Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 548/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός αποφάσεως  548/2025

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, Βασίλειο Πορτοκάλλη, Εφέτη – Εισηγητή και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Του καλούντος – εφεσίβλητου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (Ν.Π.Δ.Δ) με την επωνυμία «ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΔΗΜΩΝ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟΥ ΣΧΙΣΤΟΥ», που εδρεύει στο Σχιστό Πειραιώς, νομίμως εκπροσωπουμένου, με ΑΦΜ ……….., το οποίο παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Ευάγγελου Χατζηγιαννάκη (Α.Μ Δ.Σ.Α …..), με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ.2 ΚΠολΔ.

Των καθ’ ων η κλήση – εκκαλουσών: 1) κοινοπραξίας ανωνύμων εταιρειών με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στα …….. Αττικής, νομίμως εκπροσωπουμένης από το μέλος της και δεύτερη εκκαλούσα, με ΑΦΜ ……… και 2) μέλους της ανωτέρω κοινοπραξίας ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στα ……… Αττικής, νομίμως εκπροσωπουμένης, με ΑΦΜ ……., οι οποίες εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Αφροδίτη Μακρή (Α.Μ Δ.Σ.Α ………..), μόνο για την υποβολή αιτήσεως αναβολής της συζήτησης.

Το ενάγον και ήδη εφεσίβλητο, άσκησε σε βάρος των εναγομένων και ήδη εκκαλουσών, ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, την από 4/6/2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2015 αγωγή, με την οποία ζητούσε τα αναφερόμενα σε αυτήν. Το Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, εξέδωσε την υπ’ αριθ. 3595/2017 οριστική απόφαση του με την οποία δέχθηκε εν μέρει την αγωγή. Κατά της προαναφερόμενης αποφάσεως, οι εναγόμενες άσκησαν την από 23/10/2017 έφεση τους, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης: α) ένδικου μέσου ……../2017 και β) δικογράφου ………./2018, ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 413/2019 απόφαση του τελευταίου, η οποία έκανε τυπικά και ουσιαστικά δεκτή την έφεση, εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση και απέρριψε την αγωγή. Κατά της ανωτέρω απόφασης το ενάγον – εφεσίβλητο άσκησε την από 23/7/2019 αναίρεση του, με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2019, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1731/2022 απόφαση του Αρείου Πάγου (Α2 Πολιτικό Τμήμα), η οποία έκανε δεκτή την αναίρεση κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της και παρέπεμψε την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος, για περαιτέρω εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο. Ήδη το ενάγον – εφεσίβλητο, επαναφέρει την ως άνω έφεση προς συζήτηση, με την από 19/12/2022 και αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2022 κλήση του, η οποία προσδιορίσθηκε προς συζήτηση για τις 15/2/2024 και κατόπιν αναβολής για την ανωτέρω δικάσιμο.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Όπως προκύπτει από τα, ταυτάριθμά με την παρούσα, πρακτικά συνεδριάσεως του Δικαστηρίου αυτού, κατά την εκφώνηση της υποθέσεως από το πινάκιο εμφανίστηκε ως πληρεξούσια δικηγόρος των εκκαλουσών η Αφροδίτη Μακρή, δικηγόρος Αθηνών (Α.Μ Δ.Σ.Α ………..), η οποία ζήτησε την αναβολή της συζήτησης. Στην συνέχεια το Δικαστήριο αποφάσισε να απορρίψει το αίτημα αναβολής. Κατόπιν τούτου η πληρεξούσια των εκκαλουσών αποχώρησε από την αίθουσα του Δικαστηρίου, χωρίς να μετέχει κανονικά στην παραπέρα συζήτηση, κατ’ εφαρμογή του άρθρων 280 παρ.3 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες υπ’ αριθ. ……. και ……/19.1.2023 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ……….., αντίγραφο της από 19/12/2022 κλήσεως, με την οποία επαναφέρεται η από 23/10/2017 έφεση προς συζήτηση, με πράξη ορισμού για την δικάσιμο στις 15/2/2024, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στις εκκαλούσες, ενώ περαιτέρω κλήτευση των εκκαλουσών δεν απαιτείται δεδομένου ότι κατ’ άρθρο 226 παρ.4 εδαφ. δ ΚΠολΔ, η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήτευση όλων των διαδίκων. Πλην όμως οι εκκαλούσες δεν εμφανίστηκαν, προσηκόντως κατά τα ανωτέρω, κατά τη συζήτηση της έφεσης, όταν η υπόθεση εκφωνήθηκε στη σειρά της από το οικείο πινάκιο και, συνεπώς, πρέπει να δικαστούν ερήμην. Ωστόσο η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου προχωρεί σαν να ήταν οι εκκαλούσες παρούσες, αφού η μετ’ αναίρεση συζήτηση της εφέσεως αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης συζητήσεως ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 579 παρ.1, 581 ΚΠολΔ, βλ. Μ.Μαργαρίτης, Α.Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, Β εκδ, τόμος 1, άρθρο 524/35/σελ.840, ΑΠ 1011/1973 ΝοΒ 1974/612).

