Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 134/2019

ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός αποφάσεως 134/2019

ΤΟ ΠΕΝΤΑΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ 

Αποτελούμενον από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία – Ευδαίμονος Μέξα, Παναγιώτη Χουζούρη, Εισηγητή, Μαρία Ανδρεοπούλου και Μαρία Δανιήλ, Εφέτες, και από την Γραμματέα Δ.Π..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Α) Ο «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς» (ΟΛΠ) είχε ιδρυθεί ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου βάσει του Ν. 4748 /1930 (ΦΕΚ Α΄ 166 /1930) και ανεμορφώθη διά του ΑΝ 1559 /1950 (ΦΕΚ Α΄ 252 /1950), ο οποίος εκυρώθη διά του Ν. 1630 /1951 (ΦΕΚ Α΄ 8 /1951). Μετετράπη σε ανώνυμη εταιρεία υπό την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε.» και υπό τον διακριτικό τίτλο «ΟΛΠ Α.Ε.» βάσει του άρθρου 1§1 Ν. 2688 /1999, διά του οποίου επιπροσθέτως ορίζεται ότι τυγχάνει ανώνυμη εταιρεία κοινής ωφελείας προς τον σκοπόν εξυπηρετήσεως του δημοσίου συμφέροντος, απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτελείας, τελεί υπό την εποπτεία του υπουργού εμπορικής ναυτιλίας και διέπεται υπό του παρόντος νόμου και του Κ.Ν. 2190 /1920 και συμπληρωματικώς από τις διατάξεις του Ν. 2414 /1996 (ΦΕΚ Α΄ 135 /1996), καθώς και από τις αντίστοιχες του ΑΝ 1559 /1950, όπως εκάστοτε ισχύουν. Κατά το άρθρο 4 ΑΝ 1559 /1950 εις την έννοια της διοικήσεως του Λιμένος Πειραιώς περιλαμβάνονται η γενική εκμετάλλευση του λιμένος και η εξυπηρέτηση των συγκοινωνιών και της λειτουργίας αυτού, ενώ κατά το άρθρο 1§2 Ν. 2688 /1999 όλη η κινητή και ακίνητη περιουσία του μετατρεπομένου νομικού προσώπου περιέρχεται στην ανώνυμη εταιρεία, η οποία υπεισέρχεται σε όλα τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του. Βάσει δέ του άρθρου 3 Ν. 2688 /1999, διά του οποίου έχει καταρτισθεί το καταστατικό της ανωνύμου εταιρείας, ορίζεται ότι σκοπός της εταιρείας είναι η διοίκηση και εκμετάλλευση του λιμένος Πειραιώς (ή και άλλων λιμένων) και ότι στον σκοπόν αυτόν συμπεριλαμβάνονται η παροχή υπηρεσιών ελλιμενισμού των πλοίων και διακινήσεως φορτίων και επιβατών από και προς τον λιμένα, η εγκατάσταση, οργάνωση και εκμετάλλευση παντός είδους λιμενικής υποδομής, η ανάληψη πάσης δραστηριότητος σχετιζομένης προς το λιμενικό έργο, καθώς και πάσης άλλης εμπορικής, βιομηχανικής, πετρελαϊκής και επιχειρηματικής δραστηριότητος (συμπεριλαμβανομένων ιδίως της οργανωμένης περιηγητικής, πολιτιστικής, αλιευτικής δραστηριότητος και του σχεδιασμού και οργανώσεως λιμενικών εξυπηρετήσεων) και πάσα άλλη δραστηριότης ανατεθείσα στον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Το μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας αναλαμβάνεται και καλύπτεται εξ ολοκλήρου από το ελληνικό δημόσιο. Όργανα της εταιρείας είναι τα όργανα διοικήσεως (διοικητικό συμβούλιο, διευθύνων σύμβουλος και συμβούλιο διευθύνσεως), η γενική συνέλευσις και οι ελεγκτές. Ούτως ο Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς, ο οποίος είχε ιδρυθεί και ελειτούργει ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, μετετράπη σε ανώνυμη εταιρεία κοινής ωφελείας προς τον σκοπόν εξυπηρετήσεως του δημοσίου συμφέροντος και ελειτούργησε πλέον (ως νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου) κατά τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας και απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτελείας του ευρυτέρου δημοσίου τομέως (βλ. ΠεντΕφΠειρ 204 /2016, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 697505, ΠεντΕφΠειρ 876 /2014, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 674490, ΕφΠειρ 540 /2011, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 594151, ΕφΠειρ 52 /2005, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 416561 και ΕφΠειρ 293 /2003, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 336969). Όμως, μετά την εφαρμογή του Ν. 3429 /2005 η ανώνυμη εταιρεία ΟΛΠ Α.Ε. εξήλθε από τον δημόσιο τομέα (πρβλ. ΣτΕ 2119 /2008, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 467786). Συνακολούθως, οι αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου (και των λοιπών οργάνων) της ανωνύμου εταιρείας υπό την επωνυμίαν «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς Α.Ε. (ΟΛΠ Α.Ε.)» δεν συνιστούν εκτελεστές διοικητικές πράξεις, αφού προέρχονται από νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, το οποίον έχει μορφήν ανωνύμου εταιρείας (βλ. ΣτΕ 2119 /2008, ο.π.). Περαιτέρω, από τα άρθρα 1(§§1,2,3&7), 36[§§1,2,8,10&11(όπως το πρώτον εδάφιον της 2ας παραγράφου ίσχυε προ της αντικαταστάσεώς του διά του άρθρου 186§1 Ν. 4070 /2012)], 47, 52[§1,2,3&4 (όπως οι 1η, 2α και 3η παράγραφοι αντικατεστάθησαν διά του άρθρου 186§§2,3&4 Ν. 4070 /2012 – ΦΕΚ Α 82 /10-4-2012)], 53[§§1,2,3,4,5,6,7,8,9,10,12&13 (όπως η 3η, 7η κατά το δεύτερον εδάφιον, 8η και 13η παράγραφοι αντικατεστάθησαν διά του άρθρου 134§§1,2,3&5 Ν. 4070 /2012)], 56, 61[§§1,2(περ.α,β,γ),3,4,6,7εδ.α΄&9], 62§1, 64, 66 (§§1&2), 75Α (το οποίον προσετέθη διά του άρθρου 137§1 Ν. 4070 2012 και αντικατεστάθη διά του άρθρου 59§7 Ν. 4146 /2013), 76(§§1,2,3,4,5,6,7,8,9,10,14,15εδ.α΄&β΄), 77 (§§1,2,3&8) και 146§11 Ν. 3669 /2008 συνάγεται ότι τα δημόσια έργα είναι έργα υποδομής της ελληνικής επικρατείας, τα οποία καλύπτουν βασικές ανάγκες του κοινωνικού συνόλου, συμβάλλουν στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων, στην αύξηση του εθνικού προϊόντος, στην ασφάλεια της Χώρας και εν γένει αποσκοπούν στην βελτίωση της ποιότητος ζωής του λαού, εκτελούμενα υπό φορέων του δημοσίου τομέως. Ειδικώτερον, από το άρθρο 1§1 Ν. 3669 /2008, στο οποίον εκωδικοποιήθη το άρθρον 2§1 Ν. 1418 /1984 «περί δημοσίων έργων», όπως αυτό ετροποποιήθη διά του άρθρου 96§7 Ν. 1892 /1990 και αντικατεστάθη διά του άρθρου 1§2 Ν. 2229 /1994, συνάγεται ότι οι ρυθμίσεις του Ν. 1418 /1984 και της λοιπής νομοθεσίας περί δημοσίων έργων, οι οποίες επίσης εκωδικοποιήθησαν εν συνόλω διά των διατάξεων του Ν. 3669 /2008, εφαρμόζονται εφ’ όλων των έργων, τα οποία προγραμματίζονται και εκτελούνται από τους διά του άρθρου 14§1 Ν. 2190 /1994 αναφερομένους φορείς, οι οποίοι είναι κυρίως όσοι ανήκουν στον δημόσιο τομέα, όπως αυτός ωριοθετήθη διά του άρθρου 1§6 Ν. 1256 /1982 (μετά την τροποποίηση διά του άρθρου 19§5 Ν. 1586 /1986 και προ της τροποποιήσεώς του διά του άρθρου 51 Ν. 1892 /1990), κατά το οποίον στην έννοια του δημοσίου τομέως περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, και τα κρατικά νομικά πρόσωπα, τα οποία έχουν χαρακτηρισθεί από τον νόμο ή τα δικαστήρια ως νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου. Διά την υπαγωγή συμβάσεως έργου υπό το ιδιαίτερο νομοθετικό καθεστώς του Ν. 1418 /1984 (όπως αυτός, τροποποιηθείς, ισχύει) αλλά και του ΠΔ 609 /1985 προϋποτίθεται μεταξύ άλλων ότι το αντικείμενον αυτής συνίσταται εις την εκτέλεση δημοσίου έργου, όπως το εννοιολογικό περιεχόμενο αυτού προσδιορίζεται ανωτέρω, δίχως να ασκεί έννομη επιρροή ο χαρακτηρισμός της οικείας εργολαβικής συμβάσεως ως διοικητικής ή μη, διά του οποίου χαρακτηρισμού απλώς προσδιορίζεται η δικαιοδοσία