ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αριθμός απόφασης 369/2025
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Ευαγγελία Πανταζή – Εφέτη και Ιωάννα Μάμαλη, Εφέτη – Εισηγήτρια, και από την Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
A. Της εκκαλούσας – ενάγουσας: ……….., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Κουφογιάννη (ΑΜ ………… Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Των εφεσίβλητων – εναγόμενων – παρεμπιπτόντως εναγόμενων: 1) της ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «………….» που εδρεύει στη …… Αττικής, οδός ………… και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) ……….κατοίκου … Αττικής, οδός ……….., 3) της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………………» που εδρεύει στην …. Αττικής, οδός ………… και εκπροσωπείται νόμιμα, 4) ………., κατοίκου …. Αττικής, οδός ………….., 5) της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» που εδρεύει στο …….. Αττικής, …………. και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………..» και 6) της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» που εδρεύει στην Αθήνα, ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, από τους οποίους η πρώτη και ο δεύτερος εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Κωστούλα Καμπιώτη (ΑΜ ………. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών), η τρίτη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωάννη Γιαννάτο (ΑΜ …. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών), ο τέταρτος εμφανίσθηκε στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στυλιανό Τσολάκο (ΑΜ …. Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς), η πέμπτη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Μπατσίλα (ΑΜ …… Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών) και η έκτη δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Β. Των εκκαλούντων – πρώτης και δεύτερου των εναγόμενων – παρεμπιπτόντως εναγόντων: 1) της ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «………….» που εδρεύει στη ….. Αττικής, οδός …………… και εκπροσωπείται νόμιμα και 2) ……….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Κωστούλα Καμπιώτη (ΑΜ ……….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Της εφεσίβλητης – ενάγουσας – παρεμπιπτόντως εναγόμενης: 1) …………. και 2) της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «……………..» που εδρεύει στην Αθήνα, ………. και εκπροσωπείται νόμιμα, από τις οποίες η πρώτη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Κουφογιάννη (ΑΜ ………. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών) και η δεύτερη εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Άννα Παπακωνσταντίνου (ΑΜ ………. Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).
Γ. Του εκκαλούντος – τέταρτου εναγόμενου – παρεμπιπτόντως ενάγοντος: …………, ο οποίος εμφανίσθηκε στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στυλιανό Τσολάκο (ΑΜ …… Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).
Των εφεσίβλητων – ενάγουσας – πρώτης, δεύτερου, τρίτης των εναγόμενων – παρεμπιπτόντως εναγόμενων: 1) ………….., 2) της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» που εδρεύει στο ……… Αττικής, …………. και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», 3) της ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «…………» που εδρεύει στη … Αττικής, οδός ……… και εκπροσωπείται νόμιμα, 4) …………. 5) της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..» που εδρεύει στην ……… Αττικής, οδός …………. και εκπροσωπείται νόμιμα και 6) της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» που εδρεύει στην Αθήνα, ………… και εκπροσωπείται νόμιμα, από τους οποίους η πρώτη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Κουφογιάννη (ΑΜ …. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών), η δεύτερη εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Μπατσίλα (ΑΜ …… Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών), η τρίτη και ο τέταρτος εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Κωστούλα Καμπιώτη (ΑΜ ….. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών), ενώ η πέμπτη και η έκτη δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.
Δ. Της προσθέτως παρεμβαίνουσας – παρεμπιπτόντως εναγόμενης: ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» που εδρεύει στο …….. Αττικής, ……… και εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικής διαδόχου λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………….», η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Δημήτριο Μπατσίλα (ΑΜ ……. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Του υπέρ ου η πρόσθετη παρέμβαση – τέταρτου εναγόμενου παρεμπιπτόντως ενάγοντος: …………., ο οποίος εμφανίσθηκε στο ακροατήριο με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Στυλιανό Τσολάκο (ΑΜ ………….. Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).
Ε. Της προσθέτως παρεμβαίνουσας – παρεμπιπτόντως εναγόμενης: της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………….» που εδρεύει στην Αθήνα, ……….. και εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Άννα Παπακωνσταντίνου (ΑΜ ………. Δικηγορικός Σύλλογος Πειραιώς).
Του υπέρ ου η πρόσθετη παρέμβαση – δεύτερου εναγόμενου παρεμπιπτόντως ενάγοντος: …………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Κωστούλα Καμπιώτη (ΑΜ …………. Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών).
Η ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 13.06.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό ……/2019 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ο προσεπικαλών – παρεμπιπτόντως ενάγων – τέταρτος κυρίως εναγόμενος άσκησε την από 18.07.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό …./2019 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή του ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν. Η προσθέτως παρεμβαίνουσα – καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη άσκησε την από 11.09.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2019 και ειδικό …./2019 πρόσθετη παρέμβασή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς υπέρ του τέταρτου κυρίως εναγόμενου και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν. Οι προσεπικαλούντες – παρεμπιπτόντως ενάγοντες – πρώτη και δεύτερος των κυρίως εναγόμενων άσκησαν την από 01.10.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2019 και ειδικό …../2019 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή τους ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτήν. Το ως άνω Δικαστήριο, με την υπ’ αριθ. 2869/2020 οριστική απόφασή του, αφού συνεκδίκασε ερήμην της καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «……………..» και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων την κύρια αγωγή, τις προσεπικλήσεις – παρεμπίπτουσες αγωγές και την πρόσθετη παρέμβαση, απέρριψε την κύρια αγωγή και έκρινε ότι παρέλκει η εξέταση των προσεπικλήσεων – παρεμπιπτουσών αγωγών. Την απόφαση αυτή εκκαλούν: (Α) η ενάγουσα με την από 20.04.2021 έφεσή της που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό ../21.04.2021 και ειδικό …../21.04.2021 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/17.05.2021 και ειδικό …./17.05.2021, για τη δικάσιμο της 20.10.2022 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο της 16.11.2023 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο της 15.02.2024 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο. (Β) η πρώτη και ο δεύτερος των εναγόμενων – παρεμπιπτόντως ενάγοντες με την από 19.09.2022 έφεσή τους που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/20.09.2022 και ειδικό …/20.09.2022 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …../20.09.2022 και ειδικό …./20.09.2022, για τη δικάσιμο της 16.11.2023 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο της 15.02.2024 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο και (Γ) ο τέταρτος εναγόμενος – παρεμπιπτόντως ενάγων με την από 28.09.2022 έφεσή του που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./30.09.2022 και ειδικό …./30.09.2022 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./30.09.2022 και ειδικό …../30.09.2022, για τη δικάσιμο της 16.11.2023 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο της 15.02.2024 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο. (Δ) Η προσθέτως παρεμβαίνουσα – παρεμπιπτόντως εναγόμενη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…………..» ζήτησε να γίνει δεκτή η από 03.11.2023 πρόσθετη παρέμβασή της υπέρ του εκκαλούντος – τέταρτου εναγόμενου – παρεμπιπτόντως ενάγοντος που κατατέθηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/06.11.2023 και ειδικό …../06.11.2023 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 15.02.2024 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο. (Ε) Η προσθέτως παρεμβαίνουσα – παρεμπιπτόντως εναγόμενη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…………..» ζήτησε να γίνει δεκτή η από 15.12.2023 πρόσθετη παρέμβασή της υπέρ του εκκαλούντος – δεύτερου εναγόμενου – παρεμπιπτόντως ενάγοντος που κατατέθηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./21.12.2023 και ειδικό ……/21.12.2023 και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 15.02.2024 και μετά από αναβολή για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο και την εκφώνησή της από τη σειρά του οικείου πινακίου, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των παρισταμένων διαδίκων αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σε αυτές.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 246 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, σε κάθε στάση της δίκης, μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση περισσότερων εκκρεμών ενώπιον του δικών ανάμεσα στους ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του διευκολύνεται ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων (ΑΠ 876/1996 ΕλλΔνη 1996. 1562, ΕφΑθ 2527/2009 ΕλλΔνη 2011. 200). Στην προκειμένη περίπτωση νομίμως φέρονται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο τούτο, η υπό στοιχείο Α’ από 20.04.2021 έφεση, η υπό στοιχείο Β’ από 19.09.2022 έφεση και η υπό στοιχείο Γ’ από 28.09.2022 έφεση, κατά της υπ’ αριθ. 2869/2020 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε ερήμην της καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «……………..» και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, καθώς και η υπό στοιχείο Δ’ από 03.11.2023 πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του εκκαλούντος – τέταρτου εναγόμενου – παρεμπιπτόντως ενάγοντος και η υπό στοιχείο Ε’ από 15.12.2023 πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του εκκαλούντος – δεύτερου εναγόμενου – παρεμπιπτόντως ενάγοντος, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, αφού στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης και αναφέρονται στο ίδιο βιοτικό συμβάν, και, επιπρόσθετα, διότι με αυτό τον τρόπο διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων κατ’ άρθρο 246 του ΚΠολΔ.