Κατά μεν το άρθρο 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση, κατά δε το άρθρο 581 παρ. 1 και 2 του ίδιου Κώδικα, στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 524 παρ.1 εδ.β. ΚΠολΔ. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολό της, αποβάλλει πλήρως την ισχύ της, μη παράγουσα δεδικασμένο επί οποιουδήποτε ζητήματος έκρινε αυτή, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην προ της εκδόσεως αυτής κατάσταση. Η αναίρεση της απόφασης και, συνεπώς, η εξαφάνισή της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο εξαρτάται από το αν έχουν προσβληθεί όλα ή κάποια από τα περισσότερα κεφάλαιά της (ΑΠ 1708/2014, ΑΠ 493/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1220/2007 ΕλλΔνη 49/1625, ΑΠ 975/2000 ΕλλΔνη 42/81). Ειδικότερα, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναιρέσεως, δηλαδή κατά κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναιρέσεως καθώς και εκείνα που συνάπτονται αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα. Η έκταση αυτή της αναιρέσεως προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής αποφάσεως, κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατυπώσεως αυτής και, μάλιστα, του τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν, της εκτάσεως της αναιρέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως ως ολικής (ΑΠ 1308/2004 ΕλλΔνη 46/84, ΑΠ 1833/2001, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στο σύνολό της θεωρείται ότι αναιρείται μία απόφαση, όταν η αναιρετική απόφαση δεν περιορίζει, με σχετική διάταξη στο διατακτικό της, την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (OλΑΠ 27/2007 ΝοΒ 2007/1830, ΑΠ 43/2005 ΕλλΔνη 46/1401). Με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, κατά το σύνολο του ενός ενιαίου κεφαλαίου ή των πλειόνων κεφαλαίων, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, έφεση, αγωγή κλπ. Έτσι, αν αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου, και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων, των σχετικών με την αρμοδιότητα, αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ’ αυτής έφεση, που θα κριθεί πάλι από το Εφετείο. Το Εφετείο, ως δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 παρ. 3, 581 παρ. 2 και 3, 579 παρ. 1 ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση ως προς το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η παράβαση για την οποία η αναίρεση και δεν περιορίζεται στο νομικό ζήτημα περί του οποίου ο γενόμενος δεκτός λόγος αναιρέσεως, λαμβανομένου υπόψη ότι η αναίρεση επέρχεται μεν για ορισμένη παράβαση αλλά η υπόθεση επανεκδικάζεται κατά το εκκληθέν κεφάλαιο, επί του οποίου, με την απόφασή του αποφαίνεται το δικαστήριο της παραπομπής. Το τελευταίο δεσμεύεται μόνο ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση (ΑΠ 137/2004, Δ 35/1171) και όχι από τις διαπιστώσεις της απόφασης που αναιρέθηκε ως προς τα πραγματικά γεγονότα, δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση, από ό,τι η αναιρεθείσα, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη (ΑΠ 129/2004 Δ 35/804). Η δέσμευση του δικαστηρίου της παραπομπής θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 4 ΚΠολΔ, κατά την οποία οι αποφάσεις της ολομέλειας ή των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα δικαστήρια που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ως «νομικό ζήτημα» θεωρείται το εννοιολογικό περιεχόμενο που προσέδωσε η αναιρετική απόφαση στον κανόνα δικαίου, στην παράβαση του οποίου είχε θεμελιωθεί η αναίρεση (ΑΠ 153/1997 Δ 28/857, ΕφΘεσ 434/2013 Αρμ. 2013/1111, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Νίκας, Πολιτική Δικονομία, ΙΙΙ, 2007, § 121, αρ. 35, σελ. 565, Λ. Σινανιώτης, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔικ, 2006, σελ. 342) και μπορεί να ανάγεται είτε στο ουσιαστικό, είτε στο δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 629/2010, TΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η δέσμευση αυτή δεν παράγεται από το δεδικασμένο, επειδή αυτό ανακύπτει μετά το πέρας της δίκης και μάλιστα κατά τη διάρκεια άλλης δίκης, στα πλαίσια της οποίας το ήδη επιλυθέν ζήτημα εμφανίζεται ως κύριο ή προδικαστικό. Άλλωστε, οι αναιρετικές αποφάσεις είτε της Ολομέλειας είτε των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεν είναι δεκτικές εκτελέσεως, ούτε παράγουν δεδικασμένο. Αντ’ αυτών παράγουν ενδοδιαδικαστική δέσμευση (ΟλΑΠ 12/2009 ΑρχΝ 2009/708, ΑΠ 137/2004 ΝοΒ 2004/1553), που οφείλεται στην κατά το Σύνταγμα και το νόμο ιεραρχική θέση των δικαστηρίων (δόγμα ιεραρχίας) και στο σκοπό και τη λειτουργία των ενδίκων μέσων (Δ. Κονδύλης «Το Δεδικασμένον κατά τον ΚΠολΔικ», 1983, § 14, σελ. 167). Για το λόγο αυτό τα παράπονα που είχαν διατυπωθεί και ως λόγοι έφεσης και ως αναιρετικοί λόγοι, εφόσον αφορούν νομικό ζήτημα υπό την προεκτεθείσα έννοια, καλύπτονται από την κρίση της αναιρετικής απόφασης και, αν μεν είχαν γίνει δεκτοί ως αναιρετικοί λόγοι, τότε το δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται να τα δεχθεί και ως βάσιμους λόγους έφεσης, ενώ, αν είχαν απορριφθεί ως αναιρετικοί λόγοι, αποβαίνουν απαράδεκτοι ως λόγοι έφεσης (ΑΠ 674/1988 Συμπλήρωμα Βασικής Νομολογίας 2, 1993, σελ. 151, Κ. Παπαδόπουλος «Η αναιρετική διαδικασία κατά τον ΚΠολΔ», 1997 § 513 σελ. 763, Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, τόμος Γ, 1995, άρθρο 581, αρ. 10).

Με την υπό κρίση αγωγή του, το ενάγον εκθέτει ότι τυγχάνει κύριος του κυλικείου που βρίσκεται στο χώρο της κεντρικής πλατείας του νεκροταφείου Σχιστού. Ότι δυνάμει εργολαβικής συμβάσεως που συνήψε το έτος 1994 με την πρώτη εναγόμενη κοινοπραξία, μέλος της οποίας τυγχάνει η δεύτερη εναγόμενη, ανέθεσε σ’ αυτήν την μελέτη, κατασκευή και χρηματοδότηση χώρου νεκροταφείου, συνολικής εκτάσεως 330 στρεμμάτων, κυριότητας του ενάγοντος κατόπιν δωρεάς από την Εκκλησία της Ελλάδος. Ότι το εργολαβικό αντάλλαγμα συνίστατο, μεταξύ άλλων, στην παραχώρηση της χρήσεως και της εκμετάλλευσης ορισμένων χώρων του νεκροταφείου, μεταξύ των οποίων και του κυλικείου, όπως περιγράφεται στην αγωγή, προορισμένου για την εξυπηρέτηση των πελατών και των επισκεπτών του νεκροταφείου, για χρονικό διάστημα 6 ετών από την πλήρη λειτουργία του, η οποία άρχισε στις 28.2.1998. Ότι, παρόλο που παρήλθε ο συμφωνημένος χρόνος παραχώρησης της χρήσης και εκμετάλλευσης του κυλικείου (29.2.2004), η πρώτη εναγόμενη παρακράτησε αυτό παράνομα, με συνέπεια να υποχρεωθεί το ενάγον να ασκήσει σε βάρος αυτής και των μελών της, την από 25.2.2005 αγωγή της στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, με την οποία ζητούσε να αναγνωριστεί κύριος και νομέας του κυλικείου και να υποχρεωθούν οι τότε εναγόμενες να του το αποδώσουν. Ότι, επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1493/2006 απόφαση του άνω Δικαστηρίου, η οποία την έκανε δεκτή σε όλα τα αιτήματά της και η οποία επικυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 80/2008 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς. Ότι το ενάγον παρέλαβε το χώρο αυτό το Μάρτιο του 2009 και στη συνέχεια εκμίσθωσε τον ίδιο χώρο σε τρίτο πρόσωπο, κατόπιν δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού, έναντι μηνιαίου μισθώματος 35.000 ευρώ. Ότι εξαιτίας της ανωτέρω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς της πρώτης εναγομένης, απώλεσε τα μισθώματα, τα οποία θα αποκόμιζε με βεβαιότητα, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων, από την χρήση του κυλικείου, κατά το χρονικό διάστημα από 29.2.2004 μέχρι και 31.3.2009 και τα οποία ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 2.135.000 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζήτησε να υποχρεωθούν οι άνω  εναγόμενες, αφού παραιτήθηκε του δικογράφου ως προς τις λοιπές (τρίτη, τέταρτη και πέμπτη) κατά τις διατάξεις των άρθρων 294 και 295 ΚΠολΔ, να του καταβάλουν εις ολόκληρον, το ανωτέρω ποσό των 2.135.000 ευρώ, ως αποζημίωση με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξιών, επικουρικά με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό και επικουρικότερα (η πρώτη) ως κακόπιστος νομέας με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1096 – 1098 ΑΚ. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 3595/2017 εκκαλούμενη απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία, αφού απέρριψε την επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού ως νόμω αβάσιμη, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως προς την κύρια βάση της περί αδικοπραξίας και υποχρέωσε τις εναγόμενες να καταβάλουν, εις ολόκληρον, στο ενάγον, ποσό 1.793.000 ευρώ.