του δικαστηρίου (διοικητικού ή πολιτικού) προς επίλυσιν των εκ της εργολαβίας διαφορών συμφώνως προς το άρθρο 13 Ν. 1418 /1984. Διά την επίλυση των διαφορών από δημόσια έργα, εξαιρέσει της κατωτέρω περιπτώσεως του δικαιώματος ασκήσεως ευθείας (αναγνωριστικής ή καταψηφιστικής) αγωγής, παρέχεται (κατόπιν υποχρεωτικής τηρήσεως ενδικοφανούς προδικασίας) το ένδικο βοήθημα της προσφυγής, η οποία έχει ως αντικείμενο προσβολής τις βλαπτικές πράξεις των οργάνων της διοικήσεως του κυρίου του έργου, οι οποίες δύνανται να έχουν ως πρότυπα θεσμούς του διοικητικού δικαίου, πλήν, όμως, προβλέπονται διά των δικονομικών διατάξεων του Ν. 1418 /1984, οι οποίες κατισχύουν των γενικών διατάξεων του Κώδικος Πολιτικής Δικονομίας, αφού ως σκοπόν έχουν την ενιαία ρύθμιση και την ταχεία εκδίκαση των διαφορών από δημόσια έργα, δίχως να ασκεί έννομη επιρροή ο χαρακτηρισμός της οικείας εργολαβικής συμβάσεως ως διοικητικής ή μη, εκ του οποίου, ως προανεφέρθη, χαρακτηρισμού απλώς προσδιορίζεται η δικαιοδοσία του δικαστηρίου. Αντικείμενον της ως άνω προσφυγής τυγχάνει το κύρος και η νομιμότης των βλαπτικών διά τον ανάδοχο πράξεων και αποφάσεων των οργάνων διοικήσεως του κυρίου του έργου, οι οποίες, αν και λειτουργικώς προσομοιάζουν, εν τούτοις δεν θεωρούνται βάσει του οργανικού κριτηρίου εκτελεστές διοικητικές πράξεις αλλά ωστόσο, ως δηλώσεις δικαιοπρακτικής βουλήσεως, έχουν έννομη σημασία διά την εξέλιξη της εργολαβικής συμβάσεως και τις εξ αυτής απορρέουσες αξιώσεις του αναδόχου εργολάβου, ο οποίος σαφώς έχει έννομο συμφέρον να επιδιώξει την διά προσφυγής ακύρωση αυτών, επικαλούμενος τα νομικά ελαττώματα των ως άνω βλαπτικών πράξεων (ή παραλείψεων).Τα ελαττώματα αυτά κατά βάσιν πηγάζουν εκ παραβάσεως των ειδικών ορισμών του λεπτομερώς διέποντος τα δημόσια έργα Ν. 3669 /2008 αλλά και εξ ακυροτήτων των γενικών διατάξεων του Αστικού Κώδικος, διά του οποίου συμπληρωματικώς ρυθμίζονται τα δημόσια έργα. Αίτημα δέ της προσφυγής τυγχάνει η ακύρωση ή τροποποίηση της βλαπτικής πράξεως ή παραλείψεως. Υπό την αντίθετη εκδοχή υφίσταται κίνδυνος δι’ όσες διαφορές ανακύπτουν ένεκα βλαπτικών διά τα συμφέροντα του αναδόχου πράξεων και αποφάσεων των οργάνων του κυρίου του έργου κατά το χρονικό διάστημα από της ενάρξεως εκτελέσεως μέχρι της αποπερατώσεως και παραδόσεως δημοσίου έργου, να μην υφίσταται δυνατότης επιλύσεως αυτών αλλά να παραμένουν εκκρεμείς, εάν οι συμβαλλόμενοι αρνούνται να τις άρουν συμβατικώς. Δι’ ό ακριβώς και ο νομοθέτης, μη υπακούων σε δογματικές δικονομικές ανάγκες αλλά αποβλέπων εις το ευεργετικό διά την πρόοδο των δημοσίων έργων αποτέλεσμα της εξαλείψεως της τοιαύτης αβεβαιότητος, ηθέλησε να εκλείψει το ενδιάμεσο στάδιο νομικής αβεβαιότητος και προέβλεψε διά συγκεκριμένης και ειδικής διατάξεως περίπτωση δικαστικής διαπλάσεως, δηλαδή δυνατότητα ασκήσεως προσφυγής μετ’ ακυρωτικών (διαπλαστικών) αποτελεσμάτων και διά τις εκ δημοσίων έργων αναφυόμενες διαφορές (βλ. ΑΠ 1038 /2017, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 711779). Περαιτέρω, όταν εκδίδεται υπό της διοικήσεως βλαπτική διά τον ανάδοχο δημοσίου έργου πράξη, αυτός οφείλει επί ποινή απαραδέκτου προηγουμένως να ακολουθήσει την προβλεπομένη διαδικασία επιλύσεως της διαφοράς και μόνον μετά την τήρηση της ως άνω διαδικασίας να ασκήσει προσφυγή στο αρμόδιο εφετείο είτε κατά της πράξεως, στην οποίαν η διαδικασία αυτή κατέληξε, είτε κατά της παραλείψεως εκδόσεώς της, αφού ούτως ανακύπτει διαφωνία. Η αυτή διαδικασία πρέπει να τηρείται και κατά την περίπτωσιν της αποζημιωτικής αγωγής, εφ’ όσον δι’ αυτής επιδιώκεται η αποκατάσταση της ζημίας του αναδόχου, ως συνέπεια της βλαπτικής δι’ αυτόν πράξεως ή παραλείψεως της διοικήσεως, αφού και κατά την συγκεκριμένη περίπτωση πρέπει να προηγηθεί η διά προσφυγής ακύρωση της υπαρκτής βλαπτικής πράξεως. Όταν, όμως, δεν πρόκειται περί βλαπτικής διά τον ανάδοχο πράξεως της διοικήσεως αλλά αντιθέτως περί πράξεως, της οποίας αυτός επιδιώκει την υλοποίηση, όπως επί πράξεως της διευθυνούσης υπηρεσίας εγκριτικής του τελικού ή ενδιαμέσου λογαριασμού του έργου, η οποία αποτελεί την πιστοποίηση διά την πληρωμή, τότε εν περιπτώσει μεταγενεστέρας αρνήσεως της διοικήσεως προς ικανοποίηση της -εκ της εν λόγω πράξεως απορρεούσης- απαιτήσεως του αναδόχου, το ένδικο βοήθημα, διά του οποίου ο ανάδοχος δύναται να διεκδικήσει δικαστικώς την καταβολή του σχετικού ποσού, τυγχάνει η ενώπιον του αρμοδίου εφετείου εκδικαζομένη ευθεία αγωγή προς αποζημίωση άνευ ανάγκης τηρήσεως της προαναφερομένης προδικασίας. Πρέπει προς τούτο να σημειωθεί ότι διά της θεσπίσεως αφ’ ενός του άρθρου 41§14 Ν. 3316 /2005 [διά του οποίου ωρίσθη ότι διά την δικαστική επίλυση των μεταξύ των συμβαλλομένων μερών κατά την εκτέλεση των συμβάσεων του άρθρου 1 (Ν. 3316 /2005) εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του άρθρου 13§1 Ν. 1418 /1984, όπως εκάστοτε ισχύουν] και αφ’ ετέρου του άρθρου 4§3 Ν. 3481 /2006 περί αντικαταστάσεως (εν τοις πράγμασιν προσθήκης επί) της 1ης παραγράφου του 13 Ν. 1418 /1984 αυτοτελούς εδαφίου (διά του οποίου ορίζεται ότι η κατά τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας διάκριση μεταξύ των ενδίκων βοηθημάτων της προσφυγής και της αγωγής κατά τα άρθρα 63 και 71 ισχύει και στις διαφορές του παρόντος νόμου) και περί προσθήκης εις το τέλος της 3ης παραγράφου του ιδίου ως άνω άρθρου 13 ετέρου εδαφίου (κατά το οποίο δεν απαιτείται η τήρηση ενδικοφανούς προδικασίας, καθ’ άς περιπτώσεις ασκείται από τον ενδιαφερόμενο αγωγή, στο δικόγραφο της οποίας δεν σωρεύεται αίτημα ακυρώσεως ή τροποποιήσεως διοικητικής πράξεως ή παραλείψεως) συνάγεται ότι διά των ως άνω διατάξεων (αρχικών και μεταγενεστέρων), οι οποίες εφαρμόζονται επί πάσης συμβάσεως δημοσίου έργου καταρτιζομένης και εκτελουμένης (ή εκτελεσθείσης) μετά την έναρξη εφαρμογής του ως άνω νόμου (ήτοι μετά την 28η Φεβρουαρίου 1984), ο νομοθέτης δεν ηθέλησε να ανατρέψει τα μέχρι τότε ισχύοντα, ότι δηλαδή απαιτείται η τήρηση της διοικητικής προδικασίας εις πάσαν περίπτωσιν, καθ’ ήν προσβάλλεται διά προσφυγής βλαπτική διά τον ανάδοχο πράξη ή παράλειψη της διευθυνούσης αρχής του έργου, στο δικόγραφο της οποίας παραδεκτώς σωρεύεται και αγωγή (καταψηφιστική ή αναγνωριστική), αλλά να καλύψει το απαράδεκτον των αγωγών, οι οποίες δεν περιείχαν ακυρωτικό αίτημα και διά τις συμβάσεις, οι οποίες ήδη εκτελούνταν κατά τον χρόνο ενάρξεως ισχύος των ως άνω τροποποιητικών διατάξεων του άρθρου 13 Ν. 1418 /1984, ιδιαιτέρως όταν δι’ αυτών επεδιώκετο η υλοποίηση εγκριτικής πράξεως της διοικήσεως, αφού πρόκειται διά γεγονός, εκ του οποίου δεν δημιουργείται διαφωνία μεταξύ των συμβαλλομένων μερών ούτε υπάρχει πράξη ή παράλειψη βλαπτική των συμφερόντων του αναδόχου (βλ. ΟλΑΠ 10 /2016, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 681677, ΑΠ 544 /2017, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 256 /2017, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 695299, ΑΠ 570 /2014, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 637754, ΑΠ 519 /2014, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 625164 και ΠεντΕφΘρακ 54 /2015, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 