Στην περίπτωση της προσεπίκλησης του δικονομικού εγγυητή, ο οποίος άσκησε πρόσθετη παρέμβαση, αν η κύρια αγωγή απορρίφθηκε σε πρώτο βαθμό, με άμεση δικονομική συνέπεια να καθίσταται αλυσιτελής, ελλείψει αντικειμένου, η έρευνα της ενωμένης με την προσεπίκληση παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημίωσης, και ασκήσει έφεση ο ενάγων της κύριας δίκης, η οποία στρέφεται παραδεκτώς μόνο κατά του μέρους της απόφασης που απέρριψε την αγωγή του και κατά των αντιδίκων του στην πρωτοβάθμια δίκη, ήτοι του εναγόμενου και του υπέρ αυτού παρεμβάντος, ο προσεπικαλέσας – κυρίως εναγόμενος – παρεμπιπτόντως ενάγων νομιμοποιείται στην άσκηση επικουρικής έφεσης κατά του προσεπικληθέντος και παρεμπιπτόντως εναγόμενου, ζητώντας την επανεξέτασή της σε περίπτωση που γίνει δεκτή η έφεση του κυρίως ενάγοντος, καθώς σε αντίθετη περίπτωση δεν μεταβιβάζεται ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου η προσεπίκληση και η ενωμένη με αυτή παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης. Η τελευταία αυτή έφεση κατ’ ανάγκη θα είναι επικουρική, θα τελεί δηλαδή υπό την αίρεση ευδοκίμησης της έφεσης του κυρίως ενάγοντος, διότι αλλιώς δεν έχει ο προσεπικαλέσας – παρεμπιπτόντως ενάγων έννομο συμφέρον να προσβάλει την πρωτόδικη απόφαση. Το έννομο αυτό συμφέρον δημιουργείται το πρώτον με την παραδοχή της έφεσης του ενάγοντος, ανατρέχει, όμως, κατά τη φύση και το σκοπό της αίρεσης, υπό την οποία τελεί η έφεση του εναγόμενου, στο χρόνο άσκησης του ενδίκου αυτού μέσου (ΑΠ 450/2024 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1194/2021 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 693/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1357/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1601/2014 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1315/1993 ΕλλΔνη 1994. 1593, ΕφΛαρ 75/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 94/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 161/2012 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1512/2011 ΕλλΔνη 2012. 534, ΜονΕφΛαρ 38/2014 Δικογραφία 2015. 148, Κ. Οικονόμου, Η έφεση, έκδ. 2017, άρθρ0 516, αριθ. 18, σελ. 78). Τούτο δε λόγω του ότι η προσεπίκληση και η ενωμένη με αυτήν παρεμπίπτουσα αγωγή έχει εκ των πραγμάτων επικουρικό χαρακτήρα, δηλαδή εξετάζονται μόνο σε περίπτωση παραδοχής της κύριας αγωγής, εάν δηλονότι η κύρια αγωγή απορριφθεί, το δικόγραφο της προσεπίκλησης και της ενωμένης μ’ αυτό παρεμπίπτουσας αγωγής δεν εξετάζεται ως άνευ αντικειμένου (ΑΠ 1353/2008 ΝΟΜΟΣ). Έτσι, για να μεταβιβαστεί η υπόθεση στο Εφετείο και κατά το μέρος αυτό, δηλαδή όσον αφορά την προσεπίκληση και την παρεμπίπτουσα αγωγή, πρέπει να ασκήσει έφεση (επικουρική) και ο ηττημένος προσεπικαλέσας – παρεμπιπτόντως ενάγων της αγωγής αυτής ζητώντας την επανεξέτασή της σε περίπτωση που γίνει δεκτή η έφεση του κυρίως ενάγοντος (ΕφΑθ 2416/2010 ΕλλΔνη 2011. 850, ΕφΑθ 6841/2008 ΕφΑΔ 2009. 597, ΕφΛαρ 55/2007 Δικογραφία 2007. 110). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 517 του ΚΠολΔ, η έφεση απευθύνεται κατ’ εκείνων, που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους. Αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων, αλλιώς απορρίπτεται, ως απαράδεκτη. Διάδικοι είναι όσοι, από την προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι δικάσθηκαν από αυτήν ως αντίδικοι του εκκαλούντος. Σχετικά με το ζήτημα εάν η έφεση πρέπει να απευθύνεται ή όχι και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος υπέρ του αντιδίκου του εκκαλούντος, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ απλής πρόσθετης παρέμβασης (άρθρο 80 του ΚΠολΔ), κατά την οποία ο παρεμβαίνων δεν καθίσταται διάδικος, δηλαδή υποκείμενο της δίκης, εφόσον δεν μπορεί να αξιώσει, με δικό του όνομα, έννομη προστασία και της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης (άρθρο 83 του ΚΠολΔ), στην οποία η ισχύς της απόφασης εκτείνεται στις έννομες σχέσεις του προσθέτως παρεμβαίνοντος, προς τον αντίδικό του. Κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς, είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας, στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Στην περίπτωση της πρόσθετης παρέμβασης του δικονομικού εγγυητή, ήτοι εκείνου από τον οποίο ο ενάγων, ο εναγόμενος και όποιος άσκησε κύρια παρέμβαση έχουν δικαίωμα να απαιτήσουν αποζημίωση σε περίπτωση ήττας (ΑΠ 1188/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 215/2013 ΕλλΔνη 2014. 1477, ΕφΑθ 6465/2009 ΕλλΔνη 2010. 256), εκουσίως ή μετά από προσεπίκληση (άρθρο 88 του ΚΠολΔ ), πρόκειται για απλή πρόσθετη παρέμβαση, δεδομένου ότι επί πρόσθετης παρέμβασης υπέρ του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι του κυρίου διαδίκου, η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη δεν εκτείνεται και στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος, ως δικονομικού εγγυητή προς τον αντίδικό του, ως τέτοιου νοουμένου του αντιδίκου του, υπέρ ου η παρέμβαση, κυρίου διαδίκου και συνεπώς, πρόκειται περί απλής και όχι αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, επί της οποίας και μόνο, λόγω της δημιουργουμένης σχέσης αναγκαστικής ομοδικίας, απαιτείται, κατά το άρθρο 517 εδ. β’ του ΚΠολΔ, να απευθύνεται η έφεση και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος (ΑΠ 1741/2012, ΧΡΙΔ 2013. 367, ΕφΑθ 677/2011 ΕΦΑΔ 2011. 880, ΕφΔυτΜακ 17/2011 Αρμ. 2013. 1115, ΕφΑθ 6004/2006 ΕλλΔνη 2007. 569). Στην απλή πρόσθετη παρέμβαση η έφεση δεν απαιτείται να απευθύνεται και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος, που παρενέβη στην πρωτοβάθμια δίκη είτε εκουσίως, είτε μετά από προσεπίκληση του κυρίως εναγόμενου, αφού δεν καθίσταται με την παρέμβαση διάδικος (ΕφΠειρ 53/2020 δημοσίευση στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς, ΜονΕφΔωδ 63/2018 ΝΟΜΟΣ). Αν, παρά ταύτα, η έφεση απευθύνθηκε και κατά του ομοδίκου δικονομικού εγγυητή του αντιδίκου του εκκαλούντος, απορρίπτεται ως προς αυτόν ως απαράδεκτη για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, αφού, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, δεν πρόκειται για αναγκαστική ομοδικία (οπότε η έφεση κατ’ άρθρο 517 εδ. β’ του ΚΠολΔ έπρεπε να στραφεί και κατ’ αυτού), η δε συμμετοχή στην έκκλητη δίκη του προσθέτως παρεμβαίνοντος, υπέρ του αντιδίκου του, δικονομικού εγγυητή, δεν επιδρά στα έννομα συμφέροντά του. Η απεύθυνση, όμως, του δικογράφου της έφεσης κατά του πρωτοδίκως προσθέτως παρεμβάντος, επέχει θέση κλήτευσής του προς συζήτηση της έφεσης, η οποία κλήτευση είναι αναγκαία, κατά τα άρθρα 81 παρ. 3, 82 εδ. γ’, 502, 517, 558 και 271 του ΚΠολΔ , με ποινή απαραδέκτου της συζήτησης. Τούτο, διότι αυτός πρέπει να ενημερώνεται για την εξέλιξη της δίκης και να ασκεί τα δικαιώματα που του αναγνωρίζει ο νόμος, χωρίς δε την κλήτευσή του παραβιάζεται η αρχή της εκατέρωθεν ακρόασης. Συνεπώς, αν αυτός δεν εμφανιστεί, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης και δεν έχει κληθεί, η συζήτηση κηρύσσεται απαράδεκτη για όλους τους διαδίκους, το οποίο απαράδεκτο, ως αναγόμενο στην προδικασία, λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (ΑΠ 18/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 426/2007 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 401/2009 ΑΧΑΝΟΜ 2010. 340, ΕφΔωδ 161/2008 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 26/2005 ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2005. 296). Περαιτέρω, εάν στο πρώτο βαθμό συζητήθηκε αφενός η κύρια αγωγή μεταξύ των αρχικών διαδίκων και αφετέρου προσεπίκληση του κυρίως εναγόμενου αρχικού διαδίκου με παρεμπίπτουσα αγωγή προς τον δικονομικό εγγυητή του, ο δε προσεπικληθείς ασκήσει παρέμβαση, τότε αν απορριφθεί η κύρια αγωγή, ο ενάγων στην κύρια δίκη, ασκώντας έφεση ή αντέφεση κατά των απορριπτικών διατάξεων της πρωτόδικης απόφασης δεν δικαιούται να την απευθύνει και κατά του προσεπικληθέντος και παρεμπιπτόντως εναγόμενου. Αντιθέτως μόνο ο κυρίως εναγόμενος προσεπικαλέσας και παρεμπιπτόντως ενάγων δικαιούται να ασκήσει την έφεση του και κατά του προσεπικληθέντος και παρεμπιπτόντως εναγόμενου από αυτόν, ώστε να μεταβιβασθεί η υπόθεση κατά το οικείο κεφάλαιο της προσεπίκλησης και της παρεμπίπτουσας αγωγής αποζημίωσης ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (ΑΠ 485/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1961/1986 ΕλλΔνη 29. 282, ΕφΑθ 3074/2022 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 261/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 94/2019 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 462/2016 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, σε περίπτωση εναγωγής περισσοτέρων εις ολόκληρον ευθυνόμενων, κατ’ άρθρα 481 – 488 του ΑΚ, ιδρύεται σχέση απλής και όχι αναγκαστικής ομοδικίας (ΑΠ 740/2000 ΕλλΔνη 2001. 101, ΕφΑθ 2060/2023 ΝΟΜΟΣ). Επί απλής ομοδικίας η έφεση ή αντέφεση ομοδίκου στρέφεται υποχρεωτικά κατά του αντιδίκου ή των ομοδικούντων αντιδίκων ως προς τους οποίους επιδιώκει ο εκκαλών την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, όχι όμως και κατά των ομοδίκων του, εκτός αν η απόφαση περιέχει βλαπτική για τον εκκαλούντα και ευνοϊκή διάταξη για τους ομοδίκους του ή απέρριψε αίτηση που υπέβαλε ομόδικος κατά άλλου ομοδίκου. Αν δεν συντρέχει η άνω προϋπόθεση η έφεση που απευθύνεται κατά των ομοδίκων του εκκαλούντος είναι απαράδεκτη. Το απαράδεκτο αυτό λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, διότι αφορά τη νομιμοποίηση κατ’ άρθρο 68 του ΚΠολΔ (ΕφΑθ 3865/2023 ΝΟΜΟΣ, Σαμουήλ, Η Έφεση, έκδ. 2009, παρ. 338, 342 σελ. 160, 162). Στην προκειμένη περίπτωση, με τις κρινόμενες υπό στοιχεία Α’, Β’ και Γ’ εφέσεις προσβάλλεται η υπ’ αριθ. 2869/2020 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφού συνεκδικάσθηκαν κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην της καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………..» και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, η από 13.06.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2019 και ειδικό …./2019 αγωγή, η από 18.07.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2019 και ειδικό …/2019 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή του προσεπικαλούντος – παρεμπιπτόντως ενάγοντος – τέταρτου κυρίως εναγόμενου, η από 11.09.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2019 και ειδικό …./2019 πρόσθετη παρέμβαση της προσθέτως παρεμβαίνουσας – καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενης υπέρ του τέταρτου κυρίως εναγόμενου, καθώς και η από 01.10.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2019 και ειδικό …/2019 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή των προσεπικαλούντων – παρεμπιπτόντως εναγόντων – πρώτης και δεύτερου των κυρίως εναγόμενων, απορρίφθηκε η κύρια αγωγή και κρίθηκε ότι παρέλκει η εξέταση των προσεπικλήσεων – παρεμπιπτουσών αγωγών. Ειδικότερα, την απόφαση αυτή εκκαλούν: (Α) η ενάγουσα με την από 20.04.2021 έφεσή της, στρεφόμενη κατά των εναγόμενων της κύριας αγωγής και των προσεπικαλούμενων – παρεμπιπτόντως εναγόμενων, και ζητεί την εξαφάνισή της με σκοπό να γίνουν δεκτή η κύρια αγωγή της στο σύνολό της. Τη συζήτηση της κρινόμενης υπό στοιχείο Α’ έφεσης επέσπευσε η εκκαλούσα – ενάγουσα, η οποία και επέδωσε ακριβές αντίγραφό της, κάτω από την οποία υπήρχαν αναγεγραμμένες η πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./21.04.2021 και ειδικό …/21.04.2021 της γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η πράξη κατάθεσης έφεσης και ορισμού δικασίμου με αριθμό γενικό …./17.05.2021 και ειδικό …./17.05.2021 και η κλήση προς την έκτη των εφεσίβλητων – παρεμπιπτόντως εναγόμενη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «……………….», ως παραλήπτρια του δικογράφου, να παραστεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και να συμμετάσχει στη συζήτηση της ένδικης έφεσης κατά τη δικάσιμο της 20.10.2022, κατά την οποία η συζήτηση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 16.11.2023, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 15.02.2024, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης, χωρίς να απαιτείται να επιδοθεί νέα κλήση προς την έκτη των εφεσίβλητων – παρεμπιπτόντως εναγόμενη, καθώς η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο που γίνεται από τον γραμματέα, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, κατ’ άρθρο 226 του ΚΠολΔ (βλ. Την προσκομιζόμενη υπ’ αριθ. …../07.06.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …………..), (Β) η πρώτη και ο δεύτερος των εναγόμενων – παρεμπιπτόντως ενάγοντες με την από 19.09.2022 έφεσή τους, στρεφόμενη κατά της ενάγουσας της κύριας αγωγής και της παρεμπιπτόντως εναγόμενης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «……………….», επικουρικά για την περίπτωση της παραδοχής της υπό στοιχείο Α’ από 20.04.2021 έφεσης της εκκαλούσας – κυρίως ενάγουσας και (Γ) ο τέταρτος εναγόμενος – παρεμπιπτόντως ενάγων με την από 28.09.2022 έφεσή του, στρεφόμενη κατά της ενάγουσας της κύριας αγωγής, της παρεμπιπτόντως εναγόμενης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «……………..», της πρώτης, του δεύτερου και της τρίτης των εναγόμενων της κύριας αγωγής και της παρεμπιπτόντως εναγόμενης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………………», επικουρικά για την περίπτωση της παραδοχής της υπό στοιχείο Α’ από 20.04.2021 έφεσης της εκκαλούσας – κυρίως ενάγουσας. Τη συζήτηση της κρινόμενης υπό στοιχείο Γ’ έφεσης επέσπευσε ο εκκαλών – τέταρτος εναγόμενος – παρεμπιπτόντως ενάγων, ο οποίος και επέδωσε ακριβές αντίγραφό της, κάτω από την οποία υπήρχαν αναγεγραμμένες η πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …./30.09.2022 και ειδικό …./30.09.2022 της γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η πράξη κατάθεσης έφεσης και ορισμού δικασίμου με αριθμό γενικό ……./30.09.2022 και ειδικό …./30.09.2022 και η κλήση προς την πέμπτη των εφεσίβλητων – τρίτη των εναγόμενων και προς την έκτη των εφεσίβλητων – παρεμπιπτόντως εναγόμενη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «……………….», ως παραλήπτριες του δικογράφου, να παραστούν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και να συμμετάσχουν στη συζήτηση της ένδικης έφεσης κατά τη δικάσιμο της 16.11.2023, κατά την οποία η συζήτηση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 15.02.2024, κατά την οποία αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης, χωρίς να απαιτείται να επιδοθεί νέα κλήση προς την πέμπτη των εφεσίβλητων – τρίτη των εναγόμενων και προς την έκτη των εφεσίβλητων – παρεμπιπτόντως εναγόμενη, καθώς η εγγραφή της υπόθεσης στο οικείο πινάκιο που γίνεται από τον γραμματέα, ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων, κατ’ άρθρο 226 του ΚΠολΔ (βλ. Τις προσκομιζόμενες υπ’ αριθ. …../04.10.2022 και …./04.10.2022 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ……………). Όπως δε προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου, κατά την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο προς συζήτηση των κρινόμενων υπό στοιχεία Α’, Β’ και Γ’ εφέσεων και κατά την εκφώνηση των υποθέσεων από τη σειρά του οικείου πινακίου, η έκτη των εφεσίβλητων – παρεμπιπτόντως εναγόμενη της υπό στοιχείο Α’ έφεσης, καθώς και η πέμπτη των εφεσίβλητων – τρίτη των εναγόμενων και η έκτη των εφεσίβλητων – παρεμπιπτόντως εναγόμενη της υπό στοιχείο Γ’ έφεσης, δεν παραστάθηκαν, αν και είχαν κληθεί, νομοτύπως και εμπροθέσμως, κατά τα προαναφερθέντα. Συνεπώς, πρέπει η έκτη των εφεσίβλητων – παρεμπιπτόντως εναγόμενη της υπό στοιχείο Α’ έφεσης, καθώς και η πέμπτη των εφεσίβλητων – τρίτη των εναγόμενων και η έκτη των εφεσίβλητων – παρεμπιπτόντως εναγόμενη της υπό στοιχείο Γ’ έφεσης, να δικαστούν ερήμην, πλην όμως η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτές παρούσες (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α’ του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι προσκομίσθηκαν από τους παριστάμενους διαδίκους αντίγραφα των εισαγωγικών δικογράφων και των προτάσεων της έκτης των εφεσίβλητων – παρεμπιπτόντως εναγόμενης της υπό στοιχείο Α’ έφεσης, καθώς και της πέμπτης των εφεσίβλητων – τρίτης των εναγόμενων και της έκτης των εφεσίβλητων – παρεμπιπτόντως εναγόμενης της υπό στοιχείο Γ’ έφεσης, που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 4 εδ. β’ του ΚΠολΔ. Οι ένδικες υπό στοιχεία Α’, Β’ και Γ’ εφέσεις έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1-2, 498, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ.1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον οι εφέσεις ασκήθηκαν μετά την 01.01.2016), εφόσον δεν προκύπτει από τα έγγραφα που προσκομίζονται, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έχει χωρήσει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, και ειδικότερα η κρινόμενη υπό στοιχείο Α’ από 20.04.2021 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 21.04.2021, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό …../21.04.2021 και ειδικό ……/21.04.2021 της γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, η κρινόμενη υπό στοιχείο Β’ από 19.09.2022 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 20.09.2022, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό ……/20.09.2022 και ειδικό …./20.09.2022 της γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση και η κρινόμενη υπό στοιχείο Γ’ από 28.09.2022 έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 30.09.2022, όπως προκύπτει από την πράξη κατάθεσης έφεσης με αριθμό γενικό ……/30.09.2022 και ειδικό …./30.09.2022 της γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έχει επισυναφθεί στην ένδικη έφεση, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης την 02.09.2020, δεδομένου ότι από την επομένη της δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης άρχισε να τρέχει η διετής καταχρηστική προθεσμία του άρθρου 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ, η οποία, χωρίς την προσωρινή αναστολή της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας, θα έληγε την 02.09.2022, λόγω, όμως, της ως άνω αναστολής και του εξαιτίας αυτής μη υπολογισμού του χρονικού διαστήματος από την 07.11.2020 έως την 06.04.2021 (5 μήνες), σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 83 παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 4790/2021, δεν είχε συμπληρωθεί αυτή η διετής προθεσμία κατά την άσκηση των ένδικων υπό στοιχείο Β’ και Γ’ εφέσεων ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 20.09.2022 και την 30.09.2022, αντίστοιχα, καθόσον το ανωτέρω χρονικό διάστημα προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων της χώρας δεν υπολογίζεται στην καταχρηστική προθεσμία άσκησης της έφεσης, σύμφωνα και με τη ρητή πλέον πρόβλεψη του άρθρου 49 του Ν. 4963/2022, οι δε προθεσμίες που ανεστάλησαν δεν συμπληρώνονται, εάν δεν παρέλθουν επιπλέον δέκα (10) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους, κατ’ άρθρο 83 παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 4790/2021 (βλ. ΕφΑθ 302/2024 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, οι υπό στοιχεία Β’ και Γ’ εφέσεις επιτρεπτά, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη, ασκήθηκαν επικουρικά κατά των παρεμπιπτόντως εναγόμενων, δικονομικών εγγυητριών – ασφαλιστικών εταιρειών, για την περίπτωση της παραδοχής της υπό στοιχείο Α’ έφεσης της εκκαλούσας – κυρίως ενάγουσας. Εντούτοις, δεν ασκείται παραδεκτά η υπό στοιχείο Α’ από 20.04.2021 έφεση ως προς την πέμπτη των εφεσίβλητων ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «………….», καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη στη δίκη στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, λόγω της ιδιότητάς της ως δικονομικής εγγυήτριας του τέταρτου κυρίως εναγόμενου, και ως προς την έκτη των εφεσίβλητων ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «……………..», καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη στη δίκη στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, λόγω της ιδιότητάς της ως δικονομικής εγγυήτριας της πρώτης και του δεύτερου κυρίως εναγόμενων. Τούτο, ειδικότερα, διότι, η πέμπτη και η έκτη των εφεσίβλητων δεν έλαβαν μέρος στη δίκη, που διεξήχθη στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ως αντίδικοι της εκκαλούσας – ενάγουσας, αφού, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, αυτές δεν άσκησαν πρωτοδίκως, υπέρ του υπόχρεων σε αποζημίωση έναντι των κυρίων διαδίκων, αυτοτελείς πρόσθετες παρεμβάσεις, επί των οποίων και μόνο, λόγω της δημιουργουμένης σχέσης αναγκαστικής ομοδικίας μεταξύ του παρεμβαίνοντος και του υπέρ ου η παρέμβαση, απαιτείται να απευθύνεται η έφεση και κατά του προσθέτως παρεμβαίνοντος, αλλά αντιθέτως η μεν πέμπτη των εφεσίβλητων άσκησε, κατόπιν της από 18.07.2019 προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής, την από 11.09.2019 απλή πρόσθετη παρέμβαση, η δε έκτη των εφεσίβλητων δεν άσκησε πρόσθετη παρέμβαση. Συνεπώς, οι καθ’ ων η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενες στη δίκη στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεν έχουν καταστεί στην από 13.06.2019 κύρια αγωγή διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη, ώστε να πρέπει να απευθύνεται και κατ’ αυτών η υπό στοιχείο Α’ έφεση της ηττηθείσας εκκαλούσας – ενάγουσας της κύριας αγωγής. Επομένως, αναφορικά με την πέμπτη και την έκτη των εφεσίβλητων, πρέπει, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, να απορριφθεί η υπό στοιχείο Α’ από 20.04.2021 έφεση ως απαράδεκτη (άρθρα 68, 73 και 517 του ΚΠολΔ), κατά τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω μείζονα σκέψη. Τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, μεταξύ της εκκαλούσας της υπό στοιχείο Α’ έφεσης και της παρισταμένης πέμπτης των εφεσίβλητων, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 106, 179 και 183 του ΚΠολΔ ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, ενώ η έκτη των εφεσίβλητων λόγω της ερημοδικίας της, δεν υποβλήθηκε σε δικαστικά έξοδα. Ομοίως, δεν ασκείται παραδεκτά η υπό στοιχείο Γ’ από 28.09.2022 έφεση ως προς την έκτη των εφεσίβλητων ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…………………….», καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη στη δίκη στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, λόγω της ιδιότητάς της ως δικονομικής εγγυήτριας της πρώτης και του δεύτερου κυρίως εναγόμενων, καθόσον, για τους ίδιους ως άνω λόγους, αυτή δεν έχει καταστεί διάδικος στην πρωτόδικη δίκη, ώστε να πρέπει να απευθύνεται και κατ’ αυτής η υπό στοιχείο Γ’ επικουρική έφεση του τέταρτου εναγόμενου της κύριας αγωγής. Επιπλέον, η υπό στοιχείο Γ’ έφεση όσον αφορά στην τρίτη, στον τέταρτο και στην πέμπτη των εφεσίβλητων – πρώτη, δεύτερο και τρίτη των εναγόμενων της κύριας αγωγής, οι οποίοι, λόγω της φύσης της διαφοράς, ήταν απλοί ομόδικοι με τον εκκαλούντα – τέταρτο εναγόμενο της κύριας αγωγής, και μάλιστα αντίδικοι της πρώτης εφεσίβλητης – ενάγουσας της κύριας δίκης, η δε προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει βλαπτική για τον εκκαλούντα της υπό στοιχείο Γ’ έφεσης και ευνοϊκή για τους ομόδικούς του διάταξη, ούτε προβάλλεται λόγος έφεσης ως προς αυτούς, πρέπει, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, να απορριφθεί ως απαράδεκτη, αφού αυτοί δεν ήταν νικήσαντες διάδικοι στη δίκη επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (βλ. ΑΠ 827/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 572/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 171/2023 ΝΟΜΟΣ). Επομένως, αναφορικά με την τρίτη, τον τέταρτο, την πέμπτη και την έκτη των εφεσίβλητων, πρέπει, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, να απορριφθεί η υπό στοιχείο Γ’ από 28.09.2022 έφεση ως απαράδεκτη (άρθρα 68, 73 και 517 του ΚΠολΔ), κατά τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω μείζονα σκέψη. Τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, μεταξύ του εκκαλούντος της υπό στοιχείο Γ’ έφεσης και των παρισταμένων τρίτης, τέταρτου και πέμπτης των εφεσίβλητων, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 106, 179 και 183 του ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, ενώ η έκτη των εφεσίβλητων λόγω της ερημοδικίας της, δεν υποβλήθηκε σε δικαστικά έξοδα. Επομένως, πρέπει η υπό στοιχείο Α’ έφεση ως προς την πρώτη, τον δεύτερο, την τρίτη και τον τέταρτο των εφεσίβλητων, η υπό στοιχείο Β’ έφεση και η υπό στοιχείο Γ’ έφεση ως προς την πρώτη και την δεύτερη των εφεσίβλητων, να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστεί στη συνέχεια το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, κατά την ίδια διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι για το παραδεκτό των εφέσεων έχουν κατατεθεί από τους εκκαλούντες τα παράβολα των 150,00 ευρώ που προβλέπονται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ.
