Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 397/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός αποφάσεως  397/2025

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, Βασίλειο Πορτοκάλλη, Εφέτη – Εισηγητή και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ………….. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του εκκαλούντος – εφεσίβλητου ……………, ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Σωτήριου Λίβα (Α.Μ Δ.Σ.Α ………..), με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Του εφεσίβλητου – εκκαλούντος ……….. (Α.Μ Δ.Σ. Πειραιώς …) και κατοίκου ……… Αττικής, με ΑΦΜ …………., ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως, με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Ο ενάγων και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος, άσκησε σε βάρος του εναγομένου και ήδη εφεσίβλητου – εκκαλούντος, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 4/12/2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2020 αγωγή, με την οποία ζητούσε τα αναφερόμενα σε αυτήν. Το ως άνω Δικαστήριο, συζήτησε την ως άνω αγωγή στις 27/1/2021, αντιμωλία των διαδίκων και με την υπ’ αριθ. 1995/2021 οριστική απόφασή του, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή. Κατά της προαναφερόμενης αποφάσεως, ο ενάγων άσκησε την από 20/10/2021 έφεση του, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης: α) ένδικου μέσου ……../2021 και β) δικογράφου ………./2021, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τις 16/3/2023 και κατόπιν αναβολής για την ανωτέρω δικάσιμο. Στη συνέχεια ο εναγόμενος άσκησε την από 27/10/2021 έφεση του, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης: α) ένδικου μέσου …………./2021 και β) δικογράφου ………/2021, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τις 16/3/2023 και κατόπιν αναβολής για την ανωτέρω δικάσιμο.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 20/10/2021 έφεση του ενάγοντος, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης: α) ένδικου μέσου ………./2021 και β) δικογράφου …………./2021, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 1995/2021 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 4/12/2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2020 αγωγής του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος -εφεσίβλητου, κατά του εναγομένου και ήδη εφεσίβλητου – εκκαλούντος, η οποία συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), έχει, δε, ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεση της στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρο 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ.1 εδ. β΄, 516, 517, 520 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, στις 27/10/2021, ήτοι προ πάσης επιδόσεως της απόφασης στον ενάγοντα και εντός δύο (2) ετών από της δημοσιεύσεως της, που έλαβε χώρα στις 20/9/2021 (άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ), έχει, δε, κατατεθεί και το απαιτούμενο παράβολο (άρθρο 495 περ. 3A ΚΠολΔ). Επομένως πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την τακτική διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (533 ΚΠολΔ).

Περαιτέρω, η κρινόμενη από 27/10/2021 έφεση του εναγομένου, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης: α) ένδικου μέσου ………./2021 και β) δικογράφου …………/2021, η οποία στρέφεται κατά της ίδιας ως άνω αποφάσεως, αρμοδίως και παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), πρέπει, δε, να συνεκδικαστεί με την ως άνω από 20/10/2021 έφεση, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας (άρθρα 31, 246, 524 παρ.1 ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεση της στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρο 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ.1 εδ. β΄, 516, 517, 520 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, στις 27/10/2021, ήτοι εντός 30 ημερών από την επίδοση της απόφασης στον εναγόμενο, που έλαβε χώρα στις 27/9/2021 (βλ. την υπ’ αριθ. ……………/2021 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς, ……………. – άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ), έχει, δε, κατατεθεί και το απαιτούμενο παράβολο (άρθρο 495 περ. 3A ΚΠολΔ). Επομένως πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την τακτική διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (533 ΚΠολΔ).

