Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 472/2025

Αριθμός  472/2025

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Κωνσταντίνα Ταμβάκη, Πρόεδρο Εφετών,  Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη-Εισηγήτρια και Σωκράτη Γαβαλά, Εφέτη και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις ………..,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Εδρεύουσας στην Αθήνα, ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Χρυσούλα Τήρλα.

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) …………2)………… οι οποίοι αμφότεροι (1,2) εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Δημήτριο Χλούπη (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ),  3) …………, 4) …………., 5) ………….6) ……………., 7) ……………, οι οποίοι άπαντες (3,4,5,6,7), εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Ιωάννη Καραγκούνη [ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΑΓΚΟΥΝΗΣ-ΣΤΥΛΙΑΝΗ ΑΔΑΜ Δικηγορική Εταιρεία](με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ), 8) ……………., 9) ………………, 10) ………………, 11) ……………., 12) ……………, 13) …………….ως νόμιμης κληρονόμου της μητέρας  της ………., 14) ……….. ατομικά ως νόμιμης κληρονόμου της μητέρας της ……….. και ως ΔΗΘΕΝ ασκούσας τη γονική μέριμνα του τέκνου της .. ….. …. . (είναι ενήλικη) της τελευταίας ως ειδικής διαδόχου (κληροδόχου) της γιαγιάς της ……………., 15)……………, κατοίκου ….., ως ΔΗΘΕΝ ασκούντος τη γονική μέριμνα του τέκνου του ………….. (είναι ενήλικη), της τελευταίας ως ειδικής διαδόχου (κληροδόχου) της γιαγιάς της ……………., 16) …………… ως ειδικής διαδόχου (κληροδόχου) της γιαγιάς της ………., 17)………… ως ειδικής διαδόχου (κληροδόχου) της γιαγιάς της …………, 18) ………., ως ειδικής διαδόχου (κληροδόχου) της γιαγιάς του ……………, οι οποίοι άπαντες (8,9,10,11,12,13,14,15,16,17,18) εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιό τους δικηγόρο Δημήτριο Χλούπη (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ).

Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 4.12.2007 (αριθ εκθ καταθ. ……/2007) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκαν η υπ΄ αριθμ. 4655/2010 μη οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου (όπως διορθώθηκε με την υπ΄ αριθμ  2673/2011  απόφαση) με την οποία διατάχθηκε η διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, η υπ΄ αριθμ  2754/2012  απόφαση, με την οποία αντικαταστάθηκε ο ορισθείς με την προηγούμενη απόφαση πραγματογνώμονας, η υπ΄ αριθμ.  4203/2015  μη οριστική απόφαση που κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής  προκειμένου να κληθούν οι κληρονόμοι του αρχικώς εναγομένου, …………., ο οποίος απεβίωσε την 22α.3.2014 και να επαναλάβουν νομότυπα τη βιαίως  διακοπείσα δίκη, η υπ΄ αριθμ. 4649/2018 μη οριστική  απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε ματαιωθείσα η συζήτηση της αγωγής και τέλος, η υπ΄ αριθμ.  1811/2023  απόφαση, που θεώρησε την αγωγή ως μη ασκηθείσα.

Την τελευταία αυτή απόφαση προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 25.10.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ  …………/2023-ΓΑΚ/ΕΑΚ  ……./2024) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Η πληρεξούσια δικηγόρος της εκκαλούσας, αφού έλαβε το λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε και οι  πληρεξούσιοι δικηγόροι των λοιπών διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Η κρινόμενη από 25.10.2023 και με αριθμό καταθέσεως δικογράφου ……………./26.10.2023 έφεση της ενάγουσας Τράπεζας κατά της με αριθμό 1811/2023 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία (Διαδικασία άρθρων 1-465 Κ.ΠολΔ), φέρεται αρμοδίως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ενόψει και της ναυτικής φύσης της διαφοράς (άρθρα 19 και 31 παρ.1 του ΚΠολΔ, και 51 παρ.6 στοιχ. α΄ του N. 2172/1993), και έχει ασκηθεί, σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα, ήτοι, μέσα στην προθεσμία των τριάντα ημερών από το χρόνο επίδοσης της εκκαλούμενης απόφασης, την 2.10.2023  για γνώση της και για τις νόμιμες συνέπειες, όπως προκύπτει από τη με αριθμό ……/2.10.2023 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Εφετείου Αθηνών με έδρα στο Πρωτοδικείο Αθηνών ……………. (προσκ. σχετ. IV), ενώ το δικόγραφο της υπό κρίση εφέσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του εκδόσαντος αυτήν πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την 26.10.2023, (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 499, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Συνεπώς, εφόσον για το παραδεκτό της συζήτησής της καταβλήθηκε το κατ` άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ` ΚΠολΔ. παράβολο του Ελληνικού Δημοσίου, αξίας εκατόν πενήντα (150,00) Ευρώ (βλ. το με αριθμό κωδικού ηλεκτρονικού παραβόλου ……………. με το σχετικό παραστατικό πληρωμής σε συνδυασμό με το προσκομιζόμενο γραμμάτιο προείσπραξης του Δ.Σ.Π.) πρέπει αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ), κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.

