Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 127/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙKΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:      127     /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 2937/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 643 και 591 παρ. 1 περ. α του ΚΠολΔ, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα εντός δυο ετών από τη δημοσίευσή της (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 2, 520 του ΚΠολΔ), δοθέντος ότι κανείς από τους διαδίκους επικαλείται ούτε από τη δικογραφία προκύπτει ότι η προσβαλλομένη απόφαση έχει επιδοθεί και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) ενώ καταβλήθηκε και το νόμιμο παράβολο ποσού 100 ευρώ (e – Παράβολο με κωδικό ………, το ποσό του οποίου καταβλήθηκε στην Τράπεζα Πειραιώς μέσω winbank με κωδικό συναλλαγής ……..), το οποίο επισυνάπτεται στην από 15/6/2017 έκθεση που συνέταξε η Γραμματέας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

Η ανακόπτουσα, ήδη εκκαλούσα, με την από 5/1/2016 ανακοπή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ζήτησε να ακυρωθεί για τους εκτεθέντες εκεί λόγους η υπ’ αριθμ. …/2015 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και η από 30/11/2015 παρά πόδα αυτής επιταγή προς εκτέλεση, με τις οποίες επιτάσσεται να καταβάλει στην καθ’ ης, ήδη εφεσίβλητη, ανώνυμη τραπεζική εταιρία, παριστάμενη ενώπιον του Εφετείου αυτού όπως πιο πάνω αντιπροσωπεύεται, το συνολικό ποσό των 78.013,88 ευρώ, πλέον τόκων, προερχόμενο από την υπ’ αριθμ. ……./29.6.2006 σύμβαση δανείου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την υπ’ αριθμ. 2937/2016 οριστική απόφασή του απέρριψε την ανακοπή στο σύνολο της και επικύρωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Ήδη η εκκαλούσα – ανακόπτουσα με την υπό κρίση έφεσή της παραπονείται για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει δεκτή η έφεσή της ώστε να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να γίνει δεκτή η ανακοπή της και να ακυρωθεί η πιο πάνω διαταγή πληρωμής.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 216 παρ. 1 και 2, 585 και 632 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι οι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, μπορούν δε να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. του ΚΠολΔ, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γεννήσεως της απαιτήσεως του καθ’ ου η ανακοπή, ενστάσεις. Στην αντίθετη περίπτωση, οι λόγοι αυτοί απορρίπτονται ως αόριστοι (ΑΠ 2073/2007 ΕλΔ 49, 424, ΑΠ 916/2002 ΕλΔνη 2003, 1297, ΑΠ 758/2002 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 309/1999 ΕΤρΑΧΔ 2000, 487). Συγκεκριμένα, εάν αμφισβητούνται επιμέρους κονδύλια της επιδικαζόμενης με την διαταγή πληρωμής απαίτησης, για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να αναφέρεται σε αυτό ποιο ακριβώς ποσό από την επιδικαζόμενη με της διαταγή πληρωμής απαίτηση αμφισβητείται από τον ανακόπτοντα και δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση του ορθού υπολογισμού της απαίτησης (ΕφΑθ 227/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5900/2006 ΔΕΕ 2007, 327). Ειδικότερα, επί ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε για απαίτηση καταλοίπου αλληλόχρεου λογαριασμού, η οποία αποδεικνύεται από έγγραφα, οι λόγοι αυτής που αναφέρονται στην απαίτηση πρέπει, για να είναι ορισμένοι, να περιέχουν ισχυρισμούς που ανάγονται στα κατ’ ιδίαν κονδύλια πιστοχρεώσεως του λογαριασμού, μόνη δε η µε τους λόγους αυτούς γενική αμφισβήτηση της ορθότητάς του δεν αρκεί (ΕφΘεσ 166/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 364/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 37/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 638/2015 ΝΟΜΟΣ). Στην έννοια του αλληλόχρεου λογαριασμού περιλαμβάνεται και ο ανοικτός λογαριασμός πιστώσεως σε τράπεζα που κινείται με διαδοχικές αναλήψεις του δανείου (πιστώσεως) από τον πιστούχο της τράπεζας και τμηματικές αποδόσεις τούτου από τον ίδιο, με τους οικείους τόκους και προμήθειες (ΑΠ 1022/2003 ΕλλΔνη 45, 90, ΑΠ 667/2001 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1343/2000 ΕλλΔνη 43, 419, ΑΠ 722/2000 ΧρΙΔ 2001, 73).

Εν προκειμένω από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Με τη με αριθμ. …./.29.6.2006 σύμβαση ανοιχτού επιχειρηματικού δανείου «EASY ΑΝΟΙΧΤΟ», που συνήφθη στον Πειραιά, η καθ’ ης χορήγησε στην ανακόπτουσα, επιχειρηματικό δάνειο ανοικτής πίστωσης ποσού σαράντα πέντε χιλιάδων (45.000) ευρώ, για την κάλυψη των αναγκών της επιχείρησής της. Το δάνειο χορηγήθηκε για κεφάλαιο κίνησης, με επιτόκιο αποτελούμενο από το Βασικό Επιτόκιο Χορηγήσεων (Β.Ε.Χ.), ανερχόμενο κατά το χρόνο της σύναψης της σύμβασης σε ποσοστό 6,61%, από το περιθώριο, καθοριζόμενο σε δυο εκατοστιαίες μονάδες (2%) ετησίως για το πρώτο εξάμηνο από τη χορήγηση του δανείου και σε τρεις εκατοστιαίες μονάδες (3%) ετησίως για το υπόλοιπο χρονικό διάστημα διάρκειας της πίστωσης και έως την ολοσχερή εξόφληση του υπολοίπου της και από την εισφορά του ν. 128/1975, ανερχόμενη σε ποσοστό 0,60%. Με τη σύμβαση αυτή συνομολογήθηκαν μεταξύ άλλων και οι παρακάτω όροι: Ο τόκος θα υπολογίζεται επί του εκάστοτε ανεξόφλητου υπολοίπου, με βάση έτος 360 ημερών από ημέρα σε ημέρα για πραγματικό αριθμό ημερών κάθε περιόδου εκτοκισμού (όρος 12.2). Ο τόκος υπερημερίας που υπολογίζεται με επιτόκιο ίσο προς το συμβατικό επιτόκιο προσαυξημένο κατά 2,50 ποσοστιαίες μονάδες επιβάλλεται σε κάθε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής του ελάχιστου ποσού της καταβολής, το οποίο ορίζεται στο «Μηνιαίο Αντίγραφο Λογαριασμού». Ο ανατοκισμός των σε καθυστέρηση τόκων θα γίνεται ανά εξάμηνο σύμφωνα με το άρθρο 12 του ν. 2601/1998. Σε περίπτωση καθυστέρησης εξόφλησης των οφειλόμενων ποσών και εφ’ όσον η οφειλή αυτή είναι μεγαλύτερη των 120 ημερών θα καθίσταται αυτοδικαίως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό ολόκληρο το ανεξόφλητο χρεωστικό υπόλοιπο το οποίο θα βαρύνεται πλέον με τον τόκο υπερημερίας ως άνω (όρος 12.4). Αν μέσα σε χρονικό διάστημα είκοσι (20) ημερών από τη κάλυψη του κάθε μηναίου αντιγράφου λογαριασμού ή οποιασδήποτε άλλης εγγραφής ειδοποίησης αναφορικά με την οφειλή από τη χρήση του λογαριασμού η πιστούχος δεν αμφισβητήσει εγγράφως το ποσό της οφειλής και δεν προτείνει τις βάσιμες αντιρρήσεις της τότε κατ’ άρθρο 873 ΑΚ θα τεκμαίρεται ότι αποδέχθηκε το περιεχόμενό τους και ότι αναγνώρισε το χρεωστικό υπόλοιπο και τις επί μέρους χρεώσεις που αναγράφονται στο μηναίο αντίγραφο λογαριασμού (όρος 13). Η πιστούχος αναγνωρίζει και συμφωνείται με τη σύμβαση ότι τα μηνιαία αντίγραφα λογαριασμών καθώς και τα αποσπάσματα από τα βιβλία της καθ’ ης που θα έχει καταρτίσει η ίδια και θα εμφανίζουν την κίνηση του λογαριασμού της πίστωσης συνολικά ή από την τελευταία αναγνώριση του υπολοίπου από την πιστούχο μέχρι το οριστικό κλείσιμο αλλά και μετά το οριστικό κλείσιμο αυτής θα αποτελούν πλήρη απόδειξη της απαίτησης της καθ’ ης κατά της ανακόπτουσας προκύπτουσα από ιδιωτικό έγγραφο κατά την έννοια ιδίως των άρθρων 623 επ. ΚΠολΔ πρόσφορο για την έκδοση διαταγής πληρωμής επιτρεπόμενης της ανταπόδειξης μόνο με έγγραφο (όρος 13.2). Για την εξυπηρέτηση του δανείου τηρήθηκε ο υπ’ αριθμ. …. λογαριασμός. Η ανακόπτουσα όμως δεν ήταν συνεπής στην καταβολή των δόσεων αποπληρωμής του δανείου, με αποτέλεσμα την 25/8/2014 ο ως άνω λογαριασμός να εμφανίζει χρεωστικό υπόλοιπο ποσού 76.278,73 ευρώ, με συνέπεια η καθ’ ης με την από 25/8/2014 εξώδικη δήλωση καταγγελία και πρόσκληση που επιδόθηκε στην ανακόπτουσα την 15/9/2015 (……. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …….) να καταγγείλει τη μεταξύ τους σύμβαση και να κλείσει το λογαριασμό που την εξυπηρετούσε. Με βάση την εν λόγω σύμβαση δανείου και κατόπιν της από 27/10/2015 αίτησης της καθ’ ης εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. ……./2015 διαταγή πληρωμής της Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία και με την παρά πόδα αυτής από 30/11/2015 επιταγή προς πληρωμή η ανακόπτουσα υποχρεούται να καταβάλει στην καθ’ ης, το συνολικό ποσό των 78.013,88 ευρώ πλέον τόκων. Κατά της διαταγής πληρωμής και της επιταγής προς εκτέλεση η ανακόπτουσα άσκησε νόμιμα και εμπρόθεσμα την από 5/1/2016 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ../../2016 ανακοπή της, ισχυριζόμενη με το πρώτο λόγο ότι η αίτηση επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής όπως και η ίδια η διαταγή πληρωμής πάσχουν αοριστίας, διότι ούτε στην αίτηση ούτε και στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής αναφέρονται ποιες ακριβώς δόσεις δεν καταβλήθηκαν, ποιο είναι το κεφάλαιο, οι τόκοι και τα έξοδα, δεν προσδιορίζεται ποιο χρονικό διάστημα αφορούσαν, πώς προέκυψε το οφειλόμενο ποσό και τι περιλάμβανε το ποσό αυτό (αριθμός δόσεων, έναρξη τοκοδοσίας κάθε επιμέρους ποσού), αν το εν λόγω ποσό περιλαμβάνει την εισφορά του ν. 128/1975 και Ειδικό Φόρο Τραπεζικών Εργασιών (ΕΦΤΕ), πόσες δόσεις ήταν οφειλόμενες κατά την καταγγελία της σύμβασης, ούτε με ποιο επιτόκιο προέκυψε το οφειλόμενο ποσό και με τον τρίτο λόγο ότι η διαταγή πληρωμής είναι ακυρωτέα, διότι δεν αναγράφονται ορισμένα οι κεφαλοποιημένοι τόκοι κατά ποσό. Οι λόγοι αυτοί είναι απορριπτέοι ως νόμω αβάσιμοι διότι: Από τα άρθρα 623, 626 παρ. 2 και 3 στοιχ. γ, 630 στοιχ. γ και 631 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι η διαταγή πληρωμής, η οποία αποτελεί µόνο εκτελεστό τίτλο και δεν τυγχάνει δικαστική απόφαση, ώστε να έχει ανάγκη πλήρους αιτιολογικού, αρκεί, πλην άλλων στοιχείων, να εμπεριέχει απλώς την αιτία της πληρωμής, δηλ. να προσδιορίζεται έστω και συνοπτικά το είδος της δικαιοπραξίας από την οποία απορρέει η απαίτηση, δίχως να δημιουργείται αμφιβολία ως προς την αιτία της πληρωμής και δεν απαιτείται να περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά τα οποία συνιστούν την αιτία. Επομένως, επί διαταγής πληρωμής με την οποία ειδικότερα διατάσσεται ο οφειλέτης να πληρώσει ορισμένο χρηματικό ποσό, το οποίο αποτελεί χρεωστικό υπόλοιπο λογαριασμού που τηρήθηκε, στα πλαίσια σύμβασης χορήγησης δανείου αρκεί για την πληρότητα της, να αναφέρεται σε αυτήν, η κατάρτιση της σύμβασης, το κλείσιμο του λογαριασμού, ότι το ποσό που διατάσσεται ο καθ’ ου να πληρώσει αποτελεί το εις βάρος του οφειλέτη υπόλοιπο καθώς και να καθορίζονται τα έγγραφα από τα οποία αποδεικνύονται τα ανωτέρω (ΑΠ 405/2001 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1432/1998 ΕλλΔνη 40.92, ΑΠ 1215/1995 ΕλλΔνη 38, 1793, ΑΠ 1106/1994 ΕλλΔνη 38, 1075). Δεν απαιτείται να αναφέρεται στη διαταγή πληρωμής το επιτόκιο που εφαρμόσθηκε κατά καιρούς από την Τράπεζα για τον υπολογισμό των τόκων (ΕφΛαρ 452/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5900/2006 ΔΕΕ 2007, 327). Αντιστοίχως, με την αίτηση για έκδοση της διαταγής πληρωμής αρκεί να αναφέρεται η σύμβαση μεταξύ των διαδίκων, η συμφωνία περί αναγωγής των βιβλίων της τράπεζας σε έγγραφο απόδειξης της απαίτησης και του ύψους αυτής, το οριστικό κλείσιμο ή η καταγγελία της σύμβασης και το ύψος του οριστικού καταλοίπου, καθώς και το απόσπασμα κίνησης του λογαριασμού από την έναρξη του ή από την τελευταία αναγνώριση έως το οριστικό κλείσιμο, δίχως να είναι ανάγκη να εμπεριέχονται στο περιεχόμενο της αίτησης τα επιμέρους κονδύλια χρεωπιστώσεων του λογαριασμού κίνησης, εφόσον αυτά