EΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 422/2025
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη και Νικολέττα Λαμπρίδου, Εφέτη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την ………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Α) Της εκκαλούσας : ………………, η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Τρανταλίδη (ΑΜΔΣΑ : …….).
Των εφεσίβλητων: 1………………, ο οποίος εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από την πληρεξούσια δικηγόρο του Χριστίνα Γκιονουλιάν (ΑΜΔΣΑ : …….), 2) Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……………», που εδρεύει στο …………. Αττικής, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο Ρουμελιώτη (ΑΜΔΣΑ : …..), και 3) Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………….» και το διακριτικό τίτλο «……………», που εδρεύει στην Αθήνα, ………., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Φωτεινή Σουλεϊμάνη (ΑΜΔΣΑ : ………..).
Β) Της εκκαλούσας : Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………………», που έχει την έδρα της στο ……… Αττικής, οδός ………., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, ΑΦΜ : ……….. Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Πειραιά, η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο Ρουμελιώτη (ΑΜΔΣΑ : ………..).
Των εφεσίβλητων : 1) ………….., η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Τρανταλίδη (ΑΜΔΣΑ : ……..), 2) …………, ο οποίος δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, και 3) Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………….» και το διακριτικό τίτλο «……..», που εδρεύει στην Αθήνα, …………. όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Φωτεινή Σουλεϊμάνη (ΑΜΔΣΑ : ……….).
Γ) Του εκκαλούντος : …….., ο οποίος εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από την πληρεξούσια δικηγόρο του Χριστίνα Γκιονουλιάν (ΑΜΔΣΑ : …………).
Των εφεσίβλητων : 1) ………… η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Γεώργιο Τρανταλίδη (ΑΜΔΣΑ : ……), 2) Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………..», πρώην «…………», που εδρεύει στο ……… Αττικής, οδός ………, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο Ρουμελιώτη (ΑΜΔΣΑ : ………), και 3) Της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………..» και το διακριτικό τίτλο «………..», που εδρεύει στην Αθήνα, ……….., όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Φωτεινή Σουλεϊμάνη (ΑΜΔΣΑ : …………).
Η κυρίως ενάγουσα ……. ζήτησε να γίνει δεκτή η από 18-4-2011 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2011 αγωγή της, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου η εν λόγω κύρια αγωγή συνεκδικάστηκε με την από 23-5-2012 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2012, που άσκησε η δεύτερη των κυρίως εναγόμενων εταιρία με την επωνυμία «………..» και την από 30-7-2012 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2012, που άσκησε ο πρώτος των κυρίως εναγόμενων …………… Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, μετά την έκδοση των με αριθμό 5183/2014 και 5284/2017 μη οριστικών αποφάσεών του περί διενέργειας ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, με τη με αριθμό 1268/2023 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε επί των άνω συνεκδικασθέντων δικογράφων κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έκανε εν μέρει δεκτή την κύρια αγωγή και έκανε δεκτές τις προσεπικλήσεις – παρεμπίπτουσες αγωγές, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα σε αυτή (απόφαση).
Την απόφαση αυτή προσβάλλουν : Α) η κυρίως ενάγουσα ……… και ήδη εκκαλούσα, με την από 6-6-2023 έφεσή της, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./2023 και ειδικό …./2023 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2023 και ειδικό …./2023 για τη δικάσιμο της 11ης Ιανουαρίου 2024, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, Β) η δεύτερη των κυρίως εναγόμενων ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «………………» και ήδη εκκαλούσα, με την από 6-6-2023 έφεσή της, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …../2023 και ειδικό ……/2023 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2023 και ειδικό …../2023 για τη δικάσιμο της 11ης Ιανουαρίου 2024, κατά την οποία η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης, και Γ) ο πρώτος των κυρίως εναγόμενων ………… και ήδη εκκαλών, με την από 13-12-2023 έφεσή του, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./2023 και ειδικό …./2023 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2023 και ειδικό …../2023 για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης.
Στην τελευταία αυτή δικάσιμο (24-10-2024) οι υποθέσεις εκφωνήθηκαν κατά τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκαν.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……………» παραστάθηκε στο ακροατήριο και αφού έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, ενώ οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των λοιπών διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσαν δηλώσεις κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, αντίστοιχα.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Επειδή ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου εκκρεμούν, Α) η από 6-6-2023 έφεση, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/2023 και ειδικό …/2023 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2023 και ειδικό …/2023, Β) η από 6-6-2023 έφεση, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/2023 και ειδικό …./2023 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2023 και ειδικό …/2023 και Γ) η από 13-12-2023 έφεση, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό ……./2023 και ειδικό ……./2023 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …/2023 και ειδικό …/2023, πρέπει να διαταχθεί η συνεκδίκασή τους, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, αφού αφορούν τους ίδιους διαδίκους, υπάγονται στην ίδια τακτική διαδικασία και στρέφονται κατά της ίδιας εκκαλουμένης απόφασης (1268/2023) και γιατί έτσι, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 31 παρ. 3, 246, 524 παρ. 1 ΚΠολΔ).
ΙΙ. Από τη με αριθμό …………/4-12-2023 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών ……………, που επικαλείται και προσκομίζει η πρώτη εφεσίβλητη της υπό στοιχεία Β έφεσης, με επιμέλεια της οποίας έγινε η επίσπευση της συζήτησης της έφεσης, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της υπό στοιχεία Β από 6-6-2023 έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο της 11ης Ιανουαρίου 2024, οπότε η συζήτηση της υπόθεσης αναβλήθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο (24-10-2024), επιδόθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στο δεύτερο των εφεσίβλητων (άρθρα 126 παρ. 1 στοιχ. α, 127 παρ. 1, 128 παρ. 1 ΚΠολΔ). Ωστόσο, στην τελευταία αυτή δικάσιμο (24-10-2024), κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου, ο δεύτερος των εφεσίβλητων της εν λόγω έφεσης, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο ούτε κατατέθηκε δήλωση στον αρμόδιο γραμματέα από πληρεξούσιο δικηγόρο του ότι επιθυμεί να δικαστεί χωρίς να παραστεί κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, και ως εκ τούτου, ενόψει του ότι η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο της μετ’ αναβολή δικασίμου ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων και δεν χρειάζεται κλήση του διαδίκου για εμφάνιση στη μετ’ αναβολή αυτή δικάσιμο (άρθρα 226 παρ. 4 εδ. δ, 498 ΚΠολΔ), ο άνω απολειπόμενος εφεσίβλητος πρέπει να δικαστεί ερήμην. Πλην όμως, η διαδικασία θα προχωρήσει σαν να ήταν και αυτός παρών (άρθρο 524 παρ. 4 εδ. α ΚΠολΔ), δοθέντος ότι η παριστάμενη εκκαλούσα εταιρία με την επωνυμία «. …………..», όπως προκύπτει από την παραδεκτή επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας, προσκομίζει μετ’ επικλήσεως αντίγραφα του εισαγωγικού της δίκης δικογράφου (αγωγής), των έγγραφων προτάσεων του απολειπόμενου αντιδίκου της, που κατατέθηκαν από αυτόν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και των ταυτάριθμων με την εκκαλουμένη απόφαση (1268/2023) πρακτικών δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, όπως επί ποινή απαραδέκτου της προκείμενης συζήτησης επιβάλλεται από τις διατάξεις του άρθρου 524 παρ. 4 εδ. γ και δ ΚΠολΔ.
ΙΙΙ. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 517 ΚΠολΔ, η έφεση απευθύνεται κατά εκείνων, που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους. Αν υπάρχει αναγκαστική ομοδικία, η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Διάδικοι είναι όσοι, από την προσβαλλόμενη απόφαση, προκύπτει ότι δικάσθηκαν από αυτήν ως αντίδικοι του εκκαλούντος. Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 80, 88, 89, 277 αρ. 4 και 517 ΚΠολΔ συνάγεται ότι αν ο εναγόμενος προσεπικαλέσει στη δίκη εκείνον κατά του οποίου, σε περίπτωση ήττας του, δικαιούται να αναχθεί και ζητήσει αποζημίωση για το ποσό που ενδεχομένως θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα και συγχρόνως ενώσει μαζί με την προσεπίκληση και αγωγή αποζημιώσεως, ο δε προσεπικληθείς και με την παρεμπίπτουσα αγωγή εναγόμενος προσήλθε στη δίκη, αλλά δεν παρενέβη σε αυτή ούτε επικουρικά, περιορισθείς μόνο στην απόκρουση της προσεπικλήσεως και την άρνηση της υποχρεώσεως του για αποζημίωση, δεν καθίσταται διάδικος στην κύρια δίκη μεταξύ του ενάγοντος και του εναγομένου, ούτε δημιουργείται ομοδικία μεταξύ αυτού (προσεπικληθέντος) και του προσεπικαλέσαντος αυτόν εναγομένου. Επίσης, στην εν λόγω περίπτωση, ο ενάγων της κύριας αγωγής, ασκώντας έφεση κατά της πρωτόδικης αποφάσεως, δεν δικαιούται να την απευθύνει και κατά του προσεπικληθέντος και παρεμπιπτόντως εναγομένου, διότι ο τελευταίος, εφόσον δεν παρενέβη, δεν κατέστη διάδικος στην κύρια δίκη, δηλαδή η έφεση που ασκεί ο αντίδικος του προσεπικαλούντος στρέφεται απαραδέκτως κατά του προσεπικληθέντος δικονομικού εγγυητή (ΤριμΕφΠειρ 9/2021, ΕφΑθ 2416/2010 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σε περίπτωση εναγωγής περισσοτέρων εις ολόκληρον ευθυνόμενων, κατ’ άρθρα 481 – 488 του ΑΚ, ιδρύεται σχέση απλής και όχι αναγκαστικής ομοδικίας (ΑΠ 740/2000 ΕλλΔνη 2001. 101, ΤριμΕφΑθ 2060/2023 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Επί απλής ομοδικίας η έφεση ή αντέφεση ομοδίκου στρέφεται υποχρεωτικά κατά του αντιδίκου ή των ομοδικούντων αντιδίκων ως προς τους οποίους επιδιώκει ο εκκαλών την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, όχι όμως και κατά των ομοδίκων του, εκτός αν η απόφαση περιέχει βλαπτική για τον εκκαλούντα και ευνοϊκή διάταξη για τους ομοδίκους του ή απέρριψε αίτηση που υπέβαλε ομόδικος κατά άλλου ομοδίκου. Αν δεν συντρέχει η άνω προϋπόθεση, η έφεση που απευθύνεται κατά των ομοδίκων του εκκαλούντος, είναι απαράδεκτη. Το απαράδεκτο αυτό λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, γιατί αφορά τη νομιμοποίηση κατ’ άρθρο 68 ΚΠολΔ (ΤριμΕφΑθ 3865/2023, ΤριμΕφΑθ 190/2019 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, Σαμουήλ, Η Έφεση, έκδ. 2009, παρ. 338, 342, σελ. 160, 162).
ΙV. Η υπό στοιχεία Α από 6-6-2023 έφεση της εν μέρει ηττηθείσας κυρίως ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας κατά των δύο κυρίως εναγόμενων, ήτοι του ……….. και της εταιρίας με την επωνυμία «…………..» και ήδη εφεσίβλητων και κατά της με αριθμό 1268/2023 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως εισάγεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στην περιφέρεια του οποίου ανήκει το εκδώσαν την εκκαλουμένη απόφαση Πρωτοδικείο (άρθρα 19, 495, 498 ΚΠολΔ), ασκήθηκε δε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση του ένδικου δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 6-6-2023, ήτοι εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ καταχρηστικής διετούς προθεσμίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα την 24-4-2023, δεδομένου ότι ουδείς των διαδίκων επικαλείται επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης και ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο (άρθρα 495 παρ. 1, 498, 499, 511, 513 παρ. 1 και 2, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ). Για δε το παραδεκτό της εφέσεως έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 3 περ. Α (γ) ΚΠολΔ παράβολο ποσού 150,00 ευρώ (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ : ………../6-6-2023 έκθεση κατάθεσης του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αναφορά στο με αριθμό …../2023 e – παράβολο, ποσού 150,00 ευρώ). Εντούτοις, δεν ασκείται παραδεκτά η υπό στοιχεία Α από 6-6-2023 έφεση κατά το μέρος που απευθύνεται κατά της τρίτης των εφεσίβλητων ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «………..», καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη στη δίκη στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, λόγω της ιδιότητάς της ως δικονομικής εγγυήτριας του πρώτου και της δεύτερης των κυρίως εναγόμενων. Τούτο διότι η τρίτη των εφεσίβλητων δεν έλαβε μέρος στη δίκη, που διεξήχθη στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ως αντίδικος της εκκαλούσας, αφού, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω μείζονα σκέψη, αυτή (τρίτη των εφεσίβλητων) δεν άσκησε, κατόπιν της από 23-5-2012 προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής της δεύτερης των κυρίως εναγόμενων και της από 30-7-2012 προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής του πρώτου των κυρίως εναγόμενων, πρόσθετη παρέμβαση και συνεπώς, η εν λόγω καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη στη δίκη στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεν έχει καταστεί, στην από 18-4-2011 κύρια αγωγή, διάδικος στην πρωτόδικη δίκη, ώστε να πρέπει να απευθύνεται και κατ’ αυτής η υπό στοιχεία Α έφεση της εν μέρει ηττηθείσας κυρίως ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας. Επομένως, αναφορικά με την τρίτη των εφεσίβλητων, πρέπει, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου, να απορριφθεί η υπό στοιχεία Α έφεση ως απαράδεκτη ελλείψει έννομου συμφέροντος της εκκαλούσας (άρθρα 68, 73 και 517 ΚΠολΔ), κατά τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω μείζονα σκέψη, γενομένου δεκτού άλλωστε ως βάσιμου και του σχετικού ισχυρισμού, που προβάλλει η τρίτη εφεσίβλητη με τις προτάσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Τα δε δικαστικά έξοδα, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, μεταξύ της εκκαλούσας της υπό κρίση έφεσης και της τρίτης των εφεσίβλητων, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179 εδ. α, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Ως προς δε τους λοιπούς, πρώτο και δεύτερη των εφεσίβλητων, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) η υπό στοιχεία Α από 6-6-2023 έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρα 522, 524 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), συνεκδικαζόμενη με τις λοιπές υπό στοιχεία Β και Γ εφέσεις, κατά τα προεκτεθέντα.
V. Η υπό στοιχεία Β από 6-6-2023 έφεση της εν μέρει ηττηθείσας δεύτερης των κυρίως εναγόμενων και ήδη εκκαλούσας κατά της κυρίως ενάγουσας και ήδη πρώτης των εφεσίβλητων και κατά της με αριθμό 1268/2023 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως εισάγεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στην περιφέρεια του οποίου ανήκει το εκδώσαν την εκκαλουμένη απόφαση Πρωτοδικείο (άρθρα 19, 495, 498 ΚΠολΔ), ασκήθηκε δε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση του ένδικου δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 9-6-2023, ήτοι εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ καταχρηστικής διετούς προθεσμίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα την 24-4-2023, δεδομένου ότι ουδείς των διαδίκων επικαλείται επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης και ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο (άρθρα 495 παρ. 1, 498, 499, 511, 513 παρ. 1 και 2, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ). Για δε το παραδεκτό της εφέσεως έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 3 περ. Α (γ) ΚΠολΔ παράβολο ποσού 150,00 ευρώ (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ : ………../9-6-2023 έκθεση κατάθεσης του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αναφορά στο με αριθμό …………../2023 e – παράβολο, ποσού 150,00 ευρώ). Ωστόσο, δεν ασκείται παραδεκτά η υπό στοιχεία Β από 6-6-2023 έφεση i) κατά το μέρος που απευθύνεται κατά του δεύτερου των εφεσίβλητων (……….), ο οποίος πρωτοδίκως ήταν απλός ομόδικος με τη δεύτερη των κυρίως εναγόμενων και ήδη εκκαλούσα, διότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει βλαπτική για την εκκαλούσα και ευνοϊκή για τον ομόδικό της διάταξη, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω μείζονα σκέψη, ούτε προβάλλεται λόγος έφεσης ως προς αυτόν, και ii) κατά το μέρος που απευθύνεται κατά της τρίτης των εφεσίβλητων ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «………………..», καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενης στη δίκη στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, λόγω της ιδιότητάς της ως δικονομικής εγγυήτριας της δεύτερης των κυρίως εναγόμενων και ήδη εκκαλούσας, η οποία παραστάθηκε πρωτοδίκως χωρίς να ασκήσει παρέμβαση, διότι α) η τελευταία (καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη) δεν κατέστη διάδικος στη δίκη της κύριας από 18-4-2011 αγωγής, αφού δεν άσκησε σε αυτήν παρέμβαση, όπως ανωτέρω εκτέθηκε, β) δεν υφίσταται σχέση αναγκαίας ομοδικίας μεταξύ αυτής (προσεπικαλούμενης) και της προσεπικαλούσας δεύτερης κυρίως εναγόμενης, ώστε κατ’ άρθρο 517 ΚΠολΔ η έφεση να πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων και γ) δεν συντρέχει στο πρόσωπο της εκκαλούσας τέτοιο έννομο συμφέρον, δοθέντος ότι με την εκκαλουμένη απόφαση έχει γίνει δεκτή η από 23-5-2012 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή της, ούτε άλλωστε προβάλλεται λόγος έφεσης ως προς αυτήν (τρίτη των εφεσίβλητων) και με την υπό στοιχεία Β έφεση στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο μεταβιβάζεται η υπόθεση μόνο ως προς τα κεφάλαια της εκκαλουμένης απόφασης που συνέχονται με την κύρια αγωγή. Επομένως, αναφορικά με το δεύτερο και την τρίτη των εφεσίβλητων, πρέπει, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου, να απορριφθεί η υπό στοιχεία Β έφεση ως απαράδεκτη ελλείψει έννομου συμφέροντος της εκκαλούσας (άρθρα 68, 73 και 517 ΚΠολΔ), κατά τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω μείζονα σκέψη, γενομένου δεκτού άλλωστε ως βάσιμου και του σχετικού ισχυρισμού, που προβάλλει η τρίτη εφεσίβλητη με τις προτάσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Τα δε δικαστικά έξοδα, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, μεταξύ της εκκαλούσας της υπό κρίση έφεσης και της τρίτης των εφεσίβλητων, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179 εδ. α, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, ενώ δεν τίθεται ζήτημα δικαστικών εξόδων ως προς τον απολειπόμενο δεύτερο των εφεσίβλητων, ο οποίος λόγω της ερημοδικίας του δεν υπέβαλε σχετικό αίτημα ούτε άλλωστε υποβλήθηκε σε τέτοια. Ως προς δε την πρώτη των εφεσίβλητων, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) η υπό στοιχεία Β από 6-6-2023 έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρα 522, 524 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), συνεκδικαζόμενη με τις λοιπές υπό στοιχεία Α και Γ εφέσεις, κατά τα προεκτεθέντα.
VI. Η υπό στοιχεία Γ από 13-12-2023 έφεση του εν μέρει ηττηθέντος πρώτου των κυρίως εναγόμενων και ήδη εκκαλούντος κατά της κυρίως ενάγουσας και ήδη πρώτης των εφεσίβλητων και κατά της με αριθμό 1268/2023 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, αρμοδίως εισάγεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στην περιφέρεια του οποίου ανήκει το εκδώσαν την εκκαλουμένη απόφαση Πρωτοδικείο (άρθρα 19, 495, 498 ΚΠολΔ), ασκήθηκε δε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με κατάθεση του ένδικου δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου την 20-12-2023, ήτοι εντός της προβλεπόμενης από το άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ καταχρηστικής διετούς προθεσμίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης απόφασης, που έλαβε χώρα την 24-4-2023, δεδομένου ότι ουδείς των διαδίκων επικαλείται επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης και ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο (άρθρα 495 παρ. 1, 498, 499, 511, 513 παρ. 1 και 2, 516 παρ. 1, 517 ΚΠολΔ). Για δε το παραδεκτό της εφέσεως έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 παρ. 3 περ. Α (γ) ΚΠολΔ παράβολο ποσού 150,00 ευρώ (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ : ………/20-12-2023 έκθεση κατάθεσης του γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς με αναφορά στο με αριθμό ……………/2023 e – παράβολο, ποσού 150,00 ευρώ). Ωστόσο, δεν ασκείται παραδεκτά η υπό στοιχεία Γ από 13-12-2023 έφεση i) κατά το μέρος που απευθύνεται κατά της δεύτερης των εφεσίβλητων («………………..»), η οποία πρωτοδίκως ήταν απλός ομόδικος με τον πρώτο των κυρίως εναγόμενων και ήδη εκκαλούντα, διότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει βλαπτική για τον εκκαλούντα και ευνοϊκή για την ομόδικό του διάταξη, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω μείζονα σκέψη, ούτε προβάλλεται λόγος έφεσης ως προς αυτήν, και ii) κατά το μέρος που απευθύνεται κατά της τρίτης των εφεσίβλητων ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «………………», καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενης στη δίκη στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, λόγω της ιδιότητάς της ως δικονομικής εγγυήτριας του πρώτου των κυρίως εναγόμενων και ήδη εκκαλούντος, η οποία παραστάθηκε πρωτοδίκως χωρίς να ασκήσει παρέμβαση, διότι α) η τελευταία (καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη) δεν κατέστη διάδικος στη δίκη της κύριας από 18-4-2011 αγωγής, αφού δεν άσκησε σε αυτήν παρέμβαση, όπως ανωτέρω εκτέθηκε, β) δεν υφίσταται σχέση αναγκαίας ομοδικίας μεταξύ αυτής (προσεπικαλούμενης) και του προσεπικαλούντος πρώτου κυρίως εναγόμενου, ώστε κατ’ άρθρο 517 ΚΠολΔ η έφεση να πρέπει να απευθύνεται κατά όλων των ομοδίκων και γ) δεν συντρέχει στο πρόσωπο του εκκαλούντος τέτοιο έννομο συμφέρον, δοθέντος ότι με την εκκαλουμένη απόφαση έχει γίνει δεκτή η από 30-7-2012 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή του, ούτε άλλωστε προβάλλεται λόγος έφεσης ως προς αυτήν (τρίτη των εφεσίβλητων) και με την υπό στοιχεία Γ έφεση στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο μεταβιβάζεται η υπόθεση μόνο ως προς τα κεφάλαια της εκκαλουμένης απόφασης που συνέχονται με την κύρια αγωγή. Επομένως, αναφορικά με τη δεύτερη και την τρίτη των εφεσίβλητων, πρέπει, μετά από αυτεπάγγελτη έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου, να απορριφθεί η υπό στοιχεία Γ έφεση ως απαράδεκτη ελλείψει έννομου συμφέροντος του εκκαλούντος (άρθρα 68, 73 και 517 ΚΠολΔ), κατά τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω μείζονα σκέψη, γενομένου δεκτού άλλωστε ως βάσιμου και του σχετικού ισχυρισμού, που προβάλλει η τρίτη εφεσίβλητη με τις προτάσεις της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Τα δε δικαστικά έξοδα, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, μεταξύ του εκκαλούντος της υπό κρίση έφεσης αφενός και της δεύτερης και της τρίτης των εφεσίβλητων αφετέρου, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179 εδ. α, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Ως προς δε την πρώτη των εφεσίβλητων, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) η υπό στοιχεία Γ από 13-12-2023 έφεση και να ερευνηθεί περαιτέρω από το παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια ως άνω τακτική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητα των προβαλλόμενων λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτήν (άρθρα 522, 524 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), συνεκδικαζόμενη με τις λοιπές υπό στοιχεία Α και Β εφέσεις, κατά τα προεκτεθέντα.
