ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
Αριθμός Aπόφασης 501/2025
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Κωνσταντίνα Ταμβάκη, Πρόεδρο, Μαρία Παπαδογρηγοράκου Εφέτη και Ελένη Πρέντζα, Εφέτη – Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα KΣ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις …………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:
Των εκκαλούντων: 1)……….. και 2)…………, που παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου, Χρόνη Μαυροειδή [ΑΜΔΣΑ ……….] και κατέθεσε το με αρ. …………/19.11.2024 γραμμάτιο προείσπραξης του ως άνω ΔΣ.
Του εφεσίβλητου: …………. που παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου, Μαρίνας Λιούτα [ΑΜΔΣΠ ….], με δήλωση (άρθ. 242 ΚΠολΔ), δικηγόρου της δικηγορικής εταιρείας με την επωνυμία ΔΕ ΛΙΟΥΤΑ ΚΑΙ ΣΥΝΕΤΑΙΡΟΙ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ με ΑΜ …. και κατέθεσε το με αρ. …./15.02.2023 γραμμάτιο προείσπραξης του ως άνω ΔΣ.
Ο εφεσίβλητος άσκησε την από 22.1.2018 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με γενικό αριθμό κατάθεσης (ΓΑΚ) …/2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου (ΑΚΔ) …./2018, επί της οποίας εκδόθηκε η με αρ. 914/2019 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία αυτό κηρύχθηκε κατά τόπον αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με την από 20.5.2019 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ …../23.5.2019 κλήση του ενάγοντος νόμιμα εισήχθη προς συζήτηση εκ νέου η αγωγή ενώπιον του αρμόδιου ως άνω Δικαστηρίου και εκδόθηκε επ΄αυτής η με αρ. 3226/2020 απόφαση που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων και έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή. Την εν λόγω απόφαση προσέβαλαν οι εν μέρει ηττηθέντες εναγόμενοι με την από 13.5.2021 έφεση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με ΓΑΚ και ΕΑΚ …/…./14.05.2021 και για προσδιορισμό δικασίμου, με την επιμέλεια των ίδιων, στην Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με ΓΑΚ και ΕΑΚ …../11.05.2022, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε αρχικά η 16.2.2023 και μετά από αναβολή η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, με αυξ. αριθμ. …. Κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού συζήτηση της υπόθεσης ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εκκαλούντων ζήτησε να γίνουν δεκτές οι έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος του εφεσίβλητου παραστάθηκε με δήλωση του άρθρου 242 ΚΠολΔ και προκατέθεσε προτάσεις.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Κατά τις διατάξεις του άρθρου 495 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ, τα ένδικα μέσα, μεταξύ των οποίων και εκείνο της έφεσης, ασκούνται με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία του δικαστηρίου το οποίο έχει εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Για την κατάθεση συντάσσεται έκθεση. Εξάλλου, κατά το άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ ορίζεται ότι «Αν ο εκκαλών διαμένει στην Ελλάδα η προθεσμία της έφεσης είναι τριάντα ημέρες…», ενώ η προθεσμία αρχίζει από την επίδοση της απόφασης που περατώνει τη δίκη. Επιπλέον, κατά τη διάταξη του άρθρου 532 ΚΠολΔ, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο εξετάζει αυτεπαγγέλτως, με βάση τα προαποδεικτικά προσκομιζόμενα έγγραφα, το εμπρόθεσμο της άσκησης της έφεσης που είναι προϋπόθεση του παραδεκτού της και αν διαπιστώσει ότι η έφεση ασκήθηκε εκπρόθεσμα, την απορρίπτει ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως. Περαιτέρω, στο άρθ. 74 παρ. 1 ν. 4690/2020 (Κύρωση Π.Ν.Π. σχ. με κορωνοϊό/Επαναλειτουργία δικαστηρίων – ΦΕΚ Α’ 104/30-5-2020) ορίζεται ότι: “1. Το χρονικό διάστημα της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της Χώρας (13-3-2020 έως 31-5-2020) δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων. Μετά τη λήξη της παραπάνω αναστολής οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από το νόμο προθεσμία. Ειδικότερα, οι προθεσμίες της παρ. 2 του άρθρου 215, των παρ. 1 και 2 του άρθρου 237 και του άρθρου 238 ΚΠολΔ, καθώς και οι προθεσμίες άσκησης ανακοπών, με εξαίρεση τις προθεσμίες του άρθρου 934 ΚΠολΔ, ένδικων μέσων και πρόσθετων λόγων δεν συμπληρώνονται, αν δεν παρέλθουν επιπλέον τριάντα (30) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους”. Με τη ρύθμιση του ως άνω άρθρου, η διαδρομή της προθεσμίας συνεχίζεται (χωρίς να αφετηριάζεται εκ νέου) από την άρση της αναστολής (1-6-2020) και μέχρι πέρατος της προθεσμίας, με την πρόσθεση και άλλων 30 ημερών στις προθεσμίες που ειδικά προβλέπονται στο εδ. γ της παρ. 1 επ’ αυτού. Το αντικείμενο της παρ. 1 εξαντλείται αποκλειστικά στη ρύθμιση της επίπτωσης της αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων κατά την κρίσιμη περίοδο από 13-3-2020 έως 31-5-2020 στις δικονομικές και νόμιμες προθεσμίες (ΚΥΑ Δ1α/ΓΠοικ. 17733 ΦΕΚ Β’ 833/12-3-2020, ΚΥΑ Δ1α/Γποικ. 