651560). Ήτοι, προ της ως άνω τροποποιήσεως η προσφυγή προεβλέπετο διά του άρθρου 13 Ν. 1418 /1984 ως το μόνον ένδικο βοήθημα διά την δικαστική κρίση των διαφορών, οι οποίες ανεφύοντο κατά την εκτέλεση δημοσίων έργων τόσον ενώπιον των διοικητικών όσον και ενώπιον των πολιτικών εφετείων. Διά δέ το παραδεκτόν αυτής έδει να προηγηθεί η προδικασία της ειδικής ενδικοφανούς διαδικασίας (αιτήσεως θεραπείας) του άρθρου 12 Ν. 1418 /1984 (και ήδη άρθρου 76 Ν. 3669 /2008). Η εν λόγω αίτηση θεραπείας ησκείτο κατά δυσμενών πράξεων: α) όταν ο εργολάβος διεφώνει προς βλαπτική διά τα συμφέροντά του πράξη ή παράλειψη ή απόφαση του κυρίου του έργου ή της προϊσταμένης αρχής, β) όταν ο ανάδοχος δεν συνεφώνει προς απόφαση της προϊσταμένης αρχής επί τυχόν ενστάσεως υποβαλλομένης ενώπιον αυτής και γ) όταν η προϊσταμένη αρχή δεν προέβαινε εις την έκδοση της πράξεως εντός της νομίμου προθεσμίας. Η δέ παρέλευση της προθεσμίας διά την υποβολή της αιτήσεως θεραπείας συνεπάγετο την απόσβεση του αντιστοίχου δικαιώματος του αναδόχου και ελαμβάνετο υπ’ όψιν αυτεπαγγέλτως υπό του δικαστηρίου, ενώ η εκπρόθεσμη υποβολή της αιτήσεως θεραπείας καθιστούσε την προσφυγή απαράδεκτον. Υπήρχε, όμως, δικονομικό κενό διά όσες περιπτώσεις οι χρηματικές αξιώσεις των αναδόχων εργολάβων είχαν αναγνωρισθεί διά ρητών ή σιωπηρών πράξεων των αρμοδίων οργάνων των κυρίων των έργων, πλήν, όμως τα οφειλόμενα χρηματικά ποσά δεν είχαν καταβληθεί προς αυτούς. Δι’ αυτούς δεν υφίστατο δυνατότης ασκήσεως προσφυγής, διότι η διαφορά δεν προέκυπτε από κάποια δυσμενή πράξη ή παράλειψη και επομένως διά της γραμματικής διατυπώσεως του άρθρου 13 (προ της προαναφερομένης συμπληρώσεώς του) εν συνδυασμώ και προς το άρθρο 12 Ν. 1418 /1984 δεν παρείχετο δυνατότης εις τον ανάδοχον προς διεκδίκηση των οφειλομένων μέσω της κινήσεως της (αναγκαίας διά το παραδεκτόν της προσφυγής) ενδικοφανούς διαδικασίας. Προς τούτο διά της προρρηθείσης νομοθετικής τροποποιήσεως εθεσπίσθη προς τον σκοπόν επιλύσεως διαφοράς εκ δημοσίου έργου (ενιαίως δι’ αμφότερες τις δικαιοδοσίες) η δυνατότης ασκήσεως ουχί μόνον προσφυγής αλλά και ευθείας καταψηφιστικής ή αναγνωριστικής αγωγής εκδικαζομένης ενώπιον του αρμοδίου κατά δικαιοδοσίαν εφετείου εις όσες περιπτώσεις, αν και ο κύριος του έργου αναγνωρίζει την απαίτηση του αναδόχου διά εγκρίσεως του αντιστοίχου λογαριασμού, εν τούτοις δεν εκδίδει το απαιτούμενον ένταλμα πληρωμής ή το οφειλόμενο ποσό του λογαριασμού δεν καταβάλλεται διά οιονδήποτε λόγον παρά την έκδοση του απαιτουμένου εντάλματος. Ρητώς, ως εκ τούτου, προσετέθη, κατά τα προαναφερθέντα, εις το τέλος της 3ης παραγράφου του άρθρου 13 Ν. 1418 /1984 το προρρηθέν εδάφιο, κατά το οποίο δεν απαιτείται η τήρηση ενδικοφανούς προδικασίας εις όσες περιπτώσεις ασκείται υπό του ενδιαφερομένου αγωγή, διά του δικογράφου της οποίας δεν σωρεύεται αίτημα ακυρώσεως ή τροποποιήσεως διοικητικής πράξεως ή παραλείψεως. Διά τον λόγο αυτό προσετέθη επί της 1ης παραγράφου του άρθρου 13 Ν. 1418 /1984 το εις ανωτέρω σημείον της παρούσης αναφερόμενο εδάφιο, κατά το οποίο η κατά τα τα άρθρα 63 και 71 Κώδικος Διοικητικής Δικονομίας διάκριση μεταξύ των ενδίκων βοηθημάτων της προσφυγής και της αγωγής ισχύει και κατά τις διαφορές του παρόντος νόμου. Εκ δέ της τοιαύτης μνείας του άρθρου 13§1 Ν. 1418 /1984 καταδεικνύεται ότι η τοιαύτη διάκριση μεταξύ προσφυγής και αγωγής ισχύει διά πάσα διαφορά εκ δημοσίου έργου ανεξαρτήτως εάν αυτή υπάγεται στην δικαιοδοσία των πολιτικών ή των διοικητικών δικαστηρίων. Κατ’ ακολουθίαν η έννοια της ως άνω αγωγής προσδιορίζεται υπό το πρίσμα της διαπλάσεως αυτής κατά το άρθρο 71 ΚΔΔ, οπότε ως αγωγή πρέπει να εκληφθεί το ένδικο βοήθημα, το οποίο ασκείται υπό του δικαιούχου χρηματικής απαιτήσεως εξ εννόμου σχέσεως δημοσίου δικαίου. Τέτοια όμως, χρηματική απαίτηση διέπουσα την σχέση εργολαβίας δημοσίου έργου δεν υπάρχει παρά μόνον μετά την εκκαθάριση της αμοιβής του εργολάβου μέσω της εγκρίσεως των αντιστοίχων πιστοποιήσεων. Διά τούτο δυνατότης ασκήσεως ευθείας αγωγής υφίσταται αποκλειστικώς και μόνον καθ’ ήν περίπτωσιν υπάρχει εκκαθαρισμένη και αναγνωρισμένη υπό των αρμοδίων οργάνων διοικήσεως του έργου απαίτηση του εργολάβου (βλ. ΑΠ 1038 /2017, ο.π.). Ούτως, ενδεικτικώς διά την παραδεκτή άσκηση προσφυγής – αγωγής του αναδόχου κατά του κυρίου του έργου προς αποζημίωση θετικών ζημιών ένεκα υπερημερίας του αντιδίκου (προς σύμπραξη εις την παράδοση του χώρου εκτελέσεως του έργου) πρέπει προηγουμένως να τηρηθεί η προδιαληφθείσα ενδικοφανής προδικασία (βλ. ΑΠ 1876 /2014, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 647799 και 1866 /2014, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 644089). Ωσαύτως, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι προϋπόθεση διά την τμηματική πληρωμή του αναδόχου αποτελεί η υπό του αναδόχου εκτέλεση των αντιστοίχων εργασιών και η νομότυπη υπ’ αυτού υποβολή του οικείου λογαριασμού προς έλεγχο, ενδεχομένως σέ διόρθωση και έγκριση υπό της διευθυνούσης υπηρεσίας (άρθρα 5§8 Ν. 1418 /1984 και 40§7 ΠΔ 609 /1985), οπότε ο τοιούτος εγκεκριμένος λογαριασμός αποτελεί την πιστοποίηση διά την πληρωμή του αναδόχου, παρέπεται ότι εάν η διευθύνουσα υπηρεσία δεν επιστρέψει τον λογαριασμό προς διόρθωση αλλά και δεν τον εγκρίνει, ο ανάδοχος δεν στερείται του δικαιώματος πληρωμής διά τις υπ’ αυτού εκτελεσθείσες εργασίες αλλά πρέπει προς τούτο να υποβάλει ένσταση κατά της παραλείψεως της διευθυνούσης υπηρεσίας διά έγκριση του λογαριασμού και εν περιπτώσει απορρίψεως της εντάσεως πρέπει να ασκήσει αίτηση θεραπείας κατά τα διά του άρθρου 12 Ν. 1418 /1984 και ήδη 76§1 Ν. 3669 /2008 οριζόμενα (βλ. ΑΠ 256 /2017, ο.π.). Επίσης, προσβλητή πράξη της διευθυνούσης υπηρεσίας, την οποίαν ο ανάδοχος εν περιπτώσει μη αποδοχής αυτής δύναται να προσβάλει κατά την προδιαληφθείσα διοικητική διαδικασία τυγχάνει, κατ’ άρθρον 38§2 ΠΔ 609 /1985, μόνον η πράξη, διά τη οποίας η διευθύνουσα υπηρεσία (μετά από έλεγχο και διόρθωση των υπολογισμών των επιμετρητικών στοιχείων και των πρωτοκόλλων παραλαβής αφανών εργασιών, πρωτοκόλλων χαρακτηρισμού εδαφών και πρωτοκόλλων ζυγίσεως) εγκρίνει τις επιμετρήσεις και κοινοποιεί αυτές στον ανάδοχο. Ήτοι, οιαδήποτε αιτίαση του αναδόχου αφορώσα εις τα επιμετρητικά στοιχεία ή τα πρωτόκολλα παραλαβής αφανών εργασιών και τα λοιπά ως άνω πρωτόκολλα δύναται να προβληθεί μόνον διά της ενστάσεως κατά της εγκριτικής των συγκεκριμένων επιμετρήσεων πράξεως της διευθυνούσης υπηρεσίας και κατά συνέπειαν οιαδήποτε άλλη πράξη της διευθυνούσης υπηρεσίας, η οποία δεν αφορά εις τις υπό του αναδόχου υποβαλλόμενες προς έγκρισιν επιμετρήσεις αλλά διά της οποίας διαμορφώνονται τα επιμετρητικά στοιχεία ή τα πρωτόκολλα παραλαβής αφανών εργασιών και τα λοιπά ως άνω πρωτόκολλα, δεν υπόκειται αυτοτελώς σε ένταση, αφού τέτοια επέμβαση της υπηρεσίας μη προβλεπομένη διά των ως άνω διατάξεων δεν επάγεται έννομες συνέπειες και δεν δεσμεύει, ως μη εκτελεστή, την διοίκηση ή τον ανάδοχο (ΣτΕ 553 /2014, ΤΝΠΔΣΑ). Οι ως άνω διατάξεις, διά των οποίων ρυθμίζεται η προηγουμένως ακολουθητέα προδικασία της εκ του νόμου διαγραφομένης διοικητικής διαδικασίας των δύο επαλλήλων ενδικοφανών μέσων (της ενστάσεως και