Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 547/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός αποφάσεως  547/2025

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, Βασίλειο Πορτοκάλλη, Εφέτη – Εισηγητή και από την Γραμματέα EΔ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις …………., για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Α. Του εκκαλούντος ………….., ο οποίος παραστάθηκε διά της πληρεξουσίας δικηγόρου του Χρυσούλας Κατσαρούμπα (Α.Μ Δ.Σ.Α ………….).

Των εφεσίβλητων: 1) ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………….», με ΑΦΜ ………., που εδρεύει στο ……….. Αττικής, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο Ρουμελιώτη (Α.Μ Δ.Σ.Α ………), με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, 2) ………….., ο οποίος παραστάθηκε διά των πληρεξουσίων δικηγόρων του Ιωάννη Ζαβαλιάννη (Α.Μ Δ.Σ.Α …………) και Λυδίας Τσοβόλα (Α.Μ Δ.Σ.Α ………..), με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ και 3) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», με ΑΦΜ …………, που εδρεύει στην Αθήνα, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Δημητροπούλου (Α.Μ Δ.Σ.Α ………..), με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Β. Της εκκαλούσας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «…………..», με ΑΦΜ ………., που εδρεύει στο ………. Αττικής, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Αναστάσιο Ρουμελιώτη (Α.Μ Δ.Σ.Α ………..), με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Των εφεσίβλητων: 1) …………., ο οποίος παραστάθηκε διά της πληρεξουσίας δικηγόρου του Χρυσούλας Κατσαρούμπα (Α.Μ Δ.Σ.Α ………….), 2) ……………., ο οποίος παραστάθηκε διά των πληρεξουσίων δικηγόρων του Ιωάννη Ζαβαλιάννη (Α.Μ Δ.Σ.Α …………) και Λυδίας Τσοβόλα (Α.Μ Δ.Σ.Α …………..), με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ, 3) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………….», με ΑΦΜ …………., που εδρεύει στην Αθήνα, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ευάγγελο Λύτρα (Α.Μ Δ.Σ.Α ………..), με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ και 4) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..», με ΑΦΜ ………, που εδρεύει στην Αθήνα, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Δημητροπούλου (Α.Μ Δ.Σ.Α ………..), με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Γ. Του εκκαλούντος …………, ο οποίος παραστάθηκε διά των πληρεξουσίων δικηγόρων του Ιωάννη Ζαβαλιάννη (Α.Μ Δ.Σ.Α ………) και Λυδίας Τσοβόλα (Α.Μ Δ.Σ.Α …………), με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Των εφεσίβλητων: 1) ……………, ο οποίος παραστάθηκε διά της πληρεξουσίας δικηγόρου του Χρυσούλας Κατσαρούμπα (Α.Μ Δ.Σ.Α ………..) και 2) ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………….», με ΑΦΜ ………., που εδρεύει στην Αθήνα, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Δημητροπούλου (Α.Μ Δ.Σ.Α ……….), με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Δ. Του εκκαλούντος ………., ο οποίος παραστάθηκε διά των πληρεξουσίων δικηγόρων του Ιωάννη Ζαβαλιάννη (Α.Μ Δ.Σ.Α ……….) και Λυδίας Τσοβόλα (Α.Μ Δ.Σ.Α …………), με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Της εφεσίβλητης ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………..», με ΑΦΜ ………, που εδρεύει στην Αθήνα, νομίμως εκπροσωπουμένης, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Δημητροπούλου (Α.Μ Δ.Σ.Α ………..), με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Ο ενάγων ……… και ήδη εκκαλών – εφεσίβλητος, άσκησε σε βάρος των εναγομένων ……. και … …………., ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 27/12/2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2017 αγωγή, με την οποία ζητούσε τα αναφερόμενα σε αυτήν. Με την ως άνω αγωγή συνεκφωνήθηκαν: α) η από 17/1/2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2018 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση – παρεμπίπτουσα αγωγή του . …………. κατά της ………….., β) η από 1/1/2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2018 προσεπίκληση σε παρέμβαση – παρεμπίπτουσα αγωγή της ………. κατά της …………. και γ) η από 12/2/2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2018 πρόσθετη παρέμβαση της ………….. υπέρ του ….. …………. και κατά του ενάγοντος, με τις οποίες ζητούντο τα αναφερόμενα σε αυτές. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, συζήτησε και συνεκδίκασε τα ανωτέρω δικόγραφα την 1/6/2018, αντιμωλία των διαδίκων και με την υπ’ αριθ. 148/2019 μη οριστική απόφασή του, ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης και διέταξε την διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης. Στη συνέχεια και κατόπιν της διεξαγωγής της διαταχθείσας πραγματογνωμοσύνης, οι διάδικοι επανέφεραν τα ως άνω δικόγραφα προς συζήτηση με τις από 17/9/2021, 18/10/2021 και 20/10/2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης: α) ../…/2021, β)  …../…/2021 και γ) …/…/2021 κλήσεις τους, αντίστοιχα, τα οποία συζητήθηκαν ενώπιον του ίδιου ως άνω δικαστηρίου στις 26/11/2021, αντιμωλία των διαδίκων και εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1620/2022 οριστική απόφαση, η οποία δέχθηκε εν μέρει την κύρια αγωγή, δέχθηκε την από 17/1/2018 παρεμπίπτουσα αγωγή και απέρριψε την από 1/1/2018 παρεμπίπτουσα αγωγή.

Κατά της τελευταίας προαναφερόμενης αποφάσεως, ο ενάγων άσκησε την (υπό στοιχείο Α) από 15/12/2022 έφεση του, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης: α) ένδικου μέσου ………/2022 και β) δικογράφου …………./2023, η εταιρεία …………… άσκησε την (υπό στοιχείο Β) από 12/12/2022 έφεση της, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης: α) ένδικου μέσου ………./2022 και β) δικογράφου ………/2023, ο ………. άσκησε την (υπό στοιχείο Γ) από 15/7/2022 έφεση του, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης: α) ένδικου μέσου ………../2022 και β) δικογράφου ………../2023 και ο τελευταίος άσκησε την (υπό στοιχείο Δ) από 21/12/2022 (επικουρική) έφεση του, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης: α) ένδικου μέσου ………../2022 και β) δικογράφου …………/2023. Όλες οι ως άνω εφέσεις ασκήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού και προσδιορίσθηκαν προς συζήτηση για την ανωτέρω δικάσιμο.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη υπό στοιχείο Α από 15/12/2022 έφεση, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης: α) ένδικου μέσου ………/2022 και β) δικογράφου ………../2023, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 1620/2022 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, επί: α) της από 27/12/2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2017 αγωγής του …….. κατά των ……. και . …………., β) της από 17/1/2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2018 ανακοίνωσης δίκης – προσεπίκλησης σε αναγκαστική παρέμβαση – παρεμπίπτουσας αγωγής του . …………. κατά της …….., γ) της από 1/1/2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/2018 προσεπίκλησης σε παρέμβαση – παρεμπίπτουσας αγωγής της ……….. κατά της …………. και δ) της από 12/2/2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 1639/713/2018 πρόσθετης παρέμβασης της ………. υπέρ του . …………. και κατά του ……….., οι οποίες συζητήθηκαν αντιμωλία των διαδίκων και συνεκδικάστηκαν, αρμοδίως και παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), έχει, δε, ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεση της στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρο 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ.1 εδ. β΄, 516, 517, 520 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, στις 21/12/2022, ήτοι προ πάσης επιδόσεως της απόφασης στον εκκαλούντα και εντός δύο (2) ετών από της δημοσιεύσεως της, που έλαβε χώρα στις 17/5/2022 (άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ), έχει, δε, κατατεθεί και το απαιτούμενο παράβολο (άρθρο 495 περ. 3A ΚΠολΔ). Επομένως πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την τακτική διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (533 ΚΠολΔ).

Περαιτέρω, η κρινόμενη υπό στοιχείο Β από 12/12/2022 έφεση, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης: α) ένδικου μέσου …………../2022 και β) δικογράφου ………../2023, η οποία στρέφεται κατά της ίδιας ως άνω αποφάσεως, αρμοδίως και παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), πρέπει, δε, να συνεκδικαστεί με την ως άνω υπό στοιχείο Α από 15/12/2022 έφεση, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας (άρθρα 31, 246, 524 παρ.1 ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεση της στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρο 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ.1 εδ. β΄, 516, 517, 520 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, στις 27/12/2022, ήτοι προ πάσης επιδόσεως της απόφασης στην εκκαλούσα και εντός δύο (2) ετών από της δημοσιεύσεως της, που έλαβε χώρα στις 17/5/2022 (άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ), έχει, δε, κατατεθεί και το απαιτούμενο παράβολο (άρθρο 495 περ. 3A ΚΠολΔ). Πρέπει όμως η έφεση να απορριφθεί ως απαράδεκτη ως προς την τρίτη εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία «……….», λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποιήσεως της τελευταίας, αφού με κανέναν λόγο της εφέσεως δεν πλήττεται το κεφάλαιο της εκκαλουμένης αποφάσεως με το οποίο απορρίφθηκε η από 1.1.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης παρεμπίπτουσα αγωγή της εκκαλούσας «………….» κατά της ως άνω εφεσίβλητης, η οποία άλλωστε δεν άσκησε και πρόσθετη παρέμβαση πρωτοδίκως, και επομένως ως προς αυτήν δεν μεταβιβάστηκε η υπόθεση στο παρόν δευτεροβάθμιο δικαστήριο (άρθρο 522 ΚΠολΔ, ΑΠ 2/2006, ΤΝΠ ΔΣΑ), πρέπει, δε, να καταδικασθεί η εκκαλούσα, λόγω της ήττας της, στα δικαστικά έξοδα της τρίτης εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ). Πρέπει, όμως η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) ως προς τους λοιπούς εφεσίβλητους και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την τακτική διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (533 ΚΠολΔ).

Ομοίως, η κρινόμενη υπό στοιχείο Γ από 15/7/2022 έφεση, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης: α) ένδικου μέσου ………../2022 και β) δικογράφου …………/2023, η οποία στρέφεται κατά της ίδιας ως άνω αποφάσεως, αρμοδίως και παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), πρέπει, δε, να συνεκδικαστεί με τις ως άνω υπό στοιχείο Α και Β εφέσεις, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας (άρθρα 31, 246, 524 παρ.1 ΚΠολΔ), έχει ασκηθεί νομότυπα, με κατάθεση της στη Γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου (άρθρο 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ.1 εδ. β΄, 516, 517, 520 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, στις 19/7/2022, ήτοι προ πάσης επιδόσεως της απόφασης στον εκκαλούντα και εντός δύο (2) ετών από της δημοσιεύσεως της, που έλαβε χώρα στις 17/5/2022 (άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ), έχει, δε, κατατεθεί και το απαιτούμενο παράβολο (άρθρο 495 περ. 3A ΚΠολΔ). Επομένως πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να εξεταστεί ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την τακτική διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (533 ΚΠολΔ).

Αντίθετα, η κρινόμενη υπό στοιχείο Δ από 21/12/2022 έφεση, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης: α) ένδικου μέσου …………/2022 και β) δικογράφου ………../2023, η οποία στρέφεται κατά της ίδιας ως άνω αποφάσεως, φέρεται απαραδέκτως προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 514 ΚΠολΔ), αφού ασκείται από τον ίδιο εκκαλούντα της ως άνω υπό στοιχείο Γ εφέσεως (. ………….) κατά της ίδιας εφεσίβλητης (……….), πλήττει τα ίδια ακριβώς κεφάλαια με την ως άνω υπό στοιχείο Γ έφεση, η οποία έχει γίνει τυπικά δεκτή (ΑΠ 1779/2008 ΤΝΠ ΔΣΑ) και έχει ακριβώς το ίδιο αίτημα ήτοι να απορριφθεί η κύρια αγωγή και σε περίπτωση που γίνει δεκτή η έφεση του ενάγοντος και αυξηθεί το επιδικαζόμενο ποσό αποζημίωσης εις βάρος του . …………., να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται η παρεμπιπτόντως εναγομένη ……… να καταβάλλει στον . …………. το επιδικασθέν ποσό. Πρέπει, τέλος, να καταδικασθεί ο εκκαλών της υπό στοιχείο Δ εφέσεως, λόγω της ήττας του, στα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου, που κατέβαλε ο εκκαλών, στο Δημόσιο Ταμείο, λόγω της ήττας του (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.τελευτ ΚΠολΔ).

Mε την υπό κρίση αγωγή του ο ενάγων εκθέτει ότι το πρώτο εναγόμενο νομικό πρόσωπο (……………) διατηρεί οργανωμένη επιχείρηση παροχής υπηρεσιών υγείας, ενώ ο δεύτερος εναγόμενος, ιατρός – χειρουργός, κατά το χρόνο τέλεσης του επίδικου συμβάντος, ανήκε στο ανθρώπινο δυναμικό και παρείχε τις υπηρεσίες του στο πρώτο εναγόμενο. Ότι, σε συνέχεια τέλεσης διαγνωστικών εξετάσεων στις εγκαταστάσεις του πρώτου εναγομένου, διαπιστώθηκε ότι αυτός πάσχει από «χολολιθίαση» (πέτρες στη χοληδόχο κύστη) και, κατόπιν συστάσεων, απευθύνθηκε στις 8.1.2013 στο δεύτερο εναγόμενο, με τον οποίον συναντήθηκε στο ιατρείο του, στις εγκαταστάσεις του πρώτου εναγομένου. Ότι, κατά τη συνάντηση αυτή, ο δεύτερος εναγόμενος, αφού εξέτασε τον ενάγοντα και μελέτησε τον υπέρηχο κοιλίας, διέγνωσε την άνω ασθένεια, για την οποίαν του συνέστησε να υποβληθεί σε λαπαροσκοπική αφαίρεση χολής (λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή), τονίζοντας ότι πρόκειται για πολύ απλή επέμβαση («ρουτίνας»), μικρής διάρκειας, χωρίς δυσκολίες και επικινδυνότητα. Ότι, μετά τη διενέργεια προεγχειρητικού ελέγχου, ο οποίος κατέδειξε ότι ο ενάγων ήταν απόλυτα υγιής, την επομένη ημέρα, ήτοι στις 9.1.2013, περί ώρα 10.00 ο τελευταίος υπεβλήθη στις εγκαταστάσεις του πρώτου εναγομένου σε χειρουργική επέμβαση λαπαροσκοπικής χολοκυστεκτομής, με επικεφαλής χειρουργό το δεύτερο εναγόμενο. Ότι, περί ώρα 13.30, ενώ ο ενάγων βρισκόταν ακόμη στο χειρουργείο, ο δεύτερος εναγόμενος ενημέρωσε τους οικείους του ενάγοντα, οι οποίοι ανέμεναν το πέρας της επέμβασης, ότι κατά τη διάρκεια της λαπαροσκοπικής εξέτασης διαπιστώθηκε χολόρροια (διαφυγή χολής εντός της κοιλίας) και για το λόγο αυτό αποφασίσθηκε να μετατρέψουν την επέμβαση από λαπαροσκοπική σε ανοιχτή. Ότι, κατά τη διενέργεια της λαπαροσκοπικής χολοκυστεκτομής, ο δεύτερος εναγόμενος προέβη εντελώς λανθασμένα, όπως άλλωστε ο ίδιος παραδέχτηκε ενώπιον των οικείων του ενάγοντα μετά την επέμβαση, το πέρας της οποίας έλαβε χώρα στις 19.00 της ίδιας ημέρας, σε διατομή του χοληδόχου πόρου, ενέργεια σε συνέχεια της οποίας αποφασίσθηκε χολοπεπτική αναστόμωση του εναπομείναντος διατμηθέντος χοληδόχου πόρου με τμήμα εντέρου (νησίδα). Ότι, συνεπεία της υποβολής του σε ανοιχτή επέμβαση χολοκυστεκτομής, ο ενάγων χρειάστηκε να νοσηλευτεί για μία εβδομάδα στις εγκαταστάσεις του πρώτου εναγομένου, υπό συνθήκες έλλειψης συνεχούς παρακολούθησης, μολονότι αυτός το είχε ανάγκη συνεπεία της κατάστασής του. Ότι, κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του, στις 11.1.2013, περί ώρα 15.00, αποφασίσθηκε από τους ιατρούς του πρώτου εναγομένου, οι οποίοι εξέτασαν τον ενάγοντα, η εκ νέου διενέργεια χειρουργικής επέμβασης, διενεργηθείσα από τον δεύτερο εναγόμενο, καθόσον επήλθε μετεγχειρητική επιδείνωση της υγείας του ενάγοντος και διαφυγή χολής από τη διενεργηθείσα αναστόμωση, χωρίς ενημέρωση του ενάγοντα και των οικείων του για την αιτία της επέμβασης. Ότι μετά τη διενέργεια και της δεύτερης επέμβασης, η οποία ήταν ιδιαίτερα δύσκολη και διήρκεσε έξι (6) ώρες, ο ενάγων μεταφέρθηκε στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (Μ.Ε.Θ.) του πρώτου εναγομένου, όπου ωστόσο αυτός δεν είχε την ενδεδειγμένη για την κατάστασή του ιατρική φροντίδα, υπό τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι στις 22.1.2017, ο ενάγων εξήλθε από την Μ.Ε.Θ. του πρώτου εναγομένου και, εν τέλει, στις 6.2.2013 έλαβε εξιτήριο, συντασσόμενο από τον δεύτερο εναγόμενο, σύμφωνα με το οποίο αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι λόγω των ιδιαιτεροτήτων της πορείας του ενάγοντα και εμπλεκομένων και άλλων ειδικοτήτων, συνεκλήθη ιατρικό συμβούλιο υπό τον καθηγητή κο ………., το οποίο συνηγόρησε θετικά για τους μέχρι τώρα χειρισμούς στην αντιμετώπιση μετεγχειρητικά του ασθενούς και των επιπλοκών του και συνέβαλε θετικά στην αποθεραπεία του. Ότι, με την πάροδο των μηνών, όχι μόνο δεν εμφάνιζε η υγεία του βελτίωση (εξακολουθούσε να υποφέρει αυτός από πόνους στον κοιλιακό χώρο και εμφάνιζε διαρροϊκές κενώσεις), αλλά στις 9.11.2013 διαπιστώθηκε νέα επιδείνωση της υγείας του, με την εμφάνιση υψηλού πυρετού, σπασμών και «ιγμορίτιδας», λόγω της εξασθένισης του οργανισμού του εκ της εισόδου μικροβίων σε αυτόν. Ότι, εξεταζόμενος από ιατρούς συνεργαζόμενους με έτερα νοσοκομεία (Γενικό Κρατικό Νίκαιας και «ΙΠΠΟΚΡΑΤΕΙΟ»), διαπιστώθηκε ότι οι σπασμοί και οι πυρετοί προκαλούνται από οξείες χολαγγειίτιδες, αποτέλεσμα του πρώτου χειρουργείου και της εσφαλμένης διατομής του χοληδόχου πόρου, οι οποίες εάν συνεχίζονταν θα του προκαλούσαν ζημιά στο συκώτι. Ότι τον Ιούνιο του 2016 η υγεία του επιδεινώθηκε εκ νέου, συνεπεία των  εσφαλμένων ενεργειών του δεύτερου εναγομένου, με αποτέλεσμα να υποβληθεί αυτός σε πέντε νέα, εξόχως σοβαρά, χειρουργεία, τα οποία ειδικότερα εκτίθενται στην αγωγή, ενώ στις 5.5.2015, είχε ήδη κριθεί από την αρμόδια επιτροπή ΙΚΑ–ΕΤΑ/ΚΕΠΑ – Διεύθυνση Ιατρικής Αξιολόγησης με ποσοστό αναπηρίας 70%. Ότι ο δεύτερος εναγόμενος, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, ενήργησε κατά παράβαση των ιατρικών κανόνων που εφαρμόζονται σε χειρουργικές επεμβάσεις λαπαροσκοπικής χολοκυστεκτομής, που όφειλε και μπορούσε να γνωρίζει, ήτοι διέπραξε ιατρικό σφάλμα, καθόσον εσφαλμένα προέβη σε διατομή του χοληδόχου πόρου, ενώ ο ενδεδειγμένος τρόπος διενέργειας της επέμβασης αυτής είναι με παρασκευή της χοληδόχου κύστεως και απομάκρυνσή της από την κοίτη του ήπατος, ενώ στη συνέχεια διενεργείται διατομή του κυστικού πόρου και πλήρης αφαίρεση της χοληδόχου κύστεως μετά του διατμηθέντος τμήματος του κυστικού πόρου. Ότι η διατομή του χοληδόχου πόρου αποτελεί κάκωση η οποία αποκαθίσταται χειρουργικώς με δυσκολία και με συχνή παρουσία επιπλοκών στο μέλλον.  Ότι ο δεύτερος εναγόμενος ευθύνεται για τη σωματική βλάβη του ενάγοντα, λόγω της περιγραφόμενης ανωτέρω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς του (της υπαιτιότητάς του συνιστάμενης στην ιατρική αμέλεια που άνω επέδειξε), η οποία συνδέεται αιτιωδώς με τις επελθούσες στον ενάγοντα μόνιμες βλάβες της υγείας του που εκτίθενται στην αγωγή, ενώ παράλληλα, ο δεύτερος εναγόμενος  παραβίασε την υποχρέωσή του για πλήρη, σαφή και κατανοητή ενημέρωσή του ως ασθενούς, με αποτέλεσμα να προσβάλει το δικαίωμα του ενάγοντα για αυτονομία και αυτοδιάθεση, κατ’ επέκταση, δε, την προσωπικότητα του τελευταίου. Ότι η πρώτη εναγομένη, ανώνυμη εταιρεία, ευθύνεται από κοινού με τον δεύτερο εναγόμενο, διότι είχε προστήσει αυτόν στη διενέργεια της εκτελεσθείσας εσφαλμένης επέμβασης, αφού αυτός (δεύτερος εναγόμενος) ενήργησε και ενεργεί εντός των οργανωμένων εγκαταστάσεων της πρώτης εναγομένης, εντασσόμενος στον κύκλο της επαγγελματικής και επιχειρηματικής δράσης της πρώτης εναγομένης. Ότι εξαιτίας των άνω αδικοπρακτικών συμπεριφορών του δεύτερου εναγομένου προκλήθηκαν στον ενάγοντα μόνιμες και μη αναστρέψιμες σωματικές βλάβες, όπως αυτές εξειδικεύονται στην αγωγή, με συνέπεια τη δυσμενή επίδραση στην εν γένει κοινωνική, οικογενειακή και οικονομική εξέλιξή του, ενώ παράλληλα, υπέστη προσβολή της προσωπικότητάς του και ηθική βλάβη. Με βάση αυτό το ιστορικό, όπως παραδεκτά με τις προτάσεις του μετέτρεψε  το αίτημα της αγωγής (άρθρο 223 παρ. 1 ΚΠολΔ), από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, ο ενάγων ζητεί να αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να του καταβάλουν, εις ολόκληρον έκαστος: α) το ποσό των 200.000 ευρώ, ως αποζημίωση λόγω αναπηρίας που του προκλήθηκε, κατ’ άρθρο  931 ΑΚ και β) το ποσό των 300.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, την οποίαν αυτός υπέστη από τις αδικοπρακτικές συμπεριφορές του δεύτερου εναγομένου, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, μέχρι την εξόφληση των ποσών αυτών και να καταδικασθούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του.

Περαιτέρω με την από 17.1.2018 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε αναγκαστική παρέμβαση – παρεμπίπτουσα αγωγή, ο δεύτερος εναγόμενος ……………., εκθέτει ότι σε βάρος του ασκήθηκε η ως άνω από 27.12.2017 αγωγή, της οποίας το περιεχόμενο παραθέτει αυτολεξεί. Περαιτέρω, εκθέτει ότι δυνάμει του υπ’ αριθ. ……….. ασφαλιστηρίου συμβολαίου επαγγελματικής ευθύνης ιατρού, σε συνδυασμό με την υπ’ αριθ……….. . πρόσθετη πράξη, διάρκειας από 16.1.2012 έως 16.1.2013, το οποίο είχε αυτός συνάψει με την καθ’ ης η ανακοίνωση δίκης – προσεπικαλουμένη – παρεμπιπτόντως εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία ……………, είχε ασφαλισθεί για αστική ευθύνη και ειδικότερα για επαγγελματική αστική ευθύνη μέχρι το ποσό των 500.000 ευρώ για σωματικές βλάβες ή θάνατο κατ` άτομο και με ανώτατο όριο ευθύνης το ποσό του 1.000.000 ευρώ, σύμφωνα με το οποίο η εν λόγω ασφαλιστική εταιρεία είχε αναλάβει την υποχρέωση να καλύπτει ασφαλιστικά όλους τους κινδύνους οι οποίοι θα προέκυπταν κατά την άσκηση των δραστηριοτήτων του, ως ιατρού χειρουργού, με την παροχή ιατρικών υπηρεσιών σε οποιονδήποτε τρίτο.  Με βάση αυτό το ιστορικό, επικαλούμενος περαιτέρω ότι κατέβαλε αυτός τα συμφωνηθέντα ασφάλιστρα και ότι η άνω σύμβαση ασφάλισης ήταν ενεργός κατά το χρόνο επέλευσης του ένδικου συμβάντος επί της κύριας αγωγής, ανακοινώνει την προαναφερθείσα δίκη στην καθ’ ης ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία, την προσεπικαλεί να παρέμβει αναγκαστικώς υπέρ αυτού στην κύρια δίκη και περαιτέρω ζητεί με τη σωρευομένη παρεμπίπτουσα αγωγή, με βάση το ανωτέρω ιστορικό και μετά τη δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του, με τις κατατεθείσες προτάσεις του (άρθρα 223, 295, 297 ΚΠολΔ), περί μετατροπής του καταψηφιστικού αιτήματος της παρεμπίπτουσας αγωγής σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί ότι, σε περίπτωση ολικής ή μερικής παραδοχής της εναντίον του από 27.12.2017 αγωγής, η παρεμπιπτόντως εναγομένη υποχρεούται να καταβάλει στον παρεμπιπτόντως ενάγοντα, κάθε ποσό που τυχόν θα υποχρεωθεί, με απόφαση του Δικαστηρίου, να καταβάλει αυτός στον ενάγοντα της κύριας αγωγής, για κεφάλαιο, τόκους και δικαστικά έξοδα  και να καταδικασθεί η παρεμπιπτόντως εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών του εξόδων.

Ακολούθως με την από 1.1.2018 προσεπίκληση σε παρέμβαση – παρεμπίπτουσα αγωγή, η πρώτη εναγομένη ………….., εκθέτει ότι σε βάρος της ασκήθηκε η ως άνω, από 27.12.2017 αγωγή, της οποίας το περιεχόμενο παραθέτει αυτολεξεί. Περαιτέρω, εκθέτει ότι δυνάμει της υπ’ αριθ. ………….. σύμβασης ασφάλισης, καλύπτουσας ποσό μέχρι 750.000 ευρώ ανά περιστατικό, με χρόνο κάλυψης από 15.2.2012 έως 14.2.2013, το οποίο είχε αυτή συνάψει με την προσεπικαλουμένη – παρεμπιπτόντως εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία ………., η τελευταία είχε αναλάβει την υποχρέωση να καλύψει τις απαιτήσεις που θα γεννηθούν από σωματικές βλάβες (περιλαμβανομένου του θανάτου) και/ή άμεσες υλικές ζημίες τρίτων, για τις οποίες η άνω ασφαλισμένη της θα καταστεί υπόχρεη προς καταβολή αποζημίωσης και/ή χρηματικής ικανοποίησης. Ότι, επιπρόσθετα, δυνάμει της υπ’ αριθ. ………… σύμβασης ασφάλισης αστικής ευθύνης, καλύπτουσα μέχρι 750.000 Ευρώ ανά περιστατικό, με χρόνο κάλυψης από 15.2.2017 έως 14.2.2018, συμφωνήθηκε μεταξύ των άνω διαδίκων, όπως η καθ’ ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένη καλύπτει τις απαιτήσεις που θα γεννηθούν από σωματικές βλάβες (περιλαμβανομένου και του θανάτου) και/ή άμεσες υλικές ζημίες τρίτων, για τις οποίες ο ασφαλισμένος θα καταστεί υπόχρεος για καταβολή αποζημίωσης ή/και χρηματικής ικανοποίησης. Με βάση αυτό το ιστορικό, η προσεπικαλούσα – παρεμπιπτόντως ενάγουσα, επικαλούμενη περαιτέρω ότι έχει καταβάλει τα ασφάλιστρα για κάθε μια από τις ανωτέρω συμβάσεις ασφάλισης, καθώς και ότι το ένδικο διάστημα κατά το οποίο νοσηλεύτηκε ο ενάγων στις εγκαταστάσεις της, καλύπτεται από τη χρονική διάρκεια του άνω πρώτου ασφαλιστηρίου συμβολαίου, ενώ η ημερομηνία κατά την οποία κοινοποιήθηκε η αγωγή αυτού (29.12.2017) καλύπτεται από τη χρονική διάρκεια του δεύτερου ασφαλιστηρίου συμβολαίου, προσεπικαλεί την καθ’ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, να παρέμβει αναγκαστικώς υπέρ αυτής στην κύρια δίκη και περαιτέρω ζητεί με τη σωρευομένη παρεμπίπτουσα αγωγή, με βάση το ανωτέρω ιστορικό, να υποχρεωθεί η παρεμπιπτόντως εναγομένη, σε περίπτωση ολικής ή μερικής παραδοχής της εναντίον της από 27.12.2017 αγωγής, να της καταβάλει κάθε ποσό που τυχόν θα υποχρεωθεί με απόφαση του Δικαστηρίου να καταβάλει αυτή στον ενάγοντα της κύριας αγωγής για κεφάλαιο (μέχρι 500.000 Ευρώ), τόκους και δικαστικά έξοδα και να καταδικασθεί η καθ’ης η προσεπίκληση – παρεμπιπτόντως εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων.

Τέλος, η άνω προσεπικαλουμένη από τον δεύτερο εναγόμενο, ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «……………..», ασκεί την από 12.2.2018 πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του άνω εναγομένου, με την οποία, επικαλούμενη έννομο συμφέρον της, ως εκ της ιδιότητας της ως κατ’ αρχήν δικονομικής εγγυήτριας του τελευταίου, τον οποίο ενδέχεται να υποχρεωθεί να αποζημιώσει εάν γίνει δεκτή η κύρια αγωγή, ζητεί την απόρριψη της αγωγής.

Στη συνέχεια, το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, συνεκδίκασε τα ανωτέρω δικόγραφα την 1/6/2018, αντιμωλία των διαδίκων και με την υπ’ αριθ. 148/2019 μη οριστική απόφασή του, ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης και διέταξε την διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης. Στη συνέχεια και κατόπιν της διεξαγωγής της διαταχθείσας πραγματογνωμοσύνης, οι διάδικοι επανέφεραν τα ως άνω δικόγραφα προς συζήτηση με τις από 17/9/2021, 18/10/2021 και 20/10/2021 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης: α) ……./2021, β) ……./2021 και γ) ………../2021 κλήσεις τους, αντίστοιχα, τα οποία συζητήθηκαν ενώπιον του ίδιου ως άνω δικαστηρίου στις 26/11/2021, αντιμωλία των διαδίκων και εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1620/2022 οριστική απόφαση. Με αυτήν το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς δέχθηκε εν μέρει την κύρια αγωγή και αναγνώρισε ότι οι εναγόμενοι υποχρεούνται να καταβάλουν στον ενάγοντα, ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, ποσό 35.000 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, δέχθηκε την από 17/1/2018 παρεμπίπτουσα αγωγή του δεύτερου εναγομένου κατά της ασφαλιστικής εταιρείας «…………..» και απέρριψε την από 1/1/2018 παρεμπίπτουσα αγωγή της πρώτης εναγομένης κατά της ασφαλιστικής εταιρείας «……………..».

Ήδη, με την κρινόμενη υπό στοιχείο Α έφεση του, ο ενάγων προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση, κατά το μέρος αυτής που απέρριψε την αγωγή του και παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανισθεί άλλως μεταρρυθμισθεί η εκκαλουμένη απόφαση μόνο ως προς το μέρος αυτής που απέρριψε την αγωγή του έτσι ώστε η τελευταία να γίνει δεκτή εν όλω. Περαιτέρω η πρώτη εναγομένη ……… με την κρινόμενη υπό στοιχείο Β έφεση της, προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση, κατά το μέρος αυτής που έκανε δεκτή την αγωγή του ενάγοντος και παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανισθεί  η εκκαλουμένη απόφαση, μόνο ως προς το μέρος αυτής που έκανε δεκτή την αγωγή του ενάγοντος έτσι ώστε η τελευταία να απορριφθεί εν όλω. Τέλος ο πρώτος εναγόμενος …………. με την κρινόμενη υπό στοιχείο Γ έφεση του, προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση, κατά το μέρος αυτής που έκανε δεκτή την αγωγή του ενάγοντος και παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανισθεί  η εκκαλουμένη απόφαση, μόνο ως προς το μέρος αυτής που έκανε δεκτή την αγωγή του ενάγοντος έτσι ώστε η τελευταία να απορριφθεί εν όλω και σε περίπτωση που αυτή γίνει δεκτή, να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται η παρεμπιπτόντως εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία «…………….», να του καταβάλει κάθε ποσό που θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα για κεφάλαιο, τόκους και λοιπά δικαστικά έξοδα.

Με τον έκτο λόγο της υπό στοιχείο Β εφέσεως, η εκκαλούσα παραπονείται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε την πρωτοδίκως προταθείσα ένσταση της περί καταχρηστικής ασκήσεως της αγωγής εκ μέρους του ενάγοντος και ήδη πρώτου εφεσίβλητου. Με την ως άνω ένσταση η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι με την υπό κρίση αγωγή ο ενάγων επιχειρεί αορίστως και αβασίμως, κατά παράβαση των ιατρικών κανόνων και διαγνωστικών μεθόδων, να αποδώσει στους εναγομένους ιατρικό σφάλμα και αμέλεια, ενώ ασκεί την αγωγή δέκα (10) μόλις ημέρες πριν τη συμπλήρωση των πέντε (5) ετών από το ένδικο συμβάν, με αποτέλεσμα να έχει αποδυναμωθεί το δικαίωμα του. Ο ισχυρισμός αυτός, επιχειρούμενος όπως θεμελιώσει ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, τυγχάνει μη νόμιμος, διότι τα επικαλούμενα προς θεμελίωσή του πραγματικά περιστατικά δεν στοιχειοθετούν κατάχρηση δικαιώματος, κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, δεδομένου ότι οι ορισμοί του άρθρου αυτού δεν ισχύουν επί δικαιωμάτων, που ασκούνται κατ’ εφαρμογή δικονομικών διατάξεων, όπως είναι και το δικαίωμα άσκησης της αγωγής (ΑΠ 1006/1999 ΕλλΔνη 40/1717, ΑΠ 980/1997 ΕλλΔνη 40/295, ΕφΔωδ 116/2000 Αρμ 2003/316). Σε κάθε δε περίπτωση τα άνω ιστορούμενα και αληθή υποτιθέμενα δε συνιστούν ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του ενάγοντα ή από την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε, ενόψει των οποίων, πέραν της αδράνειας του δικαιούχου – ενάγοντα, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματός του να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (ΟλΑΠ 8/2001, ΑΠ 37/2013, ΑΠ 91/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επομένως ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την ως άνω ένσταση, απορριπτομένου παράλληλα και του ως άνω λόγου εφέσεως.

Περαιτέρω, με τον έβδομο λόγο της υπό στοιχείο Β εφέσεως, η εκκαλούσα παραπονείται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση της επιδίκασε δικαστική δαπάνη ποσού 1.100 ευρώ υπέρ του ενάγοντος λόγω της εν μέρει αποδοχής της αγωγής, ποσό το οποίο υπερβαίνει το προσήκον μέτρο. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι τα επιδικασθέντα έξοδα εις βάρος των εναγομένων ήταν νόμιμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 176, 178 παρ.1, 191 παρ.2 ΚΠολΔ και 63, 69, 84 Ν.4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων), ως ίσχυε κατά τον χρόνο εκδόσεως της εκκαλουμένης αποφάσεως (άρθρο 533 παρ.2 ΚΠολΔ). Επομένως απορριπτέος κρίνεται και ο ανωτέρω λόγος εφέσεως.

Με τον δεύτερο λόγο της υπό στοιχείο Γ εφέσεως, ο εκκαλών παραπονείται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απόφαση απέρριψε την πρωτοδίκως προταθείσα ένσταση του περί αοριστίας της αγωγής. Πλην όμως προέκυψε ότι η επίδικη αγωγή τυγχάνει επαρκώς ορισμένη, κατ’ άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ, διότι διαλαμβάνει με πληρότητα όλα τα κατά νόμο αναγκαία πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν την αδικοπρακτική (παράνομη και υπαίτια) συμπεριφορά του δεύτερου εναγομένου – ιατρού, με λεπτομερή αναφορά των θεμελιωτικών αυτής πράξεων και παραλείψεων κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων, την προκληθείσα βλάβη που υπέστη ο ενάγων, με επαρκή προσδιορισμό της εξ αυτής προσγενομένης μη περιουσιακής ζημίας που υπέστη ο τελευταίος και τον αιτιώδη σύνδεσμο, με την έννοια της επαρκούς και πρόσφορης αιτίας, μεταξύ της συγκεκριμένης ζημίας και της συμπεριφοράς του δεύτερου εναγομένου, ενώ, επιπρόσθετα, επαρκώς εκτίθενται τα περιστατικά στην αγωγή που προσδιορίζουν τη σχέση πρόστησης που συνδέει τους δύο εναγόμενους (υφιστάμενης, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην αγωγή, χαλαρής εξάρτηση του δεύτερου εναγομένου ιατρού από την κλινική της πρώτης εναγόμενης ανώνυμης εταιρείας όσον αφορά τον τόπο, χρόνο και τους όρους εργασίας του δεύτερου εναγομένου με την εκ μέρους της παροχή γενικών μόνο οδηγιών ως προς τα ανωτέρω γεγονότα), απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων. Επομένως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε την ένσταση αοριστίας των εναγομένων, απορριπτομένου παράλληλα και του ως άνω λόγου εφέσεως.

A. Από τις διατάξεις των άρθρων 298, 299, 330 εδ. β΄, 914 και 932 ΑΚ προκύπτει, ότι η αδικοπρακτική ευθύνη προς αποζημίωση ή (και) προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης προϋποθέτει συμπεριφορά παράνομη και υπαίτια, επέλευση περιουσιακής ζημίας ή (και) ηθικής βλάβης και ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συμπεριφοράς του δράστη και της, περιουσιακού ή μη χαρακτήρα, ζημίας. Παράνομη είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε η συμπεριφορά αυτή να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή σε παράλειψη ορισμένης ενέργειας. Για την κατάφαση της παρανομίας δεν απαιτείται παράβαση συγκεκριμένου κανόνα δικαίου, αλλά αρκεί η αντίθεση της συμπεριφοράς στο γενικότερο πνεύμα του δικαίου ή στις επιταγές της έννομης τάξης. Έτσι, παρανομία συνιστά και η παράβαση της γενικής υποχρέωσης πρόνοιας και ασφάλειας στο πλαίσιο της συναλλακτικής και γενικότερα της κοινωνικής δραστηριότητας των ατόμων, δηλαδή η παράβαση της, κοινωνικώς επιβεβλημένης και εκ της θεμελιώδους δικαιϊκής αρχής της συνεπούς συμπεριφοράς απορρέουσας, υποχρέωσης λήψης ορισμένων μέτρων επιμέλειας για την αποφυγή πρόκλησης ζημίας σε έννομα αγαθά τρίτων προσώπων. Αμέλεια, ως μορφή υπαιτιότητας, υπάρχει όταν, εξαιτίας της παράλειψης του δράστη να καταβάλει την επιμέλεια που αν κατέβαλλε – με μέτρο τη συμπεριφορά του μέσου συνετού και επιμελούς εκπροσώπου του κύκλου δραστηριότητάς του – θα ήταν δυνατή η αποτροπή του ζημιογόνου αποτελέσματος, αυτός (δράστης) είτε δεν προέβλεψε την επέλευση του εν λόγω αποτελέσματος, είτε προέβλεψε μεν το ενδεχόμενο επέλευσής του, ήλπιζε όμως ότι θα το αποφύγει. Αιτιώδης σύνδεσμος υπάρχει όταν η παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά του δράστη ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η συνδρομή των ανωτέρω προϋποθέσεων θεμελιώνει και την αδικοπρακτική ευθύνη του ιατρού για ζημία που προκαλείται από αυτόν κατά την παροχή των (ιατρικών) υπηρεσιών του. Την ευθύνη αυτή, ως προς ορισμένα (ειδικά) θέματα, καλύπτει η ρυθμιστική εμβέλεια του άρθρου 8 του Ν. 2251/1994 για την «προστασία των καταναλωτών», το οποίο ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι «ο παρέχων υπηρεσίες ευθύνεται για κάθε ζημία που προκάλεσε υπαιτίως κατά την παροχή των υπηρεσιών» (παρ. 1), ότι «ως παρέχων υπηρεσίες θεωρείται όποιος παρέχει κατά τρόπο ανεξάρτητο υπηρεσία στο πλαίσιο της άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας» (παρ. 2 εδ. β΄), ότι «ο ζημιωθείς υποχρεούται να αποδείξει τη ζημία και την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της παροχής της υπηρεσίας και της ζημίας» (παρ. 3), ότι «ο παρέχων τις υπηρεσίες φέρει το βάρος της απόδειξης της έλλειψης υπαιτιότητας» (παρ. 4 εδ. α΄), ότι «για την εκτίμηση της έλλειψης υπαιτιότητας λαμβάνονται υπόψη η ευλόγως προσδοκώμενη ασφάλεια και το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ιδιαίτερα: α) η φύση και το αντικείμενο της υπηρεσίας, ιδίως σε σχέση με τον βαθμό επικινδυνότητάς της, β) η εξωτερική μορφή της υπηρεσίας, γ) ο χρόνος παροχής της υπηρεσίας, δ) η ελευθερία δράσης που αφήνεται στον ζημιωθέντα στο πλαίσιο της υπηρεσίας, ε) το αν ο ζημιωθείς ανήκει σε κατηγορία μειονεκτούντων ή ευπρόσβλητων προσώπων και στ) το αν η παρεχόμενη υπηρεσία αποτελεί εθελοντική προσφορά του παρέχοντος» (παρ. 4 εδ. β΄) και ότι «μόνη η ύπαρξη ή δυνατότητα τελειότερης υπηρεσίας κατά το χρόνο παροχής της υπηρεσίας ή μεταγενέστερα δεν συνιστά υπαιτιότητα» (παρ. 5). Από τις διατάξεις αυτού του άρθρου προκύπτει, ότι στο πεδίο εφαρμογής του εμπίπτουν και οι ιατρικές υπηρεσίες, διότι ο παρέχων αυτές ιατρός ενεργεί κατά τρόπο ανεξάρτητο, δεν υπόκειται δηλαδή σε συγκεκριμένες υποδείξεις ή οδηγίες του αποδέκτη των υπηρεσιών (ασθενούς), αλλά έχει την πρωτοβουλία και την ευχέρεια να προσδιορίζει τον τρόπο παροχής των υπηρεσιών του. Για τη θεμελίωση της (αδικοπρακτικής) ιατρικής ευθύνης απαιτείται παράνομη και υπαίτια πρόκληση ζημίας. Αμφότερες οι προϋποθέσεις αυτές (παρανομία και υπαιτιότητα) συντρέχουν ταυτοχρόνως, με βάση τη θεώρηση της αμέλειας ως μορφής πταίσματος και ως μορφής παρανομίας (διπλή λειτουργία της αμέλειας). Έτσι, αν, στο πλαίσιο μιας ιατρικής πράξης, παραβιασθούν οι κανόνες και αρχές της ιατρικής επιστήμης και εμπειρίας ή (και) οι εκ του γενικού καθήκοντος πρόνοιας και ασφάλειας απορρέουσες υποχρεώσεις επιμέλειας του μέσου συνετού ιατρού της ειδικότητας του ζημιώσαντος, τότε η συμπεριφορά αυτή είναι παράνομη και, συγχρόνως, υπαίτια. Ενόψει δε της καθιερούμενης, συναφώς, νόθου αντικειμενικής ευθύνης, με την έννοια της αντιστροφής του βάρους απόδειξης τόσο ως προς την υπαιτιότητα όσο και ως προς την παρανομία, ο ζημιωθείς φέρει το βάρος να αποδείξει την παροχή των υπηρεσιών, τη ζημία του και τον αιτιώδη σύνδεσμο της ζημίας με την εν γένει παροχή των υπηρεσιών, όχι όμως και τη συγκεκριμένη πράξη ή παράλειψη που επέφερε το ζημιογόνο αποτέλεσμα, ενώ ο παρέχων τις υπηρεσίες ιατρός, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη, πρέπει να αποδείξει είτε την ανυπαρξία παράνομης και υπαίτιας πράξης του, είτε την έλλειψη αιτιώδους συνδέσμου της ζημίας με την παράνομη και υπαίτια πράξη του, είτε τη συνδρομή κάποιου λόγου επαγόμενου την άρση ή τη μείωση της ευθύνης του (ΑΠ 974/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1693/2013 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 687/2013, ΕΕμπΔ 2014, 45).

B. Περαιτέρω, από το άρθρο 24 Α.Ν. 1565/1939 «Περί Κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος» (που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ βάσει του άρθρου 47 ΕισΝΑΚ), κατά το οποίο ο ιατρός οφείλει να παρέχει με ζήλο, ευσυνειδησία και αφοσίωση την ιατρική του συνδρομή, σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσας πείρας του, τηρώντας τις ισχύουσες διατάξεις για τη διαφύλαξη των ασθενών και προστασία των υγιών, σε συνδυασμό με τα άρθρα 652, 330 και 914 ΑΚ, προκύπτει, ότι ο ιατρός ευθύνεται σε αποζημίωση για τη ζημία που έπαθε ο ασθενής πελάτης του από κάθε αμέλειά του, ακόμη και ελαφρά, εάν κατά την εκτέλεση των ιατρικών του καθηκόντων παρέβη την υποχρέωση επιμελείας του να ενεργήσει σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης. Αντίθετα, δεν φέρει καμία ευθύνη αν ενήργησε κατά τους πιο πάνω κανόνες (lege artis) και, ειδικότερα, όπως θα ενεργούσε κάτω από τις ίδιες συνθήκες και περιστάσεις και έχοντας στη διάθεσή του τα ίδια μέσα ένας συνετός και επιμελής ιατρός (ΑΠ 259/2021, ΑΠ 864/2020, ΑΠ 633/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1693/2013, ό.π., ΑΠ 1270/1989, Καυκάς, Ενοχ. Δικ., 1993, άρθρο 914 παρ. 6, σελ. 729 επ., Δωρής, Θεμελιώδη ζητήματα αστικής ευθύνης των ιατρών στο ελληνικό δίκαιο, ΕΕΝ 1992/35-39, Φουντεδάκη, Το πρόβλημα του αιτιώδους συνδέσμου στην ιατρική ευθύνη, ΕλλΔνη 1994, ιδίως σελ. 1226-1227). Ειδικά στην περιοχή της ιατρικής αμέλειας, αυτή μπορεί να εμφανίζεται υπό τις εξής μορφές: α) είτε ως εσφαλμένη διάγνωση ή μη διάγνωση μιας νόσου που οφείλεται στη μη συμμόρφωση προς τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και έχει ως συνέπεια τη μη αντίληψη και μη κοινοποίηση του κινδύνου που απειλεί το έννομο αγαθό της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας και υγείας (ως επί το πλείστον η ορθή διάγνωση προϋποθέτει τη λήψη του ιστορικού του ασθενή, εξέταση του ασθενή, εργαστηριακές εξετάσεις, ακτινογραφίες και συμβουλή άλλων ιατρών), β) είτε ως εσφαλμένη – πλημμελής θεραπευτική αγωγή (φαρμακευτική, διαιτητική, εγχειρηματική κλπ.), διαδικασία δηλαδή που αποσκοπεί στην ίαση του ασθενή κατά τρόπο παρακάμπτοντα τους κοινώς αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης (π.χ. μετάγγιση αίματος χωρίς έλεγχο της συμβατότητας των ομάδων αίματος, εγκατάλειψη εργαλείων ή άλλων αντικειμένων στο σώμα του ασθενή μετά την εγχείρηση, μη έγκαιρη επέμβαση, χορήγηση υπερβολικής δόσης φαρμάκου), δηλαδή συγκεκριμένα η αμέλεια του ιατρού μπορεί να θεμελιωθεί σε σφάλμα περί την εκλογή της θεραπείας, λόγω της οποίας και επέρχεται κακό στον ασθενή, είτε αυτό οφείλεται σε άγνοια της προσήκουσας για την περίπτωση θεραπείας ή γενικά ενέργειας, είτε γιατί επέλεξε μέθοδο και θεραπεία η οποία, κατά τις γενικά κρατούσες αρχές της ιατρικής επιστήμης, δεν ήταν για την περίπτωση, γ) είτε ως μη παραπομπή του ασθενή σε ειδικό θάλαμο και την ανάληψη της διεξαγωγής ενός διαγνωστικού ή θεραπευτικού εγχειρήματος, χωρίς να υπάρχουν οι απαραίτητες ειδικές γνώσεις και ικανότητες ή τα κατάλληλα διαγνωστικά μέσα, δ) είτε ως μη εκπλήρωση καθήκοντος ιατρικής μέριμνας και επιμέλειας (ΠΠΑ 1124/2010 ΤΝΠ Νόμος, ΠΠΘεσ 8413/2005, Αρμ2006/1909, ΠλημΣαμ 19/2001 ΠοινΔνη 2001/1114, με παρατηρήσεις Καϊάφα-Γκμπάντι).

Γ. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 922 ΑΚ, ο κύριος ή ο προστήσας κάποιον άλλο σε μια υπηρεσία ευθύνεται για τη ζημία που ο υπηρέτης ή ο προστηθείς προξένησε σε τρίτον παράνομα κατά την υπηρεσία του. Σχέση πρόστησης υπάρχει όταν, στο πλαίσιο υφιστάμενης μεταξύ δύο προσώπων (φυσικών ή νομικών) δικαιοπρακτικής ή οποιασδήποτε άλλης βιοτικής σχέσης, διαρκούς ή ευκαιριακής, το ένα από τα πρόσωπα αυτά (προστήσας) αναθέτει στο άλλο (προστηθέντα), με ή χωρίς αμοιβή, την εκτέλεση ορισμένης υπηρεσίας, υλικής ή νομικής φύσης, η οποία αποβλέπει στη διεκπεραίωση υποθέσεων και γενικότερα στην εξυπηρέτηση των επαγγελματικών, οικονομικών ή άλλων συμφερόντων του πρώτου και κατά την οποία ο δεύτερος υπόκειται στον έλεγχο ή έστω στις γενικές οδηγίες και εντολές ή μόνο στην επίβλεψη του πρώτου. Έτσι, πρόστηση μπορεί να υπάρχει και επί σύμβασης παροχής ανεξάρτητων υπηρεσιών. Πάντως, όταν η εκτέλεση μιας υπηρεσίας έχει ανατεθεί σε πρόσωπα με εξειδικευμένες επιστημονικές ή τεχνικές γνώσεις, ο άνω έλεγχος δεν είναι απαραίτητο να εκτείνεται στον τρόπο εργασίας των εν λόγω προσώπων, ως προς τον οποίο άλλωστε ο κύριος της υπόθεσης, ελλείψει των σχετικών γνώσεων, δεν είναι σε θέση να τα ελέγξει, αλλά μπορεί και αρκεί (ο έλεγχος) να αφορά στην παροχή οδηγιών, έστω και γενικού περιεχομένου, ως προς τον τόπο, το χρόνο και τους λοιπούς όρους εργασίας των ειδικευμένων προσώπων. Ειδικότερα, στην περίπτωση νοσηλείας ασθενούς από ιατρό σε ιδιωτική κλινική αρκεί, για τον χαρακτηρισμό της κλινικής ως προστήσασας, η εκ μέρους της παροχή γενικών μόνο οδηγιών στον ιατρό ως προς τον τόπο, τον χρόνο και τους όρους εργασίας του τελευταίου. Και τούτο, γιατί η παροχή ειδικών οδηγιών στον ιατρό για τον τρόπο διενέργειας των ιατρικών πράξεων (διαγνωστικών ή θεραπευτικών) δεν είναι δυνατή, αφού, όπως προκύπτει από το άρθρο 24 Α.Ν. 1565/1939 «περί Κώδικος ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος», ο ιατρός είναι υποχρεωμένος, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, να ενεργήσει όχι σύμφωνα με τις τυχόν ειδικές αυτές οδηγίες, αλλά σύμφωνα με τις θεμελιώδεις αρχές της ιατρικής επιστήμης, ήτοι τα διδάγματα της εν λόγω επιστήμης και την αποκτηθείσα συναφώς ειδική πείρα. Επομένως, αν από αμελή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του συμπεριφορά του προστηθέντος ιατρού επήλθε η σωματική βλάβη προσώπου νοσηλευόμενου σε ιδιωτική κλινική, η προστήσασα τον ιατρό κλινική ευθύνεται για την αποκατάσταση της περιουσιακής ζημίας και της ηθικής βλάβης που υπέστη το πιο πάνω πρόσωπο. Πρόκειται για γνήσια αντικειμενική ευθύνη, δικαιολογητικό λόγο της οποίας αποτελεί το γεγονός ότι ο προστήσας ωφελείται από τις υπηρεσίες του προστηθέντος, διευρύνοντας το πεδίο της επιχειρηματικής του δραστηριότητας, και ως εκ τούτου είναι εύλογο να φέρει την ευθύνη για τους κινδύνους που προκύπτουν από τη δραστηριότητα του προστηθέντος (ΑΠ 1988/2013, ΑΠ 687/2013, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1362/2007 ΕφΑΔ 2008/62, ΑΠ 1226/2007 ΧρΙδΔ 2008/324).

Δ. Κατά τη διάταξη του άρθρου 931 ΑΚ “η αναπηρία ή η παραμόρφωση που προξενήθηκε στον παθόντα λαμβάνεται υπόψη κατά την επιδίκαση της αποζημίωσης αν επιδρά στο μέλλον του”. Ως “αναπηρία” θεωρείται κάποια έλλειψη της σωματικής, νοητικής ή ψυχικής ακεραιότητας του προσώπου, ενώ ως “παραμόρφωση”, νοείται κάθε ουσιώδης αλλοίωση της εξωτερικής εμφανίσεως του προσώπου, η οποία καθορίζεται όχι αναγκαίως κατά τις απόψεις ιατρικής, αλλά κατά τις αντιλήψεις της ζωής. Περαιτέρω, ως “μέλλον” νοείται η επαγγελματική, οικονομική και κοινωνική εξέλιξη του προσώπου. Δεν απαιτείται βεβαιότητα δυσμενούς επιρροής της αναπηρίας ή παραμορφώσεως στο μέλλον του προσώπου. Αρκεί και απλή δυνατότητα κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, στον τομέα της εργασίας έναντι των υγιών συναδέλφων τους. Η ΑΚ 931 προβλέπει επιδίκαση από το δικαστήριο χρηματικής παροχής στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση, εφόσον συνεπεία αυτών επηρεάζεται το μέλλον του. Η χρηματική αυτή παροχή δεν αποτελεί αποζημίωση εφ` όσον η τελευταία εννοιολογικώς συνδέεται με την επίκληση και απόδειξη ζημίας περιουσιακής, δηλαδή διαφοράς μεταξύ της περιουσιακής καταστάσεως μετά το ζημιογόνο γεγονός και εκείνης που θα υπήρχε χωρίς αυτό. Όμως, η αναπηρία ή παραμόρφωση ως τοιαύτη δεν σημαίνει κατ` ανάγκη πρόκληση στον παθόντα περιουσιακής ζημίας. Δεν μπορεί να γίνει πρόβλεψη, ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση θα προκαλέσει στον παθόντα συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία. Είναι όμως βέβαιο, ότι η αναπηρία ή παραμόρφωση ανάλογα με το βαθμό της και τις λοιπές συντρέχουσες περιστάσεις (ηλικία, φύλο, κλίσεις και επιθυμίες του παθόντος) οπωσδήποτε θα έχει δυσμενή επίδραση στην κοινωνική – οικονομική εξέλιξη τούτου, κατά τρόπο όμως που δεν δύναται επακριβώς να προσδιορισθεί. Η δυσμενής αυτή επίδραση είναι δεδομένη και επομένως δεν δικαιολογείται εμμονή στην ανάγκη προσδιορισμού του ειδικού τρόπου της επιδράσεως αυτής και των συνεπειών της στο κοινωνικό – οικονομικό μέλλον του παθόντος. Προέχον και κρίσιμο είναι το γεγονός της αναπηρίας ή παραμορφώσεως ως βλάβης του σώματος ή της υγείας του προσώπου ως ενός αυτοτελούς έννομου αγαθού, που απολαύει και συνταγματικής προστασίας σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 6 του άρθρου 21 του Συντάγματος, όχι μόνο στις σχέσεις των πολιτών προς το Κράτος, αλλά και στις μεταξύ τους σχέσεις, χωρίς αναγκαίως η προστασία αυτή να συνδέεται με αδυναμία ορισμού οικονομικών ωφελημάτων ή πλεονεκτημάτων. Έτσι, ορθότερη κρίνεται η ερμηνεία της ΑΚ 931, που την καθιστά εφαρμόσιμη, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται από τη διάταξη η επιδίκαση στον παθόντα αναπηρία ή παραμόρφωση ενός ευλόγου χρηματικού ποσού ακριβώς λόγω της αναπηρίας ή παραμορφώσεως, χωρίς σύνδεση με συγκεκριμένη περιουσιακή ζημία, η οποία άλλωστε και δεν δύναται να προσδιορισθεί. Το ποσό του επιδικαζόμενου κατά την ΑΚ 931 εύλογου χρηματικού ποσού εξευρίσκεται κατ’ αρχήν με βάση το είδος και τις συνέπειες της αναπηρίας ή παραμορφώσεως αφενός και την ηλικία και του βαθμού υπαιτιότητας του παθόντος αφετέρου. Είναι πρόδηλο, ότι η κατά την ΑΚ 931 αξίωση είναι διαφορετική: α) από την κατά την ΑΚ 929 αξίωση για διαφυγόντα εισοδήματα του παθόντος, που κατ` ανάγκη συνδέεται με επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης περιουσιακής ζημίας, λόγω της ανικανότητας του παθόντος προς εργασία και β) από την κατά την ΑΚ 932 χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Είναι αυτονόητο ότι όλες οι παραπάνω αξιώσεις δύνανται να ασκηθούν είτε σωρευτικώς, είτε μεμονωμένως, αφού πρόκειται για αυτοτελείς αξιώσεις και η θεμελίωση κάθε μιας από αυτές δεν προϋποθέτει αναγκαίως την ύπαρξη μιας των λοιπών (ΑΠ 83/2021, ΑΠ 548/2020, ΑΠ 142/2019, ΑΠ 1430/2018, ΑΠ 158/2016, ΑΠ 416/2012, ΑΠ 72/2012, ΑΠ 210/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Από την εκτίμηση των υπ’ αριθ. …………../3-4-2018 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων του ενάγοντος, …………., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, οι οποίες λήφθηκαν μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση των εναγομένων και της προσθέτως παρεμβαίνουσας (βλ. τις  υπ’ αριθ. ………../29.3.2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, …….), των υπ’ αριθ. ……………/29-3-2018 και ………../30-3-2018 ενόρκων βεβαιώσεων των μαρτύρων του δεύτερου εναγομένου, ……………, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, οι οποίες λήφθηκαν μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του ενάγοντος και της προσθέτως παρεμβαίνουσας (βλ. τις υπ’ αριθ. ……./23-3-2018 και ………/22-3-2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, …………), της υπ’ αριθ. ……./28-4-2021 έκθεσης ιατρικής πραγματογνωμοσύνης  του γενικού χειρουργού ……………., η οποία διενεργήθηκε δυνάμει της υπ’ αριθ. 148/2019 μη οριστικής απόφασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, της από 21-11-2021 ιατρικής γνωμάτευσης του, διορισθέντος από τη πλευρά της προσθέτως παρεμβαίνουσας, τεχνικού συμβούλου ιατροδικαστή ……………, της από 15-1-2021 συμβουλευτικής ιατρικής εισήγησης του, διορισθέντος τεχνικού συμβούλου από τη πλευρά του δεύτερου εναγομένου, ιατρού – χειρουργού …………, οι οποίοι (τεχνικοί σύμβουλοι) διορίστηκαν νομίμως με δήλωση που καταχωρήθηκε στα υπ’ αριθ. ……../6-11-2020 πρακτικά ορκίσεως πραγματογνώμονα (άρθρα 391, 392 ΚΠολΔ), της από 16-3-2018 ιδιωτικής γνωμοδότησης και του από 18-11-2021 ιατροδικαστικού σχολιασμού ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του Ιατροδικαστή ………….., που επικαλείται και προσκομίζει ο ενάγων, έγγραφα, τα οποία άπαντα εκτιμώνται ελεύθερα ως γνωμοδοτήσεις προσώπων με ειδικές γνώσεις κατ’ άρθρο 390 ΚΠολΔ (ΑΠ 1148/2019, ΑΠ 1020/2014, ΑΠ 273/2014, ΤΝΠ Νόμος), καθώς και από όλα τα έγγραφα, που επικαλούνται και νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι μεταξύ των οποίων και έγγραφα που παραδεκτώς προσκομίσθηκαν το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 529 παρ.1 εδ.α ΚΠολΔ), εφόσον δεν προέκυψε ότι δεν προσκομίσθηκαν πρωτοδίκως από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια, και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς, όμως, να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004/723), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν, πλήρως, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Η πρώτη εναγόμενη ανώνυμη εταιρία διατηρεί οργανωμένη επιχείρηση υπηρεσιών υγείας, με εγκαταστάσεις διαμονής και σίτισης ασθενών, διαγνωστικά εργαστήρια και χειρουργεία, ο δε δεύτερος εναγόμενος τυγχάνει ιατρός – χειρουργός, ειδικός στην λαπαροσκοπική και ογκολογική χειρουργική, ενώ από το έτος 2010 συνεργάζεται με το Νοσοκομείο «……….», που εδρεύει στο ………. Αττικής, ιδιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, ως Διευθυντής Χειρουργικής Κλινικής αυτού. Περί τα τέλη του έτους 2012, μετά από ιατρικές εξετάσεις γαστροσκόπησης και υπερήχου κοιλίας, στις οποίες υπεβλήθη ο ενάγων στις εγκαταστάσεις της πρώτης εναγομένης, επισκέφθηκε τον δεύτερο εναγόμενο στο ιατρείο του, ομοίως στις εγκαταστάσεις της πρώτης εναγομένης, στις 8-1-2013, ο δε τελευταίος, αφού προέβη σε κλινική του εξέταση και επισκόπηση των αποτελεσμάτων των ανωτέρω ιατρικών εξετάσεων (το υπερηχογράφημα ανέφερε πολλαπλή χολολιθίαση και διάταση χοληδόχου κύστης, η δε γαστροσκόπηση χρόνιο έλκος με παραμόρφωση βολβού δωδεκαδακτύλου), καθώς και το ιστορικό του ασθενούς σύμφωνα με το οποίο είχε το τελευταίο εξάμηνο επεισόδια κοιλιακού άλγους, γνωμάτευσε ότι πάσχει από πολλαπλή χολολιθίαση με ιστορικό πρόσφατων και προηγούμενων χολοκυστίτιδων, φλεγμονών και διάτασης της χοληδόχου κύστης. Κατόπιν αυτού, ο δεύτερος εναγόμενος του συνέστησε να υποβληθεί σε επέμβαση λαπαροσκοπικής χολοκυστεκτομής, διευκρινίζοντάς του ότι πρόκειται για μία απλή επέμβαση, που δεν διενεργείται με ανοιχτή τομή, το χειρουργείο της οποίας διαρκεί περίπου 1 ½ ώρα, ο δε απαιτούμενος χρόνος παραμονής μετά από αυτήν στην κλινική της πρώτης εναγομένης για αποθεραπεία ήταν μίας ημέρας (βλ. την υπ’ αριθ. ……/2018 ένορκη βεβαίωση της συζύγου του ενάγοντος, …………., που ήταν παρούσα κατά την επίσκεψη του ενάγοντος στο γραφείο του δεύτερου εναγομένου). Πράγματι, ο ενάγων, εισήχθη την επομένη, ήτοι στις 9-1-2013, στις εγκαταστάσεις της πρώτης εναγομένης, προκειμένου να υποβληθεί από τον δεύτερο εναγόμενο σε λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή, η διενέργεια της οποίας (επέμβασης) ξεκίνησε περί ώρα 10η πρωινή και η οποία μετατράπηκε στην πορεία σε ανοιχτή επέμβαση καθότι κατά την πρόοδο αυτής διαπιστώθηκε χολόρροια οφειλόμενη στην διατομή του χοληδόχου πόρου (ήτοι κατάσταση εξαιρετικά επικίνδυνη για την υγεία και ακόμα και για τη ζωή του ασθενούς) που έλαβε χώρα συνεπεία των χειρισμών του δεύτερου εναγόμενου κατά τη διενέργεια από αυτόν της ως άνω λαπαροσκοπικής επέμβασης. Μετά τη μετατροπή της επέμβασης σε ανοιχτή, αποφασίστηκε η αφαίρεση της χοληδόχου κύστης Retrograde (ανάστροφη χολοκυστεκτομή) και αφού ενημερώθηκε ο υπεύθυνος του χειρουργικού τομέα της ανωτέρω ιδιωτικής κλινικής, ιδιοκτησίας της πρώτης εναγομένης, κος ………, αποφασίστηκε η άμεση χειρουργική αποκατάσταση της διατομής του χοληδόχου πόρου που είχε επισυμβεί, με την τεχνική της χολοπεπτικής αναστόμωσης, ήτοι με την «εμφύτευση του χοληδόxου πόρου, σε μια έλικα λεπτού εντέρου (νήστιδος) κατά ωμέγα και πλάγιο – πλάγια αναστόμωση της έλικας κατά Brown». Ειδικότερα, σύμφωνα με το από 9-1-2013 πρακτικό χειρουργείου, που υπογράφεται από το δεύτερο εναγόμενο, κατά τη διάρκεια της ως άνω επέμβασης που ήταν ιδιαίτερα εργώδης και διήρκησε συνολικά από ώρα 10.10 έως 17.50, έλαβαν χώρα τα ακόλουθα: «Υπό γενική νάρκωση και λαπαροσκοπική προσπέλαση αναγνωρίζεται διογκωμένη χολ. κύστη η οποία παρακεντάται λόγω διάφασης (ύδρωπας). Ο ασθενής είναι πλήρης συμφύσεων πέριξ της χοληδόχου και γίνεται προσπάθεια παρασκευής των στοιχείων. Κατά την παρασκευή παρουσιάζεται χολόρροια και λόγω δυσκολίας αποφασίζεται χολοκυστεκτομή Retropade και στο πέρας της επέμβασης αναγνωρίζεται διατομή του χοληδόχου πόρου. Η χολ. κύστη δεν έφερε κυστικό πόρο ενώ ήταν πλήρης μικρών χολόλιθων. Αποφασίζεται χολοπεπτική αναστόμωση κοινού χολ. πόρου με έλικα εντέρου νήστιδας και πλαγιοπλάγια αναστόμωση κατά Βrown…». Μετεγχειρητικά διαπιστώθηκε εκ νέου χολόρροια και μετά τη διενέργεια υπολογιστικής τομογραφίας άνω και κάτω κοιλίας και υπερήχου (US) άνω και κάτω κοιλίας, ο ενάγων εισήχθη εκ νέου στο χειρουργείο προκειμένου να υποβληθεί σε δεύτερη επέμβαση, η οποία διενεργήθηκε, επίσης, από τον δεύτερο εναγόμενο στις 12-1-2013, και κατά την οποία διαπιστώθηκε περιτονίτιδα λόγω διαφυγής χολής από τη χολοπεπτική αναστόμωση που είχε δημιουργηθεί στις 9-1-2013 κατά ωμέγα, και έλαβε χώρα ανακατασκευή αυτής (αναστόμωσης) με έτερη μέθοδο ήτοι δημιουργώντας χολοπεπτική αναστόμωση με έλικα λεπτού εντέρου κατά RoyenY. Ειδικότερα, σύμφωνα με το πρακτικό χειρουργείου της από 12-1-2013 επέμβασης, έλαβαν χώρα τα κάτωθι: «Υπό γενική νάρκωση και τομή Kocker άμφω διανοίγεται η περιτοναϊκή κοιλότητα. Αναγνωρίζεται άφθονο χολώδες περιεχόμενο με περιτονίτιδα (χολοπεριτόναιο). Αναγνωρίζεται διαφυγή της χολοπεπτικής αναστόμωσης από την προηγούμενη επέμβαση (ωμέγα και brawn) και μετατροπή της σε RoyenY με εντεροκτομή και ανακατασκευή της αναστόμωσης με εμφύτευση του χοληδόχου εντός της έλικος. Επιμελής έκπλυση και παροχέτευση. Σύγκλιση κατά στρώματα. Ο ασθενής μεταφέρεται διασωληνωμένος εις Μ.Ε.Θ.». Μετά το πέρας της ως άνω δεύτερης επέμβασης που διήρκησε από ώρα 17:30 έως ώρα 21:40, ο ενάγων μεταφέρθηκε στη ΜΕΘ διασωληνωμένος, αποσωληνώθηκε την επόμενη ημέρα και παρέμεινε στη μονάδα εντατικής θεραπείας μέχρι τις 22-1-2013, οπότε εξήλθε αυτής και συνεχίστηκε η νοσηλεία του στις εγκαταστάσεις της πρώτης εναγομένης. Τόσο κατά τη διάρκεια της παραμονής του ασθενούς στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, όσο και κατά την έξοδό του από αυτή, παρουσίασε διαφυγές από την αναστόμωση και μετεγχειρητική λοίμωξη κοιλίας, που αντιμετωπίστηκαν συντηρητικά, εμπύρετο, διαρροϊκό σύνδρομο και εμετούς. Τελικώς, η κατάσταση της υγείας του ενάγοντος σταθεροποιήθηκε στις 6-2-2013, οπότε έλαβε εξιτήριο, το οποίο υπογράφεται από τον δεύτερο εναγόμενο και αναφέρει τα ακόλουθα: «Ο ασθενής παρουσίαζε διογκωμένη χοληδόχο κύστη με ύδρωπα υπό τάση, φλεγμονή και πολλαπλή χολολιθίαση. Υποβλήθηκε σε εργώδη χολοκυστεκτομή και ταυτόχρονη χολοπεπτική αναστόμωση, με έλικα εντέρου νήστιδος, κατά ωμέγα. Λόγω βαθμιαίας μετεγχειρητικής επιδείνωσης της κλινικής του εικόνας οδηγείται σε επανεπέμβαση μετά τριημέρου και υποβάλλεται σε ανακατασκευή της χολοπεπτικής αναστόμωσης κατά RouenY με πολλαπλές πλύσεις κοιλίας, λόγω διαφυγής της α’ αναστόμωσης και χολοπεριτόναιο. Μετεγχειρητικά στη συνέχεια, παρουσίασε ήπιες διαφυγές που αντιμετωπίσθηκαν συντηρητικά από τον επεμβατικό ακτινολόγο καθώς και έντονη εικόνα διαρροϊκού συνδρόμου με εμπύρετο και εμέτους, που αναγκαστικά παρέτειναν την νοσηλεία του ασθενούς. Λόγω των ιδιαιτεροτήτων της πορείας του ασθενούς και εμπλεκομένων και άλλων ειδικοτήτων, συνεκλήθη ιατρικό συμβούλιο υπό τον καθηγητή κο ……….., το οποίο συνηγόρησε θετικά για τους μέχρι τώρα χειρισμούς στην αντιμετώπιση μετεγχειρητικά του ασθενούς και των επιπλοκών του και συνέβαλλε θετικά στην αποθεραπεία του. Εξέρχεται σήμερα με φαρμακευτική αγωγή κατ’ οίκον, έχων καλώς και παρακολούθηση – επανεξέταση σε 1 μήνα. Δίαιτα χαμηλού υπολείμματος για 1 μήνα». Εξάλλου, όπως προεκτέθηκε, σύμφωνα και με τους ισχυρισμούς του ίδιου του δεύτερου εναγόμενου,  ήδη πριν από τη διενέργεια της από 9-1-2013 επέμβασης, προέκυπτε από το ιστορικό του ασθενούς ότι ο ενάγων έπασχε από πολλαπλή χολολιθίαση με ιστορικό πρόσφατων και προηγούμενων χολοκυστίτιδων (χρόνια χολοκυστίτιδα), η δε προηγηθείσα γαστροσκόπηση κατέδειξε χρόνιο έλκος με παραμόρφωση βολβού δωδεκαδακτύλου, στοιχείο με ιδιαίτερη σημασία καθώς φαίνονταν να υπάρχει ήδη μια χρόνια φλεγμονή της περιοχής του δωδεκαδακτύλου, η οποία γειτνιάζει με την περιοχή της χοληδόχου κύστης και η οποία επηρεάζει της ανατομικές συνθήκες τοπικά δημιουργώντας οιδήματα, παραμόρφωση της περιοχής και συμφύσεις (βλ. την περί των ανωτέρω αναφορά στη σελ. 13 του δικογράφου των από 12-4-2018 προτάσεων του δεύτερου εναγομένου). Συνεπώς, ήδη πριν από τη διενέργεια της επίδικης λαπαροσκοπικής επέμβασης είχε διαπιστωθεί ότι συνέτρεχαν εν προκειμένω σωρευτικά, βασικές και συνήθεις αιτίες που μπορούν να οδηγήσουν στην κάκωση των χοληφόρων και δη στην κάκωση του χοληδόχου πόρου κατά τη διενέργεια μιας λαπαροσκοπικής  χολοκυστεκτομής, οι οποίες (συνήθεις αιτίες) σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, όπως την παραθέτει ο δεύτερος εναγόμενος στο δικόγραφο των ανωτέρω προτάσεών του, είναι, μεταξύ άλλων, η φλεγμονή στην περιοχή της εγχείρησης, ο βραχύς κυστικός πόρος, οι συμφύσεις, η χρόνια χολοκυστίτιδα, και ο ευθειασμός του κυστικού πόρου με χοληδόχο πόρο. Ως εκ των άνω, ο δεύτερος εναγόμενος είχε ήδη πριν από τη διενέργεια της πρώτης (από 9-1-2013) επέμβασης, ενδείξεις περί του ότι στην προκείμενη περίπτωση ο κίνδυνος ιατρογενούς κάκωσης  του χοληδόχου πόρου (που αποτελεί πράγματι μια σοβαρή επιπλοκή, η οποία συναντάται σε ποσοστό περίπου 0,5% στην λαπαροσκοπική χολοκυστεκτομή  με σημαντική όμως νοσηρότητα και θνητότητα, ενώ επηρεάζει σημαντικά και μακροχρόνια την ποιότητα ζωής του ασθενούς) ήταν σημαντικά αυξημένος στον συγκεκριμένο ασθενή λόγω του ιατρικού του ιστορικού (χρόνια χολοκυστίτιδα και χρόνια φλεγμονή της περιοχής του δωδεκαδακτύλου η οποία γειτνιάζει με την περιοχή της χοληδόχου κύστης, που δημιουργούσαν υποψία συμφύσεων και βραχέως κυστικού πόρου). Οι ανωτέρω ενδείξεις, μάλιστα, επιβεβαιώθηκαν στη συνέχεια, ήτοι αφού ο δεύτερος εναγόμενος  ξεκίνησε τη διενέργεια της επέμβασης λαπαροσκοπικής χολοκυστεκτομής, όπου διαπίστωσε ότι η χοληδόχος κύστη ήταν φλεγμαίνουσα και διογκωμένη με δημιουργία ύδρωπα και πολλαπλών συμφύσεων πέριξ αυτής, λόγος για τον οποίο αναγκάστηκε να την παρακεντήσει πρώτα, ώστε να μπορέσει να τη συλλάβει με τη λαβίδα και να την αφαιρέσει. Κατόπιν αυτού, ο δεύτερος εναγόμενος  αποφάσισε να προχωρήσει στην παρασκευή και αναγνώριση των στοιχείων της χοληδόχου κύστης, σε δύσκολο χειρουργικό περιβάλλον, λόγω των φλεγμονών της περιοχής του δωδεκαδακτύλου, που γειτνιάζει, το οποίο επηρέασε τις ανατομικές συνθήκες τοπικά, δημιουργώντας οιδήματα, παραμόρφωση της περιοχής, συμφύσεις και ως εκ τούτου δυσκολία αναγνώρισης και παρασκευής των ανατομικών στοιχείων της χοληδόχου κύστης και ενδεχομένως (ως όφειλε ο δεύτερος εναγόμενος να προβλέψει) τη συρρίκνωση του κυστικού πόρου (που συνιστά επίσης βασική αιτία ιατρογενούς κάκωσης και διατομής του χοληδόχου πόρου κατά τη διενέργεια της λαπαροσκοπικής χολοκυστεκτομής). Τα ανωτέρω, εξάλλου, επιβεβαιώνονται τόσο από τις καταθέσεις των μαρτύρων στις ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζει ο δεύτερος εναγόμενος (ήτοι του ……………., Γενικού Χειρουργού και της …………, ιατρού – αναισθησιολόγου, οι οποίοι συμμετείχαν στο ένδικο πρώτο χειρουργείο, του …………., ιατρού – Παθολόγου Ηπατολόγου – Διευθυντή Ηπατολογικής Κλινικής στο Νοσοκομείο της α’ εναγομένης, και του …………, ιατρού – Επεμβατικού Ακτινολόγου – Διευθυντή Τμήματος Επεμβατικής Ακτινολογίας στο άνω Νοσοκομείο, οι οποίοι συμμετείχαν στο ιατρικό συμβούλιο στις 29-1-2013, που εξέτασε τον ασθενή, καθώς και του ……….., ιατρού – Χειρουργού – Διευθυντή στη Χειρουργική Κλινική του άνω Νοσοκομείου), όσο και από την περί αυτών αναφορά στην έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης του γενικού χειρουργού ………….., σύμφωνα με την οποία : «..