Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 532/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός    532/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Βασίλειο Τζελέπη, Εφέτη, ο  οποίος ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις  …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :

Α) ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΩΝ:  : 1) ………. 2) ………..3) ………, 4) ………. και 5) …………., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν  από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Γεώργιο Κοντοσέα [μέλους της δικηγορικής εταιρείας Γ. Κοντοσέας & Συνεργάτες S (A.M. Δ.Σ.Π. ………..)] με δήλωση κατ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στη ……. της Λιβερίας (…………), νόμιμα εκπροσωπούμενης, και 2) Εταιρείας με την επωνυμία «…………» που εδρεύει στη …. της Λιβερίας (…………..), και είναι νόμιμα εγκατεστημένη στη ….. Αττικής, επί της συμβολής των οδών ……….., νόμιμα εκπροσωπούμενης, οι οποίες αμφότερες παραστάθηκαν στο ακροατήριο δια των πληρεξούσιων δικηγόρων τους Ιωάννη Τιμαγένη (A.M. Δ.Σ.Π. ….) και Ιωάννη Δόμβρου (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ) [μελών της δικηγορικής εταιρείας Τιμαγένης ].

Β) ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία «…………», που εδρεύει στη ……… της Λιβερίας (………….), νόμιμα εκπροσωπούμενης, στερουμένης ελληνικού Α.Φ.Μ. η οποία εκπροσωπήθηκε από τους πληρεξουσίους δικηγόρους της Ιωάννη Τιμαγένη (A.M. Δ.Σ.Π. …….) και Ιωάννη Δόμβρο  (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ) [μελών της δικηγορικής εταιρείας Τιμαγένης ].

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ : 1) ……… 2) ………3) ……….., 4) ……….. και 5) ………….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν  από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Γεώργιο Κοντοσέα [μέλους της δικηγορικής εταιρείας Γ. Κοντοσέας & Συνεργάτες S (A.M. Δ.Σ.Π. …………)] με δήλωση κατ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Οι εκκαλούντες στην Α  έφεση – εφεσίβλητοι στη Β έφεση άσκησαν  την από 17.3.2023 με ΓΑΚ …./2023 και ΕΑΚ …../2023 αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, απευθυνόμενη κατά των εφεσιβλήτων της υπό στοιχείο Α έφεσης. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 2825/2024 οριστική απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή απορρίφθηκε ως προς την πρώτη εναγόμενη και έγινε εν μέρει δεκτή ως προς την πρώτη από αυτές. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται: α) οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με την με την κρινόμενη υπό στοιχείο Α΄ από 17.10.2024 με ΓΑΚ …………./2024 Πρωτ. Και ΓΑΚ/ΕΑΚ ……/2024 Εφετ έφεσή τους  και β) η πρώτη εναγόμενη και μοναδική εκκαλούσα της υπό στοιχείο Β από 8.11.2024 με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2024 Πρωτ και ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2025 έφεση της, οι οποίες αμφότερες ορίσθηκαν να συζητηθούν για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο, οπότε και συζητήθηκαν.

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου στην αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο εκφωνήθηκε με τον προσήκοντα τρόπο από τη σειρά του οικείου πινακίου η υπόθεση, άπαντες δε οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν, αλλά προκατέθεσαν τις προτάσεις τους και με σχετική δήλωσή τους, σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, ότι συμφωνούν να συζητηθούν οι ένδικες εφέσεις χωρίς να παρασταθούν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι υπό κρίση: α) από 17.10.2024 με ΓΑΚ ………/2024 Πρωτ. και ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2024 Εφετ και β) η από 8.11.2024 με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/2024 Πρωτ και ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2025  Εφ.δύο εφέσεις, οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης (και δη κατά της με αριθμό 2825/2024  οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, επί της από 17.3.2023 με ΓΑΚ ……./2023 και ΕΑΚ …………/2023 αγωγής, είναι συναφείς και πρέπει να συνεκδικαστούν, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 και 246 του Κ.Πολ.Δ). Οι άνω εφέσεις έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ενόψει του ότι αφενός οι εκκαλούντες της υπό στοιχείο Α΄έφεσης άσκησαν την υπό κρίση έφεση τους προ πάσης επιδόσεως της εκκαλουμένης απόφασης εντός της προβλεπομένης στο νόμο καταχρηστικής προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της απόφασης (8.8.2023), αφετέρου η  εκκαλούσα της υπό στοιχείο Β’ έφεσης εντός της προβλεπομένης στο νόμο τριακονθήμερης προθεσμίας από την επίδοση της εκκαλουμένης όπως τούτο προκύπτει από την έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου της γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (ΓΑΚ …./2024) με ημερομηνία 8/11/2024 σε συνδυασμό με την με αριθμό …./24.10.2024 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς …………. (άρθρα 19, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 2 και 591 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται η κατάθεση παραβόλου εκ μέρους των εκκαλούντων των δύο εφέσεων λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 3 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ).

Οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης με την από 17.3.2023 με ΓΑΚ …../2023 και ΕΑΚ ……/2023 αγωγή τους εξέθεταν ότι η πρώτη εναγόμενη και ήδη πρώτη εφεσίβλητη της υπο στοιχείο Α΄ έφεσης και εκκαλούσα της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης είναι πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Μπαχαμών, με αριθμό νηολογίου … …, Δ.Δ.Σ. …. και αριθμό ΙΜΟ …., δεξαμενόπλοιου «SC», κ.ο.χ. 84.601, του οποίου τη διαχείριση έχει αναθέσει στη δεύτερη εναγόμενη και ήδη δεύτερη εφεσίβλητη της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης, η οποία έχει νόμιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα και, μεταξύ άλλων, έχει αναλάβει την αποκλειστική ευθύνη της λειτουργίας του ανωτέρω πλοίου και τη διαχείρισή του για λογαριασμό της πρώτης, ως εκ τούτων δε έχει αναλάβει και όλα τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται από τον Διεθνή Κώδικα Ασφαλούς Διαχείρισης (ISM CODE), σύμφωνα με τον Κανονισμό 1 του Κεφαλαίου IX της Διεθνούς Σύμβασης για την Ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα 1974 (SOLAS). Ότι ο υιός του πρώτου και της δεύτερης και εγγονός των υπολοίπων εναγόντων και ήδη εκκαλούντων της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης και εφεσιβλήτων  της υπό στοιχείο Β΄έφεσης,…………………., δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας που κατάρτισε στις 30-3-2022 στη Βάρνα Βουλγαρίας με την δεύτερη εναγόμενη, προσλήφθηκε με σύμβαση ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου διάρκειας τεσσάρων μηνών και ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του ανθυποπλοιάρχου στο παραπάνω πλοίο, έναντι των αναφερομένων στην αγωγή  μηνιαίων αποδοχών και παρέσχε τις υπηρεσίες του σε αυτό μέχρι τις 6-6-2022, οπότε βρήκε τραγικό θάνατο λόγω εργατικού ατυχήματος, που συνέβη κατά την εκτέλεση διατεταγμένης υπηρεσίας. Ότι ειδικότερα την ημέρα αυτή, που το πλοίο βρισκόταν σε ιδιωτικό ναυπηγείο στην Ελευσίνα για τη διενέργεια επισκευών, τις οποίες είχε προγραμματίσει και διηύθυνε η δεύτερη εναγόμενη, στα πλαίσια της διαχείρισης του, ο υποπλοίαρχος του πλοίου, εν γνώσει και του πλοιάρχου, ανέθεσε στον άνω ναυτικό να εκκενώσει από το περιεχόμενο τους τους πυροσβεστήρες που είχαν τεθεί εκτός χρήσης και παρά ταύτα βρίσκονταν ακόμη στο πλοίο και εν συνεχεία να τους απορρίψει στα απορρίμματα. Ότι κατά την προσπάθειά του να εκκενώσει έναν πυροσβεστήρα αφρού, θέτοντάς τον σε λειτουργία από τη λαβή χειρισμού, αυτός εξερράγη, πλήττοντάς τον με σφοδρότητα και προκαλώντας του πολλαπλές κακώσεις στον θώρακα και την κοιλία, συνεπεία των οποίων απεβίωσε. Ότι ο ως άνω θανάσιμος τραυματισμός του συγγενούς τους οφείλεται στην αποκλειστική υπαιτιότητα των υποπροστηθέντων από τη δεύτερη εναγόμενη, και άρα, προστηθέντων της πρώτης, στην υπηρεσία του πλοίου, πλοιάρχου, υποπλοιάρχου και αρχιπλοιάρχου, για την επίβλεψη και παρακολούθηση των διενεργούμενων επί του πλοίου επισκευών και σε παράβαση ισχυόντων νόμων, κανονισμών και διαταγμάτων που θεσπίζουν ειδικούς όρους ασφάλειας των εργαζόμενων στα πλοία και λόγω της μη τήρησής τους παρά τις αρχές της καλής πίστης, των χρηστών και συναλλακτικών ηθών. Ότι συγκεκριμένα, το ανωτέρω πλήρωμα, αν και γνώριζε ότι στο πλοίο υπήρχαν πυροσβεστήρες που είχαν τεθεί μετά από έλεγχο εκτός χρήσης ως ακατάλληλοι, επειδή παρουσίαζαν έντονη σκωρία και διάβρωση, δεν μερίμνησαν για την έγκαιρη απομάκρυνση και παράδοσή τους σε ειδικά προς τούτο συνεργεία, αλλά ανέθεσαν την εκκένωση και απενεργοποίησή τους στον θανόντα, που δεν διέθετε τις απαιτούμενες εξειδικευμένες γνώσεις και ήταν εργασία ξένη προς τα καθήκοντά του, με αποτέλεσμα όταν προσπάθησε να εκκενώσει έναν από αυτούς, λόγω της εκτεταμένης διάβρωσης που παρουσίαζε, να εκραγεί και να τον πλήξει θανάσιμα, κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 1-7 του Παραρτήματος II της ΥΑ 618/43/2005 (ΦΕΚ Β’ 52/2005). Ότι, ακόμη, τα παραπάνω πρόσωπα και ιδίως ο υποπλοίαρχος, όφειλαν λόγω της επικινδυνότητας της εργασίας που ανέθεσαν στο συγγενή τους να ασκούν άμεση εποπτεία και επίβλεψη κατά την εκτέλεσή της, δίνοντας συγκεκριμένες οδηγίες και μέσα προστασίας. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούν να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον η καθεμία, η μεν πρώτη ως πλοιοκτήτρια, εργοδότρια του θανόντος και προστήσασα στην υπηρεσία της τη δεύτερη, η δε δεύτερη ως προστήσασα τον πλοίαρχο, υποπλοίαρχο και αρχιπλοίαρχο, από τις πράξεις και παραλείψεις των οποίων επήλθε ο θάνατος του συγγενούς τους, θεωρούμενων και ως προστηθέντων της πρώτης, να καταβάλουν : α) το ποσό των 35.305,76 ευρώ, όπως το εν λόγω κονδύλιο εξειδικεύεται στην αγωγή, σε καθέναν από τους πρώτο και δεύτερη εξ αυτών ως αποζημίωση, με βάση τις διατάξεις του Ν. 551/1915, λόγω του θανάτου του υιού τους, καθώς αμφότεροι ζούσαν εις βάρος του και αυτός συνεισέφερε το μεγαλύτερο μέρος των εξόδων στη διατροφή τους, ενώ ήταν άγαμος και δεν κατέλειπε τέκνα ή άλλους συγγενείς που να περιορίζουν το δικαίωμά τους, και β) το ποσό των 150.000,00 ευρώ σε καθέναν από τους πρώτο και δεύτερη και το ποσό των 100.000,00 ευρώ σε καθέναν από τους υπόλοιπους εξ αυτών ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής τους βλάβης, ποσά που κρίνονται εύλογα ενόψει της ηλικίας του θανόντος (28 ετών) και της ειδικότερα αναφερόμενης σε αυτήν ηλικίας των ιδίων, της αμέλειας των προστηθέντων από τις εναγόμενες, του πόνου και της λύπης που τους προκάλεσε ο αιφνίδιος και κάτω από τραγικές συνθήκες θάνατος του συγγενούς τους και της περιγραφόμενης σε αυτήν κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης όλων των διαδίκων, άπαντα τα ανωτέρω ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών,  έκρινε ότι: α) η αγωγή με το προεκτεθέν περιεχόμενο πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη ως προς τη δεύτερη εναγόμενη λόγω έλλειψης  παθητικής νομιμοποίησης, β) ότι εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο το οποίο οι ενάγοντες ρητά επικαλούνται με την αγωγή και τις προτάσεις τους και η πρώτη εναγόμενη αποδέχεται, καθώς με τις προτάσεις της προβάλλει ισχυρισμούς προς αντίκρουση της αγωγής επικαλούμενη τις διατάξεις του ελληνικού δικαίου, υφισταμένης έτσι μετασυμβατικής συμφωνίας σχετικά με την εφαρμογή του, (άρθρο 3 § 2 του Κανονισμού, αρνούμενη μόνο την εφαρμογή ειδικών διατάξεων αυτού [και δη του Κανονισμού Εργασίας σε ελληνικά φορτηγά πλοία (Β.Δ. 806/1970) και της ΥΑ 618/43/2005 που αφορά τη διάθεση και κυκλοφορία πυροσβεστήρων στην ελληνική αγορά], γ) η αγωγή είναι νόμιμη, ερειδόμενη  τις διατάξεις των άρθρων 299, 330, 346, 361, 648 επ., 914, 922, 932 ΑΚ, 1, 2, 3 § 5, 6 § 2 περ. β’ και 16 Ν. 551/1915,  9 § 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008,  και δ) δέχθηκε την αγωγή εν μέρει ως βάσιμη κατ’ ουσίαν  και υποχρέωσε την πρώτη εναγόμενη να καταβάλει σε καθένα από τους πρώτο και δεύτερη των εναγόντων το ποσό των 40.000 ευρώ και σε καθένα από τους λοιπούς ενάγοντες, τρίτο, τέταρτο και πέμπτη από αυτούς το ποσό των 10.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση και καταδίκασε αυτήν σε μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων, τα οποία όρισε στο ποσό των 3.300 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται τόσο οι ενάγοντες όσο και η πρώτη εναγόμενη της ίδιας αγωγής με τους λόγους των εφέσεών τους, που συνιστούν παράπονα για κακή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, αλλά και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε οι μεν ενάγοντες – εκκαλούντες να δικαστεί εκ νέου η αγωγή και να γίνει δεκτή η αγωγή τους στο σύνολό της, η δε πρώτη εναγόμενη να απορριφθεί αυτή στο σύνολό της αντίστοιχα.

