ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
4ο ΤΜΗΜΑ
Αριθμός αποφάσεως 541 /2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Παπιγκιώτη, Εφέτη, την οποία όρισε η Διευθύνουσα το Εφετείο Πρόεδρος Εφετών και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Της εκκαλούσας: Της Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία «………….», με διακριτικό τίτλο «………..», με Α.Φ.Μ. ……, που εδρεύει στον Δήμο Αθηναίων (……..) και εκπροσωπείται νόμιμα, ως διαχειρίστριας, νομιμοποιούμενης κατά τις διατάξεις του ν. 4354/2015 των απαιτήσεων των οποίων δικαιούχος τυγχάνει η αλλοδαπή εταιρεία με την επωνυμία «………….» που εδρεύει στο …….. Ιρλανδίας, όπως νόμιμα εκπροσωπείται και σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 14 ν. 3156/2003, των άρθρων 455 επ. ΑΚ, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Μαρία Γιαννακογιώργου (Γιαννακογιώργου – Φακοντής και Συνεργάτες Δικηγορική Εταιρεία) με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.
Των εφεσίβλητων: 1) ………. και 2) …………. οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο τους Θεοδώρα Μαζαράκη.
Οι ανακόπτοντες και ήδη εφεσίβλητοι άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την από 29-6-2023 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2023 ανακοπή, ζητώντας τα διαλαμβανόμενα σε αυτή. Το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά εξέδωσε την υπ’ αριθμ. 1977/2024 απόφαση, με την οποία δέχτηκε την ανακοπή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε η καθής η ανακοπή, με την από 20-6-2024 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά ……../2024 έφεσή της (αριθμός κατάθεσης δικογράφου και προσδιορισμού δικασίμου ενώπιον του Εφετείου Πειραιά, …………./2024), δικάσιμος για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, η οποία εκφωνήθηκε από τη σειρά της στο οικείο πινάκιο, η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, αλλά προκατέθεσε προτάσεις, με τις οποίες ανέπτυξε τους ισχυρισμούς της, η δε πληρεξούσια δικηγόρος των εφεσίβλητων παραστάθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς τους και ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ
Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου φέρεται η από 20-6-2024 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/2024 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2024) έφεση της εκκαλούσας προς εξαφάνιση της υπ’ αριθμ. 1977/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών), που δικάζοντας αντιμωλία των διαδίκων την από 29-6-2023 ανακοπή των εφεσίβλητων, δέχτηκε αυτή και ακύρωσε την προσβαλλόμενη πράξη αναγκαστικής εκτέλεσης. Η έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ. 1 ΚΠολΔ, στις 2-7-2024 και εμπρόθεσμα, κατ’ άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ, ήτοι εντός τριάντα ημερών από την κοινοποίηση της εκκαλουμένης στην εκκαλούσα, η οποία έλαβε χώρα στις 18-6-2024 (βλ. επισημείωση δικαστικού επιμελητή …………. επί αντιγράφου της εκκαλουμένης, που προσκομίζεται από την εκκαλούσα). Επομένως, η έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 περ.1 ΚΠολΔ, εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου για να συζητηθεί με την ίδια ως πρωτοδίκως ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών κατ’ άρθρο 591 παρ.7 ΚΠολΔ, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της κατ’ άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ. Για το παραδεκτό του ένδικου μέσου κατατέθηκε από την εκκαλούσα κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 Α στοιχ. β’ ΚΠολΔ, το με κωδικό ……….. e-παράβολο του Υπουργείου Ψηφιακής Διακυβέρνησης ποσού 100 ευρώ, εξοφλημένο (βλ. συνημμένα στο εφετήριο αντίγραφο του e-παράβολου και την από 1-7-2024 απόδειξη πληρωμής).
Με την ως άνω ένδικη ανακοπή τους οι ανακόπτοντες (ήδη εφεσίβλητοι) ζητούν, για τους προβαλλόμενους με το δικόγραφο λόγους: α) να αναβληθεί η έκδοση απόφασης επί της ανακοπής τους μέχρι την έκδοση απόφασης επί της από 15-2-2023 έφεσης τους ενώπιον του Μονομελούς Εφετείου Πειραιά, η οποία συζητήθηκε στις 16-11-2023, β) να ακυρωθεί η από 18-5-2023 επιταγή προς πληρωμή παρά πόδα εκ του πρώτου εκτελεστού απογράφου εκ της υπ’ αριθμ. ……./2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και γ) να καταδικαστεί η καθής στη δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση, δέχθηκε τυπικά την ανακοπή και τον δεύτερο λόγο αυτής και ακύρωσε την πιο πάνω επιταγή προς πληρωμή (δεν εξέτασε τους λοιπούς λόγους). Ήδη, με την υπό κρίση έφεσή της, η καθής η ανακοπή παραπονείται ότι εσφαλμένα, αναιτιολόγητα και μη νόμιμα έγινε δεκτός από την εκκαλουμένη ο δεύτερος λόγος ανακοπής, και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, επί τω τέλει όπως απορριφθεί εξ ολοκλήρου η ένδικη ανακοπή. Τέλος ζητεί να καταδικαστούν οι εφεσίβλητοι στο σύνολο της δικαστικής της δαπάνης για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας.
Με τον πρώτο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του άρθρου 281 ΑΚ και κακή εκτίμηση των αποδείξεων από την εκκαλουμένη και ζητεί γι’ αυτό, να γίνει δεκτή η έφεση στο σύνολό της, να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να απορριφθεί η ένδικη ανακοπή. Ειδικότερα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δικάζοντας κατά προτίμηση τον δεύτερο λόγο της ανακοπής με τον οποίο οι ανακόπτοντες υποστήριζαν ότι καταχρηστικά διενεργείται πλειστηριασμός σε βάρος της κύριας κατοικίας τους, ενόψει του ότι εκκρεμεί η εκδίκαση της αίτησής τους σε δεύτερο βαθμό για την υπαγωγή της οφειλής τους στις ρυθμίσεις του ν. 3869/2010, δέχθηκε αυτόν και, παρελκούσης της ανάγκης εξέτασης των υπόλοιπων λόγων ανακοπής, ακύρωσε την προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή. Κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, ο ως άνω δεύτερος λόγος ανακοπής- όπως η ανακοπή νομότυπα κι εμπρόθεσμα έχει ασκηθεί – δεν είναι νόμιμος και ως τέτοιος έπρεπε να απορριφθεί, έσφαλε δε η εκκαλουμένη που τον δέχθηκε ως νόμιμο και ακολούθως ακύρωσε την προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή, κατ’ αποδοχή αυτού. Ειδικότερα, μετά την απόρριψη της αίτησης του οφειλέτη περί υπαγωγής του στο άρθρο 4 παρ. 1 του ν. 3869/2010 δεν υπάρχει πλέον εμπόδιο για την αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος του από πιστωτή, αφού η τυχόν χορηγηθείσα αναστολή εκτέλεσης με προσωρινή διαταγή θα είχε ως