Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 131/2019

Aριθμός   131/2019

ΤO ΤΡΙΜΕΛΕΣ   ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστές  Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο  Εφετών,  Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη- Εισηγήτρια, και Γεώργιο Βερούση, Εφέτη  και με  Γραμματέα την  Κ.Δ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με την από 25-1-2016 (αρ. καταθ. ../2016) κλήση της εφεσίβλητης νόμιμα φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (με την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας σύνθεση, δεδομένου ότι οι Δικαστές, οι οποίοι μετείχαν στη σύνθεση του Δικαστηρίου που εξέδωσε την κατωτέρω αναφερόμενη υπ΄ αρ. 540/2008 απόφαση, δεν υπηρετούν πλέον στο Εφετείο Πειραιώς), η από 5-12-2007 (αρ. καταθ. ../2007) έφεση της καθ΄ ης η κλήση-εκκαλούσας κατ΄ αυτής (καλούσας-εφεσίβλητης) μετά την έκδοση της υπ΄ αρ. 540/2008 μη οριστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της ένδικης εφέσεως, εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η αρξαμένη ποινική διαδικασία σε βάρος του …….. (εκχωρητή) και του πατέρα του ……. (μάρτυρα αποδείξεως) και τυχόν λοιπών κατηγορουμένων, για το αδίκημα της κακουργηματικής απάτης.

Στην  από 26-1-2006 (αρ. καταθ. …./2006) αγωγή της η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, όπως αυτή διορθώθηκε με τις προτάσεις, που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αλλά και με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ως προς τον εταιρικό τύπο της εναγομένης από τον εσφαλμένως αναγραφέντα «εταιρεία περιορισμένης ευθύνης» στον ορθό «ανώνυμη εταιρεία», ιστορούσε ότι με την από 10-1-2006 σύμβαση εκχώρησης, που κατάρτισε η ίδια (ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη) με το …… (μη διάδικο στην παρούσα δίκη), αυτός της εκχώρησε απαιτήσεις του κατά της εναγομένης, ήδη εκκαλούσας, (που ήδη, μετά την άσκηση της ένδικης εφέσεως και την έκδοση της υπ΄ αρ. 540/2008 μη οριστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου αυτού, τέθηκε υπό εκκαθάριση), συνολικού ποσού 309.258,55 ευρώ, προερχόμενες από τιμήματα διαδοχικών πωλήσεων κινητών πραγμάτων (εξοπλισμού-μηχανημάτων που σχετίζονται με την εμπορική δραστηριότητά της), κατά το χρονικό διάστημα από 10-1-2005 έως 5-2-2005, που προσδιορίζει ειδικότερα κατ΄ είδος, ποσότητα και τιμή μονάδας πώλησης. Επιπροσθέτως, ιστορούσε ότι η προαναφερόμενη σύμβαση εκχώρησης αναγγέλθηκε νόμιμα στην εναγομένη, ήδη εκκαλούσα, με την από 11-1-2006 εξώδικη πρόσκληση. Ζήτησε δε με βάση τα προεκτεθέντα, μετά από παραδεκτό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό με τις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, αλλά και με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου Δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη οφείλει να της καταβάλει το ως άνω ποσό των 309.258,55 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ΄ αρ. 4425/2007 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε στις 21-5-2007, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, δέχτηκε εν μέρει την αγωγή και αναγνώρισε ότι η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 296.258,55 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και καταδίκασε την εναγομένη στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, προσδιόρισε δε το ποσό αυτών σε 7.500 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την κρινόμενη από 5-12-2007 (αρ. καταθ. …../2007) έφεση η εν μέρει ηττηθείσα εναγομένη και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή λόγους, οι οποίοι κατά τη συνολική τους εκτίμηση ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, με σκοπό την ολοσχερή απόρριψη της αγωγής. Η έφεση αυτή συζητήθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, στις 8 Μαΐου 2008 και εκδόθηκε η ως άνω υπ΄ αρ. 540/2008 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία, όπως προαναφέρθηκε, αφού το Δικαστήριο αυτό έκρινε ότι η ένδικη έφεση είναι τυπικά δεκτή και ότι πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω και κατ΄ ουσία, ανέβαλε τη συζήτηση της ένδικης εφέσεως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 250 του ΚΠολΔ, εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η αρξαμένη ποινική διαδικασία σε βάρος του …. (εκχωρητή) και του πατέρα του ……. (μάρτυρα αποδείξεως) και τυχόν λοιπών κατηγορουμένων, για το αδίκημα της κακουργηματικής απάτης. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, ύστερα από την υποβολή της από 22-6-2006 εγκλήσεως του ….. εκδόθηκε το υπ΄ αρ. 1771/2010 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, με το οποίο το ως άνω Συμβούλιο αποφάνθηκε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων 1) . .. και 2) ….., για το αδίκημα της απάτης με προξενηθείσα περιουσιακή ζημία και περιουσιακό όφελος που υπερβαίνουν το ποσό των 73.000 ευρώ και ηθική αυτουργία στην πράξη αυτή, που φέρεται ότι τέλεσαν στην Αθήνα, κατά το χρονικό διάστημα από Ιανουάριο έως Ιούνιο του έτους 2006, σε βάρος του εγκαλούντος .. .. …. Κατά του παραπάνω βουλεύματος ο πολιτικώς ενάγων, …., ενεργώντας τόσο ατομικά όσο και ως νόμιμος εκπρόσωπος της, ήδη εκκαλούσας, εταιρείας «……….» άσκησε την από 25-6-2010 (αρ. καταθ. …./2010) έφεσή του, την οποία το Συμβούλιο Εφετών Αθηνών με το υπ΄ αρ. 263/2011, ήδη αμετάκλητο, όπως δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, βούλευμά του, δέχθηκε τυπικά και απέρριψε κατ΄ ουσία αυτήν. Επιπροσθέτως, όπως προκύπτει από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα έγγραφα, ύστερα από την υποβολή της από 26-3-2007 (ΑΒΜ ….) εγκλήσεως, αλλά και της από 13-11-2008 (ΑΒΜ …..) εγκλήσεως του …..  εναντίον των 1) …., 2) .. και 3) κατά παντός άλλου υπευθύνου, για τα αδικήματα της κατάρτισης και χρήσης των από με ημερομηνίες, 6-12-2005 και 10-12-2005, δύο ανυπόγραφων (πλαστών) ιδιωτικών συμφωνητικών και της απάτης σε βαθμό κακουργήματος, εκδόθηκε το υπ΄ αρ. 490/2014, ήδη αμετάκλητο, όπως δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, με το οποίο το ως άνω Συμβούλιο αποφάνθηκε να μη γίνει κατηγορία κατά των κατηγορουμένων, μεταξύ άλλων, 1) …. και 2) …… για τις πράξεις της α) πλαστογραφίας μετά χρήσεως από κοινού, κατ΄ εξακολούθηση, με σκοπούμενο συνολικό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ και αυτό των 120.000 ευρώ, από δράστες, που διαπράττουν τέτοιου είδους πράξεις κατ΄ επάγγελμα και κατά συνήθεια, β) απάτης, τετελεσμένης και σε απόπειρα, η εκ της οποίας σκοπούμενη περιουσιακή ωφέλεια και η αντιστοίχως επενεχθείσα ζημία υπερβαίνουν το ποσό των 120.000 ευρώ, γ) ηθικής αυτουργίας στη 2η πράξη, από κοινού και κατ΄ εξακολούθηση, από δράστες, που διαπράττουν τέτοιου είδους πράξεις κατ΄ επάγγελμα και κατά συνήθεια, με σκοπούμενο συνολικό όφελος που υπερβαίνει το ποσό των 30.000 ευρώ και ήδη των 120.000 ευρώ, που φέρονται να τελέσθηκαν στο Παλαιό Φάληρο Αττικής και στον Πειραιά την 26-1-2007, 22-3-2007, 23-10-2008, 27-2-2009. Με βάση τα προαναφερόμενα, στην προκειμένη περίπτωση, έχει πληρωθεί ο όρος που έταξε η υπ΄ αρ. 540/2008 μη οριστική απόφαση του Δικαστηρίου αυτού.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 106 παρ. 1 και 2 του Ν. 2961/2001 «Κώδικας διατάξεων φορολογίας κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών, προικών και κερδών από λαχεία», συνάγεται ότι, κατόπιν υποβολής σχετικής ενστάσεως σε κάθε στάση της δίκης από τον ενδιαφερόμενο διάδικο, που εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως, το Δικαστήριο αναστέλλει την πρόοδο της δίκης, μέχρις ότου προσκομισθεί από οιονδήποτε των διαδίκων πιστοποιητικό του Προϊσταμένου της Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας ότι υποβλήθηκε σε αυτόν από τον δικαιούχο η κατά νόμο δήλωση ή εκδόθηκε από αυτόν πράξη επιβολής φόρου, ως προς το αντικείμενο της κατά το άρθρο 1 του νόμου αυτού κτήσεως, που συνιστά και το αντικείμενο της ανοιγείσας με την αγωγή του δικαιούχου δίκης. Το ίδιο προέβλεπαν και οι παρόμοιες κατά περιεχόμενο ρυθμίσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 106 του προϊσχύσαντος ΝΔ 118/1973. Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα, ήδη εφεσίβλητη, εντός της τεθείσας, κατ΄ άρθρο 227 του ΚΠολΔ, εκ μέρους του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, προθεσμίας, προσκόμισε την υπ΄ αρ. …./2007 πράξη προσδιορισμού φόρου δωρεάς (εφόσον η ένδικη περίπτωση αφορά εκχώρηση λόγω χαριστικής αιτίας) της ΔΟΥ Παλαιού Φαλήρου. Επομένως, ο σχετικός λόγος εφέσεως, με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του δεχόμενο την προσκόμιση της πράξεως προσδιορισμού φόρου δωρεάς αντί του προβλεπόμενου πιστοποιητικού, ήτοι πιστοποιητικού ότι υποβλήθηκε η κατά νόμο δήλωση ή εκδόθηκε πράξη επιβολής φόρου, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και συγκεκριμένα τις διατάξεις του άρθρου 106 παρ. 1 και 2 του Ν. 2961/2001, πρέπει να απορριφθεί ως κατ΄ ουσία αβάσιμος, καθόσον με την προσκόμιση της ως άνω πράξης (προσδιορισμού φόρου δωρεάς) διασφαλίζεται ο σκοπός του νόμου (η ratio της διατάξεως του άρθρου 106 του Ν. 2961/2001) που είναι φορολογικός και δεν έχει επίδραση στην έκβαση της δίκης και συνεπώς και στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης.

Σύμφωνα με το άρθρο 118 αρ. 3 του ΚΠολΔ τα δικόγραφα που επιδίδονται από τον ένα διάδικο στον άλλο ή υποβάλλονται στο Δικαστήριο, πρέπει να αναφέρουν το  όνομα, το επώνυμο, το πατρώνυμο και την κατοικία  όλων των  διαδίκων  και  των  νομίμων  αντιπροσώπων τους και αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα την επωνυμία και  την έδρα τους. Περαιτέρω, το άρθρο  216 παρ. 2 εδ. β΄ του ίδιου Κώδικα ορίζει ότι στην αγωγή αναφέρονται τα στοιχεία που θεμελιώνουν την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι το δικόγραφο αγωγής, που απευθύνεται κατά νομικού προσώπου, πρέπει, εκτός των άλλων στοιχείων, να αναφέρει και την επωνυμία του, καθώς και την έδρα του, γιατί και τα δύο αυτά στοιχεία είναι προσδιοριστικά της ταυτότητας του νομικού προσώπου, επιπλέον, δε η έδρα είναι και στοιχείο, που θεμελιώνει τη νόμιμη γενική δωσιδικία του νομικού προσώπου (άρθρο 25 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Αυτός καθ΄ εαυτός, όμως, ο εσφαλμένος ειδικότερος προσδιορισμός των στοιχείων τούτων δεν καθιστά ελαττωματικό το δικόγραφο της αγωγής, αν και εφόσον δεν επέρχεται σύγχυση ως προς την ταυτότητα του νομικού προσώπου. Ούτε και η έλλειψη τούτων συνεπάγεται ακυρότητα ή απαράδεκτο της αγωγής (ΑΠ 135/1987 ΝοΒ 35.1403). Επομένως, η δυνατότητα διορθώσεως και συμπληρώσεως της αγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 224 του ΚΠολΔ, παρέχεται αναλόγως και ως προς τον προσδιορισμό της έδρας του διαδίκου, νομικού προσώπου, εφόσον τούτο δεν συνεπάγεται μεταβολή της όλης ταυτότητας  του νομικού προσώπου, και δεν καταλείπεται με την αγωγή αμφιβολία γι΄ αυτήν (ΕφΠειρ 1000/1990, ΕφΠειρ 1138/1983). Στην προκειμένη περίπτωση, η εσφαλμένη αναγραφή του νομικού τύπου της εναγομένης στην αγωγή ως «εταιρεία περιορισμένης ευθύνης», αντί του ορθού «ανώνυμη εταιρεία», καθώς και της διεύθυνσης της έδρας αυτής στην οδό «……..» στον Αγ. Ιωάννη Ρέντη Πειραιά, αντί της ορθής, όπου έγινε και η επίδοση της αγωγής, «……….», σε αντίθεση με όσα ισχυρίσθηκε πρωτοδίκως η εναγομένη, τα οποία επαναφέρει με λόγο εφέσεως, ουδόλως καθιστούν άκυρο ή απαράδεκτο το δικόγραφο της αγωγής, ούτε επηρεάζουν την παθητική νομιμοποίησή της (εναγομένης), δεδομένου ότι δεν προκύπτει σύγχυση ως προς την ταυτότητα του νομικού προσώπου της. Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε, ώστε ο σχετικός λόγος εφέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί. Περαιτέρω, στην προκειμένη περίπτωση με το ως άνω περιεχόμενο η ένδικη αγωγή είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα, τα οποία επαναφέρει με λόγο της ένδικης εφέσεως, καθώς γίνεται σαφής έκθεση (στο δικόγραφό της -αγωγής-) των αναγκαίων για τη νομική θεμελίωσή της γεγονότων. Ειδικότερα στην ένδικη αγωγή υπάρχουν ενσωματωμένες, δηλαδή σελιδοποιημένες, φωτοτυπίες των επικαλούμενων από την ενάγουσα δελτίων αποστολής – τιμολογίων της ατομικής επιχείρησης του ….., ούτως ώστε από την αγωγή προκύπτει σαφώς το είδος, η ποσότητα και η τιμή μονάδας πώλησης των κινητών πραγμάτων (εξοπλισμού-μηχανημάτων που σχετίζονται με την εμπορική δραστηριότητά της). Η ενσωμάτωση δε στην αγωγή των ως άνω φωτοτυπημένων εγγράφων δεν συνιστά παραπομπή σε άλλα έγγραφα, oύτως, ώστε να καθιστά αυτήν αόριστη. Κατ΄ ακολουθία των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του  έκρινε όμοια, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε, ώστε ο σχετικός λόγος εφέσεως, με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 270 παρ. 2 εδ. β΄ του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 12 του Ν. 2915/2001, και ίσχυε κατά το χρόνο συζήτησης της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον των πρωτοβαθμίων Δικαστηρίων το Δικαστήριο συμπληρωματικά μπορεί να λαμβάνει υπόψη και να εκτιμά ελεύθερα και αποδεικτικά μέσα, που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, με την επιφύλαξη των άρθρων 393 και 394 του ίδιου Κώδικα. Το ίδιο ισχύει, κατά το άρθρο 524 παρ. 1 του ΚΠολΔ και κατά τη διαδικασία στο Εφετείο, όταν προσβάλλεται απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Επομένως, έγγραφο που δεν πληροί τους όρους του νόμου, μεταξύ άλλων και γιατί δεν φέρει την υπογραφή του εκδότη, δεν αποτελεί ανεπίτρεπτο, κατά το άρθρο 432 του ΚΠολΔ (ως μη έχον την ιδιόχειρη υπογραφή του εκδότη) αποδεικτικό μέσο, αλλά υποχρεωτικά, κατά το άρθρο 336 παρ. 3 και 339 του ίδιου Κώδικα, λαμβάνεται υπόψη και συνεκτιμάται από το Δικαστήριο ως δικαστικό τεκμήριο, αφού αυτό (Δικαστήριο) έχει υποχρέωση να λαμβάνει υπόψη και να συνεκτιμά όλα τα αποδεικτικά μέσα (ΑΠ 189/2011, ΑΠ 1744/2009, ΑΠ 1602/2003). Στην προκειμένη περίπτωση, με σχετικό λόγο της ένδικης εφέσεως η εκκαλούσα παραπονείται, διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ΄ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, έλαβε υπόψη του τα με ημερομηνίες 6-5-2005 και 10-12-2005 (τα οποία, κατά τον ως άνω λόγο εφέσεως, εκ παραδρομής η εκκαλουμένη τα αναγράφει με ημερομηνίες 6-12-2006 και 10-12-2006) ανυπόγραφα ιδιωτικά συμφωνητικά. Στην προκειμένη περίπτωση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού διαπίστωσε ότι τα ως άνω έγγραφα, γνήσια ιδιωτικά συμφωνητικά, εμπίπτουν στα επιτρεπόμενα από το νόμο αποδεικτικά μέσα, τα έλαβε υπόψη του ως δικαστικά τεκμήρια και μάλιστα ρητά τα μνημονεύει σ΄ αυτήν (προσβαλλόμενη απόφαση). Σύμφωνα δε με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, τα ως άνω ανυπόγραφα γνήσια ιδιωτικά συμφωνητικά ορθώς λήφθηκαν υπόψη, ως δικαστικά τεκμήρια, κατά την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, απορριπτομένου ως αβάσιμου του περί του αντιθέτου σχετικού λόγου της ένδικης εφέσεως.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 250 του ΚΠολΔ «Αν είναι εκκρεμής ποινική αγωγή, που επηρεάζει τη διάγνωση της διαφοράς, το δικαστήριο μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την αναβολή της συζήτησης, εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία.». Περαιτέρω, με την έκδοση της κατά τα άνω απόφασης περί αναβολής της συζήτησης, η εκκρεμοδικία διατηρείται, η δε συζήτηση, που επαναλαμβάνεται μετά την αναστολή, θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης (πρβλ. ΕφΘεσσαλ 38/2011, ΕφΑθ 6778/1985, ΕλλΔνη 1985.998). Συνεπώς, δεν απαιτείται στη νέα συζήτηση η εκ νέου κατάθεση ιδιαίτερων έγγραφων προτάσεων, αλλά αρκούν και ισχύουν οι έγγραφες προτάσεις, που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση, της οποίας διατάχθηκε η επανάληψη, επιτρεπομένης βέβαια της συμπλήρωσης αυτών. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 11 περ. β΄ του ΚΠολΔ, αναίρεση επιτρέπεται, αν το Δικαστήριο παρά το νόμο έλαβε υπόψη αποδείξεις, που δεν προσκομίσθηκαν. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, που προκύπτει και από το συνδυασμό της προς τις διατάξεις των άρθρων 106, 237 εδ. 1 στοιχ. β, 346 και 453 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η πρώτη από τις οποίες εισάγει το συζητητικό σύστημα στη διαγνωστική δίκη, δηλαδή της ενέργειας του Δικαστηρίου κατόπιν πρωτοβουλίας των διαδίκων, ως αποδείξεις που δεν προσκομίσθηκαν, νοούνται και εκείνες, των οποίων δεν έγινε σαφής και ορισμένη επίκληση με τις προτάσεις του διαδίκου, που τις προσκόμισε. Σαφής και ορισμένη είναι η επίκληση εγγράφου, όταν είναι ειδική και από αυτήν προκύπτει η ταυτότητά του. Μπορεί δε η επίκληση αυτή να γίνει είτε με τις προτάσεις της συζητήσεως, μετά την οποία εκδόθηκε η απόφαση, είτε με αναφορά δια των προτάσεων αυτών σε συγκεκριμένο μέρος των προσκομιζομένων προτάσεων προηγουμένης συζητήσεως, όπου γίνεται σαφής και ορισμένη επίκληση του εγγράφου, κατ΄ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 240 του ΚΠολΔ. Η τελευταία αυτή διάταξη, αναφέρεται βεβαίως στον τρόπο επαναφοράς «ισχυρισμών», έχει όμως εφαρμογή και για την επίκληση αποδεικτικών μέσων, λόγω της ταυτότητας του νομικού λόγου (ΟλΑΠ 23/2008). Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 240 του ΚΠολΔ, για την επαναφορά ισχυρισμών, που υποβλήθηκαν σε προηγούμενη συζήτηση στο ίδιο ή ανώτερο Δικαστήριο, αρκεί η επανυποβολή τους με σύντομη περίληψη και αναφορά στις σελίδες των προτάσεων της προηγούμενης συζήτησης, που τους περιέχουν και που προσκομίζονται απαραιτήτως σε επικυρωμένο αντίγραφο. Κατά την έννοια της τελευταίας αυτής διατάξεως, η επίκληση με τις προτάσεις, που υποβάλλονται στο δευτεροβάθμιο Δικαστήριο κατά τη συζήτηση, μετά την οποία εκδίδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ισχυρισμών με γενική αναφορά στις πρωτόδικες προτάσεις, το κείμενο των οποίων ενσωματώνεται στις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου, δεν αρκεί, ούτε είναι νόμιμη. Δεν πρόκειται όμως, για ενσωμάτωση, όταν στο κείμενο των προτάσεων της δευτεροβάθμιας δίκης περιέχονται, έστω και αυτούσιες, οι προτάσεις προηγούμενης συζητήσεως, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξουσίου Δικηγόρου στις προτάσεις της δευτεροβάθμιας δίκης, διότι με τον τρόπο αυτό οι προηγούμενες προτάσεις και οι τελευταίες (ενώπιον δηλαδή του Εφετείου) κατέστησαν ενιαίες (ΑΠ 224/2016).

Από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων ……και ……. αντίστοιχα, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται (οι καταθέσεις) στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ίδιου (πρωτοβάθμιου) Δικαστηρίου, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι (μέχρι και την προθεσμία για την, μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, προσθήκη των προτάσεων, ήτοι μέχρι και την 20-3-2018, καθόσον το μεταγενεστέρως αυτοκλήτως προσκομισθέν από την εκκαλούσα υπ΄ αρ. 472/20-7-2018 δημοσιευθέν σχέδιο αποφάσεως, απαραδέκτως προσκομίσθηκε και δεν λαμβάνεται υπόψη), [ορισμένων από αυτά,  για πρώτη φορά στον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας γίνεται επίκληση και προσαγωγή όχι από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια (άρθρο 529 του ΚΠολΔ)], και τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη είτε για άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ΄ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα, και όπως προαναφέρθηκε, όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσεως σχετικά με τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης (πρβλ. ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), [σημειώνοντας ότι α) η εκκαλούσα στις προτάσεις του παρόντος βαθμού, περιλαμβάνει, αυτούσιες, τις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού κατά τη δικάσιμο της 8-5-2008 (και την προσθήκη – αντίκρουση αυτών), κατόπιν της οποίας εκδόθηκε η ως άνω υπ΄ αρ. 540/2008 απόφαση, η δε εφεσίβλητη, αν και η Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού (Εφετείου Πειραιώς) δεν έχει τη δυνατότητα να χορηγήσει στους διαδίκους επικυρωμένο αντίγραφο των προτάσεων, που είχαν καταθέσει κατά την ως άνω δικάσιμο (8-5-2008) λόγω πολτοποιήσεως αυτών, όπως προκύπτει από τις προσαγόμενες και επικαλούμενες από τους διαδίκους βεβαιώσεις, δεν αμφισβητεί ότι αυτές κατατέθηκαν και β) η εφεσίβλητη στις προτάσεις του παρόντος βαθμού, περιλαμβάνει, αυτούσιες, τις προτάσεις της πρωτοβάθμιας συζητήσεως, την προσθήκη-αντίκρουση αυτών και την προσθήκη αντίκρουση-αξιολόγηση μαρτυρικών καταθέσεων, καλυπτόμενες από την υπογραφή του πληρεξουσίου Δικηγόρου της, και κατά τον τρόπο αυτό έχουν καταστεί ενιαίες προτάσεις, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας], αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο …….. (μη διάδικος στην παρούσα δίκη) διατηρούσε ατομική επιχείρηση επεξεργασίας κρέατος, στο Παλαιό Φάληρο, επί της οδού …., με υποκατάστημα στον Άγιο Ιωάννη Ρέντη, επί της οδού …… Επιπλέον, ο ίδιος κατείχε ποσοστό 70% των μετοχών της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………», με έδρα τη … που είχε συσταθεί με το υπ΄ αρ. ../11-6-2002 ιδρυτικό συμβόλαιο – καταστατικό του Συμβολαιογράφου Αθηνών ….., νόμιμα καταχωρημένο στο τεύχος ανωνύμων εταιρειών και εταιρειών περιορισμένης ευθύνης (ΦΕΚ 7951/29-7-2002), και στην οποία το έτερο 30% αυτών είχε ο ……. Περί τα τέλη Αυγούστου 2004 ο ως άνω ………, που τότε αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, ήρθε σε επαφή με τον ……, ήδη νόμιμο εκπρόσωπο-(συν)εκκαθαριστή της εναγομένης, και διαπραγματεύτηκε (προφορικά) μαζί του την πώληση και μεταβίβαση των πάγιων στοιχείων της προαναφερόμενης ατομικής του επιχείρησης επεξεργασίας κρέατος, που διατηρούσε στο Παλαιό Φάληρο, καθώς και του ποσοστού 70% των μετοχών της προαναφερόμενης ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……». Ειδικότερα, αυτοί συμφώνησαν (προφορικά) το ποσοστό 70% των μετοχών να μεταβιβασθεί στην εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «… …..», που ο ….. είχε συστήσει με την σύζυγό του, ….(μη διάδικο στην παρούσα δίκη), με αντικείμενο εισαγωγές και εμπορία νωπών και κατεψυγμένων κρεάτων και έδρα το Μοσχάτο Αττικής, και, εν συνεχεία, τα πάγια στοιχεία της ατομικής επιχείρησης του … να μεταβιβασθούν στη νέα εταιρεία, που θα προέκυπτε από την τροποποίηση της ως άνω ανώνυμης εταιρείας «….». Ως τίμημα για την πώληση και μεταβίβαση της κυριότητας των κινητών πραγμάτων ορίσθηκε το ποσό των 309.258,55 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου και του ΦΠΑ ποσοστού 18%, για δε την πώληση του 70% των μετοχών της ανώνυμης εταιρείας το ποσό των 289.515 ευρώ, το οποίο (τίμημα) συμφωνήθηκε να αποπληρωθεί με την καταβολή των οφειλομένων σε τρίτους, δανειστές, του πωλητή, καθ΄ υπόδειξή του. Ακολούθως, στις 15-9-2004, με απόφαση της γενικής συνέλευσης της ανώνυμης εταιρείας «…..», εξελέγη νέο διοικητικό συμβούλιο και ορίστηκε πρόεδρος αυτού, διευθύνων σύμβουλος και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας, ο ……, στη συνέχεια δε, με νέα απόφαση της ίδιας γενικής συνέλευσης άλλαξε η επωνυμία της εταιρείας σε «……», ο διακριτικός της τίτλος σε «…….» και μεταφέρθηκε η έδρα της στην οδό .., ….. (όπου βρισκόταν το υποκατάστημα της ατομικής επιχείρησης του …..), όπου και της παραδόθηκαν τα ως άνω πωληθέντα κινητά πράγματα (εξοπλισμός), που παρέλαβε ανεπιφύλακτα, για τα οποία ο …… εξέδωσε τα υπ΄ αρ.  ….. δελτία αποστολής – τιμολόγια. Η ως άνω εταιρεία («…..») ήδη μετά την άσκηση της ένδικης εφέσεως και την έκδοση της υπ΄ αρ. 540/2008 μη οριστικής αποφάσεως του Δικαστηρίου αυτού, τέθηκε υπό εκκαθάριση. Ακολούθως, σε εκτέλεση των ανωτέρω συμφωνηθέντων σχετικά με τον τρόπο αποπληρωμής του τιμήματος των πωλήσεων, ο …., ενεργώντας ως νόμιμος εκπρόσωπος της εναγομένης, ανέλαβε την υποχρέωση, αναφορικά με το τίμημα των 309.258,55 ευρώ, να εκδώσει (ο ίδιος ατομικά) σε διαταγή του πωλητή ……. και να του παραδώσει πέντε δίγραμμες, μεταχρονολογημένες επιταγές, με ημερομηνίες 30-1-2006, 30-10-2006, 30-11-2006, 30-1-2007 και 31-12-2008, ποσών 5.000 ευρώ, 10.000 ευρώ, 5.000 ευρώ, 10.000 ευρώ και 16.258,53 ευρώ αντίστοιχα, καθώς και να καταβάλει (εξ ιδίων χρημάτων) σε τρίτους (δανειστές του) τα ακόλουθα ποσά: στην εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…..» το ποσό των 13.000 ευρώ, στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…..» το ποσό των 12.000 ευρώ, στην ετερόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «…..» το ποσό των 140.000 ευρώ, στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «. …» το ποσό των 30.000 ευρώ, στην ενάγουσα το ποσό 12.000 ευρώ και στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «………» το ποσό των 56.000 ευρώ. Περαιτέρω, αναφορικά με το τίμημα των 289.515 ευρώ, αυτός ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…. .» το ποσό των 84.000 ευρώ, στην ανώνυμη βιομηχανική εταιρεία με την επωνυμία «….» το ποσό των 25.500 ευρώ, στην ανώνυμη βιομηχανική εταιρεία με την επωνυμία «. ..» το ποσό των 40.000 ευρώ, στο  συνεταιρισμό με την επωνυμία «.» το ποσό των 40.000 ευρώ, στον … το ποσό των 9.000 ευρώ, στην ανώνυμη βιομηχανική εταιρεία με την επωνυμία «….» το ποσό των 55.000 ευρώ, στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…….Ε» το ποσό των 6.900 ευρώ, στην ανώνυμη βιομηχανική εταιρεία με την επωνυμία «……» το ποσό των 8.500 ευρώ, στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…» το ποσό των 4.000 ευρώ, στην εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «. . .» το ποσό των 3.500 ευρώ, στην εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «….» το ποσό των 6.890 ευρώ, στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…» το ποσό των 2.815 ευρώ, στην ομόρρυθμη εταιρεία με την επωνυμία «…..» το ποσό των 2.500 ευρώ και στον … το ποσό των 910 ευρώ. Ακολούθως, στις 20-12-2004, η εταιρεία «. ……», αγόρασε το 70% των μετοχών της ήδη μετονομασθείσας ως άνω εταιρείας (εναγομένης). Επιπλέον, αποδείχθηκε ότι ο …., αν και φρόντισε για την αποπληρωμή του τιμήματος των μετοχών, ρυθμίζοντας με επιμέρους συμφωνίες με τους ως άνω δανειστές του … την εξόφληση των οφειλών αυτού με έκδοση αφενός μεταχρονολογημένων επιταγών της συζύγου του …. και αφετέρου συναλλαγματικών, αποδοχής του ……, για τις οποίες τριτεγγυήθηκε ο ίδιος, και τις οποίες πληρώνει, αλλά και με καταβολές τοις μετρητοίς, εν τούτοις, κατά παράβαση των συμβατικών του υποχρεώσεων, αυτός έχει μέχρι σήμερα καταβάλει έναντι του τιμήματος της πώλησης των παγίων στοιχείων της επιχείρησης του …. μόνο το ποσό των 13.000 ευρώ στην εταιρεία με την επωνυμία «….», ενώ για το υπόλοιπο δεν έχει προβεί στην έκδοση και παράδοση στο … των πέντε δίγραμμων μεταχρονολογημένων επιταγών, ούτε στην εξόφληση των λοιπών οφειλών του στους προαναφερόμενους δανειστές του. Τα ανωτέρω προκύπτουν σαφώς από τα αποδεικτικά μέσα και κυρίως από την κατάθεση του μάρτυρα της ενάγουσας, ……, πατέρα του πωλητή,  …, που όσα κατέθεσε τα γνωρίζει εξ ιδίας αντιλήψεως, και από τα δύο έγγραφα ιδιωτικά συμφωνητικά με ημερομηνίες 6-12-2005 και 10-12-2005 μεταξύ του πωλητή … και του ……, τα οποία δεν φέρουν μεν τις υπογραφές τους πλην, όμως δύνανται να ληφθούν υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια, όπου προβλέπεται ρητά από τα μέρη η έκδοση εξοφλητικής απόδειξης για τα δελτία αποστολής – τιμολόγια πώλησης μετά την, κατά τα μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, συμφωνηθείσα εξόφληση των οφειλών των δανειστών του ……… Για τους λόγους αυτούς εξάλλου, αβάσιμα κρίνονται τα όσα η εναγομένη ισχυρίζεται περί του ποσού τού συμφωνηθέντος τιμήματος για την αγορά των μετοχών και συγκεκριμένα ότι αυτό είχε συμφωνηθεί στο ποσό των 42.000 ευρώ, ίσο προς την ονομαστική αξία των μεταβιβαζόμενων μετοχών [που σε κάθε περίπτωση εκτιμάται ως υπολειπόμενη της πραγματικής, αφού πρόκειται για ανώνυμη εταιρεία, ενεργή, στην αξία των μετοχών της οποίας συνυπολογίζονται η εμπορική φήμη (το 70% αυτών ανήκει στον . … του οποίου τα πάγια στοιχεία – εξοπλισμός της ατομικής επιχείρησής του ήταν αξίας 309.258,55 ευρώ), η πελατεία, η υπεραξία της επιχείρησης], που έχει ήδη καταβληθεί, και ότι οι καταβολές σε τρίτους αφορούν εξ ολοκλήρου στην αποπληρωμή του τιμήματος της πώλησης του εξοπλισμού (παγίων στοιχείων) της ατομικής επιχείρησης του .. … Στη δε σχετική απόδειξη αναγράφεται το ποσό 42.000 ευρώ για φορολογικούς – λογιστικούς λόγους. Επιπροσθέτως, εάν συνέβαινε κάτι τέτοιο, δεν εξηγείται για ποιό λόγο ο …. δεν υπέδειξε στο  …… και έτερους δανειστές του για το φερόμενο, κατά τους ισχυρισμούς του τελευταίου, υπολειπόμενο προς πλήρη εξόφληση του ως άνω τιμήματος, ποσό των 7.243,55 ευρώ. Τέλος, ο ….., στις 18-10-2005, απέστειλε, μέσω τηλεομοιοτυπικού μηχανήματος (φαξ), στο …, έγγραφο, με την επικεφαλίδα «ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΠΙΤΑΓΩΝ», όπου αναφέρονται για κάθε μήνα των ετών 2007 και 2008 διάφορα ποσά επιταγών πλησίον ονομάτων δανειστών του ….., από αυτά που περιέχονται στο πρώτο από τα παραπάνω έγγραφα συμφωνητικά, το από 6-12-2005, γεγονός που καταδεικνύει την πρόθεση αυτού να ρυθμίσει τις προς αυτούς οφειλές του …, κατά τα μεταξύ τους συμφωνηθέντα. Τα δύο ως άνω ανυπόγραφα ιδιωτικά συμφωνητικά και η τηλεομοιοτυπία (φαξ) καταρτίστηκαν μεταγενέστερα των συμφωνιών και με τη συναίνεση του ……, ως μια προσπάθεια έγγραφης αποτύπωσης του επακριβούς περιεχομένου των όσων είχαν προφορικά και άτυπα συμφωνηθεί, και δεν αποτελούν προϊόν χαλκεύσεως, ούτε ενσωματώνουν αναληθή πραγματικά περιστατικά, ούτε καταρτίστηκαν με σκοπό να προκαλέσουν την παραπλάνηση ή εξαπάτηση κάποιου, όπως κρίθηκε και με το ως άνω, ήδη αμετάκλητο, υπ΄ αρ. 490/2014 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς. Σύμφωνα, επομένως, με τα παραπάνω συνεχίζει να υφίσταται οφειλή της εναγομένης για την ανωτέρω αιτία (τίμημα πώλησης εξοπλισμού) ποσού 296.258,55 (= 309.258,55 – 13.000) ευρώ, η αντίστοιχη δε απαίτηση του ……… εκχωρήθηκε νόμιμα απ΄ αυτόν στην ενάγουσα με την από 10-1-2006 σύμβαση εκχώρησης (λόγω χαριστικής αιτίας), που αυτή ανήγγειλε νόμιμα (την 13-1-2006) στην εναγομένη με την από 11-1-2006 εξώδικη πρόσκληση – δήλωση – αναγγελία της (βλ. την υπ΄ αρ. …/13-1-2006 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……. Η εναγομένη και ο νόμιμος εκπρόσωπος αυτής ….., με την από 18-1-2006 εξώδικη απάντηση – δήλωση – πρόσκλησή τους με επιφύλαξη δικαιωμάτων που επιδόθηκε στην ενάγουσα την 23-1-2006 (βλ. την υπ΄ αρ. ../23-1-2006 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών . .. ..), έθεσαν υπόψη της τους ισχυρισμούς τους και την καλούσαν να παραλάβει από τα γραφεία της πρώτης από αυτούς (εκκαλούσας), το οφειλόμενο προς αυτήν ποσό, ως εκδοχέα, που κατά τους ισχυρισμούς τους, όπως προαναφέρθηκε, ανερχόταν στο ποσό των 7.243,55 (= 309.258,55 – 302.015) ευρώ. Κατ΄ ακολουθία  των ανωτέρω, η εναγομένη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το παραπάνω ποσό [των διακοσίων ενενήντα έξι χιλιάδων διακοσίων πενήντα οκτώ ευρώ και πενήντα πέντε λεπτών (296.258,55 ευρώ)] με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι εξοφλήσεως. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, έκρινε όμοια [κρίνοντας α) ότι δεν έχει αποσβεστεί η επίδικη απαίτηση κατά το ποσό των 302.015 ευρώ, απομένοντας υπόλοιπο προς είσπραξη το ποσό των 7.243,55 ευρώ, όπως ισχυρίζεται η εκκαλούσα και β) ότι υφίσταται η επίδικη (εκχωρηθείσα) απαίτηση], έστω και με ελλιπή αιτιολογία, ορθά κατ΄ αποτέλεσμα ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και δεν έσφαλε και επίσης ορθά κατ΄ αποτέλεσμα εκτίμησε τις προσκομισθείσες αποδείξεις και τα προκύψαντα απ΄ αυτές πραγματικά περιστατικά. Συνεπώς, αφού συμπληρωθεί η ελλιπής αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθούν οι σχετικοί λόγοι της ένδικης εφέσεως, με τους οποίους υποστηρίζονται τα αντίθετα, ως κατ΄ ουσία αβάσιμοι. Κατόπιν τούτων και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της, ως κατ΄ ουσία αβάσιμη. Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων την από 5-12-2007 (αρ. καταθ. …./2007) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 4425/2007 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (τακτική διαδικασία), η οποία έχει γίνει δεκτή τυπικά με την υπ΄ αρ. 540/2008 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού.

Απορρίπτει κατ΄ ουσία την ένδικη έφεση.

Καταδικάζει την εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των 800 ευρώ.  

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις   17 Ιανουαρίου  2019.

 

Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις 7 Μαρτίου 2019, με άλλη σύνθεση,  λόγω μεταθέσεως και αναχωρήσεως του Εφέτη Γεωργίου Βερούση, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών,  Αικατερίνη Κοκόλη και  Ελένη Σκριβάνου,  Εφέτες, και με Γραμματέα τη Καλλιόπη Δερμάτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους Δικηγόρων.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