Με την υπό κρίση αγωγή του, ο ενάγων εκθέτει ότι ο εναγόμενος κατέθεσε σε βάρος του την από 17/2/2014 μήνυση, η οποία έλαβε ΑΒΜ Α-……….., με την οποία τον καταμήνυσε ψευδώς, για το αδίκημα της ψευδής καταμήνυσης και ειδικότερα για το ότι στις 7.9.2012 ο ενάγων εν γνώσει του ανέφερε για άλλον ψευδώς ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε πειθαρχική παράβαση, ειδικότερα δε ότι στις 7.9.2012 ο ενάγων κατέθεσε αναφορά προς τον Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά με την οποία ανέφερε ενώπιον αυτού ψευδώς για τον εναγόμενο, ότι αυτός ευρισκόμενος εντός της αίθουσας του δικαστηρίου του Εφετείου Πειραιά στις 24-11-2010 προκειμένου να υπερασπιστεί του εντολέα του και αντίδικο του ενάγοντος, ………….., σε υπόθεση πού θα εκδικαζόταν κατά την ανωτέρω συνεδρίαση, επενέβη απότομα και απρόκλητα με εντονότατο και επιθετικότατο προς το πρόσωπό του ύφος και άκρως απαξιωτικό τόνο και χροιά της φωνής, κουνώντας ταυτόχρονα το χέρι του σε μία χειρονομία μειωτικής καταδείξεώς του, και απηύθυνε εναντίον του, με αποκλειστικό σκοπό να πλήξει και μειώσει αυτόν, ενώπιον του Προέδρου και των δικαστών του δικαστηρίου, των παρισταμένων δικηγόρων και διαδίκων, των αστυνομικών οργάνων και της κατάμεστης από κοινό αίθουσας του ακροατηρίου, την συκοφαντική, εξυβριστική και υποτιμητική φράση “ο χαφιές της ασφάλειας”, εν γνώσει της αναλήθειάς της. Ότι τα ως άνω αναφερόμενα ήταν αληθή και ότι ψευδώς κατέθεσε ο εναγόμενος το αντίθετο με την υποβολή της ως άνω έγκλησής του, συκοφαντώντας με τον τρόπο αυτό τον ενάγοντα ως ψευδομηνυτή. Ότι ο εναγόμενος στην ως άνω μήνυσή του συμπεριέλαβε τους αναφερομένους στο αγωγικό δικόγραφο ψευδείς ισχυρισμούς, που αφορούσαν τον ενάγοντα, τελώντας σε γνώση της αναλήθειάς τους. Ότι σε βάρος του ασκήθηκε ποινική δίωξη για την πράξη της ψευδούς καταμήνυσης, παραπέμφθηκε δε αυτός να δικαστεί ενώπιον του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς. Ότι ο εναγόμενος, εξεταζόμενος ανωμοτί ενώπιον τον Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, στις 9.11.2017, ισχυρίστηκε ψευδώς ότι «Την 24-­11-2010 με εμφανίζει (ήμουν στο Ειρηνοδικείο). Εγώ δεν ήμουν εκεί στην αίθουσα του Δικαστηρίου. Έφθασα τα μεσημέρι και είχε αναβληθεί. Θεώρησε ο κατηγορούμενος να με καταγγείλει, ότι τον αναφώνησα “χαφιέ της ασφάλειας”, και ότι κουνούσα τα χέρια και τον απειλούσα … τίποτε από όλα αυτά δεν ειπώθηκαν και έκανα μήνυση … Για την συγκεκριμένη ημερομηνία, δεν ήμουν την ενδεκάτη ώρα που αναφέρει. Εγώ ήμουν 14:00 ώρα και αναβλήθηκε. Είναι εντελώς ανύπαρκτα και ποτέ δεν ειπώθηκαν από εμένα». Ότι τα ως άνω γεγονότα που κατέθεσε ο εναγόμενος ήταν ψευδή, ο δε τελευταίος τα κατέθεσε τελώντας σε γνώση της αναλήθειάς τους, ενήργησε δε έτσι με σκοπό να σπιλώσει την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος, να τον δυσφημίσει και να τον διασύρει. Ότι των αναφερόμενων στην υπ’ αριθ. ΑΒΜ ….… μήνυση και στην από 9.11.2017 ανωμοτί κατάθεση, έγιναν κοινωνοί οι δικαστές, ο εισαγγελέας, οι γραμματείς των Δικαστηρίων, οι δικηγόροι αμφοτέρων των διαδίκων μερών και οι παριστάμενοι στο ακροατήριο. Με βάση τα περιστατικά αυτά, ο ενάγων, επικαλούμενος περαιτέρω ότι, συνεπεία της ως άνω αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγομένου, υπέστη ηθική βλάβη, ζητά, να διαταχθεί η άρση της προσβολής δια της υποχρέωσής τον εναγομένου να καταθέσει έγγραφη δήλωσή συγγνώμης για την βλάβη που προκάλεσε σε βάρος του, αναγνωρίζοντας συνάμα την αναλήθεια των δηλώσεων του, με απειλή χρηματικής ποινής 15.000 ευρώ και προσωπικής κράτησης 3 μηνών για την περίπτωση της παραβίασης της εκδοθησομένης απόφασης, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να του καταβάλλει, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αγωγικού αιτήματος με δήλωση περιεχόμενη στις προτάσεις του (άρθρα 223, 295, 296 ΚΠολΔ), το συνολικό ποσό των 15.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την ως άνω προσβολή της προσωπικότητάς του, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής του και μέχρις εξοφλήσεως και να καταδικαστεί ο εναγόμενος στην καταβολή του συνόλου της δικαστικής του δαπάνης. Στη συνέχεια, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την υπ’ αριθ. 1995/2021 απόφαση του, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα ποσό 1.