VII. Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την ένδικη από 18-4-2011 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../2011 κύρια αγωγή της η ενάγουσα εξέθετε ότι από το έτος 2008 εμφάνιζε πρόβλημα στο αριστερό της πόδι λόγω «βλαισού μέγα δακτύλου» (κότσι), ότι κατά το τελευταίο δίμηνο πρίν από το μήνα Μάιο έτους 2010 τα συμπτώματα επιδεινώθηκαν, οπότε αποφάσισε να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση αποκατάστασης του προβλήματος στο αριστερό πόδι, ότι επισκέφθηκε για το λόγο αυτό την κλινική που διατηρεί η δεύτερη εναγόμενη, όπου της σύστησαν τον πρώτο εναγόμενο, ιατρό – ορθοπεδικό – χειρουργό, ο οποίος την διαβεβαίωσε ότι επρόκειτο για χειρουργική επέμβαση «ρουτίνας» και την προέτρεψε να υποβληθεί σε διπλή χειρουργική επέμβαση, καθότι διαπίστωσε ότι και το δεξί πόδι της εμφάνιζε την ίδια παραμόρφωση σε αρχικό στάδιο. Στη συνέχεια, ιστορούσε ότι την 14-5-2010 έλαβε χώρα η χειρουργική επέμβαση και στα δύο κάτω άκρα και ότι εξήλθε αυθημερόν, πλην όμως, κατόπιν ανυπόφορων πόνων και επιδείνωσης της κατάστασης του τραύματος στο δεξί πόδι της και παρά τις τακτικές επισκέψεις της στο ιατρείο του πρώτου εναγόμενου, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο αγωγικό δικόγραφο, η ίδια με δική της πρωτοβουλία την 17-7-2010 αιτήθηκε τη διενέργεια καλλιέργειας σε υγρό από το τραύμα, οπότε διαγνώστηκε ότι είχε προσβληθεί από το μικρόβιο «ψευδομονάδα», ότι ακολούθως την 23-7-2010 και την 31-8-2010 εισήχθη εκ νέου στην κλινική της δεύτερης εναγόμενης, όπου υποβλήθηκε από τον πρώτο εναγόμενο σε χειρουργικό καθαρισμό της πληγής, ότι εντωμεταξύ διαγνώστηκε ότι πάσχει από οστεομυελίτιδα με ενδεχόμενο τον κίνδυνο ακρωτηριασμού, ότι μετά την τρίτη χειρουργική επέμβαση στην οποία υποβλήθηκε την 31-8-2010, αναγκάστηκε να νοσηλευτεί για μεγάλο χρονικό διάστημα στην κλινική της δεύτερης εναγόμενης και συγκεκριμένα μέχρι την 17-9-2010, οπότε εξήλθε της κλινικής, με «ανοικτή φλέβα», για να λαμβάνει την αντιβίωση στο σπίτι, πράγμα που απαγορεύεται, οπότε η θεραπευτική της αγωγή αντικαταστάθηκε με τη λήψη άλλου αντιβιωτικού φαρμάκου, το οποίο όμως, δεν ήταν ενδεδειγμένο για την ίδια, καθότι εμφανίζει έλλειψη ενζύμου G6PD, καθώς και ότι επειδή η ανάρρωσή της ήταν κατά πολύ βραδύτερη από την αναμενόμενη και λόγω επιμονής των δυσμενών συμπτωμάτων στο δεξί πόδι της, διαπιστώθηκε κατόπιν εξετάσων την 24-11-2010 ότι είχε προσβληθεί και από άλλο μικρόβιο και δη σταφυλόκκοκο, το οποίο σαφώς επιβάρυνε την κατάσταση της υγείας της, προς αντιμετώπιση του οποίου αντικασταστάθηκε η χορηγούμενη φαρμακευτική αγωγή. Επίσης, ισχυριζόταν ότι ο πρώτος εναγόμενος επιδεικνύοντας αμελή συμπεριφορά σε σχέση με το μέσο συνετό ιατρό και ενεργώντας κατά παράβαση των αναγνωρισμένων και γενικώς παραδεδεγμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης, από αμελείς πράξεις και παραλείψεις και από εσφαλμένους διεγχειρητικούς χειρισμούς, δεν αποκατέστησε την παραμόρφωση στο δεξί πόδι, με αποτέλεσμα να ταλαιπωρείται ακόμα από την ίδια αιτία και να απαιτείται να υποβληθεί σε νέα επέμβαση, ούτε μερίμνησε ο ίδιος για την ενδεδειγμένη και σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης αποκατάσταση του τραύματος στο αριστερό πόδι της, με αποτέλεσμα να έχει δημιουργηθεί ουλώδης ιστός, δηλαδή ερυθρό εξόγκωμα πλάτους 1 εκ. και μήκους 12 εκ. σε σχήμα πέταλου και να αδυνατεί να φορέσει παπούτσια και να υφίσταται πόνους, πέραν της αντιαισθητικής εικόνας της, ουδόλως επιμελήθηκε ο ίδιος (πρώτος εναγόμενος) ούτε το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό της δεύτερης εναγόμενης για την τήρηση των κανόνων ασηψίας και αντισηψίας στο χειρουργείο, με αποτέλεσμα να προσβληθεί κατά την πρώτη χειρουργική επέμβαση από το μικρόβιο της «ψευδομονάδας» και κατόπιν από σταφυλόκοκκο, με τραγικές για την υγεία της συνέπειες, ότι μετά την πρώτη χειρουργική επέμβαση και ενώ ο πρώτος εναγόμενος είχε αναλάβει την παρακολούθηση της αποκατάστασης του τραύματος στο δεξί πόδι της, δεν μερίμνησε εγκαίρως για την υποβολή της στις απαιτούμενες εργαστηριακές και διαγνωστικές εξετάσεις και απεικονιστικούς ελέγχους, ώστε με βάση τα ιατροδιαγνωστικά αποτελέσματα να διαγνωστεί αμελλητί το μικρόβιο της «ψευδομονάδας» και η νόσος της οστεομυελίτιδας, ούτε χορήγησε τη σύμφωνα με τους ισχύοντες ιατρικούς κανόνες ενδεδειγμένη φαρμακευτική θεραπεία με τα κατάλληλα αντιβιοτικά φάρμακα και για το απαιτούμενο χρονικό διάστημα, καθώς και ότι ο πρώτος εναγόμενος λόγω εσφαλμένων ενεργειών όχι μόνο απέτυχε να αποκαταστήσει το πρόβλημα στα άκρα της, αλλά πλέον επιδεινώθηκε η κατάσταση της υγείας της, καθότι αισθάνεται αφόρητους πόνους σε αμφότερα τα άκρα της και ενοχλήσεις κατά τη βάδιση, ενόψει και του ότι το αριστερό μεγάλο δάκτυλο έχει κοντύνει και εμφανίζει λειτουργικά προβλήματα, κατά τα αναλυτικά περιγραφόμενα στην αγωγή. Περαιτέρω, ανέφερε ότι κατά το χρόνο της νοσηλείας της στην κλινική που εκμεταλλεύεται η δεύτερη εναγόμενη, ο πρώτος των εναγόμενων συνεργαζόταν ελευθέρως με τη δεύτερη εναγόμενη και συγκεκριμένα προέβαινε στη διενέργεια ιατρικών πράξεων και επεμβάσεων εν γένει και στη νοσηλεία πελατών του, χρησιμοποιώντας τις κτιριακές, μηχανολογικές και λοιπές εγκαταστάσεις της κλινικής της δεύτερης εναγόμενης, καθώς και το ιατρικό και παραϊατρικό προσωπικό που η κλινική απασχολούσε, ενώ η δεύτερη εναγόμενη επιμελείτο της νοσηλείας των ασθενών και χορηγούσε τα απαραίτητα υλικά και φάρμακα για τη διεκπεραίωση των ιατρικών πράξεων και εισέπραττε απευθείας από τους ασθενείς χωριστή αμοιβή για την παροχή των πιο πάνω υπηρεσιών της, πλέον εκείνης που οι ιατροί εισέπρατταν από τους ίδιους πελάτες και ως εκ τούτου, ο πρώτος των εναγόμενων ήταν προστηθείς στην υπηρεσία της προστήσασας αυτόν δεύτερης εναγόμενης, δεδομένου ότι από την ως άνω σύμβαση ελεύθερης συνεργασίας και τον επιδιωκόμενο από αυτήν σκοπό, αφενός υπήρχε εξάρτηση μεταξύ των εναγόμενων, αφετέρου η δραστηριότητα του πρώτου των εναγόμενων ενέπιπτε στον επιχειρηματικό και επαγγελματικό κλάδο δράσης της δεύτερης εναγόμενης, η οποία ωφελείτο από τις εν γένει ιατρικές υπηρεσίες του, καθώς με τη συνδρομή του επέκτεινε τον κύκλο της επιχειρηματικότητάς της και τη δυνατότητα αποκόμισης αντίστοιχων κερδών και κατά την καλή πίστη και τη σύγχρονη αντίληψη των συναλλαγών, ευλόγως και δικαίως γίνεται κατά ταύτα δεκτό ότι αύξανε και το πεδίο των αναλογούντων κερδών της. Επίσης, ισχυριζόταν ότι συνεπεία των βλαβών της υγείας της, που προπεριγράφηκαν και αποτελούν αποτέλεσμα της αμελούς ιατρικής συμπεριφοράς που ο πρώτος των εναγόμενων επέδειξε τόσο κατά τη διάρκεια της χειρουργικής επέμβασης, όσο και κατά τη μετεγχειρητική περίοδο, η ίδια (ενάγουσα), τουλάχιστον μέχρι το χρόνο άσκησης της αγωγής, αντιμετωπίζει περαιτέρω δυσμενείς επιπλοκές και παρενέργειες στην υγεία της λόγω της μακρόχρονης λήψης αντιβιοτικής αγωγής, όπως στη λειτουργία του ήπατος, γυναικολογικά και οδοντικά προβλήματα, ενώ επιπλέον, φοράει μόνο αθλητικά παπούτσια σε μεγάλο νούμερο και διπλές κάλτσες, δεν μπορεί να εμφανιστεί σε κοινωνικές και επαγγελματικές εκδηλώσεις και αδυνατεί να εκτελεί φυσική και αθλητική δραστηριότητα και να σηκώνει βάρος, να παρακολουθήσει τις δραστηριότητες του ανηλίκου τέκνου της και να πραγματοποιήσει ταξίδια με το σύζυγό της, αισθάνεται μετά τις μεσημεριανές ώρες έντονη κόπωση και έχει πληγεί η εργασιακή της ικανότητα και κατά τον τρόπο αυτό έχει μειωθεί εν γένει η ποιότητα της καθημερινής, της επαγγελματικής και της οικογενειακής της ζωής, πέραν της άσχημης ψυχολογικής κατάστασης, στην οποία έχει περιέλθει, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσε να υποχρεωθούν οι κυρίως εναγόμενοι να της καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, τα παρακάτω ποσά, με το νόμιμο τόκο από την 14-5-2010, άλλως από την επίδοση της αγωγής και συγκεκριμένα: 1) το ποσό των 42.359,70 ευρώ (μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αρχικού αγωγικού αιτήματος από το ποσό των 180.000 ευρώ), ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που της προξένησε η προπεριγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του πρώτου των εναγόμενων και του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού της ως άνω κλινικής, οι οποίοι, ως προστηθέντες της δεύτερης των εναγόμενων και ως υπόχρεοι λόγω του επαγγέλματός τους να καταβάλουν ιδιαίτερη επιμέλεια και προσοχή και ενεργώντας αμελώς, προκάλεσαν την ως άνω βλάβη της υγείας της ενάγουσας, επιφυλασσόμενη κατά το ποσό των 44,00 ευρώ, το οποίο προτίθεται να αξιώσει παριστάμενη ως πολιτικώς ενάγουσα κατά του πρώτου των εναγόμενων ενώπιον των αρμοδίων ποινικών δικαστηρίων, 2) το ποσό των 7.200,00 ευρώ, ως αποζημίωση για την αμοιβή που θα κατέβαλε σε αποκλειστική νοσοκόμα, τις υπηρεσίες της οποίας παρείχε στην ενάγουσα ως «υποκατάστατη δύναμη» η μητέρα της, απασχολούμενη για συνολικό χρονικό διάστημα εξήντα (60) ημερών (15 ημέρες + 15 ημέρες + 30 ημέρες μετά από κάθε χειρουργείο, αντιστοίχως), κατά το οποίο η ενάγουσα θυγατέρα της τελούσε σε πλήρη αδυναμία αυτοεξυπηρέτησης (60 ημέρες Χ 120,00 ευρώ ημερησίως), 3) το συνολικό ποσό των 5.775,31 ευρώ ως αποζημίωση για τη θετική ζημία που υπέστη, για τα έξοδα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και διενέργειας ιατρικών εξετάσεων, στα οποία έχει υποβληθεί (1.487,13 ευρώ + 4.288,18 ευρώ), 4) το ποσό των 194.357,47 ευρώ, το οποίο απώλεσε εξαιτίας της αδυναμίας της να εργαστεί κατά το χρονικό διάστημα από το μήνα Ιούνιο έτους 2010 μέχρι και το μήνα Φεβρουάριο έτους 2011 και το οποίο θα εισέπραττε από τα κέρδη των πωλήσεων της εδρεύουσας στη …… Αττικής ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………………..», της οποίας είναι Πρόεδρος, Διευθύνουσα Σύμβουλος και μέτοχος κατά ποσοστό 99%, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και με βάση τις αναφερόμενες πωλήσεις, που πραγματοποιήθηκαν κατά το προηγούμενο έτος 2009 και το πρώτο εξάμηνο του έτους 2010, και 5) το ποσό των 1.307,52 ευρώ, ως αποζημίωση για τη θετική ζημία που υπέστη, λόγω μη πραγματοποίησης επαγγελματικού ταξιδίου στη Γερμανία κατά το μήνα Σεπτέμβριο 2010, τις δαπάνες του οποίου είχε προκαταβάλει από το μήνα Ιούνιο και Ιούλιο 2010, και συνολικά το ποσό των 251.000,00 ευρώ, νομιμοτόκως, ως ανωτέρω αναφέρθηκε. Επίσης, η ίδια (κυρίως ενάγουσα) ζητούσε να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, να απαγγελθεί προσωπική κράτηση σε βάρος του πρώτου εναγόμενου ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης, καθώς και να καταδικαστούν οι αντίδικοί της στην εν γένει δικαστική της δαπάνη. Έτι περαιτέρω, η δεύτερη των κυρίως εναγόμενων εταιρία με την επωνυμία «………..» στα πλαίσια της δίκης που ανοίχθηκε με την ως άνω κύρια αγωγή, με το από 23-5-2012 με αριθμό κατάθεσης ……./2012 αυτοτελές δικόγραφο, που απηύθυνε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στο οποίο ενσωμάτωσε το περιεχόμενο της κύριας αγωγής, που είχε ασκηθεί εναντίον της, προσεπικάλεσε την ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «………….», ως δικονομική της εγγυήτρια, να παρέμβει υπέρ αυτής και να την υποστηρίξει στην ως άνω εκκρεμή δίκη, επικαλούμενη έννομο συμφέρον, συνιστάμενο στο ότι αυτή είναι υπόχρεη σε αποζημίωση, δυνάμει έγκυρης ασφαλιστικής σύμβασης κάλυψης της επαγγελματικής αστικής της ευθύνης έναντι τρίτων ασθενών, σωρεύοντας στο ίδιο δικόγραφο και παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης κατ’ αυτής, με την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί η καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη να της καταβάλει οποιοδήποτε χρηματικό ποσό (κατά κεφάλαιο, τόκους και δικαστική δαπάνη) τυχόν υποχρεωθεί αυτή να καταβάλει στην κυρίως ενάγουσα, σε περίπτωση ευδοκίμησης της ως άνω κύριας αγωγής, μέχρι του ποσού των 388.640,30 ευρώ και μετά τον παραδεκτό περιορισμό αυτού, μέχρι του ποσού των 251.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου, από την επομένη της καταβολής στην τελευταία (κυρίως ενάγουσα), να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, καθώς και να καταδικασθεί η αντίδικός της στην εν γένει δικαστική δαπάνη της. Επιπρόσθετα, ο πρώτος των κυρίως εναγόμενων στα πλαίσια της δίκης που ανοίχθηκε με την ως άνω κύρια αγωγή, με το από 30-7-2012 με αριθμό κατάθεσης ……./2012 αυτοτελές δικόγραφο, που απηύθυνε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στο οποίο ενσωμάτωσε το περιεχόμενο της κύριας αγωγής, που είχε ασκηθεί εναντίον του, προσεπικάλεσε την ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «…………..», ως δικονομική του εγγυήτρια, να παρέμβει υπέρ αυτού και να τον υποστηρίξει στην ως άνω εκκρεμή δίκη, επικαλούμενος έννομο συμφέρον, συνιστάμενο στο ότι αυτή είναι υπόχρεη σε αποζημίωση, δυνάμει έγκυρης ασφαλιστικής σύμβασης κάλυψης της επαγγελματικής αστικής του ευθύνης έναντι τρίτων ασθενών, σωρεύοντας στο ίδιο δικόγραφο και παρεμπίπτουσα αγωγή αποζημίωσης κατ’ αυτής, με την οποία ζήτησε να υποχρεωθεί η καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγόμενη να του καταβάλει οποιοδήποτε χρηματικό ποσό (κατά κεφάλαιο, τόκους και δικαστική δαπάνη) τυχόν υποχρεωθεί αυτός να καταβάλει στην κυρίως ενάγουσα, σε περίπτωση ευδοκίμησης της ως άνω κύριας αγωγής, μέχρι του ποσού των 388.640,30 ευρώ και μετά τον παραδεκτό περιορισμό αυτού, μέχρι του ποσού των 251.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της καταβολής στην τελευταία (κυρίως ενάγουσα), να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, καθώς και να καταδικασθεί η αντίδικός του στην εν γένει δικαστική δαπάνη του. Ακολούθως, με τη με αριθμό 5183/2014 μη οριστική απόφασή του, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, αφού συνεκδίκασε κατά την τακτική διαδικασία, κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων, την από 18-4-2011 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/2011 κύρια αγωγή, την από 23-5-2012 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/2012 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή και την από 30-7-2012 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2012 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή, έκρινε νόμιμη την κύρια αγωγή, πλην του παρεπόμενου περί τοκοδοσίας αιτήματος από τον επικαλούμενο χρόνο τέλεσης της αδικοπραξίας (14-5-2010), όπως και τις παρεμπίπτουσες αγωγές και διέταξε την επανάληψη της συζήτησης προκειμένου να διενεργηθεί ιατρική πραγματογνωμοσύνη, διορίζοντας πραγματογνώμονα τον ιατρό – ορθοπεδικό – χειρουργό …………., κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα σε αυτή. Στη συνέχεια και κατόπιν σχετικών κλήσεων της κυρίως ενάγουσας και των παρεμπιπτόντως εναγόντων, η υπόθεση εισήχθη προς περαιτέρω συζήτηση και εκδόθηκε κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία η με αριθμό 5284/2017 μη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία διατάχθηκε εκ νέου η διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, διορίζοντας νέο πραγματογνώμονα τον ιατρό – ορθοπεδικό – χειρουργό …………., κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα σε αυτή. Ωστόσο, ο προαναφερόμενος ιατρός δεν αποδέχθηκε το διορισμό του, όπως και οι μεταγενέστερα διορισθέντες, δυνάμει των αντίστοιχων με αριθμό 4854/2018, 5459/2018 και 1503/2019 αποφάσεων του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων), ιατροί (…………….). Τελικά, δυνάμει της με αριθμό 2462/2020 απόφασης του αυτού Δικαστηρίου (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων), διορίστηκε πραγματογνώμονας σε αντικατάσταση του τελευταίου ο ……….., ιατρός – ορθοπεδικός – χειρουργός, προς διενέργεια της διαταχθείσας δεύτερης ιατρικής πραγματογνωμοσύνης σύμφωνα με τα οριζόμενα στην πιο πάνω με αριθμό 5284/2017 μη οριστική απόφαση του αυτού Δικαστηρίου. Μετά την κατάθεση της σχετικής έκθεσης πραγματογνωμοσύνης στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και κατόπιν σχετικών κλήσεων της κυρίως ενάγουσας και των παρεμπιπτόντως εναγόντων, η υπόθεση εισήχθη προς περαιτέρω συζήτηση, κατά την οποία η κυρίως ενάγουσα περιόρισε περαιτέρω το αγωγικό περί χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης αίτημά της στο ποσό των 20.000,00 ευρώ και εν όλω από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό (όπως και με τις προτάσεις της κατά τη συζήτηση προς έκδοση της με αριθμό 5284/2017 μη οριστικής απόφασης του αυτού Δικαστηρίου), διατηρώντας τα λοιπά καταψηφιστικά αγωγικά της αιτήματα. Μετά δε τη μετ’ απόδειξη συνεκδίκαση κατά την τακτική διαδικασία κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων της από 18-4-2011 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2011 κύριας αγωγής, της από 23-5-2012 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/2012 προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής και της από 30-7-2012 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/2012 προσεπίκλησης – παρεμπίπτουσας αγωγής, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με αριθμό 1268/2023 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία α) γενομένης εν μέρει δεκτής της από 18-4-2011 κύριας αγωγής, υποχρεώθηκαν οι κυρίως εναγόμενοι να καταβάλουν στην κυρίως ενάγουσα, έκαστος εις ολόκληρον, ως αποζημίωση για την επελθούσα θετική ζημία της, το ποσό των 6.871,33 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής, αναγνωρίστηκε ότι οι κυρίως εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν στην κυρίως ενάγουσα, έκαστος εις ολόκληρον, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ποσό των 8.000,00 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της επίδοσης της αγωγής και συμψηφίστηκαν ολικά τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, β) γενομένης δεκτής της από 30-7-2012 προσεπίκλησης σε παρέμβαση – παρεμπίπτουσας αγωγής, υποχρεώθηκε η παρεμπιπτόντως εναγόμενη να κατάβάλει στον παρεμπιπτόντως ενάγοντα κάθε χρηματικό ποσό, που αυτός θα υποχρεωθεί και τελικώς θα καταβάλει στην κυρίως ενάγουσα, για κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, μειωμένο κατά το ποσό των 150,00 ευρώ, με ανώτατο όριο το ποσό των 450.000 ευρώ και με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της καταβολής και συμψηφίστηκαν ολικά τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και γ) γενομένης δεκτής της από 23-5-2012 προσεπίκλησης σε παρέμβαση – παρεμπίπτουσας αγωγής, υποχρεώθηκε η παρεμπιπτόντως εναγόμενη να κατάβάλει στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα κάθε χρηματικό ποσό, που αυτή θα υποχρεωθεί και τελικώς θα καταβάλει στην κυρίως ενάγουσα, για κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, με ανώτατο όριο το ποσό των 750.000 ευρώ και με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της καταβολής και συμψηφίστηκαν ολικά τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων. Κατά της απόφασης αυτής (1268/2023) παραπονείται η κυρίως ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την υπό στοιχεία Α από 6-6-2023 έφεσή της, ζητώντας να μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, για τους αναφερόμενους στην εν λόγω έφεση λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, με σκοπό να γίνει δεκτή καθ’ ολοκληρίαν η κύρια αγωγή της. Παράλληλα, κατά της παραπάνω απόφασης (1268/2023) παραπονείται η δεύτερη των κυρίως εναγόμενων και ήδη εκκαλούσα με την υπό στοιχεία Β από 6-6-2023 έφεσή της, ζητώντας να εξαφανιστεί εν όλω η εκκαλουμένη απόφαση, για τους αναφερόμενους στην εν λόγω έφεση λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, με σκοπό να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η εναντίον της ασκηθείσα κύρια αγωγή, όπως και ο πρώτος των κυρίως εναγόμενων και ήδη εκκαλών, με την υπό στοιχεία Γ από 13-12-2023 έφεσή του, ζητώντας να εξαφανιστεί εν όλω η εκκαλουμένη απόφαση, για τους αναφερόμενους στην εν λόγω έφεση λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, με σκοπό να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η εναντίον του ασκηθείσα κύρια αγωγή.