της αιτήσεως θεραπείας), όταν ενώπιον του εφετείου φέρεται διά προσφυγής η προκαλουμένη διαφορά από πράξη της διευθυνούσης υπηρεσίας εκτελουμένου δημοσίου έργου και της προϊσταμένης αρχής, διά της οποίας προσβάλλεται έννομο συμφέρον του αναδόχου, παρά την δι’ αυτών προβλεπομένη κύρωση του απαραδέκτου είναι και ουσιαστικού δικαίου, αφού η μη τήρηση αυτών συνεπάγεται την ουσιαστική απώλεια του διά προσφυγής αξίου δικαστικής προστασίας ιδιωτικού δικαιώματος. Μάλιστα, δεν επιτρέπεται να περιλαμβάνονται διά των επομένων ενδικοφανών μέσων ή διά της προσφυγής αιτήματα διαφορετικά ή περισσότερα των συμπεριληφθέντων στα προηγούμενα ενδικοφανή μέσα, τα οποία απερρίφθησαν από το αρμόδιο όργανο είτε ρητώς είτε σιωπηρώς διά της παρόδου απράκτου της εκ του νόμου προβλεπομένης αντίστοιχης προθεσμίας. Συνεπώς αιτήματα, τα οποία δεν συμπεριελήφθησαν ή προεβλήθησαν αορίστως διά προηγηθέντος ενδικοφανούς μέσου και προβάλλονται το πρώτον διά επομένου ενδικοφανούς μέσου ή διά της προσφυγής, είναι απορριπτέα λόγω ελλείψεως προδικασίας (βλ. ΑΠ 2146 /2014, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 652507). Συνακολούθως, καθ’ ήν περίπτωσιν η διευθύνουσα υπηρεσία του έργου εκδώσει διαδοχικές βλαπτικές των συμφερόντων του αναδόχου πράξεις του αυτού αντικειμένου, δίχως ο ανάδοχος να ασκήσει εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς τα νόμιμα ενδικοφανή μέσα και τελικώς προσφυγή κατά της προγενεστέρας βλαπτικής πράξεως, απαραδέκτως στρέφεται κατά της μεταγενεστέρας πράξεως της διευθυνούσης υπηρεσίας διά των προβλεπομένων ενδικοφανών μέσων και εν συνεχεία διά προσφυγής, δεδομένου ότι η μεταγενεστέρα πράξη, ως επιβεβαιωτική της προγενεστέρας, στερείται εκτελεστικού χαρακτήρος (βλ. ΑΠ 653 /2010, ΤΝΠΔΣΑ). Εξ άλλου από τα προαναφερθέντα άρθρα 76(§§1,2,3,4,5,6,7,8,9,10,14,15εδ.α΄&β΄) και 77(§§1,2,3&8) Ν. 3669 /2008Ν. 3669 /2008 συνάγεται ότι το ένδικο βοήθημα της προσφυγής απορρίπτεται ως απαράδεκτο, εφ’ όσον δεν ησκήθη προηγουμένως υπό του προσφεύγοντος αίτηση θεραπείας ή ησκήθη κατά παράβασιν των υπό των ως άνω διατάξεων προβλεπομένων ουσιωδών διαδικαστικών τύπων, διότι και κατά την περίπτωση αυτή η αίτηση θεραπείας είναι απαράδεκτη και συνακολούθως αποκλείεται η κατ’ ουσίαν επανεξέταση των παραπόντων του ενδιαφερομένου εντός των κόλπων της διοικήσεως, στην οποία αποσκοπεί η θέσπιση του ενδικοφανούς τούτου μέσου προ της ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του δικαστηρίου. Ειδικώτερον προβλέπεται ότι, όταν κύριος του έργου δεν είναι το ελληνικό δημόσιο αλλά άλλο νομικό πρόσωπο υπαγόμενο στις ρυθμίσεις των ως άνω διατάξεων ο ασκών αίτηση θεραπείας, η οποία πάντοτε επιδίδεται διά δικαστικού επιμελητού, υποχρεούται όπως: α) εντός δέκα ημερών από της επιδόσεως της αιτήσεως προς τον υπουργό να επιδώσει αντίγραφο της αιτήσεως στον αντισυμβαλλόμενο και β) να υποβάλει στον υπουργό περιβάλλοντος, χωροταξίας και δημοσίων έργων επικυρωμένο αντίγραφο του αποδεικτικού περί εμπροθέσμου επιδόσεως της αιτήσεως θεραπείας προς τον αντισυμβαλλόμενο. Η υποβολή του εν λόγω αντιγράφου γίνεται εντός προθεσμίας δέκα ημερών από της επιδόσεως προς τον αντισυμβαλλόμενο. Κατά την περίπτωση αυτή οι αιτήσεις θεραπείας δεν εισάγονται προς συζήτηση στο αρμόδιο τεχνικό συμβούλιο προ της παρόδου της κατά νόμον οριζομένης ανατρεπτικής μηνιαίας προθεσμίας διά υποβολήν αντιρρήσεων. Οι διαδικαστικοί αυτοί τύποι λόγω του δι’ αυτών επιδιωκομένου σκοπού είναι ουσιώδεις, αφού διασφαλίζεται κυρίως το θεμελιώδες δικαίωμα ακροάσεως και υπερασπίσεως του καθ’ ού η αίτηση θεραπείας. Συνεπώς η μη τήρηση των τύπων αυτών καθιστά την αίτηση θεραπείας απαράδεκτη και την επακολουθήσασα προσφυγή απορριπτέα, ενώ τυγχάνει αδιάφορο εάν επί της αιτήσεως θεραπείας απεφάνθη το αρμόδιο όργανο ή άφησε αυτήν ανεξέταστη και συνακολούθως τεκμαιρομένη ως απορριφθείσα διά της απράκτου παρόδου της προθεσμίας, εντός της οποίας έδει να αποφανθεί το ως άνω όργανο. Οι ως άνω ρυθμίζουσες την προδικασία διατάξεις παρά την δι’ αυτών προβλεπομένη κύρωση περί απαραδέκτου τυγχάνουν και ουσιαστικού δικαίου, αφού η μη τήρηση αυτών συνεπάγεται την ουσιαστική απώλεια του διά προσφυγής αξίου δικαστικής προστασίας ιδιωτικού δικαιώματος (βλ. ΑΠ 548 /2013, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 609790). Εν τέλει η εκ του άρθρου 77§1 Ν. 3669 /2008 προβλεπομένη προσφυγή (αγωγή) πρέπει να περιέχει άπαντα τα διά την πληρότητά της, κατά τα άρθρα 118 και 216§1 ΚΠολΔ, απαιτούμενα στοιχεία, μεταξύ των οποίων και πλήρη έκθεση των ιστορικών στοιχείων, τα οποία θεμελιώνουν αυτήν κατά νόμον και δικαιολογούν την άσκησή της από τον προσφεύγοντα (ενάγοντα) κατά του καθ’ ού και ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς. Η έλλειψη των στοιχείων αυτών συνεπάγεται αοριστία της προσφυγής (αγωγής) και δεν δύναται να γίνει συμπλήρωση διά αναφοράς εις το περιεχόμενο άλλου εγγράφου ή διά παραπομπής σε κάποια διάταξη νόμου (βλ. ΑΠ 56 /1984, ΕλλΔνη 25: 1353, ΑΠ 438 /1983, ΕΕΝ 49: 228, ΕφΑθ 1943 /2008, ΕλλΔνη 50: 550 ή ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 494034, ΠεντΕφΕφΘεσσ 2242 /2000, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 316715 και ΠεντΕφΑθ 9952 /1988, ΕλλΔνη 32: 1638 ή ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 57730).

Β) Στην προκειμένη περίπτωση διά της κρινομένης προσφυγής η προσφεύγουσα κοινοπραξία («.. …….») ισχυρίζεται τα ακόλουθα: α) ότι την 13ην Ιουλίου 2010 διηνεργήθη υπό της καθ’ ής μειοδοτικός διαγωνισμός προς ανάδειξιν αναδόχου διά την εκτέλεσιν του εις το ως άνω δικόγραφο αλλά και κάτωθι αναφερομένου έργου, από τον οποίον μειοδότρια ανεδείχθη η πρώτη εκ των μελών της προσφευγούσης κοινοπραξίας ανώνυμος εταιρεία υπό την επωνυμίαν «. ……», και ότι ακολούθως μετά την έγκριση του αποτελέσματος διά της υπ’ αριθ. … /8-9-2010 αποφάσεως του διοικητικού συμβουλίου της καθ’ ής συνήφθη μεταξύ της καθ’ ής και της υπέρ ης η κατακύρωση ανωνύμου εταιρείας η υπ’ αριθ. ….. /17-12-2010 σύμβαση έργου, εντός του πλαισίου της οποίας η υπέρ ής η κατακύρωση ανώνυμος εταιρεία ανέλαβε την υποχρέωση να εκτελέσει, αποπερατώσει και παραδώσει κατά τις διατάξεις του Ν. 3669 /2008 (περί κωδικοποιήσεως της περί δημοσίων έργων νομοθεσίας) το έργο της κατασκευής νέου κρηπιδοτοίχου εξυπηρετήσεως μεγάλων πλοίων οργανωμένων ταξιδίων αναψυχής κατά την περιοχήν Αγίου Νικολάου Κεντρικού Λιμένος Πειραιώς, προϋπολογισμού δαπάνης, κατά μέν την διακήρυξη χρηματικού ύψους 7.500.000 ευρώ (άνευ ΦΠΑ), κατά δέ την τελικώς συναφθείσα σύμβαση (μετά την κατά τον διαγωνισμόν προσφερθείσα υπό της μειοδοτρίας τεκμαρτή έκπτωση δημοπρασίας ποσοστού 46,82%) χρηματικού ύψους 3.988.814,46 ευρώ διά εργασίες, απρόβλεπτα και αναθεώρηση (μη συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ), β) ότι διά της υπ’ αριθ. … /24-10-2011 αποφάσεως του διοικητικού συμβουλίου της αντιδίκου ανωνύμου εταιρείας ενεκρίθη η σύσταση της προσφευγούσης κοινοπραξίας (μεταξύ της ως άνω μειοδοτρίας ανωνύμου εταιρείας και της ανωνύμου εταιρείας υπό την επωνυμίαν «… ..») διά την εκτέλεση του ως άνω δημοσίου έργου, γ) ότι κατά την μελέτη και κατά την σύμβαση: ι. ο νέος κρηπιδότοιχος είχε σχεδιασθεί και έπρεπε να έχει μήκος 218 μέτρων και να κατασκευασθεί αφ’ ενός από (ήδη κατασκευασθέντα και πλέοντα προσδεδεμένα κατά το σημείον κατασκευής του νέου κρηπιδοτοίχου) πλωτά κιβώτια εξ οπλισμένου σκυροδέματος (ύψους 12 μέτρων), τα οποία βάσει της αρχικής συμβάσεως έδει να πληρωθούν διά λιθορριπής και βάσει του εις μεταγενέστερον χρόνον εγκριθέντος πρώτου ανακεφαλαιωτικού πίνακος εργασιών έδει να στεγανοποιηθούν εσωτερικώς και να πληρωθούν διά των βυθοκορημάτων του έργου προς τον σκοπόν βυθίσεως και εδράσεως αυτών επί σταθεράς λιθορριπής διαστρωτέας καταλλήλως εντός δαπέδου αύλακος διαμορφωτέου επί του πυθμένος μετά την απομάκρυνσιν των ακαταλλήλων στρώσεων της σωρευθείσης ιλύος, και αφ’ ετέρου από τεχνητούς ογκολίθους εξ αόπλου σκυροδέματος (μικροτέρων διαστάσεων) εδραζομένους επίσης επί του πυθμένος και συναρμοστέους καταλλήλως κατά την στοιβασίαν αυτών, ιι. επί της οροφής των βυθιστέων πλωτών κιβωτίων έδει να κατασκευασθεί ανωδομή εξ αόπλου σκυροδέματος εξοπλιστέα μετά χυτοσιδηρών δεστρών, κρίκων και ελαστικών προσκρουστήρων, επί και όπισθεν της οποίας είχε σχεδιασθεί η κατασκευή καναλίων και φρεατίων επισκέψεως διά την διέλευση πάσης φύσεως καλωδίων και ιιι. ο όπισθεν του κρηπιδοτοίχου χώρος έδει να πληρωθεί μετά λιθορροπών ανακουφιστικού πρίσματος, επί των οποίων εν συνεχεία έπρεπε να διαστρωθεί αδρανές υλικό υποβάσεως και βάσεως κατά τον απαιτούμενο βαθμό στρώσεων, δ) ότι η αρχική συμβατική προθεσμία αποπερατώσεως και παραδόσεως του έργου ήτο επτά μηνών από της υπογραφής της προαναφερομένης εργολαβικής συμβάσεως (λήγουσα ούτως την 17ην Ιουλίου 2011) και ότι μετά την λήξη και της χορηγηθείσης τελευταίας παρατάσεως κατασκευής του έργου (31η Μαρτίου 2011) η αντίδικος προέβη εις την διάλυση της συμβάσεως, εντός του πλαισίου και κατά την διάρκειαν της οποίας είχε μέχρι τότε κατασκευασθεί ποσοστό 41,50% του συμφωνηθέντος έργου, ε) ότι εντός της ως άνω αρχικής συμβατικής επταμήνου προθεσμίας δεν κατέστη δυνατόν να αρχίσει το έργο εκ λόγων αναγομένων εις την σφαίρα ευθύνης και εις υπαιτιότητα της καθ’ ής (κυρίας του έργου), αφού μέχρι και τον μήνα Οκτώβριο του έτους 2011 το διά της αγωγής κατονομαζόμενο πλοίο ευρίσκετο και παρέμενε κατεσχημένο (αγκυροβολημένο και συνακολούθως ακινητοποιημένο) εντός του θαλασσίου χώρου κατασκευής του έργου, οπότε κατά το ως άνω χρονικό διάστημα (πρό του Νοεμβρίου 2011) εν τοις πράγμασιν δεν ηδύνατο να γίνει ούτε και έγινε ουσιαστική παράδοση υπό της καθ’ ής προς την ανάδοχο του συμβατικού χώρου κατασκευής του συμφωνηθέντος έργου, στ) ότι πέραν της τοιαύτης αρχικής καθυστερήσεως η αντίδικος εσχεδίασε, εμελέτησε και προεκήρυξε το προπεριγραφέν έργο, δίχως να ελέγξει την ποιότητα της ιλύος του πυθμένος και να διαμορφώσει πλήρη και ασφαλή γνώση περί της συστάσεως και της τοξικότητος (ή μη) των βυθοκορημάτων, τα οποία ανεμένετο να προκύψουν από τις διά την κατασκευήν του έργου προγραμματισμένες εκσκαφές πυθμένος, και χωρίς συνακολούθως να έχει προβεί σε μελέτη περί της ασφαλούς διαχειρίσεως αυτών, ζ) ότι πράγματι κατά την έναρξη των εκσκαπτικών εργασιών πυθμένος διεπιστώθη η τοξικότης των βυθοκορημάτων και απηγορεύθη υπό της οικείας λιμενικής αρχής η διενέργεια πάσης περαιτέρω εργασίας εκσκαφής αύλακος πυθμένος, η) ότι, ενώ κατά την διάρκεια ισχύος της συμβάσεως η ιδία (προσφεύγουσα) κατεσκεύασε τα συμφωνηθέντα πλωτά κυψελωτά κιβώτια εξ ωπλισμένου σκυροδέματος, εν τούτοις ένεκα της εκδόσεως αντιστοίχου απαγορευτικής διαταγής υπό της οικείας λιμενικής αρχής (οφειλομένης εις την προπεριγραφείσαν υπαιτία παράλειψη της αντιδίκου) δεν ηδύνατο να εκτελεσθούν οι υποθαλάσσιες εκσκαφές διαμορφώσεως αύλακος επί του πυθμένος [προς διάστρωση λιθορριπών και δαπέδου εδράσεως των εξ οπλισμένου σκυροδέματος κατασκευασθέντων στοιχείων του έργου (κυψελωτών κιβωτίων και τεχνητών ογκολίθων)] και ούτως δεν κατέστη εφικτός ο ποντισμός των ως άνω κυψελωτών κιβωτίων εις την σχεδιασθείσα τελικήν θέσιν επί του πυθμένος της θαλάσσης μέχρι και του χρόνου διαλύσεως της συμβάσεως υπό της καθ’ ής, θ) ότι μετά την διάλυση της συμβάσεως (συντελεσθείσα την 31η Μαρτίου 2014) η ιδία (προσφεύγουσα) συνέταξε και υπέβαλε (διά της υπ’ αριθ. πρωτ. ……… επιστολής) προς έγκρισιν και πληρωμήν εις την διευθύνουσα υπηρεσία (Τμήμα Θαλασσίων Έργων Διευθύνσεως Έργων της ΟΛΠ Α.Ε.) της καθ’ ής τον 9ο λογαριασμό – πιστοποίηση του έργου (παραληφθέντα υπό της διευθυνούσης υπηρεσίας υπ’ αριθ. πρωτ. ……. /10-4-2014), διά του οποίου εζήτησε την καταβολή χρηματικού ποσού 16.683,61 ευρώ διά τις των εν αυτώ αναφερόμενες  ως μέχρι της διαλύσεως της συμβάσεως εκτελεσθείσες εργασίες, ι) ότι την 9η Μαΐου 2014 εκοινοποιήθη προς την ιδίαν το υπ’ αριθ. πρωτ. …. /9-5-2014 έγγραφο της διευθυνούσης υπηρεσίας της αντιδίκου, διά του οποίου η διευθύνουσα υπηρεσία της καθ’ ής επέστρεψε διορθωμένο και εγκεκριμένο τον 9ο λογαριασμό, ο οποίος, όμως, λογαριασμός είχε κατόπιν διορθώσεως μηδενισθεί υπό της διευθυνούσης υπηρεσίας της καθ’ ής ως προς το δι’ αυτού αιτούμενο χρηματικό ποσό των 16.683,61 ευρώ και επιπροσθέτως είχε εγκριθεί υπ’ αυτής ως αρνητικός (επιστροφικός) πλέον λογαριασμός, εντός του πλαισίου του οποίου, κατά την απόφαση της διευθυνούσης υπηρεσίας, η ιδία (προσφεύγουσα) δεν εδικαιούτο να λάβει το επιδιωχθέν χρηματικό ποσό των 16.683,61 ευρώ αλλά αντιθέτως μάλιστα έδει να επιστρέψει προς την καθ’ ής χρηματικό ποσό 178.365,54 ευρώ άνευ οιασδήποτε εγγράφου αιτιολογίας αλλά υπό την προφορική διευκρίνιση ότι έγινε εκ μέρους της ως άνω διευθυνούσης υπηρεσίας μείωση της τιμής των κατασκευασθέντων κυψελωτών κιβωτίων εξ οπλισμένου σκυροδέματος κατά ποσοστόν 30% εν συγκρίσει προς την τιμή μονάδος του συμβατικού τιμολογίου [υπό την αιτιολογία ότι, αν και η κατασκευή αυτών είχε ολοκληρωθεί, εν τούτοις δεν είχε γίνει ο ποντισμός (βύθιση) αυτών εις την εκ της μελέτης (συμβατικώς) προβλεπομένη θέση εντός του πυθμένος της θαλάσσης], ια) ότι κατά της ως άνω αποφάσεως της διευθυνούσης υπηρεσίας περί διορθώσεως του 9ου λογαριασμού η ιδία (προσφεύγουσα) άσκησε (κατέθεσεν) ενώπιον της διευθυνούσης υπηρεσίας την από 23-5-2014 ένσταση (προς την προϊσταμένη αρχή), διά της οποίας εζήτησε την ακύρωση των διορθώσεων της διευθυνούσης υπηρεσίας επί του προς αυτήν υποβληθέντος 9ου λογαριασμού και η οποία τεκμαίρεται ότι απερρίφθη σιωπηρώς υπό της προϊσταμένης αρχής λόγω απράκτου παρελεύσεως της εκ του νόμου οριζομένης διμήνου προθεσμίας από της καταθέσεως της ενστάσεως [η απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της καθ’ ής (προϊσταμένης αρχής του έργου) επεδόθη προς την ιδίαν μετά την άπρακτη παρέλευση της ως άνω διμήνου προθεσμίας], ιβ) ότι κατά της απορριπτικής αποφάσεως της προϊσταμένης αρχής η ιδία (προσφεύγουσα) άσκησε την από 22-10-2014 αίτηση θεραπείας, η οποία τεκμαίρεται ότι απερρίφθη σιωπηρώς λόγω απράκτου παρελεύσεως της εκ του νόμου οριζομένης τριμήνου προθεσμίας από της επιδόσεως της αιτήσεως θεραπείας, ιγ) ότι κατά της ως άνω τεκμαιρομένης σιωπηράς απορρίψεως της προαναφερομένης αιτήσεως θεραπείας η ιδία (προσφεύγουσα) έχει ασκήσει ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου την από 23-3-2015 προσφυγή, η οποία είχε προσδιορισθεί προς συζήτησιν