ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 500/2025
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΜΗΜΑ 2ο
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη και Νικολέττα Λαμπρίδου, Εφέτη – Εισηγήτρια, και από τη Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, την …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του εκκαλούντος : …………………., ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Του εφεσίβλητου : …………… ο οποίος εμφανίστηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Σωτήριο Λίβα (ΑΜΔΣΑ : …………).
Ο ενάγων ………… ζήτησε να γίνει δεκτή η από 16-7-2015 με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2015 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου …/2015 (εξαίρεση : …) αγωγή του, τακτικής διαδικασίας, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο, με τη με αριθμό 3136/2019 οριστική απόφασή του, κηρύχθηκε καθ’ ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το πρωτοβάθμιο αυτό δικαστήριο, στο οποίο η υπόθεση εισήχθη προς συζήτηση κατόπιν σχετικής κλήσης του ενάγοντος, εξέδωσε ερήμην του τελευταίου (ενάγοντος) κατά την τακτική διαδικασία τη με αριθμό 1690/2023 οριστική απόφασή του, με την οποία απέρριψε την αγωγή, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα σε αυτή (απόφαση).
Την απόφαση αυτή προσβάλλει ο ενάγων και ήδη εκκαλών, με την από 18-7-2023 έφεσή του, που κατατέθηκε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με αριθμό γενικό …./2023 και ειδικό ……/2023 και προσδιορίστηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς με αριθμό κατάθεσης γενικό …./2023 και ειδικό ……../2023 για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο.
Στη δικάσιμο αυτή η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου και συζητήθηκε.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ο εκκαλών δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε αυτοπροσώπως ως δικηγόρος δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και έγγραφες προτάσεις, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, ενώ ο εφεσίβλητος εμφανίστηκε παριστάμενος μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου του στο ακροατήριο και, αφού ο τελευταίος (δικηγόρος) έλαβε το λόγο από τον Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε, ζητώντας να γίνουν δεκτά όσα σ’ αυτές αναφέρονται, αντίστοιχα.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ι. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 242 παρ. 2, 524 παράγραφοι 1 και 2 και 528 ΚΠολΔ, όπως τα δύο τελευταία άρθρα ισχύουν μετά την αντικατάστασή τους με τα άρθρα, αντιστοίχως, 44 παρ. 1 και 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011 και εφαρμόζονται και στην προκειμένη περίπτωση κατά την οποία η έφεση ασκήθηκε μεταγενέστερα της ισχύος του ως άνω νόμου, προκύπτει ότι είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση ενώπιον των δευτεροβάθμιων δικαστηρίων στην περίπτωση κατά την οποία η έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης ασκήθηκε από το διάδικο, που δικάστηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην, οπότε, με την τυπική παραδοχή της έφεσης, η οποία λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργηθείσας αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας, εξαφανίζεται η πρωτόδικη απόφαση, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της έφεσης και αναδικάζεται η υπόθεση από το εφετείο, ενώπιον του οποίου η συζήτηση γίνεται πλέον προφορικά. Κατά συνέπεια, στην περίπτωση αυτή, που είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση ενώπιον του Εφετείου, δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και έτσι δεν είναι επιτρεπτή η παράσταση κατά τη συζήτηση με κοινή δήλωση των διαδίκων, που υπογράφεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, ή με δήλωση του ενός ή ορισμένων μόνο πληρεξουσίων, ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση. Η ως άνω απαγόρευση της παράστασης με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου στην περίπτωση του άρθρου 528 ΚΠολΔ ισχύει, μάλιστα, όχι μόνο για το διάδικο ο οποίος δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, αλλά και για τον αντίδικό του, ο οποίος είχε παραστεί κανονικά, γιατί διαφορετικά προφορική συζήτηση δεν νοείται, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα εκατέρωθεν ακρόασης και κατ’ αντιδικία συζήτησης της υπόθεσης, για να εξασφαλίζεται η αρχή της δίκαιης δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 της Ε.Σ.Δ.Α. (ΑΠ 635/2020, ΑΠ 1478/2019, ΑΠ 476/2017, ΤριμΕφΠατρ 127/2018 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Η υποβολή τέτοιας δήλωσης από μη παριστάμενο πληρεξούσιο δικηγόρο διαδίκου κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, για την οποία είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση, συνιστά μη προσήκουσα παράσταση αυτού έστω και αν έχει καταθέσει προτάσεις, συνεπαγόμενη την ερημοδικία του, με αποτέλεσμα οι προτάσεις του και οι σ’ αυτές περιεχόμενοι αυτοτελείς ισχυρισμοί, καθώς και τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, να μην λαμβάνονται υπόψη (ΑΠ 93/2013, ΤριμΕφΔωδ 28/2020 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 498 ΚΠολΔ, η επίσπευση της συζήτησης του ενδίκου μέσου της έφεσης γίνεται με κλήση, κάτω από το αντίγραφο του δικογράφου που έχει κατατεθεί ή με αυτοτελές δικόγραφο, το οποίο (κλήση) επιδίδεται στον αντίδικο. Για την επίσπευση, ως εκ τούτου, της συζήτησης δεν αρκεί μόνον ο προσδιορισμός δικασίμου για το ένδικο μέσο, αλλά απαιτείται και η επίδοση κλήσης στον αντίδικο (ΑΠ 1395/2017 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ). Σε περίπτωση ερημοδικίας διαδίκου και αδυναμίας διακρίβωσης του διαδίκου που επισπεύδει τη συζήτηση, αυτή κηρύσσεται απαράδεκτη, διότι λείπει η απαιτούμενη προδικασία, δηλαδή της κλήσης προς συζήτηση (ΑΠ 861/2023, ΑΠ 1269/2017, ΑΠ 361/2011 Τ.Ν.Π.ΝΟΜΟΣ).
ΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προκύπτει από τα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου κατά την αναφερόμενη στην αρχή της απόφασης δικάσιμο (21-11-2024) και κατά την εκφώνηση της υπόθεσης από το πινάκιο προς συζήτηση της από 18-7-2023 έφεσης του ερημοδικασθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος κατά του εναγόμενου και ήδη εφεσίβλητου και κατά της με αριθμό 1690/2023 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τακτική Διαδικασία), ο εκκαλών ως δικηγόρος (ΑΜΔΣΠ : …….) παραστάθηκε αυτοπροσώπως με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, έχοντας καταθέσει εμπροθέσμως έγγραφες προτάσεις, ενώ ο εφεσίβλητος εμφανίστηκε παριστάμενος μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Σωτηρίου Λίβα (ΑΜΔΣΑ : ………) στο ακροατήριο και κατέθεσε έγγραφες προτάσεις. Ωστόσο, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω μείζονα σκέψη, ενόψει του ότι η ένδικη έφεση ασκήθηκε από τον ενάγοντα, που δικάστηκε στον πρώτο βαθμό ερήμην, στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο η προφορική συζήτηση είναι υποχρεωτική και δεν είναι δυνατή η υποβολή δήλωσης από τον ενάγοντα δικηγόρο κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, αλλά αυτός πρέπει να παρίσταται στο δικαστήριο, ενώ μόνη η κατάθεση προτάσεων χωρίς παράσταση στο ακροατήριο δεν ισοδυναμεί με νόμιμη παράσταση, όχι μόνο για τον ερημοδικασθέντα στον πρώτο βαθμό διάδικο, αλλά και για τον αντίδικό του, ο οποίος είχε παραστεί κανονικά. Συνακόλουθα, κατά την εκφώνηση της ένδικης υπόθεσης από το πινάκιο στο παρόν Δικαστήριο, για την οποία είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση, ο εκκαλών, συνεπεία της μη νομότυπης παράστασής του, θεωρείται ως δικονομικά απών, εφόσον η παράστασή του με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ από τον ίδιο ως δικηγόρο, έστω και αν έχει καταθέσει προτάσεις, συνιστά μη προσήκουσα παράστασή του, συνεπαγόμενη την ερημοδικία του.
ΙΙΙ. Από δε την παραδεκτή επισκόπηση του δικογράφου της έφεσης προκύπτει ότι στον προσδιορισμό δικασίμου προς συζήτηση αυτής ενώπιον του Εφετείου προέβη ο εκκαλών, ο οποίος κατ’ αρχήν επισπεύδει τη συζήτηση αυτής. Από την άλλη πλευρά, ο εφεσίβλητος δεν προσκομίζει αντίγραφο της έφεσης που τυχόν του επιδόθηκε από τον αντίδικό του με τη σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή για την επίδοση, αντίθετα μάλιστα δηλώνει επανειλημμένως στις προτάσεις του ότι ουδέποτε του επιδόθηκε το δικόγραφο της ένδικης έφεσης με κλήση προς συζήτηση και τελικά ο ίδιος (εφεσίβλητος) έλαβε γνώση του ένδικου δικογράφου μετά από σχετική αίτηση που υπέβαλε αρμοδίως στη γραμματεία του Εφετείου (βλ. σελ. 1, 2 των προτάσεων και σελ. 99 επ. της προσθήκης – αντίκρουσης), ούτε άλλωστε προσκομίζει σχετικά περί του αντιθέτου έγγραφα, όπως τυχόν έκθεση επίδοσης της έφεσης (με κλήση προς συζήτηση) στον αντίδικό του. Εξάλλου, ενόψει του ότι ο εκκαλών ως μη νομίμως παριστάμενος διάδικος δικάζεται ερήμην, δεν λαμβάνονται υπόψη από το παρόν Δικαστήριο, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω σχετική μείζονα σκέψη, οι κατατεθειμένες προτάσεις του, καθώς και τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τον τελευταίο αποδεικτικά μέσα (έγγραφα κ.α.), μεταξύ των οποίων ενδεχομένως τυχόν έκθεση επίδοσης από δικαστικό επιμελητή της ένδικης έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση στον αντίδικό του. Κατόπιν τούτων και με βάση τις προδιαληφθείσες παραδοχές όμως, δεν δύναται να διακριβωθεί από το Δικαστήριο αν ο δικονομικά απολειπόμενος διάδικος και εν προκειμένω ο εκκαλών είναι αυτός που επισπεύδει τη συζήτηση της έφεσης, έχοντας επιδιώξει όχι μόνο τον προσδιορισμό δικασίμου προς συζήτηση της έφεσης, αλλά και με παραγγελία αυτού την κλήτευση του αντιδίκου του και αφού δεν προκύπτει εν γένει ποιος διάδικος επισπεύδει τη συζήτηση, πρέπει, κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του Δικαστηρίου, η συζήτηση της ένδικης έφεσης να κηρυχθεί απαράδεκτη, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω οικεία μείζονα σκέψη, γενομένου δεκτού άλλωστε του σχετικού αιτήματος του εφεσίβλητου (άρθρα 271 παρ. 2, 524 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ). Δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται, καθότι η παρούσα απόφαση είναι μη οριστική (άρθρο 191 παρ. 1 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Κηρύσσει απαράδεκτη τη συζήτηση της έφεσης.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά την 5 Ιουνίου 2025 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, την 25 Ιουλίου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