VIII. Κατά τα άρθρα 907 και 908 ΚΠολΔ την προσωρινή εκτέλεση της απόφασης διατάζει το δικαστήριο αν το ζητήσει ο διάδικος που νίκησε και εφόσον συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι ή η καθυστέρηση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία. Ο λόγος όμως της έφεσης που αναφέρεται σε σφάλμα της εκκαλουμένης απόφασης σχετικά με την περί προσωρινής εκτέλεσης διάταξή της είναι αλυσιτελής, αφού με την έκδοση της απόφασης του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου η εκκαλούμενη γίνεται τελεσίδικη και ως εκ τούτου εκτελεστή (ΕφΑθ 1147/2012, ΕφΔωδ 178/2005, ΕφΑθ 10813/1996 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, Η Εφεση, έκδ. Ε`, 2003, σ. 222). Συνεπώς, ο όγδοος λόγος της υπό στοιχεία Α έφεσης της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας, με τον οποίο προσάπτεται σφάλμα στην εκκαλουμένη απόφαση σχετικά με τη μη κήρυξη αυτής προσωρινώς εκτελεστής πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής.
IΧ. Με τους ταυτόσημους πέμπτο λόγο της υπό στοιχεία Β έφεσης και όγδοο λόγο της υπό στοιχεία Γ έφεσης, η δεύτερη των εναγόμενων και ήδη εκκαλούσα και ο πρώτος των εναγόμενων και ήδη εκκαλών ισχυρίζονται αντίστοιχα, ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου η ένδικη αγωγή κρίθηκε ως ορισμένη, ενώ όφειλε να είχε απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, καθότι δεν προσδιορίζονται σαφώς ο βαθμός πταίσματος, η συμπεριφορά του υπαιτίου, η προκληθείσα ζημία και η αποκατάστασή της, τυχόν συντρέχον πταίσμα του παθόντος στην πρόκληση και την επέλευση της ζημίας, όπως και η περιουσιακή κατάσταση αυτών (κυρίως εναγόμενων), αναφορικά με το αιτούμενο κονδύλιο της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης. Ωστόσο, πέραν του ότι τα περισσότερα από τα επικαλούμενα αυτά στοιχεία σαφώς προσδιορίζονται στην ένδικη αγωγή, όπως γίνεται δεκτό, οι ειδικότεροι προσδιοριστικοί παράγοντες της ηθικής βλάβης δεν αποτελούν αυτοτελή στοιχεία για το ορισμένο της αγωγής και δεν είναι απαραίτητο να εκτίθενται στην αγωγή με ακρίβεια όπως κατά κανόνα τούτο συμβαίνει στην αγωγή για περιουσιακή ζημία και συμπληρωματικά δύνανται να προκύψουν και από τις αποδείξεις (ΑΠ 565/2018, ΑΠ 1046/2011 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, η εκκαλουμένη απόφαση, που έκρινε ομοίως, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, που παραδεκτά συμπληρώνεται με τις αιτιολογίες της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ), ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και δεν έσφαλε και τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον ανωτέρω λόγο των ένδικων εφέσεων, τυγχάνουν απορριπτέα, όπως και ο σχετικός λόγος των υπό στοιχεία Β και Γ εφέσεων στο σύνολό του.
Χ. Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 330 εδ. β, 914 και 932 ΑΚ συνάγεται ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικανικής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια που αν κατέβαλε – με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του – θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επέλευσής του, ήλπιζε όμως ότι θα το αποφύγει. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (σχ. ΑΠ 2/2009 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Η συνδρομή των παραπάνω προϋποθέσεων θεμελιώνει και την αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού για ζημία που προκαλείται από αυτόν κατά την παροχή των ιατρικών του υπηρεσιών (ΑΠ 974/2014 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 24 του Α.Ν. 1565/1939 “περί κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος”, που διατηρήθηκε σε ισχύ κατά το άρθρο 47 ΕισΝΑΚ, “Ο ιατρός οφείλει να παρέχει με ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση την ιατρική του συνδρομή, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσας πείρας τηρώντας τις ισχύουσες διατάξεις για τη διαφύλαξη των ασθενών και την προστασία των υγιών”. Από τη διάταξη αυτή σε συνδυασμό με τα άρθρα 330, 652 και 914 ΑΚ, προκύπτει ότι ο ιατρός ευθύνεται για τη ζημία και την ηθική βλάβη που έπαθε ο ασθενής πελάτης του από κάθε αμέλειά του, ακόμη και ελαφρά, αν κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων παρέβη την υποχρέωσή του να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης επιδεικνύοντας τη δέουσα επιμέλεια, δηλαδή αυτή που αναμένεται από το μέσο εκπρόσωπο του κύκλου του (ΑΠ 424/2012, ΑΠ 181/2011, ΑΠ 1362/2007 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), υπό την έννοια της, ελλείψει του αντικειμενικώς επιβαλλομένου καθήκοντος επιμέλειας και προσοχής, παράβασης των θεμελιωδών αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης. Στην περίπτωση αυτή, ο ιατρός ευθύνεται στην καταβολή αποζημίωσης και χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης του παθόντος ασθενούς κατά τους όρους των άρθρων 297, 298, 299 και 932 ΑΚ. Μάλιστα, η αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού για ζημία που προκάλεσε σε ασθενή κατά την παροχή σ’ αυτόν των ιατρικών υπηρεσιών του εμπίπτει και στη ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρου 8 του ν. 2251/1994 “για την προστασία των καταναλωτών”, που καθιερώνει νόθο αντικειμενική ευθύνη για τον υπαίτιο ιατρό, αφού και αυτός παρέχει τις ιατρικές υπηρεσίες του κατά τρόπο ανεξάρτητο, δηλαδή δεν υπόκειται σε συγκεκριμένες υποδείξεις ή οδηγίες του ασθενούς, αλλά έχει την πρωτοβουλία και την ευχέρεια να προσδιορίζει ο ίδιος τον τρόπο της παροχής των υπηρεσιών του (ΑΠ 687/2013, ΑΠ 1227/2007 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1133/2004 ΕπισκΕμπΔ 2004. 980). Αμφότερες οι προϋποθέσεις αυτές (παρανομία και υπαιτιότητα) συντρέχουν ταυτόχρονα, με βάση τη θεώρηση της αμέλειας ως μορφής πταίσματος και ως μορφής παρανομίας («διπλή λειτουργία της αμέλειας»). Έτσι, αν στο πλαίσιο μιας ιατρικής πράξης παραβιασθούν οι κανόνες και αρχές της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας ή (και) οι εκ του γενικού καθήκοντος πρόνοιας και ασφάλειας απορρέουσες υποχρεώσεις επιμέλειας του μέσου συνετού ιατρού της ειδικότητας του ζημιώσαντος, τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και, συγχρόνως, υπαίτια. Ενόψει δε, της νόθου αντικειμενικής ευθύνης, που καθιερώνεται συναφώς κατά τα προαναφερόμενα, με την έννοια της αντιστροφής του βάρους απόδειξης τόσο ως προς την υπαιτιότητα όσο και ως προς την παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και τη συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη που επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες ιατρός, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξης του είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του είτε τη συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του (ΑΠ 974/2014, ΑΠ 687/2013, ΑΠ 424/2012, ΑΠ 1227/2007, ΑΠ 589/2001 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, προκειμένου να στοιχειοθετηθεί κατά τις πιο πάνω διατάξεις ευθύνη του ιατρού και υποχρέωσή του για αποζημίωση, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η ύπαρξη πρόσφορου αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της φερομένης ως παράνομης συμπεριφοράς του ιατρού και της ζημίας που έχει προκληθεί ή και της βλάβης, περιουσιακής ή ηθικής, την οποία ο ασθενής επικαλείται. Ο εν λόγω αντικειμενικός αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει, όταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, η φερομένη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, ήταν ικανή και πρόσφορη να επιφέρει το ζημιογόνο γεγονός (ΑΠ 1226/2007 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Από τις παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό και με τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, προκύπτει ότι σε περίπτωση πρόκλησης σωματικής βλάβης προσώπου από αδικοπρακτική συμπεριφορά του προστηθέντος, η ευθύνη του προστήσαντος προς αποκατάσταση της ζημίας και της τυχόν ηθικής βλάβης του πιο πάνω προσώπου προϋποθέτει: α) σχέση πρόστησης, β) παράνομη και υπαίτια (άρα και αμελή) συμπεριφορά του προστηθέντος, τελούσα σε πρόσφορο αιτιώδη σύνδεσμο με την επέλευση της βλάβης και γ) εσωτερική αιτιώδη σχέση μεταξύ της εν λόγω συμπεριφοράς και της εκτέλεσης της ανατεθειμένης στον προστηθέντα υπηρεσίας. Σχέση πρόστησης υπάρχει όταν, στο πλαίσιο υφισταμένης μεταξύ δύο προσώπων (φυσικών ή νομικών) δικαιοπρακτικής ή οποιασδήποτε άλλης βιοτικής σχέσης, διαρκούς ή ευκαιριακής, το ένα από τα πρόσωπα αυτά (προστήσας) αναθέτει στο άλλο (προστηθέντα), με ή χωρίς αμοιβή, την εκτέλεση ορισμένης υπηρεσίας, υλικής ή νομικής φύσης, η οποία αποβλέπει σε διεκπεραίωση υποθέσεων και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου και κατά την οποία ο δεύτερος υπόκειται στον έλεγχο ή έστω στις γενικές οδηγίες και εντολές ή μόνο στην επίβλεψη του πρώτου. Έτσι, πρόστηση μπορεί να υπάρχει και σε περίπτωση σύμβασης παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών. Πάντως, όταν η εκτέλεση μιας υπηρεσίας έχει ανατεθεί σε πρόσωπα με εξειδικευμένες επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις, ο άνω έλεγχος δεν είναι απαραίτητο να εκτείνεται στον τρόπο εργασίας των εν λόγω προσώπων, ως προς τον οποίο άλλωστε ο κύριος της υπόθεσης, ελλείψει των σχετικών γνώσεων, δεν είναι σε θέση να τα ελέγξει, αλλά μπορεί και αρκεί (ο έλεγχος) να αφορά στην παροχή οδηγιών, έστω και γενικού περιεχομένου, ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους λοιπούς όρους εργασίας των ειδικευμένων προσώπων. Ειδικότερα, στην περίπτωση νοσηλείας ασθενούς από ιατρό σε ιδιωτική κλινική ή άλλο ιατρικό κέντρο αρκεί, για τον χαρακτηρισμό τους ως προστησάντων, η εκ μέρους τους παροχή γενικών μόνο οδηγιών στον ιατρό ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους όρους εργασίας του τελευταίου. Αρκεί δηλαδή μία χαλαρή έστω εξάρτηση του ιατρού από την κλινική, όσον αφορά τα ως άνω γεγονότα (τόπο, χρόνο και όρους εργασίας), τα οποία έτσι αρκούν για το χαρακτηρισμό της κλινικής ως προστήσασας. Και τούτο, γιατί η παροχή ειδικών οδηγιών στον ιατρό για τον τρόπο διενέργειας των ιατρικών πράξεων (διαγνωστικών ή θεραπευτικών) δεν είναι δυνατή, αφού, όπως προκύπτει από το προρρηθέν άρθρο 24 Α.Ν. 1565/1939, ο ιατρός είναι υποχρεωμένος, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, να ενεργήσει όχι σύμφωνα με τις τυχόν αυτές οδηγίες, αλλά σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης, ήτοι τα διδάγματα της εν λόγω επιστήμης και την αποκτηθείσα συναφώς ειδική πείρα. Σχέση πρόστησης υφίσταται συνεπώς και όταν ο ιατρός συνεργάζεται με την κλινική ή το ιατρικό κέντρο, με τη μορφή της ελεύθερης συνεργασίας μεταξύ τους, σύμφωνα με την οποία ο ιατρός επιμελείται τη νοσηλεία και τη διενέργεια επεμβάσεων στην κλινική ή το ιατρικό κέντρο, που διαθέτει την απαραίτητη επιστημονική και άλλη υποδομή (εγκαταστάσεις, φάρμακα, μηχανήματα, εργαλεία κλπ.) και το κατώτερο μη ιατρικό ή παραϊατρικό προσωπικό που θέτει στη διάθεση του ιατρού, με αμοιβή που εισπράττεται κατ’ ευθείαν από τον πελάτη ασθενή. Έτσι, η σχέση μεταξύ ιατρού και κλινικής, πολύ συνηθισμένη στις συναλλαγές, αποσκοπεί τόσο στην εξυπηρέτηση του ιατρού, που κατ’ αυτόν τον τρόπο κερδοφόρα χρησιμοποιεί τις υπηρεσίες της κλινικής, όσο και της τελευταίας που με τη συνδρομή των ιατρών εξασφαλίζει πελατεία και αποκομίζει ανάλογα κέρδη, στα οποία και αποβλέπει (ΑΠ 427/2015, ΑΠ 974/2014, ΑΠ 1988/2013, ΑΠ 181/2011, ΑΠ 1362/2007, ΑΠ 1226/2007, ΑΠ 121/2002 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Επομένως, αν από αμελή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του συμπεριφορά του προστηθέντος ιατρού επήλθε η σωματική βλάβη προσώπου νοσηλευομένου σε ιδιωτική κλινική, η προστήσασα τον ιατρό κλινική ευθύνεται για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη το πιο πάνω πρόσωπο. Πρόκειται για γνήσια αντικειμενική ευθύνη, δικαιολογητικό λόγο της οποίας αποτελεί το γεγονός ότι ο προστήσας ωφελείται από τις υπηρεσίες του προστηθέντος, διευρύνοντας το πεδίο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας και ως εκ τούτου είναι εύλογο να φέρει την ευθύνη για τους κινδύνους που προκύπτουν από τη δραστηριότητα του προστηθέντος (ΑΠ 181/2011, ΑΠ 1362/2007, ΑΠ 1226/2007 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ) [ΤριμΕφΠειρ 648/2023 δημοσίευση στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς, ΤριμΕφΑθ 190/2019 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ]. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 932 ΑΚ «Σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη, κατά την κρίση του, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Σε περίπτωση θανάτωσης προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικαστεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης». Κατά την έννοια του άρθρου αυτού, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία της αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι’ αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, ως κριτήρια, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου – θύματος (τόσο της ηθικής βλάβης όσο και της ψυχικής οδύνης) και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών, χωρίς να απαιτείται η ειδικότερη αιτιολόγηση καθενός στοιχείου (ΑΠ 1414/2019 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 838/2017). Ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου, η σχετική κρίση του οποίου δεν υπόκειται, κατ’ αρχήν, σε αναιρετικό έλεγχο, αφού σχηματίζεται από την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων (άρθρο 561 παρ. 1 ΚΠολΔ), χωρίς υπαγωγή του πορίσματος σε νομική έννοια, ώστε να μπορεί να κριθεί εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, είτε ευθέως, είτε εκ πλαγίου, για έλλειψη νόμιμης βάσης. Επιβάλλεται όμως, σε κάθε περίπτωση, να τηρείται, κατά τον καθορισμό του ποσού που επιδικάζεται, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος, υπό την έννοια ότι η σχετική κρίση του δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, πράγμα που, αν συμβαίνει, ελέγχεται ως παραβίαση της πιο πάνω γενικής νομικής αρχής, ήτοι ως πλημμέλειες του άρθρου 559 αριθ. 1 και 19 ΚΠολΔ (Ολ ΑΠ 10/2017, Ολ ΑΠ 9/2015 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Και τούτο, διότι μία απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά τον δικαιούχο – παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στη δεύτερη (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών, πρέπει να τηρεί μία δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (ΑΠ 34/2022, ΑΠ 736/2021, ΑΠ 525/2021, ΑΠ 1096/2020 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ).