Η ενάγουσα Τράπεζα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 4.12.2007 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……./5.12.2007 αγωγή της, επί της οποίας εκδόθηκε η με αριθμό 4655/2010 μη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία διορθώθηκε με τη με αριθμό 2673/2011 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Με την προαναφερόμενη διορθωθείσα μη οριστική απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής αποφάσεως και διατάχθηκε η διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης. Στη συνέχεια, με τη με αριθμόν 2754/2012 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αντικαταστάθηκε ο ορισθείς με τη με αριθμό 4655/2010 διορθωθείσα απόφαση πραγματογνώμονας, ενώ στη συνέχεια με τη με αριθμό 4203/2015 μη οριστική απόφαση κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση της αγωγής προκειμένου να κληθούν οι κληρονόμοι του αρχικώς εναγομένου …………….., ο οποίος απεβίωσε την 22.3.2014 και να επαναλάβουν νομότυπα τη βιαίως διακοπείσα δίκη και τελικά με τη με αριθμό 4649/2018 απόφαση κηρύχθηκε ματαιωμένη η συζήτηση της αγωγής. Στη συνέχεια, η ενάγουσα Τράπεζα επανέφερε την υπόθεση προς περαιτέρω συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με την από 6.12.2022 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου …………../7.12.2022 κλήση η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 7.3.2023 και ακολούθως με την εκκαλουμένη 1811/2023 απόφαση θεωρήθηκε η ένδικη αγωγή ως μη ασκηθείσα, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα σε αυτήν. Κατά της αποφάσεως αυτής η ενάγουσα Τράπεζα, έχουσα έννομο συμφέρον, ως ηττηθείσα στον πρώτο βαθμό διάδικος, άσκησε την υπό κρίση έφεση της, παραπονούμενη για τους λόγους, που ειδικότερα εκτίθενται στο εφετήριο και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων 17 ΕισΝΚΠολΔ, 260 και 286 του ΚΠολΔ από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, και συγκεκριμένα αποδίδει στην εκκαλούμενη την πλημμέλεια ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εσφαλμένα ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας τις συγκεκριμένες δικονομικές διατάξεις, θεώρησε ότι συνέτρεχε περίπτωση διαγραφής της ένδικης υπόθεσης από το οικείο πινάκιο και μη άσκησης της ένδικης αγωγής, ενώ, εάν ερμήνευε ορθά τις εν λόγω διατάξεις, θα έπρεπε να εξετάσει την ουσιαστική βασιμότητα αυτής, ζητώντας την παραδοχή της έφεσής της, ως βάσιμης, και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, έτσι ώστε, αφού κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η ένδικη υπόθεση, να γίνει δεκτή η σε βάρος των εναγόμενων ασκηθείσα αγωγή, με την επιδίκαση υπέρ αυτής των αγωγικών κονδυλίων και να καταδικαστούν αυτοί στη δικαστική δαπάνη της. Οι λόγοι αυτοί, που τυγχάνουν επαρκώς ορισμένοι, δεκτικοί δικαστικής αξιολόγησης και ως εκ τούτου παραδεκτά προβαλλόμενοι, πρέπει να εξεταστούν ως προς τη βασιμότητά τους, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 260 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως αυτό ίσχυε μετά την αντικατάστασή του από την παρ. 2 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Λ’ 87/ 23.07. 