Αριθμός 437 /2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 4ο
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σταυρούλα Λιακέα, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις ……….., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
Α) ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «………..» η οποία εδρεύει στην Αθήνα, με Α.Φ.Μ. …….. και με αρ. Γ.Ε.ΜΗ. ……, νομίμως εκπροσωπούμενη και νομίμως αδειοδοτηθείσα από την Τράπεζα της Ελλάδος ως Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, (Αρ. Απόφασης 207/1/29/11/2016 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος), ως μη δικαιούχου διαδίκου σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 και ως εντολοδόχου, ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………», με έδρα στον ……………. Ιρλανδία, όπως νομίμως εκπροσωπείται, κατά τα οριζόμενα στο από 06.12.2019 ιδιωτικό συμφωνητικό διαχείρισης απαιτήσεων, αντίγραφο του οποίου καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αρ. πρωτ. …./06.12.2019 (τομ…./αύξ. αρ. …..) και την από 05.12.2019 συμφωνία των μερών περί των ειδικών όρων παροχής των υπηρεσιών του διαχειριστή και δυνάμει του από 03.12.2019 πληρεξουσίου που επικυρώθηκε από τον συμβολαιογράφο Δουβλίνου ………. φέρει την από 04/12/2019 επισημείωση της σφραγίδας Χάγης με αρ. πρωτ. …………, η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………», που εδρεύει στην Αθήνα, με αριθμό ΓΕΜΗ ……… (πρώην ΑΡ. MAE …….. και με Α.Φ.Μ. ………..), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, υπό την ιδιότητά της ως ειδικής διαδόχου/εκδοχέως στοιχείων του ενεργητικού/παθητικού της υπό εκκαθάριση τελούσας τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………….», η οποία έχει πωλήσει δυνάμει της από 26 Ιουλίου 2019 σύμβασης αγοραπωλησίας και έχει μεταβιβάσει δυνάμει της από 6 Δεκεμβρίου 2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της από επιχειρηματικά δάνεια και τα σχετικά παρεπόμενα δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων και τυχόν εγγυήσεων και τυχόν άλλων ενοχικών και εμπραγμάτων εξασφαλίσεων, (αντίγραφο της οποίας σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων καταχωρίσθηκε νόμιμα σύμφωνα με το άρθ. 10 παρ. 8 του Ν. 3156/2003 στο Δημόσιο Βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …/06-12-2019 (τόμος …/αύξ. αρ. ….), η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Στέφανο Στεφανόπουλο [ΔΕ ΑΓΛΑΪΑ ΚΡΕΤΣΗ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ].
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ……… και 2) …………..οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους δικηγόρο Χριστίνα Παπαγεωργίου (ΔΕ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Γ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ) (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).
Β) ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Εταιρείας με την επωνυμία «………….» (η «…………»), που εδρεύει στη Νέα Σμύρνη Αττικής, με Α.Φ.Μ. … και αρ. Γ.Ε.ΜΗ …., νομίμως αδειοδοτηθείσης από την Τράπεζα της Ελλάδος (Απόφαση υπ’ αριθ. 505/20/28.06.2024 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων ΤτΕ (ΦΕΚ Β 3744/28-6-2024), ως εταιρεία Διαχείρισης Πιστώσεων δυνάμει των διατάξεων του Ν. 5072/2023, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει και της Πράξης 225/1/30.01.2024 της Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος, στην οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των απαιτήσεων της εταιρείας με την επωνυμία «…………….)» με έδρα στην Ιρλανδία (η «Δικαιούχος της Απαίτησης») κατά τα οριζόμενα στην από 26.09.2024 Σύμβαση Διαχείρισης (όπως αυτή καταχωρίστηκε νομίμως και αναγγέλθηκε στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …./27.09.2024 (τ. …. α.α ……) και σύμφωνα με τον Ν. 5072/2023, όπως ισχύει, και δυνάμει του υπ’ αριθ. ………./24.10.2024 πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……………, στην οποία Δικαιούχο της Απαίτησης, η εδρεύουσα στην Ιρλανδία εταιρία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………» (εφεξής «………..»), έχει εκχωρήσει και μεταβιβάσει ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της από δάνεια και πιστώσεις, δυνάμει της από 27.09.2024 Σύμβασης Πώλησης και Μεταβίβασης Απαιτήσεων (όπως αυτή καταχωρίστηκε νομίμως και αναγγέλθηκε στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …/27.09.2024 (τ. … αα ….), τις οποίες απαιτήσεις είχε μεταβιβάσει στην … λόγω τιτλοποίησης, σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 3156/2003, η Ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «………..» (εφεξής «…»), με έδρα την Αθήνα, οδός ………., με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. … και ΑΦΜ …., νομίμως εκπροσωπούμενης, υπό την ιδιότητά της ως ειδικής διαδόχου της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», η οποία έχει πωλήσει δυνάμει της από 26 Ιουλίου 2019 σύμβασης αγοραπωλησίας και έχει μεταβιβάσει δυνάμει της από 6 Δεκεμβρίου 2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της από επιχειρηματικά δάνεια και τα σχετικά παρεπόμενα δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων και τυχόν εγγυήσεων και τυχόν άλλων ενοχικών και εμπραγμάτων εξασφαλίσεων, (αντίγραφο της οποίας σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων καταχωρίσθηκε νόμιμα σύμφωνα με το άρθ. 10 παρ. 8 του Ν. 3156/2003 στο Δημόσιο Βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …../06-12-2019 (τόμος …/αύξ. αρ. ….), η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Στέφανο Στεφανόπουλο [ΔΕ ΑΓΛΑΪΑ ΚΡΕΤΣΗ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ].
ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Εταιρείας με την επωνυμία «…………..» η οποία εδρεύει στην Αθήνα, με Α.Φ.Μ. ………….. και με αρ. Γ.Ε.ΜΗ. ………, νομίμως εκπροσωπούμενης και νομίμως αδειοδοτηθείσας από την Τράπεζα της Ελλάδος ως Εταιρεία Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, (Αρ. Απόφασης 207/1/29/11/2016 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος), ως μη δικαιούχου διαδίκου σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 και ως εντολοδόχου, ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «…………..» με έδρα στον ………….Ιρλανδία, όπως νομίμως εκπροσωπείται, κατά τα οριζόμενα στο από 06.12.2019 ιδιωτικό συμφωνητικό διαχείρισης απαιτήσεων, αντίγραφο του οποίου καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αρ. πρωτ. …./06.12.2019 (τομ…../αύξ. αρ. …..) και την από 05.12.2019 συμφωνία των μερών περί των ειδικών όρων παροχής των υπηρεσιών του διαχειριστή και δυνάμει του από 03.12.2019 πληρεξουσίου που επικυρώθηκε από τον συμβολαιογράφο Δουβλίνου ……… και φέρει την από 04/12/2019 επισημείωση της σφραγίδας Χάγης με αρ. πρωτ. …………, η οποία κατέστη ειδική διάδοχος της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………», που εδρεύει στην Αθήνα, επί της οδού …………., με αριθμό ΓΕΜΗ ……… (πρώην ΑΡ. MAE ………. και με Α.Φ.Μ. ……….., όπως εκπροσωπείται νόμιμα, υπό την ιδιότητά της ως ειδικής διαδόχου της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «………», η οποία έχει πωλήσει δυνάμει της από 26 Ιουλίου 2019 σύμβασης αγοραπωλησίας και έχει μεταβιβάσει δυνάμει της από 6 Δεκεμβρίου 2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων, ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις της από επιχειρηματικά δάνεια και τα σχετικά παρεπόμενα δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων και τυχόν εγγυήσεων και τυχόν άλλων ενοχικών και εμπραγμάτων εξασφαλίσεων, (αντίγραφο της οποίας σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης απαιτήσεων καταχωρίσθηκε νόμιμα σύμφωνα με το άρθ. 10 παρ. 8 του Ν. 3156/2003 στο Δημόσιο Βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών με αριθμό πρωτοκόλλου …../06-12-2019 (τόμος …/αύξ. αρ. …), η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Στέφανο Στεφανόπουλο [ΔΕ ΑΓΛΑΪΑ ΚΡΕΤΣΗ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ].
ΚΑΘ ΏΝ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: 1) ………….και 2) …………. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσιά τους Δικηγόρο Χριστίνα Παπαγεωργίου [ΔΕ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Γ. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ] (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.)·
Οι ……… και ……….. (υπό στοιχ Α εφεσίβλητοι-υπό στοιχ Β καθ΄ ων η πρόσθετη παρέμβαση) άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 2.5.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2023) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ 1446/2024 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η καθ΄ ης η ανακοπή και ήδη υπό στοιχ Α εκκαλούσα-υπό στοιχ Β προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρεία με την επωνυμία «…………» με την από 10.6.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ……./2024- ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ………../2024) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ήδη υπό στοιχ Β προσθέτως παρεμβαίνουσα εταιρεία κατέθεσε την από 7.3.2025 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2025) πρόσθετη παρέμβαση, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε επίσης η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Ο πληρεξούσιος δικηγόρος των υπό στοιχ Α εκκαλούσας, υπο στοιχ Β προσθέτως παρεμβαίνουσας και υπό στοιχ Β υπερ ης η προσθετη παρέμβαση, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε. Η πληρεξούσια δικηγόρος των η οποία υπό στοιχ Α εφεσιβλήτων- υπό στοιχ Β καθ΄ ων η πρόσθετη παρέμβαση, η οποία παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου οι: α) η από 10.06.2024 (με Γ.Α.Κ…../2024 και με Ε.Α.Κ…../2024 κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά την 18.06.2024 έφεση, επικυρωμένο αντίγραφο της οποίας για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 18.06.2024 με Γ.Α.Κ. …./2024 και Ε.Α.Κ. …./2024) έφεση και β) η από 07.03.2025 (αρ. εκ. κατ. …./38/10.03.2025 ασκηθείσα με ιδιαίτερο δικόγραφο αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………..» (……….), υπέρ της εκκαλούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………….», οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της υπαγωγής τους στην αυτή διαδικασία και της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας και της σχέσης τους ως κυρίου και παρεπόμενου, ενώ περαιτέρω κατά την κρίση του Δικαστηρίου, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επί πλέον δε επέρχεται μείωση εξόδων (άρθρο 31 και 246 ΚΠοΛΔ).
Η από η από 10.06.2024 (με Γ.Α.Κ…../202 και με Ε.Α.Κ…../2024) κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά την 18.06.2024 έφεση, επικυρωμένο αντίγραφο της οποίας για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 18.06.2024 με Γ.Α.Κ. …./2024 και Ε.Α.Κ. …../20245) της ηττηθείσας πρωτοδίκως καθ΄ης η ανακοπή, προς εξαφάνιση της υπ΄ αριθμό 1446/2024 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (αρθρα 614 επ. ΚΠΟΛΔ), έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως κατά τα άρθρα 495, όπως ισχύει μετά την τροποποίηση της με το άρθρο τρίτο του ν. 4335/2015 που εφαρμόζεται για τις εφέσεις που ασκούνται από την 1.1.2016, 499, 500, 511, 513 παρ1 εδ. β, 516 παρ. 1 εδ. β και 517 και 518 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του με το ανωτέρω άρθρο, δηλαδή πριν παρέλευση διετίας από τη δημοσίευση της, εφόσον δεν προκύπτει αλλά ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, ούτε προκύπτει άλλος λόγος απαραδέκτου, καθόσον η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 30.04.2024, το δε εφετήριο κατατέθηκε στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά στις 18.06.2024. Είναι παραδεκτή εφόσον κατατέθηκε από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο παράβολο ποσού 100 ευρώ (με αριθμό ……………/2024) για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρ. 495 § 3Α περ. β΄ Κ.Πολ.Δ.) και συνεπώς πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).