XΙ. Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα απόδειξης ……….., που εξετάστηκε με επιμέλεια της ενάγουσας και της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταπόδειξης ……….. και της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα ανταπόδειξης ……….., που εξετάστηκαν με επιμέλεια της δεύτερης και του πρώτου των εναγόμενων, αντιστοίχως, άπαντες κατά τη δικάσιμο της 5ης Φεβρουαρίου 2014 και περιέχονται στα με αριθμό 5183/5-2-2014 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που προσκομίζονται μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους, από τη με αριθμό …../15-9-2015 έκθεση ιατρικής (δικαστικής) πραγματογνωμοσύνης, που συνέταξε ο διορισθείς δυνάμει της με αριθμό 5183/2014 μη οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς πραγματογνώμονας ……………, ιατρός – ορθοπεδικός – χειρουργός, που εκτιμάται ελεύθερα από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 387 ΚΠολΔ), από την από 21-9-2015 ιατρική γνωμοδότηση του νόμιμα ορισθέντος, δυνάμει του με αριθμό …../22-7-2015 πρακτικού ορκοδοσίας πραγματογνώμονα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως τεχνικού συμβούλου των εναγόμενων, ………, ιατρού – ορθοπεδικού – χειρουργού, που εκτιμάται ελεύθερα από το παρόν Δικαστήριο (άρθρα 391, 392 σε συνδυασμό με άρθρο 390 ΚΠολΔ), από την από 22-12-2020 με αριθμό κατάθεσης …../24-2-2021 έκθεση ιατρικής (δικαστικής) πραγματογνωμοσύνης, που συνέταξε ο διορισθείς δυνάμει της με αριθμό 2462/2020 μη οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων) πραγματογνώμονας …. ., ιατρός – ορθοπεδικός – χειρουργός, που εκτιμάται ελεύθερα από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 387 ΚΠολΔ), από την από 23-12-2020 ιατρική γνωμοδότηση του νόμιμα ορισθέντος, δυνάμει της με αριθμό …./21-10-2020 έκθεσης όρκισης πραγματογνώμονα του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως τεχνικού συμβούλου του πρώτου εναγόμενου, …….., ιατρού – ορθοπεδικού – χειρουργού, που εκτιμάται ελεύθερα από το παρόν Δικαστήριο (άρθρα 391, 392 σε συνδυασμό με άρθρο 390 ΚΠολΔ), από την από 24-10-2012 ιατρική γνωμοδότηση της ιατρού γενικής ιατρικής ………., η οποία συντάχθηκε κατόπιν αίτησης της ενάγουσας και την οποία προσκομίζει μετ’ επικλήσεως η τελευταία (ενάγουσα), εκτιμώμενη ελεύθερα από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 390 ΚΠολΔ), από την από 13-1-2014 ιατρική πραγματογνωμοσύνη της ιατρού – ειδικής παθολόγου – λοιμωξιολόγου ………., η οποία συντάχθηκε κατόπιν αίτησης του πρώτου των εναγόμενων και την οποία προσκομίζει μετ’ επικλήσεως ο τελευταίος (πρώτος εναγόμενος), εκτιμώμενη ελεύθερα από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 390 ΚΠολΔ), από τη με αριθμό ……/10-10-2012 ένορκη βεβαίωση της ……….. και τη με αριθμό …………/24-10-2012 ένορκη βεβαίωση της …….. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς, αντιστοίχως, που λήφθηκαν αμφότερες με επιμέλεια της ενάγουσας μετά τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της δεύτερης των εναγόμενων (άρθρο 270 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο λήψης των ένδικων ένορκων βεβαιώσεων και πριν την κατάργησή του με το Ν. 4335/2015), ως προς την οποία λαμβάνονται υπόψη, καθότι δεν έλαβε χώρα κλήτευση του πρώτου των εναγόμενων (ούτε άλλωστε γίνεται σχετική επίκληση), όπως προκύπτει από τη με αριθμό ………../5-10-2012 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιώς ………. με συνημμένη την από 3-10-2012 (εξώδικη) κλήση προς εξέταση μαρτύρων (άρθρα 126 παρ. 1 στοιχ. γ, 129 παρ. 1 ΚΠολΔ), που μετ’ επικλήσεως προσκομίζει η ενάγουσα, από τη με αριθμό …../15-1-2014 ένορκη βεβαίωση της ……….. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, που λήφθηκε με επιμέλεια του πρώτου εναγόμενου μετά τη νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση της αντιδίκου του – ενάγουσας (άρθρο 270 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά το χρόνο λήψης της ένδικης ένορκης βεβαίωσης και πριν την κατάργησή του με το Ν. 4335/2015), όπως προκύπτει από τη με αριθμό ……… Δ/10-1-2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……….. με συνημμένη την από 9-1-2014 (εξώδικη) κλήση προς εξέταση μάρτυρα (άρθρα 126 παρ. 1 στοιχ. α, 127 παρ. 1, 128 παρ. 4 ΚΠολΔ), την οποία μετ’ επικλήσεως προσκομίζει ο πρώτος εναγόμενος, από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται νόμιμα και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 ΚΠολΔ), μερικά από τα οποία μνημονεύονται ειδικά παρακάτω, χωρίς πάντως, να παραλείπεται κανένα κατά την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης (ΑΠ 277/2020, ΑΠ 386/2015 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η από 1-2-2017 με αριθμό κατάθεσης …../1-2-2017 «συμπληρωματική πραγματογνωμοσύνη», που συνέταξε ο προαναφερόμενος διορισθείς δυνάμει της με αριθμό 5183/2014 μη οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς πραγματογνώμονας …………, ιατρός – ορθοπεδικός – χειρουργός, η οποία είναι άκυρη ως τέτοια, καθότι συντάχθηκε άνευ σχετικής δικαστικής απόφασης που να διατάσσει τη διενέργεια συμπληρωματικής πραγματογνωμοσύνης (άρθρο 388 ΚΠολΔ) και οπωσδήποτε μετά τη λήξη των καθηκόντων, που του είχαν ανατεθεί με την πιο πάνω με αριθμό 5183/2014 μη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, πλην όμως, ως άκυρη πραγματογνωμοσύνη παραδεκτά λαμβάνεται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1204/2013, ΑΠ 868/1986 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ, Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι, υπό άρθρο 339, παρ. 11, σελ. 689-690), καθώς και από τις είκοσι επτά (27) φωτογραφίες των άκρων ποδών της ενάγουσας (με χρόνο λήψης κατά τα έτη 2010, 2011 και 2014), η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 παρ. 1 στοιχ. γ, 448 παρ. 2, 457 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του παρόντος ………….. , ηλικίας 44 ετών (γεν. την 14-1-1966), αντιμετώπιζε από το έτος 2008 και για χρονικό διάστημα δύο ετών παραμόρφωση βλαισού μεγάλου δακτύλου (κοινώς κότσι) ιδίως στο αριστερό πόδι και λόγω σοβαρής επιδείνωσης των συμπτωμάτων πόνου κατά τη βάδιση και την υπόδηση, επισκέφθηκε την άνοιξη του έτους 2010 το ιδιωτικό θεραπευτήριο «…………….» της δεύτερης κυρίως εναγόμενης, όπου ήρθε σε επικοινωνία με τον πρώτο κυρίως εναγόμενο, …….., ιατρό – ορθοπεδικό – χειρουργό. Η ασθενής, κατόπιν σχετικής ενημέρωσης ως προς τη διάγνωση, την αντιμετώπιση και την αποθεραπεία της παθολογίας της, υποβλήθηκε στην ανωτέρω κλινική την 14-5-2010 από τον εναγόμενο σε χειρουργική αποκατάσταση βλαισού μεγάλου δακτύλου άκρου ποδός αμφοτεροπλεύρως (ΔΕ – ΑΡ). Ειδικότερα, αφού έλαβε χώρα την ίδια ημέρα σχετικός προεγχειρητικός έλεγχος, κατά τον οποίο διαπιστώθηκε έλλειψη ενζύμου G6PD (αφυδρογονάση της 6 – φωσφορικής γλυκόζης) και πρόπτωση μητροειδούς βαλβίδας (γνωστή από πενταετίας), η ασθενής υποβλήθηκε σε γενική ραχιαία αναισθησία και εισήχθη στο χειρουργείο την 13.10 ώρα, με λήξη της επέμβασης την 15.00 ώρα, προς διόρθωση της προειρημένης παραμόρφωσης δι’ οστετομιών και εσωτερικής οστεοσύνθεσης ΑΡ και δι’ εξοστεκτομής ΔΕ. Ακολούθως, η χειρουργημένη ασθενής μεταφέρθηκε σε θάλαμο βραχείας νοσηλείας και κινητοποιήθηκε μετά το χειρουργείο υπό την επίβλεψη του θεράποντος ιατρού και κατόπιν εξήλθε αυθημερόν με διάγνωση «επώδυνος βλαισός μέγας δάκτυλος άμφω – διορθωτικές οστεοτομίες» και με παρατηρήσεις για «αναρρωτική άδεια 40 (σαράντα) ημερών, βάδιση με μερική φόρτιση, αλλαγή τραύματος σε 4 (τέσσερις) ημέρες» (βλ. την από 14-5-2010 κάρτα προεγχειρητικού ελέγχου, την από 14-5-2010 προνοσηλευτική εξέταση ασφαλισμένου της ασφαλιστικής εταιρίας ……, τη με ίδια ημερομηνία αναφορά ενεργειών νοσηλείας του άνω νοσοκομείου, το πρακτικό χειρουργείου, το με ίδια ημερομηνία εξιτήριο με υπογραφή του εναγόμενου ιατρού και την από 15-5-2010 ιατρική γνωμάτευση του ίδιου ως άνω ιατρού). Στη συνέχεια, κατά το μετεγχειρητικό στάδιο, ο εναγόμενος ιατρός ανέλαβε την παρακολούθηση της ασθενούς και συγκεκριμένα, εξέτασε την κυρίως ενάγουσα στο ιδιωτικό του ιατρείο την 4η ημέρα από το χειρουργείο, οπότε ενήργησε αλλαγή των τραυμάτων και των δύο ποδιών της και επίδεσή τους, την 7η ημέρα από το χειρουργείο, ομοίως για αλλαγή των τραυμάτων και επίδεσή τους, την 15η ημέρα από το χειρουργείο, οπότε έλαβε χώρα κοπή των ραμμάτων και στα δύο πόδια και της παρέδωσε παραπεμπτικό σημείωμα για διενέργεια ακτινολογικού ελέγχου, ο οποίος έπρεπε να γίνει την 30η ημέρα από το χειρουργείο. Πράγματι, την 30η ημέρα από το χειρουργείο η ενάγουσα προσήλθε και πάλι στο ιατρείο του πρώτου εναγόμενου, με ακτινογραφίες αμφοτέρων των άκρων της, οι οποίες κατέδειξαν ότι η αποκατάσταση των εσωτερικών τραυμάτων έβαινε καλώς και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και το οίδημα σταδιακά υποχωρούσε και στα δύο πόδια, χωρίς όμως, να έχει πλήρως εξαλειφθεί. Επειδή στο τέλος του μηνός (30η ημέρα) η εμφάνιση και η κλινική εικόνα των ποδιών της ήταν συμβατή με την αναμενόμενη κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων μετά τη διενέργεια τέτοιων χειρουργικών επεμβάσεων, ο θεράπων ιατρός της επέτρεψε να αφαιρέσει τα ειδικά μετεγχειρητικά υποδήματα και να βαδίζει με φαρδιά υποδήματα αθλητικού τύπου. Κατά τις επισκέψεις αυτές η ασθενής ανέφερε στον εναγόμενο ιατρό για πόνο και ενοχλήσεις που είχε, πλην όμως, εκείνος θεώρησε ότι ήταν αναμενόμενο, όπως ο ίδιος ρητά συνομολογεί (βλ. σελ. 25 των προτάσεών του). Σε χρονικό διάστημα δύο (2) μηνών περίπου από την επέμβαση και δη την 12-7-2010 η ασθενής ευρισκόμενη εκτός της οικίας της και κατά τη βάδιση, ένιωσε έντονο άλγος περί τη χειρουργική εστία ΔΕ και δυσκολία στην κίνηση, οπότε ενημέρωσε άμεσα τηλεφωνικά τον εναγόμενο ιατρό, τον οποίο επισκέφθηκε στο ιατρείο του κατά τις απογευματινές ώρες. Ο τελευταίος συνομολογεί (σελ. 26 των προτάσεών του) ότι διαπίστωσε στο ιατρείο του ότι ο άκρος δεξιός πόδας ήταν περισσότερο πρησμένος από ό,τι κατά την τελευταία της επίσκεψη και της συνταγογράφησε αναλγητικά φάρμακα, τη λήψη των οποίων η ενάγουσα ξεκίνησε αυθημερόν. Το ίδιο βράδυ όμως, ο πόνος επιδεινώθηκε και ο εναγόμενος ιατρός μετέβη κατόπιν πρόσκλησης της ασθενούς στην οικία της τελευταίας, όπου ομοίως της έκανε αναλγητική ένεση (με συνδυασμένη δόση Voltaren και Apotel). Ωστόσο, κατά τη διάρκεια της νυκτός το τραύμα διασπάται και πυορροεί από τη χειρουργική τομή, πράγμα που διαπιστώνει η ασθενής. Την επομένη ημέρα (13-7-2010) η ενάγουσα τηλεφωνικά ενημέρωσε για την επελθούσα αυτή επιπλοκή τον εναγόμενο ιατρό, ο οποίος την καθησύχασε απλώς. Μετά από λίγες ημέρες η ασθενής επισκέφθηκε και πάλι τον εναγόμενο ιατρό στο ιατρείο του και ο τελευταίος διαπίστωσε την ύπαρξη μικρής ποσότητας λευκοκίτρινου υγρού (όχι πύον, όπως ισχυρίζεται), εξερχόμενου από μικρή οπή στην επιφάνεια του δέρματος στην έξω πλευρά του μεγάλου δακτύλου προς τα μικρά δάκτυλα στο ύψος της 1ης μεταταρσιοφαλαγγικής άρθρωσης. Την 17-7-2010 διενεργήθηκε με πρωτοβουλία της ενάγουσας η πρώτη καλλιέργεια τραύματος και αντιβιόγραμμα στα εξωτερικά ιατρεία της κλινικής της δεύτερης εναγόμενης, οπότε προκύπτει μόλυνση από αεριογόνο ψευδομονάδα (Pseudomonas aeruginosa) [βλ. το σχετικό αποτέλεσμα από τα διαγνωστικά εργαστήρια]. Ενημερώθηκε ο εναγόμενος ιατρός και δέκα (10) ημέρες μετά το πιο πάνω συμβάν (12-7-2010) και έξι (6) ημέρες μετά την πιο πάνω καλλιέργεια – αντιβιόγραμμα (17-7-2010), η ασθενής εισήχθη την 23-7-2010 εκ νέου στο προαναφερόμενο ιδιωτικό θεραπευτήριο, όπου υποβλήθηκε υπό μέθη και τοπική αναισθησία σε χειρουργικό καθαρισμό της προσβεβλημένης περιοχής και δη της 1ης μεταταρσίου φαλαγγικής άρθρωσης μεγάλου δακτύλου άκρου ποδός. Η ίδια εξήλθε αυθημερόν με οδηγίες για αλλαγή τραύματος σε τρεις (3) ημέρες και από του στόματος αντιβιοτική αγωγή (Ciproxin), για χρονικό διάστημα δύο (2) εβδομάδων (βλ. το πρακτικό χειρουργείου και το εξιτήριο). Σημειωτέον ότι ο εναγόμενος ιατρός με τις προτάσεις του αρνείται ότι υπήρχαν κατά το χρόνο αυτό σημεία φλεγμονής (βλ. σελ. 32 των προτάσεών του), πλην όμως, ο συναφής ισχυρισμός του καταρρίπτεται από το περιεχόμενο της από 23-7-2010 ιατρικής γνωμάτευσης του ίδιου, σύμφωνα με την οποία η ασθενής υποβλήθηκε σε χειρουργικό καθαρισμό «λόγω φλεγμονής (δε) άκρου ποδός (ψευδομονάδα) και εκ νέου συρραφή» και χρήζει αναρρωτικής αδείας είκοσι (20) ημερών (βλ. την εν λόγω ιατρική γνωμάτευση). Τα παραπάνω εξάλλου βεβαιώνονται και σε μεταγενέστερη (άνευ ημερομηνίας) ιατρική γνωμάτευση του ίδιου, κατά την οποία η ασθενής πάσχει από χειρουργηθέν βλαισό μέγα δάκτυλο άμφω με λειτουργικά ενοχλήματα, «οίδημα φλεγμονή (δε) μεγάλου δακτύλου» και χρήζει αναρρωτικής αδείας από 16 έως 31-8-2010 και επανεξέταση (βλ. την εν λόγω γνωμάτευση). Ένα μήνα μετά τη δεύτερη αυτή επέμβαση, εφόσον εμμένουν τα αλγεινά και δυσλειτουργικά ενοχλήματα και η εκρροή υγρού από το χειρουργικό τραύμα, η ασθενής υποβλήθηκε την 30-8-2010 σε έλεγχο δια μαγνητικής τομογραφίας στο ίδιο ως άνω θεραπευτήριο, όπου διαπιστώθηκαν στοιχεία φλεγμονής και ενδείξεις οστεομυελίτιδας (βλ. την αναλυτική διάγνωση του ακτινολόγου, κατά την οποία «η όλη εικόνα είναι ενδεικτική υποκείμενης λοίμωξης με στοιχεία οστεομυελίτιδας). Ειδικότερα, διαγνώστηκε «οίδημα διάφυσης + μετάφυσης 1ου μεταταρσίου, εκτεταμένο οίδημα του έσω σησαμοειδούς, οίδημα/φλεγμονή πέριξ της 1ης μεταταρσοφαλαγγικής άρθρωσης». Κατόπιν, την 31-8-2010 η ενάγουσα εισήχθη για τρίτη φορά στο ίδιο ως άνω ιδιωτικό θεραπευτήριο και υπεβλήθη υπό γενική αναισθησία εκ νέου σε εκτεταμένο χειρουργικό καθαρισμό του τραύματος από τον εναγόμενο ιατρό και μεταφέρθηκε στην Παθολογική Κλινική του ως άνω νοσοκομείου (με διάγνωση μετεγχειρητική φλεγμονή ΔΕ άκρου ποδός), ώστε να την αναλάβουν οι λοιμωξιολόγοι. Διενεργήθηκαν τρεις (3) καλλιέργειες (τραύματος-ιστού) μετά την τελευταία αυτήν επέμβαση, οι οποίες απέβησαν στείρες. Η ενάγουσα παρέμεινε νοσηλευόμενη στην Παθολογική Κλινική έως την 17-9-2010, ενώ κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της στην ως άνω Κλινική προστέθηκε στην αντιβιοτική αγωγή ΤΑΖΟCΙΝ (πιπερακιλλίνη και ταζοβακτάμη), ουσία συμπεριλαμβανόμενη στην κατηγορία των αντιψευδομοναδικών πενικιλλινών, έτσι ώστε η αγωγή να γίνει επιθετικότερη στη φάση αυτή. Τελικώς η ασθενής εξήλθε από την Παθολογική Κλινική με οδηγίες για από του στόματος λήψη ΜΕRΟNΕΜ (καρβαπενέμη) και CIPROCIN (κυπροφλοξακίνη), για τρείς (3) εβδομάδες ακόμη και επανεκτίμηση μετά από 7 ημέρες και νέο εργαστηριακό έλεγχο μετά από 10 ημέρες (βλ. το από 17-9-2010 αναλυτικό εξιτήριο του νοσοκομείου, που υπογράφει ο ………, παθολόγος – Διευθυντής της Παθολογικής Κλινικής με πλήρες μέχρι τότε ιστορικό, και με παρατηρήσεις «μικρές συλλογές υποδορίως» και «μετεγχειρητική φλεγμονή αφόρητα στο υποκείμενο οστό και τα μαλακά μόρια»). Άλλωστε, η διάγνωση της οστεομυελίτιδας επιβεβαιώνεται και από ιατρικές γνωματεύσεις άλλων δύο (2) ιατρών, εντός και εκτός του ίδιου θεραπευτηρίου, κατά την επίδικη αυτή περίοδο, και συγκεκριμένα, από το από 16-9-2010 ιατρικό σημείωμα της ιατρού – παθολόγου – Επιμελήτριας της Κλινικής …………, όπου αναγράφεται ότι η ασθενής «πάσχει από οστεομυελίτιδα (δε) άκρου ποδός, φέρει θετική καλλιέργεια με ψευδομονάδα…» και την από 20-9-2010 ιατρική γνωμάτευση του ιατρού – παθολόγου – λοιμωξιολόγου …………., κατά την οποία η ενάγουσα «πάσχει από μετεγχειρητική οστεομυελίτιδα δεξιού μεγάλου δακτύλου από Pseudomonas aeruginosa και έχει ανάγκη χορήγησης tabl Ciproxin 1gr X 3 επί ένα μήνα τουλάχιστον», πέραν της από 20-9-2010 προνοσηλευτικής εξέτασης ασφαλισμένου της ασφαλιστικής εταιρίας ……….. με διάγνωση «οστεομυελίτις (ΔΕ) άκρου ποδός» [βλ. τις ιατρικές αυτές βεβαιώσεις]. Επιπλέον, τη διάγνωση της οστεομυελίτιδας και τη συνέχιση της αντιβιοτικής αγωγής επιβεβαιώνει και ο εναγόμενος ιατρός, με την από 23-11-2010 ιατρική γνωμάτευσή του, κατά την οποία η ασθενής νοσηλεύτηκε από την 31-8-2010 έως την 17-9-2010 λόγω οστεομυελίτιδας άκρου ποδός, η οποία διαγνώστηκε με καλλιέργεια τραύματος και αντιβιόγραμμα και συνεστήθη αποφυγή ορθοστασίας και παράταση της αναρρωτικής αδείας για τρείς (3) μήνες (βλ. την εν λόγω γνωμάτευση). Η φαρμακευτική της αγωγή συνεχίστηκε μέχρι την αρχή του επόμενου έτους, προφανώς επειδή υπήρχε κίνδυνος αναζωπύρωσης της μικροβιακής φλεγμονής. Την 4-11-2010 υποβλήθηκε και πάλι σε μαγνητική τομογραφία δεξιού άκρου ποδός, οπότε και διαγνώστηκε εικόνα φλεγμονής στο ύψος της πρώτης μεταταρσιοφαλαγγικής άρθρωσης με οστική συμμετοχή, πλην όμως, σε σύγκριση με την προηγούμενη μαγνητική τομογραφία, που διενεργήθηκε την 30-8-2010, όπως προαναφέρθηκε, παρατηρήθηκε βελτίωση της ακτινολογικής εικόνας, υπό την έννοια της υποχώρησης των φλεγμονωδών στοιχείων (βλ. το σχετικό συμπέρασμα του ακτινολόγου). Την 24-11-2010 η ασθενής υποβλήθηκε σε νέες εξετάσεις, όπου διαπιστώθηκε έτερο μικρόβιο (σταφυλόκοκκος) και κρίθηκε αναγκαία η χορήγηση διπλής αντιβίωσης επί 4 μήνες (Ciproxin) και επί 2 μήνες (Zyroxid), αντιστοίχως [βλ. την από 24-11-2010 ιατρική γνωμάτευση του ……………, ιατρού – παθολόγου – λοιμωξιολόγου]. Περαιτέρω, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Από τη συγκεκριμένη βλάβη (βλαισός μέγα δακτύλου) δεν απειλείται η γενικότερη υγεία ασθενούς. Ωστόσο, προσβάλλεται η ποιότητα ζωής του, αφού τα αλγεινά — λειτουργικά ενοχλήματα που αυτή προκαλεί, επηρεάζουν δυσμενώς τις δραστηριότητές του, επαγγελματικές ή κοινωνικές. Ευνόητο είναι ότι η επήρεια αυτή είναι ευθέως ανάλογη με τον βαθμό παραμορφώσεως, άρα και με το προσδοκώμενο από τον ασθενή σε επίπεδο επαγγελματικών ή κοινωνικών δραστηριοτήτων. Ουσιαστικά, την απόφαση για το χειρουργείο την παίρνει ο ίδιος ο ασθενής, αφού η αντοχή του στα ενοχλήματα εξαντλείται. Οι κίνδυνοι γενικώς είναι αυτοί που υπάρχουν για όλες τις χειρουργικές επεμβάσεις