ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
4ο τμήμα
Αριθμός απόφασης : 523/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(4ο τμήμα)
Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα K,Σ.
Συνεδρίασε στο ακροατήριό του την ……………, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ :
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : …………….., η οποία εκπροσωπήθηκε τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Νικόλαο Γερασίμου[ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ και ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ (με δήλωση κατ’ άρθρο ΚΠολΔ)].
ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ : …………… 2) …………. από τους οποίους οι δύο πρώτοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους Δικηγόρο Κυριάκο Εξάρχου και η τρίτη παραστάθηκε μετά του ιδίου πληρεξουσίου Δικηγόρου.
Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα άσκησε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την από 14.7.2020 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2020 αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 17/2023 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία απέρριψε την αγωγή. Κατά της τελευταίας απόφασης η εκκαλούσα – ενάγουσα άσκησε την από 28-03-2023 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2023 έφεσή της, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Kατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, ο πληρεξούσιος Δικηγόρος της εκκαλούσας αναφέρθηκε στις προτάσεις που είχαν προκαταθέσει, ο δε πληρεξούσιος Δικηγόρος των εφεσιβλήτων στις έγγραφες προτάσεις του.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 28-03-2023 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ………./2023 έφεση της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας κατά της υπ` αριθ. 17/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων με την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ), ενώ, επίσης, έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (βλ. το με αρ. ……………. e – παράβολο, το οποίο εξοφλήθηκε). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 14.7.2020 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2020 αγωγή της ισχυρίστηκε ότι έχει καταστεί κυρία μίας διώροφης οικοδομής μετά του οικοπέδου της, όπως αυτή ειδικότερα περιγράφεται στην αγωγή, κειμένης στον Πειραιά στην οδό . …… και ……………. ., την οποία έχει αποκτήσει με έκτακτη χρησικτησία με προσμέτρηση της νομής και κατοχής της δικαιοπαρόχου της. ¨Ότι το ακίνητο αυτό περιήλθε στην νομή και κατοχή της μητέρας της ……….., με άτυπη παραχώρηση, που έλαβε χώρα το έτος 1965 από ………. ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες που παρείχε η τελευταία στον προαναφερόμενο. Ότι η ισόγεια κατοικία της άνω οικοδομής ήταν μισθωμένη προ του 1965 από τον ……… προς τους …………. και τη σύζυγό του …………., οι οποίοι παρέμειναν σ΄αυτή έως και το θάνατο του πρώτου το έτος 1998 και χωρίς ποτέ να αμφισβητήσουν την κυριότητα της μητέρας της ενάγουσας, κατέθεταν τα μισθώματα στον Ταμείο Παρακαταθηκών για την περίπτωση εμφάνισης κληρονόμων του ………… ¨Ότι η ενάγουσα μετά το θάνατο της μητέρας της το έτος 1997 συνέχισε τη νομή αυτής, καθώς μετά το θάνατο του άνω μισθωτών απαίτησε την απόδοση του μισθίου από τον πρώτο εναγόμενο και την αδελφή του τέκνα των προαναφερόμενων κι έκτοτε εγκαταστάθηκε η ίδια στην άνω ισόγεια οικία, στην οποία πραγματοποίησε εκτεταμένες εργασίες επισκευής. ¨Ότι οι εναγόμενοι την 5.6.2009 της κοινοποίησαν εξώδικη δήλωση με την οποία αναληθώς ισχυρίστηκαν ότι της παραχωρήσει από τον Μάϊο του 2006 τη χρήση του ακινήτου λόγω χρησιδανείου, ως κύριοι αυτού με αποδοχή κληρονομίας και την κάλεσαν να παραδώσει σ΄αυτούς στις 30.6.2009, καταγγέλοντας αυτήν. ¨Ότι η ίδια είχε ασκήσει σε βάρος του πρώτου εναγόμενου και της δικαιοπαρόχου των δεύτερου και τρίτης την από 28.04.2011 και με αρ. κατάθ. …………./2011 αγωγή της στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά με αίτημα την αναγνώριση της κυριότητάς της και την κήρυξη της ακυρότητας της συμβολαιογραφικής αποδοχής κληρονομίας, επί της οποίας ως προς το πρώτο αίτημα, με την με αρ. 3570/2015 απόφαση του άνω Δικαστηρίου κηρύχθηκε η συζήτηση απαράδεκτη και ως προς το δεύτερο αίτημα απορρίφθηκε ως μη νόμιμη, ενώ με την με αρ. 313/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιά, η απορρίφθηκε η έφεσή της ως απαράδεκτη. Με βάση το ιστορικό αυτό, αφού παραιτήθηκε με την παρούσα της άνω προγενέστερης αγωγής, χωρίς αντίρρηση των παρόντων εναγόμενων (άρθρο 294 ΚΠολΔ) ζήτησε να αναγνωρισθεί η κυριότητά της στο επίδικο ακίνητο και να αναγνωρισθεί η ανυπαρξία δικαιώματος κυριότητας των εναγόμενων με έρεισμα την με αρ. ……/25.10.2008 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Πειραιά .. ……………. που μεταγράφηκε νόμιμα. Με την εκκαλούμενη απόφαση απορρίφθηκε η αγωγή και κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα και ζητά να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή η από 14.7.2020 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2020 αγωγή της.
