ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ
ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 128 /2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγγελική Δέτση, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και τη γραμματέα Γ.Λ..
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου με την από 22-6-2017 και ειδ. αρ. κατάθ. …./2017 κλήση της εκκαλούσας α) η από 3-6-2014 και με αρ. κατάθ. …./2014 έφεσή της και β) οι από 25-7-2016 και με ειδ. αρ. κατάθ. …/2016 πρόσθετοι λόγοι έφεσης, μετά την ματαίωση της συζήτησης τους κατά τη δικάσιμο της 8ης-12-2016.
Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αρ. 5248/2013 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων με την τακτική διαδικασία επί της από 2-3-2011 (αρ. κατάθ. …/2011) ανακοπής, της από 1-2-2012 (αρ. κατάθ. …/2012) ανακοίνωση δίκης-προσεπίκλησης και της από 6-12-2012 (αρ. κατάθ. …/2012) πρόσθετης παρέμβασης έχει ασκηθεί από την ηττηθείσα ανακόπτουσα νομότυπα και εμπρόθεσμα, ήτοι με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου στις 5-6-2014 και εντός τριετίας από την δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 15-10-2013, δεδομένου ότι από τα έγγραφα που προσκομίζονται δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της προσβαλλομένης απόφασης, αρμοδίως δε φέρεται για να δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρα 19, 495 § 1, 498, 500, 511, 513, 516, 517, 518 § 2 ΚΠολΔ). Επίσης, οι από 25-7-2016 (ειδ. αρ. κατάθ. ../2016) πρόσθετοι λόγοι έφεσης της εκκαλούσας παραδεκτώς ασκήθηκαν με χωριστό δικόγραφο, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, και αντίγραφό τους κοινοποιήθηκε στους εφεσίβλητους τριάντα (30) ημέρες πριν την ορισθείσα για την έφεση δικάσιμο της 8ης-12-2016 (βλ. με αρ. ….. εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Εφετείου Πειραιώς ….), ενώ παράλληλα αφορούν κεφάλαια, που έχουν προσβληθεί με την έφεση ή αναγκαστικά συνέχονται με τα κεφάλαια αυτά. Πρέπει, επομένως, η έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής να γίνουν τυπικά δεκτά και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς, κατά την ίδια διαδικασία (άρθρα 522 και 533 ΚΠολΔ), ενώ σημειώνεται ότι για το παραδεκτό τους έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο το απαιτούμενο, κατ’ άρθρο495 ΚΠολΔ, παράβολο.
Από τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. ΑΚ σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 1 § 2 και 2 του ΝΔ 356/1974 (ΚΕΔΕ) και 4 § 7 του Ν. 2238/1994 «Κύρωση του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος» – όπως η τελευταία διάταξη ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης (άρθρο 72 § 31 Ν. 4172/2013, ΦΕΚ Α’ 167/23-7-2013, όπως η τελευταία παράγραφος προστέθηκε με την παράγ. Δ υποπαρ. 1 περ. 22 άρθρου πρώτου του Ν. 4254/2014, ΦΕΚ Α’ 85/7-4-2014) – προκύπτει ότι, ο υπόχρεος έναντι του Δημοσίου προς καταβολή φόρου για εισόδημα που αποκτά από την εκμίσθωση ακινήτου, όπως είναι και ο εκμισθωτής αυτού, σύμφωνα με το άρθρο 20 του άνω Ν.2238/1994, μπορεί να εκχωρήσει προς το Δημόσιο τα μη εισπραχθέντα από αυτόν μισθώματα, στην καταβολή των οποίων υποχρεούται ο μισθωτής, με σχετική δήλωση του, που υποβάλλεται στον αρμόδιο για τη φορολογία του προϊστάμενο της ΔΟΥ, παραδίδοντας συγχρόνως σ’ αυτόν τα αποδεικτικά της εκχωρούμενης απαιτήσεως έγγραφα. Από της δηλώσεως αυτής του εκχωρητή, συνοδευομένης με βεβαίωση του ιδίου ότι δεν κατέχει άλλα αποδεικτικά της εκχωρούμενης απαιτήσεως έγγραφα, το Δημόσιο ως εκδοχέας της εκχωρούμενης απαιτήσεως υποκαθίσταται ως προς την απαίτηση αυτή στα δικαιώματα του εκχωρητή, ως ειδικός διάδοχος αυτού, μη απαιτουμένης, κατά την ειδικώς ρυθμίζουσα την εκχώρηση αυτή διάταξη του άνω άρθρου 4 § 7 του Ν. 2238/1994, αναγγελίας της εκχωρήσεως προς τον εκχωρούμενο οφειλέτη, η δε εκχωρούμενη απαίτηση αποτελεί δημόσιο έσοδο, που εισπράττεται από τον εκχωρούμενο οφειλέτη, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΕΔΕ. Σύμφωνα δε με την παράγ. 