Εφόσον οι Εταιρίες συμμετέχουν σε οποιαδήποτε δίκη με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου το δεδικασμένο της απόφασης καταλαμβάνει και τον δικαιούχο της απαίτησης. Αμφότεροι οι ως άνω νόμοι 3156/2003 και 4354/2015 έχουν παραπλήσιο αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής, καθώς και οι δύο καθορίζουν τις προϋποθέσεις για την μεταβίβαση – πώληση των απαιτήσεων (ειδικά δε στην περίπτωση του Ν. 4354/2015 των τραπεζικών) από τους φορείς τους προς τρίτους, με τη διαφοροποίηση ότι στην περίπτωση του Ν. 3156/2003, μετά την πώληση ακολουθεί το στάδιο τη έκδοσης ομολογιών (της τιτλοποίησης) και ρυθμίζουν τη διαχείριση και είσπραξη των απαιτήσεων αυτών από εταιρείες διαχείρισης, ωστόσο ο Ν. 4354/2015 περιέχει πληρέστερο ρυθμιστικό πλαίσιο για το καθεστώς λειτουργίας των εταιρειών διαχείρισης, τόσο στο πεδίο του ουσιαστικού, όσο και στο πεδίο του δικονομικού δικαίου. Όπως προεκτέθηκε, στην περίπτωση της μεταβίβασης απαιτήσεων με σκοπό την τιτλοποίηση σύμφωνα με το ν. 3156/2003, στο άρθρο 10 παρ. 14 αυτού ορίζεται ότι η είσπραξη και εν γένει διαχείριση των τιτλοποιημένων απαιτήσεων μπορεί να ανατίθεται συμβατικά σε πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα, στον ίδιο τον μεταβιβάζοντα ή σε τρίτο – εγγυητή με τις προϋποθέσεις που ειδικότερα ορίζονται σ’ αυτή. Με τη διάταξη αυτή δεν παρέχεται ρητά στην εταιρεία διαχείρισης, η οποία, συμβαλλόμενη με την εταιρεία απόκτησης, αποκτά κατά το ουσιαστικό δίκαιο την εξουσία είσπραξης αλλότριας απαίτησης (ήτοι απαίτησης της εταιρείας απόκτησης), και η δικονομική εξουσία να εγείρει αγωγή και κάθε άλλο ένδικο βοήθημα για την είσπραξή της, με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου, αιτούμενη έννομη προστασία στο όνομά της, όπως ρητά προβλέπεται τούτο για τις εταιρείες διαχείρισης στην προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 4354/2015, δυνάμει της οποίας ο νομοθέτης εξόπλισε τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, στις οποίες ανατίθεται η διαχείριση απαιτήσεων, με βάση το νόμο αυτό, και με τη δικονομική εξουσία να ενεργούν, ως μη δικαιούχοι διάδικοι, στο όνομά τους, το σύνολο των αναγκαίων δικαστικών, αλλά και εξώδικων ενεργειών, προς είσπραξη των υπό την διαχείρισή τους απαιτήσεων. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 εξαιρετική νομιμοποίηση της εταιρείας διαχείρισης ως μη δικαιούχου διαδίκου, διευκολύνει τις εταιρείες απόκτησης, οι οποίες συνήθως έχουν έδρα στην αλλοδαπή, καθώς απαλλάσσονται από το βάρος της διαχείρισης των απαιτήσεων αυτών και της επιμέλειας της δικαστικής επιδίωξής τους, αφού αυτή ασκείται αποκλειστικά από τις εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων (άρθρο 1 στοιχ. γ’ Ν. 4354/2015), χωρίς να βλάπτει τα ουσιαστικά δικαιώματα των δανειοληπτών – καταναλωτών, οι οποίοι ασκούν τα δικαιώματά τους ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων κατά εταιρειών, οι οποίες έχουν λάβει ειδική άδεια από την Τράπεζα της Ελλάδος, που έχει δημοσιευθεί στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και οι οποίες εδρεύουν στην Ελλάδα και λειτουργούν εντός ενός συγκεκριμένου αυστηρού νομικού καθεστώτος εποπτευόμενες από την Τράπεζα της Ελλάδος. Ενόψει αυτών είναι ερευνητέο, αν οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων του Ν. 4354/2015 απολαμβάνουν την προβλεπόμενη από το νόμο αυτό εξαιρετική νομιμοποίηση ως μη δικαιούχοι διάδικοι και στην περίπτωση που τους έχει ανατεθεί η διαχείριση απαιτήσεων με το καθεστώς του Ν.3156/2003, μολονότι τέτοια νομιμοποίηση δεν θεσπίζεται ρητά με το Ν. 3156/2003. Στην ελληνική έννομη τάξη η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση προϋποθέτει ειδική νομοθετική ρύθμιση, η οποία απονέμει στο πρόσωπο την ιδιότητα του μη δικαιούχου ή μη υπόχρεου διαδίκου, όπως λχ συμβαίνει με το σύνδικο της πτώχευσης, τον εκτελεστή διαθήκης, τον εκκαθαριστή κληρονομίας, τον αναγκαστικό διαχειριστή, τον Εισαγγελέα στη δίκη ακύρωσης του γάμου κλπ. Ωστόσο, η πρόβλεψη μιας περίπτωσης εξαιρετικής νομιμοποίησης από το νομοθέτη δεν απαιτεί πανηγυρική διατύπωση ότι πρόκειται για μη δικαιούχο ή μη υπόχρεο διάδικο, εφόσον από την τελολογική ερμηνεία της εφαρμοστέας διάταξης, σύμφωνα με την οποία μεταξύ των περισσοτέρων δυνατών νοημάτων, που καλύπτονται από το γράμμα του ερμηνευόμενου κανόνα δικαίου πρέπει να αναζητείται εκείνο που επιτυγχάνει την πληρέστερη πραγμάτωση του ρυθμιστικού σκοπού του, δηλαδή την πληρέστερη διασφάλιση της αξιολογικής στάθμισης των εκατέρωθεν συμφερόντων, προκύπτει ότι ο σκοπός του νομοθέτη είναι να εξοπλίσει το πρόσωπο, που νομιμοποιείται προς είσπραξη μιας απαίτησης τρίτου κατά το ουσιαστικό δίκαιο και με τη δικονομική εξουσία να ενεργεί κάθε αναγκαία για την είσπραξή της διαδικαστική πράξη και ενέργεια με την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου. Προς τούτο συγκλίνει και η αντικειμενική θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο ερμηνευτής ενός κανόνα δικαίου αναζητεί το αντικειμενικό νόημα του νόμου, δηλαδή την ενυπάρχουσα στον κανόνα δικαίου λογική, έτσι ώστε αυτός, ενόψει του όλου συστήματος δικαίου, των υφισταμένων συνθηκών και των αντιμαχομένων συμφερόντων και αναγκών να μπορεί να επιτελέσει