Από τις διατάξεις των άρθρων 321, 322, 324, 330 και 331 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο σε μεταγενέστερη δίκη μεταξύ των ιδίων προσώπων που παρίστανται με την ίδια ιδιότητα για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία. Το δεδικασμένο ως αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί, η δε απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα, το δικαίωμα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασής του το δεδικασμένο που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντάς το ως αμάχητη αλήθεια, όσο και αρνητικά, με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής για το ίδιο δικαίωμα, για την ύπαρξη ή μη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο. (Α.Π. 1966/2022, ΑΠ 1559/2017, ΑΠ 2028/2014). Εξάλλου, κατά το άρθρο 331 ΚΠολΔ, το δεδικασμένο εκτείνεται και στα ζητήματα που κρίθηκαν παρεμπιπτόντως και αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση του κύριου ζητήματος, αν το δικαστήριο ήταν καθ` ύλη αρμόδιο να αποφασίσει για τα παρεμπίπτοντα ζητήματα ενώ ως παρεμπίπτον (προδικαστικό) ζήτημα νοείται άλλη έννομη σχέση ή δικαίωμα ή συνέπεια του ουσιαστικού δικαίου από το οποίο εξαρτάται η κρίση επί του κυρίου ζητήματος της δίκης, δηλαδή το δεδικασμένο επεκτείνεται σε εκείνο το προδικαστικό ζήτημα, το οποίο η απόφαση έκρινε ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση στηρίζει τη διαγνωσθείσα ή απαγγελθείσα απ’ αυτήν έννομη συνέπεια. Έτσι, δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση δημιουργείται και όταν το αντικείμενο της μεταγενέστερης δίκης, που διεξάγεται μεταξύ των ιδίων προσώπων, είναι διαφορετικό από τη δίκη που προηγήθηκε, έχει όμως ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη, όπως συμβαίνει όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια δικαιολογική σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα μ`αυτό που κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση (ΟλομΑΠ 10/2002, ΑΠ Ολ 34/1992 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 45/2023, ΑΠ 266/2022, ΑΠ 2047/2022 ΑΠ 1559/2017, ΑΠ 759/2006, ΕφΑθ 478/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν η τελεσίδικη απόφαση αφορά σε τμήμα του δικαιώματος, τότε δεδικασμένο περιορίζεται σε αυτό. Αν όμως στις αιτιολογίες της τελεσίδικης απόφασης περιλαμβάνεται κρίση ως προδικαστικό ζήτημα για το όλο δικαίωμα, (με την ίδια νομική αιτία), τότε το δεδικασμένο επεκτείνεται σ΄αυτό, μόνον όταν το δικαστήριο, για να κρίνει για το τμήμα του, έθεσε ως αναγκαία βάση το όλο (Πίψου Λ., Δικονομικά Ζητήματα Εμπράγματων Αγωγών, Εκδόσεις Σάκκουλα, 2000 σελ. 58, Νίκας Ν., Πολιτική Δικονομία, τόμ. 2, εκδόσεις Σάκκουλα, 2005, §96 Ι αριθ. 5, Ευαγγελία Γκανιούδη, Δικονομικά Ζητήματα Εμπράγματων Αγωγών (διπλωματική εργασία στο ΑΠΘ) σ. 29).