Κατά της ως άνω πρωτόδικης απόφασης, οι εναγόμενες άσκησαν την από 23/10/2017 έφεση τους, με μοναδικό λόγο αυτής την ένσταση παραγραφής των επίδικων αξιώσεων του ενάγοντος κατ’ άρθρο 250 παρ. 17 ΑΚ, επί της οποίας το παρόν Δικαστήριο εξέδωσε, αντιμωλία των διαδίκων, την υπ’ αριθ. 413/2019 απόφαση του, με την οποία δέχθηκε τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση και αφού εξαφάνισε την εκκαλουμένη απόφαση, κράτησε την αγωγή, δίκασε επί της ουσίας την υπόθεση και απέρριψε την αγωγή λόγω παραγραφής, τόσο κατά την κύρια βάση της, ως προς την οποία είχε γίνει δεκτή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, όσο και κατά την δεύτερη επικουρική βάση της (ως κακόπιστος νομέας με βάση τις διατάξεις των άρθρων 1096 – 1098 ΑΚ), η οποία δεν εξετάσθηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Κατά της ως άνω αποφάσεως, το ενάγον άσκησε την από 23/7/2019 αναίρεση του, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1731/2022 απόφαση του Αρείου Πάγου (Α2 Πολιτικό Τμήμα), η οποία έκανε δεκτή την αναίρεση, αναίρεσε μερικώς την ως άνω απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, κατά το αναφερόμενο στο σκεπτικό μέρος της και παρέπεμψε την υπόθεση, κατά το αναιρούμενο μέρος, για περαιτέρω εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο, το οποίο θα συγκροτηθεί από άλλους δικαστές, εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την αναιρουμένη απόφαση. Ειδικότερα, με την ως άνω απόφαση του Αρείου Πάγου έγινε δεκτός ο δεύτερος λόγος αναίρεσης του αναιρεσείοντος, κατά το πρώτο σκέλος του, λόγω της από το άρθρο 559 αρ. 1 ΚΠολΔ, εκ του παρόντος Δικαστηρίου, πλημμέλειας της παραβίασης κανόνα του ουσιαστικού δικαίου. Πλέον συγκεκριμένα, ο ΑΠ απεφάνθη ότι, «… Καθό μέρος, όμως, το Εφετείο δέχθηκε την προβληθείσα από τις αναιρεσίβλητες ένσταση παραγραφής ως νόμιμη και ουσιαστικά βάσιμη, και κατά παραδοχήν αυτής απέρριψε την ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1098 Α.Κ., και μη εξετασθείσα από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής, ήτοι της απόδοσης ωφελημάτων που απέκτησε η πρώτη αναιρεσίβλητη ως κακόπιστη νομέας του ακινήτου, για το χρονικό διάστημα από 29-2-2004 έως 31-3-2009, παραβίασε ευθέως τις ουσιαστικού δικαίου διατάξεις των άρθρων 1098 και 250 αρ. 17 Α.Κ., τις οποίες εσφαλμένως εφάρμοσε, μολονότι δεν ήσαν εφαρμοστέες στην προκείμενη περίπτωση, καθώς και αυτές των άρθρων 1098 και 249 ΑΚ., τις οποίες δεν εφάρμοσε, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή τους, κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, αφού η ένδικη αξίωση αφορά ωφελήματα από την εκμετάλλευση του ακινήτου του αναιρεσείοντος από την αναιρεσίβλητη κοινοπραξία ως κακόπιστη νομέα και όχι ωφελήματα με βάση έννομη σχέση, και ούτε αποτελεί περιοδικά επαναλαμβανόμενη παροχή κατά την έννοια που αναφέρθηκε, αφού το αντικείμενό της δεν φέρεται προκαθορισμένο από τη σύμβαση ή το νόμο, και συνεπώς η εν λόγω αξίωση δεν υπόκειται, στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 αρ. 17 ΑΚ αλλά στην εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 ΑΚ και, με βάση τις ανωτέρω ανέλεγκτες παραδοχές της προσβαλλόμενης απόφασης δεν υπέπεσε σε παραγραφή. Επομένως, ο δεύτερος λόγος αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος αυτού, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, είναι βάσιμος… Κατ’ ακολουθίαν τούτων, κατά παραδοχή ως βάσιμου του δεύτερου λόγου αναίρεσης, κατά το πρώτο σκέλος αυτού, και παρελκούσης της έρευνας των λοιπών λόγων αναίρεσης, η αναιρετική εμβέλεια των οποίων καλύπτεται από τον παραπάνω δεκτό γενόμενο λόγο αναίρεσης, πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος αυτής που απέρριψε την δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 961, 962 και 1098 ΑΚ ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, λόγω παραγραφής, και να παραπεμφθεί, κατά το αναιρούμενο μέρος, η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση, κατ` άρθρο 580 παρ. 3 ΚΠολΔ, στο ίδιο δικαστήριο, αφού είναι δυνατή η συγκρότησή του από άλλους δικαστές εκτός από εκείνους που εξέδωσαν την προσβαλλόμενη απόφαση…». Επομένως κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, η αγωγή θα εξετασθεί μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και συγκεκριμένα όσον αφορά την ουσιαστική βασιμότητα της δεύτερης επικουρικής βάσης της αγωγής, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 961, 962 και 1098 ΑΚ, η οποία δεν εξετάστηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

Από τις διατάξεις των άρθρων 1094, 1096 και 1098 ΑΚ, συνάγεται ότι ο κύριος πράγματος δικαιούται να απαιτήσει από το νομέα ή τον κάτοχο, πέρα από την αναγνώριση της κυριότητας του, την απόδοση του πράγματος και την απόδοση των ωφελημάτων που έχουν εξαχθεί από το πράγμα μετά την επίδοση της διεκδικητικής αγωγής, αλλά και των ωφελημάτων που δεν εισέπραξε από δική του υπαιτιότητα μετά την επίδοση της αγωγής, ενώ μπορούσε να τα εισπράξει σύμφωνα με τους κανόνες της τακτικής διαχείρισης, και, περαιτέρω, αν ο νομέας ήταν κακόπιστος κατά το χρόνο που κατέλαβε το πράγμα, ή αν έμαθε αργότερα ότι δεν έχει δικαίωμα νομής, υπέχει από τότε, ως προς το πράγμα και τα ωφελήματα την ίδια ευθύνη που έχει και για το χρόνο μετά την επίδοση της αγωγής, χωρίς να αποκλείεται περαιτέρω ευθύνη του από υπερημερία, ήτοι ο κακόπιστος νομέας υποχρεούται έκτοτε να αποδώσει τα ωφελήματα, τα οποία έχουν εξαχθεί, και να αποκαταστήσει την αξία όσων εξ αυτών δεν εξήγαγε, ενώ μπορούσε κατά τους κανόνες της τακτικής διαχείρισης να εξαγάγει (ΑΠ 281/2021, ΑΠ 1290/2019, areiospagos.gr). Από τις διατάξεις των άρθρων 1096, 1098, 961 και 962 ΑΚ προκύπτει ότι ωφελήματα είναι οι φυσικοί καρποί, δηλαδή τα φυσικά προϊόντα του πράγματος και καθετί που πορίζεται αυτός από το πράγμα σύμφωνα με τον προορισμό του, αν και δεν είναι προϊόν αυτού, καθώς και κάθε πρόσοδος που αποφέρει το πράγμα δυνάμει κάποιας έννομης σχέσης, δηλαδή οι πολιτικοί καρποί, όπως π.χ. το μίσθωμα, αλλά και κάθε όφελος που έχει ο νομέας από την ενοίκηση ή την κατ’ άλλο τρόπο χρήση του πράγματος από τον ίδιο, συνεπεία των οποίων εξοικονομεί τη δαπάνη στην οποία θα υποβαλλόταν αν μίσθωνε άλλο όμοιο πράγμα, οπότε η ωφέλεια συνίσταται στην εξοικονόμηση της σχετικής δαπάνης για τα μισθώματα (ΑΠ 1228/2021, ΑΠ 1232/2017, ΑΠ 435/2016, ΑΠ 707/2016, areiospagos.gr).