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επομένη της επιδόσεως της αγωγής. Ήδη, με την κρινόμενη έφεση του, ο εναγόμενος προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση, κατά το μέρος αυτής που δέχθηκε την αγωγή, και παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανισθεί αυτή και να απορριφθεί η αγωγή εν όλω, ενώ ο ενάγων, με την κρινόμενη έφεση του, ζητά να εξαφανισθεί άλλως μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, μόνο ως προς το μέρος αυτής που απέρριψε την αγωγή του έτσι ώστε η τελευταία να γίνει δεκτή εν όλω.

Σύμφωνα με τους ορισμούς του άρθρου 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον, αξίωση, δε, αποζημίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις για τις αδικοπραξίες δεν αποκλείεται. Εξάλλου, κατά το άρθρο 59 του ίδιου Κώδικα, στις περιπτώσεις του προηγούμενου άρθρου, το δικαστήριο με την απόφαση του, ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επιπλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί, η ικανοποίηση, δε, συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Προστατεύεται έτσι, με τα ως άνω άρθρα, η προσωπικότητα και κατ’ επέκταση η αξία του ανθρώπου, ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία, με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομα στην κοινωνία, με βάση την κοινωνική του αξία, συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων ταυ για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματος του. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας με τις διατάξεις των ανωτέρω άρθρων είναι: α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, που συμβαίνει, όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της εννόμου τάξεως είτε ασκείται καταχρηστικά κατά την έννοια των άρθρων 281 ΑΚ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος και γ) πταίσμα του προσβολέα, όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της παρανόμου προσβολής της προσωπικότητας. Στην περίπτωση αυτή, η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας συνιστά ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας, οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920 και 932 ΑΚ, ιδίως για την αποκατάσταση της τυχόν υλικής ζημίας του προσβληθέντος (άρθρο 57 παρ. 2 ΑΚ), ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής, ως παράνομης, είναι η φύση της διατάξεως που ενδέχεται με την προσβολή να παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου. Περαιτέρω, από την διάταξη του άρθρου 229 παρ. 1 ΠΚ προκύπτει ότι η ψευδής καταμήνυση θεμελιώνεται αντικειμενικά μεν με την υποβολή ψευδούς μηνύσεως ή με την ψευδή ανακοίνωση στην αρχή ότι άλλος τέλεσε αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση, υποκειμενικά δε με πρόθεση που ενέχει την θέληση της πραγματώσεως της αντικειμενικής υποστάσεως της αξιόποινης αυτής πράξεως και τη γνώση του υπαιτίου ότι η καταμήνυση ή ανακοίνωση είναι ψευδής και ακόμη με σκοπό αυτού να προκαλέσει την καταδίωξη του μηνυομένου για την εκτιθέμενη στη μήνυση ή την ανακοίνωση αξιόποινη πράξη ή πειθαρχική παράβαση (ΑΠ 899/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 346/2001 ΠοινΔ 2001.471). Εξάλλου, κατά το άρθρο 225 παρ. 1 Π.Κ., όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του από το Ν. 4619/2019, με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται χωρίς όρκο ως διάδικος ή μάρτυρας από αρχή αρμόδια να ενεργεί τέτοια εξέταση εν γνώσει του καταθέτει ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι για τη στοιχειοθέτηση του εγκλήματος της ψευδούς ανωμοτί κατάθεσης απαιτείται ο μάρτυρας να καταθέσει χωρίς όρκο, ενώπιον αρχής που είναι αρμόδια για την ανωμοτί εξέτασή του, πραγματικά περιστατικά και όχι κρίσεις, τα οποία να είναι ψευδή και να υπάρχει άμεσος δόλος, που συνίσταται στη γνώση αυτού ότι όσα κατέθεσε είναι ψευδή η ότι έχει γνώση των αληθινών, αλλά σκοπίμως τα αποκρύπτει ή αρνείται να τα καταθέσει, είναι δε αδιάφορος ο σκοπός που επεδίωκε ή αν θα μπορούσε να επέλθει βλάβη ή όφελος από την ψευδή αυτή ανώμοτη κατάθεση.