Στην προκείμενη περίπτωση, από την εκτίμηση των εγγράφων που προσκομίζονται από τους διαδίκους, της με αρ. ………./20.11.2020 ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρος ………, που ελήφθη ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά με την επιμέλεια της ενάγουσας, κατόπιν νομότυπης κι εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγόμενων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Το επίδικο ακίνητο είναι ένα οικόπεδο άρτιο, κατά παρέκκλιση και οικοδομήσιμο, κείμενο στον Πειραιά εντός του εγκεκριμένου σχεδίου του ομωνύμου Δήμου, στο Ο.Τ. το οποίο περικλείεται από τις οδούς …………., στη συμβολής των οδών ….. επί της οποίας φέρει τον αριθμό ….. και ….., επί της οποίας φέρει τον αριθμό 40, εμβαδού 137,03 τ.μ. και συνορεύει, κατά το από Ιουνίου 2001 τοπογραφικό διάγραμμα του πολιτικού μηχανικού ………., που προσαρτάται στην υπ’ αριθ. ………../25.10.2008 πράξη αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……… συμβολαιογραφική πράξη, βόρεια με ιδιοκτησία αγνώστου, νότια με την οδό …., πλάτους δώδεκα (12) μ., ανατολικά με την οδό ……, πλάτους δώδεκα (12) μ. και δυτικά με ιδιοκτησία αγνώστου. Στο οικόπεδο αυτό έχει ανεγερθεί διώροφη οικοδομή, η οποία αποτελείται από ισόγειο και πρώτο (Α’) υπέρ το ισόγειο όροφο, και ειδικότερα (1) στο ισόγειο : α) μία κατοικία, η οποία έχει επιφάνεια 72,67 τ.μ-, αποτελείται από κουζίνα, μπάνιο, χωλλ, καθιστικό, δύο (2) υπνοδωμάτια και έχει πρόσοψη επί της οδού …. και β) δύο (2) αποθήκες, επιφάνειας εκάστης τούτων 23,01 τ.μ, εκ των οποίων η μία έχει πρόσοψη επί της οδού …. και η άλλη έχει πρόσοψη επί των οδών …. και …. και (2) πρώτο (Α’) όροφο, στον οποίο υπάρχει, μία (1) κατοικία, η οποία έχει επιφάνεια 42,51 τ.μ., αποτελείται από κουζίνα, μπάνιο ένα (1) υπνοδωμάτιο και εξώστες επί αμφοτέρων των οδών ……………. και ……………. και διαθέτει αυτοτελή είσοδο από την οδό …………….. Αρχικός ιδιοκτήτης του ακινήτου ήταν ο ……………, ο οποίος το έτος 1968 εκμίσθωσε την ισόγεια κατοικία στους ………. και ……………., γονείς του πρώτου εναγόμενου . ……………. και της μητέρας των εναγόμενων,……………., οι οποίοι παρέμειναν σ΄αυτή και μετά το θάνατο αυτού το έτος 1973, περιστατικά που συνομολογούντα από τους διαδίκους. Η ενάγουσα ισχυρίζεται στην αγωγή της όμως ότι το ακίνητο αυτό είχε παραχωρήσει ατύπως o τελευταίος στη μητέρα της……………. το έτος 1965, η οποία χρησιδέσποσε αυτό έως το θάνατό της το έτος 1997 και τη νομή αυτής συνέχισε η ενάγουσα. Η αντιδικία όμως των διαδίκων δεν ξεκίνησε με την παρούσα αγωγή, αλλά με την από 21.11.2010 και με αρ. καταθ. …./2010 διεκδικητική αγωγή που άσκησαν οι πρώτος εναγόμενος και η δικαιοπάροχος των δεύτερου και τρίτης εναγόμενων μητέρα αυτών, . …………….. Στην αγωγή αυτή οι άνω ενάγοντες ισχυρίστηκαν ότι έχουν καταστεί συγκύριοι κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου του ιδίου οικοπέδου και διώροφης οικίας, αποδεχόμενοι την κληρονομία της μητέρας τους ¨. ……………. με την με αρ. ……./25.10.2008 πράξη αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Πειραιά ………. που μεταγράφηκε νόμιμα, η οποία είχε καταστεί κυρία αυτού με έκτακτη χρησικτησία νεμόμενη αυτό επί εικοσαετία μετά το θάνατο του, κατόπιν άτυπης παραχώρησης από τον . …………….. ¨Ότι το έτος 2006 παραχώρησαν την ισόγεια οικία λόγω χρησιδανείου στην εναγόμενη (εδώ ενάγουσα) το οποίο (χρησιδάνειο) κατήγγειλαν με την από 11.5.2009 εξώδικη δήλωσή τους. Ζήτησαν δε την αναγνώριση της κυριότητας τους (συγκυριότητας κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου) στην ισόγεια οικία των 72,67 τ.μ και στην μία αποθήκη του ισογείου και να υποχρεωθεί η εναγόμενη τα αποδώσει τους χώρους αυτούς. Η αγωγή αυτή έγινε δεκτή με την με αρ. 3569/2015 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία επικυρώθηκε με την με αρ. 314/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου και κατέστη αμετάκλητη με με αρ. 1208/2019 απόφαση του Αρείου Πάγου, κατόπιν άσκησης αναίρεσης της …………. Το αντικείμενο της άνω προηγούμενης δίκης δεν ταυτίζεται ευθέως με αυτό της παρούσας, δεδομένου ότι στην άνω δίκη επί της οποία εκδόθηκε η άνω αμετάκλητη απόφαση, αντικείμενο αυτής η αναγνώριση της κυριότητας δύο τμήματων διακεκριμένων χώροι του παρόντος επίδικου ακινήτου (μία οικία και μία αποθήκη, χωρίς να έχει προηγηθεί η σύσταση οριζοντίων ιδιοκτησιών), που κατά τους ισχυρισμούς των εκεί εναγόντων, μετά τη καταγγελία της σύμβασης χρηδισανείου είχε καταλάβει η εναγόμενη και ακόμα η νομική αιτία είναι διάφορη, αφού οι εκεί ενάγοντες επικαλούνταν παράγωγη κτήση, ενώ η εδώ ενάγουσα πρωτότυπη κτήση. ¨Όμως προκειμένου να αποφανθεί το Δικαστήριο στην άνω απόφασή του ότι οι εκεί ενάγοντες έχουν καταστεί κύριοι με παράγωγο τρόπο των άνω τμημάτων – διακεκριμένων χώρων ερεύνησε παρεμπιπτόντως την κυριότητα της δικαιοπαρόχου αυτών ……………. επί του όλου οικοπέδου και διώροφης οικίας και αποφάνθηκε ότι η μητέρα αυτών, μετά το θάνατο του ……………. (1973) ασκούσε σ’ αυτό με καλή πίστη και διάνοια κυρίας για χρονικό διάστημα άνω τον 20 ετών τις προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό του πράξεις νομής, καθόσον συνέχισε να χρησιμοποιεί αυτό ως κύρια κατοικία αυτής και οικογένειάς της έως το θάνατό της (18.7.1998) χωρίς να καταβάλει σε κανένα μίσθωμα, ώστε κατέστη αυτού κυρία με έκτακτη χρησικτησία. Συνεπώς παράγεται δεδικασμένο, κατ΄άρθρο 331 ΚΠολΔ και στην παρούσα δίκη ως προς τον τρόπο κτήσης της δικαιοπάροχου των εδώ εναγόμενων, αφού υπάρχει ταυτότητα αντικείμενου (το ίδιο ενιαίο ακίνητο) νομικής αιτίας (αφού οι εκεί εναγόμενοι επικαλούνταν ότι είχε καταστεί η δικαιοπάροχός τους κυρία με έκτακτη χρησικτησία, βλ. τη 12η σελίδα της με αρ. 1208/2019 απόφασης του Αρείου Πάγου) και ταυτότητα διαδίκων, δεδομένου ότι από το δεδικασμένο δεσμεύονται οι διάδικοι ανεξαρτήτως της δικονομικής τους θέσης (ενάγοντες – εναγόμενοι). Σημειώνεται ότι οι δεύτερος και τρίτη εναγόμενοι της παρούσας αγωγής έχουν καταστεί κληρονόμοι της δεύτερης ενάγουσας της άνω αγωγής …………….. ο καθένας κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου, με βάση την από ιδιόγραφη 19.03.2019 διαθήκη αυτής (βλ. το υπ’ αριθ. …../2020 πρακτικό δημοσίευσης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς καθώς και με το υπ’ αριθ. …../2020 πρακτικό κήρυξης κυρίας του Ειρηνοδικείου Πειραιώς), την κληρονομία της οποίας δεν αποποιήθηκαν (βλ. το υπ’ αριθ. πρωτοκόλλου ……/2020 πιστοποιητικό περί μη αποποίησης κληρονομίας της Γραμματείας του Ειρηνοδικείου Πειραιώς), ώστε υπέρ αυτών ισχύει το δεδικασμένο (άρθρο 324 ΚΠολΔ). Συνεπώς στην παρούσα μεταγενέστερη δίκη δεν μπορεί