2015) «Στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238, αν οι διάδικοι δεν λάβουν κανονικά μέρος στη δίκη, η συζήτηση της υπόθεσης ματαιώνεται. Αν παρέλθουν εξήντα (60) ημέρες από τη ματαίωση χωρίς να ζητηθεί ο προσδιορισμός νέας συζήτησης, η υπόθεση διαγράφεται από το πινάκιο και η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα. Για τη νέα συζήτηση εφαρμόζονται αναλόγως οι προθεσμίες των άρθρων 215 παράγραφος 2 και 237 παράγραφοι 1 και 2». Με το συγκεκριμένο άρθρο ρυθμίσθηκαν οι συνέπειες της μη προσήκουσας συμμετοχής όλων των διαδίκων στη δίκη, που διεξάγεται κατά την τακτική διαδικασία ενώπιον του Ειρηνοδικείου, του Μονομελούς ή του Πολυμελούς Δικαστηρίου, ενώ με σκοπό την εκκαθάριση των πινακίων από τις αδρανείς υποθέσεις, την ταχεία επίλυση της διαφοράς και την εξυπηρέτηση της ασφάλειας του δικαίου, ορίσθηκε ότι σε περίπτωση, κατά την οποία εάν μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από τη ματαίωση δεν επισπευστεί (από τον επιμελέστερο διάδικο) νέος προσδιορισμός για τη συζήτηση της υπόθεσης, τότε η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα και συνεπώς δεν παράγονται οι ουσιαστικού και δικονομικού συνέπειες [σ.σ. ο χρόνος με βάση τον οποίον υπολογίζεται η προθεσμία των εξήντα (60) ημερών αρχίζει από το χρόνο της τυπικής συζήτησης της αγωγής, κατά την οποία και κηρύσσεται η ματαίωση (άρθρο 237 παρ. 4 ΚΠολΔ, όπως αυτό ίσχυε μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015), ενώ, ως προσδιορισμός της συζήτησης, νοείται η κατάθεση της κλήσης για τη νέα συζήτηση] [Δ. Δημητρίου, Ζητήματα από τη διακοπή (ή μη) της παραγραφής της επίδικης αξιώσεως μετά τις τροποποιήσεις στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με τον ν. 4335/2015 σε συλλογικό έργο τιμητικός τόμος Ν. Νικα 2018 = ΕΠολΔ 4/2016 321επ.], η οποία μπορεί να γίνει και με ηλεκτρονικά μέσα, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 119 παρ. 4 ΚΠολΔ. Οι προθεσμίες επίδοσης της κλήσης και κατάθεσης των προτάσεων και της προσθήκης είναι αυτές των άρθρων 215 παρ. 2 και 237 παρ. 1 και 2, τα οποία εφαρμόζονται αναλόγως. Έτσι, η κλήση πρέπει να επιδοθεί μέσα σε προθεσμία τριάντα ή εξήντα ημερών από τον προσδιορισμό της νέας συζήτησης και οι διάδικοι υποχρεούνται να καταθέσουν προτάσεις μέσα στην προθεσμία των εκατό ή εκατόν τριάντα ημερών από την ημερομηνία κατάθεσης της κλήσης, αντίστοιχα. Η ρύθμιση του άρθρου 260 ΚΠολΔ ισχύει, όπως ορίζει το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 των μεταβατικών διατάξεων του Ν. 4335/2015, από την 01.01.2016. Ειδικότερα, το άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 των μεταβατικών διατάξεων του Ν. 4335/2015 ορίζει ότι:«Κατά τα λοιπά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις, η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από 01.01.2016».  Εφόσον δεν υπάρχει αντίθετη ειδική διάταξη περί της υπαγωγής στο ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 260 παρ.2 του ΚΠολΔ και των εκκρεμών αγωγών, πρέπει να ληφθεί υπόψη ο γενικός κανόνας διαχρονικού δικονομικού δικαίου του άρθρου 17 ΕισΝΚΠολΔ, σύμφωνα με τον οποίο: «Οι διατάξεις των άρθρων 226 έως 281, 296 και 297 ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στις αγωγές, που είναι εκκρεμείς κατά την εισαγωγή του”, εφόσον εισάγεται γενική αρχή δικονομικού δικαίου. Επιπλέον, η κρίση αυτή ενισχύεται από την αιτιολογική έκθεση του Ν 4335/2015, κατά την οποία η εν λόγω ρύθμιση θεσπίστηκε με σκοπό την