αρχικώς κατά την δικάσιμον της 8ης Οκτωβρίου 2015, ιδ) ότι την 2α Ιουνίου 2014 η ιδία (προσφεύγουσα) υπέβαλε (διά της υπ’ αριθ. πρωτ. ……….. ……. /2-6-2014 επιστολής) προς την διευθύνουσα υπηρεσία της καθ’ ής την τελική επιμέτρηση του έργου, κατά την διαδικασία ελέγχου και θεωρήσεως της οποίας η διευθύνουσα υπηρεσία διά του υπ’ αριθ. πρωτ. …. /25-7-2014 εγγράφου αυτής (κοινοποιηθέντος προς την ιδίαν την 29ην Ιουλίου 2014) επέφερε ανάλογη μείωση της εργασίας κατασκευής των κυψελωτών κιβωτίων εξ οπλισμένου σκυροδέματος μη αμφισβητήσασα μέν τον συνολικό όγκο αυτών αλλά θεωρήσασα, όμως, ως μη ολοκληρωμένη την συγκεκριμένη εργασία κατασκευής προ της ποντίσεως αυτών επί του πυθμένος της θαλάσσης, ιε) ότι κατά της ως άνω βλαπτικής πράξεως της διευθυνούσης υπηρεσίας η ιδία (προσφεύγουσα) κατέθεσε στην διευθύνουσα υπηρεσία την υπ’ αριθ. πρωτ. …… /8-8-2014 ένσταση προς την προϊσταμένη αρχή, η οποία (έχουσα το αυτό αντικείμενο όπως και η ανωτέρω προηγηθείσα από 23-5-2014 ένσταση της ιδίας κατά του αριθ. πρωτ. …… /9-5-2014 εγγράφου της διευθυνούσης υπηρεσίας της αντιδίκου περί διορθώσεως του 9ου λογαριασμού) τεκμαίρεται ότι απερρίφθη σιωπηρώς λόγω απράκτου παρελεύσεως της εκ του νόμου οριζομένης διμήνου προθεσμίας από της καταθέσεως της ενστάσεως [και ως εκ περισσού απερρίφθη εν συνεχεία ρητώς διά της υπ’ αριθ. ….. /13-10-2014  αποφάσεως του διοικητικού συμβουλίου (προϊσταμένης αρχής) της καθ’ ής (κοινοποιηθείσης προς την ιδίαν διά του υπ’ αριθ. πρωτ. ….. /21-10-2014 εγγράφου της διευθυνούσης υπηρεσίας της καθ’ ής την 21ην Οκτωβρίου 2014)], ιστ) ότι κατά της ως άνω σιωπηράς απορρίψεως της ανωτέρω ενστάσεως η ιδία (προσφεύγουσα) άσκησε την από 9-1-2015 αίτηση θεραπείας ενώπιον του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων, η οποία ωσαύτως τεκμαίρεται ότι απερρίφθη σιωπηρώς λόγω απράκτου παρελεύσεως της εκ του νόμου οριζομένης τριμήνου προθεσμίας και ιζ) ότι κατά της τελευταίας ως άνω σιωπηράς απορρίψεως της από 9-1-2015 αιτήσεως θεραπείας η ιδία (προσφεύγουσα) άσκησε την ένδικη προσφυγή, η οποία πρέπει να συνεκδικασθεί μετά της από 23(4)-3-2015 προσφυγής της ιδίας κατά της εις ανωτέρω σημείον αναφερομένης πράξεως περί διορθώσεως του 9ου λογαριασμού. Βάσει των προαναφερομένων ζητεί να αναγνωρισθεί ότι τυγχάνει άκυρη: α΄) η τεκμαιρομένη σιωπηρά υπό του Υπουργού Μεταφορών, Υποδομών και Δικτύων απόρριψη της από 9-1-2015 (φερούσης ημερομηνία ασκήσεως: 9-1-2015) αιτήσεως θεραπείας της προσφευγούσης [αφ’ ενός κατά της σιωπηράς (διά απράκτου παρελεύσεως της διμήνου προθεσμίας τεκμαιρομένης) απορρίψεως από την προϊσταμένη αρχή (διοικητικό συμβούλιο της καθ’ ής) της από 8-8-2014 (υπ’ αριθ. πρωτ. ……… /8-8-2014) ενστάσεως της προσφευγούσης (προς ακύρωσιν της -κατά την 29ην Ιουλίου 2014 κοινοποιηθείσης- υπ’ αριθ. πρωτ. ….. /25-7-2014 βλαπτικής πράξεως της διευθυνούσης υπηρεσίας της καθ’ ής περί μειώσεως της υπ’ αριθ. πρωτ. …….. τελικής επιμετρήσεως του προπεριγραφέντος έργου) και αφ’ ετέρου κατά της εν συνεχεία ρητής απορρίψεως της ιδίας ως άνω (υπ’ αριθ. πρωτ. ….. /8-8-2014) ενστάσεως δυνάμει της (μετά την παρέλευσιν του ως άνω διμήνου) εκδοθείσης υπ’ αριθ. ……. /13-10-2014  αποφάσεως του διοικητικού συμβουλίου της καθ’ ής ως προϊσταμένης αρχής (κοινοποιηθείσης προς την ιδίαν διά του υπ’ αριθ. πρωτ. ….. /21-10-2014 εγγράφου της διευθυνούσης υπηρεσίας της καθ’ ής] και β΄) η εκ μέρους της προϊσταμένης αρχής (διοικητικού συμβουλίου της καθ’ ής) σιωπηρά και εν συνεχεία ρητή (διά της υπ’ αριθ. ….. /13-10-2014  αποφάσεως) απόρριψη της από 8-8-2014 (υπ’ αριθ. πρωτ. ….. /8-8-2014) ενστάσεως της προσφευγούσης [προς ακύρωσιν της (κατά την 29ην Ιουλίου 2014 κοινοποιηθείσης) υπ’ αριθ. πρωτ. ….. /25-7-2014 βλαπτικής πράξεως της διευθυνούσης υπηρεσίας της καθ’ ής περί μειώσεως της υπ’ αριθ. πρωτ. ……. τελικής επιμετρήσεως του προπεριγραφέντος έργου].

Γ) Η κρινομένη προσφυγή, διά την εκδίκαση της οποίας υφίσταται δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, εφ’ όσον αφορά διαφορά εκ συμβάσεως έργου εκτελουμένης βάσει της νομοθεσίας περί δημοσίων έργων αλλά από νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, αρμοδίως (καθ’ ύλην και κατά τόπον) φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Επιπλέον, έχει τηρηθεί η εκ των άρθρων 76§§1,2,3,4&5 και 77§3 Ν. 3669 /20008 προβλεπομένη προδικασία, δεδομένου ότι: α) η από 8-8-2014 ένσταση της προσφευγούσης (λαβούσα αύξοντα αριθμόν πρωτοκόλλου κατατεθέντος εγγράφου ……. /8-8-2014 Διευθύνσεως Έργων της καθ’ ής) ησκήθη (κατετέθη) στην διευθύνουσα υπηρεσία του έργου εντός της προβλεπομένης ανατρεπτικής νομίμου προθεσμίας των δέκα πέντε ημερών από της κοινοποιήσεως προς την προσφεύγουσα του διά της ενστάσεως προσβληθέντος υπ’ αριθ. πρωτ. ….. /25-7-2014 εγγράφου της διευθυνούσης αρχής (Τμήματος Θαλασσίων Έργων της Διευθύνσεως Έργων της ΟΛΠ Α.Ε.), η οποία κοινοποίηση συνετελέσθη την 29ην Ιουλίου 2014, β) η από 9-1-2015 αίτηση θεραπείας (λαβούσα αύξοντα αριθμόν πρωτοκόλλου κατατεθέντος εγγράφου …… /9-1-2015 Διευθύνσεως Έργων της καθ’ ής) επεδόθη προς τον Υπουργό Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων την 9ην Ιανουαρίου 2015 (βλ. υπ’ αριθ. …… έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητού της περιφερείας του Πρωτοδικείου Αθηνών ……..), ήτοι ησκήθη εντός της προβλεπομένης ανατρεπτικής νομίμου τριμήνου προθεσμίας από της απράκτου παρελεύσεως της διμήνου προθεσμίας από της καταθέσεως της ως άνω ενστάσεως, ενώ νομίμως επικυρωμένο αντίγραφο της αιτήσεως θεραπείας κατά της σιωπηράς απορρίψεως της ως άνω ενστάσεως επεδόθη (αυθημερόν) τόσον στην προϊσταμένη αρχή (διοικητικό συμβούλιο) όσον και στην διευθύνουσα υπηρεσία του έργου (Τμήμα Θαλασσίων Έργων Διευθύνσεως Έργων) της καθ’ ής (βλ. υπ’ αριθ. ……. εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητού της περιφερείας του Πρωτοδικείου Αθηνών …..), ως εκ περισσού δέ επεδόθησαν, κατ’ άρθρον 76§§9&10 Ν. 3669 /2008, αφ’ ενός προς την αντισυμβαλλομένη καθ’ ής επικυρωμένο αντίγραφο της αιτήσεως θεραπείας ενώπιον του Υπουργού Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων εντός δεκαημέρου από της ασκήσεώς της (βλ. υπ’ αριθ. …… έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητού της περιφερείας του Πρωτοδικείου Αθηνών …….) και αφ’ ετέρου προς τον ως άνω Υπουργό επικυρωμένο αντίγραφο του αμέσως ως άνω αποδεικτικού (περί επιδόσεως της αιτήσεως θεραπείας προς την καθ’ ής) εντός δεκαημέρου από της συντελέσεως της ως άνω επιδόσεως (βλ. υπ’ αριθ. ……. έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητού της περιφερείας του Πρωτοδικείου Αθηνών ……), αφού η αίτηση θεραπείας δεν ησκήθη υπό του κυρίου του έργου αλλά από την ανάδοχο (βλ. ΑΠ 333 /2016, ΤΝΠΔΣΑ) και γ) η ένδικη προσφυγή, η οποία κατετέθη στην Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου υπό γενικόν αριθμόν καταθέσεως 604 και υπό ειδικόν αριθμόν καταθέσεως 524 την 8ην Ιουνίου 2015 και επεδόθη αυθημερόν προς την καθ’ ής (όπως δεν αμφισβητείται υπό της τελευταίας), ησκήθη εντός της προβλεπομένης διμήνου ανατρεπτικής προθεσμίας από της απράκτου παρελεύσεως της τρίμηνης ανατρεπτικής προθεσμίας από της ασκήσεως της αιτήσεως θεραπείας.

Δ) Λαμβανομένου, όμως, ότι, κατά τα προαναφερόμενα στην μείζονα σκέψη, καθ’ ήν περίπτωσιν η διευθύνουσα υπηρεσία του έργου εκδώσει διαδοχικές βλαπτικές των συμφερόντων του αναδόχου πράξεις του αυτού αντικειμένου, δίχως ο ανάδοχος να ασκήσει εμπροθέσμως και εν γένει παραδεκτώς τα νόμιμα ενδικοφανή μέσα και τελικώς προσφυγή κατά της προγενεστέρας βλαπτικής πράξεως, απαραδέκτως στρέφεται κατά της μεταγενεστέρας πράξεως της διευθυνούσης υπηρεσίας διά των προβλεπομένων ενδικοφανών μέσων και εν συνεχεία διά προσφυγής, δεδομένου ότι η μεταγενεστέρα πράξη, ως επιβεβαιωτική της προγενεστέρας, στερείται εκτελεστικού χαρακτήρος, εις την προκειμένη περίπτωση τυγχάνουν λεκτέα τα ακόλουθα: την 13ην Ιουλίου 2010 διηνεργήθη υπό της καθ’ ής μειοδοτικός διαγωνισμός προς ανάδειξιν αναδόχου διά την εκτέλεσιν του εις το ως άνω δικόγραφο αλλά και κάτωθι αναφερομένου έργου, από τον οποίον μειοδότρια ανεδείχθη η πρώτη εκ των μελών της προσφευγούσης κοινοπραξίας ανώνυμος εταιρεία υπό την επωνυμίαν «. ……». Ακολούθως μετά την έγκριση του ως άνω αποτελέσματος διά της υπ’ αριθ. … /8-9-2010 αποφάσεως του διοικητικού συμβουλίου της καθ’ ής συνήφθη μεταξύ της καθ’ ής και της υπέρ ης η κατακύρωση ανωνύμου εταιρείας η υπ’ αριθ. … /17-12-2010 σύμβαση έργου, εντός του πλαισίου της οποίας η υπέρ ής η κατακύρωση ανώνυμος εταιρεία ανέλαβε την υποχρέωση να εκτελέσει, αποπερατώσει και παραδώσει κατά τις διατάξεις του Ν. 3669 /2008 (περί κωδικοποιήσεως της περί δημοσίων έργων νομοθεσίας) το έργο της κατασκευής νέου κρηπιδοτοίχου εξυπηρετήσεως μεγάλων πλοίων οργανωμένων ταξιδίων αναψυχής κατά την περιοχήν Αγίου Νικολάου Κεντρικού Λιμένος Πειραιώς, προϋπολογισμού δαπάνης, κατά μέν την διακήρυξη χρηματικού ύψους 7.500.000 ευρώ (άνευ ΦΠΑ), κατά δέ την τελικώς συναφθείσα σύμβαση (μετά την κατά τον διαγωνισμόν προσφερθείσα υπό της μειοδοτρίας τεκμαρτή έκπτωση δημοπρασίας ποσοστού 46,82%) χρηματικού ύψους 3.988.814,46 ευρώ διά εργασίες, απρόβλεπτα και αναθεώρηση (μη συμπεριλαμβανομένου ΦΠΑ). Εν συνεχεία διά της υπ’ αριθ. …. /24-10-2011 αποφάσεως του διοικητικού συμβουλίου της αντιδίκου ανωνύμου εταιρείας ενεκρίθη η σύσταση της προσφευγούσης κοινοπραξίας (μεταξύ της ως άνω μειοδοτρίας ανωνύμου εταιρείας και της ανωνύμου εταιρείας υπό την επωνυμίαν «.. ……») διά την εκτέλεση του ως άνω δημοσίου έργου, του οποίου, κατά την μελέτη και κατά την σύμβαση: ι. ο νέος κρηπιδότοιχος είχε σχεδιασθεί και έπρεπε να έχει μήκος 218 μέτρων και να κατασκευασθεί αφ’ ενός από (ήδη κατασκευασθέντα και πλέοντα προσδεδεμένα κατά το σημείον κατασκευής του νέου κρηπιδοτοίχου) πλωτά κιβώτια εξ οπλισμένου σκυροδέματος (ύψους 12 μέτρων), τα οποία βάσει της αρχικής συμβάσεως έδει να πληρωθούν διά λιθορριπής και βάσει του εις μεταγενέστερον χρόνον εγκριθέντος πρώτου ανακεφαλαιωτικού πίνακος εργασιών έδει να στεγανοποιηθούν εσωτερικώς και να πληρωθούν διά των βυθοκορημάτων του έργου προς τον σκοπόν βυθίσεως και εδράσεως αυτών επί σταθεράς λιθορριπής διαστρωτέας καταλλήλως εντός δαπέδου αύλακος διαμορφωτέου επί του πυθμένος μετά την απομάκρυνσιν των ακαταλλήλων στρώσεων της σωρευθείσης ιλύος, και αφ’ ετέρου από τεχνητούς ογκολίθους εξ αόπλου σκυροδέματος (μικροτέρων διαστάσεων) εδραζομένους επίσης επί του πυθμένος και συναρμοστέους καταλλήλως κατά την στοιβασίαν αυτών, ιι. επί της οροφής των βυθιστέων πλωτών κιβωτίων έδει να κατασκευασθεί ανωδομή εξ αόπλου σκυροδέματος εξοπλιστέα μετά χυτοσιδηρών δεστρών, κρίκων και ελαστικών προσκρουστήρων, επί και όπισθεν της οποίας είχε σχεδιασθεί η κατασκευή καναλίων και φρεατίων επισκέψεως διά την διέλευση πάσης φύσεως καλωδίων και ιιι. ο όπισθεν του κρηπιδοτοίχου χώρος έδει να πληρωθεί μετά λιθορροπών ανακουφιστικού πρίσματος, επί των οποίων εν συνεχεία έπρεπε να διαστρωθεί αδρανές υλικό υποβάσεως και βάσεως κατά τον απαιτούμενο βαθμό στρώσεων. Η αρχική συμβατική προθεσμία αποπερατώσεως και παραδόσεως του έργου ήτο επτά μηνών από της υπογραφής της προαναφερομένης εργολαβικής συμβάσεως (λήγουσα ούτως την 17ην Ιουλίου 2011), ενώ μετά την λήξη και της χορηγηθείσης τελευταίας παρατάσεως κατασκευής του έργου (31η Μαρτίου 2011) η αντίδικος προέβη εις την διάλυση της συμβάσεως, εντός του πλαισίου και κατά την διάρκειαν της οποίας είχε μέχρι τότε κατασκευασθεί ποσοστό 41,50% του συμφωνηθέντος έργου. Εντός του Απριλίου 2014 (μετά την διάλυση της συμβάσεως) η ιδία (προσφεύγουσα) συνέταξε και υπέβαλε (διά της υπ’ αριθ. πρωτ. ……. επιστολής) προς έγκρισιν και πληρωμήν εις την διευθύνουσα υπηρεσία (Τμήμα Θαλασσίων Έργων Διευθύνσεως Έργων της ΟΛΠ Α.Ε.) της καθ’ ής τον 9ο λογαριασμό – πιστοποίηση του έργου (παραληφθέντα υπό της διευθυνούσης υπηρεσίας υπ’ αριθ. πρωτ. ……. /10-4-2014), διά του οποίου εζήτησε την καταβολή χρηματικού ποσού 16.683,61 ευρώ διά τις των εν αυτώ αναφερόμενες ως μέχρι της διαλύσεως της συμβάσεως εκτελεσθείσες εργασίες. Την 9η Μαΐου 2014 εκοινοποιήθη προς την ιδίαν το υπ’ αριθ. πρωτ. ……. /9-5-2014 έγγραφο της διευθυνούσης υπηρεσίας της αντιδίκου, διά του οποίου η διευθύνουσα υπηρεσία της καθ’ ής επέστρεψε διορθωμένο και εγκεκριμένο τον 9ο λογαριασμό, ο οποίος, όμως, λογαριασμός βάσει των 9ης εντολής και 9ης πιστοποιήσεως της καθ’ ής είχε κατόπιν αντιστοίχου διορθώσεως μηδενισθεί υπό της διευθυνούσης υπηρεσίας της καθ’ ής ως προς το δι’ αυτού αιτούμενο υπόλοιπο χρηματικό ποσό των 16.683,61 ευρώ και είχε εγκριθεί υπ’ αυτής ως αρνητικός (επιστροφικός) πλέον λογαριασμός, εντός του πλαισίου του οποίου, κατά την απόφαση της διευθυνούσης υπηρεσίας, η ιδία (προσφεύγουσα) δεν εδικαιούτο να λάβει το επιδιωχθέν χρηματικό ποσό των 16.683,61 ευρώ αλλά αντιθέτως έδει να επιστρέψει προς την καθ’ ής χρηματικό ποσό 178.365,54 ευρώ. Η τοιαύτη διόρθωση της διευθυνούσης υπηρεσίας έγινε άνευ οιασδήποτε εγγράφου αιτιολογίας αλλά, όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα και δεν αμφισβητείται υπό της καθ’ ής η προσφυγή, διευκρινίσθη προφορικώς υπό της δευτέρας προς την πρώτην ότι η συγκεκριμένη διόρθωση οφείλεται σε εκ μέρους της ως άνω διευθυνούσης υπηρεσίας μείωση της τιμής των κατασκευασθέντων κυψελωτών κιβωτίων εξ οπλισμένου σκυροδέματος κατά ποσοστόν 30% εν συγκρίσει προς την τιμή μονάδος του συμβατικού τιμολογίου [διά τον λόγον ότι, αν και η κατασκευή αυτών είχε ολοκληρωθεί, εν τούτοις δεν είχε γίνει ο ποντισμός (βύθιση) αυτών εις την εκ της μελέτης (συμβατικώς) προβλεπομένη θέση εντός του πυθμένος της θαλάσσης]. Κατά της ως άνω βλαπτικής διορθωτικής πράξεως της διευθυνούσης υπηρεσίας της καθ’ ής η προφεύγουσα άσκησε προς την προϊσταμένη αρχή του έργου (διοικητικό συμβούλιο της καθ’ ής) την από 23-5-2014 ένσταση (λαβούσα αριθμόν πρωτοκόλλου Διαχειρίσεως Αλληλογραφίας Διευθύνσεως Έργων της καθ’ ής: ……. /23-5-2014), διά της οποίας προεβλήθη ότι η κατασκευή