Από τη διάταξη του άρθρου 80 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις, που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους, η οποία στην περίπτωση, που ασκείται για πρώτη φορά στο εφετείο, πρέπει να γίνεται σε όλους τους μέχρι την άσκησή της διαδίκους. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της τέτοιας πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με αυτήν μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντα ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης, που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 80 του ΚΠολΔ, νοείται εκείνος, ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υπόθεσης (ΑΠ 1329/2017 ΕΕμπΔικ 2018. 869, ΑΠ 611/2013 ΝοΒ 2013. 2195, ΕφΛαρ 199/2012 ΝΟΜΟΣ, ΜονΕφΠειρ 3/2025 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, η προσθέτως παρεμβαίνουσα – παρεμπιπτόντως εναγόμενη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…………..» ως καθολική διάδοχος λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «……………….», η οποία κατά την πρωτοβάθμια δίκη είχε ασκήσει την από 11.09.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2019 και ειδικό …./2019 πρόσθετη παρέμβασή της υπέρ του τέταρτου κυρίως εναγόμενου, με χωριστό δικόγραφο που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης γενικό …/06.11.2023 και ειδικό …/06.11.2023 και επιδόθηκε στους διαδίκους (βλ. τις υπ’ αριθ. …/08.11.2023, …/08.11.2023, …/09.11.2023, …/08.11.2023, …/08.11.2023 και …/08.11.2023 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς …………), άσκησε την υπό στοιχείο Δ’ από 03.11.2023 πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του τέταρτου κυρίως εναγόμενου και νυν εφεσίβλητου – εκκαλούντος, και κατά της ενάγουσας της κύριας αγωγής, και ζήτησε επικουρικά για την περίπτωση της παραδοχής της υπό στοιχείο Α’ από 20.04.2021 έφεσης της εκκαλούσας – κυρίως ενάγουσας και εξαφάνισης της πρωτόδικης απόφασης, να απορριφθεί η κύρια αγωγή και η εναντίον της από 18.07.2019 προσεπίκληση-παρεμπίπτουσα αγωγή. Η παρέμβαση αυτή ασκήθηκε παραδεκτώς, κατά τα άρθρα 80 και 81 παρ. 1 του ΚΠολΔ, από την προσθέτως παρεμβαίνουσα-παρεμπιπτόντως εναγόμενη ως τρίτο πρόσωπο που δεν είχε λάβει την ιδιότητα του διαδίκου στην αρχική δίκη, κατά τα προαναφερθέντα, επικαλούμενη έννομο συμφέρον την αποτροπή ως προς αυτήν των δυσμενών συνεπειών από την αποδοχή της κύριας αγωγής. Επιπλέον, η προσθέτως παρεμβαίνουσα – παρεμπιπτόντως εναγόμενη ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «……………» με χωριστό δικόγραφο που κατατέθηκε στη γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης γενικό …/21.12.2023 και ειδικό …/21.12.2023 και επιδόθηκε στους διαδίκους (βλ. τις υπ’ αριθ. …../03.01.2024, …/03.01.2024, …/03.01.2024, …/03.01.2024, …/03.01.2024 και …/03.01.2024 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς ………….), άσκησε την υπό στοιχείο Ε’ από 15.12.2023 πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του εκκαλούντος – δεύτερου εναγόμενου – παρεμπιπτόντως ενάγοντος και νυν εφεσίβλητου – εκκαλούντος, και κατά της ενάγουσας της κύριας αγωγής, και ζήτησε επικουρικά για την περίπτωση της παραδοχής της υπό στοιχείο Α’ από 20.04.2021 έφεσης της εκκαλούσας – κυρίως ενάγουσας και εξαφάνισης της πρωτόδικης απόφασης, να απορριφθεί η κύρια αγωγή και η εναντίον της από 01.10.2019 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή. Η παρέμβαση αυτή ασκήθηκε παραδεκτώς, κατά τα άρθρα 80 και 81 παρ. 1 του ΚΠολΔ, από την προσθέτως παρεμβαίνουσα – παρεμπιπτόντως εναγόμενη ως τρίτο πρόσωπο που δεν είχε λάβει την ιδιότητα του διαδίκου στην αρχική δίκη, κατά τα προαναφερθέντα, επικαλούμενη έννομο συμφέρον την αποτροπή ως προς αυτήν των δυσμενών συνεπειών από την αποδοχή της κύριας αγωγής.
Η ενάγουσα στην από 13.06.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2019 και ειδικό …/2019 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εξέθετε ότι υπό τις ειδικότερες συνθήκες που αναφέρονται στην αγωγή και εξαιτίας της συντρέχουσας αμελούς συμπεριφοράς των εναγόμενων υπέστη βλάβη στην υγεία της, και ειδικότερα ότι ο δεύτερος εναγόμενος ιατρός ακτινολόγος, νόμιμος εκπρόσωπος της πρώτης εναγόμενης ετερόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «………….» που παρέχει ιατρικές υπηρεσίες ειδικότητας ακτινοδιαγνωστικής, οι προστηθέντες ιατροί της τρίτης εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………………» που παρέχει ιατρικές υπηρεσίες ειδικότητας ακτινοδιαγνωστικής και ο τέταρτος εναγόμενος ιατρός γυναικολόγος, κατά τη διενέργεια προληπτικών ψηφιακών μαστογραφιών, ο μεν δεύτερος εναγόμενος, την 21.12.2015, οι δε προστηθέντες ιατροί της τρίτης εναγόμενης την 29.05.2017, και ο τέταρτος εναγόμενος κατά την αξιολόγηση αυτών των μαστογραφιών, επέδειξαν αμελή συμπεριφορά σε σχέση με τον μέσο συνετό ιατρό και ενεργώντας κατά παράβαση των αναγνωρισμένων και γενικώς παραδεδεγμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης, παρέλειψαν να διαγνώσουν εγκαίρως την ύπαρξη αδενοκαρκινώματος αριστερού μαστού, λόγω μη ενδεικνυόμενης, άλλως ανεπαρκούς χρήσης διαγνωστικών μεθόδων, με αποτέλεσμα να διαγνωσθεί την 20.06.2018 ότι πάσχει από αδενοκαρκινώμα αριστερού μαστού, μη ειδικού τύπου (NST), βαθμού κακοήθειας (grade) 3, και ακολούθως να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση μαστεκτομής την 23.07.2018 και σε χημειοθεραπείες μέχρι την 10.01.2019, ότι εξαιτίας της συντρέχουσας αμελούς συμπεριφοράς των εναγόμενων, καθυστέρησε υπέρμετρα η διάγνωση της νόσου αυτής, μειώνοντας σε μεγάλο βαθμό τις πιθανότητες ίασης και αυξάνοντας την πιθανότητα θνησιμότητας, αφού εξακολουθεί να λαμβάνει χημειοθεραπεία με φάρμακα που προκαλούν καρδιακή ανεπάρκεια και έχουν σοβαρές παρενέργειες, ενώ περιήλθε σε κατάσταση αναπηρίας ποσοστού 80% και εμφάνισε σοβαρό ψυχιατρικό πρόβλημα. Με βάση αυτό το ιστορικό ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να της καταβάλλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, το ποσό των 8.508,84 ευρώ ως αποζημίωση για την αποκατάσταση της περιουσιακής της ζημίας, κατά τα εκτιθέμενα ειδικότερα στην αγωγή, λόγω των δαπανών στις οποίες υποβλήθηκε για τη διενέργεια χειρουργικής επέμβασης μαστεκτομής, χημειοθεραπειών, ιατρικών εξετάσεων και εν γένει θεραπείας για την αντιμετώπιση της νόσου της, καθώς και το ποσό των 500.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που αυτή υπέστη από τις υπαίτιες και ζημιογόνες ιατρικές πράξεις των εναγόμενων, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, τα ανωτέρω δε ποσά με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης, ενώ με τις από 23.10.2019 προτάσεις της που κατατέθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, μετέτρεψε το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής της σε έντοκο αναγνωριστικό. Ο τέταρτος εναγόμενος, στα πλαίσια της δίκης που ανοίχθηκε με την ως άνω κύρια αγωγή, με το από 18.07.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2019 και ειδικό …./2019 αυτοτελές δικόγραφο, που απηύθυνε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στο οποίο ενσωμάτωσε το περιεχόμενο της κύριας αγωγής, που είχε ασκηθεί εναντίον του, προσεπικάλεσε την ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…………», της οποίας καθολική διάδοχος λόγω συγχώνευσης με απορρόφηση είναι η ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «……………», ως δικονομική του εγγυήτρια, να παρέμβει υπέρ αυτού και να τον υποστηρίξει στην ως άνω εκκρεμή δίκη, επικαλούμενος έννομο συμφέρον, συνιστάμενο στο ότι αυτή είναι υπόχρεη σε αποζημίωση, δυνάμει έγκυρης ασφαλιστικής σύμβασης κάλυψης της επαγγελματικής αστικής του ευθύνης έναντι των τρίτων ασθενών του, σωρεύοντας στο ίδιο δικόγραφο και παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης κατ’ αυτής, με την οποία ζήτησε, να υποχρεωθεί η καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα της κύριας αγωγής, άλλως στον ίδιο, οποιοδήποτε χρηματικό ποσό τυχόν υποχρεωθεί αυτός να καταβάλει στην ενάγουσα της κύριας αγωγής, σε περίπτωση ευδοκίμησης αυτής, μετά των τόκων και των εξόδων, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η αντίδικός του στη δικαστική του δαπάνη. Η καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη με το από 11.09.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό …../2019 και ειδικό ……/2019 ιδιαίτερο δικόγραφο, άσκησε παραδεκτώς πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του τέταρτου εναγόμενου – προσεπικαλούντος, επικαλούμενη την ιδιότητά της ως δικονομικής εγγυήτριας του τελευταίου, με αίτημα να γίνει δεκτή η πρόσθετη παρέμβαση, να απορριφθεί η κύρια αγωγή και να καταδικασθεί η κυρίως ενάγουσα στη δικαστική της δαπάνη. Η πρώτη και ο δεύτερος των εναγόμενων, στα πλαίσια της δίκης που ανοίχθηκε με την ως άνω κύρια αγωγή, με το από 01.10.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……/2019 και ειδικό …./2019 αυτοτελές δικόγραφο, που απηύθυναν ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στο οποίο ενσωμάτωσαν το περιεχόμενο της κύριας αγωγής, που είχε ασκηθεί εναντίον τους, προσεπικάλεσαν την ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «………………….», ως δικονομική εγγυήτρια, να παρέμβει υπέρ αυτών και να τους υποστηρίξει στην ως άνω εκκρεμή δίκη, επικαλούμενοι έννομο συμφέρον, συνιστάμενο στο ότι αυτή είναι υπόχρεη σε αποζημίωση, δυνάμει έγκυρης ασφαλιστικής σύμβασης κάλυψης της επαγγελματικής αστικής ευθύνης του δεύτερου των εναγόμενων έναντι των τρίτων ασθενών του, σωρεύοντας στο ίδιο δικόγραφο και παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης κατ’ αυτής, με την οποία ζήτησαν να υποχρεωθεί η καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη να καταβάλει στον δεύτερο των εναγόμενων οποιοδήποτε χρηματικό ποσό, μέχρι του προβλεπόμενου στο ασφαλιστήριο ανώτατου ποσού των 100.000,00 ευρώ, τυχόν υποχρεωθεί αυτός να καταβάλει στην ενάγουσα, σε περίπτωση ευδοκίμησης της ως άνω κυρίας αγωγής, μετά των τόκων και των εξόδων, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της καταβολής στην τελευταία, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η αντίδικός τους στη δικαστική τους δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ’ αριθ. 2869/2020 οριστική απόφασή του, αφού συνεκδίκασε ερήμην της καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «……………….» και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων την κύρια αγωγή, τις προσεπικλήσεις – παρεμπίπτουσες αγωγές και την πρόσθετη παρέμβαση, απέρριψε την κύρια αγωγή ως προς όλα τα αιτήματά της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, λόγω της πλασματικής ερημοδικίας της ενάγουσας, εξαιτίας της μη καταβολής του αναλογούντος τέλους δικαστικού ενσήμου που απαιτούνταν επί του αναγνωριστικού, αποτιμητού σε χρήμα, αιτήματος της αγωγής της, κατ’ άρθρο 42 παρ. 1 του Ν. 4640/2019 σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 2, 8 του ν. ΓπΟΗ/1912, 7 παρ. 1 του ν.δ/τος 1544/1942, 237 παρ. 1 εδ. γ’ και 272 παρ. 1 του ΚΠολΔ, και έκρινε ότι παρέλκει η εξέταση των προσεπικλήσεων – παρεμπιπτουσών αγωγών, λόγω του επικουρικού τους χαρακτήρα, αφού εξετάζονται μόνο σε περίπτωση παραδοχής της κύριας αγωγής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται: (Α) η εκκαλούσα – ενάγουσα με την υπό στοιχείο Α’ έφεσή της, επαναφέροντας με τον πρώτο λόγο της έφεσής της τον ισχυρισμό που προέβαλε και πρωτοδίκως ότι δεν οφείλεται δικαστικό ένσημο για την υπό κρίση αγωγή της, κατόπιν της τροπής του αιτήματός της σε αναγνωριστικό, προβάλλοντας την αντισυνταγματικότητα της διάταξης άρθρου 42 παρ. 1 του Ν. 4640/2019 που επιβάλει την υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου και επί των εκκρεμών καταψηφιστικών αγωγών που μετατράπηκαν σε αναγνωριστικές, μετά τη δημοσίευση του νόμου και εισήχθησαν προς συζήτηση μετά την 01.01.2020, ενώ με τον δεύτερο λόγο της έφεσής της δήλωσε ότι περιορίζει το αγωγικό κονδύλιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής της βλάβης από το ποσό των 500.000,00 ευρώ στο ποσό των 291.491,16 ευρώ, προσκομίζοντας ήδη με την άσκηση της έφεσής της, το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου για το αποτιμητό σε χρήμα αίτημα της αγωγής της, ήτοι αποζημίωσης ποσού 8.508,84 ευρώ και χρηματικής ικανοποίησης ποσού 291.491,16 ευρώ, ήτοι συνολικού ποσού 300.000,00 ευρώ, επικαλούμενη θεραπεία του τυπικού ελαττώματος της μη καταβολής του οφειλόμενου δικαστικού ενσήμου και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή της στο σύνολό της. (Β) οι εκκαλούντες – πρώτη και δεύτερος των εναγόμενων – παρεμπιπτόντως ενάγοντες με την υπό στοιχείο Β’ έφεσή τους, στρεφόμενη κατά της ενάγουσας και της παρεμπιπτόντως εναγόμενης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «……………..», επικουρικά για την περίπτωση της παραδοχής της υπό στοιχείο Α’ έφεσης της εκκαλούσας – κυρίως ενάγουσας, προκειμένου να γίνει δεκτή η από 01.10.2019 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης και (Γ) ο εκκαλών – τέταρτος εναγόμενος – παρεμπιπτόντως ενάγων με την υπό στοιχείο Γ’ έφεσή του, στρεφόμενη κατά της ενάγουσας και της παρεμπιπτόντως εναγόμενης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «……………..», επικουρικά για την περίπτωση της παραδοχής της υπό στοιχείο Α’ έφεσης της εκκαλούσας – κυρίως ενάγουσας, προκειμένου να γίνει δεκτή από 18.07.2019 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης.
Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 2 και 8 του ν. ΓπΟΗ/1912 «Περί δικαστικών ενσήμων», όπως ερμηνεύθηκε αυθεντικά με το άρθρο 7 παρ. 1 του ν.δ/τος 1544/1942 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 11 του ν.δ. 4189/1961, η παράλειψη προκαταβολής από τον ενάγοντα του οφειλομένου κατά τα άρθρα 2 και 3 του ν. ΓπΟΗ/1912 τέλους δικαστικού ενσήμου, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, δεν επάγεται απαράδεκτο της αγωγής ή της συζητήσεώς της, αλλά ο παραλείπων την καταβολή ενάγων, λογίζεται, κατά νόμιμο πλάσμα, ως μη εμφανιζόμενος και δικάζεται ερήμην, με επακόλουθο να απορρίπτεται η αγωγή του, λόγω πλασματικής ερημοδικίας. Η απόρριψη της αγωγής στην περίπτωση αυτή λαμβάνει χώρα όχι για τυπικό αλλά για ουσιαστικό λόγο, γεγονός που συνεπάγεται τη δημιουργία δεδικασμένου περί της ουσιαστικής αβασιμότητάς της και απαράδεκτο επανεγέρσεώς της, εάν η απορριπτική απόφαση καταστεί τελεσίδικη (ΑΠ 1436/2023 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 538/2019 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρου 7 του ν.δ/τος 1544/1942 «Η ορθή έννοια του άρθρου 2 του νόμου ΓπΟΗ/1912 είναι ότι είς το δι’ αυτού επιβαλλόμενον τέλος δέν υπόκεινται αί απλώς αναγνωριστικαί αγωγαί ώς και αί περί εξαλείψεως υποθήκης και προσημειώσεις και αι περί ακυρώσεως πλειστηριασμού», κατά δε την παράγραφο 4 του ιδίου άρθρου 7 του ν.δ/τος 1544/1942 προβλέπεται ότι: «Τα εν τοις προηγουμένοις εδαφίοις 1, 2 και 3 του άρθρου τούτου οριζόμενα εφαρμόζονται και επί των εκκρεμών δικών».. (περί του ότι το άρθρο 7 του ν.δ/τος 1544/1942 ερμήνευσε αυθεντικά τα άρθρα 2 και 8 του ΓπΟΗ/1912, και συνεπώς συνιστά ερμηνευτικό νόμο (ΑΠ 382/2011 σε ιστοσελίδα ΑΠ). Ακολούθως με το άρθρο 70 του Ν. 3994/2011 η παρ. 3 του άρθρου 7 του ν.δ/τος 1544/1942 αντικαταστάθηκε ως εξής: «Στο τέλος που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓπΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αγωγές περί εξαλείψεως υποθήκης και προσημειώσεως, καθώς και περί ακυρώσεως πλειστηριασμού» καθιερουμένης έτσι το πρώτον της υποχρεώσεως καταβολής ενσήμου και ως προς τις αναγνωριστικές αγωγές, ενώ κατά την παρ. 14 του άρθρου 72 του ιδίου Ν. 3994/2011 ορίσθηκε ότι: «Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν.δ/τος 1544/1942 εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, κατά δε το άρθρο 77 παρ. 1 του αυτού ως άνω νόμου ως τέτοια ορίσθηκε 02.07.2011. Ακολούθως σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 1 του Ν. 4055/2012, η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν.δ/τος 1544/1942, που αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 του Ν. 3994/2011, αντικαταστάθηκε και πάλι ως εξής: «Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓπΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές που αφορούν τις διαφορές των άρθρων 663,677, 68ΙΑ και 681Β, καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού». Κατά δε το άρθρο 21 παρ. 2 του Ν. 4055/2012 ορίσθηκε ότι: «Η διάταξη της παραγράφου 14 του άρθρου 72 του Ν. 3994/2011 δεν εφαρμόζεται στις αγωγές, που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές, πριν την έναρξη ισχύος του, εφόσον μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος αυτού». Ακολούθησε το άρθρο 33 παρ. 1 του Ν. 4446/2016, με το οποίο ο νομοθέτης αποκατέστησε το νομικό καθεστώς που υπήρχε προ του Ν. 3994/2011 και κατήργησε από την 21.12.2016 (έναρξη ισχύος του νόμου αυτού) την υποχρέωση καταβολής τέλους δικαστικού ενσήμου για τις αναγνωριστικές αγωγές, ανεξαρτήτως αρμοδιότητας Δικαστηρίου, ενώ με την παρ 2 του ιδίου άρθρου 33 του Ν. 4446/2016, προβλέφθηκε ότι η άρση της υποχρέωσης καταβολής τέλους δικαστικού ενσήμου εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς αγωγές, ήτοι τόσο αυτές που ασκήθηκαν ως αναγνωριστικές, όσο και αυτές που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν τη δημοσίευση του νόμου (21.12.2016), εφόσον μετατράπηκαν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του. Τέλος, με το άρθρο 42 παρ 1 του Ν. 4640/2019 αντικαταστάθηκε εκ νέου η παρ. 3 του άρθρου 7 του ν.δ/τος 1544/1942 επαναφέροντας και πάλι την υποχρέωση καταβολής τέλους δικαστικού ενσήμου και στις αναγνωριστικές αγωγές ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου και πλέον ορίζεται ότι «3. Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓπΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές αγωγές για όλες τις διαφορές που υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα των ειρηνοδικείων και των μονομελών πρωτοδικείων, καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού», ενώ με την παρ. 2 του ιδίου άρθρου 42 του Ν. 4640/2019 ορίσθηκε ότι η υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, για τις οποίες η πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο διενεργείται μετά την 1η Ιανουαρίου 2020, καθώς και στις αγωγές που έχουν ασκηθεί ως καταψηφιστικές πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον έχουν ήδη μετατραπεί ή μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του και εισαχθούν σε πρώτη συζήτηση μετά την ως άνω ημερομηνία. Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων, προκύπτουν τα ακόλουθα: α) Μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 3994/2011, δηλαδή μετά την 25.07.2011, οι αναγνωριστικές αγωγές, που δικάζονταν κατά την τακτική διαδικασία, υπόκειντο σε τέλος δικαστικού ενσήμου, β) Με το άρθρο 72 παρ. 14 του Ν. 3994/2011, εισήχθη εξαίρεση από τον κανόνα του άρθρου 7 παρ. 4 του ν.