Με τον τέταρτο λόγο της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης της η εκκαλούσα διατείνεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου δέχθηκε ότι ετύγχανε εφαρμογής στη σύμβασης εργασίας του θανόντος ναυτικού  το ελληνικό δίκαιο περιλαμβανομένου του Κανονισμού Εργασίας σε ελληνικά φορτηγά πλοία (Β.Δ. 806/1970) και της ΥΑ 618/43/2005 που αφορά τη διάθεση και κυκλοφορία πυροσβεστήρων στην ελληνική αγορά, το οποίο, όμως κατά την κρίση της δεν ήταν εφαρμοστέο δεδομένου ότι αφενός το πλοίο έφερε σημαία της Κοινοπολιτείας των Μπαχαμών, αφετέρου η έδρα αυτής ευρίσκεται στη Λιβερία, οι δε ενάγοντες ήταν κάτοικοι Βουλγαρίας, αφετέρου σε κάθε περίπτωση δεν μπορούν να εφαρμοστούν οι ανωτέρω διατάξεις σε πλοίο με ξένη σημαία. Ωστόσο ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος δεδομένου ότι εφόσον το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ως εφαρμοστέο δίκαιο το ημεδαπό ως το δίκαιο της χώρας που συνδέεται στενότερα  με την επίδικη σύμβαση ναυτικής εργασίας, όπως προκύπτει από το σύνολο των περιστάσεων  που εκτίθενται στην εκκαλουμένη, χωρίς μάλιστα η κρίση αυτή να πλήττεται με ειδικότερο λόγο έφεσης πλην της εφαρμογής των άνω προαναφερομένων κανόνων δικαίου, τότε τα εκ του ναυτεργατικού ατυχήματος προκύπτοντα ζητήματα, όπως η υπαιτιότητα στην υπό κρίση περίπτωση, θα κριθούν με βάση το επιλεγέν από Δικαστήριο ελληνικό δίκαιο. Μάλιστα, αυτό δεν αναιρείται από τη διάταξη του άρθρου 92 παρ. 1 της Διεθνούς Συμβάσεως των Ηνωμένων Εθνών που κυρώθηκε με το ν. 2321/1995, που καθιερώνει μεν τη διοικητική εξουσία επί του πλοίου, του κράτους που εκείνο φέρει τη σημαία του και κατά το χρόνο που βρίσκεται στην ανοικτή θάλασσα, δεν ιδρύει όμως και αξίωση του κράτους αυτού, όπως εφαρμόζεται το δίκαιο του επί των ιδιωτικού δικαίου διαφορών από τη σύμβαση εργασίας των εργαζομένων στο πλοίο. (ΑΠ 356/2002 ΕΝΔ 2002 97, ΕφΠειρ 220/2010 ΕΝαυτΔ 2010 429, ΕφΠειρ 745/2008 ΕΝαυτΔ 2009 208, ΕφΠειρ 710/2008 ΕΝαυτΔ 2009 215, ΕφΠειρ 752/2007 ΕΝαυτΔ 2007 312,  ΕφΠειρ 77/2006 ΠειρΝ 2006 195).Τέλος να σημειωθεί ότι ο ισχυρισμός της εκκαλούσας που περιέχεται στον ίδιο λόγο έφεσης περί ανυπαρξίας των προϋποθέσεων  μετασυμβατικής συμφωνίας από την πλευρά της σχετικά με την εφαρμογή του ελληνικού δικαίου αλυσιτελώς προβάλλεται καθώς η εκκαλουμένη απόφαση έκρινε ως εφαρμοστέο στην υπό κρίση περίπτωση το ελληνικό δίκαιο με βάση τις περιστάσεις που εξέθεσε σε αυτή, οπότε και δεν ασκεί κάποια επιρροή ο σχετικός ισχυρισμός για την νομική βασιμότητα της αγωγής.

Στη σύγχρονη εποχή παρουσιάζουν ιδιαίτερη διάδοση οι συμβάσεις διαχείρισης πλοίων άλλων. Ειδικότερα έχουν εμφανισθεί οι εξής μορφές τέτοιων συμβάσεων: α) οι συμβάσεις τεχνικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο εκτός του πλοιοκτήτη αναλαμβάνει τη συντήρηση, τον εξοπλισμό και την επάνδρωση του πλοίου και β) οι συμβάσεις τεχνικής και εμπορικής διαχείρισης πλοίων άλλων, στις οποίες τρίτο πρόσωπο εκτός του πλοιοκτήτη έχει επιπλέον την επιμέλεια της εκναύλωσης, της είσπραξης των ναύλων, της πληρωμής των εξόδων και της συναγωγής των οικονομικών αποτελεσμάτων τους. Έτσι έχουν δημιουργηθεί εταιρίες, οι οποίες κύριο, αν όχι αποκλειστικό, σκοπό έχουν να διαχειρίζονται τα πλοία άλλων. Η ενοχική σχέση που συνδέει το διαχειριστή και τον πλοιοκτήτη είναι μίσθωση ανεξάρτητων υπηρεσιών, στην οποία εφαρμόζονται συμπληρωματικά οι διατάξεις του ΑΚ για την εντολή. Ο διαχειριστής συναλλάσσεται με τους ενδιαφερομένους για το πλοίο τρίτους στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, είναι δηλαδή άμεσος αντιπρόσωπός του. Κατά συνέπεια, τα αποτελέσματα κάθε δικαιοπραξίας, που επιχειρεί ο διαχειριστής στο πλαίσιο της γενικής ή ειδικής εξουσίας του, αφορούν ευθέως τον πλοιοκτήτη (άρθρο 211 του ΑΚ). Ο πλοιοκτήτης είναι το υποκείμενο των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις δικαιοπραξίες που ενεργεί ο διαχειριστής με την ιδιότητά του αυτή, αυτός ενέχεται έναντι των δανειστών για τις απαιτήσεις που δημιουργούνται από τις δικαιοπραξίες αυτές. Εφόσον λοιπόν ο διαχειριστής ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν καθίσταται υποκείμενο κάθε δικαιοπραξίας συνατπόμενης με την ιδιότητα του αυτή και κατ` επέκταση δεν ενέχεται ο ίδιος για την εκπλήρωσή της. Έχει προσωπική ευθύνη μόνο, όταν δεν δηλώνει ρητά ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν προκύπτει από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία γι` αυτόν (ΑΠ 57/2002, ΑΠ 476/1991, ΑΠ 1382/1989), καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του. Ο διαχειριστής διαφέρει από τον εφοπλιστή, ο οποίος εκμεταλλεύεται για τον εαυτό του πλοίο που ανήκει σε άλλον, δηλαδή εκτελεί με ξένο πλοίο ναυτιλιακές εργασίες στο όνομά του και είναι υποκείμενο των σχετικών με την εκμετάλλευση ξένου πλοίου δικαιοπραξιών (ΑΠ 1988/2014 ΕΕμπΔ 2016.139). Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 211, 212, και 216 ΑΚ, που εφαρμόζονται και στις εμπορικές σχέσεις, λόγω έλλειψης ειδικών διατάξεων στον Εμπορικό Νόμο, συνάγεται ότι για την προστασία του συμφέροντος του τρίτου και την ασφάλεια των συναλλαγών πρέπει, προκειμένου η δήλωση βούλησης να ενεργήσει υπέρ και κατά του αντιπροσωπευομένου, ο αντιπρόσωπος να αποκαλύπτει κατά τρόπο έκδηλο προς εκείνον, προς τον οποίο γίνεται η δήλωση, ότι η ενέργεια της δικαιοπραξίας θα επέλθει ευθέως στο πρόσωπο του αντιπροσωπευομένου. Απαιτείται, δηλαδή, να προκύπτει σαφώς ότι η επιχειρούμενη δικαιοπραξία είναι δικαιοπραξία του αντιπροσωπευομένου, διότι ο νόμος αποδέχεται για την άμεση αντιπροσώπευση την αρχή του εμφανούς συναλλασσομένου. Η κατά τον τρόπο αυτό φανερή δήλωση στο όνομα άλλου, υπάρχει, όχι μόνο όταν ρητώς δηλώνει ο αντιπρόσωπος ότι ενεργεί για τον αντιπροσωπευόμενο, αλλά και όταν από όλες τις περιστάσεις προκύπτει ότι η δήλωση του αντιπροσώπου έγινε στο όνομα του αντιπροσωπευομένου (σιωπηρή αντιπροσώπευση, ΜΕΠ 110/2014). Επομένως, εφόσον ο διαχειριστής του πλοίου ενεργεί στο όνομα και για λογαριασμό του πλοιοκτήτη, δεν είναι αυτός ο αντισυμβαλλόμενος σε κάθε συναπόμενη δικαιοπραξία με την ιδιότητα του αυτή, και κατ`επέκταση, δεν ευθύνεται ο ίδιος προς εκπλήρωσή της. Έχει προσωπική ευθύνη μόνο, όταν δεν δηλώνει ρητώς ότι ενεργεί για τον πλοιοκτήτη και δεν συνάγεται από τις περιστάσεις ότι επιχειρεί τη σχετική δικαιοπραξία στο όνομα και για λογαριασμό του, καθώς και όταν η δικαιοπραξία υπερβαίνει τα όρια της εξουσίας του (ΑΠ 57/2002 ΧρΙΔ 2002. Ι 14, ΑΠ 476/1991 ΕΕΝ 1992.291, ΑΠ 1382/1989 ΕλλΔ 1992,308, ΑΠ 752/1987 ΕΕΝ 1988.300, ΑΠ Ι 180/1984 ΕΕμπΔ 1985.502, ΕΠ 5/2012 πειρ Νομ 2012.168, ΕΠ 468/2011 ΕΝΔ 2011.39, ΕΠ 832/2008 ΕΝΔ 2009.13).

Με τον πρώτο λόγο της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης οι ενάγοντες προσάπτουν στην εκκαλουμένη απόφαση πλημμέλεια ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απέρριψε ως προς τη δεύτερη εναγόμενη την αγωγή ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης με το σκεπτικό ότι αυτή ενεργούσε για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας (πρώτης εναγομένης) κατά την κατάρτιση των συμβάσεων εργασίας που δεν συνήφθησαν στην Ελλάδα με συνέπεια τα δικαιοπρακτικά αποτελέσματα από την εν λόγω συναλλακτική δράση της να παραχθούν υπέρ και σε βάρος της πρώτης εναγόμενης – εργοδότριας, οπότε για τις αναφερόμενες πράξεις και παραλείψεις των  αξιωματικών του πλοίου, ένεκα των οποίων επήλθε αιτιωδώς το ένδικο εργατικό ατύχημα, να ευθύνεται η πρώτη εναγόμενη με την επισήμανση ότι η υπ’ αυτής κατάρτιση των συμβάσεων  ναυτικής εργασίας του πληρώματος δεν την καθιστά προστήσασα αυτών, καθώς η δράση της αφορούσε ευθέως την πλοιοκτήτρια, στο όνομα και για λογαριασμό της οποίας ενήργησε.   Επί του λόγου αυτού πρέπει να λεχθούν τα εξής: Σύμφωνα με τα όσα εκθέτουν οι ενάγοντες στην ένδικη αγωγή τους εφόσον η δεύτερη εναγόμενη με την ιδιότητα της διαχειρίστριας του πλοίου ενεργούσε στο όνομα και για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας  – εργοδότριας του θανόντος ναυτικού και των λοιπών αξιωματικών του πλοίου, σύμφωνα και με τα όσα εκτέθηκαν στην άνω μείζονα σκέψη δεν την καθιστά αυτοδικαίως αντισυμβαλλόμενη σε κάθε συναπτόμενη δικαιοπραξία και ως εκ τούτου δεν ευθύνεται η ίδια  προς εκπλήρωσή της. Επιπλέον οι ενάγοντες  εφόσον με την αγωγή τους δεν ισχυρίστηκαν  ότι η δεύτερη εναγόμενη κατά την σύναψη των ένδικών συμβάσεων ναυτική εργασίας είτε ότι συμβλήθηκε χωρίς να δηλώσει ρητώς ότι ενεργούσε για την πρώτη εναγόμενη – πλοιοκτήτρια τότε δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί προσωπική ευθύνη αυτής για δικαιοπραξίες που συνάφθηκαν στο όνομα και για λογαριασμό της τελευταίας. Επίσης με βάση τα όσα εκτίθενται στην αγωγή δεν μπορεί να γίνει λόγος για σχέση πρόστησης μεταξύ των εναγομένων εταιρειών καθώς η δράση της δεύτερης εναγόμενης αντανακλούσε υπέρ και κατά της πρώτης εναγόμενης για λογαριασμό της οποίας ενεργούσε. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε την αγωγή ως παθητικά ανομιμοποίητη ως προς τη δεύτερη εναγόμενη δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των προαναφερθεισών νομικών διατάξεων, τα όσα δε αντίθετα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες – ενάγοντες πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα και να απορριφθεί ο πρώτος λόγος της υπό στοιχείο Α έφεσης ως αβάσιμος.

Κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 551/1915 (που κωδικοποιήθηκε με το ΒΔ της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ, κατ’ άρθρον 38 του ΕισΝΑΚ, το οποίο εφαρμόζεται και επί ναυτικής εργασίας, κατ’ άρθρον 2 του ίδιου νόμου και 66 περ. β’ του ΚΙΝΔ (ν.3816/1958), ως ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επήλθε κατά την εκτέλεση της εργασίας του ή εξ αφορμής αυτής σε ναυτικό και θεμελιώνει αξίωση αποζημίωσης, θεωρείται κάθε βλάβη που είναι αποτέλεσμα βίαιης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, μη αναγομένου αποκλειστικά σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, που δεν θα υπήρχε χωρίς την εργασία και την εκτέλεση της υπό τις σχετικές περιστάσεις (ΟλΑΠ 1287/1986 ΝοΒ 35 160, ΑΠ 1424/2015, ΑΠ 1690/2013 δημ.ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1602/2012 ΕΝαυτΔ 2013 17, ΑΠ 1616/2003 ΕλΔνη 2004 767, ΕφΠειρ 23/2013 ΠειρΝ 2013 164, ΕφΠειρ 764/2012 ΕΝαυτΔ 2013 22). Ακόμη, από τις διατάξεις του άρθρου 16 του ν.551/1915 προκύπτει ότι ο παθών από εργατικό ατύχημα ή σε περίπτωση θανάτου οι κατά τον νόμο συγγενείς και σύζυγος του, έχουν δικαίωμα να εγείρουν την αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσουν, σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 Α.Κ., πλήρη περιουσιακή αποζημίωση, μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν έλαβε χώρα σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, βρίσκεται δε σε αιτιώδη συνάφεια με τη μη τήρηση των διατάξεων αυτών, διαφορετικά, εάν δηλαδή δεν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις αυτές, μπορεί να αξιώσει την κατ’αποκοπή αποζημίωση, του ν. 551/1915. Οι αξιώσεις αυτές συρρέουν διαζευκτικώς, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση επιλογής της μιας απ’ αυτές τις αξιώσεις αποζημίωσης (κοινού δικαίου ή του ν.551/1915) αποκλείεται να ζητήσει ο δικαιούχος ταυτόχρονα ή διαδοχικά την άλλη, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 306 ΑΚ, που αφορά την διαζευκτική ενοχή, χωρίς όμως να αποκλείεται η επικουρική άσκηση της μιας σε σχέση με την άλλη, που ασκείται κυρίως (ΑΠ 1132/1997 ΕλΔνη 40 621, ΑΠ 600/1996 ΕλΔνη 40 117, ΕφΠειρ 281/2011 ΕΝαυτΔ 2011, 304, Ι. Ληξιουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις» σελ. 578-579). Πέραν όμως της περιουσιακής αποζημιώσεως τα μέλη της οικογενείας του θανόντος μπορούν σε κάθε περίπτωση να απαιτήσουν χρηματική ικανοποίηση, λόγω ψυχικής οδύνης, η αξίωση για την οποία κρίνεται πάντοτε κατά το κοινό δίκαιο (914, 922, 932 ΑΚ), κατά τρόπο ώστε για την θεμελίωση της δεν απαιτείται το ειδικό πταίσμα της μη τηρήσεως επιβαλλομένων όρων ασφαλείας, αλλά αρκεί το κατά το κοινό δίκαιο πταίσμα του εργοδότη ή του από αυτόν προστηθέντος (ΟλΑΠ 1117/1986 ΕλΔνη 28, 113, ΑΠ 910/2015, ΑΠ 356/2002 ΕΝΔ 2002, 97), ενώ η αντικειμενική ευθύνη του εργοδότη κατά το Ν.551/1915 δεν επεκτείνεται και στην χρηματική ικανοποίηση, λόγω ηθικής βλάβης, καθόσον γι’ αυτήν απαιτείται υπαιτιότητα, που κρίνεται κατά τις περί αδικοπραξίας διατάξεις (ΑΠ 274/2000 ΕΝΔ 29, 105). Εξάλλου, διατάξεις οι οποίες ειδικώς προβλέπουν όρους ασφαλείας των εργαζομένων είναι εκείνες, που ειδικότερα προσδιορίζουν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν, μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφαλείας των εργαζομένων. Επομένως, δεν αρκεί ότι το ατύχημα επήλθε από την μη τήρηση όρων, οι οποίοι επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση προνοίας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου (ΟλΑΠ 26/1995, ΑΠ 1109/2006 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 289/2004 ΝοΒ 2005, 284, ΕλΔνη 2005, ΑΠ 11/2012, ΑΠ 1858/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 274/2000 ΕΝΔ 29, 105, ΕφΠειρ 281/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 672/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 598/2002 ΕΝΔ 30,377). Περαιτέρω, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 6 του προαναφερόμενου Ν. 551/1915, σε περίπτωση θανάτου του παθόντος, η προβλεπόμενη ως άνω αποζημίωση περιέρχεται, εάν ο παθών δεν κατέλιπε κατιόντες και επιζώντα σύζυγο, στους καταλιπόμενους ανιόντες αυτού, “τους ζώντες εις βάρος του παθόντος”, διανεμομένη συμμέτρως μεταξύ των. Ως “ζώντες σε βάρος του παθόντος” θεωρούνται οι ανιόντες, οι οποίοι τελούν σε αδυναμία για να επαρκέσουν, με τα δικά τους έσοδα, στις ανάγκες της ζωής τους, ο δε παθών παρείχε πράγματι σε αυτούς την προς τούτο αναγκαία βοήθεια, χωρίς να απαιτείται και πλήρης απορία αυτών (Δ. Καμβύσης, Ιδιωτικό Ναυτικό Δίκαιο, έκδοση 1982, σελ. 231-232). Δεν μπορούν, όμως, να θεωρηθούν οι ανιόντες “ως ζώντες εις βάρος του παθόντος”, όταν έχουν περιουσία ή επαρκείς πόρους για να ανταποκριθούν στις ανάγκες τους ή όταν μπορούν να ασκήσουν κάποιο επάγγελμα, που θα τους προσπορίσει πόρους (ΑΠ 734/1978 ΝοΒ 27, σελ. 547, ΕφΠειρ 388/2004 ΕΝαυτΔ 2004, σελ. 190). Επομένως, αν οι επιζώντες ενάγοντες γονείς είχαν πολύ περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες και πόρους, λόγος για τον οποίο ο θανών ναυτικός γιος τους συνέδραμε σταθερώς αυτούς εν ζωή, καλύπτοντας εν μέρει τις βιοτικές τους ανάγκες, δικαιούνται κατά τα προαναφερθέντα, την ειδική κατ’ αποκοπή αποζημίωση του άρθρου 3 § 5 Ν. 551/1915 από την αντικειμενικώς ευθυνόμενη και παθητικώς νομιμοποιούμενη ως εργοδότρια του πλοιοκτήτρια εναγομένη (ΕφΠειρ 501/2011 ΕΝαυτΔ 2012, σελ. 4, ΕφΠειρ 71/2010 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση η εκκαλούσα της υπό στοιχείο Β΄έφεσης με τον έκτο λόγο αυτής διατείνεται ότι η εκκαλουμένη παρά το νομο, άλλως κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή αυτού και κακή εκτίμηση του δικογράφου της αγωγής απέρριψε την ένσταση αοριστίας της αγωγής, η οποία παραδεκτώς κι νομίμως προβλήθηκε με τις προτάσεις της ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου για το λόγο ότι δεν εκτέθηκαν τα αναγκαία κατά νόμο στοιχεία για τη θεμελίωση της προβαλλόμενης υπαιτιότητας αυτής. Ωστόσο ο λόγος αυτός της έφεσης σύμφωνα  με τα όσα αναφέρθηκαν στη άνω μείζονα σκέψη σε συνδυασμό με τα εκτίθενται στην υπό  κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος δεδομένου ότι η αγωγή είναι πλήρως ορισμένη αφού εκτίθενται τα πραγματικά περιστατικά που συγκροτούν την υπαιτιότητα της εναγομένης δια της δράσεως του προστηθέντος σε αυτήν υποπλοίαρχου και λοιπών προστηθέντων αξιωματικών με την επίκληση διατάξεων νόμου του εφαρμοστέου ελληνικού δικαίου κατ’ επιλογή των εναγόντων.

Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα των εναγόντων, ………….., που εξετάσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου, της από 22-1-2024 (υπ’ αριθμό πρωτ. ΔΣΠ_ΕΒ_………….._2024 απόδειξης κατάθεσης) ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρος ……….., που λήφθηκε με επιμέλεια των εναγόντων ενώπιον του δικηγόρου Πειραιά ………….., μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόμενων, κατ’ άρθρο 422 § 1 ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθμό ………./17-1-2024 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά ……………, σε συνδυασμό με την από 4-1- 2024 γνωστοποίηση μαρτύρων και πρόσκληση του πληρεξούσιου δικηγόρου των εναγόντων) και της υπ’ αριθμό …./19-1-2024 ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρος ……………, που δόθηκε ενώπιον της Διευθύνουσας το Προξενικό Γραφείο της Πρεσβείας της Ελλάδος στη Σόφια Βουλγαρίας μετά από προηγούμενη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγόντων, κατ’ άρθρο 422 § 1 ΚΠολΔ, (βλ. την υπ’ αριθμό …./16-1-2024 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά ……………, σε συνδυασμό με την από 15-1-2024 κλήση για εξέταση μάρτυρα πληρεξούσιου δικηγόρου των εναγόμενων), των με αριθμούς …../30-1-2024 και ……/30-1-2024 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων ………. και ………… αντίστοιχα, που δόθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά …………… και προσκόμισαν οι εναγόμενες με το δικόγραφο της προσθήκης – αντίκρουσης προς αντίκρουση των κατά τη συζήτηση της αγωγής και με τις προτάσεις ισχυρισμούς των εναγόντων, οι οποίες δεν ελήφθησαν υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως απαραδέκτως προσκομισθείσες για το λόγο ότι αυτές δεν ελήφθησαν προς αντίκρουση αυτοτελών ισχυρισμών αλλά για την προβολή πραγματικών περιστατικών, οι οποίες ωστόσο παραδεκτώς εκ νέου με προσκομίζονται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 529 παρ.1 ΚΠολΔ  και από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν με επίκληση, τα οποία λαμβάνονται υπόψη του Δικαστηρίου, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα (άρθρα 432 επ. ΚΠολΔ), είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 § 3, 339 και 395 ΚΠολΔ) χωρίς να παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Δυνάμει της από 30-3-2022 σύμβασης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, διάρκειας τεσσάρων μηνών (συν ενός μηνός κατ’ επιλογή της εργοδότριας), που καταρτίσθηκε στη Βάρνα Βουλγαρίας, μεταξύ της πρώτης εναγόμενης πλοιοκτήτριας του υπό σημαία Κοινοπολιτείας Μπαχαμών δεξαμενόπλοιου «SC», με αριθμό νηολογίου Nassau …., αριθμό ΙΜΟ …, κ.ο.χ. 84601, νόμιμα εκπροσωπούμενης από τη δεύτερη εναγόμενη, αλλοδαπή εταιρεία που έχει εγκαταστήσει νόμιμα γραφείο στην Ελλάδα, διαχειρίστρια του πλοίου (βλ. σχετικά την υπ’ αριθμό πρωτ. …………./24-1-2006 βεβαίωση του 2ου Τμήματος της Δ/νσης Ναυτιλιακής Πολιτικής και Ανάπτυξης του Υπουργείου Εμπορικής Ναυτιλίας), και από την πράκτορα, αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «…………..», και του ……….., υπηκόου Βουλγαρίας, που γεννήθηκε το έτος 1994, ο τελευταίος ναυτολογήθηκε στο ανωτέρω πλοίο, με την ειδικότητα του Ανθυποπλοιάρχου, έναντι συνολικού μηνιαίου μισθού 4.150,00 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου βασικού μισθού, υπερωριών, άδειας μετ’ αποδοχών, επιδομάτων δεξαμενόπλοιου και Υγείας και Κοινωνικής Ασφάλισης και μπόνους ιδιοκτήτη). Ο ανωτέρω ναυτικός παρείχε την εργασία του στο ένδικο πλοίο μέχρι την 6.6.2022, οπότε συνέβη εργατικό ατύχημα, συνεπεία του οποίου απεβίωσε. Πλέον συγκεκριμένα αποδείχθηκε ότι κατά την ανωτέρω ημεροχρονολογία το ένδικο δεξαμενόπλοιο βρισκόταν στο ιδιωτικό ναυπηγείο «…………….» στην Ελευσίνα, όπου ελάμβαναν χώρα εργασίες εγκατάστασης συστήματος καθαρισμού έρματος και διάφορες άλλες προγραμματισμένες γενικές εργασίες. Στο πλαίσιο των εργασιών αυτών, ο πλοίαρχος ……………., σε ενημέρωση που έλαβε χώρα εντός του γραφείου του σχετικά με τις εργασίες που έπρεπε να εκτελεστούν στο πλοίο με τη συνδρομή του Υποπλοίαρχου …………., δόθηκαν οδηγίες στο πλήρωμα για τις εργασίες που έπρεπε να εκτελεστούν. Μεταξύ αυτών περιλαμβανόταν και η εργασία απομάκρυνσης οκτώ (8) φορητών πυροσβεστήρων, αφού προηγουμένως εκκενώνονταν από το περιεχόμενο τους, οι οποίοι κατόπιν οπτικού ελέγχου του πληρώματος είχαν τεθεί εκτός λειτουργίας ήδη από το Μάρτιο του 2022, με την αναγραφή σε πλαστικό ταμπελάκι στη χειρολαβή χρήσης τους «NOT IN USED», ήτοι εκτός χρήσης, και είχαν τοποθετηθεί σε ξεχωριστό χώρο προσωρινής αποθήκευσης επί του πλοίου μέχρι την άφιξή του σε λιμένα όπου θα υπήρχε κατάλληλος χώρος απόρριψής τους. Η εργασία αυτή ανατέθηκε από κοινού στον ως άνω ναυτικό ……….. και στον ……………., ναυτολογημένο, επίσης, στο πλοίο με την ιδιότητα του Ανθυποπλοιάρχου, οι οποίοι, αφού προηγουμένως ενημερώθηκαν από τον Υποπλοίαρχο σχετικά με τη διαδικασία που θα ακολουθούσαν και τα μέτρα ασφαλείας που έπρεπε να λάβουν και τα οποία πράγματι έλαβαν, δηλαδή, τον προβλεπόμενο απαραίτητο εξοπλισμό ασφαλείας (κράνος, στολή εργασίας και αρβύλες), μετέβησαν στο σημείο που είχαν τοποθετηθεί οι ανωτέρω εκτός λειτουργίας πυροσβεστήρες. Οι εν λόγω δύο ναυτικοί αφού ανέλαβαν τρεις πυροσβεστήρες αφρού και δύο ξηράς κόνεως, μετέβησαν σε εξωτερικό χώρο του πλοίου πλησίον του δωματίου που γινόταν η περισυλλογή των απορριμμάτων. Τη διαδικασία εκκένωσης των πυροσβεστήρων ανέλαβε κατά βάση ο ναυτικός ……………… Έτσι, αφού πήρε τον πρώτο πυροσβεστήρα και ξεβίδωσε την κεφαλή αυτού, άδειασε το περιεχόμενο του μέσα στο χώρο απορριμμάτων, στη συνέχεια δε τον απέρριψε (άδειο πλέον) σε κάδο, ευρισκόμενο εντός του πλοίου. Ακολούθως, περί ώρα 11:25 π.μ., πήρε το δεύτερο πυροσβεστήρα αφρού και προσπάθησε να ξεβιδώσει την κεφαλή, πλην όμως τούτο δεν κατέστη δυνατό γιατί είχε «φρακάρει» και ακολούθησε τη διαδικασία εκκένωσης από τη λαβή μέσω κανονικής χρήσης, τον τοποθέτησε, δηλαδή, μπροστά του σε όρθια θέση, εκτός της πόρτας του δωματίου με τα απορρίμματα, με το ακροφύσιο να είναι μέσα σε αυτό, τράβηξε την περόνη και πατώντας τη λαβή άρχισε μέσω του σωλήνα να τον αδειάζει και τότε αυτός εξερράγη, πλήττοντάς τον με σφοδρότητα στο θώρακα και την κοιλία, προκαλώντας πολλαπλές κακώσεις θώρακος και κοιλίας, συνεπεία των οποίων απεβίωσε (βλ. το από 9-6-2022 πιστοποιητικό θανάτου της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Πειραιά και την υπ’ αριθμό πρωτ. ………../1-3-2023 ιατροδικαστική έκθεση νεκροψίας-νεκροτομής της ίδιας ως άνω Υπηρεσίας).Ο έτερος ναυτικός, όπως αναφέρει στην από 6-6-2022 ένορκη εξέτασή του ενώπιον του Κεντρικού Λιμεναρχείου Ελευσίνας, δεν αντιλήφθηκε το θόρυβο από την έκρηξη του πυροσβεστήρα λόγω του υπερβολικού θορύβου που επικρατούσε στον εξωτερικό χώρο του πλοίου και αντιλήφθηκε τον τραυματισμό του άνω ναυτικού, όταν ένιωσε να είναι βρεγμένα τα πόδια του από τον αφρό του πυροσβεστήρα, οπότε και είδε το συνάδελφο του να χάνει τις αισθήσεις του και να καταρρέει, οπότε τον έπιασε και τον ακούμπησε στο πάτωμα. Αμέσως απευθύνθηκε στον Υποπλοίαρχο, ο οποίος βρισκόταν πλησίον του χώρου του ατυχήματος, ο οποίος του άνοιξε τη φόρμα, είδε το αιμάτωμα που είχε δεξιά στο στήθος του, και έδωσε εντολή στον Ανθυποπλοίαρχο να φέρει ιατρικό εξοπλισμό και μαζί με το δεύτερο Υποπλοίαρχο προέβη σε προσπάθειες ανάνηψης. Μετά δε από λίγο (περίπου 30 λεπτά της ώρας) κατέφθασαν και οι διασώστες του ΕΚΑΒ, οι οποίοι διεκόμισαν τον τραυματία στο Γενικό Νοσοκομείο Νίκαιας, όπου διαπιστώθηκε ο θάνατος του. Πιο συγκεκριμένα από τις ίδιες ως άνω αποδείξεις και δη από την από 7-6-2022 πραγματογνωμοσύνη του ………, ναυπηγού – μηχανολόγου μηχανικού, διορισθέντος με την από ίδιας ημερομηνίας έκθεση διορισμού πραγματογνώμονα του …………….., Επικελευστή του Λ.Σ., υπηρετούντος στο Κεντρικό Λιμεναρχείο Ελευσίνας, προέκυψε σχετικά με την κατάσταση του πυροσβεστήρα και των πιθανών αιτίων που προκάλεσαν την αποκόλληση του κάτω μέρους αυτού τα εξής: «1. Διάρρηξη του πυθμένα του Πυροσβεστήρα λόγω εντόνου διαβρώσεως αυτού. Ο ανωτέρω πυροσβεστήρας για να τεθεί σε λειτουργία έχει επικρουστήρα με εσωτερικό φιαλίδιο, που δημιούργησε πίεση στον πυθμένα και λόγω της διάβρωσης αυτού διερράγη. 2. Έντονη διάβρωση στο μέσο αυτού στην περιοχή της συγκόλλησης περιμετρικά, όπου έχει σκάσει το χρώμα, χωρίς διαρραγεί αυτής. 3. Έντονη διάβρωση της χειρολαβής ανύψωσης αυτού. 4. Προφανώς ήταν ασυντήρητος και λόγω του έντονου περιβάλλοντος υπήρξε η αστοχία αυτού. 5. Δεν υπήρχαν Πιστοποιητικά Ελέγχου από Ανεξάρτητο Φορέα περί Καταλληλόλητας αυτού, μόνο ετικέτες ότι έγινε υδραυλική τον 10/2014.». Επιπλέον στην από 22-9-2022 τεχνική έκθεση του ……………., ναυπηγού – μηχανολόγου μηχανικού, που ορίσθηκε ως τεχνικός σύμβουλος των δύο πρώτων εναγόντων κατά την προανάκριση, αναφέρεται όσον αφορά τα αίτια διαβρώσεων του συγκεκριμένου πυροσβεστήρα ότι αυτός παρουσίαζε έντονες διαβρώσεις σε πολλά μέρη του κυλίνδρου του, ότι από τη μορφή των διαβρώσεων προέκυπτε ότι είχαν εκδηλωθεί και υφίσταντο από μακρού χρόνου και ότι ειδικά, συνεπεία της έντασης της διάβρωσης, το πάχος του μετάλλου στον πυθμένα του κυλίνδρου είχε μηδενισθεί, υπήρξε δηλαδή πλήρης διάβρωση (μείωση πάχους τοιχώματος κατά 100%), συμπεραίνεται δε ότι οι διαβρώσεις αυτές οφείλονταν στην περιβαλλοντική επίδραση και καταδείκνυαν ότι ο πυροσβεστήρας ήταν τοποθετημένος για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα σε χώρο υπό συνθήκες περιβάλλοντος έντονα διαβρωτικές (με μεγάλο ποσοστό υγρασίας). Επιπρόσθετα, ως προς τις συνθήκες του ατυχήματος αναφέρεται στην ανωτέρω έκθεση ότι η εκρηκτική διάρρηξη του πυθμένα του πυροσβεστήρα χτύπησε θανάσιμα στο στήθος τον άτυχο ναυτικό, διάρρηξη που οφειλόταν στο γεγονός ότι οι διαβρώσεις σε διάφορα μέρη του ήταν εκτεταμένες και έντονες μέχρι μηδενισμού του πάχους του τοιχώματος του. Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι από τις προαναφερόμενες τεχνικές εκθέσεις σε συνδυασμό και με την από 6-6-2022 έκθεση κατάσχεσης των αξιωματικών του Κεντρικού Λιμεναρχείου Ελευσίνας προκύπτει ότι στον  εν λόγω πυροσβεστήρα, κατασκευής έτους 2005, είχε πραγματοποιηθεί υδραυλική δοκιμή της φιάλης του τον Οκτώβριο του 2014, ελέγχθηκε τον Απρίλιο του 2019, με τελευταίο έλεγχο το Φεβρουάριο του 2022 (από την εταιρεία ………….) ενώ με πλαστικό ταμπελάκι, περασμένο στη χειρολαβή χρήσης, είχε αναγραφεί από μέλη του πληρώματος χειρόγραφα «NOT IN USED», δηλαδή εκτός χρήσης/να μην χρησιμοποιηθεί. Επιπλέον ο Ανθυποπλοίαρχος …………….., στον οποίο είχε ανατεθεί από κοινού με τον θανόντα ναυτικό η εργασία εκκένωσης των πυροσβεστήρων, και ήταν μαζί του κατέθεσε, ότι ο συνάδελφος του (θανών ναυτικός) ήταν πιο έμπειρος και για το λόγο αυτό έκανε εκείνος τη διαδικασία της εκκένωσης, ότι ο ίδιος (ο καταθέσας) είχε ορισθεί και ως αντικαταστάτης και βοηθός του Υποπλοιάρχου σε θέματα των σωστικών μέσων του πλοίου, ενώ ο θανών είχε ορισθεί υπεύθυνος σε θέματα ναυσιπλοΐας, πλην, όμως, όταν το πλοίο βρισκόταν σε ναυπηγείο και χρειαζόταν να γίνουν τέτοιου είδους εργασίες βοηθούσε και στον τομέα αυτό. Ερωτηθείς ο ίδιος σχετικά με την εκπαίδευση που είχε λάβει ενόψει του ότι, όπως κατέθεσε, είχε ορισθεί ως αντικαταστάτης και βοηθός του Υποπλοιάρχου σε θέματα των σωστικών μέσων του πλοίου, κατέθεσε αυτολεξεί ότι «Όλοι οι ναυτικοί περνάνε τη βασική εκπαίδευση χρήσης των πυροσβεστήρων και παίρνουν το αντίστοιχο πιστοποιητικό. Ειδικά για τους αξιωματικούς σε δεξαμενόπλοια όπως εγώ και ο συνάδελφος μου περνάμε εξειδικευμένη εκπαίδευση χρήσης πυρόσβεσης και ελέγχου πυροσβεστικού εξοπλισμού. Για να ναυτολογηθείς σε δεξαμενόπλοιο απαιτούνται και τα απαραίτητα αυτά πιστοποιητικά, σύμφωνα με την STCW (Διεθνής Σύμβασης Για Τα Πρότυπα Εκπαίδευσης Πιστοποίησης και Τήρησης Φυλακών για ναυτικούς).». Επίσης  σε ερώτηση αν σύμφωνα με την εκπαίδευση που είχαν λάβει στην οπτική επιθεώρηση του συγκεκριμένου πυροσβεστήρα μπορούσαν να αντιληφθούν ότι η χρήση του μπορεί να μην ήταν ασφαλής, ο εν λόγω ναυτικός απάντησε ότι «Στον οπτικό έλεγχο πριν την εκκένωση δεν είναι κάτι που να το θεωρήσουμε επισφαλές για να προχωρήσουμε στο άδειασμα του. Άλλωστε σύμφωνα με το ταμπελάκι ελέγχου ο συγκεκριμένος πυροσβεστήρας είχε περάσει και την ετήσια επιθεώρηση ασφαλής χρήσης και λειτουργικότητας από πιστοποιημένο συνεργείο ελέγχου.». Αποδεικνύεται δε ότι ο εν λόγω πυροσβεστήρας είχε πράγματι ελεγχθεί το Φεβρουάριο του 2022 και είχε σημανθεί σχετικώς, όπως ήδη εκτέθηκε, ενώ για την εν λόγω επιθεώρηση εκδόθηκε από την εταιρεία …………., μέλος του Ομίλου Εταιρειών …………., εγκεκριμένου από το Γαλλικό, Αγγλικό και Ιαπωνικό Νηογνώμονα, το υπ’ αριθμό …………. πιστοποιητικό, με ημερομηνία ελέγχου 18-2-2022, το οποίο προσκομίζουν οι εναγόμενες στην αγγλική γλώσσα και σε νόμιμη αποσπασματική μετάφραση στην ελληνική. Εξάλλου, όπως αναφέρεται στην τεχνική έκθεση του …….. ., σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία περί συντήρησης φορητών πυροσβεστήρων επί πλοίων [SOLAS CH. ΙΙ-2, and MSC Circ A.951(23)] όλοι οι φορητοί πυροσβεστήρες υπάγονται σε γενικό έλεγχο κάθε χρόνο και σε υδροστατικό έλεγχο κάθε δέκα χρόνια και άρα, τα αρχεία συντήρησης του επίμαχου πυροσβεστήρα ήταν σύμφωνα με τις απαιτήσεις της νομοθεσίας, καθώς ο επόμενος υδροστατικός έλεγχος όφειλε να γίνει μέχρι τον Οκτώβριο του 2024 και ο τελευταίος ετήσιος έλεγχος είχε γίνει μόλις τέσσερις μήνες πριν το συμβάν από πιστοποιημένο οργανισμό ελέγχου, ενώ η αντικατάσταση του λόγω ηλικίας ήταν να γίνει το 2025, καθώς η προτεινόμενη διάρκεια χρήσης (σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα κατασκευής και συντήρησης πυροσβεστήρων για χρήση σε πλοία) για πυροσβεστήρες με φιάλη πίεσης είναι τα 20 έτη, εφόσον περάσουν επιτυχώς τους προαναφερθέντες περιοδικούς ελέγχους. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω προκύπτει ότι ο θανάσιμος τραυματισμός του ………….. συνιστά εργατικό ατύχημα, υπό την έννοια του Ν. 551/1915, αφού οφείλεται σε έκτακτη και αιφνίδια επενέργεια εξωτερικού αιτίου, άσχετου προς τη σύσταση του οργανισμού του, και συνδέεται σαφώς με την εκτέλεση της ανατεθείσας εργασίας με εντολή του ως άνω ναυτολογημένου υποπλοιάρχου στο πλοίο της πρώτης εναγόμενης. Επιπλέον το ανωτέρω συμβάν, που συνιστά εργατικό ατύχημα προέκυψε ότι οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα της εναγόμενης του κοινού δικαίου (άρθρα 914, 922 και 932 ΑΚ) και δη σε αμέλεια του προστηθέντος αυτής, υποπλοιάρχου, υπεύθυνου σε θέματα λειτουργίας, συντήρησης και ασφάλειας των σωστικών μέσων του πλοίου, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, δεδομένου ότι αυτός, μολονότι μπορούσε εντούτοις δεν   επέδειξε τη δέουσα  επιμέλεια, προσοχή και επίβλεψη, που απαιτείται και επιβάλλεται από τις συναλλαγές και τις συνήθειες κατά την εκτέλεση αντίστοιχων εργασιών που αυτός ανέθεσε στον αποβιώσαντα ναυτικό, προς αποφυγή του κινδύνου πρόκλησης οποιουδήποτε ατυχήματος στο συγκεκριμένο εργαζόμενο. Ειδικότερα η αμέλεια του ανωτέρω υποπλοιάρχου συνιστάται στο ότι: α) ανέθεσε την εκτέλεση εκκένωσης και απόρριψης οκτώ φορητών πυροσβεστήρων σε δύο Ανθυποπλοιάρχους, χωρίς να τους παράσχει ειδικές και σαφείς οδηγίες ως προς τον τρόπο που έπρεπε να ακολουθήσουν, και δη να προχωρήσουν στο άδειασμα αυτών με τον ενδεικνυόμενο πλέον ασφαλή τρόπο δια της αποσυνδέσεως των κεφαλών και όχι της μη ενδεικνυόμενης κανονικής χρήσης αυτών που ενέχει τον κίνδυνο έκρηξης. Ειδικότερα στην από 6.6.2022 κατάθεση του ενώπιον του επικελευστή ου Λ.Σ. …………… ο ανθυπολοιάρχος  . ……., ο οποίος παρευρισκόταν με τον θανόντα στο τόπο του ατυχήματος καταθέτει γενικά ότι αμφότεροι οι ανθυποπλοίαρχοι ενημερώθηκαν από τον Υποπλοίαρχο του ένδικου πλοίου σχετικά με τη διαδικασία εκκένωσης των πυροσβεστήρων, πλην όμως δεν προκύπτει ότι παρασχέθηκαν οι δέουσες οδηγίες και πληροφορίες σε περίπτωση εμπλοκής της κεφαλής κατά την εκκένωση αυτών και του τρόπου ενεργείας στη περίπτωση αυτή. που ανακύψει αυτή. Προκύπτει επομένως ότι υπήρξε μεν γενικόλογη ενημέρωση από τον Υποπλοίαρχο για τους προβλεπόμενους δύο τρόπους εκκένωσης των πυροσβεστήρων, χωρίς όμως να υπάρχει εξειδικευμένη ενημέρωση των άνω δύο ναυτικών για τη διαχείριση της περίπτωσης εμπλοκής της κεφαλής του πυροσβεστήρα,  β) ο ίδιος (υποπλοίαρχος) δεν ασκούσε τη δέουσα εποπτεία επί του συνεργείου που εκτελούσε την εργασία αυτή δεδομένου ότι βρισκόταν σε άλλο χώρο του πλοίου, η δε παρουσία του κρίνεται σημαντική για την αποφυγή του ένδικου ατυχήματος δεδομένου ότι ο ίδιος θα μπορούσε να παρεμποδίσει τον άτυχο ναυτικό να προβεί στην μη ενδεδειγμένη ενέργεια της εκκενώσεως του πυροσβεστήρα δια της της χρήσης αυτού, ενέργεια, η οποία επέφερε το θανατηφόρο αποτέλεσμα λαμβανομένου υπόψη ότι από τις αποδείξεις δεν προέκυψε ότι είχε δώσει σαφείς και ορισμένες οδηγίες περί του τρόπου ενεργείας του ναυτικού σε περίπτωση εμπλοκής της κεφαλής. Μάλιστα η παρουσία του καθίστατο επιτακτική καθώς σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της πρώτης εναγομένης επρόκειτο για εξαίρετο ναυτικό με εξειδικευμένες γνώσεις σε ζητήματα σωστικών μέσων και πυρασφάλειας, οπότε και θα μπορούσε να διαχειριστεί επιτυχώς και με ασφάλεια την ένδικη περίπτωση παρέχοντας επί τόπου τι κατάλληλες οδηγίες αντιμετώπισης του κινδύνου, γ) Επέλεξε για την εκτέλεση της  εργασίας  από κοινού με θανόντα τον ανθυποπλοίαρχο  ……………., ο οποίος, όπως καταθέτει, δεν διέθετε εξειδικευμένη γνώση  σε θέματα εκκένωσης των πυροσβεστήρων, μολονότι διέθετε πιστοποιητικό προχωρημένης εκπαίδευσης πυροσβεστικών μέσων και είχε ορισθεί αντικαταστάτης και βοηθός στα σωστικά μέσα του πλοίο με καμία σχετική εμπειρία, αναθέτοντας κατά κύριο λόγο την εργασία αυτή στον θανόντα με συνέπεια η παρουσία του στο χώρο να μην είχε καμία πρακτική σημασία για την αποφυγή του θανατηφόρου αποτελέσματος.  Εξάλλου ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι ο θανών διέθετε πιστοποιητικό προχωρημένης εκπαίδευσης πυροσβεστικών μέσων σύμφωνα με τον κώδικα STCW VI/3 από τη Δημοκρατία της Βουλγαρίας πενταετούς ισχύος (μέχρι την 1-11-2023), που προσκομίζεται με επίκληση από αυτές  πιστοποιεί μεν ότι ο θανών είχε γενικές γνώσεις χρήσης, ελέγχου και συντήρησης αυτών πλην όμως δεν δικαιολογεί και την απόκτηση γνώσης επί του εξειδικευμένου θέματος της  εκκένωσης των πυροσβεστήρων που εκτελείται συνήθως από εξειδικευμένα και πιστοποιημένα προς τούτο συνεργεία όπως καταθέτει και ο μάρτυρας απόδειξης κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ……….., ο οποίος   συνέταξε και την προαναφερόμενη τεχνική έκθεση στο πλαίσιο της ποινικής προδικασίας. Μάλιστα η εναγόμενη προς επίρρωση του άνω ισχυρισμού της προσκομίζει την περιγραφή του Προγράμματος Σπουδών Προχωρημένης Εκπαίδευσης στην πυρόσβεση του Βουλγαρικού Κέντρου Ναυτικής Εκπαίδευσης στη Βάρνα, όπου αναφέρεται η γενική θεματική «επιθεώρηση και συντήρηση φορητών συστημάτων και εξοπλισμού συναγερμού και πυρόσβεση δεν αναλίσκεται και στο εξειδικευμένο γνωστικό αντικείμενο της εκκενώσεως των πυροσβεστήρων. Επιπλέον το ίδιο επιχείρημα χρησιμοποιεί για την γνώση και εμπειρία των αξιωματικών του πληρώματος του ένδικου πλοίου, ήτοι την πιστοποίηση της γνώσης θεμάτων πυρόσβεσης εν γένει χωρίς όμως να προκύπτει ότι διέθεταν εξειδικευμένη γνώση για την εκκένωση του περιεχομένου ελαττωματικών πυροσβεστήρων που έχουν τεθεί εκτός λειτουργίας και του κινδύνου που συνεπάγεται η εκκένωση τους δεδομένου ότι πρόκειται για εξειδικευμένη εργασία που ανατίθεται σε ειδικά συνεργεία αναγόμωσης πυροσβεστήρων που ουσιαστικά διαφεύγει του γνωστικού πεδίου της πυρόσβεσης σε πλοίο που αποτελεί διαφορετική περίπτωση από την εκκένωση άχρηστων πυροσβεστήρων. Επιπλέον η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι ο θανών ήταν έμπειρος ναυτικός έχοντας ναυτολογηθεί επτά (7) φορές σε πλοία υπό την ίδια διαχείριση και ως εκ τούτου δεν ήταν άπειρος και ανεκπαίδευτος ναυτικός που χρειαζόταν την επίβλεψη των ανωτέρω του για την εκτέλεση της εν λόγω εργασίας. Ο ισχυρισμός αυτός όμως δεν κρίνεται βάσιμος καθώς κρίσιμο στην υπό κρίση περίπτωση τυγχάνει το ζήτημα της γνώσης και των κινδύνων που διατρέχει ο κάθε ναυτικός κατά την εκτέλεση της συγκεκριμένης εργασίας, η οποία αποδείχθηκε επικίνδυνη και θανατηφόρα, δεδομένου ότι τόσο ό ίδιος και ο έτερος ανθυποπλοίαρχος αγνοούσαν τους κινδύνους που ελλοχεύουν στη διαδικασία εκκένωσης ενός εκτός λειτουργίας πυροσβεστήρα με την κανονική χρήση του. Μάλιστα η  διαχείριση του συγκεκριμένου κινδύνου από τον θανόντα αποδεικνύει την έλλειψη γνώσης και εμπειρίας σχετικά με την εκτέλεση της εν λόγω εργασίας καθώς η εμπλοκή της κεφαλής αποτελούσε την ένδειξη διαφορετικού τρόπου ενεργείας που θα δικαιολογούσε την αποχή του ναυτικού από την εκτέλεση της εργασίας αυτής, ως επικίνδυνης, πλην όμως η έλλειψη εμπειρίας και γνώσης του της διαχείρισης της κρίσιμης αυτής κατάστασης, τον ώθησε στην εσφαλμένη επιλογή της εκκενώσεως δια της κανονικής χρήσης αυτού, την οποία ο ίδιος θεωρούσε ασφαλή και του είχε υποδειχθεί ως τέτοια, αφού κανένας αρμόδιος αξιωματικός του πλοίου δεν τον ενημέρωσε σχετικά με τον κίνδυνο που διατρέχει η ζωή του από την ενέργεια στην οποία προέβη λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης στην οποία βρισκόταν ο πυροσβεστήρας. Ακολούθως η πρώτη εναγόμενη μετ’ επιτάσεως ισχυρίζεται ότι τόσο ο θανών όσο και ο έτερος ανθυποπλοίαρχος που συνόδευε αυτόν είχαν λάβει εξειδικευμένη εκπαίδευση χρήσης και ελέγχου πυροσβεστικού εξοπλισμού δεξαμενοπλοίων και διέθεταν τις αντίστοιχες πιστοποιήσεις πλην όμως τούτο δεν συνεπάγεται ότι διέθεταν και την εξιδεικευμένη γνώση για την εκτέλεση της ανατεθείσας σε αυτούς εργασίας δεδομένου ότι η τελευταία διαφοροποιείται από την έννοια της χρήσης και λειτουργίας του πυροσβεστικού εξοπλισμού, η οποία προϋποθέτει τη χρήση ενός ασφαλώς λειτουργούντος πυροσβεστήρα και όχι ενός εκτός λειτουργίας πυροσβεστήρα, όπως στην υπό κρίση περίπτωση, το οποίο αποτελεί ένα άχρηστο και επικίνδυνο προϊόν. Επίσης απορριπτέος ως αβάσιμος κρίνεται και ο ισχυρισμός της πρώτης εναγομένης ότι ο θανών αγνοώντας την ένδειξη NOT IN USED  προέβη στην μη ενδεικνυόμενη χρήση αυτού δια της κανονικής χρήσεως του με συνέπεια από την ενέργεια του αυτή να επέλθει ο θάνατος του. Και τούτο διότι ο θανών ναυτικός συμμορφωθείς προς τις οδηγίες που του χορηγήθηκαν από τον υποπλοίαρχο για τους δύο τρόπους εκκένωσης των πυροσβεστήρων για την εκτέλεση της ανατεθείσας σε αυτόν εργασίας προέβη στην εκτέλεση αυτής με βάση τις οδηγίες που έλαβε, οι οποίες είχαν ισοδύναμο αποτέλεσμα για την επιτυχή έκβαση της εργασίας του, πλην όμως κανένας δεν του γνωστοποίησε τους κινδύνους που διατρέχει από την εσφαλμένη επιλογή του τρόπου εκκένωσης ενός άχρηστου πυροσβεστήρα, γεγονός το οποία αποδεικνύει ότι ούτε και ο θανών διέθετε τη γνώση και την εμπειρία για την ασφαλή διεξαγωγή του εν λόγω εγχειρήματος.  Τέλος δεν πρέπει να διαλάθει της προσοχής ότι ο συγκεκριμένος πυροσβεστήρας είχε ελεγχθεί προ τετραμήνου από αρμόδια πιστοποιημένη εταιρεία, εγνωσμένου κύρους με συνέπεια οι δύο ναυτικοί να βασιστούν στην εν λόγω πιστοποίηση και να προβούν στην εκτέλεση της εκκένωσής του με όποιο τρόπο μπορούσαν δεδομένου ότι θεωρούσαν αυτούς ασφαλείς, παραβλέποντας ως μη ενδεχόμενη τη περίπτωση διαρραγής της  φιάλης του πυροσβεστικού αφρού.  Απ’ όλα τα ανωτέρω  προκύπτει ότι ο προστηθείς της πρώτης εναγόμενης υποπλοίαρχος ανέθεσε μια εργασία στον αποβιώσαντα ναυτικό χωρίς να παράσχει σαφείς οδηγίες ως προς τη διαδικασία που έπρεπε να ακολουθήσει, ενώ γνώριζε ότι αυτός δεν διέθετε εξειδικευμένη εκπαίδευση ως προς το θέμα της εκκένωσης ίων πυροσβεστήρων και των κινδύνων που η εν λόγω εργασία άμεσα εγκυμονούσε για τον οποιονδήποτε δεν είχε ειδικές γνώσεις επί του εν λόγω ειδικού αντικειμένου, χωρίς έστω επίβλεψη ή καθοδήγησή του κατά την εκτέλεση της εν λόγω εργασίας, καθώς ο ίδιος ο βρισκόταν σε άλλο σημείο. Οι ανωτέρω πράξεις και παραλείψεις της εναγόμενης, που οφείλονται σε υπαίτια (αμελή) παράβαση της απαιτούμενης επιμέλειας, που επιβάλλεται κατά τη συναλλακτική και καλή πίστη στον κύκλο της αρμοδιότητάς της, τελούν σε αιτιώδη συνάφεια με το ατύχημα, καθώς και τον συνεπεία αυτού θανατηφόρο τραυματισμό του ………………, αφού η εκκένωση του πυροσβεστήρα μέσω κανονικής χρήσης είχε ως αποτέλεσμα την ανάπτυξη εσωτερικής πίεσης με συνέπεια τη διάρρηξη του κελύφους στην περιοχή που είχε μειωθεί το πάχος του (σε πολύ μεγάλο βαθμό) λόγω της υφιστάμενης έντονης διάβρωσης του.

Με τον πρώτο λόγο της έφεσης της η εκκαλούσα της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης διατείνεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων έκρινε ότι ο θάνατος του άνω ναυτικού οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα της ίδιας και δη σε αμέλεια του προστηθέντος σε αυτή υποπλοιάρχου, ισχυριζόμενη ότι ο άνω υποπλοίαρχος της έχει δώσει σαφείς οδηγίες και στους δύο ανθυποπλοιάρχους για την εκτέλεση της εργασίας, είχε θέσει στον επίδικο πυροσβεστήρα το ταμπελάκι με την ένδειξη NOT IN USED και ο θανών ναυτικός είχε την απαραίτητη γνώση, εκπαίδευση και εμπειρία για την εκτέλεση της εργασίας. Ωστόσο ο λόγος αυτός της έφεσης, σύμφωνα με τα όσα έγιναν δεκτά από το παρόν Δικαστήριο πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος καθώς η πρώτη εναγόμενη τυγχάνει αποκλειστικά υπαίτια για την επέλευση του θανατηφόρου ατυχήματος του άνω ναυτικού.

Σε συνέχεια των ανωτέρω απορριπτέος ως αβάσιμος τυγχάνει και ο δεύτερος λόγος της υπό στοιχείο Β’ έφεσης που αποφορά την απόρριψη ως αβάσιμης κατ’ ουσίαν της πρωτοδίκως προβληθείσας ένστασης διακοπής του αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της όποιας υπαιτιότητας της και του θανάτου του ναυτικού δεδομένου ότι έγινε δεκτό ότι ο θάνατος του άνω ναυτικού οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα της εναγόμενης.