Από την εκτίμηση της υπ’ αριθ. …………./2020 ένορκης βεβαίωσης του μαρτύρα ……….., ενώπιον της Ειρηνοδίκη Ρεθύμνου, η οποία λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος κατόπιν προηγούμενης εμπρόθεσμης και νομοτύπου κλητεύσεως του εναγομένου (βλ. την υπ’ αριθ. ………../1.10.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της Περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς ………..), καθώς και από όλα τα έγγραφα, που επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς, όμως, να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004/723), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν, πλήρως, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 29.11.2010 στην αίθουσα του Εφετείου Πειραιώς επρόκειτο να δικαστεί υπόθεση με μηνυτή τον ενάγοντα και κατηγορούμενο τον . …, πληρεξούσιος δικηγόρος του οποίου ήταν ο εναγόμενος. Στην έναρξη της διαδικασίας, κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, η σύζυγος του …………., ζήτησε να «κρατηθεί» η υπόθεση επειδή τόσο ο κατηγορούμενος σύζυγός της όσο και ο πληρεξούσιος δικηγόρος του βρισκόταν σε άλλο δικαστήριο, ο δε εναγόμενος συγκεκριμένα βρισκόταν στο Ειρηνοδικείο Αθηνών, εκπροσωπώντας την εντολέα του …………., σε εκδικαζόμενη κατά την ίδια δικάσιμο μισθωτική διαφορά με αριθμό πινακίου 2, η οποία συζητήθηκε. Μετά την πάροδο ικανής ώρας, ο ενάγων προέβη σε αναζήτηση του κατηγορούμενου ……………, τον οποίο ανακάλυψε σε παρακείμενη του Δικαστηρίου καφετέρια να πίνει καφέ με την σύζυγό του. Ακολούθως, ο ενάγων επέστρεψε στην αίθουσα τον Εφετείου Πειραιώς, όπου θα εκδικαζόταν η υπόθεση τούς και σε μια διακοπή της συζήτησης περί ώρα 11.30 ανακοίνωσε στο Δικαστήριο ότι ο κατηγορούμενος βρισκόταν σε καφετέρια και κωλυσιεργούσε την συζήτηση της υπόθεσης. Τότε, ο εναγόμενος αναφώνησε στην αίθουσα του ως άνω Δικαστηρίου αναφερόμενος στο μηνυτή «ο χαφιές της ασφάλειας». Την παρουσία του εναγόμενου στην αίθουσα του ως άνω Δικαστηρίου αλλά και το ότι ο εναγόμενος απηύθυνε στον ενάγοντα την ως άνω απαξιωτική φράση, βεβαιώνει σχετικά ο μάρτυρας ……………, τόσο κατά την εκδίκαση του ποινικού σκέλους της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. ΒΤ4612/2017 απόφαση του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, όσο και στην υπ’ αριθ. …………../2020 ένορκη βεβαίωση του ίδιου μάρτυρα, ενώπιον της Ειρηνοδίκη Ρεθύμνου, ενώ η αξιοπιστία του εν λόγω μάρτυρα δεν αίρεται από το γεγονός και μόνο ότι αυτός έχει καταθέσει και σε άλλες δίκες ως προτεινόμενος από τον ενάγοντα. Εξάλλου, η παρουσία του εναγόμενου στο ως άνω ακροατήριο δεν αμφισβητήθηκε ούτε και από τον ίδιο (βλ. την υπ’ αριθ. ΒΤ4612/2017 έκθεση πρακτικών και απόφαση του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς), καίτοι τοποθετεί την άφιξη του σε μεταγενέστερο χρονικό σημείο. Μετά την συζήτηση της ως άνω υπόθεσης ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς ο ενάγων δια της από 7.9.2012 αναφοράς του σε βάρος του εναγόμενου προς τον Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά, ισχυρίστηκε ότι ο εναγόμενος, ενώπιον τρίτων προσώπων ισχυρίστηκε ότι ο ενάγων είναι «ο χαφιές της ασφάλειας». Εν συνεχεία δυνάμει του υπ’ αριθ. 230/2013 βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, όπως αυτό διορθώθηκε με το υπ’ αριθ. 368/2013 βούλευμα, ο εναγόμενος παραπέμφθηκε, μεταξύ άλλων, στο ακροατήριο του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων για την πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης για την ως άνω φράση «ο χαφιές της ασφάλειας» που απηύθυνε στον ενάγοντα, ως ανωτέρω. Για την ως άνω κατηγορία ο εναγόμενος κηρύχθηκε αθώος, δεχόμενου του ως άνω Δικαστηρίου την έλλειψη δόλου στο πρόσωπο του εναγομένου (βλ. την υπ’ αριθ. 284/2017 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι σε προγενέστερο της εκδίκασης της ως άνω υπόθεσης χρόνο, ο εναγόμενος υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιά, την από 17.2.2014, έγκληση σε βάρος του ενάγοντος για την πράξη της ψευδούς καταμήνυσης και της συκοφαντικής δυσφήμισης για όσα ο τελευταίος ισχυρίστηκε σε βάρος του στην από 7.9.2012 αναφορά του προς τον Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά, η δε ως άνω μήνυση έλαβε αριθμό ΑΒΜ …………… Στη συνέχεια ο ενάγων παραπέμφθηκε να δικαστεί ενώπιον του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς για τις ως άνω πράξεις, συνταχθέντος σχετικά τον υπ’ αριθ. ……/2017 κλητηρίου θεσπίσματος, στο οποίο ειδικότερα αναφερόταν «Στις 7-9-2019 εν γνώσει του ανέφερε γι’ άλλον ψευδώς ενώπιον της αρχής ότι τέλεσε πειθαρχική παράβαση [..] με σκοπό να προκαλέσει την καταδίωξή του γι’ αυτές. Συγκεκριμένα: α) στις 7-­9-2012 κατέθεσε αναφορά προς τον Πρόεδρο του Δικηγορικού Συλλόγου Πειραιά με την οποία ανέφερε ενώπιον αυτού ψευδώς για τον εγκαλούντα και μέλος τον δικηγορικού συλλόγου Πειραιά ……………. ότι αυτός ευρισκόμενος εντός της αίθουσας του δικαστηρίου του Εφετείου Πειραιά στις 24-11-2010 προκειμένου να υπερασπιστεί τον εντολέα του και αντίδικο του κατηγορουμένου …………… σε υπόθεση που θα εκδικαζόταν κατά την ανωτέρω συνεδρίαση {…επενέβη απότομα και απρόκλητα με εντονότατο και επιθετικότατο προς το πρόσωπό του ύφος και άκρως απαξιωτικό τόνο και χροιά της φωνής κουνώντας ταυτόχρονα το χέρι του σε μια χειρονομία μειωτικής καταδείξεώς του, και απηύθυνε εναντίον του εν γνώσει της αναλήθειάς της με αποκλειστικό σκοπό να πλήξει και μειώσει αυτόν, ενώπιον του Προέδρου και των δικαστών του δικαστηρίου, των παρισταμένων δικηγόρων και διαδίκων, των αστυνομικών οργάνων και της κατάμεστης από κοινό αίθουσας του ακροατηρίου την συκοφαντική, εξυβριστική και υποτιμητική φράση «ο χαφιές της ασφάλειας», διέλαβε δε τα ανωτέρω στην αναφορά του προς το Δικηγορικό Σύλλογο Πειραιά με σκοπό να προκαλέσει την πειθαρχική δίωξη τον εγκαλούντος δικηγόρου για παράβαση των άρθρων 48 και 64 παρ. 1 του τότε ισχύοντος κώδικα περί δικηγόρων (Ν.Δ. 3026/1954), αν και η αλήθεια την οποία γνώριζε ήταν ότι ο εγκαλών ουδέποτε παραβίασε την προσήκουσα ευπρέπεια και την μετριότητα εκφράσεων πού υποχρεούνταν γενικώς να τηρεί ως δικηγόρος κατά την εκπλήρωση του λειτουργήματός του, για τον λόγο εξάλλου αυτό στην ποινική δικογραφία που είχε σχηματιστεί μεταξύ άλλων και για το περιστατικό αυτό, ήτοι της συκοφαντικής δυσφήμισης του κατηγορουμένου από τον εγκαλούντα, ο τελευταίος απηλλάγη τελεσιδίκως δυνάμει της υπ’ αριθ. 284/2017 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς}. Η