δ/τος 1544/1942, δηλαδή, από τον κανόνα ότι η διάταξη της παρ. 3 του εν λόγω άρθρου, η οποία προβλέπει ποιες αγωγές υπόκεινται σε τέλος δικαστικού ενσήμου, εφαρμόζεται και επί εκκρεμών δικών. Ειδικότερα, με το άρθρο 72 παρ. 14 του Ν. 3994/2011, ο νομοθέτης όρισε ότι η παρ. 3 του άρθρου 7 του ν.δ/τος 1544/1942, η οποία πλέον προέβλεπε ότι σε δικαστικό ένσημο υπόκεινται και οι αναγνωριστικές αγωγές, δεν θα εφαρμόζεται στις εκκρεμείς αγωγές, αλλά μόνο στις αγωγές, που ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος του Ν. 3994/2011, δηλαδή μετά την 25.07.2011. Με την τελευταία αυτή διάταξη, ο νομοθέτης επέλεξε να μην υπόκεινται σε τέλος δικαστικού ενσήμου όσες αναγνωριστικές αγωγές είχαν ήδη ασκηθεί, κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του Ν. 3994/2011, δηλαδή όσες αναγνωριστικές αγωγές είχαν ασκηθεί μέχρι την 25.07.2011, γ) με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, ο νομοθέτης όρισε ότι, η ως άνω εξαίρεση, ήτοι η εξαίρεση του άρθρου 72 παρ. 14 του Ν. 3994/2011, δεν εφαρμόζεται σε όσες αγωγές είχαν ασκηθεί, ως καταψηφιστικές, πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 3994/2011, αλλά «μετατράπηκαν» σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου. Κατά συνέπεια, αφού για όσες αγωγές ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 3994/2011 και περιορίστηκαν σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος του, δεν εφαρμόζεται η εξαίρεση από την καταβολή δικαστικού ενσήμου, που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 72 παρ. 14 του Ν. 3994/2011, τότε οι εν λόγω τραπείσες σε αναγνωριστικές αγωγές υπόκειντο σε τέλος δικαστικού ενσήμου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 4 του ν.δ/τος 1544/1942, δ) οι αναγνωριστικές αγωγές, οι οποίες είναι εκκρεμείς στις 22.12.2016 δηλαδή κατά την έναρξη ισχύος Ν. 4446/2016, δεν υπόκεινται σε δικαστικό ένσημο κατ’ άρθρο 33 παρ. 1 του Ν. 446/2016, ενώ επίσης οι καταψηφιστικές αγωγές, οι οποίες ασκήθηκαν μέχρι και 21.12.2016, και οι οποίες μετατρέπονται σε αναγνωριστικές από 22.12.2016 και μετά δεν υπόκεινται σε δικαστικό ένσημο, ε) Οι αναγνωριστικές αγωγές που κατατίθενται από 30.11.2019, και υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου, υπόκεινται σε δικαστικό ένσημο κατά το άρθρο 42 του Ν. 4640/2019, στ) Οι καταψηφιστικές αγωγές, οι οποίες έχουν ασκηθεί πριν τις 30.11.2019 (έναρξη ισχύος του Ν. 4640/2019), υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου, και μετατράπηκαν σε αναγνωριστικές μετά την 30.11.2019, και για τις οποίες η πρώτη συζήτηση διενεργείται μετά την 01.01.2020, υπόκεινται σε δικαστικό ένσημο, ζ) Οι καταψηφιστικές αγωγές, οι οποίες έχουν ασκηθεί πριν την 30.11.2019, υπάγονται στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα του πολυμελούς πρωτοδικείου, και μετατράπηκαν σε αναγνωριστικές μέχρι την 30.11.2019, και για τις οποίες η πρώτη συζήτηση διενεργείται μετά την 01.01.2020, υπόκεινται σε δικαστικό ένσημο. Ενόψει των ανωτέρω διατάξεων και των τροποποιήσεων που αυτές επέφεραν, υποστηρίχθηκε καταρχήν η άποψη ότι η υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου και επί αναγνωριστικών αγωγών είναι ανίσχυρη ως αντίθετη στο άρθρο 20 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α., με το σκεπτικό ότι τίθεται ένας ανεπίτρεπτος περιορισμός, που παρεμποδίζει την ανοιχτή πρόσβαση κάθε πολίτη στη Δικαιοσύνη και ισοδυναμεί με έμμεση κατάργηση του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας. Πλην, όμως, οι ως άνω διατάξεις δεν παρεμποδίζουν την ελεύθερη πρόσβαση κάθε πολίτη στη δικαιοσύνη και εντεύθεν δεν αντίκεινται στο άρθρο 20 του Συντάγματος, ούτε στο άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α. Συγκεκριμένα, για όποιον πολίτη αδυνατεί οικονομικώς να καταβάλει το προσήκον για την αναγνωριστική αγωγή του δικαστικό ένσημο, θα τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις του ν. 3226/2004 όπως το άρθρο 1 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 41 παρ. 1 Ν.4689/2020, με τις οποίες γενικώς λαμβάνεται πρόνοια, ώστε να παρέχεται νομική αρωγή σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος, η οποία εμπεριέχει και την απαλλαγή από την καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (βλ. ειδικώς άρθρο 9 παρ. 2 του Ν. 3226/2004). Ο δε προσδιορισμός των δικαιούχων της αρωγής αυτής, κατ’ άρθρο 1 παρ. 2 του Ν. 3226/2004, ως εκείνων των οποίων το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα δεν υπερβαίνει τα δύο τρίτα των ετήσιων ατομικών αποδοχών, που προβλέπει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αναφέρεται σε πολίτες εντελώς εξαθλιωμένους οικονομικά. Εξάλλου, οι ως άνω διατάξεις, που προβλέπουν την καταβολή δικαστικού ενσήμου και επί αναγνωριστικών αγωγών πληρούν τα κριτήρια που, κατά τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α, απαιτούνται, προκειμένου ένας περιορισμός στο δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας, να είναι αποδεκτός από το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α. και ειδικότερα πληρούν τόσο το κριτήριο ότι με τον περιορισμό αυτό πρέπει να επιδιώκεται ένας νόμιμος σκοπός, όσο και το κριτήριο ότι πρέπει να τηρείται ένας εύλογος (reasonable) βαθμός αναλογικότητας, ανάμεσα στα μέσα και στον επιδιωκόμενο σκοπό (βλ. τη σκέψη υπ’ αριθ. 36 της από 24.05.2006 απόφασης του Ε.Δ.Δ.Α. στην υπόθεση Weissman κατά Ρουμανίας με αριθμό 63945/00). Και τούτο διότι, με το τέλος δικαστικού ενσήμου επιδιώκεται, προεχόντως, ο νόμιμος σκοπός της ενίσχυσης της δυνατότητας της Πολιτείας να οργανώνει κατά τον καλύτερο τρόπο, το σύστημα απονομής Δικαιοσύνης και δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογη με τον εν λόγω επιδιωκόμενο σκοπό και μη εύλογη μια επιβάρυνση του ενάγοντος με τέλος το ποσοστό του οποίου είναι συνολικά ελάχιστα μεγαλύτερο του 1%, επί του χρηματικά αποτιμητού αντικειμένου της διαφοράς. Μία τέτοια ποσοστιαία αναλογία, δεν καθιστά «δυσβάσταχτη οικονομικά» την προσφυγή στη δικαιοσύνη, ιδίως για όποιον κατάγει σε δίκη το πραγματικό αντικείμενο της διαφοράς και δεν πρόκειται περί διογκωμένου αιτήματος. Επίσης, εφόσον δικαιωθεί ο ενάγων, το τέλος δικαστικού ενσήμου μετακυλίεται στον ηττώμενο εναγόμενο, που με την αμφισβήτησή του (επί αναγνωριστικής αγωγής) προκάλεσε την κίνηση από τον ενάγοντα του συστήματος απονομής Δικαιοσύνης, ενώ παραμένει ως επιβάρυνση του ενάγοντος, σε περίπτωση απόρριψης της αγωγής, οπότε, εκ του αποτελέσματος, η αίτησή του για παροχή δικαστικής προστασίας κρίνεται αποδοκιμαστέα. Η κατά τα ανωτέρω «ανταποδοτική» λειτουργία του τέλους δικαστικού ενσήμου, δεν είναι αθέμιτη, αφού, άλλωστε, αυτό υποδηλώνει και η ονομασία αυτού ως «τέλος», και όχι ως «φόρος», ο οποίος, όπως και κάθε άλλο οικονομικό βάρος, δεν μπορεί να επιβληθεί με νόμο αναδρομικής ισχύος πέραν από το οικονομικό έτος το προηγούμενο εκείνου, κατά το οποίο επιβλήθηκε (άρθρο 78 παρ. 2 του Συντάγματος). Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, οι ως άνω διατάξεις, με τις οποίες θεσπίζεται η υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου και επί αναγνωριστικών αγωγών δεν είναι αντίθετες με το άρθρο 20 του Συντάγματος, ούτε με το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α. (ΑΠ 140/2023 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 15/2019, ΕφΛαρ 123/2019 ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΑθ 296/2018 ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1354/2016 Αρμ 2017. 1381, όμοια αντιμετώπιση του ζητήματος στα πλαίσια του νομοθετικού καθεστώτος των άρθρων 72 παρ. 14 του Ν. 3994/2011 και 21 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, με τους οποίους εισήχθη το πρώτον η υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου επί αναγνωριστικών αγωγών δια της αντικατάστασης του άρθρου 7 παρ. 3 του ν.δ/τος 1544/1942, πριν αυτό αντικατασταθεί εκ νέου με το άρθρο 33 του Ν. 4446/2016, ενώ μετά το Ν. 4640/2019 ΕφΑθ 868/2025 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 263/2025 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑνατΚρ 20/2024 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 4869/2022 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 325/2021 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω αναφορικά με την πρόβλεψη της παρ. 2 του άρθρου 42 του Ν. 4640/2019 ορίσθηκε ότι η υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές, για τις οποίες η πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο διενεργείται μετά την 1η Ιανουαρίου 2020, καθώς και στις αγωγές που έχουν ασκηθεί ως καταψηφιστικές πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, εφόσον έχουν ήδη μετατραπεί ή μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά τη δημοσίευσή του και εισαχθούν σε πρώτη συζήτηση μετά την ως άνω ημερομηνία. Η διάταξη αυτή ουσιαστικά απηχεί την διαχρονικού δικαίου διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 7 του ν.δ/τος 1544/1942 με το οποίο προβλέπεται ότι οι ρυθμίσεις περί δικαστικού ενσήμου εφαρμόζονται και επί των εκκρεμών δικών, τέτοια δε περίπτωση εκκρεμούς δίκης είναι και η δίκη που ανοίγεται με την κατάθεση καταψηφιστικής αγωγής που ασκήθηκε πριν την ισχύ του Ν. 4640/2019 και μετατράπηκε σε αναγνωριστική πριν ή μετά την ισχύ του. Επομένως, κρίσιμο είναι το ζήτημα εάν η διάταξη του άρθρου 7 του ν.