1 εδ. α΄ του άρθρου 20 του Ν. 2238/1994, όπως αντικ. με την παράγ. 10 του άρθρου 2 του Ν. 2753/1999 «Απλοποιήσεις και ελαφρύνσεις στη φορολογία εισοδήματος και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α’ 249/17-11-1999), «εισόδημα από ακίνητα είναι αυτό που προκύπτει κάθε οικονομικό ή κατά περίπτωση γεωργικό έτος, είτε από εκμίσθωση ή επίταξη ή έμμεσα από ιδιοκατοίκηση ή ιδιοχρησιμοποίηση ή από παραχώρηση της χρήσης σε τρίτο χωρίς αντάλλαγμα, μίας ή περισσότερων οικοδομών, είτε από εκμίσθωση γαιών». Κατά την έννοια της παραπάνω διάταξης, η οποία, ως φορολογική, είναι στενά ερμηνευτέα, μπορεί να θεωρηθεί ως εισόδημα από την εκμίσθωση ακινήτων μόνο στις άνω ειδικά προβλεπόμενες περιπτώσεις. Επομένως, η διάταξη αυτή δεν εφαρμόζεται, και δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εισόδημα από εκμίσθωση ακινήτου η οφειλόμενη αποζημίωση για παρακράτηση του μετά τη λήξη της μίσθωσής του, αφού η αξίωση αυτή είναι διαφορετική από την αξίωση πληρωμής μισθωμάτων, καθώς ο γενεσιουργός λόγος της είναι η παραβίαση της υποχρέωσης του μισθωτή να αποδώσει το μίσθιο κατά τη λήξη της μίσθωσης και η από την παράβαση αυτή προκύπτουσα υποχρέωση αποζημίωσης (ΕΘ 1374/2014 ΝΟΜΟΣ) κατά τα άρθρα 599, 601, 297 και 298 ΑΚ, ενώ γενεσιουργός λόγος της οφειλής των μισθωμάτων είναι η σύμβαση μίσθωσης, σύμφωνα με το άρθρο 574 ΑΚ (ΕΠειρ 103/2017 ΝΟΜΟΣ, ΔΕΠειρ 295/2009 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, επίσης ΔΕΑθ 2874/2013 ΝΟΜΟΣ). Τούτο συνάγεται και από την κατ’ εξουσιοδότηση του Ν. 2238/1994 εκδοθείσα υπουργική απόφαση ΑΥΟ 1036819/642/Α0012/ΠΟΛ.1096/6-4-2001 για τον «τύπο και το περιεχόμενο των δηλώσεων εκχωρήσεως μισθωμάτων ακινήτων και τόκων δανείων στο Δημόσιο», όπου γίνεται ρητή αναφορά σε «μη εισπραχθέντα μισθώματα», όρος, που σαφώς δεν περιλαμβάνει και την «αποζημίωση χρήσης». Στο πνεύμα αυτό, εξάλλου, στη συνέχεια εκδόθηκε ως διευκρινιστική του αντίστοιχου (προς το άρθρο 4 § 7 Ν. 2238/1994) άρθρου 39 § 4 Ν. 4172/2013 (νέος κώδικας για τη φορολογία εισοδήματος) η με αρ. ΠΟΛ 1102 από 12-7-2016 εγκύκλιος του Υπουργείου Οικονομικών, στην οποία διευκρινίζεται ότι δεν μπορούν να δηλωθούν ανείσπρακτα εισοδήματα από την εκμίσθωση ακίνητης περιουσίας από φυσικά πρόσωπα, όταν τα εισοδήματα αυτά προέρχονται από αποζημίωση χρήσης ακινήτου. Περαιτέρω, στον εκχωρούμενο οφειλέτη, εναντίον του οποίου επισπεύδεται διοικητική εκτέλεση προς είσπραξη της ως άνω ιδιωτικής φύσεως εκχωρηθείσας απαιτήσεως, παρέχεται το δικαίωμα να ασκήσει ανακοπή κατά τα άρθρα 73 επ. του ΚΕΔΕ, η οποία δικάζεται από το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο, σύμφωνα με τα άρθρα 583- 585 ΚΠολΔ. Με την ανακοπή αυτή επιτρέπεται η προβολή κάθε αντιρρήσεως, ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου, κατά του νόμιμου τίτλου και της απαιτήσεως, στην απόδειξη της οποίας υποχρεούται το καθ’ ου η ανακοπή Ελληνικό Δημόσιο (ΑΠ 745/2017, ΑΠ 1245/2010 ΝΟΜΟΣ). Κατά το άρθρο 73 §§ 1 και 2 του ΚΕΔΕ, «1. Η προ της ενάρξεως της εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου ασκείται: α) κατά της εκδοθείσης ατομικής ειδοποιήσεως, β) κατά του εκδοθέντος και μη εκτελεσθέντος εντάλματος προσωπικής κρατήσεως και γ) κατά του νομίμου τίτλου, εκδικάζεται δε υπό των καθ’ ύλην αρμοδίων δικαστηρίων κατά τας διατάξεις των άρθρων 583-585 του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας. Διά ταύτης επιτρέπεται η προβολή πάσης αντιρρήσεως ουσιαστικού ή δικονομικού δικαίου ως και η αμφισβήτησις του κατ’ ουσίαν βασίμου της απαιτήσεως του Δημοσίου, εφ’ όσον ο προσδιορισμός ταύτης δεν έχει ανατεθή εις δικαστήρια ή εις διοικητικάς επιτροπάς αποφαινομένας μετά δυνάμεως δεδικασμένου. 