Β) Τα αναφερόμενα στο πρακτικό χειρουργείου της λαπαροσκοπικής χολοκυστεκτομής και η ανα­φορά για ιστορικό έλκους δωδεκαδακτύλου υποδεικνύουν ότι συνέτρεχαν οι συνθήκες αυξημένης πιθανότητας επιπλοκής και δη της ιατρογενούς κακώσεως του χοληδόχου πόρου. Η ύπαρξη φλεγμονής αποδεικνύεται από το αποτέλεσμα της ιστολογικής έκθεσης. Συγκεκριμένα η χρονιότητα των φλεγμονών της χοληδόχου κύστεως και του γειτνιάζοντος δωδεκαδακτύλου είχε σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία συμφύσεων, οιδήματος, παραμόρφωσης των ανατομικών στοιχείων και ενδεχομένως τη συρρίκνωση του κυστικού πόρου και ως εκ τούτου τη δυσκολία αναγνώρισης και παρασκευής αυτών, αυξάνοντας τις πιθανότητες να προκληθεί η επιπλοκή της διατομής του χοληδόχου πόρου». Ομοίως, ο τεχνικός σύμβουλος της ……………. ειδικός ιατροδικαστής, …………. αναφέρει στην από 21-11-2021 έκθεσή του: «..ήδη προ της διενέργειας αυτής (εν. λαπαροσκοπικής επέμβασης), συνέτρεχαν συνθήκες ευνοϊκές για την εμφάνιση της επιπλοκής της διατομής του χοληδόχου πόρου. Συγκεκριμένα, η φλεγμονή (όπως αυτή επιβεβαιώνεται και από τη σχετική έκθεση ιστολογικής εξέτασης), είναι γνωστό ότι οδηγεί στην ανάπτυξη συμφύσεων, οιδήματος, παραμόρφωσης των ανατομικών δομών αλλά και ενδεχομένως σε συρρίκνωση του χοληδόχου πόρου. Τα ανωτέρω, λογικό είναι να έχουν ως αναπόφευκτο επακόλουθο τη σημαντικού βαθμού αύξηση της δυσκολίας στην αναγνώριση και χειρουργική παρασκευή των ανατομικών δομών της περιοχής, συμπεριλαμβανομένου και του χοληδόχου πόρου». Σημειώνεται, ότι η αναγνώριση των ανατομικών στοιχείων της χοληδόχου κύστης και δη του κυστικού πόρου και της κυστικής αρτηρίας αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της χολοκυστεκτομής και πρέπει ο χειρουργός να είναι απόλυτα βέβαιος πριν τη διατομή – απολίνωσή του, καθώς η λανθασμένη αναγνώριση του χοληδόχου πόρου ως κυστικού πόρου και η διατομή του τελευταίου συνιστά ιατρογενή κάκωση με δραματικές συχνά επιπτώσεις και απαιτεί αποκατάσταση με αναστόμωση του χοληδόχου πόρου, όπως και συνέβη εν προκειμένω, με υπαρκτές σοβαρές πιθανότητες στη συνέχεια στενώσεων του χοληδόχου πόρου, δημιουργία χολαγγειίτιδας και ανάγκη συνεχών διαστολών (βλ. την περί των ανωτέρω αναφορά στην από 16-3-2018 ιατρική γνωμοδότηση του Ιατροδικαστή ……….). Πράγματι, στην προκείμενη περίπτωση, παρά την ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων περί του ιδιαιτέρως αυξημένου κινδύνου διατομής του χοληδόχου πόρου, καθότι, όπως προεκτέθηκε, συνυπήρχαν σωρευτικά βασικές και συνήθεις αιτίες πρόκλησης της επιπλοκής αυτής, τις οποίες ο δεύτερος εναγόμενος γνώριζε σε μεγάλο βαθμό ήδη προεγχειρητικά, η δε συνδρομή τους επιβεβαιώθηκε από την εικόνα του πεδίου της λαπαροσκοπικής επέμβασης, που αντιμετώπισε, γεγονός, που κατά λογική ακολουθία αύξανε σημαντικά  την πιθανότητα εμφάνισης της εν λόγω επιπλοκής κατά τη ρητή περί αυτού αναφορά και στην ανωτέρω έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, παρόλα αυτά, υπερεκτιμώντας πιθανώς τις ικανότητες του, αποφάσισε, κατά λανθασμένη εκτίμηση, αντί να ξεκινήσει την επέμβαση ως ανοιχτή ή έστω να τρέψει την επέμβαση άμεσα σε ανοιχτή ως όφειλε, να συνεχίσει αυτή λαπαροσκοπικά και να προχωρήσει την παρασκευή και προσπάθεια αναγνώρισης των στοιχείων της χοληδόχου κύστης, ελπίζοντας ότι θα αποφύγει την πρόκληση ιατρογενούς κάκωσης, κάτι που ωστόσο δεν επετεύχθη, αλλά αντιθέτως προκάλεσε με τους χειρισμούς του  την διατομή του χοληδόχου πόρου, ο οποίος αναγνωρίστηκε λανθασμένα ως κυστικός πόρος, η δε διατομή διαπιστώθηκε, όταν εμφανίστηκε χολόρροια στο πεδίο της επέμβασης, οπότε και αποφασίστηκε τελικά η μετατροπή της σε ανοιχτή. Η ανωτέρω, εξαιρετικά επικίνδυνη ακόμα και για τη ζωή του ενάγοντος, διατομή του χοληδόχου πόρου θα μπορούσε να αποφευχθεί, αν ο δεύτερος εναγόμενος εκκινούσε εξαρχής την επέμβαση ως ανοικτή ή έστω προχωρούσε σε μετατροπή της επέμβασης σε ανοιχτή σε προγενέστερο στάδιο, ήτοι αφού αναγνώρισε τη χοληδόχο κύστη διογκωμένη με πολλές συμφύσεις πέριξ αυτής και των παρακείμενων οργάνων και την ύπαρξη παραμορφώσεων στο ηπατοκυστικό τρίγωνο (τρίγωνο Calot) λόγω των τοπικών φλεγμονών, καθώς, όπως μπορούσε και όφειλε να προβλέψει, υπό τις ανωτέρω συνθήκες (σε συνδυασμό με το ιστορικό του ασθενούς), ήταν εξόχως πιθανή η ύπαρξη βραχέως κυστικού πόρου και η πρόκληση κάκωσης ή ακόμα και διατομής του χοληδόχου πόρου, λαμβανομένου υπόψη ότι οι επεμβάσεις αυτές σε άνδρες μεγάλης ηλικίας με μακρύ ιστορικό και πολλαπλά προηγούμενα επεισόδια οξείας χολοκυστίτιδας συνδέονται με αυξημένες τεχνικές δυσκολίες και αυξημένο κίνδυνο κάκωσης (βλ. την περί αυτού αναφορά στην ιατρική βιβλιογραφία που προσκομίζει ο δεύτερος εναγόμενος από την ιστοσελίδα www.surgery.gr), αλλά και δεδομένου ότι κύρια αντένδειξη για την ολοκλήρωση της λαπαροσκοπικής χολοκυστεκτομής, είναι η αδυναμία παρασκευής και σαφούς αναγνώρισης όλων των ανατομικών δομών του ηπατοδωδεκαδακτυλικού συνδέσμου και του ηπατοκυστικού τριγώνου (τρίγωνο Calot). Εξάλλου, η  απόφαση για μετατροπή της λαπαροσκοπικής χολοκυστεκτομής σε ανοιχτή εγχείρηση, όταν δεν μπορούν να αναγνωριστούν ξεκάθαρα οι σημαντικές ανατομικές δομές της περιοχής, αποτελεί, με γνώμονα πάντοτε την ασφάλεια του ασθενούς, περισσότερο ορθή χειρουργική κρίση παρά επιπλοκή (βλ. τη σχετική αναφορά της από 18-11-2021 ιατρικής γνωμοδότησης του ιατροδικαστή ……….. στο πόνημα του χειρουργού ………. περί λαπαροσκοπικής χολοκυστεκτομής), καθώς η ανοικτή χολοκυστεκτομή επιτρέπει να παρακαμφθούν οι γενικοί περιορισμοί της λαπαροσκοπικής χειρουργικής και συγκεκριμένα η όραση σε δυο διαστάσεις, η έλλειψη της αίσθησης της αφής και η δυσκολία στην τρισδιάστατη αντίληψη και τον συγχρονισμό χεριών και οφθαλμών, λόγος για τον οποίο, σε δύσκολες περιπτώσεις, ο χειρουργός πρέπει να καταφεύγει στην ανοικτή επέμβαση. Τα ανωτέρω επιβεβαιώνονται από το γεγονός ότι, όπως διαπιστώθηκε εκ των υστέρων, πράγματι ο κυστικός πόρος του ενάγοντος ήταν σχεδόν ανύπαρκτος (πολύ βραχύς), υφίστατο δε ευθειασμός του κυστικού πόρου με το χοληδόχο πόρο, και ειδικότερα, η χοληδόχος κύστη ακουμπούσε σχεδόν κατευθείαν στο χοληδόχο πόρο με σχεδόν ανύπαρκτο κυστικό πόρο, αλλά και όλο το τοίχωμα της χοληδόχου κύστης, μέχρι σχεδόν τη μεσότητά της, ενωνόταν με τον κοινό ηπατικό πόρο, γεγονότα, που εκθέτει ο ίδιος ο δεύτερος εναγόμενος στο δικόγραφο των από 12-4-2018 προτάσεών του (βλ. σελ. 14 αυτών), προερχόμενα (τα ανωτέρω) «ασφαλώς λόγω του οιδήματος και της χρόνιας φλεγμονής», όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στο ίδιο δικόγραφο. Από τα ανωτέρω εκτεθέντα, διαπιστώθηκε η συνδρομή στον οργανισμό του ενάγοντος βασικών αιτίων επέλευσης της επιπλοκής διατομής του χοληδόχου πόρου ήτοι φλεγμονής στο τρίγωνο Calot, χρόνιας χολοκυστίτιδας, συμφύσεων, βραχέως κυστικού πόρου και ευθειασμού του κυστικού πόρου με το χοληδόχο πόρο, από τα οποία προκύπτει ότι η πλέον ιατρικώς ενδεδειγμένη ενέργεια στην οποία όφειλε να προβεί ο δεύτερος εναγόμενος, αν επιδείκνυε την απαιτούμενη επιμέλεια, που θα έπρεπε να επιδείξει υπό τις ίδιες περιστάσεις κάθε μέσος επιμελής ιατρός, ήταν να διακόψει τη λαπαροσκοπική επέμβαση, δεδομένου ότι πράγματι αντιμετώπιζε ιδιαίτερη δυσκολία στην αναγνώριση των ανατομικών στοιχείων της περιοχής, και να τη μετατρέψει σε ανοιχτή, έτσι ώστε με ασφάλεια να αναγνωρίσει και να προστατεύσει τα ζωτικής σημασίας ανωτέρω ανατομικά στοιχεία, λαμβανομένου υπόψη ότι το ποσοστό εμφάνισης της προκείμενης επιπλοκής κάκωσης του χοληδόχου πόρου μειώνεται σημαντικά κατά τη διενέργεια ανοιχτής επέμβασης χολοκυστεκτομής συγκριτικά με την επιλογή της λαπαροσκοπικής μεθόδου. Αντ’ αυτού, ο δεύτερος εναγόμενος, παρά τις σοβαρές ενδείξεις, που είχε περί του αυξημένου κινδύνου κάκωσης των χοληφόρων του ενάγοντος, αποφάσισε, κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των ιατρικών δεδομένων, να προχωρήσει στην παρασκευή και αναγνώριση των στοιχείων της χοληδόχου κύστης με τη λαπαροσκοπική μέθοδο, σε δύσκολο χειρουργικό περιβάλλον, όπως αναλυτικά προεκτέθηκε, με συνέπεια κατά την προσπάθειά του να διενεργήσει την επέμβαση υπό αυτές τις δύσκολες συνθήκες, να οδηγηθεί στη διατομή του χοληδόχου πόρου (αντί του κυστικού), ιατρογενή κάκωση, ιδιαιτέρως επικίνδυνη, η οποία αποκαθίσταται χειρουργικώς με δυσκολία και παρουσιάζει συχνά επιπλοκές στο μέλλον, αναγκάστηκε δε ακολούθως να μετατρέψει την επέμβαση σε ανοιχτή. Σημειώνεται, εξάλλου, ότι τα εκτιθέμενα στην ιατρική πραγματογνωμοσύνη του γενικού χειρουργού, ………….. (η οποία σημειώνεται ότι κατά τα άρθρα 340, 387, 386 ΚΠολΔ,  δεν έχει αυξημένη αποδεικτική δύναμη και συνεπώς η συνεκτίμησή της με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα μπορεί να οδηγήσει το Δικαστήριο σε σχηματισμό δικανικής πεποίθησης, που να είναι αντίθετη προς το πόρισμα της πραγματογνωμοσύνης, η δε σχετική ως προς την εκτίμηση αυτής κρίση του Δικαστηρίου δεν είναι ανάγκη να αιτιολογείται και είναι αναιρετικά ανέλεγκτη – βλ. ΟλΑΠ 32/1990, ΕλλΔνη 1991.55, ΑΠ 1020/2014, ΑΠ 1148/2019  ΤΝΠ Νόμος) ότι: «οι ενέργειες του δευτέρου εναγομένου – χειρουργού είναι αυτές που θα ακολουθούσε ο μέσος συνε­τός χειρουργός σε περίπτωση τεχνικά δύσκολης χολοκυστεκτομής και αναγνώρισης διατομής του χοληδόχου πόρου. Η επιπλοκή της διατομής χοληδόχου πόρου κατά την προσπάθεια του χειρουργού να ολοκληρώσει τη «δύσκολη» χολοκυστεκτομή δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι οφείλεται σε ιατρικό λάθος ή παράλειψη καθώς, είναι δυνατόν να συμβεί στο μέσο χειρουργό σε τέτοιου είδους επεμβάσεις, αλλά και ελλείψει στοιχείων που να αποδεικνύουν λάθος ή παράλειψη», αναφέρονται στο αναμφισβήτητο γεγονός ότι η διατομή του χοληδόχου πόρου αποτελεί επιπλοκή της επέμβασης λαπαροσκοπικής χολοκυστεκτομής, καθώς και στο ότι μετά τη διαπίστωση της διατομής ακολουθήθηκαν πράγματι από τον δεύτερο εναγόμενο οι ιατρικώς ενδεδειγμένες ενέργειες, χωρίς, ωστόσο, να διατυπώνει σαφή θέση περί του ιατρικώς ενδεδειγμένου της μετατροπής της λαπαροσκοπικής επέμβασης σε ανοιχτή επέμβαση σε προγενέστερο χρόνο ώστε να αποτραπεί ο κίνδυνος της εν λόγω επιπλοκής, που εν προκειμένω πράγματι παρίστατο αυξημένος, όπως δέχεται και ο ίδιος ως άνω πραγματογνώμονας (βλ. την περί αυτού αναφορά στο προεκτεθέν στοιχ. Β της πραγματογνωμοσύνης), λαμβανομένων υπόψη όλων των ειδικών συνθηκών και ιατρικών δεδομένων της επίδικης περίπτωσης. Ας σημειωθεί επίσης ότι στο από 12/1/2013 πρακτικό χειρουργείου (σχετικό 17 του δεύτερου εναγομένου) ο πραγματογνώμονας ………….., φέρεται ως βοηθός του δεύτερου εναγομένου στην ως άνω επέμβαση, κάτι άλλωστε που αποδέχεται και ο τελευταίος (βλ. σελ. 34 της εφέσεως του, προτελευταία παράγραφος), γεγονός που από μόνο του μεν δεν εγείρει υπόνοιες μεροληψίας εις βάρος του πραγματογνώμονα, σαφώς όμως μειώνει την αποδεικτική δύναμη της πραγματογνωμοσύνης του. Ενισχυτικό, εξάλλου, της περί των ανωτέρω κρίσης του Δικαστηρίου, αποτελεί και το γεγονός ότι όπως  αναφέρουν στις προσκομιζόμενες από τον ενάγοντα, από 3-4-2018 ένορκες βεβαιώσεις τους, η σύζυγος και οι δύο θυγατέρες αυτού, οι οποίες ανέμεναν την έξοδό του από το χειρουργείο στις εγκαταστάσεις της πρώτης εναγομένης, περί ώρα 19.00 στις 9-1-2013, ο δεύτερος εναγόμενος τους ενημέρωσε ότι το χειρουργείο ολοκληρώθηκε και με ύφος απολογητικό τους ζήτησε συγγνώμη και ανέφερε ότι χωρίς να το θέλει «έγινε ένα λάθος». Σύμφωνα με τα ανωτέρω ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναγνωρίζοντας την αμελή συμπεριφορά του δεύτερου εναγομένου, απορριπτομένων σχετικά του πρώτου λόγου της υπό στοιχείο Γ εφέσεως του τελευταίου και των πρώτου, δεύτερου και τρίτου λόγων της υπό στοιχείο Β εφέσεως της πρώτης εναγομένης. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι η σχέση του δεύτερου εναγόμενου – ιατρού με την πρώτη εναγομένη ήταν σχέση ελεύθερης συνεργασίας, σύμφωνα με την οποία οι ιατροί έχουν το δικαίωμα να διενεργούν στους χώρους της κλινικής χειρουργικές επεμβάσεις σε ασθενείς τους και να επιμελούνται της θεραπείας τους, εντασσόμενοι, όμως στο πρόγραμμα της κλινικής που καθορίζει, ανάλογα με το φόρτο των ιατρικών περιστατικών, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της ιατρικής συνδρομής από τους ιατρούς, οι οποίοι έχουν δικαίωμα να χρησιμοποιούν τις κτιριακές, μηχανολογικές και λοιπές εγκαταστάσεις της εναγόμενης κλινικής, (χειρουργείο, μηχανήματα, εργαλεία, δωμάτια νοσηλείας κλπ), όπως επίσης και το παραϊατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό (νοσηλεύτριες, τραυματιοφορείς κλπ), να χορηγούν όσα φάρμακα είναι αναγκαία για την αποθεραπεία του ασθενή, ενώ οι ιατροί εισπράττουν χωριστή αμοιβή από τον πελάτη τους, όπως συνέβη και στην προκείμενη περίπτωση, η δε εναγόμενη κλινική εισπράττει επίσης χωριστή αμοιβή απευθείας από τον προσωπικό πελάτη του ιατρού, για την εκ μέρους του (του πελάτη) χρησιμοποίηση όλων των υπηρεσιών της κλινικής, όπως επίσης συνέβη και στην παρούσα υπόθεση. Με αυτόν τον τρόπο λειτουργίας της σχέσης συνεργασίας των κυρίως εναγόμενων μεταξύ τους, ο μεν πρώτος εναγόμενος λειτουργούσε με πρωτοβουλία βέβαια κατά την άσκηση των ιατρικών του καθηκόντων, κερδοφόρα όμως για τον ίδιο, αφού χρησιμοποιούσε τις υπηρεσίες της εναγόμενης κλινικής, η δε τελευταία με τη συνδρομή του ως άνω ιατρού εξασφάλιζε πελατεία, αποκόμιζε κέρδη, ωφελούνταν από τη δραστηριότητα αυτών, με τη βοήθεια των οποίων επεξέτεινε τον κύκλο της δραστηριότητάς της και τη δυνατότητα των κερδών της. Έτσι, σύμφωνα και με την υπό στοιχείο Γ προτασσόμενη νομική σκέψη, οι δεύτερος εναγόμενος σαφώς και λειτούργησε ως προστηθείς της πρώτης εναγόμενης κλινικής, ο δε χαρακτηρισμός αυτός δεν εμποδίζεται από το γεγονός ότι λειτουργούσε ως «εξωτερικός» συνεργάτης της, διότι το πλέον καθοριστικό κριτήριο για την κατάφαση της πρόστησης δεν είναι ο νομικός χαρακτηρισμός της σχέσης που συνδέει το θεραπευτήριο με τον ιατρό, ούτε ακόμη οι «γενικές» οδηγίες για τη διενέργεια ιατρικών πράξεων, αλλά η τελολογική αξιολόγηση ότι, αφού η κλινική ωφελείται από τη δραστηριότητα του ιατρού διευρύνοντας την πελατεία και τα κέρδη της, πρέπει να επιβαρύνεται και από τα επιζήμια αποτελέσματα της ίδιας δραστηριότητας. Επομένως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο σχετικά με την ύπαρξη ευθύνης της πρώτης εναγομένης, απορριπτομένου σχετικά του πέμπτου λόγου της υπό στοιχείο Β εφέσεως της τελευταίας. Ακολούθως, προέκυψε ότι εξαιτίας της ως άνω αμελούς συμπεριφοράς του δεύτερου εναγομένου, ο ενάγων υπεβλήθη σε επανειλημμένα χειρουργεία χολοπεπτικής αναστόμωσης και υπέστη στένωση του χοληδόχου πόρου και της αναστομώσεως, πάσχει δε από «χρόνιο χολοστατικό σύνδρομο επί εδάφους επιπλακείσας χολοκυστεκτομής και μη λειτουργούσας χολοπεπτικής αναστόμωσης». Έκτοτε, μέχρι και σήμερα, ο ενάγων παρουσιάζει συχνά κρίσεις χολαγγειίτιδος, έχει πολλάκις νοσηλευθεί με διάγνωση οξείας χολαγγειίτιδος, ως αποτέλεσμα των χειρουργικών επεμβάσεων στις οποίες υπεβλήθη τον Ιανουάριο του 2013 λόγω του τραυματισμού – διατομής του χοληδόχου πόρου, προς τούτο δε, έχει νοσηλευθεί πολλές φορές, προκειμένου να υποβληθεί σε διατάσεις χοληδόχου πόρου (λόγω στένωσης αυτού), σε παρεντερική σίτιση και σε τοποθέτηση stent. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τα σχετικά ιατρικά έγγραφα, που προσκομίζει ο ενάγων (βλ. προσκομιζόμενα και επικαλούμενα από τον ενάγοντα υπ’ αριθμ. σχετ. 23 έως και 41) και αναφέρεται στην από 16-3-2018 ιατρική γνωμοδότηση του ιατροδικαστή ………..: «Στις 30-6-2016 διενεργήθηκε MRCP και διαπιστώθηκε “διάταση των ενδοηπατικών χοληφόρων – πύλης ήπατος, στα πλαίσια στένωσης στο ύψος της αναστόμωσης. Προ εβδομάδος είχε διενεργηθεί προσωρινή διαδερμική παροχέτευση χολής, εν όψει τοποθέτησης stent. Απώλεια βάρους 6 kgr τους τελευταίους 2,5 μήνες. Στις 13-7-2016 διενεργήθηκε παροχέτευση έσω χοληφόρων στο …………. Από 20-7-16 έως 27-7-16, νοσηλεύθηκε με διάγνωση “απόστημα ήπατος, οξεία χολαγγειίτις, θρόμβωση πυλαίας φλέβας”. Έγινε παροχέτευση υπό αξονικό τομογράφο, τέθηκε piccline και παρεντερική σίτιση για (2) μήνες, στο ………… Από 16-8-16 έως 22-8-16, νοσηλεύθηκε με διάσωση “οξεία χολαγγειίτις” στο ………………. Από 27-9-16 έως 10-10-16, νοσηλεύθηκε με διάγνωση “οξεία χολαγγειίτις, διαστολή χοληδόχου πόρου και τοποθέτηση πλαστικών ενδοπροσθέσεων”. Ειδικότερα, στις 6-10-2016 διενεργήθηκε αγγειοπλαστική χοληδόχου πόρου – stent χοληδόχου πόρου. Διαπιστώθηκε μεγάλου βαθμού στένωση – απόφραξη της χολεντερικής αναστόμωσης. Ακολούθησε αγγειοπλαστική της αναστόμωσης, στο …………….. Τον Ιανουάριο του 2017 (11-1-17 έως 16-1-17) νοσηλεύθηκε εκ νέου (στο Ιατρικό Ψυχικού) με οξύ κοιλιακό άλγος (πιθανή κρίση χολαγγειίτιδος). Ειδικότερα, στις 12-1-2017 υπεβλήθη σε διαδερμική παροχέτευση χοληφόρων – διαστολή χοληδόχου πόρου – διαδερμική διηπατική χολαγγειογραφία, στο ………….». Εξάλλου, δυνάμει της από 3-4-2015 γνωστοποίησης αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας της αρμόδιας επιτροπής του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ/ΚΕΠΑ – Διεύθυνση Ιατρικής Αξιολόγησης, που προσκομίζει ο ενάγων, διαπιστώθηκε με ποσοστό αναπηρίας 70%, με αιτίες «Ολική αρθροπλαστική ισχίων καλώς λειτουργούσα. Μεγάλου βαθμού βαρηκοΐα μικτού τύπου. Χρόνιο χολοστατικό σύνδρομο με επιπλοκές του πεπτικού (απώλεια βάρους) υπό συντηρητική αγωγή και παρακολούθηση σε έδαφος μετεγχειρητικής επιπλοκής 1/13 δυσλειτουργούσα χολοπεπτική αναστόμωση». Επιπρόσθετα, δυνάμει της από 15-5-2017 γνωστοποίησης αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας της ίδιας επιτροπής, που επίσης προσκομίζει, κρίθηκε με ποσοστό αναπηρίας 74% με αναφερόμενες αιτίες: «Σημαντικού βαθμού βαρηκοΐα άμφω. Ολικές αρθροπλαστικές ισχίων καλώς λειτουργούσες. Χρόνιο χολοστατικό σύνδρομο επί εδάφους επιπλακείσας χολοκυστεκτομής (2013) και μη λειτουργούσας χολοπεπτικής αναστόμωσης. Αντιμετωπίζεται με διατάσει χοληδόχου πόρου και παρεντερική σίτιση. Εμφανίζει υποτροπιάζουσες χολοαγγειίτιδες. Χειρουργηθέν καρκίνωμα ρινός (4/2017)». Τέλος, δυνάμει της από 12-3-2019 γνωστοποίησης αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας της ίδιας αρμόδιας επιτροπής, η οποία (γνωστοποίηση) επισυνάπτεται στην επίδικη έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, ο ενάγων κρίθηκε με ποσοστό αναπηρίας 85% με αναφερόμενες αιτίες: «Επεισόδια υποτροπιάζουσας χολαγγείτιδας μετά από χολοκυστεκτομή. Μετεγχειριτικές ουλές ισχίων σε έδαφος ολικών αρθροπλαστικών με καλή λειτουργία. Χειρουργηθέν CA ράχης ρινός (4/2017). Βαρηκοΐα μετρίου βαθμού άμφω με χρήση ακουστικού.». Περαιτέρω, ως προς τη σημερινή κατάσταση της υγείας του ενάγοντος σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, σε συνδυασμό με τις λοιπές ιατρικές γνωματεύσεις, ισχύουν τα ακόλουθα: «η διατομή του χοληδόχου πόρου και η εξ ανάγκης και ορθώς δημιουργηθείσα χολοπεπτική αναστόμωση, έχει μεταβάλει μόνιμα τη φυσιολογία και ανα­τομία του ανωτέρου πεπτικού συστήματος, με αποτέλεσμα ο ενάγων να έχει αυξημένες πιθανότητες να εμφανίζει ανιούσες χολαγγειίτιδες, που αντιμετωπίζονται συντηρητικά με χορήγηση αντιβιοτικών ή και διαστολών ή και τοποθέτησης νάρθηκα (stent) διά της χολοπεπτικής αναστόμωσης με ενδο­σκοπική ή ακτινοσκοπική μέθοδο. Η εξέλιξη αυτή είναι αναμενόμενη μετά από χολοπεπτικές ανα­στομώσεις και ο ρυθμός εμφάνισης των χολαγγειιτίδων δεν είναι προβλέψιμος, δηλαδή μπορεί να είναι αρκετά συχνές ή προϊόντος του χρόνου και των επεμβατικών ακτινοσκοπικών θεραπειών που αναφέρθηκαν, να υποχωρήσουν…. Εκτιμάται ότι ο ενάγων δύναται να αυτοεξυπηρετηθεί και να πραγματοποιήσει απλές καθημερινές εργασίες, πλην των περιόδων επεισοδίων χολαγγειίτιδας. Η διάρκεια της κατάστασης αυτής δεν είναι δυνατόν να προσδιορισθεί επακριβώς. Το ιστορικό του ενάγοντα αποδεικνύει ότι είναι χρόνια κατάσταση, της οποίας η πρόγνωση εξαρτάται από τη συχνό­τητα των κρίσεων χολαγγειίτιδας και το βαθμό της χολόστασης. Μετά από φυσική εξέταση του ενάγοντα και μελέτη των προσφάτων εργαστηριακών εξετά­σεων, που συνημμένα υποβάλλονται διαπιστώθηκε ότι: Φέρει μετεγχειρητική κήλη, απότοκο της επέμβασης, που δύναται να αποκατασταθεί χειρουργικά. Δεν ανευρίσκεται επί του παρόντος σοβαρή διάταση ένδο και εξωηπατικών χοληφόρων ως έν­δειξη χρόνιας χολόστασης, δεν επιβεβαιώνεται επίπτωση στη δομή του ήπατος ή πυλαία υπέρτα­ση. Ως εκ τούτου δε φαίνεται να έχει προκληθεί σοβαρή βλάβη στην ανατομία του ήπατος και των χοληφόρων λόγω χρόνιων χολαγγειιτίδων ή χολόστασης συνεπεία της διενεργηθείσης χολοπεπτικής αναστόμωσης. Σημειωτέον ότι για αυτό το αποτέλεσμα έχουν συντελέσει και οι μεταγενέστερες ιατρικές πράξεις, όπως οι διαστολές και η τοποθέτηση προσωρινού stent. Οι αιματολογικές εξετάσεις αναδεικνύουν ήπια χολόσταση χωρίς να έχουν προκληθεί σοβαρές λειτουργικές διαταραχές του ήπατος. Ομοίως αυτό οφείλεται στη συνολική ιατρική αντιμετώπιση της κατάστασης. Είναι δεδομένο ότι μέχρι σήμερα ο ενάγων έχει υποστεί ταλαιπωρία, ειδικά από την παρατεταμένη αρχική νοσηλεία και τις επαναλαμβανόμενες χολαγγειίτιδες και συνακόλουθες νοσηλείες. Ωστόσο, από τις πρόσφατες εξετάσεις, αλλά και λόγω του χρονικού διαστήματος που έχει παρέλθει από την τελευταία κρίση χολαγγειίτιδος, φαίνεται ότι αισίως η κατάστασή του βαίνει βελτιούμενη και τελευταία σταθεροποιείται, χωρίς να μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο υποτροπής της χολαγγειίτιδας, έστω και σε μικρότερη συχνότητα. Επιπλέον, πρέπει να αναφερθεί ότι ο εναγόμενος χρειάζεται να ελέγχει την κατάσταση της ηπατικής λειτουργίας τουλάχιστον άπαξ ετησίως, είτε αμέσως μετά από ύποπτη για χολαγγειίτιδα συμπτωματολογία.». Λόγω, δε, της προεκτεθείσας αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του δεύτερου εναγομένου ο ενάγων δικαιούται χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστη εξ αυτής, καθώς και εύλογη αποζημίωση κατ’ άρθρο 931 ΑΚ λόγω της ως άνω αναφερόμενης αναπηρίας, που υπέστη. Πρέπει,  ωστόσο, να σημειωθεί ότι, όπως σαφώς προκύπτει τόσο από τα εκτιθέμενα στην έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, όσο και από τα αναφερόμενα σε όλες τις προσκομισθείσες από τους διαδίκους ιατρικές γνωμοδοτήσεις, που προαναφέρθηκαν, οι ενέργειες στις οποίες προέβη ο δεύτερος εναγόμενος σε χρόνο μεταγενέστερο της αμελούς συμπεριφοράς, που επέδειξε, ήτοι κατά το στάδιο μετά τη διατομή του χοληδόχου πόρου και τη διαπίστωση της χολόρροιας, που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της διενεργηθείσας στις 9-1-2013 επέμβασης, ήταν πράγματι ιατρικώς ενδεδειγμένες και εκτελέστηκαν σύμφωνα με τους κοινώς παραδεδεγμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης (lege artis), υπήρξαν δε σωτήριες για τη ζωή του ενάγοντος, καθότι, όπως αναφέρεται στην έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης: «Σε περίπτωση διεγχειρητικής αναγνώρισης πλήρους διατομής του χοληδόχου πόρου – όπως συνέβη στην εξεταζόμενη υπόθεση – εφόσον ο χειρουργός διαθέτει την ανάλογη εμπειρία και ενδεχομένως εφόσον είναι διαθέσιμη η συνδρομή ετέρου εμπείρου χειρουργού, εκτελείται στο ίδιο χειρουργείο χολοπεπτική αναστόμωση». Μάλιστα, μετά από διεγχειρητικά διαπιστωθείσα διατομή του χοληδόχου πόρου, είναι όχι μόνο συνήθης και επιστημονικά αποδεκτή η μετατροπή της λαπαροσκοπικής χολοκυστεκτομής σε ανοιχτή, αλλά και απαραίτητη ώστε να μην κινδυνέψει η ζωή του ασθενούς, η δε  κατά το δυνατόν συντομότερη διενέργεια της χολοπεπτικής αναστόμωσης (ει δυνατόν και στο ίδιο χειρουργείο, όπως πράγματι συνέβη εν προκειμένω) είναι απολύτως ενδεδειγμένη και η τυχόν αναβολή της επιδιόρθωσής της σε δεύτερο χειρουργικό χρόνο, θα αποτελούσε (εφόσον οι συνθήκες επέτρεπαν την άμεση διενέργεια της, όπως εν προκειμένω) εσφαλμένη ιατρική πρακτική (βλ. τις περί των ως άνω αναφορές τόσο στην από 18-11-2021 ιατρική γνωμοδότηση του Ιατροδικαστή ………., που προσκομίζει ο ενάγων, όσο και στην από 21-11-2021 έκθεση τεχνικού συμβούλου ιατροδικαστή, …………, που προσκομίζει η προσθέτως παρεμβαίνουσα) εξ ου και η προεγχειρητική ενημέρωση για οποιαδήποτε λαπαροσκοπική επέμβαση περιλαμβάνει και την πιθανότητα της μετατροπής σε ανοικτή για διαφόρους λόγους, ένας εκ των οποίων, για την πε­ρίπτωση της χολοκυστεκτομής, είναι η διατομή του χοληδόχου πόρου καθώς δεν είναι δυνατόν να ληφθεί συγκατάθεση της επέκτασης του χειρουργείου κατά τη διάρκειά του (βλ. την περί αυτού αναφορά στην επίδικη έκθεση ιατρικής πραγματογνωμοσύνης). Εξάλλου, η διενεργηθείσα στις 9-1-2013 από τον δεύτερο εναγόμενο χολοπεπτική αναστόμωση κοινού χοληδόχου πόρου με έλικα εντέρου νήστιδας και πλαγιοπλάγια αναστόμωση κατά Βrown, ήταν ιατρικώς ενδεδειγμένη και εκτελέστηκε απ’ αυτόν σύμφωνα με τους κοινώς παραδεδεγμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, ήταν δε ιδιαίτερα σοβαρή και εργώδης επέμβαση, την οποία έφερε σε πέρας μετά από πολύωρο χειρουργείο, όπως προαναφέρθηκε. Επιπλέον, όπως προκύπτει από όλες τις προσκομισθείσες ιατρικές γνωμοδοτήσεις, συμπεριλαμβανομένης της ανωτέρω έκθεσης ιατρικής πραγματογνωμοσύνης, η μετεγχειρητική επιδείνωση της κατάστασης της υγείας του ενάγοντος λόγω διαπιστωθείσας διαφυγής χολής από τη διενεργηθείσα αναστόμωση, αποτελεί σύνηθες επακόλουθο τέτοιου είδους επεμβάσεων, υπήρξε δε εξίσου ενδεδειγμένη η διενέργεια νέας χειρουργικής επέμβασης, που έλαβε χώρα στις 12-1-2013 από τον δεύτερο εναγόμενο, ο οποίος προχώρησε στην ανακατασκευή της αναστόμωσης κατά Roux-en-Y κατά τα ειδικώς ανωτέρω εκτιθέμενα, όπως ήταν ιατρικώς ενδεδειγμένο, καθώς διαπιστώθηκε περιτονίτιδα (χολοπεριτόναιο), ήτοι κατάσταση εξαιρετικά επικίνδυνη για τη ζωή του ασθενούς, ο δε κίνδυνος αυτός αποφεύχθηκε κατόπιν της νέας εργώδους επέμβασης, την οποία διενήργησε ο δεύτερος εναγόμενος σύμφωνα με τους θεμελιώδεις αναγνωρισμένους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, στοιχεία, που πρέπει να συνεκτιμηθούν κατά τον προσδιορισμό των ποσών, που θα επιδικαστούν βάσει των διατάξεων των άρθρων 931, 932 ΑΚ. Ως εκ των άνω, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το είδος της προσβολής, το βαθμό της υπαιτιότητας (αμέλεια), την έκταση της βλάβης, τις ιδιαίτερες προσωπικές και οικονομικές συνθήκες του ζημιώσαντος εναγομένου ιατρού και της προστήσασας εναγομένης κλινικής, καθώς και του ζημιωθέντος ενάγοντος, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, την μετέπειτα επιδειχθείσα συμπεριφορά των υπαιτίων όπως αναλυτικώς προεκτέθηκε, την ταλαιπωρία, που υπέστη ο ενάγων, την ηλικία αυτού (γεννηθείς στις 16-11-1954), κρίνει ότι πρέπει να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγομένων να του καταβάλλουν, εις ολόκληρο ο καθένας, το ποσό των 20.000 ευρώ, το οποίο κρίνεται εύλογο και δίκαιο για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που υπέστη κατ’ άρθρο 932 ΑΚ, ποσό που ορθά επιδίκασε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Περαιτέρω, συνεπεία της παραπάνω ζημιογόνου συμπεριφοράς του δεύτερου των εναγομένων, ο ενάγων παρουσιάζει την αναλυτικώς προαναφερόμενη αναπηρία (χρόνια υποτροπιάζουσα χολοαγγείτιδα), η οποία έχει δυσμενή επίδραση, τόσο στη μελλοντική οικονομική και επαγγελματική κατάστασή του, όσο και στις καθημερινές κοινωνικές και οικογενειακές συναναστροφές του, διότι τον περιόρισε ως προς τις συνήθεις απασχολήσεις, που έχουν άτομα της ηλικίας του. Συντρέχει, συνεπώς, περίπτωση επιδίκασης υπέρ αυτού εύλογης, κατά τους ορισμούς της διατάξεως του άρθρου 931 ΑΚ αποζημίωσης, εφόσον η επίδραση στο κοινωνικό και οικονομικό του μέλλον εκ της δυσμενούς αυτής κατάστασης της υγείας του δεν μπορεί να καλυφθεί εντελώς με την αιτούμενη παροχή, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, σύμφωνα και με τα αναλυτικώς αναφερόμενα στην υπό στοιχείο Δ νομική σκέψη της παρούσας, το ύψος της οποίας κρίνεται ότι πρέπει να ορισθεί στο εύλογο ποσό των 15.000 ευρώ, λαμβανομένων υπόψη της ηλικίας του (58 ετών κατά το χρόνο, που έλαβε χώρα η ζημιογόνος συμπεριφορά), καθώς και του είδους και των συνεπειών της αναπηρίας αυτού, για τον προσδιορισμό της οποίας, σε συνδυασμό με τις προαναφερθείσες αποφάσεις γνωστοποίησης αποτελέσματος πιστοποίησης αναπηρίας της αρμόδιας επιτροπής του ΙΚΑ – ΕΤΑΜ/ΚΕΠΑ (όπου, εκτός από την υποτροπιάζουσα χολοαγγειτιδα, αναφέρονται και άλλες παθήσεις, που δεν σχετίζονται με την επίδικη επέμβαση χολοκυστεκτομής), πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι σύμφωνα με τον Ενιαίο Πίνακα Ποσοστού Αναπηρίας (ΦΕΚ τεύχος Β’ 5987/31.12.2018, σελ. 70743), στις μετεγχειρη­τικές καταστάσεις ήπατος χοληφόρων και συγκεκριμένα σε καλοήθεις παθήσεις με παρουσία επιπλο­κών (κακώσεις χοληδόχου πόρου, συρίγγια) ή με εμμονή συμπτωμάτων ή παθολογικών ευρημάτων παρά χειρουργική θεραπεία, η πρόγνωση κρίνεται επιφυλακτική – αβέβαιη και το ποσοστό ανα­πηρίας ορίζεται από 10 – 20% για ένα έτος και επανεκτίμηση. Επομένως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο τόσο κατά τον προσδιορισμό της χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης του ενάγοντος, όσο και κατά τον προσδιορισμό της αποζημίωσης εκ του άρθρου 931 ΑΚ, απορριπτομένων σχετικά των λόγων της υπό στοιχείο Α εφέσεως του ενάγοντος, ο οποίος ζητούσε την αύξηση των ανωτέρω κονδυλίων και του τέταρτου λόγου της υπό στοιχείο Β εφέσεως που ζητούσε την μείωση των ανωτέρω κονδυλίων. Παρέλκει δε η εξέταση της υπό στοιχείο Γ εφέσεως ως προς το αίτημα της, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η υπό στοιχείο Α έφεση και αυξηθούν τα επιδικαζόμενα με την εκκαλουμένη απόφαση κονδύλια, να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται η παρεμπιπτόντως εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία «……………….», να καταβάλει στον δεύτερο εναγόμενο κάθε ποσό που θα υποχρεωθεί να καταβάλει στον ενάγοντα για κεφάλαιο, τόκους και λοιπά δικαστικά έξοδα, εφόσον απορρίφθηκε η ως άνω υπό στοιχείο Α έφεση.

Κατόπιν αυτών και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς εξέταση στις υπό στοιχεία Α, Β και Γ εφέσεις, αυτές πρέπει να απορριφθούν στο σύνολό τους, ως αβάσιμες στην ουσία. Πρέπει, τέλος, να καταδικασθούν οι εκκαλούντες των ως άνω εφέσεων, αντίστοιχα, λόγω της ήττας τους, στα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η εισαγωγή των παραβόλων, που κατέβαλαν οι εκκαλούντες, αντίστοιχα, στο Δημόσιο Ταμείο, λόγω της ήττας τους (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.τελευτ ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει, αντιμωλία των διαδίκων τις: 1) υπό στοιχείο Α, από 15/12/2022 έφεση, 2) υπό στοιχείο Β, από 12/12/2022 έφεση, 3) υπό στοιχείο Γ, από 15/7/2022 έφεση και 4) υπό στοιχείο Δ, από 21/12/2022 έφεση.

Απορρίπτει τυπικά την υπό στοιχείο Δ έφεση.

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος της υπό στοιχεία Δ εφέσεως …………., τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων τετρακοσίων (1.400) ευρώ.

Απορρίπτει τυπικά την υπό στοιχείο Β έφεση ως προς την τρίτη εφεσίβλητη εταιρεία με την επωνυμία «………………».

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν τις υπό στοιχεία Α, Β (ως προς τους λοιπούς εφεσίβλητους) και Γ εφέσεις.

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος της υπό στοιχείο Α εφέσεως, τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, εις ολόκληρον, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων τετρακοσίων (1.400) ευρώ.

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας της υπό στοιχείο Β εφέσεως, τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, εις ολόκληρον, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων τετρακοσίων (1.400) ευρώ.

Επιβάλλει σε βάρος του εκκαλούντος της υπό στοιχεία Γ εφέσεως, τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, εις ολόκληρον, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων τετρακοσίων (1.400) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή των παραβόλων για την άσκηση των υπό κρίση εφέσεων, στο Δημόσιο Ταμείο.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 5/6/2025.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΣ                                         ΕΛΕΝΗ ΔΟΥΚΑ

Δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους στις 2 Σεπτεμβρίου 2025.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΣ                                            ΕΛΕΝΗ ΔΟΥΚΑ