δ/τος 1544/1942 που προβλέπει ότι οι περί δικαστικών ενσήμων διατάξεις εφαρμόζεται και επί εκκρεμών δικών, και την οποία ουσιαστικά επαναλαμβάνει κατά περιεχόμενο το άρθρο 42 παρ. 2 του Ν. 4640/2019 εισάγει ανεπίτρεπτη αναδρομικότητα. Επί του θέματος αυτού λεκτέα τα ακόλουθα: Το άρθρο 2 του AK εκφράζει τη γενικότερη αρχή του δικαίου περί μη αναδρομικότητας των νόμων, που αποβλέπει στην κατά το δυνατό βεβαιότητα των δικαιωμάτων ασφάλειας των συναλλαγών και σταθερότητας δικαίου, η οποία, όμως, δεν κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα και έτσι η διάταξη αυτή δεν έχει αυξημένη τυπική ισχύ. Επομένως ο νομοθέτης δεν εμποδίζεται, καταρχήν, να προσδώσει στο νόμο, άρα και στο νόμο περί δικαστικού ενσήμου, ρητά ή σιωπηρά αναδρομική ισχύ, με μόνο περιορισμό, τη μη προσβολή συνταγματικώς προστατευόμενων δικαιωμάτων καθώς και δικαιωμάτων υπερνομοθετικής ισχύος (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος) όπως αυτά που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. Εξαιρέσεις από το επιτρεπτό της αναδρομικής ισχύος του νόμου προβλέπονται στο Σύνταγμα ρητά από τις διατάξεις των άρθρων 7 παρ. 1 (απαγόρευση αναδρομικότητας ποινικού νόμου), 77 παρ. 2 του Συντάγματος (απαγόρευση αναδρομικότητας ψευδοερμηνευτικού νόμου, βλ. ΑΠ 74/2020 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1000/2020 ΝΟΜΟΣ) και 78 παρ 2 (μη αναδρομικότητα φορολογικού νόμου όταν εκτείνεται πέραν από το οικονομικό έτος το προηγούμενο εκείνου κατά το οποίο επιβλήθηκε). Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν κωλύεται, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλουμένη απόφαση, να δεχθεί την προσκομιδή, το πρώτον ενώπιον του, του δικαστικού ενσήμου (ΕφΠειρ 74/2021 ΝΟΜΟΣ). Τούτο εξηγείται από το ότι με την άσκηση της έφεσης αναβιώνει η εκκρεμοδικία της ένδικης αγωγής, και καθίσταται και πάλι ενεργός η υποχρέωση του ενάγοντος να εκπληρώσει τη νόμιμη υποχρέωσή του προς καταβολή του προσήκοντος τέλους δικαστικού ενσήμου (ΑΠ 1470/2019 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά της απόφασης που απορρίπτει την αγωγή λόγω μη καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου, ο ενάγων δικαιούται να ασκήσει έφεση, μοναδικός λόγος της οποίας δύναται να είναι η άρση της ειρημένης παράλειψης, δηλαδή η εκ των υστέρων καταβολή του άνω τέλους. Αν ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, η πρωτόδικη απόφαση εξαφανίζεται και χωρεί, ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου, νέα συζήτηση της υπόθεσης κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 528 του ΚΠολΔ (ΑΠ 181/2023, ΑΠ 65/2022, ΑΠ 538/2019 δημ. στην ιστοσελίδα του Άρειου Πάγου, ΕφΑθ 710/2025 ΝΟΜΟΣ), κατά την οποία ο ενάγων μπορεί να προτείνει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, τους οποίους και πρωτοδίκως μπορούσε να προτείνει, χωρίς να δεσμεύεται από τους περιορισμούς του άρθρου 527 του ΚΠολΔ (ΑΠ 65/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1461/2021 ΝΟΜΟΣ). Επίσης, ο ενάγων σε περίπτωση που δικάστηκε πρωτοδίκως ερήμην και απορρίφθηκε η αγωγή του, λόγω μη καταβολής δικαστικού ενσήμου, αν και δεν είχε υποχρέωση καταβολής αυτού, μπορεί να ασκήσει έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης, προβάλλοντας ως λόγο την έλλειψη υποχρέωσής του να καταβάλει δικαστικό ένσημο, οπότε το Εφετείο, αν κρίνει βάσιμο το λόγο αυτό, θα κάνει δεκτή την έφεση και θα εξαφανίσει την πρωτόδικη απόφαση κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα (ΑΠ 140/2023 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 223 του ΚΠολΔ, όταν επέλθει η εκκρεμοδικία είναι απαράδεκτη η μεταβολή του αιτήματος της αγωγής. Κατ’ εξαίρεση μπορεί ο ενάγων με τις προτάσεις του εωσότου περατωθεί η δίκη στον πρώτο βαθμό, να περιορίσει το αίτημα της αγωγής. Με την διάταξη αυτή, επιτρέπεται, μεταξύ άλλων, η ολική ή μερική παραίτηση του ενάγοντος από το καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής και, έτσι, περιορίζεται η αγωγή στο αναγνωριστικό του δικαιώματος αίτημα, το οποίο υποκρύπτεται στο καταψηφιστικό. Στην περίπτωση αυτή, ο περιορισμός του αιτήματος αν και, κατά την διάταξη του άρθρου 295 παρ. 1 εδ. β του ΚΠολΔ, θεωρείται μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, δεν κρίνεται κατά τις διατάξεις που αφορούν στην παραίτηση από το δικόγραφο (άρθρο 297 του ΚΠολΔ), αλλά εφαρμόζονται οι διατάξεις, που προβλέπουν ειδικά την θεμιτή μεταβολή του αιτήματος της αγωγής, με συνέπεια να μην υπόκειται στο διαγραφόμενο από το άρθρο 297 του ΚΠολΔ τύπο. Κατά συνέπεια, ο περιορισμός του αιτήματος γίνεται με βάση την διάταξη του άρθρου 223 του ΚΠολΔ, η οποία είναι ειδική σε σχέση με εκείνη του άρθρου 297 του ίδιου κώδικα, δηλαδή γίνεται με τις προτάσεις ή με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, άλλως θεωρείται ανίσχυρος και δεν λαμβάνεται υπόψη. Από την ίδια ως άνω διάταξη του άρθρου 223 του ΚΠολΔ, κατά την σαφή λεκτική της διατύπωση, σε συνδυασμό και με το άρθρο 526 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ο περιορισμός του αγωγικού αιτήματος δύναται να γίνει έως την περάτωση της δίκης στον πρώτο βαθμό και επομένως αυτός αποκλείεται στην κατ’ έφεση δίκη, στην οποία αποκρούεται, και αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτος, έστω και αν συναινεί ο αντίδικος (ΑΠ 1470/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 538/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 368/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1572/2013 ΝΟΜΟΣ). Ο απαράδεκτος περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό για πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου έχει ως συνέπεια το αίτημα της αγωγής να παραμένει καταψηφιστικό και ο ενάγων να υποχρεούται στην καταβολή του οφειλόμενου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 8 του ν. ΓπΟΗ/1912, «περί δικαστικών ενσήμων», τέλους δικαστικού ενσήμου (ΑΠ 140/2023 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1485/2018 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 254 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά την μελέτη της υποθέσεως ή την διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία, που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση, με απόφαση, που μνημονεύει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα, που αποτελούν αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης, η οποία θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης. Κατά την έννοια της προαναφερθείσας διάταξης, η οποία εφαρμόζεται και στην κατ’ έφεση δίκη, η εξουσία του Δικαστηρίου να διατάξει επανάληψη της συζήτησης δεν υπόκειται σε περιορισμούς και, επομένως, το τελευταίο έχει την εξουσία να διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης και προς προσκομιδή των αναγκαίων στοιχείων. Τέτοιο δε στοιχείο, αποτελεί και το αναλογούν στο αντικείμενο της αγωγής δικαστικό ένσημο, το οποίο είναι απαραίτητο για την κατ’ ουσίαν εξέταση της διαφοράς, την προσκομιδή του οποίου δεν κωλύεται το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να διατάξει με την απόφασή του, εφόσον, κατά την διακριτική του ευχέρεια, κρίνει ότι δεν προκύπτει άρνηση του ενάγοντος να συμμορφωθεί προς την ως άνω υποχρέωσή του. Να σημειωθεί η προσκόμιση του τέλους δικαστικού ενσήμου δεν εμπίπτει στην έννοια των τυπικών παραλείψεων που δύνανται να συμπληρωθούν κατ’ άρθρο 227 του ΚΠολΔ κατόπιν κλήσης του διαδίκου από το δικαστήριο (ΑΠ 181/2023 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 263/2025 ΝΟΜΟΣ). Η επαναλαμβανόμενη συζήτηση αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης και όχι νέα συζήτηση, με συνέπεια, εφόσον πρόκειται για δύο συνεχόμενα δικονομικά στάδια, τόσο η αρχική όσο και η επαναλαμβανόμενη συζήτηση να συνιστούν μία ενιαία συζήτηση (ΑΠ 860/2024 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 868/2025 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση, αναφορικά με την υποχρέωση καταβολής τέλους δικαστικού ενσήμου εκ μέρους της εκκαλούσας – ενάγουσας της υπό στοιχείο Α’ έφεσης, πρέπει να επισημανθεί ότι η κρινόμενη αγωγή, η οποία ασκήθηκε αρχικά ως καταψηφιστική, κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου την 14.06.2019 και επιδόθηκε στην πρώτη, στον δεύτερο και στην τρίτη των εναγόμενων την 10.06.2019 (βλ. τις υπ’ αριθ. …/10.06.2019, …./10.06.2019 και …/10.06.2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών …..) και στον τέταρτο των εναγόμενων την 11.06.2019 (βλ. την υπ’ αριθ. …../11.06.2019, …/10.06.2019 και …/10.06.2019 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών ……….), ήτοι πριν την ισχύ του Ν. 4640/2019 που επανέφερε την υποχρέωση καταβολής τέλους δικαστικού ενσήμου στις εκκρεμούσες ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου αναγνωριστικές αγωγές από την 30.11.2019 και εντεύθεν (έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου), μετατράπηκε νομίμως σε αναγνωριστική με τις από 23.10.2019 προτάσεις της ενάγουσας που κατατέθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 223, 293, 294, 297 του ΚΠολΔ), ενώ η υπόθεση συζητήθηκε την 03.06.2020, ήτοι μετά την ισχύ του Ν. 4640/2019, και ως εκ τούτου υπόκειται σε δικαστικό ένσημο, κατά τη διάταξη του άρθρου 42 παρ. 2 του Ν. 4640/2019, με την οποία ορίσθηκε