με κυριότερους την αποτυχία αποκαταστάσεως της βλάβης και τις περιεγχειρητικές λοιμώξεις, ένδο ή εξωνοσοκομειακές. Κατά κανόνα δεν απαιτείται νοσηλεία πέραν της μιας ημέρας για τις επεμβάσεις αυτές και το εξιτήριο δίδεται αυθημερόν. Επί ομαλής εκβάσεως η μετεγχειρητική περίοδος θα διαρκέσει 1 ½ έως 2 μήνες. Δεν απαιτείται κλινοστατισμός, παρά μόνον αποφόρτιση του χειρουργηθέντος άκρου και κυρίως η διατήρησή του σε ανάρροπο θέση. Οι διορθωτικές χειρουργικές επεμβάσεις επί βλαισού μεγάλου δακτύλου άκρου ποδός δεν συγκαταλέγονται στις ιδιαιτέρως επώδυνες, αλλά πάντως θα πρέπει να λαμβάνεται υπ’ όψιν η διαφορετική απόκριση ενός εκάστου ασθενούς στα αναλγητικά. Εν προκειμένω οι διενεργηθείσες χειρουργικές επεμβάσεις από τον εναγόμενο ιατρό είναι οι εξής : οστεοτομίες πρώτου ΜΤΤ και εγγύς φάλαγγος μεγάλου δακτύλου ΑΡ, ακινητοποίηση — συγκράτηση της πρώτης με κοχλία και της δευτέρας με αγκράφα, διατομή απαγωγού συνδέσμου πρώτης ΜΤΤΦ και θυλακοπλαστική, ΔΕ εξοστεκτομή και θυλακοπλαστική. Η επιλογή και ο σχεδιασμός των επεμβάσεων είναι ορθός και ανάλογος των αντιστοίχων παραμορφώσεων ΑΡ>ΔΕ, όπως άλλωστε εκτιμά ο δικαστικός πραγματογνώμονας ……….., ιατρός – ορθοπεδικός – χειρουργός, διορισθείς δυνάμει της με αριθμό 2462/2020 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Διαδικασία Ασφαλιστικών Μέτρων). Επιπλέον, εφόσον κατά την 15η ημέρα μετεγχειρητικώς αφαιρούνται τα ράμματα, χωρίς να αναφέρεται κάποια διαταραχή στη διαδικασία της επουλώσεως των χειρουργικών τραυμάτων, συνάγεται ότι αυτή (επέμβαση) ολοκληρώθηκε ανεμπόδιστα (βλ. σχετικά τη δικαστική πραγματογνωμοσύνη του διορισθέντος πραγματογνώμονα ……….). Επίσης, αντιβιοτική αγωγή χορηγείται προληπτικώς από την προηγούμενη ενός χειρουργείου και προκειμένου για τα θεωρούμενα ως «καθαρά» χειρουργεία, όπως το συγκεκριμένο, είναι δυνατόν να διακοπεί μετά από μία εβδομάδα, εφόσον έχουν γίνει δύο αλλαγές τραύματος και η κατάσταση βαίνει ομαλώς. Ειδικότερα, η διεγχειρητική αντιβιοτική προφύλαξη, που έλαβε η ενάγουσα κατά την πρώτη χειρουργική επέμβαση της 14ης-5-2010, αποτελείτο από την αμοξικιλλίνη (ΑΜΟΧΙL) [βλ. το αναισθησιολογικό διάγραμμα με αναφορά όλων των χορηγηθέντων φαρμάκων], που δεν εμπίπτει στη λίστα φαρμάκων που απαγορεύεται η χορήγησή τους σε συνθήκες έλλειψης ενζύμου G6PD. Σύμφωνα δε με τις διεθνείς οδηγίες αντιβιοτικής προφύλαξης στις ορθοπαιδικές επεμβάσεις επιβάλλεται η χορήγηση μιας διεγχειρητικής δόσης αντιβιοτικών και σε συγκεκριμένες περιπτώσεις μιας άπαξ επανάληψης αυτής άμεσα μετεγχειρητικά. Στην προκειμένη περίπτωση αυτή η διαδικασία ακολουθήθηκε και συνυπολογιζόμενου του ότι επρόκειτο για «καθαρό» χειρουργείο ο θεράπων ιατρός πρώτος εναγόμενος χορήγησε κατά τα ως άνω το αντιβιοτικό σχήμα και δεν συνέστησε τη συνέχιση της αντιβιοτικής αγωγής για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα (βλ. σχετική μνεία περί αυτών στην από 22-12-2020 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος πραγματογνώμονα ……………. και στην από 21-9-2015 ιατρική γνωμοδότηση του διορισθέντος ως τεχνικού συμβούλου …………..). Ας σημειωθεί ότι εάν ο πρώτος εναγόμενος διαπίστωνε στο μετεγχειρητικό έλεγχο ότι η πορεία της κατάστασης της υγείας της ενάγουσας δεν εξελισσόταν ομαλώς, δεν είχε λόγο να διακόψει τη χορηγηθείσα σε αυτήν αντιβίωση. Μετά την προαναφερόμενη δεύτερη επέμβαση την 23-7-2010, όπου έλαβε χώρα χειρουργικός καθαρισμός της προσβεβλημένης περιοχής και ενώ έχει μεσολαβήσει η καλλιέργεια του τραύματος και υπάρχει το πρώτο διαθέσιμο αντιβιόγραμμα από την 17-7-2010 από το ως άνω ιδιωτικό νοσοκομείο, οπότε και διαπιστώνεται η ανάπτυξη Pseudomonas aeruginosa, ασφαλώς και επιβάλλεται η χορήγηση αντιβιοτικής αγωγής και στην προκειμένη περίπτωση επιλέγεται από τον πρώτο εναγόμενο μόνον η κυπροφλοξακίνη (CIPROXIN) [βλ. το σχετικό αναισθησιολογικό διάγραμμα με αναφορά των χορηγηθέντων στο χειρουργείο φαρμάκων, μεταξύ των οποίων CIPROXIN], την οποία έλαβε επί 15 ημέρες (βλ. το από 17-9-2010 εξιτήριο της Παθολολικής Κλινικής, όπου αναφέρονται σύντομα οι ενδιάμεσες ιατρικές πράξεις). Ωστόσο, οι κλινικώς σημαντικές λοιμώξεις από αεριογόνο ψευδομονάδα δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με θεραπεία ενός μόνον αντιβιοτικού, διότι τα βακτήρια είναι δυνατόν γρήγορα να αναπτύξουν αντοχή σε αυτό. Δραστικά συνήθως αντιβιοτικά έναντι αυτής, είναι η τικαρκιλλίνη, η πιπερακιλλίνη σε συνδυασμό με τομπραμυκίνη, η αζτρεονάμη, η ιμιπενέμη, νεότερες κεφαλοσπορίνες όπως η κεφταζιδίμη και νεότερες κινολόνες όπως η κιυπροφλιξακίνη. Η ευαισθησία του βακτηρίου στις ουσίες αυτές επιβεβαιώνεται από το ανωτέρω αντιβιόγραμμα. Πλην όμως, για την κυπροφλοξακίνη (CIPROXIN) αποτελεί αντένδειξη η έλλειψη G6PD ενζύμου, κάτι που δεν ισχύει για τα άλλα προαναφερθέντα αντιβιοτικά. Συνδυασμός δύο εκ των άλλων προαναφερόμενων δραστικών ουσιών θα ήταν κατά πάσα πιθανότητα αποτελεσματικότερος και πάντως ασφαλέστερος, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι χορηγείται εγκαίρως, σύμφωνα με το πρωτόκολλο αντιμετωπίσεως σηπτικής φλεγμονής (βλ. τη δικαστική πραγματογνωμοσύνη του διορισθέντος πραγματογνώμονα ……………). Επιπλέον αυτών, σημειώνονται τα ακόλουθα : όταν ένα τραύμα μετεγχειρητικό δεν εξελίσσεται ομαλά ένεκα μόλυνσης και αποστηματοποιείται, τότε η κλασσική ιατρική προβαίνει στο εξής τρίπτυχο : Α. σχάση του αποστήματος, Β. παροχέτευση αυτού, καλλιέργεια, αντιβιόγραμμα και γίνεται Γ. η εκλογή του καταλληλότερου αντιβιοτικού, στο οποίο το μικρόβιο είναι λίαν ευαίσθητο, ώστε να εξολοθρευτεί παντελώς, έτσι ώστε να μην προλάβει να εισχωρήσει σε βαθύτερους υποκείμενους ιστούς και δη το οστούν (βλ. την από 24-10-2012 ιατρική γνωμοδότηση της ιατρού …….., που, ως προς την πιο πάνω επισήμανση, δεν αναιρείται από άλλο αποδεικτικό στοιχείο της δικογραφίας). Τη διενέργεια διεγχειρητικής σχάσης – διάνοιξης τραύματος – και λήψη εν τω βάθει καλλιέργειας, παροχέτευσης και αντιβιογράμματος προκρίνει ως ενδεδειγμένη διαδικασία που ακολουθείται σε αυτές τις περιπτώσεις και ο νόμιμα διορισθείς ως τεχνικός σύμβουλος του πρώτου εναγόμενου ιατρός – ορθοπεδικός – χειρουργός ………….. (βλ. την από 23-12-2020 ιατρική γνωμοδότησή του). Στην κρινόμενη περίπτωση, παρόλο που ο πρώτος εναγόμενος ήδη από την 13-7-2010 ενημερώθηκε ότι την προηγούμενη νύκτα το τραύμα διασπάται και πυορροεί (και σε κάθε περίπτωση, εκρρέει άλλο υγρό), εντούτοις, δεν την κάλεσε προκειμένου σε αποστειρωμένες συνθήκες άμεσα να προβεί σε σχάση του αποστήματος και παροχέτευση αυτού (και καλλιέργεια, αντιβιόγραμμα), τα οποία, σε συνδυασμό με την από πλευράς του, κατά τα ως άνω εκλογή της κατάλληλης αντιβιοτικής αγωγής, θα συνιστούσαν τον ενδεδειγμένο τρόπο αντιμετώπισης του ζητήματος της υγείας της ενάγουσας, ώστε το μικρόβιο να εξαφανιστεί, με συνέπεια να αποτραπεί η εισχώρηση αυτού σε βαθύτερους υποκείμενους ιστούς και δη το οστούν. Τελικά, η πρώτη καλλιέργεια τραύματος και αντιβιόγραμμα στα εξωτερικά ιατρεία της κλινικής της δεύτερης εναγόμενης διενεργήθηκε με πρωτοβουλία της ενάγουσας την 17-7-2010, οπότε διαγνώστηκε μόλυνση από αεριογόνο ψευδομονάδα (Pseudomonas aeruginosa) και έλαβε επί 15 ημέρες αντιβιοτική αγωγή (CIPROXIN), όπως προαναφέρθηκε. Μετά δε τον ως άνω πρώτο χειρουργικό καθαρισμό (23-7-2010) και την επιμονή των ενοχλημάτων για χρονικό διάστημα ενός μηνός περίπου, η ενάγουσα μετά την 20η Αυγούστου ενημέρωσε τηλεφωνικά σχετικά τον εναγόμενο ιατρό, ο οποίος δεν συστήνει μαγνητική τομογραφία. Η ασθενής όμως, λόγω μη ικανοποιητικής ανταπόκρισης στην ανωτέρω αγωγή, επανήλθε στην κλινική της δεύτερης εναγόμενης και ζήτησε τη συνδρομή της στην αντιμετώπιση της κατάστασής της, οπότε τότε αποφασίστηκε ως αναγκαίος ο απεικονιστικός έλεγχος (MRI), που διενεργήθηκε την 30-8-2010. Ο δε συναφής ισχυρισμός της ενάγουσας ότι με δική της πρωτοβουλία έγινε η μαγνητική αυτή τομογραφία τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν, καθότι προέκυψε ότι ο εν λόγω απεικονιστικός έλεγχος προκρίθηκε από το ιατρικό (Παθολογικό και άλλο) τμήμα της δεύτερης εναγόμενης (βλ. τη σχετική μνεία στο από 17-9-2010 εξιτήριο, από την Παθολογική Κλινική). Όπως άλλωστε προαναφέρθηκε, από τη μαγνητική τομογραφία διαγνώστηκε «οίδημα διάφυσης + μετάφυσης 1ου μεταταρσίου, εκτεταμένο οίδημα του έσω σησαμοειδούς, οίδημα / φλεγμονή πέριξ της 1ης μεταταρσοφαλαγγικής άρθρωσης» και εν γένει ότι «η όλη εικόνα είναι ενδεικτική υποκείμενης λοίμωξης με στοιχεία οστεομυελίτιδας». Η ασθενής εισάγεται για τρίτη φορά την 31-8-2010 στο ως άνω ιδιωτικό θεραπευτήριο, όπου υποβλήθηκε για δεύτερη φορά σε εκτεταμένο χειρουργικό καθαρισμό του τραύματος και μεταφέρεται νοσηλευόμενη στην Παθολογική Κλινική, καθότι το Παθολογικό – Λοιμωξιολογικό Τμήμα του ανωτέρω θεραπευτηρίου ως εξειδικευμένο επί των λοιμώξεων ανέλαβε την αποθεραπεία της χειρουργηθείσας και όπου πλέον η ενδοφλέβια χορήγηση αντιβιοτικών επί δεκαπενθήμερο θεωρείται επιβεβλημένη, προκρινομένης σαφώς της νοσοκομειακής νοσηλείας έναντι της κατ’ οίκον. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο στοχευμένης αντιβιοτικής αγωγής έλαβε Tazοcin (πιπερακιλλίνη και ταζοβακτάμη), Ciproxin (σιπροφλοξασίνη – κινολόνες) και τις πρώτες 10 ημέρες έλαβε και Briklin (αμικασίνη – αμινογλυκασίδη) [βλ. το από 17-9-2010 εξιτήριο και το δελτίο χορήγησης φαρμάκων]. Η συνολική διάρκεια της αγωγής εξαρτήθηκε από την ομαλοποίηση της κλινικής εικόνας της ασθενούς, η οποία επιβεβαιώθηκε από τον παρακλινικό έλεγχο. Εξήλθε την 17-9-2010, με οδηγίες για κατ’ οίκον νοσηλεία και λήψη αντιβιοτικής αγωγής (ΜΕRΟNΕΜ και CIPROCIN), για τρείς (3) εβδομάδες και επανεκτίμηση και νέο εργαστηριακό έλεγχο σε σύντομο χρόνο, όπως ανωτέρω εκτέθηκε. Έτι περαιτέρω, με βάση τις προδιαληφθείσες παραδοχές, προκύπτει ότι όσον αφορά τις αρχικές διορθωτικές χειρουργικές επεμβάσεις (14-5-2010), αυτές ολοκληρώθηκαν ανεμπόδιστα και υπήρξε μετεγχειρητική παρακολούθηση και η μετεγχειρητική πορεία της υγείας της ενάγουσας ήταν κλινικά ομαλή, με καλή επούλωση των τραυμάτων και γι’ αυτό άλλωστε ο εναγόμενος ιατρός προέβη στις προπεριγραφείσες πράξεις της αφαίρεσης των ραμμάτων και των ειδικών υποδημάτων. Ακόμα, στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα, από την 14-5-2010 έως την 12-7-2010, δεν προέκυψε ότι η ενάγουσα είχε αφόρητους πόνους και έντονες ενοχλήσεις ή ότι ευρισκόταν σε πλήρη αδυναμία αυτοεξυπηρέτησής της. Εξάλλου, αντιβαίνει στη λογική το επικαλούμενο γεγονός ότι η ενάγουσα, η οποία στο μεταξύ επισκεπτόταν στις ως άνω ημερομηνίες τον πρώτο εναγόμενο για μετεγχειρητικό έλεγχο, αν και υπέφερε, όπως υποστηρίζει, από ανυπόφορους πόνους επί τρεις (3) εβδομάδες, δεν του το ανέφερε ή δεν απευθύνθηκε σε αυτόν ως θεράποντα ιατρό της, προκειμένου να επιληφθεί της κατάστασής της και να την εξετάσει (ακόμα και κατ’ οίκον). Ενισχυτικό της ως άνω κρίσης του Δικαστηρίου είναι και το γεγονός ότι μετά και την ολοκλήρωση του αρχικού μετεγχειρητικού ελέγχου και για το χρονικό διάστημα των επόμενων τριών (3) εβδομάδων (από την τελευταία της επίσκεψη στο ιατρείο του), η ενάγουσα δεν επικοινώνησε με τον εναγόμενο ιατρό, γεγονός που, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η κατάσταση της υγείας της έβαινε καλώς μετεγχειρητικά. Ακολούθως, ως προς δε το περιστατικό της 12ης -7-2010, σημειώνονται τα εξής: Κατά το χρόνο αυτό, από το τραύμα στο ΔΕ άκρο της ενάγουσας θα μπορούσε να εκρρέει πύον ή άλλο υγρό. Το αίτιο της εκρροής είναι φλεγμονή. Διευκρινίζεται ότι ανάλογα με το χρόνο που η φλεγμονή εκδηλώνει τα σημεία της είναι: ΟΞΕΙΑ (συνήθως μέσα στην πρώτη μετεγχειρητική εβδομάδα), ΥΠΟΞΕΙΑ (μέσα σε διάστημα περίπου ενός μηνός), ΧΡΟΝΙΑ (πέραν του διαστήματος αυτού μετεγχειρητικώς). Στη συνέχεια ανάλογα με τα παράγωγα της, η φλεγμονή χαρακτηρίζεται ως: ΕΞΙΔΡΩΜΑΤΙΚΗ (ορώδης, ινιδώδης, πυώδης, αιμορραγική), ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ (διϊδρωμα) ή ΕΚΦΥΛΙΣΤΙΚΗ. Ανάλογα δε με τον βλαπτικό παράγοντα που προκαλεί τη φλεγμονή, αυτή είναι: ΕΙΔΙΚΗ (φυματίωση, σύφιλη, μυκητιάσεις) και ΜΗ ΕΙΔΙΚΗ (σταφυλοκοκκική, στρεπτοκοκκική κλπ.). Ωσαύτως, αναλόγως του εδάφους επί του οποίου προκαλείται η φλεγμονή, αυτή είναι: ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ (επιμόλυνση τραύματος), ΜΗ ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ (πνευμονία, ουρολοίμωξη). Εν προκειμένω, εφόσον δεν προέκυψε εάν έχει επισυμβεί κάποιος τραυματισμός, αμυχή ή άλλο περί την εν λόγω ανατομική περιοχή του ΔΕ άκρου ποδός, το επίδικο φαινόμενο ορίζεται ως ΧΡΟΝΙΑ, ΜΗ ΕΙΔΙΚΗ ΜΕΤΕΓΧΕΙΡΗΤΙΚΗ ΦΛΕΓΜΟΝΗ. Και τούτο ισοδυναμεί με ΣΗΠΤΙΚΗ ΦΛΕΓΜΟΝΗ (βλ. σχετικά τη δικαστική πραγματογνωμοσύνη του διορισθέντος πραγματογνώμονα …………., που δεν ανατρέπεται από άλλο αποδεικτικό στοιχείο). Με βάση την πιο πάνω διάγνωση της σηπτικής φλεγμονής, η θεραπευτική τακτική που ακολουθείται σύμφωνα με το πρωτόκολλο αντιμετώπισής της και έπρεπε να εφαρμοστεί και στην ένδικη περίπτωση, είναι αυτή της οξείας οστεομυελίτιδας ή σηπτικής αρθρίτιδας. Στην υπό εξέταση περίπτωση, ο πρώτος εναγόμενος, παρά τη διαπίστωση της φλεγμονής (12-7-2010), αφού η ενάγουσα παραπονείται για έντονο πόνο και δυσκολία στην κίνηση και ο ίδιος αντιλαμβάνεται ταυτόχρονα το έντονο πρήξιμο του δεξιού άκρου ποδός [ενόψει και του ότι ο πόνος, η πρησμένη περιοχή (οίδημα) και η απώλεια λειτουργικότητας είναι χαρακτηριστικές ενδείξεις φλεγμονής], και παρά το ότι το τραύμα αποστηματοποιείται, δεν προβαίνει σε σχάση και παροχέτευση, ούτε προκρίνει την έναρξη λήψης της κατάλληλης και ενδεδειγμένης αντιβιοτικής αγωγής, αλλά περιορίζεται σε χορήγηση αναλγητικών και μόνο. Αλλά και μετά τον κατά τα ως άνω πρώτο χειρουργικό καθαρισμό (23-7-2010) και ενώ έχει διαπιστώσει την ύπαρξη λοίμωξης από αεριογόνο ψευδομονάδα και έχει στη διάθεσή του το πρώτο αντιβιόγραμμα, εντούτοις επιλέγει να χορηγήσει στην ενάγουσα την αντιβίωση CIPROXIN, μη λαμβάνοντας υπόψη ότι επρόκειτο για άτομο με έλλειψη ενζύμου αφυδρογονάσης της 6 – φωσφορικής γλυκόζης (G6PD) και μολονότι το γεγονός αυτό ήταν σε γνώση του ήδη από τον προεγχειρητικό έλεγχο (βλ. τη μνεία για την έλλειψη του ενζύμου στην από 14-5-2010 κάρτα προεγχειρητικού ελέγχου του άνω νοσοκομείου και στην από 14-5-2010 προνοσηλευτική εξέταση ασφαλισμένου της ασφαλιστικής εταιρίας …..), δηλαδή η λήψη CIPROXIN, που ανήκει στις κινολόνες, αντενδείκνυτο στην περίπτωση της ενάγουσας. Επιπλέον, σύμφωνα με το ιατρικό πρωτόκολλο η θεραπευτική αγωγή κατά της οξείας οστεομυελίτιδας πρέπει να είναι επιθετικότατη, ακόμη και όταν θα είναι εμπειρική (χωρίς δηλαδή να είναι διαθέσιμα καλλιέργεια – αντιβιόγραμμα, όρος που εν προκειμένω δεν ισχύει, αφού είχε στη διάθεσή του την πρώτη καλλιέργεια – αντιβιόγραμμα από την 17-7-2010), δηλαδή τουλάχιστον διπλή αντιβίωση. Δοκίμως χορηγείται σε τέτοιες περιπτώσεις ριφαμπικίνη, παράλληλα με κυπροφλοξακίνη (ωστόσο επί ελλείψεως G6PD ενζύμου, η τελευταία αντικαθίσταται με άλλη δραστική ουσία, κατά τα ως άνω αναφερόμενα). Εφόσον το ως άνω θεραπευτικό σχήμα (διπλή αντιβίωση του ανωτέρω τύπου) εφαρμοσθεί μέσα στις εβδομήντα δύο (72) πρώτες ώρες, συνήθως μια εβδομάδα ενδοφλεβίου χορηγήσεως, που ακολουθείται από τρεις-τέσσερις (3-4) εβδομάδες με από του στόματος χορήγηση (με παράλληλη ακινητοποίηση, νάρθηκας, ειδικό υπόδημα) είναι αποτελεσματική. Εάν το ως άνω θεραπευτικό σχήμα εφαρμόζεται μετά τις πρώτες εβδομήντα δύο (72) ώρες από την εισβολή της σηπτικής εικόνος, είναι κατά πάσα πιθανότητα αναποτελεσματικό και η κατάσταση υπαγορεύει χειρουργική επέμβαση (ευρύ χειρουργικό καθαρισμό, καλλιέργειες, παροχέτευση κλπ.). Οποιαδήποτε παρέκκλιση από το πρωτόκολλο αυτό θέτει εν κινδύνω την έκβαση της καταστάσεως και πάντως παρατείνει την περίοδο αποκαταστάσεως. Απεικονιστικός έλεγχος δια μαγνητικής ή αξονικής τομογραφίας μόνον ενδείξεις και όχι αποδείξεις δύναται να παρέχει σχετικά με την βλάβη. Αξιόπιστο εν προκειμένω είναι μόνον το σπινθηρογράφημα σκελετού με (GA) Γάλλιο. Καλλιέργεια τραύματος, αίματος συνεισφέρουν στην παρακολούθηση της πορείας του ασθενούς και στο σχεδιασμό της φαρμακευτικής αγωγής μέχρις αποκαταστάσεως. Συνεπώς, το διπλό εμπειρικό (τυφλό) αντιβιοτικό σχήμα είναι εκείνο το οποίο, εφόσον εφαρμοσθεί εγκαίρως, κατά κανόνα αποδίδει και είναι ευνόητο ότι όσο συντομότερο διατίθεται καλλιέργεια και αντιβιόγραμμα, είναι δυνατό να τροποποιηθεί κατά το ευνοϊκότερο η αντιβιοτική αγωγή, προς αντιμετώπιση της φλεγμονής σύμφωνα και με το προαναφερόμενο πρωτόκολλο (βλ. τη δικαστική πραγματογνωμοσύνη του …………., που με πληρότητα αντιμετωπίζει τα αποδεικτέα ζητήματα και δεν ανατρέπεται από άλλα αποδεικτικά μέσα, αντίθετα μάλιστα σε αρκετά σημεία της συμπίπτουν και οι παρατηρήσεις των λοιπών ως άνω επιστημόνων, που έχουν εγγράφως διατυπώσει τις θέσεις τους). Στο σημείο αυτό αναφορικά με την εμφάνιση (12-7-2010) της άνω φλεγμονής (ψευδομονάδα), ως χρόνιας μη ειδικής μετεγχειρητικής φλεγμονής (σηπτικής φλεγμονής), σημειώνεται ότι έχει απομακρυνθεί χρονικά από την πρώτη επέμβαση (14-5-2010), με συνέπεια να μειώνεται αισθητά η πιθανότητα της λοίμωξης της οφειλόμενης σε περιεγχειρητικά στοιχεία και ως εκ τούτου, ο περί του αντιθέτου αγωγικός ισχυρισμός τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν. Επιπρόσθετα, αναφορικά με την κατάσταση των άκρων ποδών της ενάγουσας μετά τις ένδικες επεμβάσεις, σύμφωνα με τις δικαστικές πραγματογνωμοσύνες των διορισθέντων πραγματογνωμόνων ……… και ………., μετά από εξέταση της ενάγουσας, τα πορίσματα των οποίων δεν αναιρούνται από άλλα αποδεικτικά μέσα, διαπιστώνονται τα ακόλουθα : Επισκοπικώς η ενάγουσα – εξετασθείσα φέρει χειρουργικές τομές επί τα έσω της πρώτης ΜΤΤΦ (μεταταρσιοφαλαγγικής) αρθρώσεως ΑΡ περί τα τέσσερα εκατοστά (4 εκ.) και ΔΕ περί τα έξι εκατοστά (6 εκ.). Οι τομές μπορούν να χαρακτηρισθούν ως ικανοποιητικώς