τον σκοπό για τον οποίο θεσπίστηκε. Ο νομοθέτης, στο άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015 ρύθμισε ρητά το ειδικό δικονομικό καθεστώς των εταιρειών διαχείρισης, απονέμοντας σ’ αυτές την ιδιότητα του μη δικαιούχου διαδίκου. Ωστόσο, αυτές οι εταιρείες διαχείρισης υπάγονται σε μια ευρύτερη κατηγορία εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις, όπως είναι και εκείνες του Ν. 3156/2003. Ως εκ τούτου η διαφορετική αντιμετώπιση των εταιρειών διαχείρισης του Ν. 3156/2003 από εκείνες του Ν. 4354/2015 θα έχει ως συνέπεια λογική ανακολουθία στο εσωτερικό σύστημα του νόμου. Αυτό, άλλωστε, συνάγεται και από τη συστηματική ερμηνεία των ως άνω κανόνων δικαίου, οι οποίοι παρουσιάζουν νοηματική και λειτουργική συνοχή μεταξύ τους, αφού και οι δύο ρυθμίζουν τη διαχείριση και είσπραξη απαιτήσεων τρίτων. Γι’ αυτό οι ανωτέρω δύο νόμοι θα πρέπει να ερμηνεύονται και να εφαρμόζονται κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να βρίσκονται σε αρμονία μεταξύ τους, ανεξαρτήτως αν η απόκτηση των απαιτήσεων από τις εταιρείες ειδικού σκοπού έγινε με τη διαδικασία της τιτλοποίησης και εκχώρησης βάσει του Ν. 3156/2003 ή με τη διαδικασία της πώλησης βάσει του Ν. 4354/2015. Περαιτέρω, στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 δ’ του Ν. 4354/2015 ορίζεται ότι οι διατάξεις του δεν επηρεάζουν την εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 3156/2003, ενώ και στην αιτιολογική έκθεση αυτού σημειώνεται ότι “παρέχονται στα πιστωτικά ιδρύματα τα θεσμικά εργαλεία αξιοποίησης του χαρτοφυλακίου τους, καθώς θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν είτε την εφαρμογή του νόμου περί τιτλοποίησης απαιτήσεων (Ν. 3156/2003) είτε το θεσμικό πλαίσιο που προκρίνεται με το Ν. 4354/2015). Η προβλεπόμενη με την πιο πάνω διάταξη παράλληλη εφαρμογή των δύο νομοθετημάτων αναφέρεται στη διαδικασία μεταβίβασης των απαιτήσεων και σκοπεύει να διευκολύνει τις συναλλαγές που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 3156/2003, απαλλάσσοντας τους συμβαλλόμενους από τις επιπλέον προβλεπόμενες ειδικότερες προϋποθέσεις που απαιτούνται για τη μεταβίβαση των απαιτήσεων με βάση το Ν. 4354/2015. Η ως άνω ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία επιβάλλεται ενιαία εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 4 του Ν. 4354/2015, τόσο στις περιπτώσεις που η διαχείριση των απαιτήσεων έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του Ν. 3156/2003, όσο και όταν έχει αναληφθεί με βάση τις διατάξεις του Ν. 4354/2015, εξυπηρετεί το νομοθετικό σκοπό της διευκόλυνσης της διαχείρισης των απαιτήσεων και επιλύει κατά τρόπο ενιαίο το ζήτημα της δικονομικής υπόστασης των εταιρειών διαχείρισης απαιτήσεων, επιτυγχάνοντας έτσι την αρμονική ένταξη του ερμηνευόμενου Ν. 3154/2003 στο σύστημα, χωρίς η προσέγγιση αυτή να επηρεάζεται από τις διαφορετικές συνθήκες κάτω από τις οποίες θεσπίστηκαν τα ως άνω δύο νομοθετήματα. Η διαφορετική αντιμετώπιση του ζητήματος, σύμφωνα με την οποία οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις του Ν. 4354/2015 διαθέτουν την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 αυτού, μόνο όταν η μεταβίβαση και ανάθεση της διαχείρισης των απαιτήσεων στις εν λόγω εταιρείες γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 4354/2015 και όχι όταν έχει πραγματοποιηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων του Ν. 3156/2003, θα ήταν αντίθετη προς την αρχή της ενότητας και ασφάλειας του δικαίου, η οποία απορρέει από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδαφ. α’ του Συντάγματος και επιβάλλει τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε νομοθετικών ρυθμίσεων, η οποία πρέπει να τηρείται, ιδίως όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές συνέπειες για τους ενδιαφερόμενους, όπως οι προαναφερόμενες διατάξεις. Τέλος, υπέρ της ανωτέρω ερμηνευτικής προσέγγισης ότι ο διαχειριστής των τιτλοποιημένων απαιτήσεων του Ν. 3156/2003 νομιμοποιείται ως μη δικαιούχος διάδικος αποτελεί και η ιστορική καταγωγή του Ν. 3156/2003. Ειδικότερα, η τιτλοποίηση απαιτήσεων προβλέφθηκε για πρώτη φορά στην ελληνική νομοθεσία με το άρθρο 14 του Ν. 2801/2000 και αφορούσε την τιτλοποίηση απαιτήσεων του Ελληνικού Δημοσίου, στη συνέχεια δε, ο θεσμός αυτός επεκτάθηκε και στον ιδιωτικό τομέα με τη θέσπιση του Ν. 3156/2003. Με την παρ. 13 του άρθρου 14 του άνω Ν. 2801/2000 ορίστηκε ότι η είσπραξη των εκχωρούμενων απαιτήσεων συνεχίζει να γίνεται από το Ελληνικό Δημόσιο στο όνομα και για λογαριασμό αυτού, σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά διατάξεις, για την είσπραξη δημόσιων εσόδων και με όλα τα διαδικαστικά προνόμια του Ελληνικού Δημοσίου, σαν να μην είχε λάβει χώρα εκχώρηση ή μεταβίβαση των σχετικών απαιτήσεων, οι δε προβλεπόμενες επί των εσόδων κρατήσεις και δικαιώματα υπέρ τρίτων αποδίδονται στους δικαιούχους τους, με βάση τις ισχύουσες διατάξεις. Ο εκδοχέας των απαιτήσεων δεν νομιμοποιείται να παρέμβει ή να συμμετάσχει κατά οποιονδήποτε τρόπο στις σχετικές διαδικασίες. Οι διατάξεις της παρούσας παραγράφου εφαρμόζονται κατ αναλογία και όταν πρόκειται για εκχώρηση απαιτήσεων ΝΠΔΔ. (ολ. Α.Π 1/2023 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).