ότι η υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, και στις εκκρεμείς αγωγές που έχουν ασκηθεί ως καταψηφιστικές πριν από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, όπως η ένδικη αγωγή που ασκήθηκε ως καταψηφιστική πριν τη δημοσίευση του Ν. 4640/2019, μετατράπηκε σε αναγνωριστική με τις από 23.10.2019 προτάσεις της ενάγουσας ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και συζητήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 03.06.2020, ήτοι μετά την 01.01.2020. Σύμφωνα δε με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, με το τέλος δικαστικού ενσήμου επιδιώκεται, προεχόντως, ο νόμιμος σκοπός της ενίσχυσης της δυνατότητας της πολιτείας να οργανώνει κατά τον καλύτερο τρόπο, το σύστημα απονομής δικαιοσύνης και δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογη με τον εν λόγω επιδιωκόμενο σκοπό και μη εύλογη μια επιβάρυνση του ενάγοντος με τέλος, το ποσοστό του οποίου είναι συνολικά ελάχιστα μεγαλύτερο του 1%, επί του χρηματικά αποτιμητού αντικειμένου της διαφοράς, μία δε τέτοια ποσοστιαία αναλογία, δεν καθιστά «δυσβάσταχτη οικονομικά» την προσφυγή στη δικαιοσύνη, ιδίως για όποιον κατάγει σε δίκη το πραγματικό αντικείμενο της διαφοράς και δεν πρόκειται περί διογκωμένου αιτήματος, παρεκτός του ότι η πολιτεία διαθέτει νομοθετικό μηχανισμό για την προστασία του οικονομικά ασθενέστερου διαδίκου, όπως είναι ο Ν. 3226/2004, το άρθρο 1 του οποίου αντικαταστάθηκε με το άρθρο 41 παρ. 1 του Ν.4689/2020, με τον οποίο, γενικώς, λαμβάνεται πρόνοια, ώστε να παρέχεται νομική αρωγή σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος, η οποία εμπεριέχει και την απαλλαγή από την καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου, κατά τη ρητή πρόβλεψη του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 3226/2004. Επιπλέον, η επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου και στις εκκρεμείς κατά την ψήφιση του Ν. 4640/2019 αναγνωριστικές αγωγές, δεν συνιστά αντισυνταγματική αναδρομική ισχύ νόμου, διότι, όπως ανωτέρω εκτέθηκε, η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 42 του Ν. 4640/2019, απηχεί την διαχρονικού δικαίου ερμηνευτική διάταξη της παρ. 4 του άρθρου 7 του ν.δ/τος 1544/1942, με την οποία προβλέπεται ότι οι ρυθμίσεις περί δικαστικού ενσήμου εφαρμόζονται και επί των εκκρεμών δικών, τέτοια δε περίπτωση εκκρεμούς δίκης είναι και η δίκη που ανοίγεται με την κατάθεση καταψηφιστικής αγωγής που ασκήθηκε πριν την ισχύ του Ν. 4640/2019 και μετατράπηκε σε αναγνωριστική πριν ή μετά την ισχύ του. Η δε αναδρομικότητα των διατάξεων ενός νόμου δεν απαγορεύεται, όπως εκτέθηκε στην προηγηθείσα νομική σκέψη, και ως εκ τούτου ο νομοθέτης δεν εμποδίζεται, καταρχήν, να προσδώσει στο νόμο αναδρομική ισχύ, με μόνο περιορισμό, τη μη προσβολή συνταγματικώς προστατευόμενων δικαιωμάτων, καθώς και δικαιωμάτων υπερνομοθετικής ισχύος (άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος), όπως αυτά που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α. και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., περίπτωση που επίσης δεν συντρέχει επί δικαστικού ενσήμου, όπως ήδη εκτέθηκε, διότι η επιβολή του δικαστικού ενσήμου εξυπηρετεί το υπέρτερο δημόσιο συμφέρον που είναι η εξασφάλιση συνθηκών ορθής απονομής της δικαιοσύνης, είτε ασκηθεί αρχήθεν αναγνωριστική αγωγή, είτε καταψηφιστική αγωγή, αφού ο μηχανισμός απονομής δικαιοσύνης κινείται εξίσου. Τέλος, ούτε αιφνιδιασμός του διαδίκου που άσκησε αναγνωριστική αγωγή πριν την ισχύ του Ν. 4640/2019 επήλθε με την αναδρομική εφαρμογή του και στις εκκρεμείς δίκες, δοθέντος ότι ακόμη και αυτός ο διάδικος γνωρίζει ότι θα κληθεί, σε κάθε περίπτωση, να καταβάλει το αντίστοιχο τέλος δικαστικού ενσήμου κατά το στάδιο της εκτέλεσης. Κατόπιν τούτων, η εκκαλούσα – ενάγουσα της υπό στοιχείο Α’ έφεσης, που ερημοδικάσθηκε στον πρώτο βαθμό, λόγω μη καταβολής δικαστικού ενσήμου, όφειλε να καταβάλει το προσήκον για το αντικείμενο της αγωγής της δικαστικό ένσημο στο Εφετείο, ώστε να αρθεί η παράλειψη της μη καταβολής αυτού πρωτοδίκως, να γίνει δεκτή η υπό στοιχείο Α’ έφεσή της, λόγος της οποίας ήταν η άρση αυτής της παράλειψης από τη μη καταβολή του δικαστικού ενσήμου, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη με αυτήν πρωτόδικη απόφαση και να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν η αγωγή της. Με την άσκηση δε της υπό στοιχείο Α’ έφεσης, με την οποία αναβίωσε η εκκρεμοδικία της ένδικης αγωγής, κατέστη και πάλι ενεργή η υποχρέωση της εκκαλούσας – ενάγουσας, να εκπληρώσει τη νόμιμη υποχρέωσή της προς καταβολή του προσήκοντος τέλους δικαστικού ενσήμου, βάσει του αγωγικού αιτήματος, όπως αυτό διατυπώθηκε και ίσχυε έως την περάτωση της δίκης στον πρώτο βαθμό, δοθέντος ότι ο γενόμενος περιορισμός του αγωγικού αιτήματος περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης από το ποσό των 500.000,00 ευρώ στο ποσό των 291.491,16 ευρώ, το πρώτον στην έκκλητη δίκη, είναι απαράδεκτος, ακόμη και αν συναινεί ο αντίδικος (βλ. ΑΠ 317/2023 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 951/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1470/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 538/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1485/2018 ΝΟΜΟΣ), σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη, καθόσον το εν λόγω αγωγικό αίτημα δεν περιορίσθηκε παραδεκτώς μέχρι το πέρας της συζήτησης στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Επομένως, πρέπει, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 254 του ΚΠολΔ, πριν από την περαιτέρω έρευνα της ένδικης υπόθεσης, να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησής της, προκειμένου κατά τη νέα συζήτηση, που θα θεωρηθεί ως συνέχεια τούτης, να εισφέρει η εκκαλούσα – ενάγουσα της υπό στοιχείο Α’ έφεσης το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου μετά των αναλογούντων υπέρ τρίτων προσαυξήσεων, που αντιστοιχεί στο αποτιμητό σε χρήμα αίτημα της αγωγής της, αποζημίωσης ποσού 8.508,84 ευρώ και χρηματικής ικανοποίησης ποσού 500.000,00 ευρώ, ήτοι συνολικού ποσού 508.508,84 ευρώ. Σημειωτέον ότι η προσκόμιση του τέλους δικαστικού ενσήμου δεν εμπίπτει στην έννοια των τυπικών παραλείψεων που δύνανται να συμπληρωθούν, κατ’ άρθρο 227 του ΚΠολΔ κατόπιν κλήσης του διαδίκου από το δικαστήριο, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην προηγηθείσα νομική σκέψη. Διάταξη περί δικαστικών εξόδων των διαδίκων, κατά το μέρος που οι κρινόμενες εφέσεις κρίθηκαν παραδεκτές, δεν θα περιληφθεί, καθώς η απόφαση που διατάσσει την επανάληψη συζήτησης δεν έχει οριστικό χαρακτήρα, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 191 παρ. 1 του ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Συνεκδικάζει ερήμην της έκτης των εφεσίβλητων της υπό στοιχείο Α’ έφεσης, ερήμην της πέμπτης και της έκτης των εφεσίβλητων της υπό στοιχείο Γ’ έφεσης, και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, την υπό στοιχείο Α’ από 20.04.2021 έφεση, την υπό στοιχείο Β’ από 19.09.2022 έφεση και την υπό στοιχείο Γ’ από 28.09.2022 έφεση, κατά της υπ’ αριθ. 2869/2020 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, ερήμην της καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «……………….» και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, καθώς και την υπό στοιχείο Δ’ από 03.11.2023 πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του εκκαλούντος – τέταρτου εναγόμενου – παρεμπιπτόντως ενάγοντος και την υπό στοιχείο Ε’ από 15.12.2023 πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του εκκαλούντος – δεύτερου εναγόμενου – παρεμπιπτόντως ενάγοντος.
Απορρίπτει την υπό στοιχείο Α’ από 20.04.2022 έφεση ως απαράδεκτη ως προς την πέμπτη και την έκτη των εφεσίβλητων.
Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ της εκκαλούσας της υπό στοιχείο Α’ έφεσης και της πέμπτης των εφεσίβλητων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.
Απορρίπτει την υπό στοιχείο Γ’ από 28.09.2022 έφεση ως απαράδεκτη ως προς την τρίτη, τον τέταρτο, την πέμπτη και την έκτη των εφεσίβλητων.
Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ του εκκαλούντος της υπό στοιχείο Γ’ έφεσης και της τρίτης, του τέταρτου και της πέμπτης των εφεσίβλητων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.
Δέχεται τυπικά την υπό στοιχείο Α’ έφεση ως προς την πρώτη, τον δεύτερο, την τρίτη και τον τέταρτο των εφεσίβλητων, την υπό στοιχείο Β’ έφεση και την υπό στοιχείο Γ’ έφεση ως προς την πρώτη και την δεύτερη των εφεσίβλητων.
Αναβάλλει την έκδοση της οριστικής του απόφασης ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της υπό στοιχείο Α’ έφεσης ως προς την πρώτη, τον δεύτερο, την τρίτη και τον τέταρτο των εφεσίβλητων, της υπό στοιχείο Β’ έφεσης και της υπό στοιχείο Γ’ έφεσης ως προς την πρώτη και την δεύτερη των εφεσίβλητων.
Διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να προσκομισθεί από την εκκαλούσα – ενάγουσα της υπό στοιχείο Α’ έφεσης το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου, μετά των αναλογούντων υπέρ τρίτων προσαυξήσεων, που αντιστοιχεί στο αίτημα της από 13.06.2019 και με αριθμό κατάθεσης γενικό ……./2019 και ειδικό …./2019 αγωγής της, συνολικού ποσού 508.508,84 ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 05.06.2025 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 06.06.2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