Από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα των εναγομένων …………., που εξετάσθηκε στις 17/3/2017 στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα υπ’ αριθ. ………/2015 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του τελευταίου, την υπ’ αριθ. …../9-11-2015 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ……. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, …….., που λήφθηκε με πρωτοβουλία του ενάγοντος μετά από νομότυπη κλήτευση των εναγομένων (βλ. τις υπ’ αριθ. … και …../4-11-2015 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών, ………), καθώς και από όλα τα έγγραφα, που επικαλείται και νομίμως προσκομίζει το ενάγον, μεταξύ των οποίων και έγγραφα που παραδεκτώς προσκομίσθηκαν το πρώτον ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 529 παρ.1 εδ.α ΚΠολΔ), εφόσον δεν προέκυψε ότι δεν προσκομίσθηκαν πρωτοδίκως από πρόθεση στρεψοδικίας ή βαριά αμέλεια και τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς, όμως, να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004/723), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν, πλήρως, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Το ενάγον ΝΠΔΔ, συστήθηκε με την με αριθ.  …………../1.11.1984 απόφαση του Νομάρχη Αττικής (ΦΕΚ Β 805/1984) για την ίδρυση και λειτουργία κοινού κοιμητηρίου. Στην κυριότητα του ενάγοντος περιήλθε κατόπιν δωρεάς από την Εκκλησία της Ελλάδος, όπως συνομολογείται από τις εναγόμενες, εδαφική έκταση 330 στρεμμάτων,  κείμενη στην περιοχή ……………. του Δήμου Περάματος Αττικής.  Κατόπιν διενέργειας της από 20.5.1994 δημοπρασίας, με την από  26.7.1994 σύμβαση παραχώρησης, το ενάγον ανέθεσε στην πρώτη εναγόμενη κοινοπραξία τη μελέτη, κατασκευή και χρηματοδότηση κοινού κοιμητηρίου, στην άνω εδαφική έκταση. Η πρώτη εναγόμενη κοινοπραξία συστάθηκε με το από 1.5.1994 ιδιωτικό συμφωνητικό, όπως αυτό τροποποιήθηκε με τα από 26.7.1994, 8.10.1996, 1.1.1997, 24.6.1997, 19.12.2002, 15.3.2007 και 26.1.2011 συμφωνητικά, για την εκτέλεση του συγκεκριμένου έργου,  δηλαδή για εμπορικό σκοπό, ενώ μέλος της κοινοπραξίας είναι η δεύτερη εναγόμενη. Ως εργολαβικό αντάλλαγμα (άρθρο 4 της σύμβασης παραχώρησης) για την κατασκευή του κοιμητηρίου, ορίστηκε στη σύμβαση παραχώρησης ότι η ανάδοχος θα είχε δικαίωμα εκμετάλλευσης ορισμένων χώρων του νεκροταφείου και  μεταξύ  αυτών του μοναδικού κυλικείου επιφανείας 300 τ.μ., που προοριζόταν αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση των προσερχόμενων στις τελετουργικές εκδηλώσεις του κοιμητηρίου, για χρονικό διάστημα 6 ετών. Από την έναρξη λειτουργίας του έργου, οι Δήμοι που συμμετείχαν στο ενάγον Ν.Π.Δ.Δ, υποχρεούντο να σταματήσουν τη λειτουργία των υπαρχόντων νεκροταφείων τους (Ανάστασης – Νεάπολης – Περάματος)  και να κάνουν αποκλειστική χρήση του συγκεκριμένου κοιμητηρίου (άρθρο 15 αριθ. 5 της σύμβασης παραχώρησης)  και σε περίπτωση παράβασης της άνω υποχρέωσής τους από οποιονδήποτε Δήμο ορίστηκε ποινική ρήτρα  ποσού  500.000.000 δραχμών σε βάρος του ενάγοντος (άρθρο 7 της σύμβασης παραχώρησης). Εξάλλου, με τον από έτους 1997 Κανονισμό Λειτουργίας των Δικαιωμάτων Χρήσεως του Νεκροταφείου, η έναρξη της πλήρους λειτουργίας αυτού, καθορίστηκε ως ο χρόνος έναρξης της πρώτης ταφής, η οποία έλαβε χώρα στις 28.2.1998, οπότε και η πρώτη εναγόμενη κοινοπραξία απέκτησε τη χρήση και την εκμετάλλευση του κυλικείου και παράλληλα άρχισε η διαδρομή του χρόνου της εξαετούς διάρκειας παραχώρησης του κυλικείου σε αυτή. Ο  χρόνος έναρξης της πλήρους λειτουργίας του νεκροταφείου,  όπως  καθορίστηκε πιο πάνω, δεν συνδέθηκε με την υποχρέωση των Δήμων να κάνουν αποκλειστική χρήση αυτού, ώστε, η μη πλήρης συμμόρφωση των Δήμων με την άνω υποχρέωσή τους – περίπτωση για την οποία προβλέφθηκε ποινική ρήτρα σε βάρος του ενάγοντος, κατά τα ανωτέρω – δεν μετέβαλε τον χρόνο έναρξης της πλήρους λειτουργίας του νεκροταφείου και το χρόνο παραχώρησης των εργολαβικών ανταλλαγμάτων. Οι εναγόμενες, όμως, παρόλο που εκμεταλλεύονταν το επίδικο κυλικείο από την 28.2.1998, δεν παρέδωσαν την νομή και κατοχή  αυτού, με το πέρας της εξαετούς εκμετάλλευσης (28.2.2004). Για το λόγο αυτό, το ενάγον με τις από 13.10.2003 εξώδικες προσκλήσεις που κοινοποίησε στις εναγόμενες στις 29.10.2003, κάλεσε αυτές να προσέλθουν την 1.3.2004 στο γραφείο του Προέδρου του για την υπογραφή του σχετικού πρωτοκόλλου παράδοσης του κυλικείου, χωρίς όμως ανταπόκριση από μέρους τους, με αποτέλεσμα  το ενάγον να υποχρεωθεί να ασκήσει σε βάρος τους στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς  την από 25.2.2005 και με αριθμ. κατάθ. ………./2005 αγωγή του, με την οποία ζήτησε  να αναγνωριστεί νομέας του επίδικου κυλικείου και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες να του το αποδώσουν.  Η αγωγή αυτή έγινε δεκτή με την υπ’ αριθ. 1493/2006 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  η οποία επικυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 80/2008 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού. Μετά την έκδοση της ανωτέρω τελεσίδικης δικαστικής απόφασης,  τo  ενάγον επέσπευσε διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος των εναγόμενων και δυνάμει της υπ’ αριθ. …./5.6.2009 έκθεσης αποβολής και εγκατάστασης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιώς … ……, απέβαλε τις εναγόμενες από το επίδικο ακίνητο και εγκαταστάθηκε το ίδιο σε αυτό. Με βάση τα ανωτέρω, οι εναγόμενες, από τις 29.2.2004, όπως κρίθηκε τελεσιδίκως με την προαναφερόμενη με αριθ. 80/2008 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, κατείχαν παράνομα το επίδικο κυλικείο, αντιποιούμενες με κακή πίστη τη νομή του ενάγοντος, οφείλοντας έκτοτε να αποζημιώσουν αυτό με την αξία των  ωφελημάτων – μισθωμάτων, που ήταν  δυνατό να εξαχθούν από το συγκεκριμένο κυλικείο, αν το εκμίσθωνε το ενάγον, το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα (29.2.2004- 31.3.2009), τα οποία αυτό αποστερήθηκε. Στη συνέχεια το ενάγον προέβη στην διακήρυξη δημοπρασίας για την ανάδειξη πλειοδότη, στον οποίο θα παραχωρείτο η χρήση και η εκμετάλλευση του επίμαχου κυλικείου, επί της οποίας (δημοπρασίας) πλειοδότης ανακηρύχθηκε η ………….., με την οποία το ενάγον συνήψε εν συνεχεία την από 29.6.2009 σύμβαση παραχώρησης της χρήσης και εκμετάλλευσης του κυλικείου, για χρονική διάρκεια τριών ετών και έναντι μηνιαίου μισθώματος 35.000 ευρώ, αναπροσαρμοζόμενου ετησίως κατά ποσοστό 6%. Περαιτέρω, εξαιτίας της ως άνω κακόπιστης νομής της πρώτης εναγομένης, το ενάγον στερήθηκε, κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα ήτοι από τις 29.2.2004 έως τις 31.3.2009, τη χρήση του παρακρατούμενου κυλικείου του, το οποίο θα μπορούσε, αν είχε τη νομή του, να εκμισθώσει σε τρίτους και να αποκομίσει τα μισθώματα, τα οποία τελικά απώλεσε, λόγω της κατάληψης και παρακράτησής του από τις εναγόμενες. Η μισθωτική αξία του κυλικείου αυτού, η οποία ισοδυναμεί με τα, αναμενόμενα με πιθανότητα και κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, διαφυγόντα κέρδη του ενάγοντος, ανέρχεται: α) για το διάστημα από 29.2.2004 έως και 31.12.2004, σε ποσό 25.700 ευρώ το μήνα και συνολικά σε ποσό 257.000 ευρώ (10 μήνες x 25.700 ευρώ), β) για το έτος 2005, σε ποσό 27.250 ευρώ το μήνα και συνολικά σε ποσό 327.000 ευρώ (12 μήνες x 27.250 ευρώ), γ) για το έτος 2006, σε ποσό 28.900 ευρώ το μήνα και συνολικά σε ποσό 346.800 ευρώ (12 μήνες x 28.900 ευρώ), δ) για το έτος 2007, σε ποσό 30.600 ευρώ το μήνα και συνολικά σε ποσό 367.200 ευρώ (12 μήνες x 30.600 ευρώ), ε) για το έτος 2008 σε ποσό 32.500 ευρώ το μήνα και συνολικά σε ποσό 390.000 ευρώ (12 μήνες x 32.500 ευρώ) και στ) για το διάστημα από 1.1.2009 έως και 31.3.2009, σε ποσό 35.000 ευρώ το μήνα και συνολικά σε ποσό 105.000 ευρώ (3 μήνες x 35.000 ευρώ). Δηλαδή, συνολικά, για ολόκληρο το παραπάνω χρονικό διάστημα της παρακράτησης του επίδικου κυλικείου του, το ενάγον απώλεσε το ποσό των 1.793.000 ευρώ. Για τον υπολογισμό των ανωτέρω μισθωτικών αξιών, λαμβάνεται υπόψιν η επιφάνεια του κυλικείου (300 τ.μ.), ο χρόνος κατασκευής του, η περιοχή και η έκταση του νεκροταφείου εντός του οποίου αυτό βρίσκεται, τα οικονομικά οφέλη που αποφέρει μηνιαίως η εκμετάλλευση τον κυλικείου, ενόψει του ότι αυτό εξυπηρετεί τις ανάγκες των πελατών και των επισκεπτών του νεκροταφείου, στο οποίο πραγματοποιούνται περί τις 300 ταφές κατά μέσο όρο μηνιαίως, το ύψος του συμφωνηθέντος μηνιαίου μισθώματος του εν λόγω κυλικείου, βάσει της ανωτέρω από 29.6.2009 σύμβασης παραχώρησης, για το έτος 2009, καθώς και το ύψος του συμφωνηθέντος ποσοστού αναπροσαρμογής του ετησίως.

Σύμφωνα με τα ανωτέρω καθώς και τα εκτεθέντα στην υπ’ αριθ. 413/2019 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, κατά το μέρος αυτής που δεν αναιρέθηκε από την υπ’ αριθ. 1731/2022 απόφαση του Αρείου Πάγου, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η έφεση, να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη λόγω παραγραφής η κύρια βάση της αγωγής εκ της αδικοπραξίας, κατόπιν δε της αναιρέσεως της υπ’ αριθ. 413/2019 απόφασης του Δικαστηρίου αυτού, κατά το μέρος αυτής που έκανε δεκτή την ένσταση παραγραφής της επικουρικής βάσης της αγωγής, πρέπει η υπόθεση να κρατηθεί από το παρόν Δικαστήριο, να δικαστεί στην ουσία, μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και συγκεκριμένα όσον αφορά την ουσιαστική βασιμότητα της δεύτερης επικουρικής βάσης της αγωγής, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 961, 962 και 1098 ΑΚ, η οποία δεν εξετάστηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και ακολούθως

να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, να καταβάλουν στο ενάγον το συνολικό ποσό των 1.793.000 ευρώ, χωρίς την επιδίκαση τόκων ελλείψει σχετικού αιτήματος του ενάγοντος. Περαιτέρω, πρέπει να εξαφανιστεί η διάταξη της εκκαλουμένης απόφασης για τα δικαστικά έξοδα και να επιδικαστεί μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος εις βάρος των εναγομένων, ανάλογη με την έκταση της νίκης του ενάγοντος (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ) και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, καθώς και να οριστεί παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους των εκκαλουσών (άρθρα 501, 502 §1, 505 §2 ΚΠολΔ), κατά τα, ειδικότερα, οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στις εκκαλούσες, λόγω της εν μέρει αποδοχής της εφέσεως τους (άρθρο 495 παρ.3 εδαφ.τελευτ ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην των καθ’ ων η κλήση – εκκαλουσών την έφεση, κατά το αναιρούμενο μέρος της υπ’ αριθ. 413/2019 αποφάσεως του Δικαστηρίου αυτού.

Ορίζει το παράβολο για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ για έκαστη των εκκαλουσών.

Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν την έφεση, κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθ. 3595/2017 οριστική απόφασή του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 4/6/2015 αγωγής, κατά το μέρος που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει τις εκκαλούσες – εναγόμενες, ευθυνόμενες εις ολόκληρον, να καταβάλλουν στο εφεσίβλητο – ενάγον, το ποσό του ενός εκατομμυρίου επτακοσίων ενενήντα τριών χιλιάδων (1.793.000) ευρώ.

Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλουσών μέρος των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου, τα οποία ορίζει, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, στο ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου για την άσκηση της έφεσης στις καταθέσασες τούτο.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 5/6/2025.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΣ                              ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΣΚΟΥΡΤΗ

Δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους στις 2 Σεπτεμβρίου 2025.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΑΣ                          ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΣΚΟΥΡΤΗ