Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 461/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός  Αποφάσεως 461 /2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ελένη Μοτσοβολέα, Εφέτη,  που ορίσθηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιως και την Γραμματέα Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, την  …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του  εκκαλούντος  : ………….. ο  οποίος  στο ακροατήριο  παρασταθηκε μετα του πληρεξουσιου  δικηγόρου Κυριάκου Χουσέα.

Της  εφεσίβλητης  :…………. η οποία   εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από τον πληρεξούσιο  δικηγόρο  Στέφανο Μυλωνά.

Ο  ενάγων και ηδη εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 12-11-2019 και με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης …………/2019 αγωγή του  κατά  της εναγομένης και ήδη εφεσιβλητης και ζήτησε να γίνει δεκτή. Επι  της ως άνω αγωγής  εκδόθηκε  η υπ’ αριθ.  2473/2022 οριστικη  απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου  όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’ αριθ. 3820/2023  αποφαση του αυτού ως άνω Δικαστηρίου, δια της οποιας απερρίφθη  η αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος ο ενάγων με την από 27-3-2024 (αρ. εκθ. κατ. ………/2024)  εφεσή του, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης ………./2024, προσδιορίσθηκε για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο,  οι    πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Στην προκειμένη περίπτωση η υπό κρίση έφεση του εναγοντος    κατά της υπ’ αριθμ.  2473/2022 οριστικης  απόφασης  του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’ αριθ. 3820/2023  αποφαση του αυτού ως άνω Δικαστηρίου, που  εκδόθηκε   κατά την τακτική διαδικασία  και   απέρριψε την  από 12-11-2019 (με αριθ. έκθ.  κατ. …………./2019 /2019) αγωγή του  κατά  του εναγομένου  κατ’ ουσίαν,  έχει ασκηθεί νομοτύπως   και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517,  518  ΚΠολΔ), αφού δεν προκυπτει επίδοση της εκκαλουμένης, ενώ εξάλλου δεν έχει παρέλθει διετία από την δημοσίευσή της,  αρμοδίως δε φέρεται  προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ( άρθρο 19 ΚΠολΔ) και για το παραδεκτό της  έχει καταβληθει  και το νόμιμο παράβολο  σύμφωνα με το  άρθρο  495 παρ. 3   του ΚΠολΔ. Επομένως,  είναι   τυπικά δεκτή και πρέπει να ερευνηθει περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των κατ’ ιδίαν λόγων της κατά την αυτή ως άνω  διαδικασία (533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 806 ΑΚ, με τη σύμβαση του δανείου ο ένας από τους συμβαλλομένους μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα, και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 807 ΑΚ, αν δεν ορίσθηκε χρόνος για την απόδοση του δανείου ούτε συνάγεται αυτός από τις περιστάσεις, το δάνειο αποδίδεται αφού περάσει ένας μήνας από την καταγγελία του δανειστή ή του οφειλέτη. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι για να είναι ορισμένη η αγωγή με την οποία επιδιώκεται η απόδοση δανείου που έχει ως αντικείμενο χρήματα αρκεί η αναφορά ότι μεταβιβάσθηκε από τον δανειστή προς τον οφειλέτη κατά κυριότητα ορισμένο χρηματικό ποσό λόγω δανείου (ΑΠ 889/2010, ΑΠ 1598/2003). Για το ορισμένο της αγωγής αποδόσεώς του δανείου δεν απαιτείται να αναφέρεται σε αυτήν εάν το δάνειο είναι έντοκο ή άτοκο, ορισμένου ή αορίστου χρόνου (ΑΠ 402/2012, ΑΠ 992/2010, ΑΠ 847/2009 ΝΟΜΟΣ). Τα άνω στοιχεία και μόνο είναι αναγκαία για τη στήριξη της αγωγής προς απόδοση του δανείου. Ο σκοπός χρησιμοποιήσεως του δανείσματος και δη με εξουσία αναλώσεώς του από τον δανειζόμενο, αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της έννοιας του δανείου, νοείται όμως γενικά και αφηρημένα και όχι ως ο σκοπός για τον οποίο ο δανειζόμενος στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται να χρησιμοποιήσει το δάνεισμα. Ο τελευταίος αυτός σκοπός, όχι μόνο δεν είναι ουσιώδες στοιχείο του δανείου αλλά, κατά κανόνα, δεν έχει καμία νομική σημασία (ΑΠ 1802/2007 ΝΟΜΟΣ). Δεν είναι δε αναγκαία στοιχεία της αγωγής αυτής: 1) ο χρόνος κατάρτισης της σύμβασης δανείου, εφόσον δεν εξαρτάται από αυτόν το αγωγικό δικαίωμα, 2) ο χρόνος απόδοσης των δανεισθέντων χρημάτων, αφού η επίδοση της αγωγής δείχνει πρόθεση να επιστραφεί το δάνειο και αποτελεί καταγγελία μετά παρέλευση μηνός από την οποία πρέπει να αποδοθεί αυτό, ο τρόπος απόδοσης, ήτοι αν η απόδοση θα γίνει με ολοσχερή ή με τμηματικές καταβολές, αφού, δεδομένου ότι ο νόμος δεν διακρίνει, η απόδοση γίνεται εφάπαξ, 3) άλλα στοιχεία που αναφέρονται σε περιστάσεις που συνοδεύ συνοδεύουν την κατάρτιση της σύμβασης δανείου, αλλά δεν αποτελούν  αναγκαία στοιχεία αυτής, όπως ο χρόνος παράδοσης, το ποσό και άλλα στοιχεία τραπεζικών επιταγών που τυχόν παραδόθηκαν στο δανειστή προς εξασφάλισή του (ΑΠ 1182/2019  ΝΟΜΟΣ).

Με την από 12-11-2019 (με αριθ. έκθ.  κατ. ……./2019)   αγωγή, ο ενάγων εξέθετε  ότι από το έτος 2006 έως το 2016 διατηρούσε συναισθηματική σχέση με την εναγομένη. Ότι στις 22.8.2008 δυνάμει προφορικής συμβασης  δανείου μεταβίβασε κατά κυριότητα στην εναγομένη το συνολικο ποσό των 23.158,69 ευρώ. Ότι ειδικότερα  στις 22/8/2008 προέβη σε ανάληψη από τον  υπ’ αριθ. ……. τραπεζικό λογαριασμό του που τηρείτο στην τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……….» του ως άνω ποσού  το οποίο στην συνέχεια κατετέθη στον υπ’ αριθ. ……………  λογαριασμό, που τηρούσε η εναγομένη, στην αυτή τραπεζική εταιρεία, προκειμένου το άνω χρηματικό ποσό να χρησιμοποιηθεί προς εξόφληση δανειακής υποχρέωσής της, με την υποχρέωση (η εναγομένη) να το επιστρέψει άμεσα .Ότι παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του η εναγομένη αρνείται να   αποδώσει  σε αυτόν  το ως άνω ποσό του δανείου, και, συνεπώς η τελευταία κατέστη υπερήμερη.    Με βάση το ιστορικό αυτό, κατόπιν νομίμου  και παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό  σε αναγνωριστικό   με τις ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου προκατατεθείσες προτάσεις του   (άρθρα 223, 224, 295 παρ. 1 εδ β ΚΠολΔ),  ζητούσε να αναγνωρισθεί  ότι η εναγομενη  υποχρεούται να καταβάλει σε αυτόν,  το ως άνω οφειλόμενο από την επίδικη δανειακή συμβαση ποσό των 23.158,69 ευρώ, νομιμοτόκως από της χορηγήσεως του ποσού του δανείου, άλλως από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Επικουρικώς δε ζητούσε να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη υποχρεουτο να του καταβάλει  το ως άνω ποσό, κατά τις περί αδικοπραξιών  διατάξεις  και έτι επικουρικώτερα  κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού ισχυριζόμενος ότι η εναγομένη αποκόμισε ωφέλεια, που ισούται με το ανωτέρω ποσό, χωρίς νόμιμη αιτία. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε  την  υπ’  αριθ.  2473/2022 απόφαση  διά της οποίας έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη κατά την κύρια βάση αυτής και  μετ’ εκτίμηση αποδείξεων απέρριψε αυτήν κατ’ ουσίαν. Κατά της απόφασης αυτής (όπως αυτή διορθώθηκε με την υπ’ αριθ.3820/2023  αποφαση του αυτού ως άνω Δικαστηρίου)  παραπονοείται ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών, με την υπό κρίση  έφεσή του  για τους αναφερόμενους  σε αυτήν λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και κακή εφαρμογή του νόμου και σε  πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων ώστε να γίνει δεκτή   η αγωγή.  Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από το δικόγραφο της αγωγής,  η αγωγή αυτή περιέχει όλα τα αναγκαία στοιχεία για να είναι ορισμένη  κατά την κύρια αυτής βάση ερειδόμενη επί των διατάξεων 806 επ. ΑΚ, αφού αναφέρεται σ` αυτήν η κατάρτιση της προφορικής σύμβασης   δανείου μεταξύ των διαδίκων με την παράδοση και μεταβίβαση κατά κυριότητα στην εναγομένη  ορισμένου  χρηματικου ποσού. Το γεγονός ότι δεν αναφέρεται ρητά στο δικόγραφο ο χρόνος απόδοσης των δανεισθέντων χρημάτων  δεν καθιστά το δικόγραφο της αγωγής αόριστο αφού η επίδοση της αγωγής δείχνει πρόθεση να επιστραφεί το δάνειο και αποτελεί καταγγελία μετά παρέλευση μηνός από την οποία πρέπει να αποδοθεί αυτό, απορριπτομένου του περί του αντιθετου ισχυρισμού της εφεσίβλητης. Σημειούται ότι το αίτημα επιδικάσεως  τόκων από της χορηγήσεως του δανείου είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο. Περαιτέρω, κατά την διάταξη του άρθρου 914 του ΑΚ «όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει». Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη και προς εκείνες των άρθρων 297, 298, 299 και 330 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι: (α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), (β) παράνομος χαρακτήρας της πράξεως ή της παραλείψεως, (γ) υπαιτιότητα, που περιλαμβάνει το δόλο και την αμέλεια και (δ) πρόσφορη αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά, αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομής τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρεώσεως πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή, η παράβαση της κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας υποχρεώσεως λήψεως ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή προκλήσεως ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός της παραλείψεως, ως παράνομης συμπεριφοράς, προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρεώσεως για επιχείρηση της παραλειφθείσας θετικής ενέργειας, η οποία (υποχρέωση) μπορεί να απορρέει από το νόμο, τη δικαιοπραξία, την καλή πίστη, τις κρατούσες κοινωνικές και συναλλακτικές αντιλήψεις από προηγηθείσα συμπεριφορά του υπαιτίου ή από το γενικό πνεύμα του δικαίου, κατά τις διατάξεις των άρθρων 200, 281, 288 και 919 του ΑΚ (ΑΠ 1734/2013).  Η αθέτηση της συμβάσεως καθ’ εαυτή δεν συνιστά άνευ ετέρου αδικοπραξία. Βεβαίως, αποτελεί πράξη παράνομη, όμως, οι έννομες συνέπειες της παραβάσεως ρυθμίζονται, όχι από τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, αλλά από τις διατάξεις για τη μη εκπλήρωση της παροχής ή την αθέτηση ενοχής εν γένει.  Είναι,  δυνατόν, ωστόσο  ένα και το αυτό βιοτικό γεγονός να συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις, τόσο της αθετήσεως της συμβάσεως, όσο και της αδικοπραξίας. Έτσι, η υπαίτια (από δόλο ή αμέλεια) και ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται μία σύμβαση και γεννάται ενδοσυμβατική ευθύνη του οφειλέτη, μπορεί, πέρα από την αξίωση που πηγάζει από τη σύμβαση, να θεμελιώσει ευθύνη και από αδικοπραξία, αν, και χωρίς τη προϋπάρχουσα συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν καθαυτή παράνομη, ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθρο 914 ΑΚ, να μην προκαλεί κάποιος σε άλλον υπαιτίως ζημία, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και κάθε προσβολή του προσώπου ή των προστατευόμενων έννομων αγαθών (υλικών ή ηθικών) του άλλου. Η ευθύνη από την αδικοπραξία θα κριθεί κατά τους γενικούς περί αδικοπραξιών όρους.  Κατά συνέπεια όταν   το πταίσμα, το οποίο επέφερε τη ζημία, ταυτίζεται κατά το πραγματικό αυτού περιεχόμενο προς  την παραβίαση της συμβάσεως και τη δημιουργία της παρανομίας, δεν δύνανται να τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις περί αδικοπραξιών (ΟλΑΠ 967/1973, ΑΠ 1593/2022, ΑΠ 1144/2021, ΑΠ 587/2020, ΑΠ 862/2020, 345/2018, ΑΠ 449/2014,   ΑΠ 1120/2005, ΑΠ 212/2000, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση, η υπό κρίση αγωγή  κατά την βάση αυτης, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στις διατάξεις περί αδικοπραξίας είναι  απορριπτέα ως μη νόμιμη, διότι τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά και αληθη υποτιθέμενα  δεν δύνανται καθ’ εαυτά να θεμελιώσουν αδικοπρακτική ευθύνη της εναγομένης, και επομένως αντίστοιχο δικαίωμα του ενάγοντος για αποζημίωση,  διότι η πράξη ή παραλείψη που της αποδίδεται, δεν θα μπορούσε  να διαπραχθεί  χωρίς την επικαλούμενη μεταξύ τους συμβατική σχέση, ήτοι εν προκειμένω την σύμβαση δανείου, ενώ δεν γίνεται επίκληση περιστατικών διαφορετικών εκείνων, επί των οποίων επιχειρείται να θεμελιωθεί η δικαιοπρακτική βάση της αγωγής. Συνεπώς, η  υπό το προεκτεθέν περιεχόμενο και αίτημα αγωγή περί επιδικάσεως του ποσού των 23.158,69 λόγω αδικοπραξίας (ως επικουρική βάση) είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, διότι μόνη η παραβίαση της ενοχικής συμβάσεως από κάποιον από τους συμβαλλομένους και όταν αυτή οφείλεται σε υπαιτιότητά του δεν συνιστά αδικοπραξία και δεν γεννά πέραν των αξιώσεων του αντισυμβαλλομένου από τη σύμβαση και αξίωση αποζημιώσεως αυτού κατά το άρθρο 914 ΑΚ, εκτός αν η παραβίαση της σύμβασης έγινε με πράξη ή παράλειψη, η οποία αν γινόταν και χωρίς τη συμβατική σχέση, θα ήταν παράνομη ως αντικείμενη στο επιβαλλόμενο από το δίκαιο και δη στο κατ` άρθρο 914 ΑΚ καθήκον να μην ζημιώνει άλλον υπαίτια. Εν προκειμένω η αναφερόμενη στην αγωγή συμπεριφορά της εναγομένης  διεπράχθη, υπό τα εκτιθέμενα, στο πλαίσιο της συμβάσεως δανείου  και θεμελιώνεται στα αυτά πραγματικά περιστατικά.     Εξάλλου κατά το άρθρο 904 εδ. α` του ΑΚ, όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, ενώ κατά το εδ. β` της ίδιας διάταξης, η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης ή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε και που δεν μπορεί να στηριχθεί σε ισχυρή σύμβαση, δικαιολογούσα τον πλουτισμό, ούτε σε νόμιμη υποχρέωση. Κατά την ως άνω διάταξη, προϋποθέσεις αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι: α) ο πλουτισμός του υπόχρεου, β) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ) η έλλειψη νόμιμης αιτίας. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ προκύπτει ότι, η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη είναι επιβοηθητικής ουσιαστικά φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς) κατ` άρθρο 219 ΚΠολΔ της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία (Α.Π.16/2008). Έτσι, λόγω του ως άνω επιβοηθητικού χαρακτήρα της αγωγής του αδικαιολογήτου πλουτισμού, αν αυτή στηρίζεται στα ίδια περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη. Τούτο δε διότι, εφόσον υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία, ο ενάγων δύναται να θεμελιώσει τις αξιώσεις του σ` αυτές και δεν μπορεί να προσφύγει στην επικουρική βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΑΠ 174/2024, ΑΠ 2019/2007 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, όταν η εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού αξίωση ασκείται υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, αρκεί για την νομική πληρότητα της πιο πάνω επικουρικής βάσης να γίνεται επίκληση απλή των προαναφερθεισών τεσσάρων προϋποθέσεων με στοιχεία α` έως δ` για τη θεμελίωση της αντίστοιχης αξίωσης στη διάταξη του άρθρου 904 εδ. α` του ΑΚ, δηλαδή ότι μεσολάβησε παροχή (καταβολή) εκ μέρους του ενάγοντος για την εκπλήρωση οφειλής (αιτίας) ανύπαρκτης, χωρίς να είναι αναγκαία, στη δικονομικώς αυτή ενιαία εκδίκαση της επικουρικής βάσης της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό η επίκληση εκ μέρους του ενάγοντος των προϋποθέσεων ανυπαρξίας των με την κύρια βάση της αγωγής ασκουμένων αξιώσεων από σύμβαση ή αδικοπραξία, αφού αυτές (προϋποθέσεις) θα διαγνωσθούν δικαστικά στην ίδια δίκη, και θα είναι δεδομένες κατά την επακολουθούσα εξέταση της επικουρικής βάσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Είναι όμως αναγκαία στην περίπτωση αυτή να γίνεται στο αγωγικό δικόγραφο απλή, έστω και έμμεση, επίκληση της ακυρότητας της σύμβασης ή της ανυπαρξίας των με την κύρια βάση της αγωγής ασκουμένων αξιώσεων από αδικοπραξία, χωρίς να απαιτείται και έκθεση των γεγονότων στα οποία οφείλεται, αφού στην εν λόγω περίπτωση η επικουρική βάση, όπως προεκτέθηκε, θα εξετασθεί μόνο αν η κυρία βάση απορριφθεί λόγω ακυρότητας της συμβάσεως ή ανυπαρξίας των με την κύρια βάση της αγωγής ασκουμένων αξιώσεων από αδικοπραξία, η οποία συνεπώς θα είναι δεδομένη, καθόσον πληρούται έτσι και ο σκοπός της διατάξεως του άρθρου 216 του ΚΠολΔ, η οποία απαιτεί τη σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή (ΟλΑΠ 2/2019,  ΑΠ 174/2024,  ΑΠ 1325/2019 ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση η  αγωγή κατά την βάση αυτης, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι  απορριπτέα ως μη νόμιμη. Τούτο δε διότι, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, υφίσταται αξίωση του ενάγοντος από  σύμβαση δανείου, ποσού 23.158,69 ευρώ, το οποίο αρνείται να του το αποδώσει η εναγομένη και συνεπώς, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, λόγω του ότι η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής ουσιαστικά φύσης, εν προκειμένω δεν μπορεί να ασκηθεί, αφού υφίστανται οι προϋποθέσεις της αγωγής από την σύμβαση  και δεν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από την σύμβαση (ΑΠ 663/2018,  ΑΠ 1506/2009) και σε κάθε περίπτωση δεν γίνεται απλή επίληση ακυρότητος της σύμβασης.

Από  την προσήκουσα εκτίμηση της  νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενης υπ’ αριθμ. ……/19-11-2024  ενορκης   ενώπιον της  δικηγόρου του Πρωτοδικείου Πειραιώς ………….., βεβαιώσεως  του ………….., η οποία ελήφθη  με πρωτοβουλία του εναγοντος  κατόπιν νομίμου  και εμπροθέσμου  κλητεύσεως της εναγομένης  (υπ’  αριθμ. …../14-11-2024  εκθέση  επιδόσεως της δικαστικής  επιμελητριας του Εφετείου Πειραιώς  ………….), της  νομίμως μετ’ επικλήσεως προσκομιζόμενης υπ’ αριθμ. …../2020  ενορκης   ενώπιον της   Ειρηνοδίκη Πειραιώς, βεβαιώσεως της …….., η οποία ελήφθη  με πρωτοβουλία της εναγομένης   κατόπιν νομίμου  και εμπροθέσμου  κλητεύσεως του εναγοντος  (υπ’  αριθμ. …./17.2.2020 εκθέσεως  επιδόσεως του δικαστικού  επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς ……….), και όλων ανεξαιρέτως των μετ’ επικλήσεως νομίμως προσκομιζομένων υπό των διαδίκων εγγράφων, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη (άρθρα 432 επ. ΚΠολΔ) είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 § 3, 339, 395 ΚΠολΔ),  σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψιν αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα  ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Oι διάδικοι διατηρούσαν συναισθηματική σχέση  για το χρονικό διάστημα από τον μήνα Μάρτιο του έτους 2006 έως τον μηνα Αύγουστο του έτους 2016, οπότε και διακόπηκε. Στις 22.8.2008 ο ενάγων προέβη σε ανάληψη από τον  υπ’ αριθ. ……. τραπεζικό λογαριασμό του που τηρούσε στην τραπεζα «……….» ( ήδη ………) του  ποσού των 23.158,69 ευρώ,   το οποίο στην συνέχεια μεταβιβασε στην εναγομένη και  κατετέθη την ιδία ημερομηνία από την τελευταία (εναγομένη)   στον υπ’ αριθ. ………….. λογαριασμό που αυτή τηρούσε στην αυτή τραπεζική εταιρεία,  όπως οι σχετικές συναλλαγές αποδεικνύονται από τα προσκομισθέντα μετ’ επικλήσεως  τραπεζικά  παραστατικα ανάληψης και κατάθεσης,   αλλά και από την  υπ’ αριθμ. …/19-11-2024  ενορκη  βεβαιωση  του …………. Δεν απεδείχθη  όμως ότι η αιτία της μεταβίβασης του ως άνω ποσού στην εναγομένη ηταν δανειακή σύμβαση, όπως ισχυρίζεται ο ενάγων. Η ενόρκως βεβαιώσασα,…….. στην  υπ’ αριθμ. ……/2020  ενορκη   βεβαίωσή της σαφώς  κατέθεσε ότι  ουδέποτε καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων προφορικά σύμβαση δανείου, δυνάμει της οποίας στις 22.8.2008 ο ενάγων  κατέβαλε στην εναγομένη το ποσό των 23.158,69 ευρώ με την υποχρέωση της τελευταίας να το αποδώσει σε αυτόν. Αλλά ούτε και από την  υπ’  αριθ.  …../19-11-2024  ενορκη βεβαίωσή του …….. αποδεικνύεται η σύμβαση δανείου, διότι το μόνο που   καταθέτει είναι  ότι  είδε  τον εναγόμενο να προβαίνει σε ανάληψη  του ως άνω χρηματικού ποσού, το οποίο παρέδωσε στην συνέχεια στην εναγομένη η οποία ακολούθως  το κατέθεσε σε κάποιο λογαριασμό, δεν αναφέρει, όμως, για ποια αιτία  παραδόθηκε το ως άνω ποσό στην εναγομένη. Σε κανένα σημείο της κατάθεσής του δεν καταθέτει ούτε ευθεως ούτε εμμέσεως   ότι η παράδοση του ως άνω ποσού στην εναγομένη έγινε λόγω δανείου,  ούτε καταθέτει   ότι ο ενάγων  του ανέφερε ότι η  μεταβίβαση του ως άνω ποσού στην εναγομένη έγινε λόγω δανείου. Και ναι μεν βεβαιώνει  ότι  ο ενάγων  του  ανέφερε ότι  έδωσε στην εναγομενη το ποσό των 23.158,69 ευρώ, όμως δεν βεβαιώνει ότι αυτό εγινε λόγω δανείου. Η κρίση του Δικαστηρίου ότι  δεν συνήφθη σύμβαση δανείου  επιρρωνύεται από την  από 12.2.2019 εξώδικη δήλωση – πρόσκληση του ενάγοντος, η οποία επιδόθηκε στην εναγομένη στις 4.3.2019 ήτοι οκτώ περίπου μήνες   πριν την άσκηση της αγωγής του, στην οποία  ο εναγόμενος δεν εδηλωνε εξωδίκως την κατάρτιση  προφορικης σύμβασης δανείου με την εναγομένη  ύψους 23.158,69 ευρώ,ούτε ζητούσε την  απόδοση  του ποσού αυτού από την εναγομένη, αλλά αντιθέτως  στην ως άνω εξώδικη δήλωση   ομιλούσε  περί οφειλης  ετερου δανείου  ύψους 4.000,00 ευρώ το οποίο ζητούσε να του αποδώσει η εναγομένη  μαζί με προσωπικά του αντικείμενα. Κατόπιν αυτού  ο ενάγων, ο οποίος είχε το σχετικό βάρος αποδείξεως  δεν απέδειξε την συμβαση δανείου.  Επομένως η αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθώς κατ`αποτέλεσμα με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την αγωγή, με αιτιολογίες που αντικαθίστανται και συμπληρώνονται εν μέρει κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα ανωτέρω με τις αιτιολογίες της παρούσας απόφασης, όσα δε περί του αντιθέτου υποστηρίζονται με τους επί μέρους λόγους της υπό κρίση  εφέσεως, είναι αβάσιμα και απορριπτέα. Επομένως, η υπό κρίση έφεση  πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, μετά μερική αντικατάσταση και  συμπλήρωση αιτιολογιών. Τέλος, πρέπει τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού νομίμου αιτήματος της, να επιβληθούν σε βάρος του  εκκαλούντος,  λόγω της ήττας του (άρθρα 106, 176, 182 189 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ)  κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό,  μετά δε την απόρριψη της εφέσεως, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (495 παρ. 3 εδ. 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει την έφεση αντιμωλίαν των  διαδίκων.

Δέχεται τύποις και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την υπό κρίση έφεση.

Επιβάλλει εις βάρος του εκκαλούντος την δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, την οποίαν καθορίζει σε   εξακόσια  (600) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά   σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  10 Iουλίου  2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