κυψελωτών κιβωτίων εξ οπλισμένου σκυροδέματος κατηγορίας «C 30 /37» συνολικού όγκου 5.121,51 μ3 εσφαλμένως εχαρακτηρίσθη ως ημιτελής εργασία (υπό την αιτιολογίαν της μη ποντίσεως των κυψελωτών κιβωτίων επί του πυθμένος εντός της θαλάσσης του λιμένος) και ότι αυθαιρέτως εν συνεχεία περιεκόπη η διά την ως άνω εργασία οφειλομένη αμοιβή από 1.071.000 ευρώ σε 94.587,04 ευρώ. Λόγω απράκτου παρελεύσεως της οριζομένης νομίμου διμήνου προθεσμίας από της υποβολής της ως άνω ενστάσεως αύτη τεκμαίρεται ως απορριφθείσα σιωπηρώς. Κατά της ως άνω σιωπηράς απορρίψεως η προσφεύγουσα άσκησε την από 22-10-2014 (υπ’ αύξοντα αριθμόν πρωτοκόλλου κατατεθέντος εγγράφου …… /24-10-2014 Διευθύνσεως Έργων της καθ’ ής) αίτηση θεραπείας προς τον Υπουργό Μεταφορών, Υποδομών και Δικτύων, η οποία τεκμαίρεται ότι απερρίφθη σιωπηρώς διά της απράκτου παρελεύσεως της οριζομένης τριμήνου προθεσμίας από της επιδόσεως της αιτήσεως θεραπείας. Κατά της ως άνω τεκμαιρομένης σιωπηράς απορρίψεως της αιτήσεως θεραπείας η προσφεύγουσα άσκησε την από 23-3-2015 (υπ’ αριθ. καταθ. …… /24-3-2015) προσφυγή, επί της οποίας, όπως είναι γνωστό εκ προηγουμένης ενεργείας (άρθρο 336§2 ΚΠολΔ), εξεδόθη η υπ’ αριθ. 645 /2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, διά της οποίας η προσφυγή απερρίφθη (ως μη νόμιμη), δίχως να έχει ασκηθεί κατ’ αυτής το ένδικο μέσον της αναιρέσεως αλλά και χωρίς να προκύπτει εάν παρήλθε, κατά τα άρθρα 564§§1&3 ΚΠολΔ, η προθεσμία προς  άσκησιν του ως άνω ενδίκου μέσου. Περαιτέρω, την 2α Ιουνίου 2014 η ιδία (προσφεύγουσα) υπέβαλε (διά της υπ’ αριθ. πρωτ. ……… επιστολής) προς την διευθύνουσα υπηρεσία της καθ’ ής την τελική επιμέτρηση του έργου, κατά την διαδικασία ελέγχου και θεωρήσεως της οποίας η διευθύνουσα υπηρεσία διά του υπ’ αριθ. πρωτ. ……. /25-7-2014 εγγράφου αυτής (κοινοποιηθέντος προς την ιδίαν την 29ην Ιουλίου 2014) επέφερε αντίστοιχη ως άνω  μείωση της εργασίας κατασκευής των κυψελωτών κιβωτίων εξ οπλισμένου σκυροδέματος (συνολικού όγκου 5.121,51 μ3) εν συγκρίσει προς την τιμή μονάδος του συμβατικού τιμολογίου μη αμφισβητήσασα μέν τον συνολικό όγκο αυτών αλλά θεωρήσασα, όμως, ως μη ολοκληρωμένη την συγκεκριμένη εργασία κατασκευής προ της ποντίσεως αυτών επί του πυθμένος εντός της θαλάσσης του λιμένος. Κατά της ως άνω βλαπτικής πράξεως της διευθυνούσης υπηρεσίας η προσφεύγουσα άσκησε την από 7-8-2014 προσφυγή προς την προϊσταμένην αρχήν (λαβούσα αριθμόν πρωτοκόλλου Διαχειρίσεως Αλληλογραφίας Διευθύνσεως Έργων της καθ’ ής: …….. /8-8-2014), διά της οποίας ωσαύτως προεβλήθη ότι η κατασκευή κυψελωτών κιβωτίων εξ οπλισμένου σκυροδέματος κατηγορίας «C 30 /37» συνολικού όγκου 5.121,51 μ3 εσφαλμένως εχαρακτηρίσθη ως ημιτελής εργασία (υπό την αιτιολογίαν της μη ποντίσεως των κυψελωτών κιβωτίων επί του πυθμένος εντός της θαλάσσης του λιμένος) και ότι αυθαιρέτως εν συνεχεία περιεκόπη η διά την ως άνω εργασία οφειλομένη αμοιβή από 1.071.000 ευρώ σε 94.587,04 ευρώ. Λόγω απράκτου παρελεύσεως της οριζομένης νομίμου διμήνου προθεσμίας από της υποβολής της ως άνω ενστάσεως αύτη τεκμαίρεται ως απορριφθείσα σιωπηρώς. Κατά της ως άνω σιωπηράς απορρίψεως η προσφεύγουσα άσκησε την από 9-1-2015 (υπ’ αύξοντα αριθμόν πρωτοκόλλου κατατεθέντος εγγράφου …….. /9-1-2015 Διευθύνσεως Έργων της καθ’ ής) αίτηση θεραπείας προς τον Υπουργό Μεταφορών, Υποδομών και Δικτύων, η οποία τεκμαίρεται ότι απερρίφθη σιωπηρώς διά της απράκτου παρελεύσεως της οριζομένης τριμήνου προθεσμίας από της επιδόσεως της αιτήσεως θεραπείας. Κατά της ως άνω τεκμαιρομένης σιωπηράς απορρίψεως της αιτήσεως θεραπείας η προσφεύγουσα άσκησε την ένδικη προσφυγή (υπ’ αριθ. καταθ. . /.. /8-6-2015). Εκ των ως άνω καταδεικνύεται ότι η εκ μέρους της διευθυνούσης υπηρεσίας της καθ’ ής υπ’ αριθ. ….. /25-7-2014 (διορθωτική) έγγραφη μείωση της υπ’ αριθ. πρωτ. ….. . τελικής επιμετρήσεως της προσφευγούσης [η οποία βλαπτική πράξη της διευθυνούσης υπηρεσίας της καθ’ ής απετέλεσεν ακυρωτικόν αντικείμενον αρχικώς της από 8-8-2014 (υπ’ αριθ. πρωτ. ……. /8-8-2014) ενστάσεως της προσφευγούσης προς την προϊσταμένη αρχή (διοικητικό συμβούλιο) της καθ’ ής και εν συνεχεία της από 9-1-2015 (υπ’ αύξοντα αριθμόν πρωτοκόλλου κατατεθέντος εγγράφου …. /9-1-2015 Διευθύνσεως Έργων της καθ’ ής) αιτήσεως θεραπείας της προσφευγούσης προς τον Υπουργό Μεταφορών, Υποδομών και Δικτύων και αποτελεί ένδικον αντικείμενον της (υπ’ αριθ. καταθ. ……. /8-6-2014) ενδίκου προσφυγής] συνιστά μεταγενεστέρα διαδοχική βλαπτική των συμφερόντων της προσφευγούσης κοινοπραξίας πράξη του αυτού αντικειμένου εν σχέσει και εν συγκρίσει προς την εκ μέρους της διευθυνούσης υπηρεσίας της αντιδίκου υπ’ αριθ. πρωτ. ….. /9-5-2014 έγγραφη διόρθωση του (υπ’ αριθ. πρωτ. ………) 9ου λογαριασμού της προσφευγούσης προς την διευθύνουσα υπηρεσία (Τμήμα Θαλασσίων Έργων Διευθύνσεως Έργων) της καθ’ ής [η οποία προγενεστέρα βλαπτική διορθωτική πράξη της διευθυνούσης υπηρεσίας της καθ’ ής τυγχάνει ένδικον αντικείμενον αρχικώς της από 23-5-2014 ενστάσεως της προσφευγούσης προς την προϊσταμένη αρχή (διοικητικό συμβούλιο) της καθ’ ής, εν συνεχεία της από 22-10-2014 αιτήσεως θεραπείας της προσφευγούσης προς τον Υπουργό Μεταφορών, Υποδομών και Δικτύων και ακολούθως της υπ’ αριθ. καταθ. ………. /24-3-2015 προσφυγής, εφ’ ής έχει ήδη εκδοθεί η υπ’ αριθ. 645 /2017 απορριπτική απόφαση του Δικαστηρίου τούτου]. Συντρέχει, επομένως, περίπτωση αναστολής, κατ’ άρθρον 249 ΚΠολΔ, της εκδικάσεως της ενδίκου προσφυγής έως αμετακλήτου περατώσεως της δίκης επί της υπ’ αριθ. καταθ. …….. /24-3-2015 προσφυγής.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Αναστέλλει την εκδίκαση της ενδίκου προσφυγής (υπ’ αριθ. καταθ. …….. /8-6-2014) έως αμετακλήτου περατώσεως της δίκης επί της ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ασκηθείσης υπ’ αριθ. καταθ. …… /24-3-2015 προσφυγής της προσφευγούσης κατά της καθ’ ής (εφ’ ής έχει ήδη εκδοθεί η υπ’ αριθ. 645 /2017 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου).

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 8ην Ιουνίου 2017.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ

Και αντ΄ αυτής,

επειδή βρίσκεται

σε αναρρωτική άδεια,

ο Εφέτης, Παναγιώτης

Χουζούρης

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις  12 Μαρτίου 2019, με άλλη σύνθεση, κωλυομένης της Προέδρου Αικατερίνης Νομικού, η οποία  ευρίσκεται σε αναρρωτική άδεια, και λόγω συνταξιοδότησης και αναχωρήσεως της Εφέτου, Μαρίας Μέξα-Ευδαίμονος, αποτελουμένη από τους Δικαστές,  Παναγιώτη Χουζούρη, Προεδρεύοντα Εφέτη, Μαρία Ανδρεοπούλου, Παρασκευή Μπερσή, Ευαγγελία Πανταζή και Θεόκλητο Καρακατσάνη, Εφέτες και με Γραμματέα τη  Δήμητρα Πάλλα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και   των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ

ΕΦΕΤΗΣ