2. Η κατά της αρξαμένης εκτελέσεως ανακοπή του οφειλέτου ασκείται ενώπιον πάντοτε του Μονομελούς Πρωτοδικείου του τόπου της εκτελέσεως και διά τους κάτωθι περιοριστικώς αναφερομένους λόγους: α) Εάν η εκτέλεσις εχώρησε βάσει ακύρου τίτλου προς είσπραξιν. β) Εάν το χρέος απεσβέσθη διά καταβολής ή διά συμψηφισμού κατά τας διατάξεις του άρθρου 83 του παρόντος Ν. Διατάγματος ή συνεπεία διαγραφής, αποδεικνυομένων εγγράφως. γ) Εάν επιγενομένως απεσβέσθη άλλως το χρέος του οφειλέτου, της αποσβέσεως αποδεικνυομένης εγγράφως. δ) Εάν το χρέος παρεγράφη. ε) Εάν ο διωκόμενος ως διάδοχος του υποχρέου δεν είναι ο νόμω υπόχρεως. στ) Εάν ο διωκόμενος δεν υπόκειται εις προσωπικήν κράτησιν και ζ) Εάν κατά την εκτέλεσιν εχώρησαν παραλείψεις ή ακυρότητες, τηρουμένων των εν άρθρω 75 του παρόντος Ν. Διατάγματος οριζομένων. Αμφισβήτησις άλλη περί της υπάρξεως της οφειλής προς το Δημόσιον είναι απαράδεκτος εν τη διαδικασία ταύτη». Εξάλλου, το άρθρο 4 § 1 του ΚΕΔΕ, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο δημοσιεύσεως της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και πριν αντικατασταθεί με την παράγ. 5 του άρθρου 7 Ν. 4224/2013 με έναρξη ισχύος την 1-1-2014, ορίζει τα εξής, «Άμα τη βεβαιώσει ποσού τινός εις το Δημόσιον Ταμείον ως δημοσίου εσόδου ο Διευθυντής του Δημοσίου Ταμείου υποχρεούται να αποστείλει προς τον οφειλέτην ατομικήν ειδοποίησιν περιέχουσαν τα στοιχεία του οφειλέτου, το είδος και το ποσόν του χρέους, το οικονομικόν έτος εις ο ανήκει τούτο, τον αριθμόν και την χρονολογίαν του τριπλοτύπου βεβαιώσεως και την χρονολογίαν πληρωμής του χρέους ή εκάστης δόσεως εις περίπτωσιν καταβολής εις δόσεις».
Σύμφωνα, επίσης, με τη διάταξη του άρθρου 55 του ΠΔ 16/1989 «Κανονισμός
λειτουργίας ΔΟΥ», «Για κάθε οικονομικό έτος και έσοδο, συντάσσονται από τις αρμόδιες Αρχές και στέλνονται στις ΔΟΥ τίτλοι είσπραξης, στους οποίους πρέπει να περιέχονται: α) …, ε) Το είδος του εσόδου, το οφειλόμενο ποσό αναλυμένο σε κωδικούς αριθμούς εσόδου ή εκτός προϋπολογισμού λογαριασμούς, σε ακέραιες μονάδες, κατά δε το άρθρο 61 του ιδίου ΠΔ/τος, η βεβαίωση πραγματοποιείται με την καταχώριση των στοιχείων του τίτλου είσπραξης στις αντίστοιχες ενδείξεις των στηλών του διπλότυπου βιβλίου παραλαβής και βεβαίωσης εισπρακτέων εσόδων, από το οποίο παίρνει τον αύξοντα αριθμό και τη χρονολογία, η οποία είναι και της βεβαίωσης». Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων προκύπτουν τα εξής: Στη δίκη που ανοίγεται με την ανακοπή του άρθρου 73 § 1 ΚΕΔΕ σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 583-585 ΚΠολΔ, η οποία μπορεί να ασκείται τόσο κατά του «νόμιμου τίτλου» όσο και κατά της ταμειακής βεβαίωσης, εφόσον αποτελεί και αυτή εκτελεστή διοικητική πράξη, ο μεν ανακόπτων επέχει κατ’ αρχήν θέση εναγομένου, το δε καθ’ ου (Δημόσιο) θέση ενάγοντος και έτσι το τελευταίο βαρύνεται με την επίκληση των γεγονότων, της οποίας το βάρος θα έφερε, αν ασκούσε το δικαίωμά του με αγωγή (ΑΠ 342/2017, ΑΠ 392/2017 ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, κατά την έννοια του άρθρου 2 § 2 του ΚΕΔΕ, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο δημοσιεύσεως της αποφάσεως του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και πριν αντικατασταθεί με την παράγ. 2 του άρθρου 7 του Ν. 4224/2013 με έναρξη ισχύος την 1-1-2014, νόμιμο τίτλο για την είσπραξη των δημοσίων εσόδων αποτελούν: α) Η βεβαίωση κατά τον νόμο και ο προσδιορισμός από τις αρμόδιες διοικητικές ή άλλες αρχές του εισπρακτέου ποσού, του είδους του εσόδου και της αιτίας για την οποία αυτό οφείλεται, δηλαδή η πράξη καταλογισμού χρηματικού ποσού σε βάρος διοικουμένου με δημόσιο έγγραφο, το οποίο εκδίδεται από αρμόδια αρχή και ενσωματώνει την ατομική διοικητική πράξη, β) τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία αποδεικνύεται η οφειλή, γ)τα δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, από τα οποία πιθανολογείται η οφειλή, ως προς την ύπαρξη και το ποσό αυτής, κατά την έννοια του άρθρου 347 του ΚΠολΔ. Σύμφωνα, λοιπόν, με τα ανωτέρω, νόμιμο τίτλο αποτελεί η πράξη καταλογισμού χρηματικού ποσού εις βάρος διοικουμένου, που εντοπίζεται σε δημόσιο έγγραφο, το οποίο εκδίδεται από την αρμόδια αρχή και ενσωματώνει την ατομική διοικητική πράξη, από αυτόν δε (τον τίτλο), με τη συνδρομή των δημοσίων ή ιδιωτικών εγγράφων, που τον συνοδεύουν, αποδεικνύεται ή πιθανολογείται βεβαία και εκκαθαρισμένη απαίτηση. Στον νόμιμο τίτλο πρέπει να αναφέρεται η ακριβής αιτία της οφειλής, ώστε, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, να είναι δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Τούτο δε, διότι με βάση τον «νόμιμο τίτλο» είναι δυνατόν να επισπευσθεί αναγκαστική εκτέλεση, χωρίς να έχει προηγηθεί διαγνωστική δίκη και έκδοση δικαστικής απόφασης, που θα καθιστούσε σαφείς την αιτία ή τις επιμέρους αιτίες του (φερόμενου ως) οφειλόμενου συνολικού χρέους. Η ανάγκη αυτή καθίσταται εντονότερη, όταν ο ουσιαστικός καθορισμός του χρέους δεν έγινε από το Ελληνικό Δημόσιο (η δράση του οποίου διέπεται από την αρχή και το τεκμήριο της νομιμότητας), αλλά από τρίτο πρόσωπο, όπως είναι ο εκμισθωτής, που εκχωρεί τα ανείσπρακτα μισθώματα, και στη θέση του οποίου υποκαθίσταται το Ελληνικό Δημόσιο από της υποβολής της δήλωσης εκχωρήσεως, ενεργούντος έκτοτε ως εκδοχέας απαιτήσεων (ΑΠ 394/2017, ΑΠ 1188/2017, ΑΠ 273/2016 ΝΟΜΟΣ). Από τη βεβαίωση, ως νόμιμο τίτλο εισπράξεως (βεβαίωση υπό ευρεία έννοια), διακρίνεται η ταμειακή βεβαίωση (βεβαίωση υπό στενή έννοια), που είναι αναγκαία για να μπορεί να επιδιωχθεί η είσπραξη της απαιτήσεως του Δημοσίου, δηλαδή συνιστά αυτή τίτλο εκτελέσεως. Ο νόμιμος τίτλος δεν συμπίπτει με την ταμειακή βεβαίωση, πλην μεταξύ τους υφίσταται στενή αιτιακή σχέση, ώστε σε περίπτωση που η ταμειακή βεβαίωση δεν στηρίζεται σε νόμιμο τίτλο, όπως σε τίτλο, στον οποίο δεν προσδιορίζεται επαρκώς το χρέος, να είναι αυτή ακυρωτέα (ΑΠ 251/2018, ΑΠ 342/2017 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, αν ούτε η ταμειακή βεβαίωση της οφειλής ούτε η ατομική ειδοποίηση, που εκδίδει, κατά το άρθρο 4 § 1 ΚΕΔΕ, η αρμόδια φορολογική αρχή και κοινοποιείται επίσης στον οφειλέτη, δεν περιέχει τα καθοριζόμενα στην ως άνω διάταξη στοιχεία, προκειμένου ο οφειλέτης να λάβει επαρκή και ασφαλή γνώση για το είδος του χρέους, το ύψος του, τη χρονολογία βεβαίωσης και γενικά να κατατοπίζεται επαρκώς για την οφειλή του, τότε η έλλειψη αυτή, μπορεί να οδηγήσει, κατόπιν ασκήσεως ανακοπής, κατά το άρθρο 73 § 1 ΚΕΔΕ, στην ακύρωση αυτών, αλλά μόνο με τη συνδρομή των όρων και προϋποθέσεων του άρθρου 75 του ΚΕΔΕ -του άρθρου τούτου εφαρμοζομένου όχι μόνο επί των αμιγών πράξεων εκτελέσεως αλλά και επί των προπαρασκευαστικών, όπως είναι η ατομική ειδοποίηση (ΑΠ 1538/2017 ΝΟΜΟΣ)- σχετικά με το στοιχείο της βλάβης του οφειλέτη του Δημοσίου, δηλαδή αν και εφόσον η έλλειψη αυτή επέφερε στον οφειλέτη αδυναμία ουσιαστικής ή δικονομικής προστασίας των δικαιωμάτων του, η οποία δύναται να επανορθωθεί μόνο αν κηρυχθεί η ακυρότητα της ατομικής ειδοποιήσεως, εν όψει, ιδίως, της υπάρξεως περισσοτέρων χρεών με διαφορετικές το καθένα συνέπειες για τον οφειλέτη (ΣτΕ 3214/1999). Βλάβη με την ανωτέρω έννοια τελικά δεν υφίσταται ο οφειλέτης τόσο στην περίπτωση, που η επίδοση της ταμειακής βεβαιώσεως και της ατομικής ειδοποιήσεως συνοδεύεται με τα αναγκαία δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα, που προσδιορίζουν επαρκώς την οφειλή, όσο και στην περίπτωση, που αυτά γνωστοποιούνται στον οφειλέτη, με οποιονδήποτε τρόπο, με ή χωρίς αίτησή του, αλλά πάντως πριν από τη λήξη της προθεσμίας ανακοπής κατά της εκτελέσεως, έτσι ώστε να είναι σε θέση να προβάλλει με δικονομικά παραδεκτό τρόπο τους κατά της οφειλής ισχυρισμούς του (ΑΠ 1177/2017, ΑΠ 394/2017, ΑΠ 1247/2015 ΝΟΜΟΣ- υπάρχουν ωστόσο και άλλες αποφάσεις, με τις οποίες ο Άρειος Πάγος έχει δεχθεί ότι, εφόσον στον ΚΕΔΕ δεν προβλέπεται κοινοποίηση της ταμειακής βεβαιώσεως στον οφειλέτη, ούτε επιβάλλεται να συνοδεύεται από τα έγγραφα που συγκροτούν τον νόμιμο τίτλο ή να παρατίθενται αναλυτικά σ’ αυτή τα μερικότερα ποσά της οφειλής ή η αιτιολογία τους, αρκεί το Δημόσιο να προσκομίσει τα έγγραφα του νόμιμου τίτλου προς απόδειξη της απαιτήσεώς του κατά τη συζήτηση της υποθέσεως στο ακροατήριο, οπότε παρέχεται στον μεν οφειλέτη η δυνατότητα αμφισβητήσεως της οφειλής του στη σχετική δίκη, στο δε δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου της βασιμότητάς της, βλ. ενδεικτικά ΑΠ 273/2016, 340/2017).
Με την από 2-3-2011 (αρ. κατάθ. …./2011) ανακοπή της, στρεφόμενη κατά του Ελληνικού Δημοσίου, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η ανακόπτουσα ανώνυμη εταιρεία εξέθετε ότι, η ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά, με βάση τις υπ’ αρ. …/8-2-2011 και …/8-2-2011 ταμειακές βεβαιώσεις, της κοινοποίησε την υπ’ αρ. …/15-2-2011 ατομική ειδοποίηση χρεών για οφειλή ύψους 136.938,12 ευρώ, που προέρχεται από μη καταβληθέντα μισθώματα (επαγγελματικής στέγης) του έτους 2009, που φέρεται ότι δεν κατέβαλε η ίδια (η ανακόπτουσα – μισθώτρια) και οι φερόμενοι ως εκμισθωτές τα εκχώρησαν στο καθ’ ου η ανακοπή Ελληνικό Δημόσιο, και ζήτησε, για τους αναφερόμενους ειδικότερα λόγους, την ακύρωση των ανωτέρω ταμειακών βεβαιώσεων και της ατομικής ειδοποίησης. Το καθ’ ου η ανακοπή Ελληνικό Δημόσιο με την από 1-2-2012 (αρ. κατάθ. …/2012) ανακοίνωση δίκης με προσεπίκληση σε παρέμβαση, αφού ισχυρίστηκε ότι στην περίπτωση που ευδοκιμήσει η άνω ανακοπή θα κληθούν οι εκμισθωτές, που προέβησαν σε δήλωση εκχώρησης των εν λόγω μισθωμάτων, να καταβάλλουν τον αναλογούντα επ’ αυτών φόρο, ανακοίνωσε την ανοιγείσα με την ένδικη ανακοπή δίκη στους εκχωρητές, …….., και τους προσκάλεσε να παρέμβουν υπέρ αυτού, με σκοπό να απορριφθεί η ανακοπή. Οι καθ’ ων η ανακοίνωση δίκης-προσεπικαλούμενοι με την από 6-12-2012 (αρ. κατάθ. …./2012) πρόσθετη παρέμβασή τους, αφού ισχυρίστηκαν ότι έχουν έννομο συμφέρον να παρέμβουν πρόσθετα υπέρ του καθ’ ου η ανακοπή Ελληνικού Δημοσίου, διότι, σε περίπτωση ευδοκίμησης της ανακοπής, θα υποχρεωθούν να καταβάλλουν στο τελευταίο τον αναλογούντα στο εκχωρηθέν ποσό φόρο εισοδήματος, άσκησαν πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του καθ’ ου η ανακοπή και κατά της ανακόπτουσας και ζήτησαν να απορριφθεί η ανακοπή. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση του, συνεκδίκασε την ανακοπή, την ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση και την πρόσθετη παρέμβαση, και, αφού απέρριψε ως μη νόμιμη την ανακοίνωση δίκης-προσεπίκληση και δέχτηκε την πρόσθετη παρέμβαση, κρίνοντας όλους τους λόγους ανακοπής ως αβάσιμους, απέρριψε την ανακοπή. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η ανακόπτουσα, ήδη εκκαλούσα, με την ένδικη έφεσή της και τους πρόσθετους λόγους αυτής για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή η ανακοπή της και να απορριφθεί η υπέρ του καθ’ ου η ανακοπή ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση.
Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων της ανακόπτουσας και των προσθέτως παρεμβαινόντων (το καθ’ ου η ανακοπή δεν εξέτασε μάρτυρα), που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμε με την εκκαλουμένη απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει του από 23-5-1977 ιδιωτικού συμφωνητικού εμπορικής μίσθωσης η πρώτη προσθέτως παρεμβαίνουσα και ήδη τρίτη εφεσίβλητη, …….. (μη διάδικος στην παρούσα δίκη), εκμίσθωσαν το κείμενο στον Πειραιά και επί της οδού ………. ακίνητο, που ανήκε στην κυριότητά τους κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου στον καθένα, στην ετερρόρυθμη εταιρεία «… .», στα μισθωτικά δικαιώματα και υποχρεώσεις της οποίας υπεισήλθε στη συνέχεια η διάδοχος ανακόπτουσα, ήδη εκκαλούσα, ανώνυμη εταιρεία «………..», που έχει την έδρα της στον Πειραιά, και για το χρονικό διάστημα από 30-5-1977 έως 30-5-1983, προκειμένου να λειτουργήσει εντός αυτού κατάστημα πώλησης γυναικείων ενδυμάτων. Στη συνέχεια, με τα από 24-5-1983 και 9-8-1985 ιδιωτικά συμφωνητικά παρατάθηκε η διάρκεια της μίσθωσης αρχικά μέχρι 31-5-1989 και ακολούθως μέχρι 31-5-1994, ενώ στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του αρχικού συνεκμισθωτή ….. υπεισήλθε, δυνάμει του με αρ. …./28-2-1986 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Πειραιά ……, ο δεύτερος προσθέτως παρεμβαίνων, ήδη δεύτερος εφεσίβλητος, …… Εν συνεχεία με τα από 8-6-1994, 31-5-2000 και 14-2-2007 ιδιωτικά συμφωνητικά η άνω μίσθωση παρατάθηκε αντίστοιχα μέχρι την 31-5-2000, την 31-5-2006 και την 31-5-2013. Με το τελευταίο δε συμφωνητικό το ύψος του καταβαλλόμενου μισθώματος ορίστηκε σε 11.411,51 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-2-2007 έως 31-1-2008, αναπροσαρμοζόμενου έκτοτε κατά ποσοστό 6% ετησίως. Τελικά, η μίσθωση λύθηκε με καταγγελία των εκμισθωτών, που έγινε με την από 29-10-2007 και με αρ. κατάθ. …./2007 αγωγή τους, η οποία επιδόθηκε στην ανακόπτουσα στις 5-11-2007, τα αποτελέσματα της οποίας (καταγγελίας) επήλθαν στις 6-12-2007, αφού η μισθώτρια δεν κατέβαλε τα οφειλόμενα μισθώματα, τόκους και έξοδα εντός μηνός από την καταγγελία (άρθρο 597 ΑΚ). Το μίσθιο, ωστόσο, αποδόθηκε στους εκμισθωτές στις 28-6-2010, αφού απέβαλαν από αυτό την ανακόπτουσα εταιρεία δυνάμει πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αρ. 967/2009 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Επίσης, αποδείχθηκε ότι, κατόπιν σχετικών αγωγών των προσθέτως παρεμβαινόντων-εκμισθωτών εναντίον της ανακόπτουσας- μισθώτριας, εκδόθηκαν οι με αρ. 967/2009 και 5500/2009 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την πρώτη από τις οποίες επιδικάστηκαν σε αυτούς τα οφειλόμενα μισθώματα για το χρονικό διάστημα από Ιούλιο 2007 έως Νοέμβριο 2007 καθώς και αποζημίωση χρήσης για το διάστημα από Δεκέμβριο 2007 μέχρι Ιούνιο 2008, ενώ με τη δεύτερη τους επιδικάστηκε αποζημίωση χρήσης για το διάστημα από Ιούλιο 2008 έως Δεκέμβριο 2008. Στη συνέχεια οι προσθέτως παρεμβαίνοντες άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και τις από 10-9-2009 με αρ. κατάθ. ../2009 και από 10-3-2010 με αρ. …/2010 αγωγές τους, επί των οποίων εκδόθηκαν από το ανωτέρω Δικαστήριο οι με αρ. 5501/2009 και 4039/2010 αποφάσεις αντίστοιχα. Με την υπ’ αρ. 5501/2009 απόφαση υποχρεώθηκε η ανακόπτουσα να καταβάλλει στους προσθέτως παρεμβαίνοντες ως αποζημίωση χρήσης για την κατακράτηση του παραπάνω μισθίου τους κατά το διάστημα από Ιανουάριο έως Σεπτέμβριο 2009 το συνολικό ποσό των 102.703,59 ευρώ, ενώ με την υπ’ αρ. 4039/2010 απόφαση υποχρεώθηκε να τους καταβάλλει ως αποζημίωση χρήσης για την παρακράτηση του μισθίου τους κατά το διάστημα από Οκτώβριο 2009 έως 31-12-2009 το συνολικό ποσό των 34.234,53 ευρώ. Συνεπώς, με τις ως άνω δύο αποφάσεις επιδικάστηκε στους προσθέτως παρεμβαίνοντες και σε βάρος της ανακόπτουσας αποζημίωση χρήσης, για ολόκληρο το έτος 2009, συνολικού ύψους 136.938,12 ευρώ. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι προσθέτως παρεμβαίνοντες με τις υπ’ αρ. πρωτ. …. και …./30-12-2010 έγγραφες δηλώσεις εκχώρησης μη εισπραχθέντων μισθωμάτων, κατ’ άρθρο 4 § 7 Ν.2238/1994, προς τη ΔΟΥ Γ’ Πειραιά εκχώρησαν στο καθ’ ου η ανακοπή, ήδη πρώτο εφεσίβλητο, Ελληνικό Δημόσιο ποσό ύψους 68.469,06 ευρώ ο καθένας (συνολικού ποσού 136.938,12 ευρώ), ως ανείσπρακτα μισθώματα του προαναφερόμενου μισθίου για το διάστημα από 1-1-2009 έως και 31-12-2009, επικαλούμενοι και παραδίδοντας με τις εν λόγω δηλώσεις τους τα εξής έγγραφα, α)το από 14-2-2007 συμφωνητικό μίσθωσης, β)τις προαναφερθείσες με αρ. κατάθ. …/2009 και …/2010 αγωγές τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, γ) τις υπ’ αρ. 5501/2009 και 4039/2010 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και δ) τις εκθέσεις επίδοσης πρώτου εκτελεστού απογράφου των με αρ. 5501/2009 και 4039/2010 αποφάσεων, βεβαιώνοντας ταυτόχρονα ότι δεν είχαν στην κατοχή τους άλλα αποδεικτικά στοιχεία για την εκχωρούμενη απαίτηση. Με τις δηλώσεις τους αυτές εκχώρησαν προς το καθ’ ου η ανακοπή Ελληνικό Δημόσιο τα αναφερόμενα σε αυτές ως ανείσπρακτα μισθώματα ζητώντας να μην συνυπολογιστούν στο ετήσιο εισόδημα τους από μισθώματα. Συνεπεία των εκχωρήσεων αυτών η ΔΟΥ Γ’ Πειραιά καταλόγισε σε βάρος της ανακόπτουσας το ποσό των 68.469,06 ευρώ για κάθε μία από τις ανωτέρω δηλώσεις (ήτοι συνολικά το ποσό των 136.938,12 ευρώ), εκδίδοντας προς τούτο τους χρηματικούς καταλόγους με αριθμούς …….. αντίστοιχα για τον ……. Με βάση τις ανωτέρω δηλώσεις εκχώρησης και τους αντίστοιχους χρηματικούς καταλόγους εν συνεχεία η ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά προχώρησε στην έκδοση σε βάρος της ανακόπτουσας ταμειακών βεβαιώσεων και συγκεκριμένα εξέδωσε α) την υπ’ αριθμ. ../8-2-2011 ταμειακή βεβαίωση, με την οποία βεβαιώθηκε σε βάρος της ανακόπτουσας εταιρίας οφειλή ποσού 68.469,06 ευρώ, με βάση τον υπ’ αρ. ……../4-2-2011 χρηματικό κατάλογο, και β) την υπ’ αριθμ. …/8-2-2011 ταμειακή βεβαίωση, με την οποία βεβαιώθηκε σε βάρος της ανακόπτουσας εταιρίας οφειλή ποσού 68.469,06 ευρώ, με βάση τον υπ’ αρ. …../4-2-2011 χρηματικό κατάλογο. Ακολούθως, απέστειλε στην ανακόπτουσα την υπ’ αρ. …/15-2-2011 ατομική ειδοποίηση χρεών, όπου αναφέρονται ο αριθμός και η ημερομηνία των ως άνω ταμειακών βεβαιώσεων, τα ποσά των ταμειακών βεβαιώσεων, το είδος του φόρου χαρακτηριζόμενου ως «λοιποί φόροι» και η ημερομηνία καταβολής των βεβαιωθέντων ποσών. Κατά των παραπάνω ταμειακών βεβαιώσεων και της ατομική ειδοποίησης η ανακόπτουσα άσκησε την ένδικη ανακοπή της κατ’ άρθρο 73 ΚΕΔΕ.
Με τον πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής της, όπως το περιεχόμενό
του ορθά εκτιμάται από το Δικαστήριο, η ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι δεν
υφίσταται νόμιμος τίτλος για την εκτέλεση, που επισπεύδει σε βάρος της το καθ’ ου ελληνικό δημόσιο, καθώς και ότι το τελευταίο, που βαρύνεται με την απόδειξη της ύπαρξης νόμιμου τίτλου, δεν προσκομίζει έγγραφα δημόσια ή ιδιωτικά, που να θεμελιώνουν νόμιμο τίτλο. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος και αποδεικνύεται και ουσιαστικά βάσιμος. Ειδικότερα, από τις έγγραφες δηλώσεις εκχώρησης των προσθέτως παρεμβαινόντων -εκμισθωτών και τα επικαλούμενα σε αυτές προς απόδειξη της απαίτησης τους έναντι της ανακόπτουσας- μισθώτριας έγγραφα αποδεικνύεται ότι αυτοί ναι μεν δήλωσαν ότι προβαίνουν σε εκχώρηση των ανείσπρακτων μισθωμάτων του άνω καταστήματος τους για το διάστημα από 1-1-2009 έως 31-12-2009, πλην όμως, από τις με αρ. 5501/2009 και 4039/2010 αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, στις οποίες και στηρίζουν τις εκχωρηθείσες απαιτήσεις τους προκύπτει ότι, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, στους εκμισθωτές για το έτος 2009 επιδικάστηκε μόνο αποζημίωση χρήσης και όχι μισθώματα, αφού η μίσθωση είχε ήδη λυθεί από 5-12-2007. Συνεπώς, αποδεικνύεται ότι καθ’ όλο το έτος 2009 η ανακόπτουσα δεν όφειλε μισθώματα του άνω ακινήτου, αλλά αποζημίωση για την κατακράτηση του μισθίου (αποζημίωση χρήσης) πέραν της λήξης του χρόνου της μίσθωσης, η οποία (αποζημίωση), σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην μείζονα σκέψη της παρούσας, δεν αποτελεί εισόδημα, που μπορεί να εκχωρηθεί στο Ελληνικό Δημόσιο, κατ’ άρθρο 4 § 7 Ν. 2238/1994, για να μην συνυπολογιστεί στο συνολικό καθαρό εισόδημα του εκχωρούντος και να οδηγήσει σε απαλλαγή από τον αναλογούντα στα μισθώματα φόρο. Άρα, στις ανωτέρω έγγραφες δηλώσεις εκχώρησης μη εισπραχθέντων μισθωμάτων των εκμισθωτών εσφαλμένα αναφέρεται ότι εκχωρούνται μισθώματα, με βάσει τις προαναφερόμενες αποφάσεις, αφού στην πραγματικότητα επρόκειτο για αποζημίωση χρήσης, η οποία έχει το χαρακτήρα γνήσιας αποζημίωσης (ΑΠ 229/2012 ΝΟΜΟΣ). Ως εκ τούτου δεν υφίσταται νόμιμος τίτλος για την επισπευδόμενη σε βάρος της ανακόπτουσας εκτέλεση με βάση τον ΚΕΔΕ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που απέρριψε τον πρώτο λόγο ανακοπής ως νόμω αβάσιμο, εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τον νόμο και πλημμελώς εκτίμησε τις αποδείξεις. Κατόπιν τούτου, αφού γίνει δεκτός ο πρώτος λόγος έφεσης, με τον οποίο παραπονείται η ανακόπτουσα για την απόρριψη του πρώτου λόγου της ανακοπής της, πρέπει να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση και να δικαστεί η ανακοπή και η πρόσθετη παρέμβαση, να γίνει στη συνέχεια δεκτή η ανακοπή κατά ουσιαστική παραδοχή του πρώτου λόγου της (παρελκομένης της εξέτασης των λοιπών λόγων) και να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό, ενώ η πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να απορριφθεί. Τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179, 183, 191 § 2 ΚΠολΔ σε συνδ. με 22 § 1 Ν. 3693/1957 και κοινή απόφαση 134423/1992 Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης- ΑΠ 725/2011, ΑΠ 404/2005, ΕΠειρ 797/2014 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην καταθέσασα εκκαλούσα (άρθρο 495 § 4 ΚΠολΔ ως ισχύει).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την από 3-6-2014 (αρ. κατάθ. …./2014) έφεση και τους από 25-7-2016 (ειδ. αρ. κατάθ. …/2016) πρόσθετους λόγους.
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση και τους πρόσθετους λόγους τυπικά.
ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση κατ’ ουσία.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη με αρ. 5248/2013 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς .
ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.
ΔΙΚΑΖΕΙ την από 2-3-2011 (αρ. κατάθ…./2011) ανακοπή και την από 6-12-2012 (αρ. καταθ. …./2012) πρόσθετη παρέμβαση.
ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.
ΑΚΥΡΩΝΕΙ τις με αρ. … και ../8-2-2011 ταμειακές βεβαιώσεις και την με αρ. …./15-2-2011 ατομική ειδοποίηση χρεών της ΔΟΥ ΦΑΕ Πειραιά.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την πρόσθετη παρέμβαση.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου έφεσης στην καταθέσασα.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στις 7-3-2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