να υπάρξει διάφορη κρίση, ως προς την κτήση κυριότητας επί του ιδίου ακίνητου για τον ίδιο χρόνο έκτακτης χρησικτησίας που επικαλείται η ενάγουσα και αφορά την δικαιοπάροχο μητέρα της……………. (1968-1997), δηλαδή η ανυπαρξία κυριότητας αυτής καλύπτεται από το δεδικασμένο. Σε κάθε περίπτωση δεν προέκυψε και από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο ότι η μητέρα της ενάγουσας άσκησε διακατοχικές πράξεις στο επίδικο ακίνητο (και ανεξαρτήτως του αν της το είχε υποσχεθεί ο αρχικός ιδιοκτήτης ……… έως το θανατό της (1997), η οποία ουδέποτε κατοίκησε στο ακίνητο αυτό. Όπως εκτέθηκε στην ισόγεια οικία διέμεναν μέχρι το θάνατό τους ο …………… (απεβίωσε στις 16.03.1998) και η …………….. (απεβίωσε στις 16.7.1998), η οποία κατέστη με βάση την άνω τελεσίδικη και αμετάκλητη απόφαση κυρία αυτού με έκτακτή χρησικτησία. Η μητέρα της ενάγουσας σε καμία χρονική στιγμή μετά το θάνατο του . ……………. και έως το θάνατό της (1997) δεν παρουσιάστηκε στους ανωτέρω αξιώνοντας από αυτούς να καταβάλουν σε αυτή μισθώματα. Τα μισθώματα της οικίας για το διάστημα από 02.12.1993 έως και την 31.12.1997 οι ανωτέρω τα κατέθεταν υπέρ των κληρονόμων . ……………. στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, από το οποίο όμως τα ανέλαβαν ο πρώτος εναγόμενος και η αδελφή του, μετά το θάνατο της μητέρας τους . ……………. με τις υπ’ αριθ. …./28.07.1999 και …/28.07.1999 αιτήσεις τους. Λίγο καιρό μετά το θάνατο του . ……………. η . ……………. εκμίσθωσε την κατοικία του πρώτου ορόφου (42,51 τ.μ.) στην αδελφή της …………. και στον σύζυγό της …….., έναντι μηνιαίου μισθώματος περίπου χιλίων πεντακοσίων (1.500) δραχμών, καθώς επίσης και τους αποθηκευτικούς χώρους. Τα μισθώματα αυτά ομοίως η ………….. τα κατέθετε υπέρ των κληρονόμων . ……………., τα οποία ανέλαβε αργότερα. Μετά το θάνατο της . ……………., η ισόγεια κατοικία έμεινε για ένα διάστημα κενή, η δε ενάγουσα κατοίκησε για πρώτη φορά σ’αυτήν το έτος 2006 και όχι προγενέστερα, μετά από προτροπή του . ……………., πατέρα του δεύτερου και τρίτης των εναγομένων, συζύγου της αποβιωσάσης . ……………. (βλ. κατάθεση του ιδίου στα πρακτικά της με αρ. 3569/2015 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) να παραχωρήσουν την κατοικία αυτή στην ενάγουσα χωρίς αντάλλαγμα, για λόγους ανάγκης αυτής, δεδομένου ότι η εκμισθώτρια του διαμερίσματος που έως τότε μίσθωνε η ενάγουσα ως κατοικία της (στον Πειραιά, επί της οδού …………….) κατήγγειλε τη μίσθωση με την από 29.03.2006 αγωγή της, η οποία έγινε δεκτή με την υπ’ αριθ. 174/2006 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, ώστε η ενάγουσα είχε ανάγκη άμεση προς εξεύρεση άλλης κατοικίας. Με τον τρόπο αυτό καταρτίσθηκε άτυπη σύμβαση χρησιδανείου μεταξύ του . ……………., . ……………. κα της ενάγουσας. Η τελευταία εγκαταστάθηκε στην επίδικη ισόγεια οικία το Μάϊο του 2006, αφού προέβη στην επανασύνδεση της παροχής ηλεκτρικής ενέργειας, με υποβολή νέου σχεδίου ηλεκτρολόγου, αντικατάσταση της ηλεκτρικής εγκατάστασης και στην πληρωμή όλων των οφειλών προς τη Δ.Ε.