εκκαθάριση των πινακίων από τις αδρανείς υποθέσεις, την ταχεία επίλυση της διαφοράς και την εξυπηρέτηση της ασφάλειας του δικαίου. Επίσης, κατά τη μεταβατικού δικαίου διάταξη του Ν. 4842/2021 (άρθ. 116 παρ. 1β), η ως άνω ρύθμιση του άρθρου 260 παρ. 2 ΚΠολΔ εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εκτός εάν η συζήτηση της αγωγής έχει ήδη ματαιωθεί, οπότε η προθεσμία των ενενήντα (90) ημερών αρχίζει από την έναρξη ισχύος του Ν. 4842/2021, δηλαδή την 01.01.2022 (Κλαμαρής/Κουσουλής/Πανταζόπουλος Πολιτική Δικονομία 4η έκδοση παρ. 35, σελ. 379=sakkoulosonline). Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του συγκεκριμένου άρθρου η  παρ. 2 του άρθρου 260 ΚΠολΔ επεκτείνεται κατ’ αρχάς και στις δίκες των ειδικών διαδικασιών, διότι διαπιστώθηκε με στατιστικά στοιχεία από το Πρωτοδικείο Αθηνών, ότι σε ποσοστό σαράντα έως πενήντα τοις εκατό (40-50%) η συζήτηση των εγγραφεισών υποθέσεων ματαιώνεται. Η προθεσμία για την επαναφορά της υπόθεσης σε νέα συζήτηση αυξήθηκε από εξήντα (60) σε ενενήντα (90) ημέρες, προς διευκόλυνση των διαδίκων, λαμβανομένου υπόψη, ότι και με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η εξακρίβωση του ακριβούς αριθμού των εκκρεμών υποθέσεων κατ’ έτος. Συνεπώς, από την εν λόγω ρύθμιση συνάγεται η βούληση του Νομοθέτη να καταλάβει η διάταξη του άρθρου 260 παρ. 2 Κ. Πολ.Δ. και τις εκκρεμείς υποθέσεις, χρησιμοποιώντας ευρύτερο εννοιολογικό περιεχόμενο από αυτήν της αγωγής στις ειδικές διαδικασίες. Ωστόσο, απόκλιση από τη ρύθμιση αυτή για τις υποθέσεις, που εκδικάζονται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1-465 Κ.Πολ.Δ., ήτοι για τις υποθέσεις της τακτικής διαδικασίας, δηλαδή, αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή πέραν του ότι αντίκειται στην αρχή της ενότητας του δικονομικού πλαισίου στο επίπεδο της διαγνωστικής δίκης θα δημιουργούσε πλείστα πρακτικά ζητήματα και ήταν αντίθετη με τη βούληση του Νομοθέτη, όπως αποτυπώνεται στις δικαιοπολιτικές επιλογές του για ασφάλεια δικαίου περί την απονομή δικαιοσύνης, αφού για δίκες με αντικείμενο τη διάγνωση ιδιωτικών δικαιωμάτων σε ένα τέτοιο δικονομικό στάδιο με ανάλογα ζητήματα θα ίσχυαν διαφορετικοί κανόνες. Έτσι, μολονότι δεν γίνεται ειδική πρόβλεψη σχετικά με το ζήτημα της εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 260 ΚΠολΔ στις εκκρεμείς δίκες, που αφορούν την τακτική διαδικασία, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η κατά τα παραπάνω νέα ρύθμιση καταλαμβάνει και τις εκκρεμείς αγωγές. Κρίσιμη για την προθεσμία των 90 ημερών είναι μόνο η κατάθεση και όχι η επίδοση, ενώ αν δεν προσδιοριστεί νέα δικάσιμος κατά τα ανωτέρω η υπόθεση διαγράφεται από το πινάκιο και η δίκη θεωρείται καταργηθείσα (ΑΠ 1842/2024, ΑΠ 192/2024 δημ. νόμος). Στη συγκεκριμένη περίπτωση η ένδικη υπόθεση εισήχθη με την από 26.10.2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου …………../26.10.2017 κλήση της ενάγουσας- εκκαλούσας για να δικασθεί κατά τη δικάσιμο της 9η.1.2018, οπότε και συζητήθηκε αλλά στη συνέχεια με τη με αριθμό 4649/2018 μη οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κηρύχθηκε ματαιωθείσα η συζήτηση της αγωγής, διότι αφενός η εκκαλούσα ενάγουσα δεν κατέθεσε προτάσεις, ενώ οι εναγόμενοι που παραστάθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 242 παρ. 1 του ΚΠολΔ με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους, ανακάλεσαν τη δήλωση τους αυτή. Επειδή στη συνέχεια δεν κατατέθηκε νέα κλήση για προσδιορισμό εκ νέου της ένδικης υπόθεσης μέσα σε προθεσμία ενενήντα (90) ημερών από τη ματαίωση αυτής, αλλά αντίθετα παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των τεσσάρων (4) ετών αφότου επανήλθε η ένδικη υπόθεση προς εκδίκαση, με την από 6.12.2022 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ……………./7.12.2022 κλήση, η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα, κατ’ εφαρμογή του προϊσχύοντος άρθρου 260 ΚΠολΔ. Να σημειωθεί ότι δεν τίθεται θέμα εφαρμογής του άρθρου 18 του ΕισΝΚΠολΔ όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εκκαλούσα, αφού αυτό αφορά την περάτωση, κατάργηση και διακοπή δίκης κατά τις διατάξεις των άρθρων 286 έως 312 του ΚΠολΔ. Επιπλέον η επίκληση του άρθρου 291 του ΚΠολΔ δε σχετίζεται με τις προθεσμίες επαναπροσδιορισμού του άρθρου 260 του ΚΠολΔ, ούτε επιβάλλεται να παρέλθει η προθεσμία αποποίησης όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εκκαλούσα. Τέλος το γεγονός ότι δεν είχε εκδοθεί πράξη του Προέδρου του Δικαστηρίου περί διαγραφής από το πινάκιο δεν θεραπεύει την παρέλευση της  90ημερης προθεσμίας εντός της οποίας ο επιμελέστερος των διαδίκων έπρεπε να είχε επαναφέρει την υπόθεση προς συζήτηση, σύμφωνα με την τελολογική ερμηνεία της διατάξεως που εκφράστηκε ρητά στην προαναφερόμενη αιτιολογική έκθεση της διάταξης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση, προέβη σε ανάλογες παραδοχές και κρίνοντας όμοια έκρινε την ένδικη αγωγή ως μη ασκηθείσα, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε το Νόμο, προσδίδοντας στους εφαρμοστέους κανόνες δικονομικού δικαίου το προσήκον και αληθές περιεχόμενο παρά τα όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζει η εκκαλούσα, κρίνονται αβάσιμα και ως εκ τούτου  απορριπτέα. Κατόπιν τούτων και μη υπάρχοντος άλλου λόγου προς εξέταση, η έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ουσίαν. Τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν, μεταξύ των διαδίκων, καθόσον κρίνεται ότι υπήρξε ιδιαίτερη δυσχέρεια στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν στην ένδικη υπόθεση (άρθρα 182 παρ. 2, 183, και 179 περ. β’ του ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό. Τέλος, εφόσον η έφεση απορρίπτεται, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ., που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου με αριθμό …………….. αξίας 150 Ευρώ, που καταβλήθηκε από την εκκαλούσα κατά την άσκηση της υπό κρίση έφεσης, κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων επί της από 25.10.2023 και με αριθμό καταθέσεως δικογράφου …………/26.10.2023 έφεση της ενάγουσας Τράπεζας κατά της με αριθμό 1811/2023 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών), που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτή κατ’ ουσίαν.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των  διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου με αριθμό …………. αξίας εκατόν πενήντα (150) Ευρώ, που καταβλήθηκε από την εκκαλούσα κατά την άσκηση της έφεσης

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 26η Ιουνίου 2025 και δημοσιεύθηκε στις 16 Ιουλίου 2025 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