εκδίκαση της ως άνω μήνυσης έλαβε χώρα την 9η Νοεμβρίου 2017. Κατά την συζήτηση της ως άνω υπόθεσης ο εναγόμενος κλήθηκε να καταθέσει ανωμοτί, ως εγκαλών. Στην κατάθεσή του ανέφερε αυτολεξεί τα ακόλουθα: «[…] Την 24-11-2010 με εμφανίζει (ήμουν στο Ειρηνοδικείο). Εγώ δεν ήμουν εκεί στην αίθουσα του Δικαστηρίου. Έφθασα το μεσημέρι και είχε αναβληθεί. Θεώρησε ο κατηγορούμενος να με καταγγείλει, ότι τον αναφώνησα ‘χαφιέ της ασφάλειας’ και ότι κουνούσα τα χέρια και τον απειλούσα […] Τίποτε από όλα αυτά δεν ειπώθηκαν και έκανα μήνυση [..] Για την συγκεκριμένη ημερομηνία, δεν ήμουν την ενδεκάτη ώρα που αναφέρει. Εγώ ήμουν 14:00 ώρα και αναβλήθηκε. Είναι εντελώς ανύπαρκτα και ποτέ δεν ειπώθηκαν από εμένα». Ακολούθως εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 4612/2017 απόφαση του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιά με την οποία ο ενάγων κηρύχθηκε αθώος για την πράξη της ψευδούς καταμήνυσης που αφορά στο ως άνω βιοτικό συμβάν. Εν συνεχεία, δυνάμει της υπ’ αριθ. ……/20.11.2017 έκθεσης έφεσης ο Εισαγγελέας Εφετών εφεσίβαλε την ως άνω απόφαση, η δε ως άνω έφεση εκδικάστηκε ενώπιον τον Τριμελούς Εφετείου Πλημμελημάτων Πειραιώς στις 16.4.2019, εκδόθηκε δε επ’ αυτής η υπ’ αριθ. 742/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία ο ενάγων κηρύχθηκε και πάλι αθώος για την ως άνω πράξη. Συνακόλουθα, σύμφωνα και με τα ανωτέρω αναφερόμενα, προκύπτει ότι ο εναγόμενος κατά το χρόνο σύνταξης της με αριθμό ΑΒΜ ……. μήνυσης, αλλά κυρίως κατά το χρόνο που ο ίδιος εξετάστηκε ανωμοτί ενώπιον του Β’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς, ήτοι στις 9.11.2017, τελούσε σε γνώση της αναληθείας των ισχυρισμών του. Ομοίως, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος προέβη στην ως άνω ανωμοτί κατάθεσή του εν γνώσει του ψεύδους της και με σκοπό να προκαλέσει την καταδίκη του ενάγοντος. Εξάλλου, οι εμπεριεχόμενοι στην ως άνω ανωμοτί κατάθεση ισχυρισμοί, μη ανταποκρινόμενοι στην πραγματικότητα, προσβάλλουν την φήμη και την υπόληψη του ενάγοντος, αποδείχθηκε δε ότι ο εναγόμενος είχε σκοπό να προσβάλλει την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος, διαδίδοντας ψευδή γεγονότα σαν αληθινά, γνωρίζοντας την αναλήθειά τους. Εξάλλου, οι εμπεριεχόμενοι στην επίδικη ανωμοτί κατάθεση ισχυρισμοί, αντικειμενικώς συνιστούν προσβολή της φήμης και του κύρους του ενάγοντος, αφού μπορούσαν να θίξουν την τιμή και την υπόληψη του (άρθρο 57 ΑΚ), στο δε πρόσωπο του εναγομένου, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, συντρέχει το στοιχείο της υπαιτιότητας, με την μορφή του δόλου. Επομένως, εφόσον αποδείχθηκε ότι με την επίδικη ανωμοτί κατάθεση, προσβλήθηκε η προσωπικότητα του ενάγοντος, καθώς της εν λόγω κατάθεσης, η οποία ήταν δυσφημιστική, έλαβαν γνώση οι παριστάμενοι στα ακροατήριο του Ε’ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πειραιώς κατά την ως άνω ημερομηνία, ότι η προσβολή αυτή ήταν παράνομη και υπαίτια και ότι προκλήθηκε από αυτήν ηθική βλάβη σε αυτόν, συντρέχουν όλες οι νόμιμες προϋποθέσεις, ώστε να δικαιούται χρηματική ικανοποίηση για την ανόρθωση της ηθικής βλάβης που υπέστη. Επομένως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκανε δεκτή την αγωγή του ενάγοντος, απορριπτομένης σχετικά της από 27/10/2021 έφεσης του εναγομένου, με την οποία ισχυριζόταν ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Περαιτέρω το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη και σταθμίζοντας όλα τα περιστατικά που χαρακτηρίζουν τη συγκεκριμένη σχέση και περίπτωση, τις εκφάνσεις της προσωπικότητας του ενάγοντος, κατά του οποίου στράφηκε η προσβολή, τη βαρύτητά της, το βαθμό υπαιτιότητας του εναγομένου, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων, του τρόπου και του μέσου διά του οποίου έλαβε χώρα η προσβολή και κατ’ επέκταση του κοινωνικού αντίκτυπου που είχε αυτή, ως προς το ευρύτερο κοινωνικό, εργασιακό και φιλικό τους περιβάλλον, όσο και προς τη δημοσιότητα που έλαβε, καθώς και τους κανόνες της κοινής πείρας, σε συνδυασμό με τη συνταγματική αρχή της αναλογικότητας, ορθά έκρινε ότι ο εναγόμενος έχει την υποχρέωση να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 1.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, ποσό που κρίνεται ορθό και εύλογο από το παρόν Δικαστήριο, απορριπτομένης σχετικά και του πρώτου λόγου της από 20/10/2021 έφεσης του ενάγοντος, με την οποία αυτός ζητούσε την αύξηση του ανωτέρω ποσού. Ομοίως απορριπτέος κρίνεται και ο δεύτερος λόγος της ως άνω εφέσεως του ενάγοντος περί επιδίκασης σε αυτόν δικαστικών εξόδων μόλις 200 ευρώ έναντι του αιτηθέντος από αυτόν ποσού των 1.027,90 ευρώ, αφού το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τον πίνακα εξόδων που υπέβαλε ο ενάγων αλλά και την έκταση της νίκης του, ορθά κατά την κρίση του, επιδίκασε υπέρ του ενάγοντος, μέρος των δικαστικών εξόδων του ποσού 200 ευρώ.

Κατόπιν αυτών και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς εξέταση στις εφέσεις του ενάγοντος και του εναγομένου, αυτές πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους, ως αβάσιμες στην ουσία. Η δικαστική δαπάνη των διαδίκων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφισθεί εφόσον υπήρχε εύλογη αμφιβολία για την έκβαση της δίκης (άρθρα 179 εδ.β, 183, 191 § 2 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή των παραβόλων, που κατέβαλαν τόσο ο εκκαλών – εφεσίβλητος, όσο και ο εφεσίβλητος – εκκαλών, στο δημόσιο ταμείο, λόγω της ήττας αμφοτέρων των πλευρών (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.τελευτ ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει, αντιμωλία των διαδίκων, τις από 20/10/2021 και 27/10/2021 εφέσεις.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν τις ως άνω εφέσεις.

Συμψηφίζει την δικαστική δαπάνη των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.

Διατάσσει την εισαγωγή των παραβόλων για την άσκηση των υπό κρίση εφέσεων, στο Δημόσιο Ταμείο.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 20/3/2025.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΣ                                  ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΣΚΟΥΡΤΗ

Δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους στις 18 Ιουνίου 2025.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΣ                                     ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΣΚΟΥΡΤΗ