Αριθμός 508 /2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Ναυτικό Τμήμα
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Δ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των :
ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: …………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά του δικηγόρο Μαρία Λειβιδιώτου-Σαξώνη.
ΚΑΘ΄ ΩΝ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Εταιρείας με την επωνυμία «………» («………..»), η οποία εδρεύει στη Λιβερία και εκπροσωπείται νόμιμα, 2) Εταιρείας με την επωνυμία «…………» («…………….»), η οποία εδρεύει στα Νησιά Μάρσαλ, είναι εγκατεστημένη στον Πειραιά (οδός ………..) (ΑΦΜ ………..) και εκπροσωπείται νόμιμα και 3) ……………….., οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Νικόλαο Κουντούρη (ΔΕ ΜΙΚΕΣ Ν. ΚΟΥΝΤΟΥΡΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ].
Ο καλών-εκκαλών άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 3.1.2019 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2019) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθ 395/2021 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.
Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ο ενάγων και ήδη καλών-εκκαλών με την από 16.7.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ …………./2021-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ………/2021) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η 17η.2.2022, οπότε, συζητήσεως γενομένης, εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ 272/2023 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που απέρριψε την έφεση, ως απαράδεκτη, ως προς τον τρίτο εναγόμενο-εφεσίβλητο, … ……, δέχθηκε δε την έφεση εν μέρει κατ΄ ουσίαν ως προς τις λοιπές εφεσιβλήτους (1η, 2η και 4η εκ των εναγομένων- ήδη καθ΄ ων η κλήση-εφεσίβλητες).
Την αναίρεση της ως άνω εφετειακής απόφασης αιτήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου (α) ο ήδη καλών-εκκαλών με την από 19.7.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2023) σχετική αίτησή του και (β) οι ήδη καθ΄ων η κλήση-εφεσίβλητες με την από 21.7.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2023) σχετική αίτηση τους. Το Δικαστήριο του Αρείου Πάγου εξέδωσε επί των αιτήσεων αυτών την υπ΄ αριθμ 1475/2024 απόφασή του, με την οποία απέρριψε την από 21.7.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./2023) αίτηση, δέχθηκε την από 19.7.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2023) αίτηση, αναίρεσε εν μέρει την με αριθμ. 272/2023 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς και παράπεμψε την υπόθεση κατά το μέρος που αναιρέθηκε για περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου, συγκροτούμενου από άλλους Δικαστές.
Με την, κατατεθείσα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, από 20.1.2025 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../2025) κλήση του καλούντος-εκκαλούντος η προκειμένη υπόθεση προσδιορίσθηκε αρχικά για την δικάσιμο της 8ης.5.2025, μετά δε από αναβολή για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τη διάταξη του άρθρου 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, «Αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται, μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 581 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα (όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το Ν. 4335/2015), στο δικαστήριο της παραπομπής «Η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 524 παράγραφος 1 εδάφιο β». Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ (όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το Ν. 4335/2015), «Αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2, μπορεί να κρατήσει την υπόθεση και να την δικάσει, αν κατά την κρίση του δεν χρειάζεται άλλη διευκρίνιση. Στην αντίθετη περίπτωση παραπέμπει την υπόθεση σε ιδιαίτερη συζήτηση και, αν πρόκειται για τους λόγους που αναφέρονται στους αριθμούς 1,2, 3, 6 έως 17, 19 και 20 του άρθρου 559, μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή στο ίδιο αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές…». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι, η αναίρεση της απόφασης και επομένως, η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο έχουν προσβληθεί όλα ή κάποιο από τα περισσότερα κεφάλαια αυτής. Συγκεκριμένα η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναίρεσης, δηλαδή κατά τα κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο λόγος αναίρεσης, που έγινε δεκτός, καθώς και εκείνα που συνάπτονται άρρηκτα με τα αναιρεθέντα, οπότε και αυτά συναναιρούνται (ΑΠ 493/2011 ΕΠολΔ2012.447, ΕφΑΘ 1008/2015 ΕφΑΔ 2015.426). Η έκταση αυτή της αναίρεσης προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής απόφασης και κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατύπωσης αυτής (ΑΠ 629/2010, ΑΠ 434/2009 δημοσιευμένες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 479/2009 ΕφΑΔ 2009.831, ΑΠ 1308/2004 ΕλλΔνη 2005.84). Επομένως, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση, ενώ οι μη αναιρεθείσες διατάξεις της απόφασης διατηρούν την ισχύ τους και δεσμεύουν το κατά παραπομπή επιλαμβανόμενο δικαστήριο, λόγω του υπάρχοντος και μη ανατραπέντος δια της (αναιρετικής) αποφάσεως δεδικασμένου εκ της εν μέρει οριστικής και αμετάκλητης ήδη αποφάσεώς του, χωρίς να εξετάζονται εκ νέου τα κεφάλαια της διαφοράς που αντιστοιχούν σε αυτές (ΑΠ 1145/2005, ΑΠ 1447/2002 τνπ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1577/2000 ΕΕΝ 2002.312). Εξάλλου, το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται μόνο ως προς νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση (ΑΠ 906/2009 δημοσιευμένη στην τνπ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1614/2008 δημοσιευμένη στην τνπ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 137/2004 Δ 2004.1171 = ΝοΒ 2004.1553) και όχι ως προς την ουσία της υποθέσεως, η περί της οποίας κρίση του είναι αναιρετικός ανέλεγκτη (ΑΠ 1491/2022,ΑΠ 489/2020, ΑΠ 511/2018 δημοσιευμένες στην τνπ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1465/2017 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του ΑΠ), μη δεσμευόμενο, ως εκ τούτου, από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς. Τούτο συνακόλουθα σημαίνει ότι, εφόσον αυτές δεν εθίγησαν με την αναίρεση, το δικαστήριο της παραπομπής δύναται να εκτιμήσει τις αποδείξεις διαφορετικά από ό,τι η αναιρεθείσα απόφαση, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη (ΑΠ 886/2017 δημοσιευμένη στην τνπ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 921/2015 ΝοΒ 2016.96, ΑΠ 738/2012 δημοσιευμένη στην τνπ ΝΟΜΟΣ,ΑΠ 129/2004, Δ 2004/804 = ΕΕΔ 2005/150). Η δέσμευση δε, του δικαστηρίου της παραπομπής θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 4 ΚΠολΔ, κατά την οποία «οι αποφάσεις της Ολομέλειας ή των Τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ως «νομικό ζήτημα» θεωρείται το εννοιολογικό περιεχόμενο που προσέδωσε η αναιρετική απόφαση στον κανόνα δικαίου, στην παράβαση του οποίου είχε θεμελιωθεί η αναίρεση (ΑΠ 846/2019, ΑΠ 534/2015 δημοσιευμένες στην τνπ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 153/1997, Δ1997.857) και μπορεί να ανάγεται είτε στο ουσιαστικό, είτε στο δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 1432/2019 δημοσιευμένη στην τνπ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 629/2010 ΝοΒ 2010.2329). Η δέσμευση αυτή δεν παράγεται από το δεδικασμένο, επειδή αυτό ανακύπτει μετά το πέρας της δίκης και μάλιστα κατά τη διάρκεια άλλης δίκης, στα πλαίσια της οποίας το ήδη επιλυθέν ζήτημα εμφανίζεται ως κύριο ή προδικαστικό. Άλλωστε, οι αναιρετικές αποφάσεις είτε της ολομέλειας είτε των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεν είναι δεκτικές εκτελέσεως, ούτε παράγουν δεδικασμένο. Αντ` αυτών παράγουν, όπως ήδη εκτέθηκε ενδοδιαδικαστική δέσμευση (ΟλΑΠ 12/2009 ΑρχΝ 2009.708, ΑΠ 962/2017 δημοσιευμένη στην τνπ ΝΟΜΟΣ), που οφείλεται στην κατά το Σύνταγμα και το νόμο ιεραρχική θέση των δικαστηρίων (δόγμα ιεραρχίας) και στο σκοπό και τη λειτουργία των ενδίκων μέσων (ΕφΠειρ 290/2021 δημοσιευμένη στην ιστοσελίδα του Εφετείου Πειραιώς όπου και παραπομπή σε Δ. Κονδύλη, Το Δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ, 2008, § 14, σελ. 260 επομ.). Επομένως, η κρίση που εξέφρασε ο Άρειος Πάγος σχετικά με το παραδεκτό και τη νομική βασιμότητα της αγωγής είναι δεσμευτική για το δικαστήριο της παραπομπής (ΑΠ 270/2015, διαθέσιμη στην ιστοσελίδα του Αρείου Πάγου στο Διαδίκτυο, ΑΠ 1297/2010 τνπΝΟΜΟΣ). Αν αντίθετα, το δικαστήριο της παραπομπής δεν συμμορφώθηκε προς την αναιρετική απόφαση, ήτοι δεν ακολούθησε, όσον αφορά το νομικό ζήτημα για το οποίο απαγγέλθηκε η αναίρεση, τη λύση που δόθηκε από τον Άρειο Πάγο, ιδρύεται ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 αρ.18 ΚΠολΔ. Ειδικά δε, αν η απόφαση αναιρέθηκε λόγω παραβίασης κανόνα του ουσιαστικού δικαίου (άρθρο 559 αριθμ. 1 Κ.Πολ.Δ), μη συμμόρφωση από το δικαστήριο της παραπομπής υπάρχει όταν αυτό υιοθέτησε ως προς το νοηματικό περιεχόμενο του κανόνα αυτού εκδοχή ασυμβίβαστη, προς εκείνη στην οποία στηρίχθηκε η αναιρετική απόφαση. Δεν υπάρχει, όμως, μη συμμόρφωση, όταν το δικαστήριο της παραπομπής έδωσε λύση μη απτόμενη του νομικού ζητήματος που έδωσε λαβή στην αναίρεση (ΑΠ 1491/2022, ΑΠ 489/2020ό.π., ΑΠ 2226/2009 ΝοΒ 2010.1231). β) Κατά δε τη συζήτηση ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής εφαρμόζονται οι κανόνες που ρυθμίζουν τη διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου, που εξέδωσε την αναιρεθείσα απόφαση, αναλόγως αν τούτο δίκασε ως πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κατά την τακτική ή ειδική διαδικασία. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 579 ΚΠολΔ, μετά την αναίρεση της απόφασης καταργείται, κατά την αυτή έκταση, και η συζήτηση κατά την οποία είχε εκδοθεί η αναιρεθείσα απόφαση και, ως εκ τούτου, οι προτάσεις που υποβλήθηκαν κατ` αυτήν, εφόσον ανάγονται σε διατάξεις για τις οποίες εχώρησε η αναίρεση, δεν λαμβάνονται υπόψη από το δικάζον την έφεση δικαστήριο και αν ακόμη έγινε νόμιμη επίκλησή τους κατά το άρθρο 240 ΚΠολΔ, ενώ οι διάδικοι υποχρεούνται να καταθέσουν στο δικαστήριο της παραπομπής νέες προτάσεις, κατ` άρθρο 581 παρ. 2 ΚΠολΔ (ΑΠ 1606/2007ΕΠολΔ 2008. 260=τνπ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 715/2020 δημοσιευμένη στην τνπ ΝΟΜΟΣ- Ν. Νίκα, ό.π, παρ. 121, αρ. 31, σελ. 990). Τέλος το εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, εφόσον η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της εφέσεως ως προϋπόθεσης του παραδεκτού της, θα επανεξετάσει την εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση (ΕφΠειρ 658/1989 ΝοΒ 38.662), δυνάμενο και να την απορρίψει ως εκπρόθεσμη, εφόσον ο γενόμενος δεκτός αναιρετικός λόγος αφορούσε την ουσία του επιδίκου ουσιαστικού δικαιώματος (ΕφΠειρ 658/1989 ΕλΔνη 31.1490). Κατά τα λοιπά ενώπιον του Δικαστηρίου της παραπομπής οι διάδικοι προτείνουν όποιους ισχυρισμούς μπορούσαν να προτείνουν και κατά την συζήτηση στην οποία εκδόθηκε η αναιρεθείσα απόφαση (ΑΠ 852/1987 ΝοΒ 36.1576, ΕφΠατρ16/2020 τνπ ΝΟΜΟΣ.), δύνανται δε να υποβάλουν και νέους ισχυρισμούς και νέα αποδεικτικά μέσα για την ουσιαστική εκδίκαση της υπόθεσης, σύμφωνα με τις ισχύουσες για τα δικαστήρια της ουσίας διατάξεις (ΑΠ 45/2022, ΑΠ 904/2021, ΑΠ 28/2020, ΑΠ 1105/2019 τνπ ΝΟΜΟΣ).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ενάγων άσκησε κατά των εναγόμενων την από 3.1.2019 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2019 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με αίτημα να υποχρεωθούν οι εναγόµενοι εις ολόκληρον να του καταβάλουν το συνολικό χρηµατικό ποσό των 44.254,18 ευρώ λόγω εργατικού ατυχήματος και ειδικότερα το ποσό των 12.491,84 ευρώ για μισθούς ασθενείας, το ποσό των 31.500 ευρώ για αποζημίωση λόγω πλήρους πρόσκαιρης ανικανότητας προς εργασία επί εξάμηνο και το ποσό των 262,34 ευρώ για ιατρικά έξοδα. Το πρωτοβάθµιο Δικαστήριο με τη με αριθμό 395/2021 οριστική απόφαση του, αφού έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία και εφαρµοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο, έκρινε την αγωγή ορισµένη και νόµιµη, παρεκτός του αιτήµατος τοκοδοσίας από την εποµένη της απόλυσης του ενάγοντος, ακολούθως την απέρριψε, κατ’ ουσίαν, µε το σκεπτικό ότι το πρόβληµα οσφυοϊσχιαλγίας, εξαιτίας του οποίου αποναυτολογήθηκε στις 27.6.2018, δεν οφειλόταν σε ατύχηµα, λόγω άρσης βάρους στις 16.3.2018, κατά τις εργασίες καθαρισµού των αµπαριών του πλοίου, αλλά σε σταδιακή φθορά του οργανισµού του από τις συνθήκες εργασίας του σε συνδυασµό µε παθολογική προδιάθεση, καθόσον στις 28.2.2017 έπασχε από πόνο στην µέση. Κατά της ως άνω απόφασης, ο εκκαλών άσκησε την από 16.6.2021 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2021 και προσδιορισμού ………./2021 έφεσή του, με την οποία ζήτησε να εξαφανιστεί η πρωτόδικη απόφαση και να γίνει δεκτή στην ουσία της η αγωγή του. Επί της έφεσης, αφού αυτή συζητήθηκε κατά τη δικάσιμο της 17.2.2022, αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η με αριθμό 272/15.3.2023 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, η οποία απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη ως προς τον τρίτο εφεσίβλητο που είχε αποβιώσει την 27.5.2021 δηλαδή πριν την άσκηση της και στη συνέχεια δέχθηκε τυπικά και κατ’ουσίαν την έφεση ως προς τους πρώτη και δεύτερη και τέταρτη εφεσίβλητη, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση και ακολούθως δέχθηκε κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμη την αγωγή και υποχρέωσε τις εφεσίβλητες να καταβάλουν εις ολόκληρον στον ενάγοντα εκκαλούντα το ποσό των 18.108,10 ευρώ δηλαδή τα ιατρικά του έξοδα, μισθούς ασθενείας και αποζημίωση λόγω πρόσκαιρης ανικανότητας λόγω εργατικού ατυχήματος διάρκειας 30 ημερών. Αμφότερα τα διάδικα μέρη άσκησαν αιτήσεις αναιρέσεως. Με τη με αριθμό 1475/2024 απόφαση του Αρείου Πάγου απορρίφθηκε η από 21.7.2023 με αριθμό κατάθεσης …………/2023 αίτηση αναιρέσεως με τη σωρευόμενη σε αυτή επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση των εδώ εφεσιβλήτων ενώ έγινε δεκτή η από 19.7.2023 με αριθμό κατάθεσης …………/20.7.2023 αναίρεση του εκκαλούντος και αναιρέθηκε εν μέρει η προσβληθείσα με την αναίρεση με αριθμό 272/2023 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς και παραπέμφθηκε η υπόθεση κατά το μέρος που αναιρέθηκε, και ειδικότερα κατά το κεφάλαιο που αφορά την υποχρέωση των αναιρεσιβλήτων εδώ εφεσιβλήτων να καταβάλουν στον εδώ εκκαλούντα εις ολόκληρον αποζημίωση σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 3 παρ. 3 του ν. 551/1915 για το χρονικό διάστημα από 28.6.2018 έως 28.12.2018, για περαιτέρω εκδίκαση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου. Ήδη η υπόθεση επανεισάγεται προς συζήτηση με το από 20.1.2025 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2025 δικόγραφο κλήσης προς συζήτηση.
Επισημαίνεται ότι κατόπιν της μερικής αναίρεσης της ανωτέρω απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου το παρόν Δικαστήριο της παραπομπής επανεκδικάζει την έφεση, ερευνώντας μόνον τους λόγους αυτής που είναι σχετικοί με τα κεφάλαια της δίκης για τα οποία αναιρέθηκε η εφετειακή απόφαση, ως προς τα οποία και μόνον επανακρίνεται εφόσον ως προς τα μη αναιρεθέντα κεφάλαια υπάρχει δεδικασμένο που δεν ανατράπηκε με την αναίρεση και δεσμεύει έτσι το δικαστήριο της παραπομπής. Ειδικότερα με βάση τις παραδοχές της απόφασης του Αρείου Πάγου ο έλεγχος του παρόντος το παρόν μετ’ αναίρεση Δικαστηρίου που θα κρίνει επί της εφέσεως της εκκαλούσας – ενάγουσας περιορίζεται στα κεφαλαία της απόφασης που αναιρέθηκε και δη ως το κεφάλαιο που αφορά την υποχρέωση των αναιρεσιβλήτων εδώ εφεσιβλήτων να καταβάλουν στον εδώ εκκαλούντα εις ολόκληρον αποζημίωση σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 3 παρ. 3 του ν. 551/1915 για το χρονικό διάστημα από 28.6.2018 έως 28.12.2018. Το παρόν δικαστήριο, ως δικαστήριο της αναπομπής, εφόσον η αναιρετική απόφαση δεν ασχολήθηκε με το διαδικαστικό ζήτημα του εμπροθέσμου της εφέσεως, ως προϋποθέσεως του παραδεκτού της, θα επανεξετάσει την εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση. Η κρινόμενη, λοιπόν, από έφεση, της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας κατά της οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων (άρθρο 614 παρ. 3 και 621 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά το ν. 4335/2015), έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση των δικογράφων αυτών στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, και εμπροθέσμως, αφού δεν γίνεται επίκληση επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης, ενώ δεν έχει παρέλθει διετία από την έκδοση της (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 όπως ίσχυε πριν το ν. 4335/2015 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Ακολούθως η προαναφερόμενη έφεση πρέπει να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012.
Μετά την απόρριψη της από 21.7.2023 με αριθμό κατάθεσης …………/2023 αίτηση αναιρέσεως με τη σωρευόμενη σε αυτή επαναφορά των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση έχει κριθεί με ισχύ δεδικασμένου, αφού απορρίφθηκε το αίτημα διενέργειας ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, ότι η πάθηση του ενάγοντος προήλθε από βίαιο συμβάν ή αναγόταν σε παθολογική προδιάθεση, από τα υπάρχοντα αποδεικτικά μέσα και δεν απαιτούνται γι’αυτό ιδιάζουσες γνώσεις ιατρικής επιστήμης. Ειδικότερα κρίθηκε ότι δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίσθηκε στον Πειραιά, στις 29.11.2017, μεταξύ του ενάγοντος, …………., Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού, πλοιάρχου και της εδρεύουσας στη Λιβερία πρώτης εναγομένης εδώ πρώτης εφεσίβλητης εταιρίας με την επωνυμία “……. νομίμως εκπροσωπούμενης, πλοιοκτήτριας του υπό σημαία φορτηγού πλοίου “AL”, νηολογίου Λεμεσού Κύπρου, με αριθμό ΙΜΟ ….., κόρων ολικής χωρητικότητας 43.151, που το διαχειρίζεται από 16.5.2017 η δεύτερη εναγομένη εταιρία, εδώ δεύτερη εφεσίβλητη, με την επωνυμία “………….», που εδρεύει στα νησιά Μάρσαλ και έχει εγκαταστήσει γραφείο στην Ελλάδα στον Πειραιά Αττικής, νόμιμος εκπρόσωπος του οποίου ήταν ο τρίτος εναγόμενος, ήδη αποβιώσας, και από 6.8.2018 η τέταρτη των εναγομένων εδώ τέταρτη εφεσίβλητη που ενεργεί ως αντιπρόσωπος της πλοιοκτήτριας, ως άνω, εταιρείας, ο ενάγων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε την 1η.12.2017 σ’αυτό στο λιμάνι Huanghua της Κίνας, υπό την ειδικότητα του πλοιάρχου, αντί συμφωνηθέντων “κλειστών” μηνιαίων αποδοχών συνολικού ποσού 10.500 ευρώ. Κρίθηκε επίσης αμετάκλητα ότι εφαρμόστηκε κατά τα λοιπά στη προαναφερόμενη σύμβαση ναυτικής εργασίας η ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Πλοιάρχων Φορτηγών Πλοίων 4500 TDW και άνω, έτους 2010 (Υ.Α.3525.1.1/01/2011 Υπουργού Θαλασσίων, Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (ΦΕΚ Β’ 123/09.02.2011). Κρίθηκε ότι ο εκκαλών παρείχε τις υπηρεσίες του έως τις 27.6.2018, οπότε αποναυτολογήθηκε στο λιμάνι Jiangyin της Κίνας, λόγω ασθένειας και επαναπατρίστηκε. Ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο, το πλοίο ταξίδευε από το λιμάνι Haldia της Ινδίας, έχοντας εκφορτώσει το φορτίο κάρβουνου, που μετέφερε, με απώτερο προορισμό το λιμάνι Paranagua της Βραζιλίας, όπου θα φορτωνόταν με σιτηρά. Ότι για τον λόγο αυτό έπρεπε να καθαρισθούν επιμελώς τα επτά αμπάρια του πλοίου με θαλασσινό νερό και ειδικά χημικά υγρά και στη συνέχεια να βαφτούν. Ότι τις εν λόγω εργασίες, που ήταν ιδιαίτερα βαριές, κοπιαστικές και χρονοβόρες, καθόσον το προηγουμένως μεταφερθέν υλικό (κάρβουνο) είχε επικολλήσει στα τοιχώματα και αφαιρείτο δύσκολα, εκτελούσαν κανονικά τα μέλη του κατώτερου πληρώματος, έξι ναύτες και ένας ναύκληρος, πλην όμως, αν και δεν ανάγονταν η εκτέλεση χειρωνακτικών εργασιών στα καθήκοντα του ενάγοντος, ήδη εκκαλούντος ως πλοιάρχου, αυτός, λόγω της ιδιαίτερης επιβάρυνσης των απασχολούμενων ναυτικών, που δεν επαρκούσαν σε αριθμό για την ολοκλήρωση τέτοιας έκτασης και δυσκολίας έργου και την έγκαιρη αποπεράτωση του πριν τον κατάπλου στην Βραζιλία, συμμετείχε στις εν λόγω εργασίες, μεταφέροντας κάποια δοχεία χημικών, που ήταν αποθηκευμένα στην πλώρη του πλοίου σε δοχεία 200, 40 και 25 κιλών αντίστοιχα, συνολικού βάρους τεσσάρων τόνων και έπρεπε να μεταφερθούν στους χώρους των εργασιών, προκειμένου να καταστεί εφικτή η εμπρόθεσμη και προσήκουσα εκπλήρωση του έργου. Ότι ειδικότερα, στις 16.3.2018 κατά την εκτέλεση των εν λόγω εργασιών, ο ενάγων ήδη εκκαλών σηκώνοντας ένα δοχείο βάρους 25 κιλών, προς μεταφορά, αισθάνθηκε έντονο πόνο στην μέση και εγκατέλειψε την προσπάθεια προσπαθώντας να συνέλθει, ενώ για την ανακούφιση από τον πόνο έλαβε την ίδια μέρα το αναλγητικό και αντιφλεγμονώδες φάρμακο IBUPROFEN, σημειωμένου τούτου στο επίσημο ιατρικό ημερολόγιο του πλοίου. Ότι τα συμπτώματα υποχώρησαν τις επόμενες μέρες, συνεπεία της φαρμακευτικής αγωγής και ο ενάγων εξακολούθησε να εκπληρώνει προσηκόντως τα καθήκοντα του αποφεύγοντας την διενέργεια εργασιών επιβάρυνσης της μέσης του. Οι εκτελούμενες εργασίες στα αμπάρια ολοκληρώθηκαν επιτυχώς στις 8.4.2018, οπότε το πλοίο κατέπλευσε στο λιμάνι Paranagua της Βραζιλίας, ο δε ενάγων, ως πλοίαρχος του πλοίου, ενημέρωσε σχετικά την διαχειρίστρια τούτου, δεύτερη εναγομένη εταιρεία, με την αποστολή ηλεκτρονική; επιστολής, επισημαίνοντας την τεράστια προσπάθεια και τον πολύωρο κόπο από τις καιρικές συνθήκες και τις που έλαβαν χώρα, την ακαταλληλότητα ορισμένων βαφών και τον κίνδυνο επέλευσης ατυχήματος, προκειμένου να ετοιμαστούν τα κοίτη του πλοίου εγκαίρως. Ότι το πλοίο παρέμεινε στον ανωτέρω λιμένα της Βραζιλίας έως τις 5.5.2018, οπότε εκκίνησε για το ταξίδι με προορισμό τον λιμένα εκφόρτωσης στην Κίνα και ότι στις 9.5.2018 ο ενάγων ήδη εκκαλών απέστειλε με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς τη δεύτερη εναγόμενη εδώ δεύτερη εφεσίβλητη, αίτηση παραιτήσεως του, με την οποία αιτείτο τον επαναπατρισμό του στο λιμένα εκφορτώσεως στην Κίνα και την αντικατάσταση του, ενόψει συμπλήρωσης της απαιτούμενης υπηρεσίας βάσει της συμβάσεως, ευελπιστώντας ότι μέχρι τότε θα μπορούσε να αντιμετωπίσει την επανεμφάνιση των συμπτωμάτων οσφυαλγίας με φαρμακευτική αγωγή. Ότι όπως αποδεικνύεται από τις σχετικές εγγραφές στο Ιατρικό Ημερολόγιο του πλοίου, αυτός στις 4.5.2018 έλαβε φαρμακευτική αγωγή, εξαιτίας δερματικής λοίμωξης, ακολούθως έλαβε αναλγητικά και αντιπυρετικά φάρμακα στις 5.5.2018 και στις 6.5.2018, εξαιτίας κοινού κρυολογήματος και πόνου στη μέση, στις 7.5.2018 λόγω της δερματικής λοίμωξης, ενώ στις 13.5.2018, 15.5.2018 και 22.5.2018, έλαβε ισχυρά αναλγητικά φάρμακα, λόγω πόνου στη μέση, ομοίως στις 26.5.2018 και στις 7.6.2018. Ότι επειδή τα συμπτώματα δεν υποχώρησαν και μάλιστα εξακολούθησαν επιδεινούμενα ο ενάγων την επομένη ημέρα, 8.6.2018, που το πλοίο κατέπλευσε στο λιμάνι της Σιγκαπούρης, απέστειλε στην δεύτερη εφεσίβλητη, διαχειρίστρια και αντιπρόσωπο της πρώτης, το με ίδια ημερομηνία μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στο οποίο αναφερόταν πλέον στην ανάγκη παροχής ιατρικής βοήθειας στο λιμάνι εκφόρτωσης και επείγουσας αποναυτολόγησης του για ιατρικούς λόγους και δη λόγω δυνατού πόνου στη μέση. ‘Ότι όταν το πλοίο κατέπλευσε στο λιμάνι Jiangyin της Κίνας στις 26.6.2018, ο εκκαλών εξετάστηκε για τον λόγο αυτό από τοπικό ιατρό, που γνωμοδότησε ότι είναι ανίκανος προς εργασία, χρήζει περαιτέρω εξετάσεων και επαναπατρισμού, και αυτό αποδείχθηκε από το προσκομιζόμενο σε επίσημη μετάφραση στην ελληνική γλώσσα, από 26.6.2018 έντυπο ιατρικής εξέτασης. Ότι η δεύτερη εναγομένη διαχειρίστρια του πλοίου και η εναγομένη πλοιοκτήτρια εταιρεία δια της αντιπροσώπου της, αφότου ενημερώθηκαν από τον ίδιο τον ενάγοντα για την εμφάνιση των ανωτέρω αναφερομένων συμπτωμάτων, έδωσαν την δέουσα σημασία, αμέσως δε μόλις πληροφορήθηκαν από τον ίδιο τον ενάγοντα ότι τα συμπτώματα αντί να παρέλθουν κατέστησαν εντονότερα, δεν αξίωσαν την συνέχιση της απασχόλησης του, ανταποκρινόμενοι άμεσα στο καθήκον πρόνοιας και προστασίας της υγείας του και προέβησαν στην απόλυση του στις 27.6.2018, λόγω ασθενείας, επιμελήθηκαν δε για τον επαναπατρισμό του στις 28.6.2018 στην Αθήνα με πτήση των τουρκικών αερογραμμών, ώστε να τύχει της δέουσας ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Ότι επομένως, δεν αμέλησαν οι εναγόμενες εταιρείες, πλοιοκτήτρια και διαχειρίστρια αντίστοιχα του πλοίου δια των προστηθέντων τους, να παράσχουν στον ενάγοντα την ενδεικνυόμενη ιατρoφαρμακευτική περίθαλψη, προβαίνοντας στις ενδεδειγμένες ενέργειες και την λήψη των προβλεπομένων από τη διάταξη του άρθρου 10 Β.Δ.806/1970 κλιμακωτών μέτρων για την προστασία της υγείας του εργαζομένου ναυτικού, αναλόγως της κρισιμότητας της κατάστασης, ήτοι παροχή πρώτων βοηθειών και πρόσβαση σε ιατρό, εφόσον δεν απαιτήθηκε εν προκειμένω το ύστατο μέτρο της εισαγωγής σε νοσοκομείο, μήτε τον εξανάγκασαν στην παροχή της εργασίας του, όταν ζήτησε την αποναυτολόγηση του για ιατρικό λόγο στο λιμάνι εκφόρτωσης στην Κίνα και συνεπώς, δεν θεμελιώνεται υπαιτιότητα των προστηθέντων τους για την επιδείνωση της κατάστασης του. Ότι ενόψει των ανωτέρω αποδειχθέντων, η εμμένουσα οξεία οσφυοϊσχιαλγία με συνοδό αίσθημα αιμωδίας και άλγους στο δεξί κάτω άκρο, από την οποία πάσχει ο ενάγων και ήδη εκκαλών, συνιστά εργατικό ατύχημα, κατά την έννοια του άρθρου 1 του ν. 551/1915, εφόσον προήλθε από έκτακτη και αιφνίδια επενέργεια εξωτερικού αιτίου και δη εξαιτίας της άρσης του βάρους του δοχείου των χημικών, κατά την εκτέλεση της εργασίας του και εξ αφορμής αυτής, καθόσον συνδέεται με αυτήν με σχέση αιτίου και αποτελέσματος, λόγω του ότι εκ της προαναφερθείσας εργασίας του δημιουργήθηκαν οι ιδιαίτερες εκείνες και αναγκαίες για την επέλευση της πραγματικές συνθήκες, οι οποίες δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία του αυτή. Ότι ειδικότερα, κατά την εργασία του ενάγοντος διαμορφώθηκαν εκτάκτως δυσμενείς συνθήκες, που δεν ήταν συμφυείς προς τους συνηθισμένους όρους παροχής της, εξαιτίας της πιεστικής ανάγκης προδιαγεγραμμένης από την πρώτη εφεσίβλητη πλοιοκτήτρια, δια της αντιπροσώπου της, διαχειρίστριας του πλοίου δεύτερης εφεσίβλητης, για την έγκαιρη αποπεράτωση του έργου του καθαρισμού των επτά αμπαριών του φορτηγού πλοίου με χημικά υλικά και όχι από εξειδικευμένο συνεργείο, αλλά από το κατώτερο πλήρωμα πλοίου, καθώς και βαφής τούτου, εν πλω μέσω δυσμενών καιρικών συνθηκών, με υπέρταση των δυνάμεων τους και υπέρβαση του κανονικού ωραρίου τους, προκειμένου να καταστεί εφικτή η φόρτωση του στον επόμενο λιμένα σε εκτέλεση της σχετικής συμφωνίας ναύλωσης του, με συνέπεια ο ενάγων ήδη εκκαλών, που ήταν, ως πλοίαρχος, επικεφαλής υπεύθυνος για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της πλοιοκτήτριας εκ της ναυλώσεως, να αναγκαστεί να παρέχει και ο ίδιος χειρωνακτική εργασία, αν και δεν περιλαμβανόταν στα καθήκοντα του, συνδράμοντας έτσι το πλήρωμα κατά την απασχόληση του και ενισχύοντας την αποδοτικότητα του, με αποτέλεσμα οι κανονικές, δυσμενείς μεν αλλά σύμφυτες με τα καθήκοντα του, συνθήκες παροχής της εργασίας του, να αποβούν εξαιρετικά και ασυνήθιστα δυσμενείς, και να προσλάβουν έτσι τον χαρακτήρα του βιαίου συμβάντος και να συνετελέσουν στην πρόκληση της πάθησης του. Ενόψει τούτων, το ένδικο ατύχημα αποτελεί εργατικό ατύχημα, αφού δεν θα ελάμβανε χώρα χωρίς την εργασία του και την εκτέλεση της υπό τις δεδομένες συνθήκες και περιστάσεις, είναι δε ανεξάρτητο από την ιδιοσυστασία του οργανισμού του ενάγοντος, μη αναγομένου ουδόλως σε οργανική ή παθολογική προδιάθεση του παθόντος, αλλά αποτέλεσμα των ιδιαίτερων πραγματικών συνθηκών και περιστάσεων, που προεκτέθηκαν, οι οποίες δεν θα υπήρχαν χωρίς την εργασία του και αποτέλεσαν το αίτιο του επισυμβάντος εργατικού ατυχήματος. Επομένως τα όσα προβάλλονται στις προτάσεις των εφεσιβλήτων που αφορούν τις παραπάνω αμετάκλητες κρίσεις είναι απορριπτέα ως απαράδεκτα, όπως και το αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση το οποίο αφορά το ποσό που καταβλήθηκε σε εκτέλεση της απόφασης 272/2024 απόφασης του δικαστηρίου τούτου κατά το μέρος που έχει καταστεί αμετάκλητη.
Με την αμετάκλητη παραπάνω κρίση το παρόν δικαστήριο εκτιμά όλα τα προσκομιζόμενα έγγραφα και επιπλέον από την ένορκη ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατάθεση του μάρτυρος του ενάγοντος, …………., που περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, τις προσκομιζόμενες ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ένορκες βεβαιώσει δηλαδή τη με αριθμό …./11.10.2019 ένορκη βεβαίωση του δεύτερου μηχανικού και κατοίκου Καλαμάτας …………., ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς, η οποία λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος-εκκαλούντος μετά από νομότυπη κλήτευση των εναγόμενων-εφεσιβλήτων, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου του κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, τη με αριθμό ……/23.12.2021 ένορκη βεβαίωση του υποπλοιάρχου και κατοίκου Αθηνών ……….., ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς, η οποία λήφθηκε με επιμέλεια του ενάγοντος-εκκαλούντος στην κατ’έφεση δίκη κατ’άρθρο 529παρ.1 του ΚΠολΔ, μετά από νομότυπη κλήτευση των εναγόμενων-σύμφωνα με τις με αριθμό ….. και …../20.12.2021 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά …………… (σχετ. 2 και 3), τη με αριθμό ………/6.6.2019 ένορκη βεβαίωση του …………. ενώπιον της Συμβούλου Πρεσβείας Α’, που διευθύνει το Προξενικό Γραφείο του Προξενείου της Ελλάδας στη Μανίλα των Φιλιππίνων (σχετ.28) και τις με αριθμό …./7.10.2019 και …./7.10.2019 ένορκες βεβαιώσεις των ιδιωτικών υπαλλήλων κατοίκου Καματερου ………. και κατοίκου Σαλαμίνας ……………., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, που λήφθηκαν με την επιμέλεια των εναγομένων-εφεσιβλήτων, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης του ενάγοντος-εκκαλούντος, σύμφωνα με τη με αριθμό …./3.6.2019 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς . ….. και τη με αριθμό ……../1.10.2019 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……….. αντίστοιχα). Από τα προαναφερόμενα σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ. 4 ΚΠολΔ) και τους κανόνες της λογικής, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης : μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, ο ενάγων, που υπέστη εργατικό ατύχημα, κατά την εκτέλεση της ναυτικής εργασίας του στο πλοίο της πρώτης εφεσίβλητης χωρίς αυτός να βαρύνεται με δόλο ή με την ειδική αμέλεια, δεν μπόρεσε να απασχοληθεί μέχρι και τις 28.12.2018 αφού στις 5.7.2018, εξετάσθηκε από τον ιδιώτη ιατρό χειρουργό ορθοπαιδικό, ………….., ο οποίος, κατόπιν απεικονιστικού ελέγχου, βεβαίωσε ότι πάσχει από οξεία οσφυϊσχυαλγία με ριζιτικές εκδηλώσεις δεξιού σκέλους κατανομής, ότι πρέπει να συνεχίσει να λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή, και ότι χρήζει περαιτέρω απεικονιστικού ελέγχου (προσκομιζόμενο ως σχετικό 8). Ακολούθως αυτός έλαβε αναρρωτική αδεία δεκαπέντε (15) ημερών (από 5.7.2018 ιατρική βεβαίωση). Ακολούθως, στις 12.7.2018 στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών του Γενικού Νοσοκομείου Αττικής “ΚΑΤ”, με αιτία προσέλευσης – παρούσα νόσο την ισχιαλγία μετά από άρση βάρους, υποβλήθηκε σε ιατρικές εξετάσεις χωρίς νευρολογική σημειολογία και του χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή σύμφωνα με την από 12.7.2018 ιατρική βεβαίωση του Τμήματος Επειγόντων Περιστατικών του Γενικού Νοσοκομείου Αττικής ΚΑΤ (προσκομιζόμενο ως σχετικό 9). Στη συνέχεια, ο ενάγων ήδη εκκαλών εξετάστηκε στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών/Ορθοπαιδικό Α, του Γενικού Νοσοκομείου Μεσσηνίας, στις 19.7.2018, και διαπιστώθηκε οξεία οσφυοϊσχιαλγία με συνοδό αίσθημα αιμωδίας και άλγους στο δεξί κάτω άκρο, υπεβλήθη σε κλινικό έλεγχο και του συνεστήθη η παραμονή στην οικία του για ανάρρωση σε κλινήρη θέση σε πλήρη ακινησία και η αποφυγή δραστηριότητας για ένα (1) μήνα σύμφωνα με τη με αριθμό ……./19.7.2018 ιατρική βεβαίωση του Τμήματος ΤΕΠ/Ορθοπαιδικό του Γενικού Νοσοκομείου Μεσσηνίας. Στις 10.9.2018 εξετάσθηκε και πάλι από τον προαναφερθέντα ιδιώτη ιατρό χειρουργό ορθοπαιδικό, …………., ο οποίος βεβαίωσε ότι πάσχει από οξεία οσφυοϊσχιαλγία δεξιά με ριζιτικές εκδηλώσεις, ότι ο πρόσφατος απεικονιστικός έλεγχος ανέδειξε ευμεγέθεις προπέτειες μεσοσπονδύλιων δίσκων στα επίπεδα 04-05 και 05-Ι1 με μεγαλύτερα πιεστικά φαινόμενα οστού 04-05 και γνωμάτευσε ότι χρήζει αναρρωτικής άδειας ενός (1) μηνός (προσκομιζόμενο ως σχετικό 11). Ο εκκαλών μετέβη στις 11.10.2018 εκ νέου στο Γενικό Νοσοκομείο Μεσσηνίας, και εκεί διαπιστώθηκε ότι έπασχε από οξεία οσφυοϊσχιαλγία με συνοδό αίσθημα αιμωδίας και άλγους στο δεξί κάτω άκρο, το οποίο δεν καταπραύνεται με ήπια αναλγητικά, συνεστήθη περαιτέρω έλεγχος επί εμμονής των συμπτωμάτων και κρίθηκε απαραίτητη η παραμονή στην οικία του για ανάρρωση σε κλινήρη θέση και σε πλήρη ακινητοποίηση, η αποφυγή οποιασδήποτε δραστηριότητας και άρσης βάρους καθώς και η αποφυγή ανάβασης και κατάβασης κλίμακας για ένα μήνα, η λήψη ισχυρών αναλγητικών φαρμάκων για τρεις μήνες και, επίσης του χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια ενός (1) μηνός έως και 10.11.2018 (προσκομιζόμενο ως σχετικό 12). Τέλος, εξετάσθηκε στο ίδιο νοσηλευτικό ίδρυμα στις 30.11.2018 και βρέθηκε να πάσχει από χρόνια εμμένουσα οσφυοϊσχιαλγία λόγω κηλών των μεσοσπονδύλιων δίσκων στην οσφυϊκή μοίρα, με συνοδό αίσθημα εμμένοντος άλγους και αιμωδιών και στα δύο κάτω, που επιδεινώθηκε προ διμήνου παρά τη λήψη αναλγητικής αγωγής, αυτός υπεβλήθη και πάλι σε κλινικοεργαστηριακό και απεικονιστικό έλεγχο λεκάνης και ισχίων, τέθηκε σε ισχυρή αναλγητική αγωγή ενδοφλεβίως και κρίθηκε απαραίτητη η παραμονή στην οικία του για ανάρρωση σε κλινήρη θέση και σε πλήρη ακινητοποίηση και η αποφυγή οποιοσδήποτε δραστηριότητας για ένα (1) μήνα, ήτοι έως και την 29.12.2018, καθώς και η λήψη ισχυρών αναλγητικών και αντιφλεγμονωδών φαρμάκων σύμφωνα με τη με αριθμό ………./30.11.2018 βεβαίωση της ορθοπαιδικής κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου Μεσσηνίας (προσκομιζόμενο ως σχετ. 13). Από όλα τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται πλήρως ότι ο εκκαλών μέχρι τις 29.12.2018 λόγω της πλήρους πρόσκαιρης ανικανότητας του προς εργασία, που του προξενήθηκε σύμφωνα με αμετάκλητη κρίση λόγω εργατικού ατυχήματος στο πλοίο πλοιοκτησίας της πρώτης εφεσίβλητης, μετά τη κατάρτιση της σύμβασης ναυτικής εργασίας που με την αντιπρόσωπο αυτής του άρθρου 1 του ν. 762/1978 δεύτερη εφεσίβλητη της οποίας νόμιμη εκπρόσωπος από 6.8.2018 ήταν η τέταρτη εφεσίβλητη ……. ……, η οποία ευθύνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 762/1978 (βλ. ενδ. ΕφΠειρ 664/2014 δημ. τνπ νόμος) εμποδίστηκε, κατά τα προαναφερόμενα, να βρει άλλη εργασία. Tο γεγονός ότι η τέταρτη εφεσίβλητη ήταν η νόμιμη εκπρόσωπος της δεύτερης εφεσίβλητης αναγράφεται στο 9ο φύλλο της μη αναιρεθείσας κατά το μέρος αυτό με αριθμό 272/2023 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου και αποδεικνύεται από το προσκομιζόμενο από τους εφεσιβλήτους με αριθμό 37 σχετικό δηλαδή την από 8.8.2019 βεβαίωση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου. Επομένως αυτός δικαιούται ως αποζημίωση τις προβλεπόμενες από τη σχετική προαναφερόμενη συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας νόμιμες αποδοχές που ανέρχονται για το χρονικό διάστημα από 28.6.2018 έως και τις 28.12.2018 κατά το αγωγικό αίτημα σε 10.500 : 30 = 350 ημερομίσθιο : 2 = 175 ευρώ χ 180 ημέρες (6 μήνες χ 30 ημέρες) = 31.500 ευρώ. Να σημειωθεί ότι η τέταρτη εφεσίβλητη ευθύνεται εις ολόκληρον με την πρώτη και δεύτερη εφεσίβλητη να καταβάλει την παραπάνω αποζημίωση για το διάστημα από 6.8.2018 που ήταν η νόμιμη εκπρόσωπος της αντιπροσώπου έως και τις 28.12.2018, δηλαδή για 141 ημέρες και συνολικά για 10.500 :30 =350 : 2 = 175 ευρώ Χ 141 ημέρες = 24.675 ευρώ.
Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς εξέταση πρέπει να γίνει δεκτή κατ’ουσιαν η έφεση, να εξαφανιστεί εν μέρει η εκκαλουμένη με αριθμό 395/2021 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά το κεφάλαιο που μεταβιβάστηκε προς κρίση νετά τη με αριθμό 1475/2024 απόφαση του Αρείου Πάγου, και ως προς το κεφάλαιο της αυτό, να κρατήσει την υπόθεση το παρόν δικαστήριο και να την αναδικάσει ως προς αυτό (άρθρο 535 του ΚΠολΔ) και να κάνει δεκτή την αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν κατά το μεταβιβασθέν κεφάλαιο της προβλεπόμενης από τις προαναφερόμενες διατάξεις του ν. 551/1915 αποζημίωσης λόγω της πρόσκαιρης ολικής ανικανότητας του προς εργασία. Ακολούθως πρέπει να υποχρεωθούν οι πρώτη δεύτερη και τέταρτη των εναγομένων να καταβάλουν εις ολόκληρον στον ενάγοντα το ποσό των 24.675 ευρώ εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή (άρθρο 346 του ΑΚ) και μέχρι την εξόφληση, και επιπλέον να υποχρεωθούν οι δύο πρώτες εναγόμενες να καταβάλουν εις ολόκληρον στον ενάγοντα το ποσό των 7.825 ευρώ εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή. Μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας βαρύνουν εις ολόκληρον, μετά την υποβολή σχετικού αιτήματος, τις παριστάμενες εφεσίβλητες λόγω της ήττας τους κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 178 παρ. 1, 191 παρ. 2 και 183 του ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την από 16.6.2021 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2021 και προσδιορισμού ………./2021 έφεση, κατά το μέρος που παραπέμφθηκε στο παρόν Δικαστήριο, δυνάμει της με αριθμό 1475/2024 απόφασης του Αρείου Πάγου, αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση κατά το ως άνω μέρος.
Εξαφανίζει τη με αριθμό 395/2021 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά το μέρος που αφορά την υποχρέωση των αναιρεσιβλήτων εδώ εφεσιβλήτων να καταβάλουν στον εδώ εκκαλούντα εις ολόκληρον αποζημίωση σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 3 παρ. 3 του ν. 551/1915 για το χρονικό διάστημα από 28.6.2018 έως 28.12.2018,
Κρατεί και δικάζει την από 3.1.2019 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………../2019 αγωγή, κατά το μέρος αυτό.
Υποχρεώνει την πρώτη δεύτερη και τέταρτη των εναγομένων να καταβάλουν εις ολόκληρον στον ενάγοντα εκκαλούντα το ποσό των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων εβδομήντα πέντε ευρώ (24.675) ευρώ εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση, και επιπλέον
Υποχρεώνει τις δύο πρώτες εναγόμενες να καταβάλουν εις ολόκληρον στον ενάγοντα το ποσό των επτά χιλιάδων οκτακοσίων είκοσι πέντε ευρώ (7.825) εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση
Επιβάλει σε βάρος των παρισταμένων εφεσιβλήτων μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, που ορίζεται στο ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ το οποίο τις βαρύνει εις ολόκληρον
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 4 Αυγούστου 2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