Από τη διάταξη του άρθρου 80 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι τρίτος μπορεί να ασκήσει σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόσθετη παρέμβαση για την υποστήριξη κάποιου διαδίκου, μέχρι να εκδοθεί αμετάκλητη απόφαση, συνεπώς για πρώτη φορά και ενώπιον του εφετείου, περιοριζόμενος σε μόνη την υποστήριξη ή αντίκρουση των λόγων της έφεσης, εφόσον έχει έννομο συμφέρον. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 81 παρ. 1 και 215 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για την αγωγή, δηλαδή με κατάθεση του δικογράφου στη γραμματεία του δικαστηρίου, στο οποίο απευθύνεται, που είναι αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας και ολοκληρώνεται με την κοινοποίηση αυτής στους διαδίκους, η οποία στην περίπτωση, που ασκείται για πρώτη φορά στο εφετείο, πρέπει, να γίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 1 σε συνδυασμό με 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ, σε όλους τους μέχρι την άσκησή της διαδίκους, τουλάχιστον δέκα ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Έννομο συμφέρον για την άσκηση της πρόσθετης παρέμβασης υφίσταται, όταν με την πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης, που, είτε απειλούνται από τη δεσμευτικότητα και την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί, είτε υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της, ως τρίτος δε, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 80 του ΚΠολΔ, νοείται εκείνος ο οποίος δεν είχε προσλάβει την ιδιότητα του διαδίκου με οποιοδήποτε τρόπο στην αρχική δίκη ή σε στάδιο προηγούμενης δίκης επί της υπόθεσης (ΑΠ 1329/2017 ΕΕμπΔ 2018. 869, ΑΠ 611/2013 ΝοΒ 2013. 2195). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 83 του ΚΠολΔ, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 μέχρι 78. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για το χαρακτηρισμό της πρόσθετης παρέμβασης ως αυτοτελούς είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής ενέργειας αυτής στις έννομες σχέσεις του τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα της άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών της απόφασης σε βάρος τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην ήδη εκκρεμή δίκη, όσον αφορά στις σχέσεις του παρεμβαίνοντος προς τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη μια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας επισύρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης. Η ασκούμενη κατά το άρθρο 83 του ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με το διάδικο υπέρ του οποίου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου ως αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεσή του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου. Ως αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση πρέπει να θεωρηθεί και εκείνη, την οποία ασκεί αυτός που έγινε διάδοχος του διαδίκου όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το πέρας αυτής (άρθρο 225 παρ. 2 του ΚΠολΔ), αφού το δεδικασμένο από τη δίκη ισχύει υπέρ και κατά αυτού κατ’ άρθρο 325 αριθ. 2 του ΚΠολΔ (ΑΠ 1102/2022 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 368/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1564/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1731/2011 ΝΟΜΟΣ). Κατά δε την έννοια του άρθρου 76 παρ. 4 του ΚΠολΔ η άσκηση των ενδίκων μέσων από κάποιον από τους αναγκαίους ομοδίκους έχει αποτέλεσμα και για τους άλλους. Έτσι, αν κάποιος αναγκαίος ομόδικος άσκησε ένδικο μέσο, θεωρούνται από το νόμο ως ασκήσαντες αυτό και οι ομόδικοί του παρόλο που αδράνησαν, έστω και αν έχει παρέλθει ως προς αυτούς η προθεσμία άσκησης του ενδίκου μέσου (ΟλΑΠ 63/1981 ΝοΒ 29. 1257).
Στην προκειμένη περίπτωση μετά την άσκηση της ένδικης έφεσης και πριν από τη συζήτηση αυτής, όπως από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει, η Εταιρία με την επωνυμία «…………..» (η <<………….>>), που εδρεύει στην Αθήνα (………..), με Α.Φ.Μ. …….. και με αρ. ΓΕΜΗ ……… και έχει νομίμως αδειοδοτηθεί από την Τράπεζα της Ελλάδος ως εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις (Απόφαση υπ’ αριθ. 505/20/28.6.2024 της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος (ΦΕΚ β 3744/28.6.2024), στην οποία έχει ανατεθεί η διαχείριση των απαιτήσεων της εδρεύουσας στην Ιρλανδία εταιρείας, με την επωνυμία « ……………», (δικαιούχος απαίτησης), κατά τα οριζόμενα στην από 26.9.2024 σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων, (αντίγραφο της οποίας καταχωρίσθηκε νόμιμα στο Δημόσιο Βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με αριθμό πρωτοκόλλου …./27.9.2024 (τόμος ……/αύξ. Αρ … ) και σύμφωνα με το νόμο 5072/2023, όπως ισχύει και δυνάμει του υπ΄ αριθμό ………./24.10.2024 πληρεξουσίου της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……….. στην δικαιούχο της απαίτησης η εδρεύουσα στην Ιρλανδία εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………..», έχει εκχωρήσει και μεταβιβάσει τις απαιτήσεις της από δάνεια και πιστώσεις, δυνάμει της από 27.09.2024 Ελληνικής Σύμβασης πώλησης και Εκχώρησης Απαιτήσεων, με αριθμό πρωτοκόλλου …./27.09.2024 (τόμος ….. /αύξ. Αρ ……), τις οποίες έχει μεταβιβάσει στην Symbol λόγω τιτλοφόρησης, σύμφωνα με το άρθ. 10 του Ν. φακισεων 3156/2003, η ανώνυμη Τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία <<……….>> με αριθμό Γ.Ε.Μ.Η ………. και με Α.Φ.Μ ………….., υπό την ιδιότητα της ως ειδικής διαδόχου της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<……….>> η οποία έχει πωλήσει δυνάμει της από 26.07.2019 σύμβασης αγοραπωλησίας και έχει μεταβιβάσει δυνάμει της από 6 Δεκεμβρίου 2019 σύμβαση πώλησης και διαχείρισης απαιτήσεων, ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις από επιχειρηματικά δάνεια και τα σχετικά παρεπόμενα δικαιώματα, συμπεριλαμβανόμενων και τυχόν εγγυήσεων και άλλων ενοχικών και εμπράγματων εξασφαλίσεων (αντίγραφο της οποίας καταχωρίσθηκε νόμιμα στο Δημόσιο Βιβλίο του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών, με αριθμό πρωτοκόλλου …/6.12.2019 (τόμος ……/αύξ. Αρ ….), κατέθεσε, στις 10.03.2025, το πρώτον, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, την από 07.03.2025 (αρ. εκ. κατ. …./2025) ασκηθείσα με ιδιαίτερο δικόγραφο αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..», (………..) υπέρ της εφεσίβλητης ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία <<…………….», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, και κατά των εφεσιβλήτων – ανακοπτόντων η οποία επιδόθηκε νομίμως και εμπροθέσμως στην εφεσίβλητη-υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση ανώνυμη τραπεζική εταιρεία (όπως προκύπτει από την με αριθμό ….΄/13.03.2025 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Αθηνών, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………… και την με αριθμό ……../12.03.2025 έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς), επικαλούμενη, ως έννομο συμφέρον της, το γεγονός ότι είναι νόμιμη διαχειρίστρια της ως άνω αλλοδαπής εταιρείας ειδικού σκοπού, υπέρ και κατά της οποίας ισχύει το δεδικασμένο από την παρούσα δίκη (άρθρ. 325 ΚΠολΔ), ως ειδικής διαδόχου της ως άνω ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας, εφεσίβλητης, καθώς στις ως άνω μεταβιβασθείσες απαιτήσεις περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και η ένδικη απαίτηση της τελευταίας (εκκαλούσας), επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 549/2021 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Επομένως, η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση, η οποία, σύμφωνα και με τις προαναφερόμενες σκέψεις, έχει σαφώς χαρακτήρα αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, είναι παραδεκτή και νόμιμη κατ` άρθρο 80 και 83 ΚΠοΔ, με αποτέλεσμα, μεταξύ της κυρίας διαδίκου εκκαλούσας και της προσθέτως υπέρ αυτής παρεμβαίνουσας, να δημιουργείται σχέση επιγενόμενης αναγκαίας ομοδικίας καθ’ όσον η ισχύς της εκδοθησομένης απόφασης, δηλαδή το εξ αυτής δεδικασμένο, η εκτελεστότητα και η τυχόν διαπλαστική ενέργεια, καταλαμβάνει και την ειδική διάδοχο μετά την εκκρεμοδικία και πρέπει να συνεκδικασθεί με την κρινόμενη έφεση, γιατί διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρα 246 και 524 παρ.1 ΚΠολΔ), πέραν του ότι η πρόσθετη παρέμβαση δεν είναι επιδεκτική χωριστής συζήτησης, από εκείνη της εκκρεμούς δίκης, αφού δεν έχει αυτοτέλεια έναντι της ανακοπής, αλλά εξαρτάται από την κύρια δίκη, που ανοίχθηκε με το ένδικο μέσο, από την οποία δεν μπορεί να χωριστεί (βλ. σχετ. ΑΠ 368/2019 ό.π., ΑΠ 1426/2013 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΑθ 2407/2021 ό.π., ΤριμΕφΠατρ 58/2021 ό.π., ΜονΕφΠειρ 412/2021 Δημ. Ιστοσελ. ΕφΠειρ, ΜονΕφΘεσ 266/2021 ό.π., ΜονΕφΑιγ 31/2020 ό.π, ΜονΕφΠατρ 142/2020 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 4499/2000 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 4355/2002, ΕλλΔ/νη 2004/206).
Με την υπό κρίση από 02.05.2023 (Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …………/05.05.2023), ανακοπή που άσκησαν οι ανακόπτοντες – εφεσίβλητοι – καθ΄ ων η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, εναντίον της καθ’ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσας – υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ισχυρίζονται με τον πέμπτο λόγο αυτής ότι ήδη την 11η.04.2022 ο πρώτος εξ αυτών και την 08η.07.2022 ο δεύτερος, υπέβαλαν αιτήσεις μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας της Γενικής Γραμματείας Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους για την εξωδικαστική ρύθμιση των οφειλών τους προς τις τράπεζες. Ότι η καθ’ ης και ήδη εκκαλούσα , μολονότι γνώριζε, διά των υπαλλήλων της, ότι είχε ξεκινήσει η σχετική διαδικασία για την εξωδικαστική ρύθμιση των οφειλών τους και ότι αυτή δεν έχει ολοκληρωθεί εισέτι, χωρίς η καθυστέρηση αυτή να οφείλεται σε δική τους υπαιτιότητα, αν και στο άρθρο 18 του Ν. 4738/2020 προβλέπεται η αναστολή των μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης των συμμετεχόντων πιστωτών του Ν. 4738/2020, όλως καταχρηστικά τους επέδωσε την από 03.04.2023 επιταγή προς πληρωμή. Με αυτό το περιεχόμενο ζήτησαν ακυρωθεί η από 04.03.2023 επιταγή προς πληρωμή. Επί της ανακοπής αυτής, εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η με αριθμό 1446/2024 απόφαση του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (εκκαλουμένη) δυνάμει της οποίας έγινε δεκτός ως βάσιμος κατ΄ ουσίαν ο ως άνω λόγος ανακοπής και ακυρώθηκε η από 03.04.2023 επιταγή προς πληρωμή η οποία συντάχθηκε κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό 549/2021 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Κατά της εν λόγω οριστικής αποφάσεως η καθ΄ ης η ανακοπή και ήδη εκκαλούσα, ως ηττηθείσα διάδικος, παραπονείται με την ως άνω έφεσή της για τους αναφερόμενους ειδικότερα σε αυτήν λόγους, οι οποίοι συνοψίζονται, όπως αυτοί εκτιμώνται από το Δικαστήριο, σ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων. Ζητεί δε, να γίνει αυτή καθ’ ολοκληρία δεκτή, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, με σκοπό να απορριφθεί στο σύνολό της η υπό κρίση ανακοπή και να καταδικαστούν οι εφεσίβλητοι στη δικαστική της δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.
Από τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους έγγραφα αποδείχτηκαν τα κάτωθι πραγματικά περιστατικά: Σε βάρος των ανακοπτόντων και ήδη εφεσιβλήτων εξεδόθη στις 21.10.2021 η υπ’ αριθμόν ……/2021 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, της οποίας ακριβές αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο μετά της από 02.12.2021 επιταγής προς πληρωμή επιδόθηκε στον μεν πρώτο ανακόπτοντα και ήδη εφεσίβλητο στις 07.12.2021 (βλ. την υπ’ αριθμόν ………./07.12.2021 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Γυθείου, …….), στον δεύτερο ανακόπτοντα και ήδη εφεσίβλητο στις 06.12.2021 (βλ. την υπ’ αριθμόν ……12.2021 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …………..). Οι ανακόπτοντες και ήδη εφεσίβλητοι δεν άσκησαν την ανακοπή του άρθρου 632 ΚΠολΔ και στη συνέχεια η καθ’ ης και ήδη εκκαλούσα επέδωσε σε αυτούς για δεύτερη φορά αντίγραφο από το πρώτο εκτελεστό απόγραφο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής, στον μεν πρώτο ανακόπτοντα στις 24.04.2023, στον δε δεύτερο ανακόπτοντα στις 11.04.2023, όπως προκύπτει από την υπ΄ αριθμόν …. ../24.04.2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Γυθείου, …………… και την υπ’ αριθμόν …../11.04.2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, …. . και με την από 03.04.2023 επιταγή προς πληρωμή, διέταξε αυτούς να της καταβάλουν εις ολόκληρον το ποσό των 49.588,50 ευρώ (ως μέρος της συνολικής οφειλής τους, όπως αυτό διαμορφώθηκε κατόπιν μεταγενέστερων καταβολών), εντόκως από την 17η.07.2021 και με εξαμηνιαίο ανατοκισμό των τόκων, το ποσό των 850,00 ευρώ για δικαστική δαπάνη, καθώς και το ποσό των 78,00 ευρώ για έκδοση και επικύρωση αντιγράφου, για επίδοση του αντιγράφου μετά της επιταγής και για τη σύνταξη της επιταγής. Αποδείχτηκε ότι οι ανακόπτοντες και ήδη εφεσίβλητοι, σε χρόνο προγενέστερο της επίδοσης της από 03.04.2023 επιταγής προς πληρωμή, είχαν ήδη ξεκινήσει τις διαδικασίες για την ένταξή τους στο Ν. 4738/2020, με σκοπό την εξωδικαστική διευθέτηση των οφειλών τους, μεταξύ των οποίων και της επίδικης, έχοντας προβεί σε υποβολή των σχετικών αιτήσεων του άρθρου 8 του ανωτέρω νόμου, όπως προκύπτει από την με αριθμό πρωτοκόλλου …./11.04.2022 για τον πρώτο ανακόπτοντα και με αριθμό πρωτοκόλλου …/08.07.2022 για τον δεύτερο ανακόπτοντα). Σύμφωνα με την με αριθμό πρωτοκ. …../29.02.2024 βεβαίωση μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών υπεβλήθη αίτηση με αριθμ πρωτ. ….. για τον Α.Φ.Μ ….. με ημερομηνία οριστικής υποβολής την 04.08.2023 και σύμφωνα με την με αριθμό ……/29.02.2024 βεβαίωση της Γενικής Γραμματείας Χρηματοπιστωτικού Τομέα και Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους μέσω της ίδιας πλατφόρμας υπεβλήθη αίτηση με αριθμ πρωτ. ….. για τον Α.Φ.Μ …… με ημερομηνία οριστικής υποβολής την 04.08.2023. Σύμφωνα δε με τις προσαχθείσες το πρώτον ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό πρωτοκόλλου …/22.03.2025 για τον πρώτο ανακόπτοντα και ήδη εφεσίβλητο και με αριθμό πρωτοκόλλου …./22.03.2025 για τον δεύτερο ανακόπτοντα και ήδη εφεσίβλητο βεβαιώσεις της Γενικής Γραμματείας Χρηματοπιστωτικού Τομέα και Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών υπεβλήθηκε αίτηση με αριθμ πρωτ. ….. για τον Α.Φ.Μ … (πρώτος ανακόπτοντας) με ημερομηνία οριστικής υποβολής την 02.03.2023, και η αίτηση με αριθμ πρωτ. … για τον Α.Φ.Μ …… (δεύτερος ανακόπτοντας) με ημερομηνία οριστικής υποβολής την 02.03.2023. Εκ των βεβαιώσεων αυτών προκύπτει ότι οι ανακόπτοντες και ήδη εφεσίβλητοι είχαν προβεί σε οριστική υποβολή της αίτησης του άρθρου 8 του ν.4738/2000 για εξωδικαστική ρύθμιση της επίδικης οφειλής τους την 02.03.2023 ήτοι ένα περίπου μήνα πριν την επίδοση της ως άνω προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή που έλαβε χώρα την 03.04.2023 και σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 18 του νόμου 4738/2020 από την οριστική υποβολή της αίτησης και μέχρι την με οποιονδήποτε περάτωση της διαδικασίας αναστέλλεται η λήψη αναγκαστικών μέτρων και η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης επί απαιτήσεων, κινητών και ακινήτων του οφειλέτη, ώστε η επισπευδόμενη από την καθ΄ ης και ήδη εκκαλούσα εκτέλεση να μην έχει νόμιμο έρεισμα. Η καθ’ ης και ήδη εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι η διαδικασία ρύθμισης των οφειλών των ανακοπτόντων και ήδη εφεσίβλητων έχει περατωθεί, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 16 του Ν. 4738/2020, επειδή έχει παρέλθει χρονικό διάστημα δύο μηνών από την υποβολή των σχετικών αιτήσεων, χωρίς να έχει υπογράφει σύμβαση αναδιάρθρωσης, ώστε να θεωρείται ότι απορρίφθηκαν σιωπηρώς, με αποτέλεσμα το άκαρπο της διαδικασίας. Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι από τα προσαγόμενα μετ΄ επικλήσεως αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε ότι έχει ολοκληρωθεί η διαδικασία που προβλέπεται στη με αριθμό 76219 ES 2021 (ΦΕΚ Β’ 2817/30.06.2021) ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών, Ψηφιακής Διακυβέρνησης και Επικράτειας, στην οποία εξειδικεύονται τα στάδιά της διαδικασίας εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας, δεδομένου ότι καθ΄ης και ήδη εκκαλούσα δεν επικαλείται, ούτε προσκομίζει αποδεικτικό έγγραφο περί του ότι κατά το χρόνο επίδοσης της επιταγής προς πληρωμή της είχε κοινοποιηθεί έγγραφο περί μη οριστικής υποβολής πρότασης αναδιάρθρωσης των οφειλών ή έγγραφη απόρριψη της αίτησης των οφειλετών, ώστε η διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης να περαιωθεί άμεσα ως άκαρπη. Εξάλλου η μη ολοκλήρωση δε της διαδικασίας, ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για περάτωση της διαδικασίας αυτής, δεν αποδείχθηκε ότι οφείλεται σε υπαιτιότητα των ανακοπτόντων και ήδη εφεσίβλητων, αλλά σε αδυναμία της ηλεκτρονικής πλατφόρμας να διαχειριστεί και να επεξεργαστεί το μεγάλο όγκο των αιτήσεων που έχουν υποβληθεί. Ενόψει όλων των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι στοιχειοθετείται καταχρηστική συμπεριφορά στην άσκηση του δικαιώματος της καθ’ης και ήδη εκκαλούσας να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος των ανακοπτόντων και ήδη εφεσιβλήτων, κατά προφανή υπέρβαση των αντικειμενικών ορίων της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος αυτής, η οποία επέσπευσε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος των ανακοπτόντων και ήδη εφεσιβλήτων, επιδίδοντας την από 03.04.2023 επιταγή προς πληρωμή, ενώ τελούσε σε γνώση ότι οι τελευταίοι είχαν ήδη ξεκινήσει τη διαδικασία ένταξής των οφειλών τους στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης, υποβάλλοντας αιτήσεις του άρθρου 8 του Ν.4738/2020 ο μεν πρώτος ανακόπτων ήδη από τον Απρίλιο του έτους 2022, ο δε δεύτερος τον Ιούλιο του έτους 2022, χωρίς να αναμείνει το αποτέλεσμα της ρύθμισης στα πλαίσια νομικά θεσμοθετημένης διαδικασίας, και παρόλα αυτά ενήργησε με σκοπό βλάβης τους επισπεύδοντας την εναντίον τους εκτέλεση. Εξάλλου, τα ιστορούμενα περιστατικά δικαιολογούσαν την επικαλούμενη πεποίθηση τους ότι η καθ’ης δεν θα προέβαινε σε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος τους. Απορριπτέος τυγχάνει και ο ισχυρισμός της καθ΄ης και ήδη εκκαλούσας περί του ότι κατά το χρόνο επίδοσης της ως άνω διαταγής πληρωμής, την 03.04.2023 δεν γίνει οριστική υποβολή αίτησης ώστε να αναστέλλει η λήψη αναγκαστικών μέτρων και η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης επί απαιτήσεων, κινητών και ακινήτων των ανακοπτόντων και ήδη εφεσιβλήτων, διότι η οριστική υποβολή αίτησης θα οδηγούσε άνευ ετέρου στην ακυρότητα της προσβαλλόμενης πράξης εκτέλεσης, χωρίς ανάγκη επίκλησης καταχρηστικότητας αυτής. Άλλωστε, σύμφωνα με τις από 22.03.2025 ως άνω προσαγόμενες βεβαιώσεις η οριστική υποβολή των αιτήσεων έγινε την 02.03.2023, ήτοι πριν την επίδοσης της ως άνω αναφερόμενης επιταγής προς πληρωμή που έλαβε χώρα την 03.04.2023. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που προέβη στις ίδιες παραδοχές και έκανε δεκτό τον πέμπτο λόγο της ως άνω ανακοπής ως βάσιμο κατ΄ ουσίαν, δεν έσφαλλε, παρά τα περί του αντιθέτου διατεινόμενα από την εκκαλούσα καθώς ορθά ερμήνευσε το Νόμο και ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτόμενου του σχετικού λόγου της υπό κρίση εφέσεως. Ενόψει των ανωτέρω και μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση, να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη και να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του e-παραβόλου που αναφέρεται στο σκεπτικό της παρούσας, ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε από την εκκαλούσα, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας και να επιβληθεί σε βάρος της εκκαλούσας η δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας λόγω της ήττας της (άρθρο 176 ΚΠΟΛΔ), κατόπιν σχετικού αιτήματος τους κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας (άρθρα 106, 176, 183 ΚΠΟΛΔ). Όσον αφορά στην υπό κρίση πρόσθετη παρέμβαση δεν θα περιληφθεί διάταξη στο διατακτικό, καθόσον αυτή δεν περιέχει ίδιο αίτημα, το οποίο να πρέπει να δεχθεί ή να απορρίψει (ούτε καν σιωπηρά) το Δικαστήριο τούτο, αλλά απλώς διευρύνει τα όρια της εκκρεμούς διαδικασίας, αποτέλεσμα το οποίο επέρχεται αμέσως μετά την άσκησή της (βλ. ΑΠ 715/1998 ΕλλΔνη 40.630, ΕφΠατρ 58/2021 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 111/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 5722/2011 ΕλλΔνη 53. 822, ΕφΑθ 6524/1996 ΕλλΔνη 38. 929).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων την από 10.06.2024 (με Γ.Α.Κ…../2024 και με Ε.Α.Κ……/2024 κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά την 18.06.2024 έφεση, επικυρωμένο αντίγραφο της οποίας για προσδιορισμό δικασίμου κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 18.06.2024 με Γ.Α.Κ. …/2024 και Ε.Α.Κ. …/2024) έφεση, προς εξαφάνιση της υπ΄ αριθμό 1446/2024 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (αρθρα 614 επ. ΚΠΟΛΔ), και β) η από 07.03.2025 (αρ. εκ. κατ. ……../2025 ασκηθείσα με ιδιαίτερο δικόγραφο αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση της Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..», (……..) υπέρ της εκκαλούσας ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «……………..».
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ουσίαν την έφεση.
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500,00) ευρώ. για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατό (100,00) ευρώ, που καταβλήθηκε εκ μέρους της εκκαλούσας κατά την άσκηση της ως άνω έφεσης.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 3 Ιουλίου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