ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός αποφάσεως 494/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τον Δικαστή Βασίλειο Πορτοκάλλη, Εφέτη, που όρισε το Τριμελές Συμβούλιο Διοικήσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Του καλούντος – εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου από τον Υπουργό Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, με ΑΦΜ ….., και ήδη από 1/1/2017 από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (Α.Α.Δ.Ε), η οποία εδρεύει στην Αθήνα, νομίμως εκπροσωπουμένης από τον διοικητή της, με ΑΦΜ ……., στην προκείμενη, δε, περίπτωση από τον προϊστάμενο του Κέντρου Βεβαίωσης και Είσπραξης (ΚΕ.Β.ΕΙΣ) Αττικής, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την δικαστική πληρεξούσια του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Δέσποινα Ντουρντουρέκα (Α.Μ ….), με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Του καθ’ ου η κλήση – εκκαλούντος ………….ως εκ διαθήκης κληρονόμου της ……………, που απεβίωσε στην Αθήνα στις 14/6/2021, ο οποίος παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Άγγελου Σκιαδά (Α.Μ Δ.Σ.Α ………….), με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.
Η αρχικώς ανακόπτουσα ………., άσκησε σε βάρος του καθ’ ου η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητου, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 8/9/2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2014 ανακοπή, με την οποία ζητούσε τα αναφερόμενα σε αυτήν. Το ως άνω Δικαστήριο συζήτησε την ως άνω ανακοπή στις 6/2/2019, αντιμωλία των διαδίκων και με την υπ’ αριθ. 1706/2019 οριστική απόφασή του, απέρριψε την ανακοπή. Κατά της προαναφερόμενης αποφάσεως, η αρχικώς ανακόπτουσα άσκησε την από 23/3/2020 έφεση της, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης: α) ένδικου μέσου …………../2020 και β) δικογράφου …………./2021, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τις 17/2/2022. Κατά την ανωτέρω δικάσιμο επήλθε βίαιη διακοπή της δίκης, καθώς δηλώθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, ο από 14/6/2021 θάνατος της αρχικώς εκκαλούσας. Ήδη το εφεσίβλητο, με την από 8/3/2024 κλήση του, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………../2024, δηλώνει την επανάληψη της δίκης κατά του κληρονόμου της ως άνω αποβιώσασας και επαναφέρει την ως άνω έφεση προς συζήτηση για την ανωτέρω δικάσιμο.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Με επ’ ακροατηρίω δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, κατά την δικάσιμο στις 17/2/2022, δηλώθηκε η διακοπή της δίκης λόγω του θανάτου της αρχικώς ανακόπτουσας – εκκαλούσας ……………, κατοίκου εν ζωή Νίκαιας Αττικής, η οποία απεβίωσε στις 14/6/2021, στην Αθήνα (άρθρα 286 περ.α, 287 παρ.1 ΚΠολΔ). Ήδη το εφεσίβλητο, με την από 8/3/2024 κλήση του δηλώνει την αναγκαστική επανάληψη της δίκης (άρθρο 291 παρ.1 ΚΠολΔ) κατά του εκκαλούντος ……………., κατοίκου Σαλαμίνας Αττικής, υπό την ιδιότητα του τελευταίου ως νόμιμου εκ διαθήκης κληρονόμου της ως άνω αποβιώσασας (βλ. σχετικά: α) απόσπασμα της υπ’ αριθ. ……./2021 ληξιαρχικής πράξης θανάτου του Ληξιαρχείου Σαλαμίνας Αττικής, β) αντίγραφο της από 17/7/2014 ιδιόγραφης διαθήκης της αποβιωσάσης που δημοσιεύτηκε στο Ειρηνοδικείο Νίκαιας Αττικής στις 16/11/2022 με το υπ’ αριθ. …../2022 πρακτικό, γ) το υπ’ αριθ. …../2023 πιστοποιητικό περί μη αποποιήσεως κληρονομίας του Ειρηνοδικείου Νίκαιας και δ) το υπ’ αριθ. ……./2023 πιστοποιητικό περί μη δημοσιεύσεως άλλης διαθήκης του Ειρηνοδικείου Νίκαιας).
Η κρινόμενη από 23/3/2020 έφεση της ανακόπτουσας, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης: α) ένδικου μέσου …………/2020 και β) δικογράφου ………./2021, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 1706/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την διαδικασία περιουσιακών διαφορών, επί της από 8/9/2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2014 ανακοπής, κατά του καθ’ ου η ανακοπή και ήδη εφεσίβλητου, η οποία συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), έχει, δε, ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεση της στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρο 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ.1 εδ. β΄, 516, 517, 520 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, στις 10/12/2020, ήτοι προ πάσης επιδόσεως της απόφασης στην ανακόπτουσα και εντός δύο (2) ετών από της δημοσιεύσεως της, που έλαβε χώρα στις 13/5/2019 (άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ), έχει, δε, κατατεθεί και το απαιτούμενο παράβολο (άρθρο 495 περ. 3A ΚΠολΔ). Επομένως πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την διαδικασία περιουσιακών διαφορών, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (533 ΚΠολΔ).
Mε την υπό κρίση ανακοπή της, η αρχικώς ανακόπτουσα, εξέθετε ότι, με την έκδοση των υπ’ αριθ. …….. και ………./3-6-2014 ταμειακών βεβαιώσεων, βεβαιώθηκε σε βάρος της από τη ΔΟΥ Νίκαιας, χρηματική οφειλή ύψους 11.940 ευρώ, προς το Δημόσιο, προερχόμενη από φερόμενα ως οφειλόμενα εκ μέρους της μισθώματα της χρονικής περιόδου από 1-1-2012 έως και 31-10-2012, από την μίσθωση του, περιγραφόμενου στην ανακοπή, ακινήτου, που έχει συνάψει με τους εκμισθωτές Κωνσταντίνο και Μαρία Ιορδανίδου, οι οποίοι εκχώρησαν τα ανωτέρω οφειλόμενα μισθώματα, με τις υπ’ αριθ. …….. και …………/20-6-2013 δηλώσεις εκχώρησης μη εισπραχθέντων μισθωμάτων, αντίστοιχα, προς τη ΔΟΥ Ε Πειραιά, ποσού 5.970 ευρώ έκαστος. Με βάση το παραπάνω ιστορικό, και επικαλούμενη ολοσχερή εξόφληση των ως άνω μισθωμάτων λόγω συμψηφισμού ήδη πριν τη εκχώρηση, η ανακόπτουσα ζητούσε να ακυρωθούν οι παραπάνω πράξεις ταμειακής βεβαίωσης. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την υπ’ αριθ. 1706/2019 απόφαση του, απέρριψε την ανακοπή. Ήδη, με την κρινόμενη έφεση του, ο εκκαλών, καθολικός διάδοχος της ανακόπτουσας, προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση και παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και να γίνει δεκτή η ανακοπή.
Από τον συνδυασμό των άρθρων 933 § 5 ΚΠολΔ, 73 παρ.2β ΚΕΔΕ (όπως ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης της εκκαλουμένης [άρθρο 533 παρ.2 ΚΠολΔ], το οποίο πλέον έχει αντικατασταθεί από το άρθρο 65 παρ.2β Ν. 4978/2022, με το ίδιο όμως περιεχόμενο), οι ισχυρισμοί οι οποίοι αφορούν την απόσβεση της απαίτησης, για την ικανοποίηση της οποίας γίνεται η εκτέλεση, πρέπει να αποδεικνύονται αμέσως (παραχρήμα), διαφορετικά απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτοι. Η ρύθμιση, που καθιερώνει η διάταξη αυτή, είναι ειδική και υπερισχύει των διατάξεων της τακτικής ή της ειδικής διαδικασίας, με την οποία εκδικάζεται κατά τα λοιπά η ανακοπή και αποσκοπεί με το απαράδεκτο που καθιερώνει, στην αποφυγή παρέλκυσης της εκτελεστικής διαδικασίας και τον περιορισμό των δικών περί την εκτέλεση, ώστε να μην αποδυναμώνονται οι εκτελεστικοί τίτλοι με την καθυστέρηση της εκτελέσεως τους (ΑΠ 1746/2013, ΑΠ 1747/2013 ΤΝΠ ΔΣΑ). Ο εντεύθεν αποδεικτικός περιορισμός δεν αντίκειται στα άρθρα 20 παρ.1 Συντ., 6 ΕΣΔΑ, 2 παρ.3, 5 παρ.1 και 2, και 14 παρ.1 Διεθνούς Συμφώνου ΟΗΕ για ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (ΟλΑΠ 49/2005 ΤΝΠ ΔΣΑ). Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο και το σκοπό της αλλά και από το γεγονός ότι αφορά δίκες περί την εκτέλεση, όπου οι απαιτήσεις είναι εξοπλισμένες με εκτελεστό τίτλο, άμεση απόδειξη δεν σημαίνει απλώς προαπόδειξη, με την οποία, αν και την προϋποθέτει δεν ταυτίζεται εννοιολογικώς, αλλά απόδειξη των αποσβεστικών της εκτελούμενης απαίτησης ισχυρισμών κατά την υποβολή τους, μόνο με έγγραφα ή δικαστική ομολογία, είτε ο επικαλούμενος αποσβεστικός λόγος ανάγεται σε χρόνο πριν από την έκδοση της εκτελούμενης τελεσίδικης απόφασης, είτε μεταγενέστερα και περιλαμβάνει, εκτός των ισχυρισμών που στηρίζονται στους αποσβεστικούς λόγους των ενοχών των άρθρων 416 επ. ΑΚ και εκείνες τις ενστάσεις που υπάγονται κατά το ουσιαστικό δίκαιο στις παρακωλυτικές της άσκησης του δικαιώματος (ΟλΑΠ 49/2005, ο.π., ΑΠ 896/2014, ΑΠ 1051/2010, ΑΠ 1856/2005, ΑΠ 44/2004, ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΘεσ 587/2009, ΕφΑστΔ 2009/1003). Ειδικότερα, ως έγγραφο που αποδεικνύει αμέσως, νοείται όχι μόνο το συμβολαιογραφικό έγγραφο αλλά και το ιδιωτικό, εφόσον όμως προέρχεται από τον επισπεύδοντα την εκτέλεση ή ενδεχομένως και από τρίτο αν είναι έγγραφο διαθέσεως και όχι έγγραφο μαρτυρίας, όπως είναι το περιέχον βεβαίωση ή μαρτυρία του εκδότη έγγραφο για κάποιο περιστατικό ευρισκόμενο εκτός αυτού. Συνεπώς, για την απόδειξη των ανωτέρω ισχυρισμών των αποσβεστικών της απαίτησης, όπως είναι οι ισχυρισμοί για την εξόφληση της απαίτησης, για την δόση αντί καταβολής, για την ύπαρξη ανανέωσης, για τον συμβιβασμό, για την ύπαρξη συμφωνίας αφέσεως χρέους, για την ύπαρξη συμφωνίας συμψηφισμού (ΑΠ 363/2014 ΤΝΠ ΔΣΑ), κ.λ.π. δεν επιτρέπονται αποδεικτικά μέσα, που δεν πληρούν τούς όρους της ως άνω διάταξης, ούτε ένορκες βεβαιώσεις, ούτε εξέταση μαρτύρων, ούτε επαγωγή όρκου, γιατί τα μέσα αυτά θεωρούνται ως μη παρέχοντα “παραχρήμα” απόδειξη. Η αδυναμία “παραχρήμα” απόδειξης δεν άγει σε ουσιαστική απόρριψη των αποσβεστικών ισχυρισμών αλλά σε απόρριψη τους ως απαράδεκτων και αυτεπαγγέλτως (ΕφΑθ 5377/2001 ΕλλΔνη 45.529). Εξάλλου, από τη γενικότητα της ανωτέρω διάταξης, αλλά και το σκοπό της, που συνίσταται στην ταχεία και απρόσκοπτη περάτωση των δικών περί την εκτέλεση και της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως συνάγεται ότι αυτή περιλαμβάνει, εκτός από οποιαδήποτε απόσβεση της απαιτήσεως, και την ένσταση καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 ΑΚ, εφόσον με την τελευταία αυτή ένσταση δεν θίγεται η εκτελούμενη αξίωση καθ’ εαυτήν και δεν προβάλλεται ελάττωμα του τίτλου ή της διαδικασίας της εκτελέσεως, διότι τότε επιτρέπεται να ταχθούν ως προς αυτήν θέματα αποδείξεως (ΟλΑΠ 49/2005 ο.π., ΑΠ 2143/2007, ΤΝΠ ΔΣΑ).
Με τον πρώτο λόγο έφεσης του, ο εκκαλών παραπονείται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε τον μοναδικό λόγο ανακοπής του με τον οποίο ζητούσε να ακυρωθούν εν όλω οι υπ’ αριθ. ….. και ……../3-6-2014 ταμειακές βεβαιώσεις της ΔΟΥ Νίκαιας ως ουσία αβάσιμες, καθώς η απαίτηση που απορρέει από το σύνολο των εκχωρηθέντων στο Ελληνικό Δημόσιο μισθωμάτων έχει αποσβεσθεί δια συμψηφισμού. Ειδικότερα ισχυρίζεται ότι οι απαιτήσεις των εκχωρητών για τα μισθώματα ύψους 11.940 ευρώ έχουν αποσβεσθεί διότι στο μίσθιο ακίνητο μετά την αποχώρησή της αρχικώς ανακόπτουσας παρέμεινε κινητός εξοπλισμός ιδιοκτησίας της, αξίας 35.000 ευρώ, η αξία του οποίου συμψηφίστηκε με το ποσό των μισθωμάτων με προφορική συμφωνία. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο ισχυρισμός αυτός της αρχικώς ανακόπτουσας, αποτελεί νόμιμη ένσταση εξόφλησης κατ’ άρθρο 416 ΑΚ και όχι ένσταση συμψηφισμού, καθώς πέραν του γεγονότος ότι οι απαιτήσεις των διαδίκων δεν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο (άρθρο 440 ΑΚ), η συμφωνία αυτή φέρεται να έλαβε χώρα πριν την έναρξη της δίκης. Ο λόγος αυτός της ανακοπής, προβάλλεται παραδεκτά, μόνο αν αποδεικνύεται αμέσως, με έγγραφα ή δικαστική ομολογία, διαφορετικά πρέπει να απορριφθεί, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην ως άνω μείζονα σκέψη.
Κατ’ άρθρο 527 ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, 2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, 3) λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορούν να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις ή, στην περίπτωση της παρ. 5 του άρθρου 237 και της παρ. 1 του άρθρου 238, με τις συμπληρωματικές προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία· αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, 5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και 6) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως.
Με τον δεύτερο λόγο εφέσεως του, ο εκκαλών παραπονείται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε τον λόγο ανακοπής που προέβαλε με τις πρωτόδικες προτάσεις του, ισχυριζόμενος ότι οι επίδικες ταμειακές βεβαιώσεις είναι αόριστες και ειδικότερα ότι δεν αναφέρεται σε αυτές η αιτία της οφειλής και η ανάλυση του οφειλόμενου ποσού. Ο ως άνω ισχυρισμός, ο οποίος δεν προβλήθηκε νομοτύπως στον πρώτο βαθμό, αφού δεν αποτελούσε περιεχόμενο του δικογράφου της ανακοπής, προβάλλεται παραδεκτώς ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 527 περ.3 ΚΠολΔ, εφόσον είναι ισχυρισμός που λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως και θα κριθεί στην ουσία του.
Από την εκτίμηση της ενόρκου καταθέσεως του μάρτυρος του ανακόπτοντος …………….., ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, κατά την δικάσιμο στις 6/2/2019, η οποία περιέχεται στα, ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση, απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και από όλα τα έγγραφα, που επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς, όμως, να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004/723), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν, πλήρως, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:
Δυνάμει του από 31-1-2015 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως, ο ………… και η …………. εκμίσθωσαν στην αρχικώς ανακόπτουσα μια τριώροφη οικοδομή ευρισκόμενη στη Νίκαια, επί της συμβολής των οδών ………… Η οικοδομή αυτή αποτελείτο από ισόγειο χώρο – κατάστημα, συνολικής επιφανείας 60 τ.μ., πρώτο όροφο, επιφανείας 228 τ.μ., δεύτερο όροφο, επιφανείας 228 τ.μ. και δώμα. Το μίσθιο χρησιμοποιήθηκε από τη μισθώτρια ως ξενοδοχείο δ κατηγορίας. Η μίσθωση συμφωνήθηκε εξαετής, αρχόμενη την 1-2-2005 και λήγουσα την 1-2-2011, το δε μηνιαίο μίσθωμα ορίστηκε στο ποσό των 1.150 ευρώ μετά του χαρτοσήμου, αναπροσαρμοζόμενο ανά δύο μισθωτικά έτη κατά ποσοστό 5%. Αν και η αρχικώς ανακόπτουσα έκανε ανενόχλητη χρήση τον μίσθιου, καθυστερούσε από δυστροπία την καταβολή των μισθωμάτων Ιουλίου έως Οκτωβρίου του έτους 2011 και για το λόγο αυτό οι εκμισθωτές με την από 14-10-2011 αγωγή τούς ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αιτήθηκαν την απόδοση της χρήσης του μισθίου σε αυτούς καθώς και την καταβολή των οφειλόμενων μισθωμάτων. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 4239/2012 απόφαση (διαδικασία μισθωτικών διαφορών), με την οποία έγινε δεκτή η αγωγή και σε εκτέλεση της απόφασης συντάχθηκε η υπ’ αριθ. …………./9-11-2012 έκθεση βίαιης αποβολής και εγκατάστασης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών . ……….. Στην έκθεση αυτή μνημονεύεται ότι η αρχικώς ανακόπτουσα κατά την αποβολή της από το μίσθιο, πήρε όλα τα έγγραφα που αφορούσαν την επιχείρησή της και τα προσωπικά της αντικείμενα και όλα τα υπόλοιπα κινητά δεν τα παρέλαβε, καθώς δήλωσε ότι λόγω του όγκου τους θα τα παραλάβει σε άλλο χρόνο. Περαιτέρω οι εκμισθωτές προέβησαν στις υπ’ αριθ. ………./20-6-2013 και …………./20-6-2013 δηλώσεις εκχώρησης μη εισπραχθέντων μισθωμάτων προς τη ΔΟΥ Ε Πειραιά, ποσού 5.970 ευρώ έκαστος, ήτοι συνολικά 11.940 ευρώ για το χρονικό διάστημα από 1-1-2012 έως 31-10-2012. Περαιτέρω η ΔΟΥ Νίκαιας, προέβη στη σύνταξη των υπ’ αριθ. …/12-12-2013 και ……/12-12-2013 χρηματικών καταλόγων και βάσει αυτών στην έκδοση των υπ’ αριθ. …../6-6-2014 και …./6-6-2014 ταμειακών βεβαιώσεων και γνωστοποίησε την οφειλή στην αρχικώς ανακόπτουσα με την αποστολή της υπ’ αριθ. …………/13-6-2014 ατομικής ειδοποίησης. Προς απόδειξη του μοναδικού λόγου της ανακοπής, και δή του ότι το ως άνω ποσό 11.940 ευρώ για το οποίο επισπεύδεται εκτέλεση εις βάρος της έχει εξοφληθεί πλήρως, η ανακόπτουσα προσκομίζει τιμολόγια αγοράς του ξενοδοχειακού εξοπλισμού, την αξία του οποίου ισχυρίζεται ότι συμψήφισε με τα οφειλόμενα μισθώματα. Η ίδια όμως συνομολογεί, ότι η φερόμενη ως συναφθείσα με τους εκμισθωτές συμφωνία περί εξοφλήσεως άλλως συμψηφισμού ήταν προφορική και δεν καταρτίσθηκε εγγράφως. Από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία δεν προκύπτει η συμφωνία περί εξοφλήσεως αφού τα έγγραφα τα οποία προσκομίζει προς απόδειξη του ισχυρισμού της η ανακόπτουσα, αποτελούν απλά έγγραφα μαρτυρίας, πού δεν αποδεικνύουν αμέσως τον ισχυρισμό της περί απόσβεσης της επίδικης απαίτησης, βάσει συμφωνίας των διαδίκων. Επομένως, ορθώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε τον μοναδικό λόγο της ανακοπής ως απαράδεκτο, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, απορριπτομένου παράλληλα και του πρώτου λόγου εφέσεως. Περαιτέρω προκύπτει ότι οι επίδικες ταμειακές βεβαιώσεις είναι καθ’ όλα νόμιμες με λεπτομερή αναφορά στα στοιχεία της οφειλέτιδας, στη νόμιμη αιτία, το είδος της απαίτησης (σύμβαση μισθώσεως, απαίτηση από οφειλόμενα μισθώματα) προσδιορίζοντας το εισπρακτέο ποσό με αναφορά στις χρονικές περιόδους της μίσθωσης και αναφορά στα αντίστοιχα ποσά των μισθωμάτων, το σύνολο των οποίων αντιστοιχεί στο συνολικό βεβαιωθέν ποσό. Συνεπώς απορριπτέος πρέπει να κριθεί και ο δεύτερος λόγος εφέσεως ως ουσία αβάσιμος.
Κατόπιν αυτών και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς εξέταση στην έφεση του εκκαλούντος, αυτή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, ως αβάσιμη στην ουσία. Περαιτέρω πρέπει να καταδικασθεί ο εκκαλών, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), μειωμένα λόγω της ιδιότητας του εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου (άρθρο 22 παρ.1 Ν. 3693/1957, όπως ισχύει με την 134423/28-12-1992 απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης [ΦΕΚ Β 11/20-1-1993], που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 5 παρ.12 Ν.1738/1987 και άρθρο 28 παρ.5 Ν. 2479/1998). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που κατέβαλε ο εκκαλών, στο δημόσιο ταμείο, λόγω της ήττας του (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.τελευτ ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.
Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, τα οποία ορίζει, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου για την άσκηση της εφέσεως στο Δημόσιο Ταμείο.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στις 24 Ιουλίου 2025.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Β. ΠΟΡΤΟΚΑΛΛΗΣ ΕΛΕΝΗ ΔΟΥΚΑ