεύσει τον δόκιμο πλοίαρχο.  Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι αφενός πραγματικά περιστατικά που αφορούν τις πραγματικές συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα το ένδικο ατύχημα δεν αμφισβητούνται ειδικότερα τόσο από τους εκκαλούντες με ειδικούς λόγους έφεσης όσο και από την παριστάμενη πρώτη εφεσιβλήτη – εναγόμενη της υπό στοιχείο Α αγωγής, αφετέρου ότι η εκκαλούμενη απόφαση, η οποία δέχθηκε τα ίδια, δεν πλήττεται από κανένα από τα διάδικα μέρη με σχετικό λόγο έφεσης αναφορικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες επήλθε ο θάνατος του άνω ναυτικού αλλά και για την κρίση της περί υπαιτιότητας των προστηθέντων οργάνων της εναγομένης των οποίων οι πράξεις και οι παραλείψεις συντέλεσαν αιτιωδώς στην επέλευση του θανατηφόρου αποτελέσματος. Αντιθέτως η εκκαλουμένη πλήττεται με τον δεύτερο λόγο της υπό κρίση έφεσης για κακή εκτίμηση των αποδείξεων σχετικά με την κρίση της τελευταίας περί συνυπαιτιότητας του θανόντος ναυτικού στην επέλευση του θανατηφόρου αποτελέσματος καθώς δεν επέδειξε την επιμέλεια και προσοχή που θα επιδείκνυε ο μέσος συνετός άνθρωπος, κατά την εκτέλεση της ως άνω εργασίας με συνέπεια να καταλογίσει στο θανόντα συνυπαιτιότητα για την πρόκληση του ατυχήματος, προσδιοριζόμενη κατά ποσοστό 30%,γενομένης εν μέρει δεκτής ως κατ’ ουσία βάσιμης της νόμιμης κατ’ άρθρ. 300 ΑΚ ένστασης συντρέχοντος πταίσματος (ΑΚ 300), με την επισήμανση ότι η ανωτέρω ένσταση είναι νόμιμη μόνο ως προς τη μη περιουσιακή ζημία και δη στην επιδίκαση αποζημίωσης λόγω ψυχικής οδύνης. Ειδικότερα η εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ότι η συντρέχουσα αμέλεια του θανόντος κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που του είχε ανατεθεί συνίστατο στο ότι δεν έλαβε τις απαραίτητες προφυλάξεις, για την προσωπική του ασφάλεια και δεν απείχε από την είσοδο στο υπ’ αριθμ. 6 κύτος, χωρίς προηγουμένως να εξαερισθεί  επαρκώς ο χώρος, παρότι διαπίστωσε ότι η καταπακτή της σκάλας Αυστραλίας του υπ’ αριθμ. 6 κύτους ήταν κλειστή και ανοίχθηκε από τον ίδιο αμέσως πριν την είσοδό του, και ενώ γνώριζε ήδη από την αντίστοιχη προηγούμενη εργασία του στα λοιπά κύτη, ότι όλα τα αμπάρια του πλοίου είχαν πληρότητα φορτίου 30-50%. Επί της κρίσεως αυτής της εκκαλουμένης απόφασης πρέπει να λεχθούν τα εξής: Όπως προκύπτει από τις ίδιες ως άνω αποδείξεις και δη από την από 26.10.2018 έκθεση έρευνας που διεξήχθη από τους αναφερθέντες πραγματογνώμονες της Διεύθυνσης Εμπορικής Ναυτιλίας Παραντίπ το αυτό εγχείρημα της διαδοχικής καθόδου στα κύτη του πλοίου 1 έως 5 από τον υποπλοίαρχο και τον Δόκιμο Πλοίαρχο δεν εμφάνισε κάποια δυσκολία στο θανόντα, ο οποίος με την ίδια μεθοδολογία και τον ίδιο τρόπο αλλά και με τη χρήση ίδιου τύπου σκάλας (Αυστραλίας) εκτέλεσε επιτυχώς την  υπηρεσία που του είχε ανατεθεί στα αμπάρια με αριθμούς 1 έως 5. Η ειδοποιός διαφορά μεταξύ των κυτών 1 έως 5 και του αντιστοίχου με αριθμό 6 συνίστατο  στο ότι τα πρώτα ήταν ανοικτά και επαρκώς αερισθέντα ενώ το τελευταίο είχε κλειστό καπάκι, το οποίο ανοίχθηκε από τον ίδιο τον Δόκιμο Πλοίαρχο αμέσως πριν την είσοδο του σε αυτό μολονότι τούτο στο κάτω μέρος αυτού υπήρχαν  φορτία άνθρακα τα οποία δεν είχαν εκφορτωθεί. Κατά συνέπεια ο θανών  ναυτικός, ο οποίος είχε επιχειρήσει με την ίδια διαδικασία να προσεγγίσει τα προηγούμενα 5 κύτη του πλοίου τα οποία από μια απλή εξωτερική θεώρηση μπορούσε να αντιληφθεί ότι τα καπάκια ήταν ανοικτά και είχαν εξαεριστεί επαρκώς εντούτοις όταν προσέγγισε το μοιραίο για τη ζωή του με αριθμό 6 καπάκι μολονότι αντιλήφθηκε ότι τούτο ήταν κλειστό, χωρίς να δώσει τη δέουσα σημασία στο εύρημα αυτό και να υποψιαστεί ότι τούτο συνεπάγετο την έλλειψη επαρκούς οξυγόνου  κατά την είσοδο του σε αυτό δεδομένου ότι ο ίδιος ως εκ της εκπαίδευσης του αλλά και της σύντομης επαγγελματικής του απασχόλησης ως ναυτικού ήταν σε θέση να γνωρίζει τον κίνδυνο του εγχειρήματος που του ανατέθηκε, εντούτοις αυτός προέβη στο άνοιγμα του καπακιού με συνέπεια να επέλθει το θανατηφόρο αποτέλεσμα.  Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω βαρύνεται και ο θανών με συνυπαιτιότητα, για την πρόκληση του ατυχήματος και το εντεύθεν αποτέλεσμα, προσδιοριζόμενη κατά ποσοστό 30%, η οποία λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής αποζημίωσης λόγω ψυχικής οδύνης των εναγόντων. Επομένως η εκκαλουμένη απόφαση η οποία έκρινε τα ίδια, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και δεν έσφαλε και τα όσα αντίθετα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες  με το δεύτερο λόγο της έφεσης τους πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

Με τη διάταξη του άρθρου 479 Α.Κ., στην οποία ορίζεται ότι: “αν με σύμβαση μεταβιβάστηκε περιουσία ή επιχείρηση, αυτός που αποκτά ευθύνεται απέναντι στο δανειστή έως την αξία των μεταβιβαζομένων στοιχείων για τα χρέη που ανήκουν στην περιουσία ή στην επιχείρηση. Η ευθύνη αυτού που μεταβιβάζει εξακολουθεί να υπάρχει. …”, καθιερώνεται αναγκαστική εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή των χρεών με την έννοια του άρθρου 477 Α.Κ. και δημιουργείται έτσι παθητική εις ολόκληρον ενοχή μεταξύ του μεταβιβάζοντος και του αποκτώντος, από αυτούς δε τους δύο ο μεν πρώτος ευθύνεται απεριόριστα, ο δε δεύτερος περιορισμένα και συγκεκριμένα μέχρι την αξία των μεταβιβαζομένων κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Ο εν λόγω περιορισμός της ευθύνης του αποκτώντος επέρχεται κατόπιν ενστάσεως αυτού και δεν αποτελεί στοιχείο της κατ` αυτού αγωγής η αναφορά και η αξία των μεταβιβασθέντων περιουσιακών αντικειμένων (Α.Π.318/2008 ΕλλΔνη 2009.482). Για τη δημιουργία, όμως, της σωρευτικής αυτής αναδοχής απαιτείται να περιλαμβάνει η μεταβίβαση ένα προς ένα όλα τα στοιχεία, που συνιστούν το ενεργητικό της περιουσίας, έστω και αν εξαιρέθηκαν από αυτήν αντικείμενα ασήμαντης αξίας. Επί μεταβιβάσεως μεμονωμένων αντικειμένων, πρέπει αυτά να αποτελούν όλο το ενεργητικό της περιουσίας ή το σημαντικότερο ποσοστό αυτής. Επιπλέον, ο αποκτών πρέπει να τελούσε εν γνώσει, ότι του μεταβιβάστηκε όλη περιουσία ως σύνολο ή το σημαντικότερο ποσοστό της. Η γνώση αυτή θεωρείται ότι υπάρχει και όταν, ενόψει των συνθηκών υπό τις οποίες έγινε η μεταβίβαση, γνώριζε ο αποκτών την εν γένει περιουσιακή κατάσταση του μεταβιβάζοντος και μπορούσε να αντιληφθεί, ότι η περιουσία που του μεταβιβάστηκε αποτελούσε το σύνολο αυτής ή το σημαντικότερο ποσοστό της (Α.Π.451/2012, Α.Π.909 και 910/2010, Α.Π.1384/2005, Εφ.Πειρ.94/2011, Εφ.Πειρ.726/2010, Εφ.Πειρ.849/2008, Εφ.Πειρ.621/2008, Εφ.Πειρ.483/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση δε κατά την οποία μεταβιβάσθηκε επιχείρηση ή άλλη περιουσιακή ομάδα, ως τέτοια, η γνώση του αποκτώντος προκύπτει από αυτή την ίδια τη σύμβαση και, ως εκ τούτου, δεν παρίσταται ανάγκη να γίνει ιδιαίτερη επίκληση και απόδειξη αυτής (Α.Π.829/2003, Α.Π.591/2002, Εφ.Πειρ.726/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ως επιχείρηση η ελληνική νομολογία αντιλαμβάνεται και το εν λειτουργία ευρισκόμενο πλοίο (Α.Π.1129/1983 ΝοΒ 32.667, Εφ.Πειρ.207/2011 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), πολύ περισσότερο μάλιστα διότι συνηθέστατος τύπος οργάνωσης της εκμετάλλευσης πλοίου είναι η «μονοβάπορη» εταιρεία (Εφ.Πειρ.726/2010, με περαιτέρω παραπομπές στη θεωρία και τη νομολογία). Οι πιο πάνω ρυθμίσεις ισχύουν και όταν ολόκληρη η περιουσία ή η επιχείρηση του οφειλέτη μεταβιβάζεται σε άλλον όχι με μία, αλλά με περισσότερες μεταβιβαστικές πράξεις και μάλιστα είτε συγχρόνως είτε διαδοχικά, με την προϋπόθεση, όμως, στην τελευταία περίπτωση οι πράξεις να αποτελούν μεταξύ τους ενότητα ή, με άλλη διατύπωση, να βρίσκονται σε στενή χρονική και οικονομική σχέση. Οι διατάξεις, όμως, αυτές δεν εφαρμόζονται όταν το σύνολο περιουσίας ή επιχειρήσεως μεταβιβάζεται τμηματικά σε περισσότερα διαφορετικά πρόσωπα, εκτός αν εκείνοι που αποκτούν γνωρίζουν αυτό, ότι, δηλαδή, οι πλείονες συμβάσεις έγιναν με τον αυτό σκοπό της μεταβίβασης της περιουσίας, οπότε η ευθύνη καθενός από αυτούς περιορίζεται ανάλογα με το τμήμα της περιουσίας που αποκτά. Ως χρέη της περιουσίας που μεταβιβάστηκε νοούνται οποιασδήποτε φύσεως, είτε εκ συμβάσεως είτε εξ αδικοπραξίας (εκτός των προσωποπαγών), αρκεί ο γενεσιουργός αυτών νομικός λόγος να υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβίβασης, με την έννοια δε αυτή περιλαμβάνονται και εκείνα που κατά το χρόνο της μεταβιβαστικής σύμβασης τελούν υπό προθεσμία ή αίρεση, καθώς και εκείνα που προέρχονται από μεταβολή ή επέκταση της ενοχής, η οποία υπήρχε κατά το χρόνο της μεταβίβασης. Για την ευθύνη του αποκτώντος δεν απαιτείται να γνώριζε αυτός την ύπαρξη των χρεών, κατά το χρόνο της μεταβίβασης, ούτε επίσης απαιτείται αυτά να είχαν αναγνωρισθεί δικαστικώς σε δίκη μεταξύ του μεταβιβάζοντος οφειλέτη και του δανειστή μέχρι του χρόνου της μεταβίβασης (Α.Π.909/2010, Α.Π.1948/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), αρκεί μόνο ο νομικός λόγος γένεσής τους να έχει προηγηθεί της σύμβασης μεταβίβασης, ακόμη και αν αυτά κατέστησαν μεταγενεστέρως ληξιπρόθεσμα και απαιτητά (Α.Π.1154/1998 ΕλλΔνη 1998.1572). Με τις παραπάνω διατάξεις επεκτείνεται απλώς ο ενοχικός δεσμός και στο πρόσωπο του αποκτώντος την περιουσία, ο οποίος καθίσταται πρόσθετος οφειλέτης του ίδιου χρέους, που περιέρχεται σε αυτόν στην κατάσταση που βρισκόταν κατά το χρόνο της μεταβιβάσεως, χωρίς να μεταβάλλεται η φύση και το περιεχόμενό του εκ του ότι, μετά τη μεταβίβαση, η ενοχή κάθε συνοφειλέτη είναι αυτοτελής ως προς την ύπαρξη και την εξέλιξή της, αφού τα γεγονότα που αφορούν τους συνοφειλέτες μπορεί να ενεργούν αντικειμενικά για όλους ή υποκειμενικά για τον έναν από αυτούς, σύμφωνα με τα άρθρα 483-486 Α.Κ.. Επομένως, αν για τη δικαστική επιδίωξη της εκπληρώσεως του χρέους εφαρμόζονται ορισμένοι δικονομικοί κανόνες, οι ίδιοι δικονομικοί κανόνες θα εφαρμοσθούν και όταν η δικαστική επιδίωξη του χρέους γίνεται κατ` εκείνου που το αναδέχτηκε (Α.Π.776/2003 ΕλλΔνη 2005.163, Εφ.Πειρ.207/2011 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Μεταξύ δε των άνω συνοφειλετών υπάρχει απλή ομοδικία (Εφ.Πειρ.207/2011 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Θεσ.424/2008 Αρμ 2009.534, Εφ.Αθ.6812/2005 ΔΕΕ 2006.71).

Με τον τρίτο λόγος της έφεσης τους οι εκκαλούντες διατείνονται ότι κατά κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων η εκκαλούμενη απέρριψε την υπό στοιχείο Β αγωγή τους ως προς την απολιπομένη δεύτερη εφεσίβλητη ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν δεχόμενη ότι δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της επικαλούμενης διάταξης της ΑΚ 479. Πλέον συγκεκριμένα με πρώτο σκέλος του λόγου αυτού ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη παρά την ερημοδικία της εδώ δεύτερης εφεσίβλητης και πρώτης εναγομενης στην υπό στοιχείο Β αγωγή εξαιτίας της οποίας δικάσθηκε σαν να ήταν παρούσα  (621 παρ.2β ΚΠολΔ) χωρίς να προβάλλει οποιοδήποτε ισχυρισμό έλαβε υπόψη για τη διαμόρφωση της δικανικής της κρίσης τα αποδεικτικά μέσα που προσκόμισε πρωτοβαθμίως η δεύτερη εναγόμενη της ίδιας αγωγής και ήδη πρώτης εφεσίβλητης παρόλο που η εκκαλουμένη απέρριψε την αγωγή ως προς την τελευταία ως απαράδεκτη χωρίς να εισέλθει στην ουσία της υπόθεσης, δεχόμενη αποδεικτικά μέσα και ισχυρισμούς που προβλήθηκαν από την ομόδικό της. Επί του λόγου αυτού πρέπει να αναφερθούν τα εξής: Μετά την ένωση και συνεκδίκαση των δύο αγωγών με διάταξη της εκκαλουμένης και ανεξαρτήτως της κρίσεως της εκκαλουμένης περί απαράδεκτου ασκήσεως της αγωγής σε βάρος της δεύτερης εναγόμενης της υπό στοιχείο Β αγωγής και ήδη πρώτης εφεσίβλητης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 346 ΚΠολΔ, τα αποδεικτικά μέσα που έχει προσκομίσει η παρασταθείσα πρωτοβαθμίως εναγόμενη των δύο αγωγών και ήδη πρώτη εφεσίβλητη παραδεκτά το πρωτοβάθμιο  Δικαστήριο έλαβε αυτά υπόψη για την απόδειξη και ανταπόδειξη των αγωγικών ισχυρισμών των εναγομένων και ως εκ τούτου η εκκαλουμένη ορθά εφάρμοσε τους κανόνες απόδειξης. Επιπλέον η εκκαλουμένη ουδένα καταλυτικό της αγωγής ισχυρισμό έλαβε υπόψη της αφού ουδέποτε προβλήθηκε τέτοιος αρκούμενη στην αξιολόγηση των αποδεικτικών μέσων που της είχαν εισφερθεί παραδεκτά κατά τα ανωτέρω ειδικότερα αναφερόμενα.  Τέλος η  εκκαλουμένη ορθά εφάρμοσε τις περί απλής ομοδικίας διατάξεις δεδομένου ότι σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 75 παρ.1 ΚΠολΔ οι εναγόμενες στην υπό στοιχείο Β΄ αγωγή ως απλοί ομόδικοι ενεργούσαν στη δίκη ανεξάρτητα η μια από την άλλη, οι δε πράξεις και παραλείψεις κάθε ομοδίκου δεν έβλαψαν ούτε ωφέλησαν αυτές αντιστοίχως. Συνεπώς τα όσα αντίθετα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες κατά το πρώτο σκέλος του τρίτου λόγου της έφεσής τους πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Ακολούθως επί του λόγου αυτού πρέπει να λεχθούν και τα εξής: Όπως προκύπτει από το από 20.03.2023 πιστοποιητικό κυριότητας και βαρών  η πρώτη εναγομένη της υπό στοιχ. Β’ αγωγής και ήδη δεύτερη εφεσίβλητη τυγχάνει πλοιοκτήτρια του πλοίου, με αρ. ΙΜΟ ……….., υπό την τωρινή ονομασία «LCC» με ημερομηνία νηολόγησης από την ανωτέρω  πλοιοκτήτρια την 3.11.2022. Οι ενάγοντες της ίδιας αγωγής προκειμένου να αποδείξουν τον ισχυρισμό τους  περί συμβατικής μεταβίβασης του πλοίου από την πρώτη εφεσίβλητη προ τη δεύτερη από αυτές επικαλέστηκαν σχετική καταχώρηση στο διεθνή ναυτιλιακό ιστότοπο  ……., ο οποίος αποτελεί μια διαδικτυακή πλατφόρμα που παρέχει γενικές πληροφορίες για τη νομική και εμπορική κατάσταση ενός πλοίου κατά το χρόνο της επισκέψεως εκάστου ενδιαφερομένου στον ιστότοπο αυτό. Από το πρώτο από αυτά πράγματι προκύπτει το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής (27.4.2023) πλοιοκτήτρια του ένδικου πλοίου τυγχάνει η απολιπόμενη δεύτερη εφεσίβλητη. Από την επισκόπηση της προαναφερόμενης ιστοσελίδας, η οποία προσκομίζεται σε εκτύπωση και σε μετάφραση στην ελληνική γλώσσα κατά τα βασικά στοιχεία που αναγράφονται σε αυτή προκύπτει ότι η πρώτη εφεσίβλητη έχει καταχωρηθεί ως πλοιοκτήτρια του ένδικου πλοίου από 30.10.2013 ενώ από 3.11.2022 και εντεύθεν φέρεται ως πλοιοκτήτρια αυτού η απολιπόμενη δεύτερη εφεσίβλητη. Ωστόσο από τις εγγραφές αυτές και μόνο το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να σχηματίσει πλήρη δικανική πεποίθηση για τη μεταβίβαση της κυριότητας του πλοίου και των στοιχειών που συνθέτουν εννοιολογικά αυτή δεδομένου ότι δεν καταγράφονται πληροφορίες στον προαναφερθέντα διαδικτυακό ιστότοπο σχετικά με την αιτία κτήσης του πλοίου και των νομικών προσώπων που συμβλήθηκαν για την μετάθεση της κυριότητας αυτού στον εμφαινόμενο στη άνω διαδικτυακή βάση πληροφοριών κτήτορα. Και τούτο διότι στην υπό κρίση περίπτωση με βάση τα προασκομιζόμενα με επίκληση αποδεικτικά μέσα προέκυψε ότι η πρώτη εφεσίβλητη μεταβίβασε λόγω πώλησης την κυριότητα του ένδικου πλοίου  στην εταιρεία με την επωνυμία «…………» που εδρεύει στην πόλη Belize, δυνάμει του από 31.10.2022 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου, που καταχωρήθηκε αρχικά σε έντυπο μνημόνιο αγοραπωλησίας (Memorandum of agreement τύπου sale form 2012) με ημερομηνία 12.10.2022 με το οποίο η πλοιοκτήτρια ανέλαβε την υποχρέωση να μεταβιβάσει κατά κυριότητα το προαναφερόμενο πλοίο στην ανωτέρω εταιρεία, και πράγματι  πώλησε τούτο σε αυτή, αντί τιμήματος 23.500.000 δολΗΠΑ, στις 31.10.2022, ενώ στις 03.11.2022 το πλοίο παραδόθηκε στην ανωτέρω εταιρεία «………..» στη Λεμεσό Κύπρου. Επιπλέον δεν προέκυψε ότι οι ανωτέρω εταιρείες είναι κοινών συμφερόντων, και αν μεσολάβησε μεταξύ τους κάποια περαιτέρω πράξη μεταβίβασης του πλοίου στις 03.11.2022, ή εάν τυχόν έλαβαν χώρα και άλλες διαδοχικές συμβάσεις πώλησης του επίδικου πλοίου. Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω δεν προέκυψε η αναγκαία προϋπόθεση για την εφαρμογή της ΑΚ 479 της μεταβίβασης του πλοίου μεταξύ των εφεσιβλήτων εταιρειών, αφού δεν αποδείχθηκε η ύπαρξη οποιουδήποτε συμβατικού δεσμού μεταξύ τους έτσι ώστε να προκύψει αναγκαστική εκ του νόμου σωρευτική αναδοχή των χρεών με την έννοια του άρθρου 477 Α.Κ. Κατά συνέπεια η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε την ερειδόμενη στην ΑΚ 479 αγωγή ως προς την δεύτερη εφεσιβλήτη και πρώτη εναγόμενη της υπό στοιχείο Β αγωγής ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση αυτών, τα όσα δε αντίθετα διατείνονται οι εκκαλούντες – ενάγοντες της ίδιας αγωγής με το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου της έφεσής τους πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα.

Επομένως μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί αυτή ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη. Τέλος πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των εκκαλούντων η δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας της παρισταμένης πρώτης εφεσίβλητης λόγω της ήττας τους. (αρ.176, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην της δεύτερης εφεσίβλητης και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων την από 30.9.2024 με ΓΑΚ/ΕΑΚ Πρωτ …………./2024 έφεση, η οποία στρέφεται κατά  1252/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει  αυτή κατ’  ουσίαν.

Καταδικάζει τους εκκαλούντες στη δικαστική δαπάνη της πρώτης εφεσίβλητης  για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους στις  19    Αυγούστου 2025.

Ο  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