εκτίθενται στο συνηµµένο στην αίτηση αντίγραφο ή απόσπασμα του λογαριασμού, ανεξαρτήτως του ότι ο αιτούμενος την έκδοση της διαταγής πληρωμής μπορεί να επιδιώξει µέρος µόνο της χρηματικής απαίτησης ή μέρος µόνο των τόκων, δίχως να απαιτείται αιτιολογία για αυτή την επιλογή (ΑΠ 330/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1512/2006 ΕλλΔνη 47, 1650, ΑΠ 1432/1998, ΕλλΔνη 40, 91). Εν προκειμένω από την επισκόπηση της αίτησης επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής καθίσταται φανερό ότι σε αυτή αναφέρεται η σύμβαση μεταξύ των διαδίκων (σελ. 1), η συμφωνία ότι τα βιβλία της τράπεζας θα αποτελούν το μέσο απόδειξης της απαίτησής της κατά της καθ’ ης η αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής (σελ. 6), ότι το οφειλόμενο ποσό των 76.278,73 ευρώ οφείλεται με το νόμιμο τόκο υπερημερίας για τις προς την καθ’ ης η διαταγή πληρωμή οφειλές και με ανατοκισμό των οφειλόμενων τόκων ανά εξάμηνο με το ίδιο ως άνω επιτόκιο (σελ. 21), η καταγγελία και το οριστικό κλείσιμο της σύμβασης και το ποσό του οριστικού καταλοίπου, ενώ επισυνάπτεται στην αίτηση, ώστε να αποτελεί τμήμα της, αντίγραφο του αντίστοιχου λογαριασμού, στο οποίο εμφανίζονται οι χρεωπιστώσεις από το χρόνο χορήγησης δανείου έως το κλείσιμο του λογαριασμού, χωρίς να απαιτείται για το ορισμένο της αίτησης να γίνεται περαιτέρω ανάλυση της οφειλής κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Επίσης δεν είναι αναγκαίο να αναφέρεται η διακύμανση του επιτοκίου διότι σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν, το ύψος του επιτοκίου βάσει του οποίου υπολογίστηκαν οι τόκοι δεν είναι αναγκαίο να προκύπτει ευθέως από το αντίγραφο του λογαριασμού που προσκομίζεται για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, αφού τα λοιπά σταθερά στοιχεία (κεφάλαιο – χρόνος) επιτρέπουν τον υπολογισμό του επιτοκίου βάσει απλών αριθμητικών πράξεων (κεφάλαιο Χ επιτόκιο = ετήσιος τόκος και εκάστοτε οφειλόμενο κατά μήνα ποσό Χ επιτόκιο ÷ 12 = ο μηνιαίος τόκος), τοσούτο δε μάλλον όταν στο συνημμένο στην αίτηση αντίγραφο λογαριασμού, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του ίδιου που προσκομίστηκε για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, κάθε κονδύλιο τόκων (συμβατικοί, υπερημερίας, ανατοκισμού κλπ) παρατίθενται λεπτομερώς. Εξάλλου από την επισκόπηση της διαταγής πληρωμής προκύπτει ότι αυτή αναφέρει τη σύμβαση, ότι αυτή καταγγέλθηκε, το τελικό οφειλόμενο ποσό και παραθέτονται τα έγγραφα από τα οποία αποδεικνύεται η απαίτηση της δανείστριας τράπεζας, χωρίς να απαιτούνται περαιτέρω λεπτομερείς αναφορές της αιτίας της οφειλής. Αυτά αφού δέχθηκε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και απέρριψε τους ως άνω λόγους ανακοπής ως νομικά αβάσιμους, ορθά εφάρμοσε το νόμο και οι πρώτος και τρίτος λόγος της έφεσης, σύμφωνα με τους οποίους εσφαλμένα απορρίφθηκαν αντίστοιχα οι ως άνω λόγοι της ανακοπής πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι.

Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής η ανακόπτουσα ισχυρίστηκε ότι η απαίτηση της καθ’ ης δεν είναι εκκαθαρισμένη, διότι στο ποσό του δανείου προστέθηκαν ποσά τόκων που υπολογίστηκαν με επιτόκιο ανώτερο από τα ισχύοντα την αντίστοιχη χρονική περίοδο εξωτραπεζικά επιτόκια, ότι παράνομα και καταχρηστικά επιβάρυνε του τόκους με την εκάστοτε ισχύουσα εισφορά του ν. 128/1975, ότι η καθ’ ης καθόριζε μονίμως το επιτόκιο πάνω από το επιτρεπόμενο όριο και ότι ανατοκίζονταν και οι επιπλέον αυτοί παράνομοι τόκοι. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντως ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, καθόσον δεν προσβάλλεται με αυτόν συγκεκριμένο κονδύλιο του λογαριασμού, δεν αναφέρεται ούτε ένα από τα ποσά των τόκων που κατά την ανακόπτουσα υπολογίζονται με παράνομο και εξωσυμβατικό επιτόκιο, ούτε καν το επιτόκιο που κατά την ανακόπτουσα είναι παράνομο και αντισυμβατικό, ούτε αναφέρεται κάποιος λόγος για τον οποίο ήταν άκυρη η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς στην πιστούχο, παρά μόνον προβάλλεται μία γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του τηρηθέντος λογαριασμού προς εξυπηρέτηση της μεταξύ των διαδίκων μερών λειτουργούσας σύμβασης παροχής πίστωσης. Η παράλειψη αναφοράς των ανωτέρω στερεί από την καθ’ ης η ανακοπή το δικαίωμα να αντικρούσει τους ισχυρισμούς αυτούς και να αποδείξει την ορθότητα των αμφισβητούμενων κονδυλίων, αλλά και το Δικαστήριο να τάξει τις δέουσες αποδείξεις περί της ακρίβειας των συγκεκριμένων κονδυλίων. Η γενική αμφισβήτηση της απαίτησης δεν αρκεί, διότι σε αυτήν περιλαμβάνονται το ανεξόφλητο και οφειλόμενο κεφάλαιο του δανείου, αλλά και το ποσό των, κατά την ανακόπτουσα, νόμιμων συμβατικών και υπερημερίας τόκων, που η ανακόπτουσα δεν αμφισβητεί. Εκ του περισσού όμως πρέπει να επισημανθούν και τα εξής: α) Όπως πιο άνω ελέχθη το ετήσιο επιτόκιο της μεταξύ των διαδίκων σύμβασης δανείου συμφωνήθηκε να είναι ορισμένο, αποτελούμενο από το Βασικό Επιτόκιο Χορηγήσεων (6,61%), το περιθώριο (2% για το πρώτο 6μηνο και 3% για το επόμενο χρονικοί διάστημα) και την εισφορά του ν. 128/1975 (0,60%) (όρος 12.3 της σύμβασης). Ότι η καθ’ ης χρέωνε την ανακόπτουσα με ποσά που προέκυπταν με βάση υψηλότερο επιτόκιο ή ότι το επιτόκιο ήταν κυμαινόμενο και ρυθμιζόταν μονομερώς από της καθ’ ης, δεν αποδείχθηκε από κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο, ούτε αποδείχθηκε ότι η καθ’ ης προέβαινε σε εξάμηνο ανατοκισμό παράνομων τόκων. Ο ισχυρισμός της ανακόπτουσας ότι το ως άνω επιτόκιο υπερέβαινε αυτό των εξωτραπεζικών επιτοκίων είναι απορριπτέος διότι: Το επιτόκιο, δηλαδή το ποσοστό με βάση το οποίο προσδιορίζεται συνήθως το ύψος του οφειλόμενου τόκου, προσδιορίζεται είτε με δικαιοπραξία («δικαιοπρακτικό επιτόκιο») είτε από το νόμο («νόμιμο επιτόκιο»). Ως νόμιμο επιτόκιο νοείται τόσο το εν στενή εννοία νόμιμο επιτόκιο (άρθρα 301, 529, 547, 665 κτλ. του ΑΚ) όσο και το επιτόκιο υπερημερίας (άρθρο 345 του ΑΚ), καθώς και το επιτόκιο των τόκων επιδικίας (άρθρο 346 του ΑΚ). Εκτός όμως από την παραπάνω διάκριση στις συναλλαγές έχει επικρατήσει και η διάκριση σε «τραπεζικά» και «εξωτραπεζικά» επιτόκια. Ως «τραπεζικά» επιτόκια χαρακτηρίζονται τα πάσης μορφής επιτόκια που συνομολογούνται ή προέρχονται από τραπεζικές συμβάσεις ή τραπεζικές συναλλαγές. Σύμφωνα και με τα άρθρα 293 – 295 του ΑΚ για τα εξωτραπεζικά επιτόκια ισχύει παγίως ο διοικητικός προσδιορισμός ενός ανώτατου ορίου επιτοκίων «όπως ο νόμος ορίζει». Ο προσδιορισμός αυτός αρχικά με νομοθετική εξουσιοδότηση, που παρασχέθηκε με το άρθρο 109 παρ. 1 του ΕισΝΑΚ γινόταν κάθε φορά με βασιλικό διάταγμα εκδιδόμενο ύστερα από πρόταση των Υπουργών Δικαιοσύνης, Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας. Στη συνέχεια, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 15 παρ. 5 του ν. 876/1979 τα «εξωτραπεζικά» επιτόκια (δικαιοπρακτικά και υπερημερίας) καθορίζονται κάθε φορά με Πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου (ΠΥΣ), ύστερα από πρόταση της Νομισματικής Επιτροπής. Σε εφαρμογή των διατάξεων αυτών με το β.δ. 21/21.8.1946 το ανώτατο από δικαιοπραξία επιτόκιο ορίστηκε σε 10% ετησίως και το νόμιμο και από υπερημερία επιτόκιο ορίστηκε σε 12% ετησίως. Τα ποσοστά αυτά ίσχυσαν μέχρι το έτος 1979, οπότε από εκεί και πέρα τα εξωτραπεζικά επιτόκια αναπροσαρμόζονται κάθε φορά με τις εκδιδόμενες ΠΥΣ ανάλογα με τις οικονομικές συνθήκες. Στις ΠΥΣ αυτές γίνεται και ρητή μνεία, ότι «… η εφαρμογή τους εκτείνεται μόνο στα εξωτραπεζικά επιτόκια». Αρχικά και με βάση την εξουσιοδότηση που παρασχέθηκε με το ν.δ/μα 588/48 «περί ελέγχου πίστεως» τα «τραπεζικά επιτόκια» καθορίζονταν κάθε φορά με αποφάσεις της Νομισματικής Επιτροπής (ΝΕ). Μετά την κατάργηση της Νομισματικής Επιτροπής με το άρθρο 1 του ν. 1266/1982 οι αρμοδιότητές της περιήλθαν αυτοδικαίως στην Τράπεζα της Ελλάδος και ασκούνται με πράξεις του Διοικητή της. Έκτοτε λοιπόν και μέχρι σήμερα τα «τραπεζικά» επιτόκια καθορίζονται με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. Αναλυτικά ως προς τα «τραπεζικά» επιτόκια το ιστορικό του καθορισμού τους μέχρι σήμερα έχει ως εξής: α. Βασικό νομοθέτημα καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων αποτελεί το ν.δ. 588/1948 «περί ελέγχου πίστεως», όπως τροποποιήθηκε και ισχύει. Με την παρ. 3 του άρθρου 2 του διατάγματος αυτού (588/48) εξουσιοδοτήθηκε η Νομισματική Επιτροπή να καθορίζει με αποφάσεις της το επιτόκιο (συμβατικό και υπερημερίας) και την προμήθεια των τραπεζικών πιστώσεων (αλλά και των καταθέσεων κτλ.) ακόμα και «κατά παρέκκλιση από τις κείμενες διατάξεις». Η ως άνω διάταξη τροποποιήθηκε με το αρθρ. 1 ν.δ. 3760/57, άρθρο 4 παρ. 2 ν. 128/75 και τέλος με το άρθρο 2 ν. 1046/80 και έκτοτε έχει ως εξής: «Δια των αποφάσεων τούτων δύναται να καθορίζεται και να μεταβάλληται εκάστοτε το ύψος του τόκου και των λοιπών επιβαρύνσεων εκ των προς οιονδήποτε σκοπόν υπό τραπεζών ή ετέρων πιστωτικών οργανισμών παρεχομένων ή παρασχεθεισών πιστώσεων ή δανείων ή εκδοθέντων ομολογιακών δανείων ή τραπεζικών ομολόγων, το επιτόκιο των καταθέσεων πάσης φύσεως, ως και το ύψος και το είδος πάσης φύσεως επιβαρύνσεως εισπραττομένης υπό των τραπεζών και ετέρων πιστωτικών οργανισμών δια τας παρεχομένας υπ’ αυτών πάσης φύσεως υπηρεσίας. Αι αποφάσεις αύται δύνανται να λαμβάνονται κατά παρέκκλισιν από πάσης γενικής ή ειδικής διατάξεως περί του ύψους του τόκου και των λοιπών επιβαρύνσεων, δύνανται δε να ορίζουν ότι τα δι’ αυτών καθοριζόμενα εκάστοτε επιτόκια ή όρια επιτοκίων και λοιπών επιβαρύνσεων ισχύουν και επί υφισταμένων τοιούτων συμβάσεων δανείων ή πιστώσεων, καταθέσεων, ομολογιακών δανείων ή τραπεζικών ομολόγων ανεξαρτήτως του κατά περίπτωσιν επιλεγέντος υπό των δικαιοπρακτούντων τρόπου καθορισμού του επιτοκίου και των λοιπών επιβαρύνσεων υποκείμεναι εις την περίπτωσιν ταύτην εις την έγκρισιν του Υπουργικού Συμβουλίου». Με βάση τα ανωτέρω από την ισχύ του παραπάνω ν.δ/τος (588/1948), η Νομισματική Επιτροπή και από του έτους 1982 συνεχώς ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος καθόριζε, τόσο το ελάχιστο όσο και το ανώτατο ύψος των τραπεζικών επιτοκίων και οι τράπεζες ήταν υποχρεωμένες να προσδιορίζουν τα επιτόκια των διαφόρων μορφών χορηγήσεων ή καταθέσεων μέχρι του ύψους αυτού. Τα οριζόμενα με βάση τις παραπάνω διατάξεις τραπεζικά επιτόκια μπορεί να ήταν (και πολλές φορές συνέβαινε αυτό) ανώτερα των εξωτραπεζικών («δικαιοπρακτικών») επιτοκίων, αφού ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος μπορεί να λειτουργεί, σύμφωνα με την παραπάνω ρητή νομοθετική εξουσιοδότηση και «. . . κατά παρέκκλιση από πάσης γενικής ή ειδικής διατάξεως περί του ύψους του τόκου . . .». Συνεπώς τα «τραπεζικά» επιτόκια αποτελούσαν πάντοτε ξεχωριστή κατηγορία επιτοκίων μη επικαλυπτόμενη από άποψη πεδίου εφαρμογής από εκείνη των εξωτραπεζικών επιτοκίων, αφού κάθε μία κατηγορία ρυθμιζόταν από διαφορετικά όργανα με βάση δύο σαφώς διαφορετικές νομοθετικές εξουσιοδοτήσεις. Μέχρι τον Ιανουάριο του 1987 τα τραπεζικά επιτόκια τόσο ως προς το ανώτατο όσο και ως προς το κατώτατο ύψος τους υπάγονταν σε αυστηρό διοικητικό προσδιορισμό από το Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος και οι τράπεζες δεν είχαν το δικαίωμα να ορίζουν μικρότερα ή μεγαλύτερα επιτόκια, αλλά σύμφωνα και με ρητή διάταξη του άρθρου 6 του ν.δ/τος 548/48 τα οριζόμενα αυτά επιτόκια ήταν υποχρεωτικά και για τις τράπεζες και για τους δανειζόμενους. β. Με την υπ’ αριθμό 1087/29.6.87 ΠΔ/ΤΕ άρχισε η μερική απελευθέρωση του τρόπου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων στις βραχυπρόθεσμες αρχικά χορηγήσεις και καθορίσθηκε για πρώτη φορά με την εν λόγω Πράξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος μόνο το ελάχιστο όριο των επιτοκίων αυτών (τραπεζικών). Η πράξη αυτή τροποποιήθηκε με διάφορες άλλες, που καθόρισαν το ελάχιστο (τραπεζικό) επιτόκιο σε διάφορες μορφές χορηγήσεων, καθώς και το επιτόκιο υπερημερίας [1088/29.6.87, 1108/21.7.87, 1143/87, 1183/87, 1574/89, 1715/90, 1969/91, 2007/91, 1976/91, 2091/92]. γ. Στη συνέχεια με την υπ’ αριθμό 2326/94 ΠΔ/ΤΕ καταργήθηκαν και τα ελάχιστα όρια όλων σχεδόν των «τραπεζικών» επιτοκίων χορηγήσεων, ενώ με την υπ’ αριθμό 2393/96 ΠΔ/ΤΕ καθορίσθηκε «πλαφόν» προς τα άνω μόνο για το επιτόκιο υπερημερίας, το οποίο δεν μπορούσε να ήταν μεγαλύτερο του 2,5% του συμφωνηθέντος (συμβατικού) επιτοκίου. Με προηγούμενη πράξη του (1574/89) ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος είχε ορίσει, ότι το επιτόκιο υπερημερίας για τις χορηγήσεις σε δραχμές του πιστωτικού ιδρύματος δεν έπρεπε να υπολείπεται κατά κατώτατο όριο του προβλεπόμενου ελαχίστου ορίου του επιτοκίου των δανείων που χορηγούνται για κεφάλαια κίνησης προσαυξημένο κατά τέσσερις εκατοστιαίες μονάδες. δ. Τέλος στην υπ’ αριθμό 2286/28.1.94 ΠΔ/ΤΕ σχετικά με την καταναλωτική πίστη, τη χορήγηση δανείων σε φυσικά πρόσωπα για την κάλυψη προσωπικών αναγκών καθώς και για τις αγορές μέσω πιστωτικών καρτών κ.τ.λ., πλην των άλλων, ως προς το ύψος των επιτοκίων ορίζονται τα εξής: «. . . Με την προϋπόθεση της τήρησης του ενώπιον συνολικού κατ’ άτομο ορίου των δρχ. οκτώ εκατομμυρίων και των ειδικότερων ορίων των παρ. β. και γ., το επιτόκιο, η διάρκεια και οι λοιποί όροι της χρηματοδότησης καθορίζονται από τη δανείστρια τράπεζα με την επιφύλαξη των διατάξεων περί ελάχιστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που εκάστοτε ισχύουν». Η εν λόγω πράξη του Διοικητή κάνει λόγο για επιφύλαξη «επιτοκίων χορηγήσεων», πράγμα που παραπέμπει σαφώς στις τραπεζικές χορηγήσεις και όχι τις εξωτραπεζικές δικαιοπραξίες, αφού στις τελευταίες δεν τίθεται θέμα «χορηγήσεων» αλλά συμβάσεων, καθόσον η λέξη «χορηγήσεις» υποδηλώνει σαφώς τις κατ’ εξοχήν τραπεζικές συναλλαγές. Μετά τις ανωτέρω πράξεις επήλθε πλήρης απελευθέρωση των τραπεζικών επιτοκίων (πλην του ανώτατου ορίου του επιτοκίου υπερημερίας και ελαχίστων άλλων κατηγοριών χορηγήσεων), τα οποία πλέον θα μπορούσαν να καθορίζουν ελεύθερα οι τράπεζες. Στόχος της απελευθέρωσης αυτής ήταν η, λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών, συμπίεση των επιτοκίων προς τα κάτω. Ο ανταγωνισμός λειτούργησε προς αυτή την κατεύθυνση και λόγω και των οικονομικών συνθηκών άρχισε από το έτος 1994 η μείωσή τους. Περαιτέρω, η απελευθέρωση ειδικώς των τραπεζικών επιτοκίων έγινε και προς εναρμονισμό με τα ισχύοντα αντίστοιχα στις χώρες της Ενωμένης Ευρώπης. Επίσης η απελευθέρωση αυτή δικαιολογείται και από το γεγονός ότι ο τραπεζικός τόκος δεν είναι μόνο μέσο πιστωτικής πολιτικής, αλλά και νομισματικής πολιτικής, η οποία ασκείται από το Ευρωπαϊκό Σύστημα Κεντρικών Τραπεζών και έχει ως στόχο την προστασία της αξίας του ενιαίου νομίσματος των χωρών της Ευρωζώνης και ως εκ τούτου ένα εθνικά καθοριζόμενο ποσοστό ανώτατου ορίου τραπεζικού επιτοκίου θα ήταν ασυμβίβαστο προς τις αρχές αυτές. Κατόπιν των ανωτέρω γίνεται σαφές, ότι παγίως και σταθερώς και με βάση ρητό νομικό καθεστώς ισχύουν ανέκαθεν δύο παράλληλες ανεξάρτητες και διακριτές μεταξύ τους ρυθμίσεις, που αναφέρονται η μεν μία στα επιτόκια των τραπεζικών συναλλαγών (τραπεζικά επιτόκια) με αρμόδιο για τη ρύθμιση τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος (και παλαιότερα τη Νομισματική Επιτροπή), η δε άλλη αναφέρεται στα επιτόκια όλων των άλλων, πλην των τραπεζικών, συναλλαγών (εξωτραπεζικά επιτόκια), με αρμόδιο για τη ρύθμιση το Υπουργικό Συμβούλιο. Για το λόγο αυτό άλλωστε στις περισσότερες ΠΥΣ ορίζεται, ότι η εφαρμογή τους εκτείνεται μόνο στα «εξωτραπεζικά» επιτόκια. Ούτε σύγχυση αρμοδιοτήτων υπήρξε ποτέ, ούτε πολύ περισσότερο επικάλυψη ή συμπλήρωση ρύθμισης της πρώτης κατηγορίας από τη δεύτερη. Αρχικώς και μέχρι τις αρχές του έτους 1987 ο Διοικητής ρύθμιζε και καθόριζε τα τραπεζικά επιτόκια τόσο ως προς το κατώτερο όσο και ως προς το ανώτατο όριο τους. Μετά το 1987 η Τράπεζα της Ελλάδος, με τις ανωτέρω Πράξεις του Διοικητή της, προώθησε ηθελημένα τη σταδιακή απελευθέρωση των τραπεζικών επιτοκίων χορηγήσεων, η οποία ολοκληρώθηκε το έτος 1993, οπότε καθιερώθηκε και έκτοτε ισχύει η πλήρης απελευθέρωση καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων χορηγήσεων με εξαίρεση τα επιτόκια υπερημερίας και ελαχίστων άλλων κατηγοριών χορηγήσεων. Μετά την απελευθέρωση αυτή οι τράπεζες καθορίζουν πλέον οι ίδιες τα συμβατικά επιτόκια χορηγήσεων, χωρίς να δεσμεύονται από το ύψος των εξωτραπεζικών επιτοκίων (ΑΠ 2037/2014 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου ο ισχυρισμός ότι η εισφορά του ν. 128/1975 είναι παράνομη και καταχρηστική και παράνομα ανατοκίζεται ανά εξάμηνο είναι απορριπτέος διότι: Κατά τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 128/1975 «επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανόμενης και της Τράπεζας της Ελλάδος υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχόμενη εις ποσοστό ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγούμενων υπ’ αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των πιστώσεων προς Τράπεζας, ως και προς το Δημόσιον, πλην των εντόκων γραμματίων. Η εισφορά αυτή οφείλεται πέραν των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών». Από τη διάταξη αυτή, ούτε προβλέπεται ρητά ως συμβατικά δυνατή, αλλά ούτε και απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με τον νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου, έναντι του Δημοσίου, προσώπου στα πλαίσια της έννομης σχέσης που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά την (κάθετη) σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι την (οριζόντια) σχέση μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών η μετακύλιση στον πιστούχο της εισφοράς του ν. 128/1975 με συμβατικό όρο, όπως εν προκειμένω (υπ’ αρθμ. 12.3 όρος της σύμβασης) δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, με την οποία καθορίζονται μεν, ως υπόχρεοι για την καταβολή της (εισφοράς), τα πιστωτικά ιδρύματα και όχι οι δανειολήπτες χωρίς, όμως, να απαγορεύεται από αυτήν ή από κάποια άλλη διάταξη η συμβατική μετακύλισή της στους τελευταίους. Έτσι, η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς στους δανειολήπτες, εφόσον δεν απαγορεύεται, επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των εξωτραπεζικών επιτοκίων (ΑΠ 330/2010 ΕΕμπΔ 2010, 915, ΑΠ 35/2011 ΕφΑΔ 2011, 45, ΑΠ 570/2010 ΝΟΜΟΣ). Είναι επομένως δυνατή η συμβατική ανάληψη εκ μέρους τρίτου προσώπου της υποχρέωσης προς καταβολή της ανωτέρω εισφοράς, η οποία έχει το χαρακτήρα απλής υπόσχεσης ελευθερώσεως. Η εισφορά αυτή αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου και, επομένως, νόμιμα ανατοκίζεται (ΕφΘεσ 1224/2017 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 16/2016 ΕλΔνη 2016, 1419, ΕφΘεσ 1034/2013 Αρμ 2014, 623). Η επιβολή της εισφοράς αυτής στον δανειολήπτη μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 430/2005 ό.π., ΕφΑθ 1159/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 492/2010 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1558/2007, ΝΟΜΟΣ). Επομένως εφόσον στη σύμβαση γίνεται ειδική αναφορά για τη χρέωση της δανειολήπτριας και με την ειδική εισφορά του ν. 128/1975, oι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημερώσεως έχουν ικανοποιηθεί, χωρίς να συντρέχει άλλος λόγος για την απαγόρευση σχετικής ρήτρας, σύμφωνα με τα όσα αναφέρθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε το λόγο αυτό ως απαράδεκτο λόγω αοριστίας ορθά εφάρμοσε το νόμο και ο δεύτερος λόγος της έφεσης που προσβάλει την εκκαλούμενη απόφαση για εσφαλμένη απόρριψη του λόγου αυτού της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Με τον τέταρτο λόγο της ανακοπής η ανακόπτουσα ισχυρίστηκε ότι ο ν. 2601/1998, το άρθρο 12 του οποίου προβλέπει τον εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων μετά την καταγγελία της σύμβασης και τον οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, έχει κριθεί ότι είναι αντισυνταγματικός και επομένως παράνομα η καθ’ ης προέβαινε σε εξάμηνο ανατοκισμό των οφειλόμενων τόκων. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, διότι εδράζεται στη νομική βάση ότι ο εξάμηνος ανατοκισμός των τόκων είναι πράγματι παράνομος όταν γίνεται αυτοδικαίως και με μονομερή ενέργεια της δανείστριας τράπεζας, χωρίς να υπάρχει ρητή συμφωνία στη δανειακή σύμβαση, καθώς και όταν καταλαμβάνει και τις πριν από την ισχύ του συμβάσεις, οι οποίες δεν περιείχαν συμφωνία ανατοκισμού. Στην προκείμενη όμως μεταξύ των διαδίκων σύμβαση, όπως ανωτέρω εκτέθηκε, οι διάδικοι συμφώνησαν ρητά τον εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων (όρος 12.4), όπως εκθέτεται τόσο στην αίτηση για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, όσο και στην προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Συνεπώς νόμιμα η καθ’ ης προέβαινε στον εξάμηνο ανατοκισμό των οφειλόμενων τόκων διότι: Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 του ν. 2601/1998, που άρχισε να ισχύει από 15/4/1998 (ΦΕΚ Α΄ 81/1998), από την ισχύ του παρόντος νόμου, οι οφειλόμενοι στα πιστωτικά ιδρύματα σε καθυστέρηση τόκοι ανατοκίζονται, εφόσον τούτο συμφωνηθεί από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης. Οι τόκοι που προκύπτουν προστίθενται στο ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο ανά εξάμηνο κατ’ ελάχιστο όριο, είτε πρόκειται για συμβάσεις δανείων είτε για συμβάσεις αλληλόχρεου λογαριασμού. Κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 112 του ΕισΝΑΚ. Εάν δεν υπάρχει συμφωνία ανατοκισμού, ισχύουν οι σχετικές διατάξεις του ΑΚ και του εισαγωγικού νόμου αυτού…». Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι από τη δημοσίευση του νόμου και εφεξής επήλθε διαφοροποίηση των ισχυόντων επί δανείων και πιστώσεων σε αλληλόχρεο λογαριασμό ως προς τον ανατοκισμό των τόκων που οφείλονται στα πιστωτικά ιδρύματα, για συμβάσεις που καταρτίζονται υπό την ισχύ του νόμου, τόσο ως προς το άρθρο 112 του ΕισΝΑΚ όσο και προς τα άρθρα 35, 36, 47, 48, 64-67 του ν.δ. 177/13.08.1923 «περί ειδικών διατάξεων ανωνύμων εταιριών», που προβλέπουν περιοδικό κλείσιμο του λογαριασμού ανά τρίμηνο κατ’ ελάχιστο με τοκισμό έκτοτε του προσωρινού υπολοίπου και συνεπώς ανατοκισμό των μέχρι τότε κονδυλίων των τόκων, αλλά και ως προς την απόφαση 289/30.10.1980 της Νομισματικής Επιτροπής (ΦΕΚ Α΄ 269/1980), που εκδόθηκε κατόπιν εξουσιοδότησης που της παρασχέθηκε με το άρθρο 8 παρ. 6 του ν. 1083/1980, βάσει της οποίας επιτρεπόταν ο ανατοκισμός σε οποιοδήποτε χρονικό διάστημα, εφόσον τούτο είχε συμφωνηθεί από τους συμβαλλόμενους (βλ. και ΟλΑΠ 8/1998 και 9/1998 ΕλλΔνη 39, 72 και ΝοΒ 46, 496, αποφάσεις με τις οποίες ανατράπηκε η μέχρι τότε κρατούσα νομολογία, κατά την οποία δεν απαιτείτο τέτοια συμφωνία). Προβλέπεται πλέον ότι οι οφειλόμενοι στα πιστωτικά ιδρύματα συμβατικοί τόκοι ανατοκίζονται από την πρώτη ημέρα της καθυστέρησης κατά τη διάρκεια λειτουργίας του δανείου ή του αλληλόχρεου λογαριασμού, μόνον εφόσον αυτό συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλόμενων και μόνον εφόσον εγγράφονται προστίθενται ως κονδύλια στο λογαριασμό κάθε εξάμηνο, κατ’ ελάχιστο όριο. Συνεπώς, συμφωνία που καταρτίστηκε μετά την έναρξη ισχύος του νόμου και προβλέπει τον ανατοκισμό για χρονικό διάστημα μικρότερο του εξαμήνου, αντίκειται στην αναγκαστικού δικαίου προαναφερόμενη διάταξη και ισχύει για τον προβλεπόμενο στο νόμο ανατοκισμό ανά εξάμηνο. Αν δεν υπάρχει δε καθόλου συμφωνία ανατοκισμού, αυτός διέπεται από τις διατάξεις του ΑΚ και του ΕισΝΑΚ (ΑΠ 1781/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 117/2005 ΕλλΔνη 2005, 1711, ΑΠ 74/2002 ΕλλΔνη 43, 771). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του τα ίδια έκρινε και απέρριψε το λόγο αυτό ως μη νόμιμο (ο ισχυρισμός της ανακόπτουσας ότι ο όρος αυτός είναι και καταχρηστικός, απαράδεκτα προβάλλεται πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου κατ’ άρθρο 527 του ΚΠολΔ) ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει ο περί του αντιθέτου τέταρτος λόγος της έφεσης να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ. 1 του ν. 2842/2000 περί λήψεως συμπληρωματικών μέτρων για την εφαρμογή των κανονισμών (ΕΚ) 1103/1997, 971/1998 και 2866/1998 του Συμβουλίου, όπως ισχύουν σχετικά με την εισαγωγή του ευρώ, οποιαδήποτε αναφορά στο διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού  Αθηνών (EURIBOR), που προβλέπεται σε υφιστάμενες νομικές πράξεις κατά την έννοια του άρθρου 1 του Κανονισμού (ΕΚ) 1103/1997 του Συμβουλίου, αντικαθίσταται αυτοδικαίως από αναφορά στο επιτόκιο EURIBOR, στο οποίο λαμβάνονται υπόψη ως βάση υπολογισμού των τόκων, οι πραγματικές ημέρες και το έτος των 365 ημερών, προσαρμοσμένο κατά τον λόγο 365 προς 360, εφόσον δεν έχει προβλεφθεί ή δεν έχει συμφωνηθεί ή ορισθεί αναφορά σε άλλο ισχύον επιτόκιο. Σε συμμόρφωση προς τις παραπάνω διατάξεις, μετά την απόφαση του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Ελλάδος (30/14.2.2000 ΦΕΚ Α΄ 43/2000) που τέθηκε σε ισχύ από 10/3/2000, σύμφωνα με την οποία ως βάση υπολογισμού των τόκων στις πράξεις νομισματικής πολιτικής λαμβάνονται οι πραγματικές ημέρες και το έτος των 360 ημερών, η εκτελεστική επιτροπή της Ενώσεως Ελληνικών Τραπεζών κατά την με αριθμό 15/19.4.2000 συνεδρίαση της προχώρησε στην υιοθέτηση του εμπορικού έτους των 360 ημερών ως βάση υπολογισμού των τόκων από 1/1/2001. Εξάλλου σκοπός της κοινής υπουργικής αποφάσεως (ΚΥΑ) Ζ1-178/13-2-2001, όπως κατά λέξη αναφέρεται στο πρώτο άρθρο της είναι η εναρμόνιση προς τις διατάξεις της Σύστασης 97/489/ΕΚ της Επιτροπής της 30ης lουλίου 1997  «σχετικά με τις συναλλαγές που γίνονται με μέσα ηλεκτρονικής πληρωμής και ιδίως όσον αφορά τις σχέσεις μεταξύ του εκδότη και του κατόχου» και η προσαρμογή της Κοινής Υπουργικής Απόφασης Φ1- 983/91 για την καταναλωτική πίστη (ΦΕΚ Β΄ 172), όπως ισχύει, προς τις διατάξεις της Οδηγίας 98/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Φεβρουαρίου 1998 «σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πίστη» δηλαδή αυτή δεν αφορά επαγγελματικά αλλά καταναλωτικά δάνεια και ειδικότερα τις συναλλαγές με πιστωτικές κάρτες. Περαιτέρω η Ζ1-798/25-6-2008 απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης με θέμα «Απαγόρευση αναγραφής των Γενικών Όρων Συναλλαγών που έχουν κριθεί ως καταχρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις επί αγωγών ενώσεων καταναλωτών, σε συμβάσεις που συνάπτουν τα πιστωτικά ιδρύματα με τους καταναλωτές», ορίζει στην παρ. 1 περ. στ ότι απαγορεύεται η αναγραφή σε δανειακές συμβάσεις όρου που προβλέπει υπολογισμό των τόκων με βάση έτος 360 ημερών αντί του ημερολογιακού έτους, η απαγόρευση όμως αυτή ρητώς ορίζεται ότι αφορά συμβάσεις στεγαστικών δανείων (ΑΠ 1331/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1159/2012 ΔΕΕ 2012, 676, ΕφΑθ 227/2012 ΧρΙΔικ 2012, 262, ΕφΑθ 1778/2010 ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω με τον πέμπτο λόγο της ανακοπής η ανακόπτουσα ισχυρίστηκε ότι η καθ’ ης υπολόγισε εσφαλμένα το επιτόκιο με βάση έτος 360 ημερών αντί του ορθού 365 ημερών, με συνέπεια να επιβαρύνεται κάθε ημέρα με μεγαλύτερους τόκους. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος προεχόντος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, διότι οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται μόνο ότι ο υπολογισμός του επιτοκίου με βάση έτος 360 ημερών είναι παράνομος, χωρίς να εξειδικεύουν ποια είναι τα κονδύλια των τόκων του λογαριασμού που έχουν υπολογιστεί εσφαλμένα και ως προς τα οποία έχει επιβαρυνθεί παράνομα, χωρίς να αρκεί η γενική άρνηση της ορθότητας του χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού σύμφωνα και με όσα ανωτέρω εκτέθηκαν. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο τα ίδια αφού δέχθηκε ορθά εφάρμοσε το νόμο και ο πέμπτος λόγος της έφεσης σύμφωνα με τον οποίο εσφαλμένα απορρίφθηκε ο ανωτέρω λόγος της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως «δικαίωμα» νοείται αυτό που απορρέει από διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, θεωρείται δε ότι ασκείται καταχρηστικώς και όταν συμπεριφορά του δικαιούχου πριν από την άσκησή του καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο διάστημα που μεσολάβησε, δεν δικαιολογούν τη μεταγενέστερη άσκησή του και καθιστούν αυτή μη ανεκτή κατά τις περί δικαίου αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 7/2002 ΝΟΜΟΣ). Μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη έστω και μεγάλη στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 του ΑΚ, παρά μόνο αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, όπως όταν η συμπεριφορά του δανειστή που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμα του στο χρόνο που το άσκησε, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική (ΑΠ 1352/2011 ΝΟΜΟΣ) ή όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος. Έλλειψη όμως συμφέροντος δεν μπορεί να υπάρχει όταν ο δανειστής, όπως έχει δικαίωμα από την σύμβαση, αποφασίζει να εισπράξει την απαίτησή του, διότι τούτο αποτελεί δικαίωμα συνυφασμένο με τη διαχείριση της περιουσίας, του, τον τρόπο της οποίας (διαχείρισης) αυτός μπορεί να αποφασίζει, εκτός αν στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει υπέρβαση και δη προφανής των αρχών της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος (ΑΠ 828/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1352/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1472/2004 ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε περίπτωση το ζήτημα, αν οι συνέπειες που συνεπάγεται η άσκηση του δικαιώματος είναι επαχθείς για τον υπόχρεο, πρέπει να αντιμετωπίζεται και σε συνάρτηση με τις αντίστοιχες συνέπειες που μπορεί να επέλθουν σε βάρος του δικαιούχου από την παρακώλυση της ικανοποίησης του δικαιώματος του (ΑΠ 385/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 381/2009 ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω με τον έκτο λόγο της ανακοπής της η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι η από μέρους της καθ’ ης δικαστική επιδίωξη της απαίτησής της, με την έκδοση της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, υπερβαίνει τα επιβαλλόμενα από τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ όρια και είναι άκυρη, διότι καθόριζε αόριστα και αυθαίρετα το επιτόκιο χωρίς κριτήρια εκ των προτέρων γνωστά και εύλογα, ανακεφαλαιοποιούσε παράνομα τους υπερβάλλοντες των νόμιμων τραπεζικών επιτοκίων τόκους, ενώ επιβάρυνε την οφειλή της με την εισφορά του ν. 128/1975 την οποία παράνομα ανατόκιζε, ότι η καταγγελία της σύμβασης επιδόθηκε σε αυτήν 13 μήνες μετά από το κλείσιμο του λογαριασμού και παρά το γεγονός ότι υπέβαλλε συνεχή αιτήματα προς την καθ’ ης για τη ρύθμιση της οφειλής της, εκείνη αρνείτο, έχοντας ως σκοπό να συμπεριλάβει στην οφειλή τόκους υπερημερίας και έσπευσε να αιτηθεί την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, μην αναμένοντας τις προτάσεις της περί της ρύθμισης του χρέους της, η δε ως άνω ενέργειά της είναι δυσμενής και επιβλαβής για αυτή, λαμβανομένου υπόψη ότι η ανακόπτουσα επιθυμούσε τη χρηματοδότησή της με ένα απλό επαγγελματικό δάνειο και όχι με τη μορφή της επίδικης πίστωσης, την οποία οι υπάλληλοι της καθ’ ης την παρουσίασαν ως επωφελής για την ανακόπτουσα. Ωστόσο, ο λόγος αυτός, με τον οποίο επιχειρείται να θεμελιωθεί η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος της καθ’ ης η ανακοπή να καταγγείλει την επίδικη σύμβαση και να επιδιώξει την αξίωση της με την έκδοση διαταγής πληρωμής, είναι απορριπτέος ως νομικά αβάσιμος, καθόσον τα εκτιθέμενα ως άνω πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα, δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 281 του ΑΚ, δηλ. δεν συνεπάγονται από μόνα τους υπέρβαση των ορίων, που θέτουν η καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Το γεγονός ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση η άσκηση του συμβατικού δικαιώματος της καθ’ ης επέφερε τυχόν βλάβη στην ανακόπτουσα, την οποία, εξάλλου, δεν προσδιορίζει κατά τρόπο ορισμένο, εκθέτοντας συγκεκριμένα περιστατικά, που να την θεμελιώνουν, δεν μπορεί να στοιχειοθετήσει κατάχρηση δικαιώματος, παρά μόνο αν τούτο μπορεί να συνδυαστεί και με άλλες περιστάσεις, τις οποίες η ανακόπτουσα δεν επικαλείται στην ανακοπή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που τα ίδια έκρινε και απέρριψε το λόγο αυτό ως μη νόμιμο ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει ο έκτος λόγος της έφεσης με τον οποίο παραπονείται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε ο λόγος αυτός της ανακοπής να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Τέλος απορριπτέος τυγχάνει και ο έβδομος λόγος της έφεσης σύμφωνα με τον οποίο το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψην του τα προσκομιζόμενα από την ανακόπτουσα έγγραφα και δεν τα εκτίμησε ορθά καθώς δεν τα μνημονεύει και έτσι απέρριψε εσφαλμένα του λόγους της ανακοπής, διότι όπως ανωτέρω εκτέθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απέρριψε ορθά τους λόγους της ανακοπής ως μη νόμιμους (τους πρώτο, τρίτο, τέταρτο, και έκτο) και ως απαράδεκτους λόγω αοριστίας (τους δεύτερο και πέμπτο) και επομένως δεν χρειάστηκε να ελέγξει και την ουσιαστική βασιμότητάς τους με βάση τα προσκομιζόμενα από τα έγγραφα, τα οποία σε κάθε περίπτωση λήφθηκαν υπόψη από το Εφετείο αυτό.

Εν όψει όλων των προεκτιθέμενων και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να απορριφθεί κατ’ ουσίαν, να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από την εκκαλούσα παραβόλου στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. α και ε του ΚΠολΔ) και να καταδικαστεί η εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατ’ αποδοχήν σχετικού αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την από 14/6/2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2017 έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 2937/2016 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 643 και 591 παρ. 1 περ. α του ΚΠολΔ.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου της έφεσης.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 6 Μαρτίου 2019.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