Ακολούθως η πρώτη εναγόμενη με τι προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου προέβαλε τη νόμιμη ένσταση περί συνυπαιτιότητας του θανόντος στην επέλευση του θανατηφόρου αποτελέσματος, ερειδόμενη στη διάταξη του άρθρου 300 ΑΚ, η οποία, όμως, απορρίφθηκε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη καθώς η εκκαλουμένη δέχθηκε ότι τον αποβιώσαντα ναυτικό δεν βαρύνει καμία μορφή συνυπαιτιότητας στην πρόκληση του ένδικου ατυχήματος. Η ίδια εναγόμενη με τις προτάσεις της πρωτοδίκως αλλά και με τον παρόντα λόγο έφεσης αποδίδει τη συντρέχουσα αμέλεια του θανόντος ναυτικού αφενός στην εσφαλμένη απόφασή του να εκκενώσει τον πυροσβεστήρα με τον μη ενδεικνυόμενο τρόπο της κανονικής χρήσης αυτού αντί να διακόψει άμεσα την εργασία και να απευθυνθεί στον υποπλοίαρχο, αφετέρου της παραμέλησης του περιεχομένου της πινακίδας που είχε τεθεί στον πυροσβεστήρα με την ένδειξη NOT IN USED. Ωστόσο ο λόγος αυτός της έφεσης υπό την ανωτέρω θεμελίωση του κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος δεδομένου ότι όπως έγινε δεκτό ανωτέρω, αφενός ουδέποτε είχε λάβει σχετική οδηγία για τον τρόπο ενεργείας του σε περίπτωση εμπλοκής της κεφαλής καθώς οι οδηγίες που έλαβε από τον υποπλοίαρχο αφορούσε μόνον την υπόδειξη των προβλεπόμενων δύο τρόπων εκκένωσης των πυροσβεστήρων, αφετέρου η πινακίδα με το απαγορευτικό περιεχόμενο NOT IN USED αφορούσε την απαγόρευση της κατά προορισμό χρήσης του πυροσβεστήρα λόγω της μη λειτουργίας του και όχι για την διαδικασία εκκένωσης αυτού στο πλαίσιο της διαδικασίας αχρηστεύσεως τους. Επιπλέον το τελευταίο τούτο επιχείρημα είναι αντιφατικό με τον προβαλλόμενο από αυτήν ισχυρισμό δεδομένου ότι εφόσον ο αρμόδιος προς τούτο Υποπλοίαρχος γνώριζε για την απαγόρευση της χρήσης των εν λόγω πυροσβεστήρων με την ανωτέρω απαγορευτική ένδειξη τότε δεν θα έπρεπε να αναθέσει την εν λόγω εργασία σε μέλη του πληρώματος του πλοίου, οπότε και οι οδηγίες που ο ίδιος παρείχε απευθυνόμενος προς τους δύο ανθυποπλοίαρχους υπέδειξε τους δύο τρόπους εκκένωσης αυτών με βάση τον ισχυρισμό της αυτό ήταν περιττές αφού όλοι οι πυροσβεστήρες έφεραν τη σχετική ένδειξη.  Κατά συνέπεια η εκκαλουμένη απόφαση , η οποία απέρριψε την ένσταση της ΑΚ 300  ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει  να απορριφθεί ο σχετικός λόγος της έφεσης ως αβάσιμος.

Επιπλέον από τις ίδιες ως άνω αποδείξεις προκύπτει ότι ο αποβιώσας, ………………., ο οποίος γεννήθηκε στις 4-4-1994 στη Βάρνα της Βουλγαρίας, ήταν υιός του πρώτου (γεν. 2-10-1962) και της δεύτερης (γεν. 10-6-1971), εγγονός (από την πατρική γραμμή) του τρίτου ενάγοντος (γεν. 3-4-1940) και εγγονός (από τη μητρική γραμμή) του τέταρτου (γεν. 3-8-1945) και της πέμπτης (γεν. 23-6-1952) των εναγόντων (βλ. τα με αριθμούς .., … και ….. από 4-1-2023 πιστοποιητικά οικογενειακής κατάστασης και μελών της οικογένειας του Δήμου Βάρνας Βουλγαρίας, που προσκομίζονται στη βουλγαρική γλώσσα και σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική), άπαντες οι οποίοι είναι πολίτες και μόνιμοι κάτοικοι Βουλγαρίας, πλην της δεύτερης που τουλάχιστον κατά το χρόνο του ατυχήματος διέμενε ως εκ της εργασίας της στην Αυστρία. Ο προαναφερόμενος ναυτικός, κατά το χρόνο του επισυμβάντος θανάτου του ήταν άγαμος και χωρίς νόμιμους κατιόντες, πλην όμως ζούσαν αμφότεροι οι γονείς του, δηλαδή οι δύο πρώτοι ενάγοντες, των οποίων ήταν το μοναδικό τους τέκνο. Ο πρώτος εκκαλών της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης και πρώτος ενάγων κατά το χρόνο του θανάτου του υιού του απασχολείτο ως εργατοτεχνίτης σε επισκευές πλοίων σε ναυπηγεία, έναντι ημερομισθίου περίπου 45,00 ευρώ. Αποδεικνύεται ότι ο ίδιος  από το 2000 έως το 2016, είχε ναυτολογηθεί αρκετές φορές σε πλοία διαχείρισης της δεύτερης εναγομένης με την ειδικότητα του εφαρμοστή (fitter) ή ως μέλος επισκευής μηχανοστασίου (riding team engine).   Επιπλέον, κατοικούσε με τη σύζυγο του σε ιδιόκτητο διαμέρισμα, το οποίο είχε αγοράσει το έτος 1994, και βρίσκεται στη συνοικία …… Βουλγαρίας. Επίσης, το έτος 2004 αγόρασε από κοινού με τη σύζυγο του, δεύτερη ενάγουσα, ένα οικόπεδο με μικρό ισόγειο κτίσμα στη Βάρνα, το οποίο είναι σε κακή κατάσταση και παραμένει ακατοίκητο. Επιπρόσθετα η δεύτερη ενάγουσα κατά το κρίσιμο χρόνο του θανάτου του υιού της απασχολείτο ως νοσηλεύτρια στην Αυστρία, όπου φρόντιζε έναν ηλικιωμένο, με ημερομίσθιο 80,00 ευρώ, η οποία μάλιστα περιλαμβανόταν σε επαγγελματικό κατάλογο αναρτημένο στο διαδίκτυο  οπότε και η εργασία της αυτής δεν ήταν περιστασιακή, όπως η ίδια ισχυρίζεται με την επισήμανση ότι αυτή ήταν δηλωμένη στο σχετικό επαγγελματικό Μητρώο που τηρείται στην Αυστρία  και κατά το έτος 2023. Ο πρώτος ενάγων μετά τον θάνατο του υιού του δεν σταμάτησε την εργασία του αλλά εξακολούθησε να εργάζεται, όπου μάλιστα κατά μήνα Νοέμβριο 2022 εργάστηκε για 19 ημερομίσθια εισπράττοντας 90 Λέβα ή άλλως 45 ευρώ  ενώ έχει καταχωρηθεί στο Δημόσιο Επαγγελματικό Μητρώο Βουλγαρίας ως αγρότης. Επιπλέον αποδεικνύεται ότι ο θανών με την ολοκλήρωση της εκπαίδευσής υιός του απασχολήθηκε ως ναυτικός σε πλοία υπό τη διαχείριση της δεύτερης εναγόμενης, όπου συνολικά μέχρι το χρόνο του θανάτου του είχε αποκομίσει εισοδήματα εκ της εργασίας του ποσού 61.780,00 ευρώ. Ο θανών το 2021 αγόρασε στη Βάρνα Βουλγαρίας διαμέρισμα έναντι τιμήματος ποσού 132.333,99 Λεβ, που αντιστοιχούν σε 115.000,00 ευρώ περίπου. Από την ανωτέρω έκθεση των οικονομικών δυνάμεων  του θανόντος και των δύο γονέων του, όπως αυτές διαμορφώθηκαν από την εργασία τους και μέχρι το χρόνο του θανάτου του πρώτου προκύπτουν τα εξής: α) ο θανών υιός τους, ο οποίος με τα χρήματα που συγκέντρωσε από την εργασία του αγόρασε σε σύντομο χρονικό διάστημα από την έναρξη του εργασιακού του βίου το προαναφερθέν διαμέρισμα με βάση τα διδάγματα της λογικής και της κοινής πείρας δεν προκύπτει ότι συνέδραμε οικονομικά  στη κάλυψη των βιοτικών αναγκών του γονέων του δεδομένου ότι οι ίδιοι αποκόμιζαν αρκετά έσοδα από την εργασίας του ώστε να μπορούν να αυτοδιατραφούν, β) ο ισχυρισμός των εναγόντων ότι ο θανών υιός τους είχε εξουσιοδοτήσει τους γονείς του να προβαίνουν σε αναλήψεις χρηματικών ποσών από τον τραπεζικό του λογαριασμό δεν μπορεί να αποτελέσει αποδεικτικό τεκμήριο για τη θεμελίωση του εν λόγω αγωγικού τους ισχυρισμού δεδομένου ότι συνηθίζεται οι ναυτικοί λόγω της μακρόχρονης απουσίας τους εξαιτίας των συνεχών ναυτολογήσεων τους να εξουσιοδοτούν έμπιστα προς αυτούς πρόσωπα για να διαχειρίζονται δικές τους οικονομικές υποθέσεις, μολονότι ο ίδιος θα μπορούσε να διατηρεί μαζί με τους γονείς του κοινό τραπεζικό λογαριασμό ώστε να αποφευχθεί η ανάγκη παροχής πληρεξουσίου κάτι το οποίο όμως δεν έπραξε, γ) αμφότεροι οι γονείς του θανόντος ναυτικού μετά το θάνατο του υιού τους τους εξακολούθησαν να εργάζονται ενώ σε κάθε περίπτωση με βάση τα επαγγέλματα που οι ίδιοι ασκούσαν (αγρότης και νοσηλεύτρια αντιστοίχως) είχαν τη δυνατότητα να αυτοδιατραφούν χωρίς να απαιτείται η οικονομική ενίσχυση τρίτου προσώπου δεδομένου ότι δεν επικαλούνται πραγματικά περιστατικά που τους στερούν τη δυνατότητα απασχόλησής τους και της εν γένει απόκτησης εισοδημάτων με τις δικές του δυνάμεις.  Κατά συνέπεια το αιτούμενο αγωγικό κονδύλιο περί αποζημίωσης κατ’ άρθρο την 3 § 5 του Ν. 551/1915 πρέπει, σύμφωνα και με τα όσα εκτέθηκαν στην άνω μείζονα σκέψη να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε ότι οι πρώτος και δεύτερη ενάγουσα τελούσαν σε αδυναμία να ικανοποιήσουν εξ ιδίων δυνάμεων, δεδομένου ότι αποδείχθηκε ότι αφενός  ο θανών υιός τους δεν συνέδραμε αυτούς οικονομικά για την κάλυψη των βιοτικών τους αναγκών, αφετέρου διαθέτουν επαρκείς πόρους για να ανταποκριθούν στις ανάγκες τους αυτές ενώ σε κάθε περίπτωση έχουν τη δυνατότητα να ασκήσουν επάγγελμα από το οποίο δύνανται να προσποριστούν επαρκείς πόρους για τη διαβίωσή τους. Επομένως η εκκαλουμένη απόφαση, η οποία δέχθηκε τα ίδια και απέρριψε τον εν λόγω κονδύλιο ως κατ΄ουσίαν αβάσιμο ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τη προμνησθείσα διάταξη νόμου ενώ σε κάθε περίπτωση ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, τα όσα δε αντίθετα ισχυρίστηκαν οι άνω εκκαλούντες με τον τρίτο λόγο της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης τους πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα και να απορριφθεί ο παρών λόγος έφεσης ως αβάσιμος. Εφόσον, κατά τα προαναφερθέντα, υπήρξε πταίσμα του προστηθέντος της πρώτης εναγομένης υποπλοιάρχου, οι ενάγοντες δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης που δοκίμασαν από το θάνατο του οικείου τους ναυτικού, καθώς η ευθύνη της πρώτης εναγόμενης δεν είναι αντικειμενική, ως βασιζόμενη σε εργατικό ατύχημα, αλλά αδικοπρακτική.  Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο θανών κατά το χρόνο του θανάτου του, ήταν ηλικίας 28 ετών, έχαιρε άκρας υγείας και ο αιφνίδιος, αδόκητος, πρόωρος και υπό τις προεκτεθείσες τραγικές συνθήκες, βίαιος θάνατός του, προκάλεσε στους γονείς του, στον παππού και τις δύο γιαγιάδες του από την πατρική και μητρική γραμμή, με τους οποίους ο συναισθηματικός και ψυχικός δεσμός που τον συνέδεε ήταν πολύ ισχυρός, οι δε σχέσεις τους πολύ αρμονικές, υπήρχε δε μεγάλη αγάπη μεταξύ τους, δεινό ψυχικό άλγος, πόνο και θλίψη, τα οποία είναι δύσκολο να εξαλειφθούν στο μέλλον. Πρέπει να σημειωθεί ότι η θανάτωση προσώπου αποτελεί, αναμφισβήτητα, το έσχατο αποτέλεσμα μιας αδικοπραξίας, η οποία επιφέρει δυσαναπλήρωτο κενό, πόνο και συντριβή στους οικείους του αποβιώσαντος και η κλονισμένη ψυχική κατάσταση και συντριβή των συγγενών του, δεν μπορούν να αποκατασταθούν. Πλην όμως, η χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, μπορεί να τους ανακουφίσει κατά ένα μέρος. Στη συγκεκριμένη δε περίπτωση, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες συνθήκες υπό τις οποίες επήλθε ο βίαιος θάνατος του ανωτέρω κατά την εκτέλεση της εργασίας του (βλ. Στ. Πατεράκη, Η Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, 1995, σ. 336 και 338), το βαθμό πταίσματος του προστηθέντος της πρώτης εναγόμενης (η συμπεριφορά της είχε ουσιώδη απόκλιση από τους κανόνες επιμέλειας για την ασφάλεια των εργαζομένων, γεγονός που, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, επιτείνει την ψυχική οδύνη των εναγόντων), την έλλειψη συνυπαιτιότητας του αποβιώσαντος, την ηλικία τόσο του αποβιώσαντος (ο οποίος, λόγω του σχετικά νεαρού της ηλικίας του, είχε ακόμα πολλά χρόνια να ζήσει και να προσφέρει πολλές χαρές και ηθική συμπαράσταση στους οικείους του, οι οποίοι δοκιμάζουν ψυχική οδύνη), καθώς και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών (με την επισήμανση ότι η κοινωνική θέση του αποβιώσαντος επηρεάζει σε ασήμαντο βαθμό την κρίση του Δικαστηρίου για το επιδικαστέο ποσό της χρηματικής ικανοποίησης – Στ. Πατεράκη, ό.α, σ. 334), το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να επιδικαστεί στον πρώτο και δεύτερη των εναγόντων, πατέρα και μητέρα αντίστοιχα, το ποσό των 50.000,00 ευρώ για καθένα από αυτούς, και το ποσό των 10.000 ευρώ σε καθένα από τους τρίτο, τέταρτη και πέμπτη των εναγόντων, προς ανακούφιση του ψυχικού τους πόνου, τα οποία κρίνεται δίκαιο και εύλογο να επιδικαστούν σύμφωνα και με την αρχή της αναλογικότητας. Τα ποσά δε αυτά, τελούν σε σχέση ανεκτής αναλογίας προς το αντίστοιχο πραγματικό, δεδομένου ότι δεν υπερβαίνουν τα όρια όπως διαγράφονται από τα δεδομένα της κοινής πείρας και της κοινής περί δικαίου συνείδησης στις ένδικες συνθήκες. Δεν παραβιάζεται δε η αρχή της αναλογικότητας, διότι εάν επιδικάζονταν μικρότερα ποσά προς αποκατάσταση της ψυχικής οδύνης των εναγόντων, θα ευτελιζόταν η αξία της ανθρώπινης ζωής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι πρέπει να λάβουν ως χρηματική ικανοποίηση για την παραπάνω αιτία: α) οι δυο πρώτοι των εναγόντων, γονείς του θανόντος, ατομικά, το ποσό των 40.000 ευρώ και β) έκαστος των τρίτου, τέταρτης και πέμπτης των εναγόντων το ποσό των 10.000 ευρώ, εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε μόνον ως προς το επιδικασθέν κονδύλιο της αποζημίωσης λόγω ψυχικής οδύνης ως προς τους δύο πρώτους των εναγόντων, δεκτού γενομένου εν μέρει ως ουσιαστικά βάσιμου του δεύτερου λόγου της υπό στοιχείο Α΄ έφεσης και απορριπτομένου  ως ουσιαστικά αβάσιμου του πέμπτου τρίτου λόγου της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης, με του. Αντίθετα, κρίνοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι έκαστη των τρίτου, τέταρτης και πέμπτης των εναγόντων πρέπει να λάβουν ως χρηματική ικανοποίηση για την παραπάνω αιτία το ποσό των 10.000,00 ευρώ, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, απορριπτομένων αντίστοιχα του τρίτου λόγου της Α έφεσης και του δευτέρου λόγου της Β έφεσης.

Κατόπιν αυτών, μη υπάρχοντος άλλου λόγου των άνω εφέσεων προς εξέταση, πρέπει: Α) να απορριφθεί η υπό στοιχείο Β έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη στο σύνολό της και να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της, τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν νόμιμου σχετικού αιτήματός τους (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), Β) να απορριφθεί η Α έφεση ως προς την τρίτο, τέταρτη και πέμπτη των εφεσίβλητων και να καταδικαστούν οι εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα των τελευταίων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν νόμιμου σχετικού αιτήματός τους (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.) Και Γ) γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η Α έφεση ως προς το  πρώτο και δεύτερη των εκκαλούντων και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση ως προς όλα τα κεφάλαιά της ως προς αυτή, για την ενότητα της εκτέλεσης (Εφ.Πατρ. 21/2019, Εφ.Θεσ. 174/2018, Εφ.Πειρ. 16/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, «Η έφεση», έκδ. Ε’, σ. 430-431, παρ. 1143), ώστε η απόφαση να έχει ενιαίο διατακτικό (Α.Π. 748/1984, ΕλλΔνη 26, 642, Εφ.Πειρ. 155/2019, Εφ.Πατρ. 279/2018, Εφ.Δωδ. 309/2019, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως, πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση προς εκδίκαση κατ’ ουσία στο Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη με αριθ. 2825/2024 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, ως προς όλα της τα κεφάλαια που αφορούν τη πρώτη εναγόμενη, να κρατηθεί και να δικαστεί επί της ουσίας η αναφερθείσα στο σκεπτικό από 17.3.2023 και με ΓΑΚ /ΕΑΚ ……../2023 αγωγή κατά της τελευταίας, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως προς αυτήν [και δη κατά το κεφάλαιό της περί χρηματικής ικανοποίησης των δύο εναγόντων λόγω ψυχικής οδύνης, κατά το οποίο  είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρονται και αναλύονται στις νομικές σκέψεις της παρούσας, καθώς και σ’ αυτές των άρθρων  299, 345, 346, 914, 922, 932 Α.Κ, 176 Κ.Πολ.Δ.] και να υποχρεωθεί η πρώτη εναγόμενη να καταβάλει για την άνω αιτία στους πρώτο και δεύτερη των εναγόντων στο ποσό των 50.000,00 ευρώ, β) για καθέναν από τους λοιπούς, τρίτο, τέταρτο και πέμπτη, το ποσό των 10.000,00 ευρώ, άπαντα τα ποσά με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα επίδοσης της αγωγής (ήτοι από 22-3-2023) και μέχρις εξοφλήσεως. Τέλος, η πρώτη εναγόμενη, λόγω της ήττας της και ανάλογα με την έκταση αυτής, πρέπει να καταδικασθεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατ’ αποδοχή του βάσιμου σχετικού αιτήματός τους (άρθρα 106, 178 παρ. 1, 183 και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ, σε συνδ. με άρθρα 58 παρ. 3, 63 παρ.1 περ. iδ, 68 παρ.1, 69 παρ. παρ. 1, 2 και 84 του Ν. 4194/2013).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις Α και Β εφέσεις.

Δέχεται τυπικά αυτές.

Ι. Απορρίπτει τη Β έφεση κατ’ ουσία.

Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.

ΙΙ. Απορρίπτει την Α έφεση ως προς την τρίτο, τέταρτη και πέμπτη των εφεσίβλητων.

Καταδικάζει τους εκκαλούντες στα δικαστικά έξοδα των ανωτέρω εφεσίβλητων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600,00) ευρώ.

ΙΙΙ. Δέχεται την Α έφεση κατ’ ουσία ως προς τη πρώτη εφεσίβλητη.

Εξαφανίζει τη με αριθ. 2825/2024 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, ως προς όλα της τα κεφάλαια που αφορούν τη πρώτη εναγόμενη.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση που αφορά την αναφερθείσα στο σκεπτικό από 17.3.2023 και με ΓΑΚ ….. και ΕΑΚ ………/17.3.2023 αγωγή κατά της πρώτης  εναγόμενης.

Δέχεται εν μέρει αυτή κατ’ ουσία.

Υποχρεώνει τη πρώτη εναγόμενη να καταβάλει σε καθένα από τους πρώτο και δεύτερη των εναγόντων στο ποσό των πενήντα χιλιάδων (50.000,00) ευρώ και β) για καθέναν από τους λοιπούς, τρίτο, τέταρτο και πέμπτη των εναγόντων, το ποσό των 10.000,00 ευρώ, άπαντα τα ποσά με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα επίδοσης της αγωγής (ήτοι από 22-3-2023) και μέχρις εξοφλήσεως.

Καταδικάζει τη πρώτη εναγόμενη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων των εναγόντων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στις  26-8-2025, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