όριο την έκδοση τελεσίδικης απόφασης. Ο νομοθέτης έχει προβλέψει τη δυνατότητα του οφειλέτη, του οποίου η αίτηση για υπαγωγή στις διατάξεις του ν. 3869/2010 απορρίφθηκε πρωτοδίκως να επιτύχει την αναστολή των σε βάρος του μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης και μετά την έκδοση της απορριπτικής απόφασης, υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 του ν. 4161/2013 προστέθηκε πέμπτη παράγραφος στο άρθρο 6 του ν. 3869/2010, σύμφωνα με την οποία «Αναστολή της αναγκαστικής εκτέλεσης μπορεί να ζητηθεί και μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης, εφόσον έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα έφεση από τον οφειλέτη. Η αναστολή χορηγείται εάν πιθανολογείται ότι από την εκτέλεση θα προκληθεί ουσιώδης βλάβη στα συμφέροντα του αιτούντος και ότι θα ευδοκιμήσει η αίτηση. Η χορήγηση της αναστολής επάγεται αυτοδικαίως την απαγόρευση διάθεσης των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη.» Για τη χορήγηση της αναστολής, σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη, προϋποτίθεται άσκηση εμπρόθεσμα από τον οφειλέτη έφεσης κατά της απορριπτικής αποφάσεως υπαγωγής του στο ν. 3869/2010. Προσθέτως, απαιτείται πιθανολόγηση ότι από την εκτέλεση δύναται να προκληθεί ουσιώδης βλάβη στα συμφέροντα του οφειλέτη και ότι θα ευδοκιμήσει η έφεση που θα οδηγήσει στην παραδοχή της αίτησης αυτού. Ο νόμος δεν προβλέπει ειδική ρύθμιση ως προς την αρμοδιότητα του δικαστηρίου, που διατάσσει την αναστολή, για τον λόγο δε αυτό, πρέπει να τύχει αναλογικής εφαρμογής η διάταξη του άρθρ. 763 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει σήμερα, που ορίζει ότι το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση, όπως και το δικαστήριο, που δικάζει την έφεση ή ο πρόεδρός του είναι αρμόδια να αποφασίσουν για την τύχη της άνω αίτησης αναστολής της εκτελεστικής διαδικασίας που έχει ξεκινήσει σε βάρος του οφειλέτη (βλ. ΜΠρΑθ 2001/2025 που παραπέμπει στις ΜΠρΑθ 43/2023 στην ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΜΠρΠατρ 98/2022 στη ΤΝΠ Νόμος, ΜΠρΗρ 1261/2019 στην ΤΝΠ Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, οι εφεσίβλητοι αναφέρουν στον σχετικό λόγο ανακοπής τους ότι η άσκηση της έφεσής τους κατά της απόφασης που απέρριψε την αίτηση υπαγωγής τους στο ν. 3869/2010 και μόνο το γεγονός ότι ασκήθηκε έφεση και ότι εκκρεμεί η εκδίκασή της, καθιστά καταχρηστική τη συμπεριφορά της καθής να επισπεύσει σε βάρος τους αναγκαστική εκτέλεση, ήτοι ότι η συμπεριφορά αυτή υπερβαίνει προφανώς τα όρια που θέτουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, αφού με την προσβαλλόμενη πράξη εκτέλεσης η καθής σπεύδει να αναδιαμορφώσει την περιουσιακή τους κατάσταση, καθιστώντας έτσι την ενδεχομένως θετική απόφαση του δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου άνευ αντικειμένου. Ωστόσο, δεν εκθέτουν οι ανακόπτοντες στον σχετικό λόγο της ανακοπής τους προηγηθείσα συμπεριφορά της καθής η ανακοπή, από την οποία μετά την απόρριψη της αίτησής τους πρωτοδίκως, τους δημιουργήθηκε η πεποίθηση ότι δεν θα προχωρήσει σε επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος τους, για να ικανοποιήσει τις κατά εκείνων απαιτήσεις της. Η εκ μέρους τους άσκηση έφεσης κατά της απόφασης που απέρριψε την αίτηση υπαγωγής τους στον ν. 3869/2010, συνιστά δική τους ενέργεια και όχι ενέργεια της καθής η ανακοπή, ώστε η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης εκ μέρους της, δεν μπορεί να θεωρηθεί κακόπιστη και καταχρηστική. Επισημαίνεται, ότι δεν δύναται, μέσω της επίκλησης της καταχρηστικότητας, να παρακαμφθεί δικαστικά η σαφής νομοθετική βούληση περί προστασίας της πρώτης κατοικίας, αποκλειστικά και μόνο στο πλαίσιο του κάθε φορά ισχύοντος ειδικού νομοθετικού καθεστώτος προστασίας αυτής (εν προκειμένω κατά το άρθρο 6 παρ. 5 του ν. 3869/29010) ώστε να επάγεται γενική απαγόρευση της κατάσχεσης και πλειστηριασμού της πρώτης κατοικίας, αφού αυτό θα καθιστούσε περιττή την όλη τυπική και αυστηρή διαδικασία, που οφείλει να τηρήσει ένας οφειλέτης προκειμένου να πετύχει την προστασία των ανωτέρω νόμων. Έτσι θα καταστρατηγούσε τον σκοπό του νομοθέτη και τις σαφείς προβλέψεις των σχετικών διατάξεων, οδηγώντας ταυτόχρονα σε ευμενέστερη θέση τους οφειλέτες οι οποίοι δεν πληρούν τα κριτήρια ένταξης στους ανωτέρω νόμους. Συνακόλουθα, η εκκαλουμένη, που εσφαλμένα δέχθηκε ως βάσιμο τον παραπάνω λόγο ανακοπής, αντί να τον απορρίψει ως μη νόμιμο, πρέπει να εξαφανισθεί και αφού κρατηθεί η ανακοπή για να δικασθεί από το παρόν Δικαστήριο, πρέπει να απορριφθεί ως προς τον δεύτερο λόγο ανακοπής, παρέλκει δε η εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης.
Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 522, 535 παρ. 1 και 536 παρ. 2 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το Εφετείο, όταν μετά την παραδοχή βάσιμου λόγου έφεσης κρατεί την υπόθεση προς περαιτέρω συζήτηση, υποκαθιστά το Πρωτοδικείο και καθίσταται αρμόδιο να εξετάσει όλα τα ζητήματα, που είχαν υποβληθεί πρωτοδίκως και είναι αναγκαία για την οριστική διάγνωση της διαφοράς. Αν η αγωγή έχει περισσότερες βάσεις είτε εν σχέσει προς την ανακοπή υπάρχουν και άλλοι λόγοι ανακοπής, δοθέντος ότι οι λόγοι ανακοπής επέχουν θέση ιστορικής βάσεως της αγωγής, το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης δεν περιορίζεται μόνο στις διατάξεις της πρωτόδικης απόφασης, οι οποίες είχαν προσβληθεί με την έφεση, αλλά εκτείνεται και στους λόγους της ανακοπής, που, όμως, δεν είχαν εξεταστεί πρωτοδίκως, διότι δεν δικάζεται πλέον η έφεση αλλά η ανακοπή. Η έρευνα των μη εξετασθεισών πρωτοδίκως λόγων ανακοπής γίνεται από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο αυτεπαγγέλτως, διότι τούτο υποκαθίσταται κατά τον νόμο στη θέση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και γι’ αυτό δεν απαιτείται για την ενέργεια αυτή έφεση, αντέφεση ή αίτημα του ανακόπτοντος (ΑΠ 2039/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1556/2012 ΕΔΠολ 2013.559, ΑΠ 920/2011 ΤΝΠ Νόμος, Σ. Σαμουήλ, Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, εκδ. 2003, παράγρ. 968 επ., όπου παραπέμπει η ΜονΕφΑθ 3385/2024 στην ΤΝΠ Νόμος, βλ. επίσης Κ. Παναγόπουλο σε Κυριάκου Οικονόμου Η έφεση, Νομική Βιβλιοθήκη 2017, άρθρο 535, σελ. 353). Ερευνητέοι λοιπόν τυγχάνουν από το παρόν Δικαστήριο, οι υπόλοιποι, εκτός του κριθέντος δεύτερου, λόγοι της ένδικης ανακοπής.
Από τον συνδυασμό των διατάξεων των ν. 4354/2015 και 3156/2003, προκύπτει ότι η μεταβίβαση απαιτήσεων κατά τους ορισμούς τους, γίνεται με έγγραφο τύπο και συντελείται με την καταχώριση της σύμβασης πώλησης στο δημόσιο βιβλίο του άρθρου 3 του ν. 2844/2000. Από την καταχώριση αυτή, αποκτώνται τα δικαιώματα του αναδόχου έναντι του τρίτου οφειλέτη και πριν την αναγγελία της εκχώρησης στον τελευταίο, αφού ως τέτοιο, ισχύει πλασματικά εκ του νόμου, η καταχώριση της σύμβασης στο βιβλίο αυτό, κατά τους ορισμούς του άρθρου 10 παρ. 10 του ν. 3156/2003, εφόσον πρόκειται για τιτλοποίηση απαιτήσεων. Η δε διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, ανατίθεται υποχρεωτικά σε εταιρία διαχείρισης απαιτήσεων, που αδειοδοτείται και εποπτεύεται κατά το ν. 4354/2015 από την Τράπεζα της Ελλάδος. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, σαφώς προκύπτει ότι ο καθολικός ή ειδικός διάδοχος του δικαιούχου (δανειστή), ο οποίος δεν αναφέρεται στον εκτελεστό τίτλο και δικαιούται κατ’ άρθρο 919 παρ. 1 ΚΠολΔ ή άλλη ειδική διάταξη να αρχίσει ή να συνεχίσει την αναγκαστική εκτέλεση, υποχρεούται, για το έγκυρο της αναγκαστικής εκτέλεσης που ενεργείται από αυτόν, να κοινοποιήσει στον καθ` ου η εκτέλεση νέα επιταγή, ακόμη και αν έχει κοινοποιηθεί προηγουμένως επιταγή από τον αναφερόμενο στον εκτελεστό τίτλο αρχικό δικαιούχο, καθώς και τα νομιμοποιητικά της διαδοχής του έγγραφα, είτε αυτά είναι δημόσια είτε ιδιωτικά, τόσο για την έναρξη όσο και για τη συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης. Απαιτείται δε η επίδοση ολόκληρων των εγγράφων και όχι αποσπασμάτων. Παρά τα ανωτέρω, στην περίπτωση της διαδοχής του δικαιούχου λόγω σύμβασης μεταβίβασης των τιτλοποιούμενών τραπεζικών απαιτήσεων, κατά τους ορισμούς των ν. 4354/2015 και 3156/2003, με δεδομένη τη συνθετότητα και την έκταση των επιμέρους πράξεων, από τις οποίες απαρτίζεται η μεταβίβαση των απαιτήσεων και, εν συνεχεία, η ανάθεση της διαχείρισης αυτών, άρα και των αντίστοιχων εγγράφων που την πιστοποιούν, η απαίτηση συγκοινοποίησης στον καθ` ου η εκτέλεση οφειλέτη, στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, ολόκληρων των σχετικών συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, εκτός του ότι δεν συμπορεύεται με το πνεύμα της ρύθμισης του ανωτέρω άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, είναι ιδιαιτέρως πολυτελής, εξόχως δαπανηρή, στείρα τυπολατρική και παρεμβάλλει σοβαρά εμπόδια στην εκτελεστική διαδικασία, παρεμποδίζοντας αδικαιολογήτως την πρόσβαση σε αυτήν των δανειστών. Η αναγκαστική εκτέλεση, θέτει μεν, συνήθως, τον τύπο πριν από την ουσία, όχι όμως σε βαθμό που εγγίζει τα όρια της κατάχρησης. Κατ’ ανάγκη λοιπόν, θα πρέπει να επιλεγούν εκείνα μόνο τα έγγραφα, που αποδεικνύουν την συντέλεση της μεταβίβασης και στοιχειοθετούν τη νομιμοποίηση του επισπεύδοντος. Καθώς δε, τα αποτελέσματα της μεταβίβασης επέρχονται αυτοδικαίως εκ του νόμου και χωρίς άλλη διατύπωση και έναντι των τρίτων από την καταχώριση της κάθε σύμβασης στο δημόσιο βιβλίο του αρ. 3 του ν. 2844/2000, είναι προφανές ότι και η νομιμοποίηση της εταιρίας που αναλαμβάνει τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, αρχίζει ακριβώς από τότε. Άρα, τα έγγραφα που πιστοποιούν τις ανωτέρω πράξεις και ολοκληρώνουν τη μεταβίβαση και την ανάθεση της διαχείρισης, είναι τα μόνα κρίσιμα και θα πρέπει να συγκοινοποιούνται στον οφειλέτη με την επιταγή. Όλα τα υπόλοιπα, οσηδήποτε σπουδαιότητα και σοβαρότητα αν παρουσιάζουν για τη διαδικασία της μεταβίβασης καθ’ εαυτήν, δεν παύουν να αποτελούν στοιχεία, που αφορούν στις εσωτερικές σχέσεις των εταιρειών. Τα έγγραφα που νομιμοποιούν, συνεπώς, την εταιρεία που ανέλαβε τη διαχείριση των μεταβιβασθεισών απαιτήσεων, είναι η καταχώριση σε περίληψη που περιέχει τα ουσιώδη στοιχεία των συμβάσεων μεταβίβασης και ανάθεσης της διαχείρισης, σύμφωνα με το άρθρο 3 του ν. 2844/2000, ήτοι η δημοσίευση του εντύπου που καθορίστηκε με την υπ’ αριθμ. 161/337/2003 (ήδη ΥΑ 207/2020) απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης στο ενεχυροφυλακείο του τόπου της κατοικίας ή της έδρας του μεταβιβάζοντος, με το σχετικό απόσπασμα των μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων απ’ όπου φαίνεται η καταχώριση της μεταβίβασης της απαίτησης του καθ` ου η εκτέλεση. Η κοινοποίηση των εγγράφων αυτών είναι αρκετή και ανταποκρίνεται πλήρως στη νομοτυπική μοφή των εγγράφων που αξιώνει το άρθρο 925 παρ. 1 ΚΠολΔ (ΕφΘεσ 177/2022, ΕφΘεσ 160/2022, αδημ., ΕφΠειρ 574/2020 δημ. σε efeteio-peir-gr, ΕφΘεσ 1643/2019, αδημ.).
Περαιτέρω, σύμφωνα με την απόφαση του Υπουργού Δικαιοσύνης, υπ’ αριθμ. 20783/09-11-2020 (ΦΕΚ Β` 4944/09-11-2020), «Καθορισμός εντύπου σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων (παρ. 14 και 16 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003»: «Οι προβλεπόμενες από την παρ. 8 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 συμβάσεις καταχωρίζονται με υποβολή εντύπου, το οποίο εκτυπώνεται σε λευκό χαρτί γραφής 100 γραμμαρίων και αποτελείται από ένα φύλλο. Το φύλλο έχει διαστάσεις 42 εκατοστά (πλάτος) επί 29,7 εκατοστά (μήκος) και διαιρείται σε δύο ημίφυλλα. Στην πρώτη σελίδα του εντύπου αναγράφονται: 1) τα στοιχεία των συμβαλλομένων, 2) οι όροι της σύμβασης (το νόμισμα και το ποσό ή ο τρόπος υπολογισμού του τιμήματος αγοράς, ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης πώλησης, εφαρμοστέο δίκαιο και δικαιοδοσία και λοιποί ουσιώδεις όροι), 3) ο τύπος των μεταβιβαζόμενων επιχειρηματικών απαντήσεων (γενική περιγραφή της επιχειρηματικής απαίτησης και νόμισμα). Στη δεύτερη σελίδα του εντύπου αναγράφονται τα στοιχεία που εξατομικεύουν, κατά την κρίση των συμβαλλομένων, τις τιτλοποιούμενες απαιτήσεις (ενδεικτικά: ονοματεπώνυμο ή επωνυμία οφειλετών και εγγυητών, τυχόν μοναδικοί αριθμοί καταχώρισης των τιτλοποιού μενών απαιτήσεων στα βιβλία του μεταβιβάζοντος) και τις παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές εξασφαλίσεις αυτών (για τις οποίες αρκεί και απλή αναφορά ότι υφίστανται). Στην ίδια σελίδα τίθενται επίσης η ημερομηνία και οι υπογραφές των συμβαλλομένων και η θεώρηση αυτών, καθώς και ημερομηνία δημοσίευσης καταχώρισης στο ενεχυροφυλάκειο. Στην τρίτη σελίδα του εντύπου καταχωρίζονται οι τυχόν μεταβολές των συμβάσεων αυτών. Το αναλυτικό περιεχόμενο κάθε σελίδας με τις οικείες υποσημειώσεις εμφαίνεται στο προσαρτημένο στο παράρτημα της παρούσας απόφαση υπόδειγμα. Τα στοιχεία που εξατομικεύουν τις τιτλοποιούμενες απαιτήσεις και τις παρεπόμενες εμπράγματες και ενοχικές εξασφαλίσεις αυτών μπορούν να αναγράφονται σε ξεχωριστό παράρτημα. Το παράρτημα μονογράφεται σε κάθε σελίδα του από τα συμβαλλόμενα μέρη είτε με ιδιόχειρη είτε με έντυπη ή ηλεκτρονική υπογραφή. Μαζί με το παραπάνω έντυπο, συνυποβάλλεται η μεταξύ των συμβαλλομένων σύμβαση ή περίληψη αυτής, καθώς και υπεύθυνη δήλωση του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 ή συμβολαιογραφικό έγγραφο ή πρακτικό διοικητικού συμβουλίου, με την οποία οι υπογράφοντες το έντυπο δηλώνουν ή, από τα οποία προκύπτει, ότι έχουν νομίμως εξουσιοδοτηθεί από τους συμβαλλομένους για την υπογραφή και υποβολή του. Τα μέρη δεν υποχρεούνται να υποβάλλουν οιοδήποτε άλλο έγγραφο, πλην των ως άνω αναφερομένων, για την ολοκλήρωση της καταχώρισης των παρ. 14 και 16 του άρθρου 10 του ν. 3156/2003 στο οικείο ενεχυροφυλάκειο.». Από τα παραπάνω προκύπτει ότι, κατόπιν νομοθετικής εξουσιοδότησης, καθορίζονται μεν τα στοιχεία που πρέπει να περιέχει το έντυπο της περίληψης της καταχωριστέας πράξης, πλην όμως δεν ορίζονται οι συνέπειες που επάγεται η ενδεχόμενη έλλειψη ή ελλιπής παράθεση ορισμένων από αυτά και ειδικότερα, δεν απειλείται ρητώς ποινή ακυρότητας.
Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής, οι ανακόπτοντες ζητούν την ακύρωση της από 18-5-2023 επιταγής προς πληρωμή που συντάχθηκε παρά πόδα του πρώτου εκτελεστού απογράφου εκ της υπ’ αριθμ. ……../2018 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, για τον λόγο ότι δεν νομιμοποιείται ενεργητικά η καθής για την είσπραξη της επίδικης απαίτησης. Ειδικότερα, ισχυρίζονται ότι δεν τους κοινοποιήθηκαν κατ’ άρθρο 925 ΚΠολΔ, τα νομιμοποιητικά έγγραφα της καθής, καθώς από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, τα οποία είναι σε αποσπάσματα και περιλήψεις, δεν αποδεικνύεται ότι μεταξύ των δανείων που μεταβιβάστηκαν από την ………….., περιλαμβάνεται και η επίδικη απαίτηση, ούτε αποδεικνύεται ότι μεταξύ των απαιτήσεων που έχει την εξουσία να διαχειρίζεται η καθής, είναι και η επίδικη σύμβαση πίστωσης. Ότι στα επισυναπτόμενα έγγραφα προσάγεται μία σελίδα με αόριστη αναφορά στον αριθμό της επίδικης σύμβασης, η οποία, ωστόσο, δεν αρκεί για να αποδείξει ότι νόμιμα η καθής επιδιώκει την είσπραξη της απαίτησης αυτής. Ότι, περαιτέρω, η καθής δεν αναφέρει το ακριβές ποσό που της εκχώρησε η Τράπεζα, το οποίο, προφανώς, είναι μερικό σχετικά με την οφειλή και, επομένως, δύναται να αναζητήσει μόνο το ποσό που της έχει εκχωρηθεί και όχι το σύνολο της οφειλής.
Σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω νομική σκέψη, η συγκοινοποίηση, με την επιταγή προς εκτέλεση, αντιγράφων των καταχωρισθέντων και δημοσιευθέντων στο Ενεχυροφυλακείο Αθηνών, αποσπασμάτων των συμβάσεων πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων και των συμβάσεων διαχείρισης των τιτλοποιημένων επιχειρηματικών απαιτήσεων, επαρκεί για την τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 925 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι, ως προς την υποχρέωση συγκοινοποίησης των νομιμοποιητικών εγγράφων, και στην περίπτωση της ειδικής διαδοχής και της σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης, με δεδομένη τη συνθετότητα και την ποικιλία των επιμέρους πράξεων από τις οποίες απαρτίζεται αυτή, άρα και των αντιστοίχων εγγράφων που την πιστοποιούν, η απαίτηση συγκοινοποίησης στον καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη, στο πλαίσιο της ρύθμισης του άρθρου 925 παρ. 1 ΚΠολΔ, όλων των εγγράφων που απαιτεί ο νόμος για τη συντέλεση της ειδικής αυτής διαδοχής και της ανάθεσης διαχείρισης, εκτός του ότι δεν συμπορεύεται με το πνεύμα της ρύθμισης, είναι και ιδιαιτέρως πολυτελής, εξόχως δαπανηρή, αλλά και παρεμβάλει σοβαρά εμπόδια, παρεμποδίζοντας την πρόσβαση των δανειστών αδικαιολογήτως στην εκτελεστική διαδικασία. Επιπλέον, η έλλειψη αριθμητικής αναφοράς, στην ανωτέρω δημοσίευση στο Ενεχυροφυλακείο, του ποσού του τιμήματος αγοράς ως προς τη σύμβαση της πώλησης, εκχώρησης και μεταβίβασης της επιχειρηματικής απαίτησης, που κατέβαλε η εταιρία ειδικού σκοπού στην αρχική δανείστρια «………………», δεν εξομοιούται με εξ` ολοκλήρου παράλειψη τήρησης της απαιτούμενης για το κύρος της περίληψης δημοσιότητας, και δεν επάγεται ακυρότητα της καταχώρισης, ούτε επιφέρει το μη αντιτάξιμο της εκχώρησης -μεταβίβασης με βάση τη σύμβαση αυτή στους τρίτους, ούτε και επηρεάζεται, από την παράλειψη αυτή, το κύρος της αναγγελίας, που συντελείται με τη δημοσίευση στο ενεχυροφυλακείο, αφού αυτό δεν προβλέπεται ούτε στην επίμαχη Υ.Α. ούτε και στις ειδικές διατάξεις του άρθρου 10 του ν. 3156/2003. Τούτο, διότι λαμβανομένου υπόψη και του σκοπού της δημοσιότητας -που, εν προκειμένω, πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι η δυνατότητα των τρίτων και, ιδίως, των οφειλετών, να λάβουν γνώση της μεταβίβασης και της ταυτότητας του αποκτώντος και του διαχειριστή, το τίμημα της πώλησης, όση σπουδαιότητα και σοβαρότητα και αν παρουσιάζει για την ίδια τη σύμβαση πώλησης, δεν αποτελεί στοιχείο εξατομίκευσής της, αλλά στοιχείο που αφορά, κατά κύριο λόγο, στις εσωτερικές σχέσεις των συμβαλλομένων εταιριών, ενδιαφέρει δε πρωτίστως τις εποπτικές (Διεύθυνση Εποπτείας Πιστωτικού Συστήματος της Τράπεζας της Ελλάδος προς την οποία κοινοποιείται κάθε πρόγραμμα τιτλοποίησης 30 ημέρες πριν την υλοποίησή του, βλ. Κεφάλαιο II Τμήμα Ζ αρ. 4 της ΠΔΤΕ 2645/2011) και λοιπές διοικητικές αρχές (φορολογικές κλπ.) για την άσκηση του προσήκοντος ελέγχου. Άλλωστε, από την οικεία νομοθεσία (ν. 3156/2003), δεν προβλέπονται ουσιαστικοί περιορισμοί ως προς το ύψος του τιμήματος της πώλησης, όπως, για παράδειγμα, ότι δεν μπορεί να είναι μικρότερο από ένα ορισμένο ποσοστό της ονομαστικής αξίας των τιτλοποιούμενών ή μεταβιβαζόμενων απαιτήσεων. Κατά συνέπεια, η παράλειψη αριθμητικής αναφοράς στην καταχωρισθείσα περίληψη του τιμήματος της πώλησης, δεν επιδρά στο κύρος της καταχώρισης. Ακόμη, όπως οι ίδιοι οι ανακόπτοντες αναφέρουν, στα επισυναπτόμενα και συγκοινοποιούμενα έγγραφα γίνεται αναφορά στον αριθμό της επίδικης σύμβασης και, επομένως, αποδεικνύεται η εκχώρηση εκ της υπ’ αριθμ. ΑΛ ……../28-7-2003 σύμβασης πίστωσης δι’ ανοιχτού αλληλόχρεου λογαριασμού. Επομένως, με βάση και αναφερόμενα στον υπό κρίση λόγο, πρέπει αυτός να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος.
Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η από 18-5-2023 επιταγή προς πληρωμή είναι αόριστη και, επιπλέον, η απαίτηση είναι μη βεβαία και μη καθορισμένη. Ότι το ποσό που αξιώνει η καθής δεν είναι ορισμένο και, επίσης, στο ποσό αυτό έχουν ενσωματωθεί και εμπεριέχονται παρανόμως εξαχθέντες και υπέρμετροι τόκοι, καθώς και παράνομα επιτόκια υπερημερίας. Ότι η οφειλή έχει επιβαρυνθεί με επιπλέον χρηματικά ποσά πέραν του κεφαλαίου, όπως τόκους που έχουν ανατοκιστεί, κεφαλαιοποιηθεί και επανατοκιστεί, με συνέπεια να καθίσταται ανέφικτος ο διαχωρισμός και η αφαίρεσή τους από τη συνολική απαίτηση .Επί του λόγου αυτού λεκτέα είναι τα εξής: Από το άρθρο 924 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η επιταγή, με την οποία αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση, πρέπει να περιέχει σύντομη μνεία του ποσού που οφείλεται, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται το ιστορικό κάθε κονδυλίου. Ειδικότερα αρκεί να προκύπτει από την επιταγή η αιτία της απαίτησης, η οποία κατ` αρχήν θα προκύπτει από το αντίγραφο του τίτλου, κάτω από το οποίο γράφεται η επιταγή καθώς και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα. Εφόσον έχει γίνει ο διαχωρισμός αυτός, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και εναπόκειται στον οφειλέτη να ισχυρισθεί και να αποδείξει την απόσβεση της απαίτησης ή την ανακρίβεια των κονδυλίων ή τον εσφαλμένο υπολογισμό ή το παράνομο των τόκων. Οι καταβολές του οφειλέτη, ανεξαρτήτως του πότε έγιναν, δεν αποτελούν στοιχείο του περιεχομένου της επιταγής, αναγκαίο για το κύρος της, αλλά βάση ενστάσεως του οφειλέτη (ΑΠ 959/2019, δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αν η επιταγή δεν περιέχει τα ως άνω στοιχεία, επέρχεται ακυρότητα, που κηρύσσεται από το δικαστήριο, εφόσον κατά την κρίση του προκαλείται από την αοριστία της επιταγής στον οφειλέτη δικονομική βλάβη, που δεν μπορεί να επανορθωθεί με άλλο τρόπο, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας. Αν η επιταγή έγινε για ποσό μεγαλύτερο από το πράγματι οφειλόμενο, ακυρότητα επέρχεται μόνο κατά το επιπλέον ποσό (βλ. ΑΠ 474/1999, ΕλλΔνη 41. 81, ΑΠ 194/1995, ΕλλΔνη 37. 101-102). Εξ άλλου από τη διάταξη του άρθρου 916 ΚΠολΔ προκύπτει ότι για την, υπό την μορφή της αναγκαστικής εκτέλεσης, παροχή έννομης προστασίας απαιτείται ως προϋπόθεση, εκτός από την ύπαρξη εκτελεστού τίτλου, η ύπαρξη απαίτησης, η οποία να είναι εκκαθαρισμένη. Εκκαθαρισμένη είναι η απαίτηση, όταν από τον ίδιο τον εκτελεστό τίτλο, χωρίς την ανάγκη συνεκτίμησης και άλλων εγγράφων με δεσμευτική αποδεικτική δύναμη, προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής (ΑΠ 905/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Αυτό επιβάλλεται προκειμένου ο οφειλέτης να τελεί σε γνώση της ποσότητας και της ποιότητας της παροχής, για την ικανοποίηση της οποίας μπορεί να γίνει σε βάρος του αναγκαστική εκτέλεση. Είναι δε εκκαθαρισμένη η απαίτηση και όταν μπορεί να καθοριστεί κατά ποσό με αριθμητικό υπολογισμό (ΑΠ 1336/2006, ΕλλΔνη 2007. 799, παγ. νμλγ.). Εν προκειμένω, από την επισκόπηση της από 18-5-2023 επιταγής επί πληρωμή, προκύπτει ότι υφίσταται ο ανωτέρω διαχωρισμός, καθώς αναφέρεται το οφειλόμενο κεφάλαιο, οι τόκοι κεφαλαίου, το επιτόκιο υπερημερίας, το ποσό για την επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, κλπ. Σε κάθε περίπτωση, αν στην ανακοπή σωρεύονται περισσότεροι από ένας λόγοι, καθένας απ` αυτούς με διαφορετική πραγματική και νομική βάση συνιστά ιδιαίτερη ανακοπή, οπότε υπάρχει αντικειμενική σώρευση ανακοπών κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 218 παρ. 1 ΚΠολΔ. Για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής, που δεν έχει αρνητικό απλώς χαρακτήρα, αλλά χαρακτήρα ένστασης, δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού και του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένα κατ` ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού, δεδομένου ότι, αν ο λόγος της ανακοπής είναι βάσιμος κατά ένα μέρος ή αν με αυτόν βάλλεται βασίμως μερικότερο κονδύλιο της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής ή της επιταγής προς πληρωμή, αυτή δεν είναι άκυρη στο σύνολό της, αφού δεν συντρέχει νόμιμος λόγος για την ολική ακύρωσή της, αλλά μόνον κατά το μέρος κατά το οποίο ευδοκιμεί η ανακοπή και κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η οφειλή του ανακόπτοντος. Στην προκειμένη περίπτωση, οι ανακόπτοντες δεν αμφισβητούν γενικά και συγκεκριμένα κάποιο από τα ποσά που αναφέρονται στην επιταγή προς πληρωμή, αλλά αμφισβητούν αυτά γενικώς και αορίστως, χωρίς να προσδιορίζουν ορισμένο κονδύλιο. Επομένως, ο υπό κρίση λόγος, όπως αυτός προβάλλεται, πέραν της αοριστίας του, πρέπει να απορριφθεί και ως μη νόμιμος.
Περαιτέρω, και σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στην προηγηθείσα νομική σκέψη, η ακυρότητα του Γενικού Όρου Συναλλαγών (ΓΟΣ) δεν καθιστά την απαίτηση ανεκκαθάριστη. Εξάλλου, με την ευρωπαϊκή Οδηγία 98/7/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16-2-1998 «σχετικά με την τροποποίηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών που διέπουν την καταναλωτική πίστη», το έτος θεωρείται ότι έχει 365 ημέρες. Περαιτέρω ο Γ.Ο.Σ., που διατυπώνεται σε πλείστες δανειακές συμβάσεις άλλοτε πιστώσεων άλλοτε στεγαστικών δανείων, ότι οι τόκοι υπολογίζονται με βάση έτος 360 ημερών, προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας του άρθρου 2 παρ.1 και 2 Ν. 2251/1994, που επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος μεν ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτοντας τη μέση αντίληψη κατά το σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως, όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με το να υπολογίζεται το επιτόκιο σε έτος 360 ημερών, ο καταναλωτής, ο οποίος έχει τη δικαιολογημένη προσδοκία ότι το έτος, στο οποίο αναφέρεται η περίοδος εκτοκισμού, θα είναι το ημερολογιακό έτος 365 ημερών, δεν πληροφορείται το (πραγματικό) ετήσιο επιτόκιο, όπως αυτό θα έπρεπε να προσδιορίζεται σύμφωνα και με τη διάταξη του άρθρου 243 παρ.3 ΑΚ. Η δανείστρια τράπεζα διασπά με τον εν λόγω όρο, εντελώς τεχνητά και κατ` απόκλιση των δικαιολογημένων προσδοκιών του καταναλωτή, το χρονικό διάστημα (το έτος), στο οποίο όφειλε να αναφέρεται το επιτόκιο, δημιουργώντας έτσι μία πρόσθετη επιβάρυνση του καταναλωτή-δανειολήπτη, ο οποίος πλέον – όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών – για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με, κατά 1,3889% περισσότερο, τόκους, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς 360 ημέρες, χωρίς αυτή, η επιπλέον επιβάρυνση να μπορεί να δικαιολογηθεί με την επίκληση κάποιου σύνθετου χαρακτήρα της παρεχόμενης υπηρεσίας ή από κάποιους εύλογους για τον καταναλωτή λόγους ή από κάποιο δικαιολογημένο ενδιαφέρον της Τράπεζας, ιδίως στη σύγχρονη εποχή, όπου τα ηλεκτρονικά μέσα προσφέρουν, χωρίς καμία πρόσθετη δυσχέρεια, τον επακριβή υπολογισμό των τόκων με έτος 365 ημερών. Άλλωστε, το έτος των 365 ημερών ισχύει και εφαρμόζεται σήμερα, κατ` επιταγή της προαναφερόμενης κοινοτικής οδηγίας 2008/48/Ε.Κ., που ενσωματώθηκε στο εθνικό μας δίκαιο με την ΚΥΑ ΖΙ-699/23-6-2010 των Υπουργών Οικονομικών – Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας – Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΦΕΚ Β/23-6-2017) στην καταναλωτική πίστη, με τη στενή έννοια, ρύθμιση που δείχνει τη σημασία που απονέμει και ο κοινοτικός νομοθέτης για τον, κατ` αυτόν τον τρόπο, ακριβή προσδιορισμό του επιτοκίου. Τα ανωτέρω ουδόλως αναιρούνται από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ.1 ν. 2842/2000 (περί αντικατάστασης της δραχμής με το ευρώ), σύμφωνα με την οποία οποιαδήποτε αναφορά στο διατραπεζικό επιτόκιο δανεισμού Αθηνών (Athibor) αντικαθίσταται αυτοδικαίως από αναφορά στο επιτόκιο Euribor, στο οποίο λαμβάνονται υπόψη ως βάση υπολογισμού των τόκων, οι πραγματικές ημέρες και το έτος 360 ημερών προσαρμοζόμενο κατά το λόγο 365 προς 360, αλλά ούτε και από την υπ` αριθμό 30/14-2-2000 (ΦΕΚ Α` 43/2000) πράξη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής σχετικά με τις υποχρεωτικές καταθέσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδας, αφού οι ανωτέρω διατάξεις δεν αφορούν τις σχέσεις μεταξύ τραπεζών και δανειοληπτών, οι οποίοι έχουν την ιδιότητα του καταναλωτή κατά την έννοια του άρθρου 1 παρ. 4 του ν. 2251/1994, και, συνεπώς, είναι άσχετες με την ανάγκη προστασίας των καταναλωτών ως ασθενέστερων διαπραγματευτικά μερών στο πλαίσιο των συναλλαγών τους με τις τράπεζες, δεδομένου ότι η πρώτη από τις ως άνω διατάξεις αναφέρεται στο επιτόκιο Euribor, το οποίο αποτελεί το μέσο όρο των επιτοκίων του διατραπεζικού δανεισμού στον χώρο της Ευρωζώνης, ο οποίος διαπιστώνεται ημερησίως από την ΕΚΤ επί τη βάσει των ανακοινώσεων επιλεγμένων τραπεζών, ενώ η δεύτερη αναφέρεται στις υποχρεωτικές καταθέσεις των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων στην Τράπεζα της Ελλάδας, καταργώντας τη μέχρι τότε διάκριση μεταξύ εντόκου και ατόκου τμήματος των εν λόγω καταθέσεων, και όρισε ότι το επιτόκιο θα καθορίζεται με πράξη του Συμβουλίου Νομισματικής Πολιτικής, οι δε τόκοι θα λογίζονται με βάση το έτος των 360 ημερών και θα καταβάλλονται από την Τράπεζα της Ελλάδος στις καταθέτριες τράπεζες τη δεύτερη εργάσιμη ημέρα μετά το τέλος εκάστης περιόδου τήρησης. Σημειωτέον, πάντως, ότι η ευδοκίμηση, εν όλω η εν μέρει, του σχετικού λόγου της ανακοπής επιφέρει, όπως ήδη εκτέθηκε, μόνο τη μερική ακύρωση αυτής και συγκεκριμένα μόνο κατά το μέρος που η ακυρότητα του ΓΟΣ μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής του ανακόπτοντος (ΕφΑθ 415/2025 τνπ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, για το ορισμένο και το παραδεκτό των λόγων ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, θα πρέπει αυτοί να περιέχουν ισχυρισμούς που ανάγονται στα κατ’ ιδίαν κονδύλια της της επιταγής προς πληρωμή και δεν αρκεί μόνη η γενική αμφισβήτηση της ορθότητάς τους.
Με τον πέμπτο λόγο της ανακοπής (δεν υφίσταται τέταρτος λόγος στο δικόγραφο) και κατ’ εκτίμηση αυτού, οι ανακόπτοντες εκθέτουν ότι η καθής έχει προσδιορίσει τους τόκους της απαίτησης εκ της σύμβασης με βάση έτος 360 ημερών επί του εκάστοτε χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού, αντί του ορθού των 365 ημερών, βάσει άκυρου ως καταχρηστικού και αδιαφανή όρου της σύμβασης, δημιουργούμενης σε βάρος τους πρόσθετης επιβάρυνσης σε τόκους, ανερχόμενης σε ποσοστό 1,3889% επί του ποσού των τόκων για εκάστη των 5 ημερών έναντι του έτους των 365 ημερών και ότι για τον λόγο αυτό η ανακοπτόμενη προς πληρωμή εξεδόθη επί απαίτησης μη βέβαιης και εκκαθαρισμένης, στο δε επιτασσόμενο με την ανακοπτόμενη επιταγή προς πληρωμή ποσό περιλαμβάνονται κεφαλαιοποιηθέντες τόκοι με βάση έτος 360 ημερών, τους οποίους αδυνατεί να υπολογίσει. Ωστόσο με βάση τα ανωτέρω αναφερθέντα στις νομικές σκέψεις της παρούσας, με την γενικόλογη εκ μέρους των ανακόπτοντων αναφορά για αδυναμία υπολογισμού των τόκων εκ μέρους τους και καθορισμό των ειδικοτέρων κονδυλίων, ο λόγος αυτός της ανακοπής τυγχάνει αόριστος και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης. Ως στις νομικές σκέψεις αναφέρεται όταν το επιτόκιο μιας ημέρας προσδιορίζεται με βάση έτος 360 ημερών – για κάθε ημέρα επιβαρύνεται με, κατά 1,3889% περισσότερο, τόκους, καθώς το επιτόκιο υποδιαιρείται για τον προσδιορισμό του τόκου προς 360 ημέρες και συνεπώς η επιβληθείσα επιβάρυνση εκ μέρους της καθ’ης η ανακοπή μπορούσε να υπολογισθεί με μαθηματικούς υπολογισμούς από τους ανακόπτοντες, ώστε να δύναται το δικαστήριο να εκτιμήσει τον σχετικό ισχυρισμό. Επισημαίνεται και πάλι ότι η ευδοκίμηση, εν όλω η εν μέρει, του σχετικού λόγου της ανακοπής επιφέρει, όπως ήδη εκτέθηκε, μόνο τη μερική ακύρωση της επιταγής προς πληρωμή και συγκεκριμένα μόνο κατά το μέρος που η ακυρότητα του ως άνω όρου μειώνει το τελικό ποσό της οφειλής των ανακόπτοντων και δεν επηρεάζει το εκκαθαρισμένο της απαίτησης, ούτε την απόδειξή της ως εσφαλμένως εκθέτουν κατά τα λοιπά οι εκκαλούντες. Επιπλέον, με τον υπό κρίση λόγο οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η ένδικη υπ’ αριθμ. ΑΛ-……./2003 σύμβαση πίστωσης με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό, που αποτέλεσε την αιτία για την οποία εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής και, εν συνεχεία, η προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή περιέχει όρους προδιατυπωμένους, οι οποίοι δεν κατέστησαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης και οι οποίοι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί και αντίθετοι στα άρθρα 2 παρ. 6 και 7 ν. 2251/1994 και ειδικότερα, οι όροι 9, 10, 14, 18, 24, όπως αυτοί αναφέρονται στο δικόγραφο. Ωστόσο, ο υπό κρίση ισχυρισμός τυγχάνει απορριπτέος ως αόριστος, καθόσον στην υπό κρίση ανακοπή αναφέρεται απλώς το περιεχόμενο των ανωτέρων όρων και δεν μνημονεύονται οι συνέπειες της ύπαρξης των εν λόγω Γ.Ο.Σ. στην εξέλιξη της ένδικης σύμβασης, ειδικότερα δε δεν αναφέρεται ο τρόπος με τον οποίο οι ανωτέρω όροι επέδρασαν στη γένεση, στο ύψος ή στο ληξιπρόθεσμο της απαίτησης και των ποσών που περιλαμβάνονται στην προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 128/1975 «επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανόμενης και της Τραπέζης της Ελλάδος, υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχομένη εις ποσοστόν ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγουμένων υπ` αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανόμενων και των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών». Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 174 ΑΚ, δικαιοπραξία που αντιβαίνει σε απαγορευτική διάταξη του νόμου, αν δεν συνάγεται κάτι άλλο, είναι άκυρη. Τέτοια δικαιοπραξία, είναι αυτή που συνάπτεται κατά παράβαση απαγορευτικού κανόνα δικαίου, όταν δηλαδή ο ίδιος ο κανόνας δικαίου θεσπίζει ως έννομη συνέπεια την ακυρότητα ή όταν θεσπίζεται απαγόρευση με ταυτόχρονη αποδοκιμασία του περιεχομένου της δικαιοπραξίας, κατά τον σκοπό του νόμου, ο οποίος (σκοπός) πληρούται με την ακυρότητα ως έννομη συνέπεια της απαγορεύσεως. Όμως, από τη γραμματική διατύπωση της πιο πάνω διάταξης του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, δεν προκύπτει η θέσπιση απαγορευτικού, με την παραπάνω έννοια, κανόνα δικαίου, αφού ο νόμος ορίζει την επιβολή της εισφοράς και το υπόχρεο να την καταβάλει πρόσωπο, χωρίς όμως να ορίζει ούτε την υποχρεωτική μετακύληση της, ούτε όμως και την απαγόρευση μετακύλησης της. Ο χαρακτήρας, άλλωστε, της εισφοράς αυτής, ως είδος δημοσιονομικής επιβάρυνσης, αρχικά για συγκεκριμένο σκοπό (επιδότηση δανείων προς εξαγωγικές επιχειρήσεις) και, μετά την τροποποίηση που επέφερε ο ν. 2065/1992, ως, από οικονομική άποψη, γενικό έσοδο του Δημοσίου, δικαιολογεί την αναζήτηση της σημασίας της λέξεως «βαρύνουσα» στη φορολογική νομοθεσία, όπως αυτή προκύπτει από τη χρήση της εν λόγω λέξης σε νόμους που θεσπίζουν φόρους ή εισφορές. Αλλά ούτε και αντικειμενικά, από το ρυθμιστικό σκοπό του νόμου, προκύπτει βάση αποδοκιμασίας της συμβατικής μετακύλησης της εν λόγω εισφοράς, αφού σκοπός του νόμου παραμένει η έμμεση ενίσχυση, μέσω της εισφοράς αυτής, της επιδοτήσεως των επιτοκίων συγκεκριμένων δανείων επ’ ωφελεία της εθνικής οικονομίας, χωρίς να προκύπτει ότι το πρόσωπο που πρέπει να επιβαρυνθεί τελικά, είναι τα πιστωτικά ιδρύματα (ΑΠ 368/2019 Τ.Ν.Π. «Νόμος»). Εξάλλου, από μακρού χρόνου, τα τραπεζικά επιτόκια διαμορφώνονται ελευθέρως (ΑΠ 368/2019, ΑΠ 756/2015, ΑΠ 2037/2014 Τ.Ν.Π. «Νόμος»), οπότε, υπό το καθεστώς αυτό, η θέσπιση απαγορεύσεως μετακύλησης της άνω εισφοράς από τα τραπεζικά ιδρύματα στους πιστούχους, δεν είναι εφικτή και από τη φύση του πράγματος. Και τούτο γιατί, στο μέτρο που οι Τράπεζες μπορούν ελεύθερα να καθορίζουν τα επιτόκια των χορηγήσεων, θα μπορούν και να υπολογίσουν το ποσοστό της εισφοράς του ν. 128/1975 στο ύψος του επιτοκίου που προσφέρουν, χωρίς ειδική αναφορά της εισφοράς αυτής στη σύμβαση. Τότε όμως η απαγόρευση, αν γινόταν δεκτό ότι έχει απαγορευτικό χαρακτήρα η διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν . 128/1975, θα εξαρτιόταν από το εάν θα αναφερόταν ή όχι στη σύμβαση ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου και, συνεπώς, η εν λόγω εισφορά. Αλλά και εάν η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς έχει, εν όψει και της διατάξεως του άρθρου 293 ΑΚ, ως συνέπεια την κατά το ποσοστό της εισφοράς αύξηση του συμβατικά καθοριζομένου επιτοκίου πέραν του προβλεπομένου ανώτατου ορίου, και τότε η απαγόρευση δεν θα προέκυπτε από τον ν. 128/1975, αλλά από τη διάταξη που θα όριζε ανώτατο όριο τραπεζικού επιτοκίου. Συμπερασματικά, εν όψει των προαναφερθέντων, προκύπτει ότι από το ν. 128/1975, δεν απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με το νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου, εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου έναντι του Δημοσίου προσώπου, στο πλαίσιο της εννόμου σχέσεως που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά στην κάθετη σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στην οριζόντια τοιαύτη, μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και πιστούχων -δανειοληπτών. Η μετακύλιση της εισφοράς στους τελευταίους, επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοουμένης της θέσπισης ανωτέρου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή, και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου σύμβασης πίστωσης, με έμμεσο αποτέλεσμα τη συμβατική μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον πιστούχο, είναι νόμιμη, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 του ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε, στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των τραπεζικών επιτοκίων (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 917/2011 Τ.Ν.Π «Νόμος»). Άλλωστε, η επίρριψη της σχετικής επιβάρυνσης στο δανειολήπτη, αποτέλεσε από την ισχύ του ν. 128/1975, συναλλακτική πρακτική των τραπεζών στην παγίωση της οποίας, συντέλεσαν: α) Το ότι τα μεταγενέστερα νομοθετήματα, που τροποποίησαν τον ως άνω νόμο, ανέφεραν γενικά, ότι η εισφορά βαρύνει τη συναλλαγή (δάνεια-πιστώσεις). Με τη διάταξη δε του άρθρου 22 του ν. 2515/1997, καθορίστηκε ρητά ότι, για τα δάνεια από πιστωτικά ή χρηματοδοτικά ιδρύματα του εξωτερικού, υπόχρεος για την απόδοση της εισφοράς είναι ο δανειολήπτης, εξαλείφοντας έτσι το συγκριτικό μειονέκτημα που είχε διαμορφωθεί σε βάρος του δανεισμού από το εσωτερικό, τερματίζοντας την απώλεια εσόδων υπέρ του κοινού λογαριασμού και αποκαθιστώντας ίσους όρους ανταγωνισμού μεταξύ δανεισμού από το εσωτερικό και το εξωτερικό, β) Το ότι το ύψος του συντελεστή καθ’ όλο το χρονικό διάστημα από την καθιέρωση της εν λόγω εισφοράς, κλιμακώθηκε ποσοστιαία, κατά τρόπο που αποσκοπεί στην ελάφρυνση ή και απαλλαγή ορισμένων κατηγοριών δανειοληπτών, όπως με το άρθρο 8ν. 2459/1997 απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις προς φυσικά και νομικά πρόσωπα, κοινοπραξίες και κοινωνίες αστικού δικαίου, που κατοικούν ή έχουν έδρα σε νησιά με πληθυσμό κάτω από 3100 κατοίκους και το άρθρο 19 παρ. 4β’ του ν. 3152/2003, κατά το οποίο απαλλάσσονται της εισφοράς οι δανειοδοτήσεις, προς τις I. Μονές του Αγίου Όρους και οι δανειοδοτήσεις από την Τράπεζα Εμπορίου και Αναπτύξεως Εύξεινου Πόντου και από την Τράπεζα Ανάπτυξης του Συμβουλίου της Ευρώπης. Αν η εν λόγω εισφορά βάρυνε τα πιστωτικά ιδρύματα, δεν θα θεσπιζόταν οι παραπάνω εξαιρέσεις και γ) Η Τράπεζα της Ελλάδος, ήδη από την έναρξη εφαρμογής του ν. 128/1975, ουδέποτε θεώρησε ότι η εν λόγω εισφορά επιβαρύνει τα πιστωτικά ιδρύματα, ώστε να έχει ληφθεί υπόψη κατά το χρονικό διάστημα που ίσχυε ο διοικητικός καθορισμός από μέρους της, του περιθωρίου μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων – χορηγήσεων, δηλαδή μέχρι το 1993. Άλλωστε, και υπό το καθεστώς ελεύθερης διαμόρφωσης των επιτοκίων, η Τράπεζα της Ελλάδος επέβαλε την υποχρέωση για ξεχωριστή αναφορά της σχετικής επιβάρυνσης με αποφάσεις της (ΠΔ/ΤΕ 1969/1991 και 2501/2002). Ειδικότερα, η ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, στο άρθρο 82 αυτής, επεκτείνει την υποχρέωση ενημέρωσης του πελάτη από την Τράπεζα και στην επιβολή «ειδικών εισφορών» και η εισφορά του ν. 128/1975 είναι μια τέτοια ειδική εισφορά. Ωστόσο, η μετακύλιση αυτή της ανωτέρω εισφοράς στον πιστούχο – δανειολήπτη, ενόψει και της ανωτέρω ΠΔ/ΤΕ 2501/2002, μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 368/2019, ΑΠ 430/2005 Τ.Ν.Π. «Νόμος»). Έτσι, σε περίπτωση που στη σύμβαση γίνεται, κατά τον καθορισμό του επιτοκίου, ειδική αναφορά για τη χρέωση του δανειολήπτη και με την εισφορά του ν. 128/1975, προσδιοριζόμενη σε ποσοστό επί τοις εκατό και αποτελούσα ουσιαστικά μέρος του επιτοκίου, οι απαιτήσεις διαφάνειας και ενημέρωσης έχουν ικανοποιηθεί και, κατά συνέπεια, η σχετική ρήτρα είναι έγκυρη (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 368/2019 όπ.π.). Με το τελευταίο σκέλος του πέμπτου λόγου της ανακοπής, οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η απαίτηση της καθής πάσχει ακυρότητας, δεδομένου ότι έχει επιβαρυνθεί παράνομα και δη καταχρηστικά με την εισφορά του ν. 128/1975, αφετέρου δε προέβη σε παράνομο ανατοκισμό αυτής. Ο ερευνώμενος αυτός λόγος ανακοπής, είναι απορριπτέος προεχόντως ως αόριστος, καθόσον ελλείπει οιαδήποτε σύνδεση αυτού με συγκεκριμένο κονδύλιο του οποίου ζητείται η ακύρωση. Οι ανακόπτοντες δεν προσδιορίζουν κατά ποιό ποσό επιβαρύνεται η επιτασσόμενη απαίτηση εξαιτίας των επικαλούμενων ως καταχρηστικών όρων ούτε θίγουν επιμέρους κονδύλια επαρκώς προσδιορισμένα. Ο ειδικότερος προσδιορισμός των κονδυλίων που προσβάλλονται είναι απαραίτητος και για τον πρόσθετο λόγο ότι η τυχόν ακυρότητα κάποιου κονδυλίου, ως προελέχθη, συνεπάγεται ακυρότητα αντίστοιχου ποσού της προσβαλλόμενης επιταγής προς πληρωμή, η οποία αποτελείται από περισσότερα επιμέρους κονδύλια, χωρίς να πλήττει αυτή στο σύνολό της. Ειδικότερα δεν εκτίθεται εάν με τους επικαλούμενους ως καταχρηστικούς όρους επηρεάζεται κάποιο συγκεκριμένο κονδύλιο από τα αναγραφόμενα και κυρίως ποια έπρεπε να είναι η συνολική οφειλή τους, αν δεν υπήρχαν οι επικαλούμενοι ως καταχρηστικοί αυτοί όροι, ενώ παράλληλα δεν εκτίθεται, ότι συνεπεία των ανωτέρω όρων της σύμβασης επιβαρύνθηκαν οι ίδιοι ουσιωδώς ή ότι η ύπαρξη των όρων συντέλεσε στη μη κανονική εκπλήρωση των από την σύμβαση υποχρεώσεών τους, στην καταγγελία εκ μέρους της Τράπεζας της σύμβασης και στην διαμόρφωση του οφειλόμενου ποσού. Εξάλλου, ο ανωτέρω λόγος ανακοπής πρέπει να απορριφθεί και ως μη νόμιμος. Και τούτο διότι όπως προαναφέρθηκε στην προηγηθείσα νομική σκέψη, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του ν. 128/1975 για τον καθορισμό των δανείων της τράπεζας, με έμμεσο αποτέλεσμα τη μετακύλιση της εισφοράς αυτής στον πιστούχο, έγκυρα μπορεί να συμφωνηθεί συμβατικά μεταξύ αυτού και της πιστοδότριας τράπεζας, χωρίς μάλιστα να απαιτείται ειδικότερη αιτιολόγηση της συμφωνίας αυτής, είναι νόμιμος γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, η οποία δεν καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ’ άρθρο 174 ΑΚ ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου, εντάσσεται δε στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των επιτοκίων (ΑΠ 330/2010, ΑΠ 35/2011, ΑΠ 570/2010),ο δε έλεγχος του αντίστοιχου συμβατικού όρου περιορίζεται στην τήρηση των όρων της διαφάνειας. Επιπλέον, ο περαιτέρω, περιλαμβανόμενος στον ίδιο λόγο της ενδίκης ανακοπής, ισχυρισμός των ανακοπτόντων, ότι παράνομα τα ποσά αυτά προστίθεντο στο εκάστοτε υπόλοιπο του λογαριασμού και εκτοκίζοντο, είναι απορριπτέος ως αόριστος, αφού οι ανακόπτοντες δεν αναφέρουν επακριβώς τα επί πλέον ποσά με τα οποία επιβαρύνθηκαν παράνομα και ποιο τελικά είναι το ποσό που από αυτά τα κονδύλια οφείλουν, ώστε να κριθεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού τους και σε καταφατική περίπτωση να αφαιρεθούν αυτά από το συνολικό ποσό της απαίτησης που αναγράφεται στην προαναφερόμενη διαταγή πληρωμής, παρά μόνο προτείνεται από αυτούς μία γενική και ασαφής αμφισβήτηση της ορθότητας του λογαριασμού που τηρείτο προς εξυπηρέτηση της επίδικης σύμβασης Σε κάθε περίπτωση πρέπει να απορριφθεί και ως νόμω αβάσιμος καθόσον το ποσό της εισφοράς του ν. 128/1975 νόμιμα μπορεί να ανατοκίζεται, αφού αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου (βλ. Σπ. Ψυχομάνη, άρθρο «Τα τραπεζικά επιτόκια» σε ΝοΒ 1995, σελ. 16-17). Συνεπώς, ο πέμπτος λόγος της ανακοπής πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του, κατά τα ανωτέρω.
Κατόπιν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν και έκανε δεκτή την ανακοπή ως προς τον ανωτέρω αναφερθέντα δεύτερο λόγο της και ακύρωσε την προσβαλλόμενη επιταγή προς πληρωμή, εσφαλμένα εφάρμοσε τον νόμο. Πρέπει, λοιπόν, κατά το βάσιμο περί τούτου λόγο της έφεσης, να εξαφανισθεί. Επισημαίνεται, ότι το δικαστήριο κρίνει ότι δεν πρέπει να αναβληθεί η παρούσα υπόθεση κατ΄άρθρο 249 ΚΠολΔ μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της από 27-9-2018 ανακοπής των εφεσιβλήτων (κατ’ άρθρο 632 ΚΠολΔ), καθότι, στην προκειμένη περίπτωση, κρίνεται ότι τούτο δεν προάγει την οικονομία της δίκης, επιβραδύνει δε την έκδοση οριστικής απόφασης και αυξάνει τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων. Ακολούθως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση και ως ουσιαστικά βάσιμη και, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ΄ ουσία, πρέπει να απορριφθεί η ανακοπή, σύμφωνα τα προεκτεθέντα. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα θα συμψηφιστούν συνολικά μεταξύ των διαδίκων και τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω του δυσερμήνευτου των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ), ενώ θα διαταχθεί η απόδοση του παραβόλου της έφεσης στην καταθέσασα αυτό, εκκαλούσα, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε’ ΚΠολΔ.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει την έφεση αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται την έφεση κατά το τυπικό και ουσιαστικό της μέρος.
Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αριθμ. 1977/2024 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών.
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 29-6-2023 (Γ.Α.Κ./Ε.Α.Κ. ……………../2023) ανακοπή, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία.
Απορρίπτει αυτήν.
Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.
Διατάσσει την απόδοση του παράβολου της έφεσης στην καταθέσασα αυτό εκκαλούσα.
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στον Πειραιά, στις 28.8.2025
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ H ΓPAMMATEAΣ