Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 133/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης 133/2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών, Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η από 27.10.2017 έφεση του ηττηθέντος ενάγοντος, ………, κατά της οριστικής απόφασης 3034/2017 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε την από 29.12.2015 αγωγή του τελευταίου, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα στις 29.9.2017, όπως προκύπτει από την έκθεση επίδοσης ……… του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……… και η έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου στις 27.10.2017 (άρθρα 495, 511, 513 §1β, 516 §1, 517 και 518 §1 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, η έφεση αρμοδίως φέρεται για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ίδιου Κώδικα, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4§2 του ν. 3994/2011), ενώ έχει κατατεθεί το σχετικό παράβολο, ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ, κατ’ άρθρο 495 §3 περ. Α στοιχ. γ´ του Κ.Πολ.Δ., όπως προκύπτει από το με αριθμό ……… ηλεκτρονικό παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών, σε συνδυασμό με την από 27.10.2017 βεβαίωση εξόφλησης της Άλφα Τράπεζας. Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 §1 του Κ.Πολ.Δ.).

ΙΙ. Κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 138 Α.Κ. “δήλωση βούλησης που δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνον φαινομενικά (εικονική) είναι άκυρη”, κατά δε την παρ. 2 του ίδιου άρθρου “άλλη δικαιοπραξία που καλύπτεται κάτω από την εικονική είναι έγκυρη, αν τα μέρη την ήθελαν και συντρέχουν οι όροι που απαιτούνται για τη σύστασή της”. Από τις διατάξεις αυτές, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 180, 513 και 1033 του Α.Κ., συνάγεται ότι σε καταχώρηση σε συμβολαιογραφικό έγγραφο μιας σύμβασης πώλησης και (εξαιτίας της) μεταβίβασης της κυριότητας ακινήτου από τον πωλητή στον αγοραστή, αν οι αντίστοιχες για την πώληση δηλώσεις βούλησης των μερών ήταν εικονικές, γιατί οι βουλήσεις τους ήταν να μην υπάρχουν αμφότερες ή μόνο η μία από τις αναλαμβανόμενες εκατέρωθεν υποχρεώσεις, του μεν πωλητή για μεταβίβαση της κυριότητας και παράδοση του πράγματος, του δε αγοραστή για πληρωμή του τιμήματος, η σύμβαση πώλησης είναι λόγω εικονικότητας άκυρη, θεωρούμενη γι’ αυτό ως μη γενόμενη, αυτή δε η ακυρότητα επισύρει την ακυρότητα της σύμβασης μεταβίβασης της κυριότητας ακινήτου λόγω του αιτιώδους χαρακτήρα της. Στο σχετικό περί εικονικότητας δικαιοπραξίας ισχυρισμό εμπεριέχεται και το στοιχείο, ότι, κατά το χρόνο κατάρτισής της, όλοι οι συμβαλλόμενοι ήταν εν γνώσει της εικονικότητας. Η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 138 δεν είναι προσδιοριστική της κατά την πρώτη παράγραφο του ίδιου άρθρου εικονικότητας, υπό την έννοια ότι οριοθετεί απλώς την έκταση και την ενέργειά της, αλλά έχει αυτοτέλεια, διότι στηρίζεται σε νέα πραγματικά γεγονότα, διαφορετικά από εκείνα που στηρίζουν την εικονικότητα της εμφανούς δικαιοπραξίας (Α.Π. 291/2018 Τ.Ν.Π. «Νόμος»). Επιπλέον, η εικονικότητα είναι δυνατόν να αναφέρεται στο πρόσωπο κάποιου συμβαλλομένου, στην περίπτωση δε αυτή ουσιώδες στοιχείο είναι η συμφωνία μεταξύ όλων των συμβαλλομένων, εικονικών και πραγματικών, ότι η σύμβαση θα συναφθεί όχι με τον εμφανιζόμενο ως συμβαλλόμενο, αλλά με τον καλυπτόμενο απ’ αυτόν αληθινό, ως προς τον οποίο είναι έγκυρη και ισχύει κατά τη θέληση των συμβαλλομένων και ως προς τον οποίο, άρα, επέρχονται τα αποτελέσματα της σύμβασης (Α.Π. 1105/2017 Τ.Ν.Π. «Νόμος»). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 522 του Κ.Πολ.Δ., με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Από το μεταβιβαστικό αυτό αποτέλεσμα της έφεσης το εφετείο αποκτά την εξουσία να εξετάσει όλους τους ισχυρισμούς που υποβάλλονται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 525 έως 527 του ίδιου κώδικα, τόσο από τη μια πλευρά όσο και από την άλλη και, παρά το ότι ο εκκαλών, με την έφεση, παραπονείται, επειδή η αγωγή του απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμη, μπορεί να κρίνει, μετά και από αυτεπάγγελτη μάλιστα έρευνα, ότι η αγωγή είναι μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη. Στην περίπτωση αυτή, μη επιτρεπόμενης, κατά τη διάταξη του άρθρου 534 του άνω κώδικα, της αντικατάστασης των αιτιολογιών της εκκαλούμενης απόφασης, διότι η αντικατάσταση αυτή οδηγεί σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση και απορρίπτεται η αγωγή ως μη νόμιμη, απαράδεκτη ή αόριστη. Τούτο μάλιστα χωρίς ειδικό γι’ αυτό παράπονο, κατά τη διάταξη του άρθρου 533 §1 του Κ.Πολ.Δ., δεδομένου ότι η απόφαση αυτή είναι επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα (άρθρα 68, 536 Κ.Πολ.Δ. – Α.Π. 769/2017, Α.Π. 1344/2015, Α.Π. 258/2015 και Α.Π. 356/2013 όλες σε Τ.Ν.Π. «Νόμος»).

ΙΙΙ. Στην προκείμενη περίπτωση, ο ενάγων, …………, με την από 29.12.2015 αγωγή του, όπως αυτή εκτιμάται από το Δικαστήριο, ιστορούσε ότι στο πλαίσιο της ενασχόλησής του με τη ναυτιλία απέκτησε μεγάλη οικονομική επιφάνεια. Ότι στις εξωχώριες ναυτιλιακές εταιρείες, που έλεγχε, τοποθέτησε τυπικά ως εκπρόσωπο τον αδερφό του ………., προκειμένου να δικαιολογείται η λήψη μισθού για την κάλυψη των βιοτικών του αναγκών. Ότι το 2002, η εξωχώρια εταιρεία με την επωνυμία “………”, δικών του αποκλειστικά συμφερόντων, αγόρασε εκπροσωπούμενη προς τούτο από τον ως άνω αδερφό του, αλλά με δικά του χρήματα (ενάγοντος), τις ειδικά αναφερόμενες δύο οριζόντιες ιδιοκτησίες, που βρίσκονται στη συμβολή της λεωφόρου …… με την οδό ……, στον Πειραιά. Ότι, το έτος 2010, ο αδερφός του εξέφρασε την επιθυμία να αγοράσει τα παραπάνω ακίνητα. Ότι, επειδή δεν είχε τη σχετική οικονομική δυνατότητα ούτε μπορούσε να δικαιολογήσει φορολογικά μία τέτοια αγορά, συμφώνησαν να γίνει η πώληση των ακινήτων με πίστωση του τιμήματος (162.307,80 ευρώ). Ότι, επιπλέον, συμφώνησαν πως η εξόφληση του τιμήματος, με τη λήψη δανείου, θα λάμβανε χώρα, εντός δύο ετών, όχι όμως προς την ως άνω πωλήτρια εξωχώρια εταιρεία, αλλά προς αυτόν (ενάγοντα), δεδομένου ότι εκείνος ουσιαστικά ήταν ο ιδιοκτήτης, αφού είχε καταβάλει το τίμημα για την αγορά τους και ότι, εάν δεν εξοφλούνταν το τίμημα εντός του χρονικού διαστήματος των δύο ετών, θα έπρεπε να του επαναμεταβιβαστούν τα ανωτέρω ακίνητα. Ότι, τελικά, για τους πιο πάνω λόγους (οικονομικούς και φορολογικούς), συμφωνήθηκε να μεταβιβαστούν τα τελευταία στους εναγόμενους (γονείς της συζύγου του αδερφού του), από 50% στον καθένα. Ότι η μεταβίβαση αυτή πραγματοποιήθηκε με το συμβόλαιο ……../2010 της Συμβολαιογράφου Πειραιά, ……, που μεταγράφηκε νόμιμα. Ότι οι εναγόμενοι, αν και γνώριζαν για τη συμφωνία του με το γαμπρό τους, δεν του κατέβαλαν το συμφωνηθέν τίμημα, κάτι το οποίο δεν έκανε ούτε ο τελευταίος, αρνούνταν δε να του μεταβιβάσουν τα επίδικα ακίνητα, επικαλούμενοι ίδια δικαιώματα. Ότι, επομένως, η ανωτέρω μεταβίβαση ήταν εικονική και ως τέτοια άκυρη, αφού η υποκρυπτόμενη σύμβαση, εφόσον δεν του καταβλήθηκε το πιστωθέν τίμημα, ήταν να μεταβιβαστούν σ’ αυτόν τα ανωτέρω ακίνητα. Κατόπιν τούτων, ζήτησε να αναγνωριστεί πως είναι άκυρη η σύμβαση πώλησης, δυνάμει του συμβολαίου …/2010 της Συμβολαιογράφου Πειραιά . …, όπως και η μεταγραφή της στα οικεία βιβλία μεταγραφών και να αναγνωριστεί ότι ο ίδιος είναι κύριος των επίδικων οριζόντιων ιδιοκτησιών και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του τις αποδώσουν. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, αφού δέχθηκε τις σωρευόμενες αγωγές (αναγνωριστική ακυρότητας λόγω εικονικότητας και διεκδικητική, για την οποία είχε καταβληθεί το αναλογούν δικαστικό ένσημο και περίληψή της είχε εγγραφεί στα βιβλία διεκδικήσεων της περιφέρειας των επίδικων ακινήτων) ως νόμιμες, στηριζόμενες στις διατάξεις των άρθρων 138 §1, 180, 211, 513, 1033, 1094, 1192 αρ. 1, 1193, 1198 του Α.Κ., 68 και 70 του Κ.Πολ.Δ., έκρινε ότι πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμες. Ωστόσο, με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα η αναγνωριστική αγωγή ακυρότητας λόγω εικονικότητας της μεταβίβασης των επίδικων οριζόντιων ιδιοκτησιών έπρεπε ν’ απορριφθεί ως νόμω αβάσιμη. Και τούτο διότι, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή, η μεταβίβαση των τελευταίων ακινήτων έγινε προς τους εναγόμενους, ως υποδεικνυόμενα πρόσωπα από τον αδερφό του ενάγοντος, όχι κατά φαινόμενο αλλά σοβαρά και μάλιστα με πίστωση του τιμήματος. Μάλιστα, ο ενάγων εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά, σύμφωνα με τα οποία οι συμβαλλόμενοι αποσκοπούσαν πραγματικά στην παραγωγή των έννομων αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας που κατάρτισαν, για τη μεταβίβαση της κυριότητας των ακινήτων από την πωλήτρια – και κυρία αυτών – εξωχώρια εταιρεία (η οποία φέρεται, κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος, πως είναι αποκλειστικά δικών του συμφερόντων), στους εναγόμενους έναντι συγκεκριμένου τιμήματος. Εξάλλου, η όποια υποσχετική προφορική συμφωνία, για την ανάληψη υποχρέωσης μεταβίβασης προς τον ενάγοντα των ανωτέρω οριζόντιων ιδιοκτησιών, σε περίπτωση μη καταβολής του πιστωθέντος τιμήματος εντός δύο ετών, δεν καθιστά τη συναφθείσα σύμβαση πώλησης εικονική ως προς το πρόσωπο του αγοραστή, υποκρύπτοντας πώλησή τους στον ενάγοντα, όπως διατείνεται ο τελευταίος. Κατόπιν τούτων, ως μη νόμιμη έπρεπε ν’ απορριφθεί και η σωρευόμενη διεκδικητική αγωγή, καθόσον δε μεταβιβάστηκε η κυριότητα στον τελευταίο από την πωλήτρια εταιρεία, αλλά στους εναγομένους. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, το οποίο έκρινε νόμιμη την αγωγή και στη συνέχεια την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη, έσφαλε και, ενόψει του ότι ο ενάγων με την υπό κρίση έφεσή του ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, λόγω εσφαλμένης εφαρμογής του νόμου και πλημμελούς εκτίμησης των αποδείξεων, πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση και ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη 3034/2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Επιπλέον, πρέπει, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 §1 του Κ.Πολ.Δ.) και ερευνηθεί η από 29.12.2015 αγωγή, ν’ απορριφθεί αυτή, ύστερα από αυτεπάγγελτη έρευνα, ως μη νόμιμη, η απόφαση δε αυτή του Δικαστηρίου τούτου, σύμφωνα και με όσα ορίζονται στη μείζονα σκέψη, δεν είναι επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα – ενάγοντα από την εκκαλουμένη, ώστε κατά το άρθρο 536 §1 του Κ.Πολ.Δ., να μην μπορεί να την εκδώσει το Εφετείο, διότι ο τελευταίος παραπονούνταν για την κατ’ ουσία απόρριψη της αγωγής. Περαιτέρω, εφόσον έγινε δεκτή η έφεση και εξαφανίστηκε η εκκαλούμενη απόφαση, πρέπει να διαταχθεί κατά πλειοψηφία η επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου των εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που κατέθεσε με το με αριθμό ……… ηλεκτρονικό παράβολο. Και τούτο διότι, εάν το ένδικο μέσο γίνει δεκτό και εξαφανισθεί εν όλω ή εν μέρει η απόφαση, ο διάδικος που το άσκησε θεωρείται, για την τύχη του κατατεθέντος παραβόλου, νικήσας, κατ΄ άρθρο 495 του ΚΠολΔ (εφόσον η νίκη του καταθέσαντος το  παράβολο πρέπει να κρίνεται σε σχέση με το διατακτικό της απόφασης που εκδίδεται επί του ενδίκου μέσου) και δικαιούται να του επιστραφεί, ανεξαρτήτως αν η τελική κρίση του δικαστηρίου επί της ουσίας της υπόθεσης είναι ή όχι ευνοϊκή γι΄αυτόν (ΑΠ 532/2016 Τ.Ν.Π. «Νόμος». Κατά τη μειοψηφούσα άποψη της Προέδρου το παράβολο έπρεπε να εισαχθεί στο Δημόσιο Ταμείο, καθώς ο ενάγων ηττήθηκε με την απόρριψη της αγωγής του, από τη διατύπωση δε του άρθρου 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4335/2015, προκύπτει ότι η ολική ή μερική νίκη του καταθέσαντος αναφέρεται στην ουσία της  υπόθεσης, γεγονός που επιρρωνύεται από την αιτιολογική έκθεση του νόμου 4055/2012, οι ρυθμίσεις του οποίου αποβλέπουν στο να αποτρέπεται η άσκηση αβάσιμων ένδικων μέσων (αρ. 12 της έκθεσης). Αν η νίκη του καταθέσαντος το παράβολο έπρεπε να κρίνεται σε  σχέση με το διατακτικό της επί του ένδικου μέσου εκδιδόμενης απόφασης, τότε σε περίπτωση ερημοδικίας του εναγόμενου στο πρωτόδικο δικαστήριο και εξαφάνιση της πρωτοβάθμιας απόφασης μετά την άσκηση έφεσης (αρ. 528 ΚΠολΔ), θα πρέπει να επιστρέφεται σ΄ αυτόν το παράβολο, παρά το ότι ο τελευταίος ηττήθηκε με  τη μερική ή ολική παραδοχή της  σε βάρος του αγωγής, πράγμα που δεν συνάδει με το γράμμα και το σκοπό του νόμου.  Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί ο ενάγων – εκκαλών, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης των εναγομένων-εφεσιβλήτων,  κατόπιν του σχετικού αιτήματος του τελευταίου και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας (άρθρα 176, 183, 191 §2 του Κ.Πολ.Δ., 63 §1 περ. i στοιχ. α, β, 68 §1 και 69 §1 του ν. 4194/2013), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό. Σημειωτέον ότι η διάταξη για τα δικαστικά έξοδα, με την οποία ο ενάγων – εκκαλών, ως ηττηθείς διάδικος, καταδικάζεται στην πληρωμή τους, λόγω της απόρριψης της δικής του αγωγής, δεν αντιφάσκει με τη διάταξη, με την οποία γίνεται δεκτή η έφεση του ιδίου και εξαφανίζεται η εκκληθείσα πρωτόδικη απόφαση. Και τούτο, διότι, σύμφωνα με τα άρθρα 176 – 183 του Κ.Πολ.Δ., ως προς την τελική κατανομή των δικαστικών εξόδων των διαδίκων, καθιερώνεται η αρχή της ήττας, η οποία ισχύει και στο δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, με συνέπεια, όταν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εκδικάζει την αίτηση παροχής  έννομης προστασίας, να λογίζεται ως ηττηθείς διάδικος, που βαρύνεται με την πληρωμή των δικαστικών εξόδων, εκείνος ως προς τον οποίο αποβαίνει δυσμενής η κατάληξη της δίκης με την παραδοχή ή την απόρριψη της αίτησης, ανεξαρτήτως του αν άσκησε το ένδικο μέσο αυτός ή ο αντίδικός του (Α.Π. 692/2004 Ελλ.Δ/νη 2006, σελ. 1015).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την από 27.10.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2017 έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση 3034/2017 του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 29.12.2015 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2015 αγωγή.

Απορρίπτει αυτήν ως μη νόμιμη.

Διατάσσει κατά πλειοψηφία την επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου των εκατόν πενήντα (150) ευρώ, που κατέθεσε και αναφέρεται στο σκεπτικό.

Καταδικάζει τον ενάγοντα – εκκαλούντα, στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης  των εναγομένων-εφεσιβλήτων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, την οποία καθορίζει στο ποσό των δεκατριών χιλιάδων τριακοσίων δέκα (13.310) ευρώ.

Κρίθηκε, και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 17 Ιανουαρίου 2019.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

 

 

Δημοσιεύθηκε  δε την 8η Μαρτίου 2019 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