Η., της . ……………., ποσού 300 €. Για τα ανωτέρω (εκτός από την οφειλή) δαπάνησε το συνολικό ποσό των 653 € (470 + 98 + 85,59 βλ. προσκομιζόμενα απόδειξη είσπραξης και παροχής υπηρεσιών). Ακόμα προέβη σε τοποθέτηση κρυστάλλου στην εξώπορτα και αγορά τέντας 50 + 300 € = 350 (βλ. προσκομιζόμενες πρόχειρες αποδείξεις είσπραξης). Ισχυρίζεται ότι επιπλέον προέβη σε αντικατάσταση υδραυλικών – ειδών υγιεινής, ελαιοχρωματισμό, απόξεση σοβάδων και αντικατάσταση ντουλαπιών κουζίνας – δωματίων υαλοπινάκων, εργασίες για τις οποίες όμως δεν προσδιορίζει σε τί ποσό ανήλθαν, ούτε προσκομίζει κάποια απόδειξη (τουλάχιστον για την αγορά των κινητών πραγμάτων) ενώ και οι σχετικές μαρτυρικές καταθέσεις είναι τελείως γενικές, ώστε κατά την κρίση του Δικαστηρίου οι άνω εργασίες κατά το μεγαλύτερο μέρος τους(εκτός από ελαιοχρωματισμό της οικίας κι επισκευή υδραυλικών που κρίνεται ότι διενήργησε η ενάγουσα) δεν αποδεικνύονται. Οι δαπάνες που αναφέρθηκαν παραπάνω και αποδεικνύεται ότι ενήργησε η ενάγουσα στην ισόγεια κατοικία αποτελούν κατά τα διδάγματα της κοινής στοιχειώδεις δαπάνες για την διαβίωση σε κενό προηγουμένως διαμέρισμα που προσιδιάζουν σε μισθωτή ή κάτοχο και σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν δαπάνες ανακαίνισης – βελτίωσης που προβαίνει ο νομέας ή κύριος αυτού. Είναι επίσης άξιο μνείας ότι η ενάγουσα ουδέποτε ασχολήθηκε με την άλλη κατοικία – δώμα του πρώτου ορόφου (42,51 τ.μ,) στην οποία μετά το θάνατο της ………………, διέμεινε ένα διάστημα η εγγονή της ομοίως ονομαζόμενη …………. και τελικώς ο πεθερός ……………, με τη γνώση και συναίνεση του πρώτου εναγόμενου και της αδελφής του . …………….. Με την 11.05.2009 εξώδικη δήλωση τους οι τελευταίοι ζήτησαν από την ενάγουσα να τους αποδώσει την ισόγεια κατοικία καταγγέλλοντας τη σύμβαση χρησιδανείου. Η ενάγουσα με την από 24.06.2009 εξώδικη απάντησή της αρνήθηκε τη σύναψη σύμβασης χρησιδανείου και ως συνέπεια λήξης αυτού την απόδοση της οικίας να επικαλούμενη ότι επί σειρά ετών διαμένει στην συγκεκριμένη οικία ,στην οποία ασκεί πράξεις νομής και διακατοχής κι έχει εκτελέσει σημαντικές οικοδομικές εργασίες, χωρίς ωστόσο να αναφέρει πότε ξεκίνησε να διαμένει και αν είχε καταστεί αυτού με έκτακτη χρησικτησία. Με βάση τα ανωτέρω δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα άσκησε πράξεις νομής στο επίδικο ακίνητο (διώροφη οικία αποτελούμενη από ισόγεια κατοικία 72,67 τ.μ, κατοικία του πρώτου ορόφου- δώμα 42,51 τ.μ., και δύο αποθηκευτικούς χώρους) με διάνοια κυρίου άνω των είκοσι ετών. Η ενάγουσα εισήλθε στην ισόγεια κατοικία και τη μία αποθήκη (και όχι στους λοιπούς χώρους) μόλις το 2006 και όχι το έτος 1998, όπως ισχυρίζεται (χωρίς να αποδειχθεί και ο ισχυρισμός της ότι απαίτησε και έλαβε τα κλειδιά αυτού από τον πρώτο εναγόμενο και την αδελφή του), ενώ η μητέρα αυτής δεν είχε καμία σχέση με αυτό. Δεν προκύπτει κάτι διάφορο από τις καταθέσεις των μαρτύρων ………….. (βλ. του πρακτικά της με αρ. 3569/2015 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) ………. (βλ. ένορκη βεβαίωση) που εξετάσθηκαν για λογαριασμό της ενάγουσας Η πρώτη μάλιστα επιβεβαίωσε ότι η ενάγουσα εισήλθε στο ισόγειο το 2006, η δε δεύτερη αρκέστηκε να επαναλάβει τους ισχυρισμούς αυτής ότι ενεργούσε πράξεις νομής από το 1997 μετά το θάνατο της μητέρας χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση, κατάθεση που είναι τελείως γενική και δεν κρίνεται χρήσιμη προς απόδειξη. Η δε νομή και κυριότητα με πρωτότυπο τρόπο, που είχε αποκτήσει η …. ……………., μητέρα του πρώτου εναγόμενου της . ……………., όπως κρίθηκε με δύναμη δεδικασμένου με την με αρ, 314/2018 απόφαση του παρόντος Δικαστήριο δεν καταλύθηκε, ώστε οι τελευταίοι κατέστησαν συγκύριοι αυτού με παράγωγο τρόπο, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου δυνάμει αποδεχόμενοι την κληρονομία αυτής αρ. ……../25.10.2008 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Πειραιά . ……………. που μεταγράφηκε νόμιμα., τόσο ως προς την ισόγεια κατοικία και αποθήκη όπως κρίθηκε επίσης στα πλαίσια της ίδιας δίκης (που ως προς την κρίση αυτή δεν απορρέει δεδικασμένο και λαμβάνεται υπόψη ως δικαστικό τεκμήριο). Με βάση τις άνω παραδοχές, η αγωγή της ενάγουσας έπρεπε να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ομοίως έστω εν μέρει με διάφορη αιτιολογία (μη δεχόμενο την απόρροια δεδικασμένου και ως προδικαστικού ζητήματος) ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, η δε αιτιολογία αυτού αντικαθίστανται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ). Συνακόλουθα οι σχετικοί λόγο της έφεσης (πρώτος – πέμπτος) πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Η εκκαλούσα στον τελευταίο λόγο της έφεσής της παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αναφορικά με τη επιβολή της δικαστικής δαπάνης παραβίασε τις διατάξεις των άρθρων 174 και 179 ΚΠολΔ, καθώς κατά τον υπολογισμό της παρέβη τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, με λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική δυσχέρεια αυτής κι επιπλέον δεν συμψήφισε τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων λόγω εύλογης αμφιβολίας της ως προς την έκβαση της δίκης. Ωστόσο τα δικαστικά έξοδα που επιβλήθηκαν στην ενάγουσα από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ως συνέπεια της ήττας αυτής (3.893,59 €) είναι ανάλογα της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς, με βάση τη διάταξη του άρθρου 63 παρ. 1 εδ.α του ν. 4139/2013 όπως είχε προσδιορίσει η ίδια του επιδίκου ακινήτου με το δικόγραφο της αγωγής της (194.679,59 € Χ 2 %, χωρίς την πρόσθεση επιπλέον του 1% για την αξία των προτάσεων), ενώ δε συντρέχει εύλογη αμφιβολία της, με δεδομένο ότι, όπως εκτέθηκε, με τελεσίδικη απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, είχε ήδη γίνει δεκτή αγωγή του πρώτου εναγόμενου και της δικαιοπάροχου των λοιπών εναγόμενων για τμήματα – διακεκριμένους χώρους του ιδίου ακινήτου. Κατόπιν αυτών θα πρέπει να απορριφθεί και ο τελευταίος λόγος της έφεσης, ως ουσιαστικά αβάσιμος και κατ΄επέκταση η έφεση στο σύνολό της. Με δεδομένο ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, πρέπει η υπό κρίση έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που κατατέθηκε από την εκκαλούσα στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ.ε΄ Κ.Πολ.Δ). Τέλος τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας, λόγω της ήττας της (άρθ. 106, 176, 183, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτή κατ’ ουσίαν.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων σε βάρος της εκκαλούσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) €.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης, που αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας στο δημόσιο ταμείο.
ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την 14.8.2005.
Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