επουλωθείσες. Κλινικώς, η κινητικότητα – λειτουργικότητα των αρθρώσεων κρίνεται ως φυσιολογική, εφόσον η ενάγουσα – εξετασθείσα ευρίσκεται κατακεκλιμένη, χωρίς δηλαδή να φορτίζονται οι αρθρώσεις. Η ίδια παραπονείται για άλγος, εξοίδηση στις ελεγχόμενες περιοχές, μετά από παρατεταμένη στάση ή βάδιση. Αναφέρει ότι χρησιμοποιεί μόνον αθλητικά υποδήματα ώστε να αντεπεξέλθει. Παρατηρείται βράχυνση του μεγάλου δακτύλου ΑΡ, η οποία (βράχυνση) είναι σύνηθες φαινόμενο σε αυτόν τον τύπο επέμβασης, ενώ η πρώτη ΜΤΤΦ άρθρωση ΔΕ παραμένει διογκωμένη (παραμορφωμένη) ως επί εκ νέου εγκαταστάσεως της αρχικής βλάβης. Ο μέγας δάκτυλος είναι καλώς ευθειασμένος αμφοτεροπλεύρως. Ακτινολογικώς διαπιστούνται οστεοτομίες εγγύς φάλαγγος και πρώτου ΜΤΤ ΑΡ πωρωθείσες σε καλή θέση και ΔΕ εξόστωση προσιδιάζουσα της αρχικής (προεγχειρητικής εικόνος). Ειδικότερα, η κατάσταση των άκρων ποδών της (κατά το χρόνο εξέτασης, 2020) κρίνεται ως καλή. Υπάρχουν αλγεινά — λειτουργικά ενοχλήματα, τα οποία εκδηλώνονται μετά από παρατεταμένη βάδιση ή ορθοστασία. Σημειώνεται βράχυνση του μεγάλου δακτύλου ΑΡ και εμφανής διόγκωση (παραμόρφωση) της πρώτης ΜΤΤΦ ΔΕ (κότσι). Η κινητικότητα – λειτουργικότητα των εν λόγω αρθρώσεων είναι καλή και ανώδυνη, εφόσον η ασθενής ελέγχεται επί της εξεταστικής κλίνης (χωρίς φόρτιση δηλαδή, των άκρων ποδών). Επιβάλλεται ικανού βαθμού περιορισμός στο εύρος επιλογής υποδημάτων (φαρδιά, χαμηλά, μαλακά) και συχνά απαιτείται εφαρμογή προστατευτικού προθέματος σιλικόνης προκειμένου για τον ΔΕ άκρο πόδα. Γενικά, η παραμόρφωση βλαισότητος του μεγάλου δακτύλου του άκρου ποδός αποτελεί έκφραση της αρθρίτιδος της πρώτης ΜΤΤΦ αρθρώσεως. Η αρθρίτις αποτελεί ουσιαστικά φυσικό φαινόμενο (= φυσιολογική φθορά της αρθρώσεως). Η ανθρώπινη επέμβαση για την αποκατάσταση της παραμορφώσεως αυτής είναι αδύνατον να αναπλάσει στο έπακρον αυτό που φυσιολογικά προορίζεται να φθαρεί, αυτό του οποίου η αρχιτεκτονική έχει αποδομηθεί. Φυσιολογικό επακόλουθο λοιπόν της επεμβάσεως αυτής είναι το φαινόμενο της μετατραυματικής — μετεγχειρητικής αρθρίτιδος (σημείο στο οποίο συγκλίνουν και οι δύο ως άνω δικαστικοί πραγματογμώμονες) και δεδομένο ότι τούτο κάποτε θα επισυμβεί (κατά τον ως άνω διορισθέντα από το δικαστήριο πραγματογνώμονα ……….). Εκείνο που είναι αδύνατο να προσεγγισθεί με κάποιο κλινικό, εργαστηριακό έλεγχο είναι το πότε θα επισυμβεί η εγκατάστασή της και κατ’ επέκταση είναι αδύνατο να προσεγγιστεί το πότε και κατά πόσο θα απαιτηθεί άλλη χειρουργική επέμβαση. Επίσης, ο δικαστικός πραγματογνώμονας ……… εκτιμά ότι, λαμβανομένου υπόψη ότι έχουν παρέλθει δέκα (10) έτη από το συμβάν (2010) και δεδομένου ότι δεν έχει σημειωθεί κάποια αναζωπύρωση του φαινομένου εντωμεταξύ, δεν θεωρείται ότι η υγεία της ενάγουσας βρίσκεται σε κίνδυνο ή έχει υποστεί σοβαρή βλάβη, αν εξαιρέσει κανείς τις όποιες ψυχολογικές βλάβες που αυτή έχει υποστεί εξαιτίας της μακράς ταλαιπωρίας της μετεγχειρητικώς, βλάβες τις οποίες εκείνος είναι αναρμόδιος να αξιολογήσει. Συνεπώς, ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι επί 13 ολόκληρα χρόνια έχει υποστεί σοβαρότατη αναπηρία δεν επιβεβαιώνεται από τις δικαστικές πραγματογνωμοσύνες και κρίνεται απορριπτέος. Κατόπιν των προεκτεθέντων, αποδείχθηκε ότι στην προκειμένη περίπτωση, ο πρώτος των κυρίως εναγόμενων, ιατρός – ορθοπεδικός – χειρουργός, κατά την άσκηση των καθηκόντων του και όντας υπεύθυνος για την επιστημονικά ορθή και την de lege artis ιατρικά διενέργεια της επέμβασης και την παρακολούθηση της μετεγχειρητικής εξέλιξης της υγείας της ασθενούς του, δεν επέδειξε την απαιτούμενη για το μέσο ιατρό επιμέλεια, που όφειλε και μπορούσε υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις να καταβάλει, αλλά ενήργησε κατά παράβαση των θεμελιωδών αρχών της ιατρικής επιστήμης και της πείρας που έχει διαμορφωθεί στον τομέα του. Ειδικότερα, από αμέλειά του, δεν τήρησε τους κοινώς παραδεδεγμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και κατά παράβαση του αντικειμενικά επιβαλλόμενου καθήκοντος επιμέλειας και ιατρικής μέριμνας και δη κατά τη μετεγχειρητική περίοδο (δίμηνης διάρκειας, εν προκειμένω, όταν δεν εμφανίζονται δυσμενείς επιπλοκές), κατά την οποία υπέχει την ευθύνη της παρακολούθησης της έκβασης της προηγηθείσας ιατρικής πράξης, (α) παρέλειψε να προβεί στην προσήκουσα και ιδίως έγκαιρη αξιολόγηση των εμφανών συμπτωμάτων (πόνος, έντονο πρήξιμο – οίδημα, δυσκολία στην κίνηση), που η ενάγουσα παρουσίασε την 12-7-2010, μολονότι την εξέτασε δύο (2) φορές την ίδια ημέρα, τόσο στο ιατρείο του όσο και στην οικία της και ενημερώθηκε τηλεφωνικά την επόμενη ημέρα (13-7-2010) για την προαναφερόμενη επιδείνωση κατά τη διάρκεια της νύκτας (εκρροή υγρού), παράλειψη που οδήγησε συνακόλουθα στην καθυστέρηση διάγνωσης της εμφάνισης της προειρημένης μετεγχειρητικής επιπλοκής, καθώς και στη συνέχεια στην καθυστέρηση αποτελεσματικής αντιμετώπισής της, γεγονότα που όφειλαν να είναι σε πλήρη γνώση του εν λόγω εναγόμενου, και (β) παρέλειψε να ενεργήσει στον ίδιο ως άνω χρόνο (12-7-2010) κατά τον ορθό και ενδεδειγμένο τρόπο αντιμετώπισης της ως άνω φλεγμονής, που συνίσταται στη διενέργεια σχάσης και παροχέτευσης του τραύματος, καθώς και (γ) δεν προέβη κατά την αρχική διάγνωση (12-7-2010), αλλά και μετά την καλλιέργεια και το αντιβιόγραμμα (17-7-2010) και μετά τον πρώτο χειρουργικό καθαρισμό (23-7-2010), όπου πλέον έχει εκδηλωθεί η φλεγμονή, στην επιλογή της κατάλληλης και ενδεδειγμένης θεραπευτικής αγωγής, την οποία όφειλε να εφαρμόσει μετά και τη διαπίστωση του ως άνω βακτηρίου στο τραύμα στο δεξί (ΔΕ) άκρο, επιδεικνύοντας αδυναμία να αντιληφθεί τη σοβαρότητα της κατάστασης και του συναφούς κινδύνου σε βάρος της σωματικής ακεραιότητας και της υγείας της ενάγουσας. Ειδικώς δε ο πρώτος εναγόμενος, πέραν του ότι δεν προέβη στις ως άνω περιγραφόμενες και ενδεδειγμένες ιατρικές ενέργειες, επέλεξε να χορηγήσει στην ενάγουσα, μετά τον πρώτο χειρουργικό καθαρισμό (23-7-2010) για την αντιμετώπιση του βακτηρίου την ως άνω φαρμακευτική ουσία (CIPROXIN, σιπροφλοξασίνη/κινολόνες), δίχως να συνεκτιμήσει την κλινική κατάσταση της ενάγουσας και ιδίως την προαναφερόμενη έλλειψη G6PD ενζύμου (την οποία γνώριζε, όπως προαναφέρθηκε) και το ότι αυτή (έλλειψη) αποτελεί αντένδειξη για τη χορήγηση της συγκεκριμένης αντιβίωσης, υπέπεσε δηλαδή σε ουσιώδες σφάλμα περί την εκλογή της θεραπείας. Τούτο δυνητικά συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, πρόκληση αναιμίας στον ασθενή με μείωση του αριθμού των ερυθρών αιμοσφαιρίων, με συνέπεια αυξημένη νοσηρότητα, διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος και εντέλει μειωμένη αντίσταση του οργανισμού στις λοιμώξεις. Επιπλέον, ο ίδιος (εναγόμενος – ιατρός) (δ) επέτρεψε στην ενάγουσα να εξέλθει από το θεραπευτήριο αμέσως μετά τον πρώτο χειρουργικό καθαρισμό (23-7-2010), δίχως τουλάχιστον να υπάρξει νοσηλεία της για κατ’ ελάχιστο 72 ώρες και παρακολούθησή της, προκειμένου να διαπιστωθεί η αντίδραση του οργανισμού της στην πιο πάνω θεραπευτική αγωγή, στην οποία αυτή υποβαλλόταν. Το γεγονός ότι η από αυτόν χορηγούμενη ως άνω αντιβιοτική αγωγή (μονό και ακατάλληλο αντιβιοτικό σκεύασμα) δεν ήταν η ενδεδειγμένη, προκειμένου να οδηγήσει σε καταστολή της λοίμωξης, καταδεικνύεται και από το ότι τα συμπτώματα επέμεναν (ως άλλωστε έχουν περιγραφεί αναλυτικά ανωτέρω), γεγονός που ιατρικά επιβεβαιώθηκε, όταν στο τέλος Αυγούστου 2010 η ενάγουσα μετέβη εκ νέου στο άνω θεραπευτήριο και διαπιστώθηκε μη ικανοποιητική ανταπόκριση στην ανωτέρω θεραπευτική αγωγή. Επομένως, η επιλεγείσα από τον πρώτο εναγόμενο αντιβίωση ήταν αναποτελεσματική, ώστε να καταπολεμήσει το προαναφερόμενο βακτήριο, γεγονός που είχε ως συνέπεια την επιδείνωση της υγείας της ενάγουσας με την εμφάνιση περαιτέρω φλεγμονής και τελικά οστεομυελίτιδας. Συνακόλουθα και με βάση και τα ανωτέρω, η αμελής και μη σύμφωνη με τους κοινά αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και το αντικειμενικά επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας συμπεριφορά, που επέδειξε ο πρώτος εναγόμενος – ιατρός συνίσταται επιπλέον και (ε) στη μη εφαρμογή και τήρηση του κοινώς παραδεδεγμένου πρωτοκόλλου αντιμετώπισης της οξείας οστεομυελίτιδας ή σηπτικής αρθρίτιδας, όπως αυτό έχει προπαρατεθεί αναλυτικά ανωτέρω (επιθετικότατη αγωγή, δηλαδή τουλάχιστον διπλή αντιβίωση), με αποτέλεσμα να θέσει εν κινδύνω την έκβαση της κατάστασης της υγείας της και να παρατείνει την περίοδο αποκαταστάσεως της και ανασφάλειας σχετικά με την αποθεραπεία της ή μη, και εν γένει στη μη αντίληψη και ενσυναίσθηση του σοβαρού κινδύνου, που κατέληξε να απειλεί το έννομο αγαθό της σωματικής ακεραιότητας και της υγείας της ενάγουσας (παθούσας), καθόσον, παρά την κλινική εικόνα και την προλεχθείσα συμπτωματολογία της τελευταίας, δεν διέγνωσε εγκαίρως τη φλεγμονή και σε κάθε περίπτωση δεν διέγνωσε προσηκόντως τη νοσηρή κατάσταση του άκρου δεξιού ποδός και δεν αξιολόγησε ορθά εξαρχής την εν γένει κατάσταση της υγείας της ενάγουσας (12-7-2010), όπως απαιτείτο, σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης της τότε υπάρχουσας εν εξελίξει φλεγμονής, που οφειλόταν στην προσβολή του χειρουργημένου τραύματος από το βακτήριο της αεριογόνου ψευδομονάδας (που κατέστη γνωστό την 17-7-2010), ούτε και μετέπειτα συνεκτίμησε το γεγονός ότι εξαιτίας της έλλειψης G6PD ενζύμου η επιλεγείσα από αυτόν αντιβιοτική αγωγή (την 23-7-2010) αντενδείκνυτο για την περίπτωσή της, μολονότι, κατά τις γενικές αρχές της ιατρικής επιστήμης, η διάγνωση και η εν γένει αντιμετώπιση μιας τέτοιου είδους φλεγμονής επιβάλλει αντιμετώπιση με επιθετικότατη αγωγή, ακόμα και όταν θα είναι εμπειρική, χωρίς δηλαδή διαθέσιμη καλλιέργεια και αντιβιόγραμμα, όπως κατά το διάστημα από την 12-7-2010 έως την 17-7-2010 και οπωσδήποτε μετά το αποτέλεσμα αυτών, οπότε κατέστη γνωστή η αιτία της φλεγμονής, ακριβώς διότι είναι αναγκαίο να εξολοθρευτεί το μικρόβιο έτσι ώστε να μην προλάβει να εισχωρήσει σε βαθύτερους υποκείμενους ιστούς και δη το οστούν. Επίσης, συνίσταται (στ) στην από πλευράς του παράλειψη να διερευνήσει εγκαίρως την εν λόγω φλεγμονή με τις κατάλληλες διαγνωστικές εξετάσεις και δη μέσω ολόσωμου σπινθηρογραφήματος με ραδιενεργό Γάλλιο (GA-67) (το οποίο είναι το πιο αξιόπιστο), αλλά και να πραγματοποιήσει απεικονιστικό έλεγχο (παρά το χαμηλό δείκτη ειδικότητας), προκειμένου να έχει σε σύντομο χρόνο πληρέστερη εικόνα του προβλήματος και να προβεί στην ορθή διάγνωση της νόσου, ώστε και ο χειρουργικός καθαρισμός να ήταν ενδελεχέστερος σε σύγκριση με την επιφανειακή αξιολόγηση (δια γυμνού οφθαλμού). Αποτέλεσμα των ανωτέρω πράξεων και παραλείψεων του εναγόμενου ιατρού ήταν να εξελιχθεί επί τα χείρω η κατάσταση της υγείας της ενάγουσας και να εισαχθεί στο χειρουργείο, για να υποβληθεί δύο (2) φορές σε χειρουργικό καθαρισμό του τραύματος και δη εκτεταμένο τη δεύτερη φορά, λόγω μετεγχειρητικής φλεγμονής και οστεομυελίτιδας ΔΕ άκρου ποδός και να καταλήξει νοσηλευόμενη στην Παθολογική Κλινική για δέκα οκτώ (18) ημέρες, από την 31-8-2010 έως την 17-9-2010, ενώ χρειάστηκε και μετά από την έξοδό της από το νοσοκομείο να λαμβάνει αντιβιώσεις επί μακρό χρόνο και να παρακολουθείται συστηματικά η κατάσταση της υγείας της από ιατρούς. Στο σημείο αυτό διευκρινίζεται ότι η ενάγουσα έλαβε εξιτήριο από την Παθολογική Κλινική και ως εκ τούτου η σύσταση για κατ’ οίκον νοσηλεία με τη χορήγηση ενδοφλέβιας αγωγής και η τυχόν διατήρηση φλεβοκαθετήρα δεν δύναται να αποδοθούν σε αμέλεια του πρώτου εναγόμενου, αφού τη νοσηλεία της την είχε αναλάβει πλέον η Παθολογική Κλινική και οι υπηρετούντες στο εν λόγω τμήμα ιατροί. Κατ’ ακολουθίαν, η κατά τα ως άνω παράβαση του καθήκοντος επιμέλειας του πρώτου εναγόμενου ιατρού έχει ως αποτέλεσμα ότι αυτός δεν παρείχε στην ενάγουσα την ιατρική συνδρομή του με ζήλο, συνέπεια και αφοσίωση στις αρχές της ιατρικής επιστήμης και με βάση την κτηθείσα πείρα του, η οποία δεν αμφισβητήθηκε. Συνεπώς, αποδείχθηκε ότι ο εν λόγω πρώτος εναγόμενος ιατρός, από αμέλεια του, δηλαδή έλλειψη της προσοχής, την οποία όφειλε και μπορούσε να καταβάλει κάτω από τις συγκεκριμένες συνθήκες και περιστάσεις και με βάση τις ατομικές του ικανότητες και προσωπικές γνώσεις και ιδιότητες, τις σχετιζόμενες με το επάγγελμα και την υπηρεσία του ως ιατρός, στις οποίες απέβλεψε ο ασθενής (ενάγουσα), δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα των πράξεων και παραλείψεών του και περιήγαγε, ενεργώντας κατά παράβαση των κοινά αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης και του αντικειμενικά επιβαλλόμενου καθήκοντος επιμέλειας, την ενάγουσα στην ως άνω άκρως επικίνδυνη για την υγεία της κατάσταση, αν και είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση να προβεί σε όλες τις αντικειμενικά επιβαλλόμενες από την ιδιότητά του ενέργειες που θα παρεμπόδιζαν την επέλευση αυτού του αποτελέσματος. Ειδικότερα και με βάση τις προδιαληφθείσες παραδοχές προκύπτει σαφώς ότι, αν ο πρώτος των εναγόμενων, ιατρός – ορθοπεδικός – χειρουργός, επεδείκνυε τη δέουσα επιμέλεια και προσοχή του μέσου συνετού ιατρού και τηρούσε τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της διαμορφωθείσας ιατρικής πείρας, θα είχε προβεί αφενός στην προσήκουσα αξιολόγηση των νοσηρών συμπτωμάτων και της εν γένει κατάστασης της υγείας της σε πρώτο στάδιο (12-7-2010), συστήνοντας και υποβάλλοντας την ενάγουσα στις κατάλληλες εργαστηριακές και απεικονιστικές εξετάσεις, προκειμένου να αντιληφθεί, όσο το δυνατόν καλύτερα, την υφιστάμενη παθολογική κατάσταση του χειρουργημένου ποδός, αλλά και αφετέρου, θα είχε προβεί στην ενδεδειγμένη αντιμετώπιση της μετεγχειρητικής φλεγμονής, με τη σχάση του αποστήματος και παροχέτευση αυτού και με τον υποδεικνύομενο από το σχετικό πρωτόκολλο τρόπο καταστολής της φλεγμονής (με το κατάλληλο διπλό αντιβιοτικό σχήμα), ελέγχοντας διαρκώς και επισταμένως κάθε στάδιο εξέλιξης αυτής, ώστε να αποφύγει τουλάχιστον την επιδείνωσή της, εξαιτίας της οποίας μπορούσε να εκδηλώσει και πράγματι εκδήλωσε εικόνα σηπτικής φλεγμονής και οστεομυελίτιδας, κατάσταση ιδιαίτερα επικίνδυνη για την υγεία της ασθενούς, που αναγκαστικά αντιμετωπίστηκε σε μεταγενέστερο χρόνο δραστικά, δηλαδή με χειρουργικό καθαρισμό δύο (2) φορές, πολυήμερη νοσηλεία της παθούσας στην Παθολογική Κλινική και πολύμηνη λήψη αντιβιοτικής αγωγής. Άλλωστε, από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχτηκε ότι ο άνω ιατρός ενήργησε με τη δέουσα επιμέλεια και εκτέλεσε τις ιατρικά επιβεβλημένες ενέργειες. Ούτε αποδείχτηκε ότι εξαιτίας ειδικών περιστάσεων ο συγκεκριμένος εναγόμενος ιατρός δεν ηδύνατο να επιδείξει τη δέουσα κατά τα ανωτέρω επιμέλεια του μέσου συνετού ιατρού της ιδίας ειδικότητας και υπό τις ίδιες συνθήκες. Αποδείχτηκε περαιτέρω ότι η επελθούσα σωματική βλάβη της υγείας της ενάγουσας οφείλεται στην αποκλειστική παράνομη και υπαίτια (αμελή) αδικοπρακτική συμπεριφορά του πρώτου των εναγόμενων ιατρού και ειδικότερα στην ιατρική αμέλεια που εκείνος επέδειξε, δηλαδή από έλλειψη της προσοχής την οποία κατά τις περιστάσεις όφειλε και μπορούσε να καταβάλει, δεν προέβλεψε το αξιόποινο αποτέλεσμα των πράξεων και παραλείψεών του (μη συνειδητή αμέλεια κατ’ άρθρο 28 εδάφιο α ΠΚ), η οποία (ιατρική αμέλεια), εμφανίζεται με τη μορφή της παράλειψης τήρησης των κοινώς αναγνωρισμένων κανόνων της ιατρικής επιστήμης, για τους οποίους δεν μπορεί να γεννηθεί αμφισβήτηση (lege artis). Δηλαδή κατά τις γενικά κρατούσες αρχές της ιατρικής επιστήμης, οι ενέργειές του δεν ήταν σύμφωνες με το αντικειμενικά επιβαλλόμενο καθήκον επιμέλειας και ιατρικής μέριμνας του μέσου συνετού ιατρού – χειρουργού προς τον ασθενή του (ενάγουσα) κατά την αξιολόγηση, διάγνωση και αντιμετώπιση της συγκεκριμένης μετεγχειρητικής επιπλοκής. Υφίσταται επομένως, αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των ένδικων πράξεων και παραλείψεων του πρώτου των εναγόμενων, θεράποντος ιατρού της ενάγουσας και του ζημιογόνου σε βάρος της τελευταίας αποτελέσματος. Κατόπιν τούτων, προέκυψε σαφώς ότι ουδόλως αποδείχθηκε από τον ανωτέρω εναγόμενο, έχοντα το βάρος απόδειξης, είτε η ανυπαρξία παράνομων και υπαίτιων πράξεων και παραλείψεών του είτε η έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με τις παράνομες και υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις του είτε η συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη. Άρα, ο εν λόγω εναγόμενος, ιατρός – χειρουργός, η ιατρική αμέλεια του οποίου ήταν ικανή και πράγματι προκάλεσε το ζημιογόνο αποτέλεσμα που επήλθε, οφείλει να αποζημιώσει (άρθρα 914, 932 ΑΚ) την ενάγουσα, σύμφωνα με τις περί αδικοπραξιών διατάξεις για τη ζημία που παράνομα και υπαίτια της προξένησε. Κατά συνέπεια, τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τους εναγόμενους, οι οποίοι αρνούνται αιτιολογημένα την αγωγή, επικαλούμενοι έλλειψη αστικής ευθύνης τους, ανυπαρξία οποιασδήποτε αμέλειας του ιατρού και μη συνδρομή αιτιώδους συνάφειας, τα οποία επαναφέρονται στο παρόν Δικαστήριο με τους πρώτο έως έβδομο λόγους της υπό στοιχεία Γ έφεσης του πρώτου εναγόμενου και ήδη εκκαλούντος και με τους πρώτο, δεύτερο, τρίτο και τέταρτο λόγους της υπό στοιχεία Β έφεσης της δεύτερης εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας, με τους οποίους βάλλουν κατά της εκκαλουμένης απόφασης, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα κατ’ ουσίαν, όπως και οι σχετικοί αυτοί λόγοι των ένδικων εφέσεών τους στο σύνολό τους. Έτι περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι ο πρώτος των κυρίως εναγόμενων, ιατρός, ήταν προστηθείς στην υπηρεσία της δεύτερης των κυρίως εναγόμενων ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………», η οποία διατηρεί ιδιωτικό θεραπευτήριο – νοσοκομείο (…………..), στις εγκαταστάσεις του οποίου έλαβε χώρα το ζημιογόνο γεγονός κατά την εκτέλεση των προαναφερόμενων ιατρικών πράξεων και η οποία (δεύτερη των κυρίως εναγόμενων) υπέχει γνήσια αντικειμενική ευθύνη, δικαιολογητικό λόγο της οποίας αποτελεί το γεγονός ότι η προστήσασα εταιρία, που εκμεταλλεύεται την ιδιωτική κλινική, ωφελείται από τις υπηρεσίες του προστηθέντος ιατρού, διευρύνοντας το πεδίο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας και ως εκ τούτου είναι εύλογο να φέρει την ευθύνη για τους κινδύνους που προκύπτουν από τη δραστηριότητα του προστηθέντος. Συγκεκριμένα, προέκυψαν τα ακόλουθα κρίσιμα για την ευθύνη της δεύτερης των κυρίως εναγόμενων περιστατικά : 1) Ο πρώτος των κυρίως εναγόμενων, ιατρός – ορθοπεδικός – χειρουργός, ήταν εξωτερικός συνεργαζόμενος με τη δεύτερη των κυρίως εναγόμενων ιατρός, ο οποίος οδηγούσε, όπως και διάφοροι εξωτερικοί συνεργαζόμενοι με αυτήν ιατροί, την ιδιωτική πελατεία του στην ιδιωτική κλινική, που λειτουργεί και εκμεταλλεύεται η εν λόγω κυρίως εναγόμενη, για την παροχή ιατρικών και νοσηλευτικών υπηρεσιών, χρησιμοποιώντας την εν γένει υλικοτεχνική υποδομή της κλινικής αυτής και πραγματοποιώντας ιατρικές πράξεις στις ιατρικές εγκαταστάσεις της, υπήρχε δηλαδή σχέση ελεύθερης συνεργασίας μεταξύ τους και χαλαρής έστω εξάρτησης μαζί του, καθότι για την κατάφαση της πρόστησης δεν απαιτείται σχέση εξαρτημένης εργασίας ή παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών, αλλά αρκεί η σχέση της ελεύθερης συνεργασίας μεταξύ τους, όπως στην κρινόμενη περίπτωση, κατά την οποία ο πρώτος των κυρίως εναγόμενων ιατρός – εξωτερικός συνεργάτης επιμελείται τη νοσηλεία και τη διενέργεια ιατρικών επεμβάσεων στην κλινική της δεύτερης κυρίως εναγόμενης, η οποία διαθέτει την απαραίτητη επιστημονική και άλλη υποδομή (εγκαταστάσεις, φάρμακα, μηχανήματα, εργαλεία κλπ.) και το κατώτερο μη ιατρικό ή παραϊατρικό προσωπικό, το οποίο θέτει στη διάθεση του ιατρού, με αμοιβή που εισπράττεται από τη δεύτερη κυρίως εναγόμενη κατ’ ευθείαν από τον πελάτη ασθενή, 2) το γεγονός άλλωστε ότι ο πρώτος των κυρίως εναγόμενων προσέφερε τις ιατρικές υπηρεσίες του ως ελεύθερος επαγγελματίας, δραστηριοποιούμενος αυτοτελώς κατά την άσκηση των καθηκόντων του, χωρίς να δέχεται υπόδειξη ή έλεγχο ή οδηγία από την ένδικη κλινική κατά την παροχή των ιατρικών υπηρεσιών του, δεν αναιρεί τη σχέση πρόστησης, εφόσον αρκεί για το χαρακτηρισμό του τελευταίου ως προστηθέντος, η εκ μέρους της κλινικής παροχή γενικών μόνο οδηγιών στον κυρίως εναγόμενο ιατρό και μόνο ως προς τον τόπο, το χρόνο και τους όρους εργασίας του στο πλαίσιο άσκησης μιας γενικής επίβλεψης αυτού, όπως προέκυψε ότι έπραττε η δεύτερη των κυρίως εναγόμενων αναφορικά με την παροχή των ιατρικών υπηρεσιών του εξωτερικού συνεργάτη της και πρώτου των κυρίως εναγόμενων στην περίπτωση νοσηλείας ασθενούς – πελάτη του στην κλινική της, ενόψει και του ότι η παροχή ειδικών οδηγιών στον ιατρό για τον τρόπο διενέργειας των ιατρικών πράξεων δεν είναι δυνατή, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη και 3) υπήρχε εσωτερική αιτιώδης σχέση μεταξύ της ως άνω παράνομης και υπαίτιας (αμελούς) συμπεριφοράς του πρώτου των κυρίως εναγόμενων και της εκτέλεσης της ανατεθειμένης στον προστηθέντα υπηρεσίας με την έννοια της εξυπηρέτησης των επαγγελματικών και εν γένει οικονομικών συμφερόντων της κλινικής, η οποία διέθετε στον εν λόγω εναγόμενο ιατρό την απαραίτητη υλικοτεχνική υποδομή και τα τεχνικά μέσα (κτιριακές εγκαταστάσεις, μηχανήματα, εργαλεία, φάρμακα κ.α.), για την παροχή από αυτόν των ιατρικών υπηρεσιών του (ορθοπεδικών επεμβάσεων, κλπ.) στους προσωπικούς πελάτες του. Άρα, από τη μεταξύ των κυρίως εναγόμενων σχέση ελεύθερης συνεργασίας και τον επιδιωκόμενο από αυτή σκοπό προκύπτει ότι, αφενός εξυπηρετείτο ο πρώτος των κυρίως εναγόμενων που κερδοφόρα χρησιμοποιούσε την υποδομή και τις υπηρεσίες της κλινικής της δεύτερης των κυρίως εναγόμενων, αφετέρου εξυπηρετείτο η τελευταία που χρησιμοποιούσε προς εκτέλεση του έργου της ελευθέρως συνεργαζόμενους με αυτήν ιατρούς, όπως ο πρώτος των κυρίως εναγόμενων ιατρός, με τη συνδρομή των οποίων εξασφαλίζει πελατεία και αποκομίζει ανάλογα κέρδη, στα οποία και αποβλέπει, δοθέντος ότι η δραστηριότητά τους ενέπιπτε στον επιχειρηματικό και επαγγελματικό κλάδο δράσης της δεύτερης κυρίως εναγόμενης, η οποία ωφελείτο από τις ιατρικές υπηρεσίες τους, καθώς με τη συνδρομή τους επέκτεινε τον κύκλο της επιχειρηματικότητάς της και τη δυνατότητα αποκόμισης αντίστοιχων κερδών και κατά την καλή πίστη και τη σύγχρονη αντίληψη των συναλλαγών, ευλόγως και δικαίως γίνεται κατά ταύτα δεκτό ότι αύξανε και το πεδίο των αναλογούντων κερδών της. Κατά συνέπεια και με βάση τις προδιαληφθείσες παραδοχές, προκύπτει σαφώς ότι, εφόσον από αμελή κατά την εκτέλεση των ιατρικών καθηκόντων του συμπεριφορά του προστηθέντος ιατρού, πρώτου των κυρίως εναγόμενων, επήλθε σωματική βλάβη της κυρίως ενάγουσας, που εγχειρίστηκε και νοσηλεύτηκε στην κλινική της δεύτερης των κυρίως εναγόμενων, η τελευταία ως προστήσασα τον ιατρό κλινική υπέχει γνήσια αντικειμενική ευθύνη για την αποκατάσταση της θετικής και της αποθετικής ζημίας που υπέστη η κυρίως ενάγουσα, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη. Συνακόλουθα, τα αντίθετα υποστηριζόμενα από τη δεύτερη των κυρίως εναγόμενων περί έλλειψης σχέσης πρόστησης, τα οποία επαναφέρονται στο παρόν Δικαστήριο με τον έκτο λόγο της υπό στοιχεία Β έφεσης της πιο πάνω εκκαλούσας εταιρίας, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα κατ’ ουσίαν, όπως και ο σχετικός αυτός λόγος της ένδικης έφεσης στο σύνολό του. Επιπρόσθετα, αποδείχθηκε ότι η κυρίως ενάγουσα, από την προπεριγραφόμενη σε βάρος της αδικοπραξία και την προκληθείσα σε αυτήν σωματική βλάβη, αναγκάσθηκε να υποβληθεί στις κάτωθι αναφερόμενες ιατρικές εξετάσεις και επισκέψεις, προκειμένου η ίδια να παρακολουθεί την εξέλιξη της υγείας της και ειδικότερα αναγκάσθηκε να δαπανήσει το συνολικό ποσό των 1.917,37 ευρώ, το οποίο αναλύεται ως εξής: (i) ποσό 35,97 ευρώ [βλ. τη με αριθμό Δ ………./17-7-2010 απόδειξη παροχής υπηρεσιών του θεραπευτηρίου «……..», όπoυ αναγράφεται: ΣΤΥΛΕΟΙ ΒΑΜΒΑΚΟΦΟΡΟΙ ΣΕ ΣΩΛΗΝΑ, 2,32 ευρώ, ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑ, 33,65 ευρώ, ΣΥΝΟΛΟ: 35,97 ευρώ], (ii) ποσό 194,26 ευρώ [βλ. τη με αριθμό ……./14-6-2010 απόδειξη παροχής υπηρεσιών από την εταιρία …………», στην οποία αναγράφεται: ΑΚΡΩΝ ΠΟΔΩΝ ΑΜΦΩ (F+Ρ) Α/Α 60,00 ευρώ, τη με αριθμό ………./19-10-2010 απόδειξη παροχής υπηρεσιών της ίδιας ως άνω εταιρίας, στην οποία αναγράφεται: Σπινθηρογράφημα οστών με γ-camera 15,78 ευρώ, τη με αριθμό ………/4-11-2010 απόδειξη παροχής υπηρεσιών της ίδιας ως άνω εταιρίας, στην οποία αναγράφεται: Μ/Τ ΠΟΔΟΚΝΗΜΙΚΗΣ – ΑΚΡΟΥ ΠΟΔΟΣ ΣΕ ΤΡΙΑ ΕΠΙΠΕΔΑ – ΑΡΙΣΤΕΡΑ, 59,24 ευρώ, Μ/Τ ΠΟΔΟΚΝΗΜΙΚΗΣ – ΑΚΡΟΥ ΠΟΔΟΣ ΣΕ ΤΡΙΑ ΕΠΙΠΕΔΑ – ΔΕΞΙΑ 59,24 ευρώ], (iii) ποσό 59,24 ευρώ [βλ. τη με αριθμό ………./10-1-2011 απόδειξη παροχής υπηρεσιών της ίδιας ως άνω εταιρίας, στην οποία αναγράφεται : Μ/Τ ΠΟΔΟΚΝΗΜΙΚΗΣ – ΑΚΡΟΥ ΠΟΔΟΣ ΣΕ ΤΡΙΑ ΕΠΙΠΕΔΑ ΔΕΞΙΑ], (iv) ποσό 59,24 ευρώ [βλ. τη με αριθμό …../4-3-2011 απόδειξη παροχής υπηρεσιών της ίδιας ως άνω εταιρίας, στην οποία αναγράφεται: Μ/Τ ΠΟΔΟΚΝΗΜΙΚΗΣ – ΑΚΡΟΥ ΠΟΔΟΣ ΣΕ ΤΡΙΑ ΕΠΙΠΕΔΑ ΔΕΞΙΑ], (v) ποσό 35,00 ευρώ [βλ. τη με αριθμό …../1-2-2011 απόδειξη παροχής υπηρεσιών του ιδιωτικού πολυιατρείου «………» για πανοραμική], (vi) το συνολικό ποσό των 400,00 ευρώ για παροχή υπηρεσιών από τον ιατρό – παθολόγο – λοιμωξιολόγο ……… [βλ. τις με αριθμό …/20-9-2010, …./5-11-2010, …./24-11-2010 και …./22-12-2010 αποδείξεις παροχής υπηρεσιών ποσού 100,00 ευρώ έκαστη], (vii) ποσό 150,00 ευρώ για παθολογική εξέταση από την ιατρό – παθολόγο ………. [βλ. τη με αριθμό …./17-9-2010 απόδειξη παροχής υπηρεσιών], (viii) το συνολικό ποσό των 300,00 ευρώ για παροχή υπηρεσιών από τον ιατρό – ορθοπεδικό ………… [βλ. τις με αριθμό …/20-9-2010, …/1-10-2010 και …/28-12-2010 αποδείξεις παροχής υπηρεσιών ποσού 100,00 ευρώ έκαστη], (ix) ποσό 60,00 ευρώ για επίσκεψη στον ιατρό – ορθοπεδικό -χειρουργό ……….. [βλ. τη με αριθμό …./8-11-2010 απόδειξη παροχής υπηρεσιών], (x) ποσό 90,00 ευρώ για επίσκεψη στον ιατρό – παθολόγο-λοιμωξιολόγο ….. [βλ. τη με αριθμό …/23-12-2010 απόδειξη παροχής υπηρεσιών], (xi) ποσό 80,00 ευρώ για επίσκεψη στην ιατρό – παθολόγο-λοιμωξιολόγο ….. [βλ. τη με αριθμό …/28-12-2010 απόδειξη παροχής υπηρεσιών], και (xii) το συνολικό ποσό των 203,66 ευρώ για επισκέψεις στην ιατρό – βιοπαθολόγο ….. [βλ. τις με αριθμό …./4-10-2010, …/14-10-2010, …/26-10-2010, …/16-11-2010, …/8-12-2010, …./10-12-2010, …/30-12-2010, …/31-1-2011, …/1-2-2011, …/17-2-2011 και …/14-3-2011 αποδείξεις παροχής υπηρεσιών]. Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι το (xiii) επιμέρους ποσό των 250,00 ευρώ, που καταβλήθηκε στην ψυχολόγο …. (βλ. τη με αριθμό …/21-2-2011 απόδειξη παροχής υπηρεσιών), κρίνεται ότι αποτελεί ζημία που συνδέεται αιτιωδώς με το αποτέλεσμα της αμέλειας του πρώτου εναγόμενου, καθόσον η περιπέτεια της υγείας της είχε ως συνεπακόλουθο την πρόκληση άγχους και ανασφάλειας σχετικά με την τελική έκβαση αυτής. Περαιτέρω και όσον αφορά το επιμέρους αιτούμενο ποσό αναφορικά με το αγωγικό κονδύλιο για την αγορά φαρμάκων, το Δικαστήριο κρίνει ότι αυτό πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό ως βάσιμο κατ’ ουσίαν και δη για το συνολικό ποσό των 3.564,13 ευρώ, το οποίο αφορά στην αγορά των αντιβιώσεων «ZYVOXID», «RIFADIN» και για το μεταγενέστερο χρονικό διάστημα από την έξοδο της ενάγουσας από το νοσοκομείο (το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2010) και δη για τους μήνες Νοέμβριο του έτους 2010 και εφεξής, που λαμβάνονταν από την ενάγουσα καθ’ υπόδειξη του ιατρού – παθολόγου – λοιμωξιολόγου …… και του ιατρού – ορθοπεδικού – χειρουργού ……….. (βλ. τις σχετικές ιατρικές γνωματεύσεις τους) εξαιτίας της πάθησης της μετεγχειρητικής οστεομυελίτιδας [βλ. τη με αριθμό …./29-11-2010 απόδειξη πώλησης ποσού 322,09 ευρώ, τη με αριθμό …/9-12-2010 απόδειξη πώλησης ποσού 498,72 ευρώ, τη με αριθμό …/23-12-2010 απόδειξη πώλησης ποσού 641,76 ευρώ, τη με αριθμό ../25-1-2011 απόδειξη πώλησης ποσού 313,54 ευρώ, τη με αριθμό …/31-1-2011 απόδειξη πώλησης ποσού 466,41 ευρώ σε συνδυασμό με σχετική απόδειξη ταμειακής μηχανής, τη με αριθμό …./14-2-2011 απόδειξη πώλησης ποσού 1.245,37 ευρώ, την από 15-10-2010 απόδειξη ταμειακής μηχανής για CIPROXIN και ULTRA LEVURE ποσού 63,84 ευρώ και τις από 16-12-2010 αποδείξεις ταμειακής μηχανής για επιθέματα και betadine ποσού 7,63 ευρώ και 4,77 ευρώ, άπασες από το φαρμακείο της εταιρίας με την επωνυμία «………..»]. Ωστόσο, κατά το υπερβάλλον ποσό το οικείο αγωγικό κονδύλιο πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο. Και τούτο διότι από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες αποδείξεις αγοράς φαρμάκων δεν προκύπτει ότι αυτές αφορούν την αγορά φαρμακευτικών σκευασμάτων, τα οποία συνδέονται αιτιωδώς με το αποτέλεσμα της αμέλειας του πρώτου εναγόμενου. Ενισχυτικό της πιο πάνω κρίσης του Δικαστηρίου είναι και το γεγονός ότι από την επισκόπηση των σχετικών παραστατικών (αποδείξεις ταμειακής μηχανής) προκύπτει ότι υπάρχει η γενική αναφορά «Τμήμα 2» ή «Τμήμα 3», δίχως όμως, εξειδίκευση σε τι αφορούν οι εν λόγω αγορές. Αναφέρονται δε ενδεικτικά η από 25-1-2011 απόδειξη ταμειακής μηχανής, όπου σε αυτή ναι μεν παρατίθενται τα σκευάσματα που αγοράσθηκαν [πρόκειται για DEPON (SYR., TABL.), PONSTAN και CASTOR OIL AROMATIC], και άλλες αποδείξεις για βιταμίνες, ήτοι για προϊόντα που δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι αποτελούν ζημία συνδεόμενη αιτιωδώς με το αποτέλεσμα της αμέλειας του πρώτου εναγόμενου. Το ως άνω ποσό, το δικαιούται η ενάγουσα, διότι, όπως η ίδια καθ’ υποφοράν αναφέρει στην αγωγή της (αλλά προέκυψε και από την επισκόπηση των αποδείξεων αγοράς φαρμάκων), αποτελεί το ποσοστό συμμετοχής της ίδιας στην ως άνω δαπάνη. Επίσης, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα εξαιτίας της επαγγελματικής της απασχόλησης είχε προγραμματίσει ταξίδι στην Κολωνία της Γερμανίας, κατά το χρονικό διάστημα από την 3-9-2010 έως την 7-9-2010, προκειμένου να συμμετάσχει στην εκεί πραγματοποιούμενη έκθεση στον τομέα που δραστηριοποιείται η επιχείρησή της. Προς τούτο είχε ήδη, από τον Ιούνιο του έτους 2010, καταβάλει τα έξοδα του ταξιδιού της και ειδικότερα (α) είχε προβεί στην αγορά αεροπορικών εισιτηρίων μετ’ επιστροφής και (β) είχε καταβάλει τα έξοδα διαμονής της για τέσσερις (4) ημέρες, συνολικού ποσού 1.307,52 ευρώ [βλ. τη με αριθμό …/23-6-2010 απόδειξη πώλησης εισιτηρίων της εταιρίας «…………….», ποσού 427,52 ευρώ και το με αριθμό ……/2-7-2010 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών της ίδιας ως άνω εταιρίας «………», ποσού 880,00 ευρώ σε συνδυασμό με το με αριθμό ……./18-6-2010 παραστατικό (voucher) για τέσσερις (4) διανυκτερεύσεις]. Ωστόσο, εξαιτίας του γεγονότος της έκτακτης εισαγωγής της (την τρίτη φορά) στο ως άνω θεραπευτήριο δεν πραγματοποίησε το ως άνω ταξίδι, έχοντας όμως, επιβαρυνθεί με τα προαναφερόμενα έξοδα, ζημία που συνδέεται αιτιωδώς με την αποδιδόμενη στον πρώτο εναγόμενο αμέλεια. Επιπρόσθετα, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι για χρονικό διάστημα εξήντα (60) ημερών και συγκεκριμένα επί δεκαπέντε (15) ημέρες μετά από έκαστη από τις δύο πρώτες ως άνω επεμβάσεις και επί ένα (1) μήνα μετά από την έξοδό της από το νοσοκομείο, υποβληθείσα στην τρίτη επέμβαση, ήτοι συνολικά για χρονικό διάστημα εξήντα (60) ημερών αδυνατούσε να επιμεληθεί παντελώς του εαυτού της και να ανταποκριθεί στις βιοτικές ανάγκες της και ως εκ τούτου της παρείχε περιποιήσεις και φροντίδες η μητέρα της ανελλιπώς και σε εικοσιτετράωρη βάση και για το λόγο αυτό ζητεί το ποσό των 7.200,00 ευρώ, το οποίο σε διαφορετική περίπτωση θα κατέβαλε σε τρίτο άτομο (60 ημέρες Χ 120 ευρώ). Επ’ αυτού λεκτέα τα ακόλουθα: Το Δικαστήριο κρίνει ότι το εν λόγω αγωγικό κονδύλιο τυγχάνει απορριπτέο ως αβάσιμο κατ’ ουσίαν, διότι δεν αποδείχθηκε πλήρως ότι η ενάγουσα έχρηζε βοήθειας από τρίτο πρόσωπο, αφού ιδίως δεν προέκυψε τέτοια ανάγκη από ιατρικό έγγραφο. Άλλωστε, δεν προέκυψε ούτε η ενάγουσα επικαλείται ειδικότερα στο αγωγικό δικόγραφο ότι η συμπαράσταση και τυχόν βοήθεια, που έλαβε από την πλευρά της μητέρας της, έγινε με εντατικοποίηση των προσπαθειών της ούτε επιπλέον από αυτές που η τελευταία (μητέρα) προσέφερε και πριν το επίδικο περιστατικό στα πλαίσια της οικογενειακής σχέσης, καθ’ υπέρβαση της από την ηθική επιβαλλόμενης υποχρέωσής της για φροντίδα και βοήθεια, χωρίς οικονομικό αντάλλαγμα, η οποία (υποχρέωση) απορρέει από τις αρχές της ευπρέπειας και της συγγενικής αλληλεγγύης. Σε κάθε περίπτωση, αναφορικά μεν με το αιτούμενο πρώτο δεκαπενθήμερο μετά την πρώτη επέμβαση, το υπό εξέταση κονδύλιο είναι απορριπτέο ως αβάσιμο κατ’ ουσίαν και για τον πρόσθετο λόγο ότι δεν συνδέεται αιτιωδώς με αδικοπρακτική συμπεριφορά του πρώτου εναγόμενου – ιατρού, καθότι δεν προέκυψε τέτοια κατά τη διάρκεια της πρώτης επέμβασης (14-5-2010), αναφορικά δε με τα αιτούμενα λοιπά διαστήματα, που επακολούθησαν μετά τη δεύτερη επέμβαση (23-7-2010) και μετά την έξοδο από το νοσοκομείο (17-9-2010), αντιστοίχως, ενόψει και του ότι τα αντίστοιχα χειρουργικά πεδία περιορίστηκαν μόνο στο δεξί πόδι και η μετεγχειρητική εξέλιξη του αριστερού ποδιού ήταν ήδη ομαλή από τα τέλη Ιουνίου του έτους 2010, δεν προκύπτει, και κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, και λαμβανομένης υπόψη της ηλικίας της (44 ετών), η απόλυτη αδυναμία αυτοεξυπηρέτησης της ενάγουσας για τα επόμενα αυτά διαστήματα. Άλλωστε, η χρήση από την ενάγουσα μετά τη δεύτερη επέμβαση βοηθημάτων (πατερίτσες, καρέκλα γραφείου με ρόδες), την οποία επιβεβαιώνει η μάρτυρας της ενάγουσας ……… (με αριθμό …../10-10-2012 ένορκη βεβαίωση), δεν ταυτίζεται άνευ ετέρου με απόλυτη αδυναμία αυτοεξυπηρέτησης. Επομένως, τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα – ενάγουσα, τα οποία επαναφέρονται στο παρόν Δικαστήριο με τον τρίτο λόγο της υπό στοιχεία Α έφεσής της, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα κατ’ ουσίαν, όπως και ο συναφής αυτός λόγος της ένδικης έφεσής της στο σύνολό του και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που απέρριψε το εν λόγω αγωγικό κονδύλιο ως αβάσιμο κατ’ ουσίαν, ορθά κατ’ αποτέλεσμα έκρινε και δεν έσφαλε, έστω και με εν μέρει ελλιπή αιτιολογία, που παραδεκτά συμπληρώνεται με τις αιτιολογίες της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 ΚΠολΔ). Επιπλέον, η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι εξαιτίας της αμελούς συμπεριφοράς του πρώτου των εναγόμενων και εν γένει του νοσηλευτικού προσωπικού της δεύτερης των εναγόμενων η εταιρία με την επωνυμία «………….», της οποίας η ίδια τυγχάνει μέτοχος κατά ποσοστό 99%, Πρόεδρος και Διευθύνουσα Σύμβουλος, απώλεσε το συνολικό ποσό των 194.357,47 ευρώ για το χρονικό διάστημα από το μήνα Ιούνιο του έτους 2010 έως και το μήνα Φεβρουάριο του έτους 2011. Από άπαντα τα ανωτέρω αναφερόμενα αποδεικτικά στοιχεία δεν προέκυψε ούτε άλλωστε και γινόταν σχετική επίκληση στην αγωγή ότι μεταξύ της ενάγουσας και της ανώνυμης εταιρίας, της οποίας φέρεται να είναι μέτοχος, Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου και Διευθύνουσα Σύμβουλος, είχε συναφθεί ειδική σύμβαση μίσθωσης εργασίας ή εντολής με βάση την οποία η ενάγουσα παρείχε προς αυτήν τις καθοριζόμενες υπηρεσίες της και λάμβανε για αυτές την αμοιβή, που απώλεσε εξαιτίας της σωματικής της βλάβης και της εντεύθεν ανικανότητάς της προς παροχή των υπηρεσιών αυτών και αξιώνεται ως αποζημίωση με την αγωγή. Επίσης, δεν αποδείχθηκε καταβολή αμοιβής στην ενάγουσα λόγω της ως άνω θέσης στην ανώνυμη εταιρία, με την εταιρική σύμβαση-καταστατικό αυτής. Στην περίπτωση δε κατά την οποία το θύμα της αδικοπραξίας, που παθαίνει βλάβη του σώματος ή της υγείας του, είναι εταίρος ανώνυμης εταιρίας, στην οποία η ιδιότητα του μετόχου, ακόμη και εάν είναι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου αυτής, δεν συνδυάζεται κατ’ ανάγκη με υποχρέωση παροχής προσωπικής εργασίας, ο τραυματισμός αυτού δεν έχει ως αποτέλεσμα τη μείωση των κερδών του από την εταιρία. Ακόμη δε και αν ο τραυματισμός του επάγεται δυσμενή αποτελέσματα για την εταιρία, ο ίδιος έχει την ιδιότητα του έμμεσα ζημιούμενου τρίτου, μη καλυπτόμενου αδικοπρακτικά από τη διάταξη του άρθρου 929 ΑΚ (βλ. σχετικά ΑΠ 1958/2008 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Με βάση δε τις ως άνω παραδοχές, η αξιούμενη με την αγωγή αποζημίωση της ενάγουσας αφορά διαφυγόντα κέρδη της ίδιας της εταιρίας, που αυτή (ενάγουσα) φέρεται να απώλεσε εξαιτίας της, λόγω της προκληθείσας σωματικής της βλάβης και της εντεύθεν μερικής ανικανότητάς της προς παροχή των υπηρεσιών, που φέρεται να παρείχε για λογαριασμό της, παύσεως της επαγγελματικής απασχόλησής της και μη εκτελέσεως των αναφερόμενων δραστηριοτήτων, που είχε αναλάβει. Συνεπώς, από την απώλεια των κερδών αυτών αμέσως ζημιούμενη και νομιμοποιούμενη να τα διεκδικήσει, ως αποζημίωση, είναι η εταιρία, ενώ η ενάγουσα είναι εμμέσως ζημιούμενη και δεν νομιμοποιείται να αξιώσει την αποζημίωση αυτή, κατά παραδοχή και του σχετικού ισχυρισμού που έχει νομοτύπως υποβληθεί από τον πρώτο και τη δεύτερη των εναγόμενων. Συνακόλουθα, το αγωγικό αίτημα αποζημίωσης για αποθετική ζημία είναι απορριπτέο ως κατ’ ουσίαν αβάσιμο (σημειώνεται ότι η έλλειψη ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας προέκυψε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων). Επομένως, τα αντίθετα υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα – ενάγουσα, τα οποία επαναφέρονται στο παρόν Δικαστήριο με τους τέταρτο και πέμπτο λόγους της υπό στοιχεία Α έφεσής της, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα κατ’ ουσίαν, όπως και οι σχετικοί αυτοί λόγοι της ένδικης έφεσής της στο σύνολό τους. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, ηλικίας κατά τον επίδικο χρόνο 44 ετών, ούσα δραστήρια και επιτυχημένη επιχειρηματίας, έγγαμη με ένα ανήλικο τέκνο, από την προπεριγραφόμενη σε βάρος της αδικοπραξία και την προκληθείσα σε αυτήν σωματική βλάβη (μετεγχειρητική φλεγμονή και οστεομυελίτιδα), εξαιτίας της οποίας υπέφερε από έντονους πόνους και άλγος και αναγκάστηκε να υποβληθεί δύο (2) φορές σε χειρουργικό καθαρισμό και να νοσηλευτεί επί δέκα οκτώ (18) ημέρες, κατά τη διάρκεια των οποίων η σωματική της ακεραιότητα τέθηκε σε άμεσο κίνδυνο, μέχρι τελικά και αφού υποβλήθηκε σε σειρά ιατροδιαγνωστικών εξετάσεων και σε ιατρικές πράξεις και συνεχή και βαριά φαρμακοληψία, να ανακάμψει μερικώς ο οργανισμός της και να αποφύγει το ενδεχόμενο ακρωτηριασμού, υπέστη έντονο ψυχικό άγχος, ψυχική ταλαιπωρία, θλίψη και στεναχώρια, αισθανόμενη ανασφάλεια, αβεβαιότητα και αγωνία για την εξέλιξη της υγείας της. Αλλά και μετά την έξοδό της από το νοσοκομείο εξακολούθησε να λαμβάνει ισχυρή φαρμακευτική αγωγή και να υποβάλλεται σε ιατρικές εξετάσεις στο πλαίσιο της μετεγχειρητικής της παρακολούθησης, φέρουσα και αντιαισθητικές ουλές, ενώ και σε χρονικά μεταγενέστερο στάδιο (σε ηλικία 54 ετών) διαπιστώθηκε ότι δεν είχε επέλθει πλήρης ίαση, αφού εκδηλώνονται λειτουργικά ενοχλήματα μετά από παρατεταμένη βάδιση και ορθοστασία και επιβάλλεται ικανός περιορισμός ως προς την επιλογή των υποδημάτων της, αλλά και η πρώτη ΜΤΤΦ άρθρωση ΔΕ είναι παραμορφωμένη προσιδιάζουσα την αρχική, προεγχειρητική εικόνα. Κατόπιν των προεκτεθέντων, ενόψει των εν γένει συνθηκών και περιστάσεων υπό τις οποίες έλαβε χώρα σε βάρος της ενάγουσας η προπεριγραφόμενη αδικοπρακτική συμπεριφορά του πρώτου των εναγόμενων, του βαθμού της υπαιτιότητας του τελευταίου, της έλλειψης συνυπαιτιότητας της παθούσας, του είδους και της έκτασης της προσβολής της υγείας της, του άμεσου κινδύνου, που διέτρεξε η σωματική της ακεραιότητα και η υγεία της εν γένει, της στενοχώριας και της θλίψης, που προκλήθηκε στην ενάγουσα, της ηλικίας της και της μετέπειτα ταλαιπωρίας της, καθώς και της κοινωνικής, οικονομικής και περιουσιακής κατάστασης όλων των διαδίκων, χωρίς να απαιτείται η ειδικότερη αιτιολόγηση καθενός στοιχείου, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι με βάση την αρχή της αναλογικότητας πρέπει να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν έκαστος εις ολόκληρον χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το ύψος της οποίας πρέπει να προσδιοριστεί στο ποσό των 12.000,00 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο και δίκαιο (άρθρα 914, 932 ΑΚ), σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη. Το ποσό αυτό δεν υπερβαίνει τα ακραία όρια που θέτουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, καθώς και ο οικονομικός και κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, έτσι ώστε να δημιουργείται δυσαναλογία του μέσου προς το σκοπό, εφαρμοζομένης της αρχής της αναλογικότητας, η οποία προβλέπεται στα άρθρα 25 παρ. 1 του Συντάγματος και 2, 9 παρ. 2 και 10 παρ. 2 της ΕΣΔΑ, όπως η αρχή αυτή δεσμεύει ως γενική δικαϊκή αρχή και εξειδικεύεται με τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη. Κατ’ ακολουθίαν, πρέπει η ένδικη κύρια αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, να υποχρεωθούν οι κυρίως εναγόμενοι να καταβάλουν έκαστος εις ολόκληρον στην κυρίως ενάγουσα το συνολικό ποσό των (1.917,37 ευρώ + 3.564,13 ευρώ + 1.307,52 ευρώ =) 6.789,02 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της κύριας αγωγής, ως αποζημίωση για την προκληθείσα θετική ζημία της, καθώς και να αναγνωριστεί ότι οι κυρίως εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν έκαστος εις ολόκληρον στην κυρίως ενάγουσα το ποσό των 12.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της κύριας αγωγής, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.
XII. Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση (1268/2023) έκρινε ότι το οφειλόμενο για ιατροφαρμακευτικές δαπάνες ποσό ανέρχεται σε 3.646,44 ευρώ και ότι το ποσό της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης πρέπει να καθοριστεί στο ποσό των 8.000 ευρώ, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά παραδοχή των σχετικών λόγων των υπό στοιχεία Γ και Β εφέσεων των εκκαλούντων – εναγόμενων, αντιστοίχως, και των σχετικών (έκτου και έβδομου) λόγων της υπό στοιχεία Α έφεσης της εκκαλούσας – ενάγουσας ως και ουσιαστικά βάσιμων, αντιστοίχως. Επισημαίνεται δε ότι δεν προσβάλλονται με τις υπό κρίση εφέσεις τα κεφάλαια της πληττόμενης απόφασης που αναφέρονται στις ένδικες προσεπικλήσεις – παρεμπίπτουσες αγωγές. Επομένως, και αφού δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι προς έρευνα, πρέπει να γίνουν δεκτές η υπό στοιχεία Α από 6-6-2023 έφεση της εκκαλούσας – ενάγουσας …………. κατά του πρώτου και της δεύτερης των εφεσίβλητων ως ουσιαστικά βάσιμη, όπως και η υπό στοιχεία Β από 6-6-2023 έφεση της εκκαλούσας – δεύτερης εναγόμενης «……………..» κατά της πρώτης εφεσίβλητης και η υπό στοιχεία Γ από 13-12-2023 έφεση του εκκαλούντος – πρώτου εναγόμενου …………… κατά της πρώτης εφεσίβλητης, ως βάσιμες κατ’ ουσίαν, και ακολούθως, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση (1268/2023) στο σύνολό της (για την ύπαρξη ενιαίου τίτλου εκτέλεσης) και στη συνέχεια, αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικαστεί κατ’ ουσίαν από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), και αφού περιληφθούν στην παρούσα απόφαση τα κεφάλαια της εκκαλουμένης απόφασης, τα οποία παρέμειναν αλώβητα, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν η από 18-4-2011 κύρια αγωγή, να υποχρεωθούν οι κυρίως εναγόμενοι να καταβάλουν έκαστος εις ολόκληρον στην κυρίως ενάγουσα το συνολικό ποσό των (1.917,37 ευρώ + 3.564,13 ευρώ + 1.307,52 ευρώ =) 6.789,02 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της κύριας αγωγής, να αναγνωριστεί ότι οι κυρίως εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν έκαστος εις ολόκληρον στην κυρίως ενάγουσα το ποσό των 12.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της κύριας αγωγής, να γίνει δεκτή η από 30-7-2012 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή ως βάσιμη στην ουσία της και να υποχρεωθεί η παρεμπιπτόντως εναγόμενη να καταβάλει στον παρεμπιπτόντως ενάγοντα κάθε χρηματικό ποσό, που αυτός θα υποχρεωθεί και τελικώς θα καταβάλει στην κυρίως ενάγουσα (για κεφάλαιο, τόκους και έξοδα), μειωμένο κατά το ποσό των 150,00 ευρώ, με ανώτατο όριο το ποσό των 450.000,00 ευρώ και με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα κατά την οποία ο παρεμπιπτόντως ενάγων θα καταβάλει το χρηματικό αυτό ποσό, και να γίνει δεκτή η από 23-5-2012 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή ως βάσιμη στην ουσία της και να υποχρεωθεί η παρεμπιπτόντως εναγόμενη να καταβάλει στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα κάθε χρηματικό ποσό, που αυτή θα υποχρεωθεί και τελικώς θα καταβάλει στην κυρίως ενάγουσα (για κεφάλαιο, τόκους και έξοδα), με ανώτατο όριο το ποσό των 750.000,00 ευρώ και με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα κατά την οποία η παρεμπιπτόντως ενάγουσα θα καταβάλει το χρηματικό αυτό ποσό. Εξάλλου, μετά τον καταμερισμό της δικαστικής δαπάνης ανάλογα με την έκταση της νίκης και της ήττας καθενός από τους διαδίκους, πρέπει μέρος των δικαστικών εξόδων της εκκαλούσας – κυρίως ενάγουσας, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, δεδομένου ότι μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, εξαφανίστηκε και η διάταξή της περί δικαστικών εξόδων, κατά μερική παραδοχή του νόμιμου σχετικού αιτήματος της τελευταίας, να επιβληθεί σε βάρος του πρώτου και της δεύτερης των εφεσίβλητων – κυρίως εναγόμενων (άρθρα 178 παρ. 1, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Ωστόσο, πρέπει να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων της κάθε παρεμπίπτουσας αγωγής, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου, που εφαρμόστηκαν, ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρα 179 εδ. α, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, όπως και πρωτοδίκως, καθότι, όπως προαναφέρθηκε ανωτέρω, τα σχετικά με τις παρεμπίπτουσες αγωγές κεφάλαια της εκκαλουμένης απόφασης δεν προσβλήθηκαν με τις εφέσεις και ως εκ τούτου δεν μεταβιβάστηκαν στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο (άρθρο 522 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του προαναφερόμενου παραβόλου, που κατατέθηκε από την εκκαλούσα της υπό στοιχεία Α από 6-6-2023 έφεσης για την άσκηση αυτής (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./6-6-2023 έκθεση κατάθεσης του αρμόδιου γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς), στην τελευταία, καθότι η έφεσή της αυτή έγινε δεκτή, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας, καθώς και να διαταχθεί η επιστροφή των προαναφερόμενων παραβόλων, που κατατέθηκαν από την εκκαλούσα της υπό στοιχεία Β από 6-6-2023 έφεσης και από τον εκκαλούντα της υπό στοιχεία Γ από 13-12-2023 έφεσης, για την άσκηση κάθε έφεσης αντίστοιχα (βλ. τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/9-6-2023 έκθεση κατάθεσης και τη με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../20-12-2023 έκθεση κατάθεσης του αρμόδιου γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντίστοιχα), στους τελευταίους, αντίστοιχα, καθότι οι εφέσεις τους αυτές έγιναν δεκτές, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ Α) την από 6-6-2023 έφεση, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …/2023 και ειδικό …./2023 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2023 και ειδικό …/2023, Β) την από 6-6-2023 έφεση, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό ……/2023 και ειδικό ……../2023 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2023 και ειδικό …./2023 και Γ) την από 13-12-2023 έφεση, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./2023 και ειδικό …../2023 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2023 και ειδικό …./2023, ερήμην του δεύτερου εφεσίβλητου της από 6-6-2023 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../2023 έφεσης και κατ’ αντιμωλίαν των λοιπών διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τυπικά την από 6-6-2023 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2023 έφεση κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 1268/2023 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία) ως προς την τρίτη των εφεσίβλητων.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ της εκκαλούσας της από 6-6-2023 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………/2023 έφεσης και της τρίτης των εφεσίβλητων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τυπικά την από 6-6-2023 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../2023 έφεση κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 1268/2023 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία) ως προς το δεύτερο και την τρίτη των εφεσίβλητων.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ της εκκαλούσας της από 6-6-2023 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2023 έφεσης και της τρίτης των εφεσίβλητων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τυπικά την από 13-12-2023 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2023 έφεση κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 1268/2023 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία) ως προς τη δεύτερη και την τρίτη των εφεσίβλητων.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ του εκκαλούντος της από 13-12-2023 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2023 έφεσης και της δεύτερης και της τρίτης των εφεσίβλητων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 6-6-2023 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2023 έφεση κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 1268/2023 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία) ως προς τον πρώτο και τη δεύτερη των εφεσίβλητων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 6-6-2023 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2023 έφεση κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 1268/2023 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία) ως προς την πρώτη των εφεσίβλητων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την από 13-12-2023 με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../2023 έφεση κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 1268/2023 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία) ως προς την πρώτη των εφεσίβλητων.
ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη με αριθμό 1268/2023 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία).
ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ ουσίαν την από 18-4-2011 με αριθμό κατάθεσης …./2011 κύρια αγωγή, την από 23-5-2012 με αριθμό κατάθεσης …../2012 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή και την από 30-7-2012 με αριθμό κατάθεσης …/2012 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την από 18-4-2011 κύρια αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τους κυρίως εναγόμενους να καταβάλουν έκαστος εις ολόκληρον στην κυρίως ενάγουσα το συνολικό ποσό των έξι χιλιάδων επτακοσίων ογδόντα εννέα ευρώ και δύο λεπτών (6.789,02 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι κυρίως εναγόμενοι οφείλουν να καταβάλουν έκαστος εις ολόκληρον στην κυρίως ενάγουσα το ποσό των δώδεκα χιλιάδων (12.000,00) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των κυρίως εναγόμενων μέρος των δικαστικών εξόδων της κυρίως ενάγουσας, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000,00) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ την από 30-7-2012 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την παρεμπιπτόντως εναγόμενη να καταβάλει στον παρεμπιπτόντως ενάγοντα κάθε χρηματικό ποσό, που αυτός θα υποχρεωθεί και τελικώς θα καταβάλει στην κυρίως ενάγουσα, για κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, μειωμένο κατά το ποσό των εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ, με ανώτατο όριο το ποσό των τετρακοσίων πενήντα χιλιάδων (450.000,00) ευρώ και με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα κατά την οποία ο παρεμπιπτόντως ενάγων θα καταβάλει το χρηματικό αυτό ποσό.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων της από 30-7-2012 παρεμπίπτουσας αγωγής.
ΔΕΧΕΤΑΙ την από 23-5-2012 προσεπίκληση – παρεμπίπτουσα αγωγή.
ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την παρεμπιπτόντως εναγόμενη να καταβάλει στην παρεμπιπτόντως ενάγουσα κάθε χρηματικό ποσό, που αυτή θα υποχρεωθεί και τελικώς θα καταβάλει στην κυρίως ενάγουσα, για κεφάλαιο, τόκους και έξοδα, με ανώτατο όριο το ποσό των επτακοσίων πενήντα χιλιάδων (750.000,00) ευρώ και με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα κατά την οποία η παρεμπιπτόντως ενάγουσα θα καταβάλει το χρηματικό αυτό ποσό.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων της από 23-5-2012 παρεμπίπτουσας αγωγής.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του με αριθμό …………/2023 e-παραβόλου στην εκκαλούσα – κυρίως ενάγουσα.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του με αριθμό ……../2023 e-παραβόλου στην εκκαλούσα – δεύτερη των κυρίως εναγόμενων.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του με αριθμό ……………./2023 e-παραβόλου στον εκκαλούντα – πρώτο των κυρίως εναγόμενων.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά την 5 Ιουνίου 2025 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, την 30 Ιουλίου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