33202 ΦΕΚ Β’ 2033/28-5-2020). Στη συνέχεια, στο άρθρο 83 του ν. 4790/2021 (ΦΕΚ Α’ 48/31-3-2021) περιλήφθηκαν διατάξεις για την επαναλειτουργία των δικαστηρίων και στην παρ. 1 αυτού ορίζεται ότι : “Το χρονικό διάστημα από τις 7-11-2020 έως την ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων και των εισαγγελιών της χώρας, δυνάμει της κοινής υπουργικής απόφασης του άρθρου 11 της από 11-3-2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου (Α’ 55), η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 4682/2020 (Α’ 76), δεν υπολογίζεται στις νόμιμες και δικαστικές προθεσμίες για τη διενέργεια διαδικαστικών και εξώδικων πράξεων, καθώς και άλλων ενεργειών ενώπιον των δικαστηρίων, συμβολαιογράφων ως υπαλλήλων του πλειστηριασμού, υποθηκοφυλακείων, κτηματολογικών γραφείων και άλλων τρίτων προσώπων, καθώς και στις προθεσμίες παραγραφής των συναφών αξιώσεων. Μετά τη λήξη του χρονικού διαστήματος του πρώτου εδαφίου, οι προθεσμίες αυτές τρέχουν για όσο χρονικό διάστημα υπολείπεται για να συμπληρωθεί η αντίστοιχη προβλεπόμενη από το νόμο προθεσμία. Οι προθεσμίες που ανεστάλησαν κατά τα προηγούμενα εδάφια, δεν συμπληρώνονται, εάν δεν παρέλθουν επιπλέον δέκα (10) ημέρες από την προβλεπόμενη λήξη τους”. Ακολούθως, με την ερμηνευτική διάταξη του άρθρου 25 του Ν. 4792/2021 (ΦΕΚ Α’ 54/9-4-2021) ορίστηκε ότι : “Κατά την αληθή έννοια του άρθρου 83 του Ν. 4790/2021 (Α’ 48), ως ημερομηνία λήξης της επιβολής του μέτρου της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των πολιτικών δικαστηρίων της χώρας για τον υπολογισμό των νόμιμων και δικαστικών προθεσμιών, λογίζεται η ημερομηνία άρσης της αναστολής των προθεσμιών, η οποία επήλθε με τη λήξη ισχύος της υπό στοιχεία Δ1α/Γ.Π.οικ. 18877/26-3-2021 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών, Ανάπτυξης και Επενδύσεων, Προστασίας του Πολίτη, Εθνικής Άμυνας, Παιδείας και Θρησκευμάτων, Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, Υγείας, Περιβάλλοντος και Ενέργειας, Πολιτισμού και Αθλητισμού, Δικαιοσύνης, Εσωτερικών, Μετανάστευσης και Ασύλου, Ψηφιακής Διακυβέρνησης, Υποδομών και Μεταφορών, Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και του Υφυπουργού στον Πρωθυπουργό Έκτακτα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τον κίνδυνο περαιτέρω διασποράς του κορωνοϊού COVID-19 στο σύνολο της Επικράτειας για το διάστημα από 29 Μαρτίου 2021 και ώρα 6.00 έως και τη Δευτέρα, 5 Απριλίου 2021 και ώρα 6.00” (Β’ 1194), ήτοι η 6η-4-2021””. Το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 83 παρ. 1 Ν. 4790/2021 καταλαμβάνει (κατ’ αρχήν) προθεσμίες ενδίκων βοηθημάτων και μέσων οι οποίες καταλήφθηκαν από την αναστολή της περιόδου 7-11-2020 έως 6-4-2021, είτε επειδή αφετηριάστηκαν πριν τις 7-11-2020 [όπως συμβαίνει στην ένδικη υπόθεση], είτε επειδή το αφετήριο γεγονός της προθεσμίας έλαβε χώρα στη διάρκεια της αναστολής. Ο νομοθέτης αξιολογώντας διαφορετικά κάθε φορά τα δεδομένα εκάστης αναστολής στα πλαίσια της πανδημίας, στην πρώτη περίπτωση της αναστολής από 13-3-2020 έως 31-5-2020, προέκρινε τη χορήγηση προθεσμίας παράτασης 30 ημερών για τις προθεσμίες που θα έληγαν μετά την αναστολή αυτή και στη δεύτερη περίπτωση της αναστολής από 7-11-2020 έως 6-4-2021[που ενδιαφέρει εν προκειμένω] επέλεξε τη χορήγηση συντομότερης προθεσμίας παράτασης και δη μόνο αυτή των 10 ημερών για τις προθεσμίες που θα έληγαν μετά την αναστολή αυτή. Ειδικότερα, οι ρυθμίσεις των άρθρων 1 παρ. 1 εδ. τελ. του άρθρου 74 του Ν. 4690/2020 και 1 παρ. 1 εδ. τελ. του άρθρου 83 του Ν. 4790/2021, έχουν εξαιρετικό χαρακτήρα, οπότε το πεδίο εφαρμογής τους καταλαμβάνει αποκλειστικά τις περιοριστικά αναφερόμενες στις διατάξεις αυτές προθεσμίες και την περίοδο της αναστολής στην οποία η καθεμία από τις διατάξεις αυτές αναφέρεται.
Η κρινόμενη από 13.5.2021 έφεση, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με ΓΑΚ και ΕΑΚ ……………/14.05.2021 και για προσδιορισμό δικασίμου, με την επιμέλεια των εκκαλούντων, στην Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με ΓΑΚ και ΕΑΚ ……………/11.05.2022, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε αρχικά η 16.2.2023 και μετά από αναβολή η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο, με αυξ. αριθμ. 1, ασκήθηκε νόμιμα(άρθρα 495 αρ. 1, 2, 3Α υπό γ΄ 511, 513αρ. 1β΄, 516 § 1, 517 εδαφ. α, 518 παρ. 1 και 520 § 1 ΚΠολΔ)και εμπρόθεσμα δηλαδή εντός τριάντα (30), πλέον δέκα (10) ημερών [30+10=40 ημέρες] από την λήξη της αναστολής της προθεσμίας, σύμφωνα με όσα λέχθηκαν παραπάνω στη μείζονα πρόταση. Ειδικότερα, όπως αποδεικνύεται από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τον εφεσίβλητο με αριθμό … και …. από 13.11.2020 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ……….., ακριβές αντίγραφο της εκκαλουμένης απόφασης επιδόθηκε προς τον πληρεξούσιο δικηγόρο, ………….., του 1ου και 2ου των εναγόμενων, αντίστοιχα, στις 13.11.2020, δηλαδή κατά τη διάρκεια της αναστολής των προθεσμιών [χρονικό διάστημα από 7.11.2020 έως και 6.4.2021] και επομένως με την επίδοση της εκκαλουμένης δεν άρχισε η τριακονθήμερη προθεσμία της έφεσης και συνεπώς το χρονικό διάστημα από την επομένη της επίδοσης 14.11.2020 έως και την λήξη της αναστολής την 6.4.2021 δεν υπολογίζεται. Συνεπώς, η τριακονθήμερη προθεσμία για την άσκηση της έφεσης άρχισε την 7.4.2021 και έληξε την 7.5.2021 και δεν συμπληρώθηκε πριν περάσουν επιπλέον δέκα (10) ημέρες από την 7.5.2021 ήτοι έληξε την 17η .5.2021, ενόψει του ότι η εν λόγω προθεσμία παρατάθηκε μετά τη λήξη της για 40 (30 + 10) ημέρες. Επομένως, η ασκηθείσα, με κατάθεση του δικογράφου της στην Γραμματεία του εκδόσαντος την απόφαση Δικαστηρίου, την 14.5.2021, ένδικη έφεση εμπροθέσμως ασκήθηκε και πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι οι περί του αντιθέτου ισχυρισμοί του εφεσίβλητου. Για το παραδεκτό, δε, αυτής καταβλήθηκε από τους εκκαλούντες το με αρ. …………. e – παράβολο, ύψους εκατόν πενήντα (150) ευρώ (άρθ. 495 αρ. 3γ΄ ΚΠολΔ). Συνεπώς, πρέπει η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω από ουσιαστική άποψη ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια διαδικασία, με την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση.
Ο εφεσίβλητος – ενάγων με την από 20.5.2019 κλήση μετά από παραπομπή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, με γενικό και ειδικό (ΓΑΚ/ΕΑΚ αντίστοιχα) αριθμό κατάθεσης ………./23.5.2019, επανέφερε προς συζήτηση την από 22.1.2018 αγωγή του σε βάρος των εφεσίβλητων – εναγόμενων, η οποία είχε κατατεθεί στη Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./23.1.2018, εκδοθείσας της υπ’ αριθ. 914/2019 απόφασης του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία αυτό κηρύχθηκε κατά τόπον αναρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής και παρέπεμψε την υπόθεση προς εκδίκαση στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με την αγωγή ισχυρίστηκε ότι το έτος 2008 συνέστησε με τον πρώτο εναγόμενο και τη σύζυγο του τελευταίου, …………, τη ναυτιλιακή εταιρεία πλοίων αναψυχής με την επωνυμία «………..», με έδρα τον δήμο …………, Αττικής και αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση κυριότητας για εκμετάλλευση δύο ιστιοπλοϊκών σκαφών, τύπου Bavaria 50 cruiser το πρώτο και Bavaria 46 cruiser το δεύτερο, η οποία καταχωρήθηκε στο Μητρώο ναυτιλιακών εταιρειών πλοίων αναψυχής στις 20.2.2008 με αύξοντα αριθμό ……. Ότι, ενώ το εταιρικό κεφάλαιο ορίστηκε στο ποσό των 480.000 ευρώ, με ποσοστά έκαστος των ανωτέρω 50%, 25% και 25%, στην πραγματικότητα ουδέν ποσό κατέβαλαν οι ιδρυτές στο ταμείο της εταιρείας κατά τη σύστασή της και ότι προκειμένου να αποκτηθεί η κυριότητα των ανωτέρω σκαφών, έναντι του συνολικού τιμήματος των 380.200 ευρώ, ο ενάγων κατέβαλε προς τον πωλητή για λογαριασμό της υπό σύσταση ναυτιλιακής εταιρείας και ως προκαταβολή μέρος του τιμήματος της πώλησης, ποσού 167.550 ευρώ, προβαίνοντας, έτσι, άτυπα σε άτοκο δάνειο προς την υπό ίδρυση ναυτιλιακή εταιρεία, το οποίο του επιστράφηκε μέχρι το τέλος του έτους 2009. Ότι στις 17.3.2008 ήτοι μετά την σύστασή της, η ναυτιλιακή εταιρεία (στο εξής ΝΕΠΑ) συνήψε δύο δανειακές συμβάσεις με την «Τράπεζα ………..», συνολικού ποσού 314.000 ευρώ, για τη χρηματοδότηση της αγοράς των ανωτέρω σκαφών, στα οποία ο ενάγων συμβλήθηκε ως εγγυητής. Ότι έως το 2012 ο ενάγων ενημερωνόταν για την πορεία της εταιρείας από τον ορισθέντα ως διαχειριστή και νόμιμο εκπρόσωπό της, πρώτο εναγόμενο, έκτοτε, όμως, αυτός διαχειριζόταν την εταιρική περιουσία για προσωπικό όφελος. Ότι, συγκεκριμένα, μετά την αποπληρωμή των δανείων και την εξάλειψη των εγγραφεισών επί των σκαφών υποθηκών, τον Μάρτιο του έτους 2016, με την από 30.3.2016 απόφαση της ΓΣ, στην οποία δεν παρέστη ο ενάγων, ως νέα έδρα της εταιρείας ορίστηκε η διεύθυνση γραφείων της εταιρείας όπου εργαζόταν ο πρώτος εναγόμενος και ως νέο μέλος του ΔΣ ορίστηκε ο αδερφός του, δεύτερος εναγόμενος, με συνέπεια τον πλήρη αποκλεισμό του ενάγοντος από τη διοίκηση της εταιρείας. Ότι την 1.11.2016 συμφωνήθηκε η πώληση από την ΝΕΠΑ των ανωτέρω σκαφών στον πρώτο εναγόμενο, έναντι συνολικού τιμήματος 180.000 ευρώ και την 12.12.2016 έλαβε χώρα έκτακτη ΓΣ των μετόχων, χωρίς να προσκληθεί ο ενάγων, στην οποία αποφασίστηκε η λύση της εταιρείας, η θέση της σε εκκαθάριση και ο ορισμός των εναγόμενων ως εκκαθαριστών, και ότι την 14.12.2016 συνήλθε νέα έκτακτη ΓΣ των μετόχων, με την οποία εγκρίθηκαν οι πράξεις της εκκαθάρισης και στη συνέχεια διεγράφη η εταιρεία από το Μητρώο. Ότι ο ενάγων ουδέποτε κλήθηκε να παραστεί, ούτε παραστάθηκε ή συναίνεσε στις αποφάσεις που λήφθηκαν κατά τις από 12.12.2016 και 14.12.2016 ΓΣ, όπως ψευδώς αναφέρεται στα πρακτικά, είναι δε αυτές άκυρες, πλην, όμως, έχουν καταστεί ήδη απρόσβλητες. Ότι οι εναγόμενοι, ως εκκαθαριστές, όφειλαν να διενεργήσουν απογραφή της εταιρικής περιουσίας, να προβούν σε κάθε πράξη αναγκαία για τη ρευστοποίησή της, να ικανοποιήσουν τους τυχόν δανειστές και να καταβάλουν το εναπομείναν κεφάλαιο στους μετόχους της εταιρείας, αντιθέτως, όμως, μετά την εκκαθάριση δεν διένειμαν το ποσό των 180.000 ευρώ από την πώληση των δύο σκαφών, το οποίο καρπώθηκε εξ ολοκλήρου ο πρώτος εναγόμενος, καθώς και το ποσό των 301.525,45 ευρώ από τα εναπομείναντα καθαρά κέρδη των ετών 2008- 2016, όπως ειδικότερα αναλύεται στην αγωγή, που αμφότεροι οι εναγόμενοι ιδιοποιήθηκαν. Ότι ο ενάγων, ως μέτοχος, κατά ποσοστό 50%, δικαιούτο να λάβει κατά τη διαδικασία της εκκαθάρισης και τη διανομή του εναπομείναντος κεφαλαίου, συνολικού ποσού, κατά τα ανωτέρω, 481.525,45 ευρώ, το ποσό των 240.762,73 ευρώ, κατά το οποίο ζημιώθηκε από την προπεριγραφείσα παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγόμενων. Με βάση αυτό το ιστορικό, ο ενάγων ζήτησε, με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξίας και λόγω προσβολής του μετοχικού του δικαιώματος, που συνιστά στοιχείο της προσωπικότητάς του, α) να αναγνωριστεί ότι υπέστη ζημία ύψους 240.762,73 ευρώ, β) να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν, ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, το ποσό των 30.000 ευρώ, τα ανωτέρω δε ποσά νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δίκασε επί της εν λόγω αγωγής μετά από παραπομπή, αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε την με αρ. 3226/2020 οριστική απόφασή του και έκρινε ότι η αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας προσκομίστηκε το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου, παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του (άρθρα 7, 9, 10, 12 παρ. 1, 13, 18, 14 παρ. 2, 22 και 35 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ. 1 περ. α’, παρ. 2 εδ. α’, παρ. 3 περ. Α του ν. 2172/1993, ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς), κατά την τακτική διαδικασία. Περαιτέρω, με την εκκαλουμένη απόφαση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι ο ενάγων νομιμοποιείται ενεργητικά στην άσκηση της αγωγής, όσον αφορά μεν στο χρηματικό ποσό των 90.000 ευρώ, που αποτελεί το μερίδιό του, κατά ποσοστό 50%, επί του τιμήματος της πώλησης των σκαφών από τη ΝΕΠΑ προς τον 1ο εναγόμενο και το οποίο ο ενάγων ισχυρίζεται ότι υπεξαιρέθηκε από τον 1ο εναγόμενο, διότι, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, ο ίδιος είναι ο άμεσα ζημιωθείς και όχι το νομικό πρόσωπο της εταιρείας, εφόσον συντρέχουν ειδικά στο πρόσωπό του οι όροι της αδικοπραξίας, καθώς η παράνομη ιδιοποίηση του ως άνω ποσού από τον πρώτο εναγόμενο έλαβε χώρα κατά την διανομή του προϊόντος της εκκαθαρίσεως, όταν δηλαδή κύριοι των κερδών ήταν οι εταίροι και όχι η εταιρεία. Ότι όσον αφορά στο αίτημα περί καταβολής στον ενάγοντα της αναλογίας του επί των εταιρικών κερδών, συνολικού ποσού 301.525,45 ευρώ, οι εναγόμενοι νομιμοποιούνται παθητικά, καθόσον οι ίδιοι προέβησαν, επίσης κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, σε παράνομη παρακράτηση των ανωτέρω κερδών, μετά τη διανομή τους, με άμεση ζημία του προσώπου του ενάγοντος και κατόπιν αυτών απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμους τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς των εναγόμενων. Περαιτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι η αγωγή είναι ορισμένη, καθόσον περιέχονται επαρκώς στην αγωγή περιστατικά για να θεμελιωθεί η τέλεση αδικοπραξίας σε βάρος του ενάγοντος και να στοιχειοθετηθεί η ηθική του βλάβη, συνδεόμενη και με την προσβολή στοιχείων της προσωπικότητάς του (άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ) και νόμιμη, ερειδόμενη στις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 57, 59, 297, 298, 299, 330, 914, 919, 932, 480, 340, 345, 346 ΑΚ, 375 ΠΚ και 68, 70 και 176 ΚΠολΔ. Απέρριψε ως μη νόμιμο το παρεπόμενο αίτημα να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή, κατ’ άρθρα 907, 908 παρ. 1δ ΚΠολΔ μόνο ως προς το καταψηφιστικό αίτημά της και ερεύνησε ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα την αγωγή, την οποία δέχτηκε εν μέρει, αναγνώρισε ότι ο ενάγων από την αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγόμενων υπέστη ζημία συνολικού ύψους διακοσίων σαράντα χιλιάδων επτακοσίων εξήντα δύο ευρώ και εβδομήντα τριών λεπτών (240.762,73), υποχρέωσε τους εναγόμενους να καταβάλουν, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον στον ενάγοντα το χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής και καταδίκασε τους εναγόμενους στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, το οποίο όρισε στο ποσό των τριών χιλιάδων οκτακοσίων (3.800) ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες -εναγόμενοι με την έφεσή τους, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων με τους λόγους της έφεσης και ζητούν την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης με σκοπό να απορριφθεί στο σύνολό της η σε βάρος τους αγωγή.
Από την επανεκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και από τις ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τις προτάσεις τους (άρθρα 352 παρ. 1, 201 ΚΠολΔ), λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 28.1.2008 ο ενάγων – εφεσίβλητος, ο πρώτος εναγόμενος – πρώτος εκκαλών και η σύζυγος του τελευταίου, ……………., κατάρτισαν στην Αθήνα έγγραφη σύμβαση (καταστατικό), με την οποία συνέστησαν ναυτιλιακή εταιρεία πλοίων αναψυχής [στο εξής ΝΕΠΑ] (ν. 3182/2003), με την επωνυμία «………..», έδρα τον δήμο ………, Αττικής (οδός ………………), αποκλειστικό σκοπό την απόκτηση κυριότητας, εκμετάλλευση ή διαχείριση ιδιόκτητων πλοίων αναψυχής, με ελληνική σημαία, που χαρακτηρίζονται ως επαγγελματικά, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2743/1999 ως ίσχυε τότε, διάρκεια τριακονταετή, ήτοι μέχρι την 6.2.2038 και εταιρικό κεφάλαιο 480.000 ευρώ, το οποίο διαιρέθηκε σε 480.000 ανώνυμες μετοχές ονομαστικής αξίας καθεμίας ενός (1) ευρώ (βλ. άρθρο 2 παρ. 2.1, 2.2, 2.3, 2.4.1 και 3.1 του καταστατικού). Σύμφωνα με τα αναγραφόμενα και μόνον στο ως άνω καταστατικό (άρθρα 3 παρ. 3.1.2 και 9 παρ. 9.2), -αφού όπως κατωτέρω θα αναφερθεί ουδέποτε καταβλήθηκε το ποσό του εταιρικού κεφαλαίου – το εταιρικό κεφάλαιο καταβλήθηκε από τους ιδρυτές της εταιρείας στο ταμείο αυτής ως ακολούθως: Ο εφεσίβλητος – ενάγων κατέβαλε 240.000 ευρώ και ανέλαβε 240.000 ανώνυμες μετοχές (ήτοι το 50% του εταιρικού κεφαλαίου), ενώ ο πρώτος εκκαλών – πρώτος εναγόμενος και η σύζυγός του, …………….. κατέβαλαν από 120.000 ευρώ και ανέλαβαν από 120.000 ανώνυμες μετοχές ο καθένας (ήτοι το 25% του εταιρικού κεφαλαίου ο καθένας). Πλην, όμως, παρά τα ως άνω αναγραφόμενα, στην πραγματικότητα οι τρεις ανωτέρω συνιδρυτές, όπως συνομολογούν, ουδέν ποσό κατέβαλαν στο ταμείο της εταιρείας κατά τη σύστασή της. Τέλος, ορίστηκε ότι η εταιρεία θα διοικούνταν και θα εκπροσωπούνταν από τριμελές διοικητικό συμβούλιο με εξαετή θητεία, η οποία προβλέφθηκε ότι θα παρατεινόταν αυτοδικαίως και μετά τη λήξη της και μέχρι την εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου από την, αμέσως επόμενη της λήξης, γενική συνέλευση των μετόχων, αν, για οποιονδήποτε λόγο, κατά την ως άνω λήξη της δεν εκλεγόταν νέο διοικητικό συμβούλιο (άρθρο 4 παρ. 4.1.1 και 4.3 του καταστατικού). Τα μέλη, ωστόσο, του πρώτου διοικητικού της συμβουλίου, σύμφωνα με ειδική πρόβλεψη του καταστατικού (άρθρο 4 παρ. 4.1.3), ορίστηκαν από τους συνιδρυτές της εταιρείας. Έτσι, οι ανωτέρω συνιδρυτές όρισαν τους εαυτούς τους ως μέλη του Δ.Σ. και ακολούθως εξέλεξαν πρόεδρο τον πρώτο εκκαλούντα – πρώτο εναγόμενο, ο οποίος ορίστηκε, επιπλέον, ότι θα εκπροσωπούσε και θα δέσμευε την εταιρεία διά μόνης της υπογραφής του, αντιπρόεδρο τον εφεσίβλητο – ενάγοντα και γραμματέα την …………….. (άρθρο 9 παρ. 9.3 του καταστατικού). Η ανωτέρω σύμβαση (καταστατικό) καταχωρίστηκε στο Μητρώο Ναυτιλιακών Εταιρειών Πλοίων Αναψυχής, την 20.2.2008, με αύξοντα αριθμό …. (βλ. την υπ’ αριθ. Πρωτ. …………../31.1.2013 βεβαίωση του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου / Κλάδος Ναυτιλιακής Πολιτικής / Διεύθυνση Ναυτιλιακής Πολιτικής και Ανάπτυξης/Ειδικό Μητρώο Ν.Ε.Π.Α.), οπότε και απέκτησε νομική προσωπικότητα η εταιρεία (βλ. άρθρο 2 παρ. 2 εδ. α’ του ν. 3182/2003 «Ναυτιλιακή Εταιρεία Πλοίων Αναψυχής, θέματα πλοίων αναψυχής, αναστολή προθεσμιών – πλειστηριασμών»). Ήδη πριν από τη σύσταση της εταιρείας αυτής, οι συνιδρυτές της είχαν αποφασίσει να προβούν στην αγορά δύο ιδιόκτητων πλοίων αναψυχής, πλοιοκτήτρια των οποίων θα καθίστατο η εν λόγω εταιρεία, εφόσον αποκτούσε νομική προσωπικότητα. Για το λόγο αυτό, απευθύνθηκαν στην εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………», η οποία ασκεί εμπορική δραστηριότητα, με αντικείμενο τη ναύλωση και την πώληση επαγγελματικών σκαφών και με την οποία συμφώνησαν τελικά να πωλήσει στην υπό ίδρυση εταιρεία δύο ιστιοπλοϊκά σκάφη τύπου Bavaria 50 Cruiser και Bavaria 46 Cruiser αντιστοίχως, τα οποία επρόκειτο να ναυπηγηθούν στη Γερμανία από την εταιρεία με την επωνυμία «………….». Το τίμημα για την αγορά κάθε σκάφους ανήλθε στο ποσό των 209.000 ευρώ για το πρώτο και 171.200 ευρώ για το δεύτερο, δηλαδή συνολικά για την αγορά και των δύο ανωτέρω ιστιοπλοϊκών σκαφών ανήλθε στο ποσό των 380.200 ευρώ (βλ. τα υπ’ αριθ. …./26.3.2008 και …/26.3.2008 δελτία αποστολής – τιμολόγια πώλησης που εκδόθηκαν από την πωλήτρια εταιρεία προς την εταιρεία «…………….», όταν πλέον αυτή είχε συσταθεί και είχε αποκτήσει νομική προσωπικότητα, σε συνδυασμό με την αναλυτική κατάσταση των κινήσεων του δοσοληπτικού λογαριασμού που τηρήθηκε μεταξύ των δύο ανωτέρω εταιρειών προς παρακολούθηση των μεταξύ τους οικονομικών συναλλαγών από τον Δεκέμβριο 2007 έως τον Νοέμβριο 2016). Μέρος του τιμήματος, ύψους 167.550 ευρώ συνολικά, κατέβαλε προκαταβολικά ο εφεσίβλητος – ενάγων για λογαριασμό της υπό σύσταση εταιρείας, με διαδοχικές πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν την 28.12.2007 και την 7.2.2008. Τις πληρωμές αυτές πραγματοποίησε ο εφεσίβλητος με δικά του μεν χρήματα, ενεργώντας, όμως, στο όνομα και για λογαριασμό της υπό ίδρυση τότε εταιρείας «…………..» [βλ. τα από 28.12.2007 (δύο) και από 7.2.2008 (δύο) αποδεικτικά κατάθεσης ποσών 9.850 ευρώ, 7.700 ευρώ, 90.000 ευρώ και 60.000 ευρώ, αντίστοιχα, από τον εφεσίβλητο σε λογαριασμό της ως άνω πωλήτριας εταιρείας, που τηρείτο στην τράπεζα ……….., σε συνδυασμό με την προαναφερόμενη αναλυτική κατάσταση των κινήσεων του δοσοληπτικού λογαριασμού που τηρήθηκε μεταξύ των εταιρειών «……………» και «……………»]. Με τον τρόπο αυτό, ο εφεσίβλητος προέβη ατύπως στην παροχή ισόποσου με τις ανωτέρω προκαταβολές άτοκου δανείου προς την υπό ίδρυση ναυτιλιακή εταιρεία. Όταν πλέον η εταιρεία «…………» απέκτησε νομική προσωπικότητα, συνήψε δύο δανειακές συμβάσεις με την τράπεζα Πειραιώς, για την χρηματοδότηση μέρους του τιμήματος αγοράς των δύο ανωτέρω σκαφών. Συγκεκριμένα, την 17.3.2008 καταρτίστηκαν εγγράφως μεταξύ της ναυτιλιακής εταιρείας και της τράπεζας δύο συμβάσεις δανείου, στις οποίες συμβλήθηκαν ως εκ τρίτου συμβαλλόμενοι και συγκεκριμένα ως εγγυητές, τόσο ο εφεσίβλητος, όσο και η ………… Δυνάμει των ανωτέρω συμβάσεων, η τράπεζα Πειραιώς χορήγησε στην εταιρεία «…………..» έντοκα δάνεια, ύψους 173.000 ευρώ (για τη χρηματοδότηση της αγοράς του σκάφους τύπου Bavaria 50 Cruiser) και 141.000 ευρώ (για τη χρηματοδότηση της αγοράς του σκάφους τύπου Bavaria 46 Cruiser), η αποπληρωμή των τόκων των οποίων θα γινόταν ανά εξάμηνο, αρχής γενομένης από την ημερομηνία συμπλήρωσης έξι μηνών από την εκταμίευση του κάθε δανείου, ενώ η αποπληρωμή του κεφαλαίου αυτών θα γινόταν σε δεκατέσσερις δόσεις (ύψους 12.357,15 ευρώ και 10.071,43 ευρώ αντιστοίχως), επίσης ανά εξάμηνο, αρχής γενομένης, όμως, από την ημερομηνία συμπλήρωσης δεκαοκτώ μηνών από την εκταμίευση του κάθε δανείου, καθώς, ειδικά ως προς την πληρωμή του κεφαλαίου του κάθε δανείου, συμφωνήθηκε να χορηγηθεί στη δανειολήπτρια εταιρεία περίοδος χάριτος δώδεκα μηνών (από την ως άνω εκταμίευση). Τα ποσά των δανείων εκταμιεύθηκαν την 26.3.2008 και με ένα μέρος αυτού, συνολικού ύψους 212.650 ευρώ, εξοφλήθηκε την ίδια ημέρα ολοσχερώς το συνολικό τίμημα της πώλησης των δύο ανωτέρω σκαφών (βλ. προαναφερόμενα υπ’ αριθ. ……/26.3.2008 και …./26.3.2008 δελτία αποστολής – τιμολόγια πώλησης, σε συνδυασμό με την επίσης προαναφερόμενη αναλυτική κατάσταση των κινήσεων του δοσοληπτικού λογαριασμού που τηρήθηκε μεταξύ των εταιρειών «……………» και «…………..»), οπότε και ολοκληρώθηκε η πώλησή τους στην εταιρεία «………….», ενώ με το υπόλοιπο, ύψους 101.350 ευρώ, εξοφλήθηκε μερικώς η απαίτηση του εφεσίβλητου έναντι της εταιρείας προς απόδοση του ποσού του δανείου (ύψους 167.500 ευρώ), που της είχε χορηγήσει άτοκα. Το υπόλοιπο της απαίτησης του εφεσίβλητου, ύψους 66.150 (167.500 -101.350) ευρώ, εξοφλήθηκε τμηματικά μέχρι το τέλος του έτους 2009 από τα ακαθάριστα έσοδα της εταιρείας από την εκναύλωση των προαναφερόμενων σκαφών της. Την 9.4.2008 τα δύο ανωτέρω πλοία νηολογήθηκαν στο Νηολόγιο Πειραιώς και συνάμα καταχωρίστηκαν στο ανωτέρω Νηολόγιο τα ιδιωτικά συμφωνητικά πώλησης και μεταβίβασης της κυριότητάς τους στην εταιρεία «……….», η οποία έτσι κατέστη κυρία των πλοίων αυτών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 του ΚΙΝΔ (βλ. τα εκδοθέντα από τον Νηολόγο Πειραιώς από 9.4.2008 έγγραφα εθνικότητας αυτών). Τη διαχείριση των πλοίων της αυτών ανέθεσε η πλοιοκτήτρια ναυτιλιακή εταιρεία στην εταιρεία «…………….».Με τον 1ο λόγο της έφεσης και κατά το πρώτο σκέλος αυτού οι εκκαλούντες παραπονούνται για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από την εκκαλουμένη απόφαση η οποία απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο των ισχυρισμό τους ότι τα δάνεια προς την τράπεζα Πειραιώς εξοφλήθηκαν από τα καθαρά κέρδη της εταιρείας ………….. Επί του λόγου αυτού λεκτέα τα κάτωθι: Όπως αποδεικνύεται από τα μηχανογραφικά δελτία οικονομικών στοιχείων επιχειρήσεων και επιτηδευματιών, που υπέβαλε η εταιρεία «……………» στην αρμόδια ΔΟΥ Πλοίων Πειραιώς για τα οικονομικά έτη 2009 (αφορά τη χρήση του χρονικού διαστήματος από 20.2.2008 έως 31.12.2008) και 2010 (αφορά τη χρήση του έτους 2009) και τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος που υπέβαλε η εταιρεία αυτή στην ως άνω ΔΟΥ για τα οικονομικά έτη 2010 (αφορά τη χρήση του έτους 2010), 2012 (αφορά τη χρήση του έτους 2012), 2013 (αφορά τη χρήση του έτους 2012), 2014 (αφορά τη χρήση του έτους 2013) και για τα φορολογικά έτη 2014, 2015 και 2016, κατά το έτος 2008 τα ακαθάριστα κέρδη της εν λόγω εταιρείας από την εκναύλωση των δύο ανωτέρω πλοίων της ανήλθαν στο ποσό των 113.576,79 ευρώ και τα καθαρά στο ποσό των 48.619,02 ευρώ, κατά το έτος 2009 τα ακαθάριστα κέρδη της ανήλθαν στο ποσό των 106.259,89 ευρώ και τα καθαρά στο ποσό των 55.838,25 ευρώ, κατά το έτος 2010 τα ακαθάριστα κέρδη της ανήλθαν στο ποσό των 112.483,17 ευρώ και τα καθαρά στο ποσό των 41.521,20 ευρώ, κατά το έτος 2011 τα ακαθάριστα κέρδη της ανήλθαν στο ποσό των 87.290,81 ευρώ και τα καθαρά στο ποσό των 30.297,06 ευρώ, κατά το έτος 2012 τα ακαθάριστα κέρδη της ανήλθαν στο ποσό των 74.761,45 ευρώ και τα καθαρά στο ποσό των 15.473,40 ευρώ, κατά το έτος 2013 τα ακαθάριστα κέρδη της ανήλθαν στο ποσό των 102.070,90 ευρώ και τα καθαρά στο ποσό των 43.407,45 ευρώ, κατά το έτος 2014 τα ακαθάριστα κέρδη της ανήλθαν στο ποσό των 89.584,29 ευρώ και τα καθαρά στο ποσό των 29.954,30 ευρώ, κατά το έτος 2015 τα ακαθάριστα κέρδη της ανήλθαν στο ποσό των 72.796,35 ευρώ και τα καθαρά στο ποσό των 30.295,46 ευρώ και κατά το έτος 2016 τα ακαθάριστα κέρδη της ανήλθαν στο ποσό των 70.999,85 ευρώ και τα καθαρά στο ποσό των 6.119,31 ευρώ. Συνολικά, δηλαδή, κατά τη χρονική περίοδο από 20.2.2008 έως 31.12.2016, τα ακαθάριστα κέρδη της ανωτέρω εταιρείας από την εκναύλωση των προαναφερόμενων πλοίων της ανήλθαν στο ποσό 829.823,50 ευρώ,(113.576,79 + 106.259,89 + 112.483,17 + 87.290,81 + 74.761,45 + 102.070,90 + 89.584,29 + 72.796,35 + 70.999,85 =829.823,50 ευρώ) και τα καθαρά στο ποσό των 301.525,45 ευρώ (48.619,02 + 55.838,25 + 41.521,20 + 30.297,06 + 15.473,40 + 43.407,45 + 29.954,30 + 30.295,46 + 6.119,31= 301.525,45). Σημειώνεται ότι τα οικονομικά αυτά στοιχεία κατατέθηκαν από τον πρώτο εκκαλούντα, στο πλαίσιο συζήτησης της από 13.6.2017 και με αριθ. εκθ. κατάθεσης …………../2017, αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, την οποία είχε καταθέσει ο εφεσίβλητος σε βάρος του, με αίτημα τη συντηρητική κατάσχεση των επίδικων σκαφών και δεν αμφισβητούνται από τον εφεσίβλητο, αντιθέτως τα συνομολογεί με την υπό κρίση αγωγή του, περιλαμβάνοντάς τα στο ιστορικό της. Περαιτέρω, όπως αποδεικνύεται από τις καρτέλες της τράπεζας Πειραιώς, που απεικονίζουν τις κινήσεις (χρεώσεις και πιστώσεις) του λογαριασμού εξυπηρέτησης των δύο ανωτέρω δανείων που χορηγήθηκαν από την εν λόγω τράπεζα στην εταιρεία «…………….», κατά το έτος 2008 η ως άνω εταιρεία κατέβαλε συνολικά για την εξόφληση των τόκων (συμβατικών) των δύο δανείων το ποσό των (6.640,51 + 5.412,21 =) 12.052,72 ευρώ, κατά το έτος 2009 κατέβαλε συνολικά για την εξόφληση των τόκων (συμβατικών και υπερημερίας) και μέρους του κεφαλαίου των δύο δανείων το ποσό των (7.071,52 + 16.389,19 + 3.962,85 + 1.802,76 + 13.357,67 =) 42.583,99 ευρώ, κατά το έτος 2010 κατέβαλε συνολικά για την εξόφληση των τόκων (συμβατικών και υπερημερίας), μέρους του κεφαλαίου των δύο δανείων και των ασφαλίστρων το ποσό των (11.394,31 + 998,80 + 3.097,27 + 250,60 + 15.235,66 + 12.631,75 + 204,25 + 12.417,51 =) 56.230,15 ευρώ, κατά το έτος 2011 κατέβαλε συνολικά για την εξόφληση των τόκων (συμβατικών και υπερημερίας), μέρους του κεφαλαίου των δύο δανείων και των ασφαλίστρων το ποσό των (212,05 + 15.082,61 + 15.102,02 + 172,83 + 538,46 + 11.756,55 + 12.308,59 =) 55.173,11 ευρώ, κατά το έτος 2012 κατέβαλε συνολικά για την εξόφληση των τόκων (συμβατικών και υπερημερίας), μέρους του κεφαλαίου των δύο δανείων και των ασφαλίστρων το ποσό των (14.934,49 + 173,49 + 276,78 + 14.088,56 + 12.172,05 + 141,42 + 763,72 + 10.946,24 =) 53.496,75 ευρώ, κατά το έτος 2013 κατέβαλε συνολικά για την εξόφληση των τόκων (συμβατικών), μέρους του κεφαλαίου των δύο δανείων και των ασφαλίστρων το ποσό των (16,46 + 118,48 + 13.793,19 + 13.563,73 + 109,98 + 11.241,85 + 11.048,83 + 6 =) 49.898,52 ευρώ, κατά το έτος 2014 κατέβαλε συνολικά για την εξόφληση των τόκων (συμβατικών), μέρους του κεφαλαίου των δύο δανείων και των ασφαλίστρων το ποσό των (13.346,85 + 96,39 + 13.183,27 + 10.878,08 + 78,56 + 10.744,74 =) 48.327,89 ευρώ, κατά το έτος2015 κατέβαλε συνολικά για την εξόφληση των τόκων (συμβατικών), μέρους του κεφαλαίου των δύο δανείων και των ασφαλίστρων το ποσό των (12.923,01 + 57,83 + 12.728,40 + 10.532,62 + 47,13 + 10.374,01 =) 46.663 ευρώ και κατά το έτος 2016 κατέβαλε συνολικά για την εξόφληση των τόκων (συμβατικών και υπερημερίας) και μέρους του κεφαλαίου των δύο δανείων το ποσό των (12.537,25 + 10.213,23 + 5,04 =) 22.755,52 ευρώ. Συνολικά, δηλαδή, κατέβαλε κατά τα έτη 2008 έως 2016 στην Τράπεζα Πειραιώς για τις ανωτέρω αιτίες το ποσό των (12.052,72 + 42.583,99 + 56.230,15 + 55.173,11 + 53.496,75 + 49.898,52 + 48.327,89 + 46.663 + 22.755,52 =) 387.181,65 ευρώ. Εξάλλου, αν αφαιρεθούν από τα ακαθάριστα έσοδα της εταιρείας «……………….» κατά την εννεαετία 2008-2016, τα καθαρά έσοδα αυτής, ύψους 301.525,45 ευρώ, όπως προκύπτουν από τα προαναφερθέντα οικονομικά στοιχεία, που συνεισέφερε ο 1ος εκκαλών στην ως άνω δίκη των ασφαλιστικών, προκύπτει διαφορά ύψους (829.823,50 – 301.525,45 =) 528.298,05 ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στις δαπάνες της εταιρείας κατά το άνω χρονικό διάστημα. Στο ποσό της διαφοράς αυτής περιλαμβάνονται, δεδομένου ότι δεν αποδείχθηκε το αντίθετο από τους εκκαλούντες, τα ποσά που καταβλήθηκαν στην τράπεζα Πειραιώς, για την ολοσχερή εξόφληση των προαναφερόμενων δανειακών οφειλών της ……………, δηλαδή το συνολικό ποσό των τριακοσίων ογδόντα επτά χιλιάδων εκατόν ογδόντα ενός ευρώ και εξήντα πέντε λεπτών (387.181,65). Η κρίση αυτή του παρόντος Δικαστηρίου ενισχύεται από το ότι ο εφεσίβλητος αποδεικνύει τους αγωγικούς του ισχυρισμούς, όπως έχει το βάρος να πράξει, και ειδικά: α)ότι τα καθαρά κέρδη της εταιρείας, μέρος των οποίων κατά το ποσοστό της συμμετοχής του σε αυτήν (ήτοι 50%) έπρεπε να του διανεμηθεί μετά την εκκαθάριση, ανέρχονταν στο συνολικό ποσό των 301.525,45 ευρώ για το χρονικό διάστημα λειτουργίας αυτής (έτη 2008 έως 2016), προσκομίζοντας τα μηχανογραφικά δελτία οικονομικών στοιχείων επιχειρήσεων και επιτηδευματιών που υπέβαλε η ΝΕΠΑ στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Πλοίων για τα οικονομικά έτη 2008 – 2016, τα οποία είχε προηγουμένως προσκομίσει στη δίκη των ασφαλιστικών μέτρων ο ίδιος ο πρώτος εκκαλών και δεν αμφισβητούνται από τον 2ο εκκαλούντα, β) το τίμημα της πώλησης των σκαφών στον 1ο εκκαλούντα, συνολικού ύψους 180.000, που συνομολογείται και αυτό από αμφότερους τους εκκαλούντες. Αντίθετα οι εκκαλούντες ουδόλως αποδεικνύουν την βασιμότητα του υποβληθέντος με τον 1ο λόγο της έφεσής τους (α΄ σκέλος) πως τα καθαρά κέρδη της ……………. ήταν πολύ λιγότερα από το ποσό των 301.525,45 ευρώ, που αναγράφεται στα ως άνω μηχανογραφικά δελτία οικονομικών στοιχείων επιχειρήσεων και επιτηδευματιών που υπέβαλε η ΝΕΠΑ δια του διαχειριστή της, 1ου εκκαλούντος, στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. Πλοίων, για τα οικονομικά έτη 2008 – 2016. Αποδεικτικά, όμως, στοιχεία για τον ισχυρισμό αυτό δεν επικαλούνται, ούτε προσκομίζουν οι εκκαλούντες. Μάλιστα, ειδικά για τα καθαρά κέρδη που αναγράφονται στην φορολογική χρήση 2008, ύψους 48.619,02 ευρώ και 2009, ύψους 55.838,25 ευρώ, δηλαδή συνολικού ποσού 104.457,27 ευρώ [48.619,02+ 55.838,25] οι εκκαλούντες ισχυρίζονται με τον ως άνω λόγο, ότι στην πραγματικότητα το συνολικό ποσό αυτών ανερχόταν σε 13.367,42 ευρώ και όχι όπως αναγράφεται στα προσκομισθέντα οικονομικά στοιχεία 104.457,27 ευρώ. Προς υποστήριξη της βασιμότητας του λόγου αυτού προβαίνουν στην αφαίρεση από τα καθαρά κέρδη αφενός του ποσού των 24.889,85€, που αφορά καταβληθέντα τοκοχρεολύσια (προς τράπεζα Πειραιώς) και αφετέρου του ποσού των 66.200 ευρώ, που αφορά την επιστροφή προς τον εφεσίβλητο του υπόλοιπου οφειλόμενου ποσού προς ολοσχερή εξόφλησή του από το συνολικό ποσό των 167.550 που είχε καταβάλει εξ ιδίων για την αγορά των σκαφών. Πλην, όμως, οι εκκαλούντες κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν επικαλούνται, ούτε προσκομίζουν, ώστε να αποδείξουν ότι οι παραπάνω οφειλές της εταιρείας ……… καταβλήθηκαν από τα καθαρά κέρδη αυτής. Αποδεικνύεται, εξάλλου, ότι κατά την εκταμίευση από τη ………… του ποσού των 314.000 από την τράπεζα Πειραιώς για την αγορά των σκαφών [συνολικό τίμημα αυτών 380.200€] δαπανήθηκε, για τον σκοπό αυτό, το ποσό των 212.650€, διότι το υπόλοιπο ποσό του τιμήματος, ύψους 167.550 ευρώ είχε ήδη καταβληθεί από τον εφεσίβλητο, ενώ ο ισχυρισμός των εκκαλούντων ότι ο εφεσίβλητος στο ταμείο της εταιρείας κατά τη σύσταση αυτής είχε καταβάλει μόνο το ποσό των 167.550 ευρώ και όχι το ποσό των 240.000 ευρώ, που αναγραφόταν στο καταστατικό σύστασης (βλ. σελ. 6 της έφεσης) δεν αποδείχθηκε, έρχεται, δε, σε πλήρη αντίθεση με την ομολογία των ίδιων των εκκαλούντων στο δικόγραφο της έφεσής τους, όπου ρητά αναφέρουν ότι κατά τη σύσταση της ………… ουδείς από τους συνιδρυτές εκπλήρωσε τον όρο του καταστατικού προς καταβολή του αναλογούντος σε καθένα από αυτούς μετοχικού κεφαλαίου (βλ. σελ. 3 στο τέλος της τελευταίας παραγράφου της έφεσης, όπου οι εκκαλούντες συνομολογούν ότι «..Πλην, όμως, όπως θα αναλυθεί και κατωτέρω το συμφωνημένο εταιρικό κεφάλαιο ουδέποτε καταβλήθηκε από τους συνιδρυτές.»). Συνεπώς, οι εκκαλούντες αβάσιμα ισχυρίζονται ότι ο εφεσίβλητος έπρεπε να καταβάλει στο ταμείο της ……… το ποσό των 240.000 και κατέβαλε μόνο το ποσό των 167.550 ευρώ, αποδεικνυομένου πέραν πάσης αμφιβολίας ότι το ποσό των 167.550 ο εφεσίβλητος κατέβαλε εξ ιδίων χρημάτων προς την υπό σύσταση ………….., με τη μορφή άτοκου προς αυτήν δανείου και προς διευκόλυνσή της για την αγορά των σκαφών και όχι έναντι της συνεισφοράς του στο κεφάλαιο της υπό σύσταση εταιρείας. Έως, δε, το τέλος του έτους 2009, όπως συνομολογείται, η ……….. εξόφλησε ολοσχερώς τον εφεσίβλητο για το εν λόγω άτοκο δάνειο που της είχε χορηγήσει. Περαιτέρω, η επίκληση και προσκόμιση από τους εκκαλούντες, προς απόδειξη του πρώτου σκέλους του 1ου λόγου της έφεσής τους, των ηλεκτρονικών μηνυμάτων που ανταλλάχθηκαν μεταξύ του εφεσίβλητου και του 1ου εκκαλούντος και αφορούν μηνύματα τον Μάρτιο του έτους 2012, ουδόλως αποδεικνύει τους ισχυρισμούς τους, ότι ο ίδιος ο εφεσίβλητος τους ζήτησε να καταβάλουν τα ποσά των δανείων από τα καθαρά κέρδη της εταιρείας. Αντιθέτως, ο εφεσίβλητος για την πληρωμή της δόσης του Μαρτίου 2012 ζητά στα ως άνω μηνύματα από τον 1ο εκκαλούντα να πληρώσει την δόση από τα διαθέσιμα της εταιρείας τους, τα οποία, όμως, διαθέσιμα δεν είναι απαραίτητα τα ίδια με τα κέρδη της αλλά ούτε απέδειξαν οι εκκαλούντες ότι καταβλήθηκαν από αυτά. Επίσης, το γεγονός ότι ο εφεσίβλητος συνομολογεί στο από 7.3.2012 ηλεκτρονικό μήνυμά του προς τον 1ο εκκαλούντα ότι την χρονική εκείνη περίοδο ο τελευταίος έχει χρηματοδοτήσει την ναυτιλιακή τους εταιρεία με το ποσό των 22.600 ευρώ δεν αποδεικνύει από μόνο του και τον ισχυρισμό των εκκαλούντων ότι τα δάνεια στην τράπεζα Πειραιώς καταβάλλονταν από τα καθαρά κέρδη της εταιρείας, παρά μόνο ότι για εκείνη την περίοδο (Μάρτιο του έτους 2012), που φαίνεται να υπήρχε ταμειακή δυσχέρεια, ο 1ος εκκαλών χρηματοδοτούσε με δικά του χρήματα τη ΝΕΠΑ {όπως είχε πράξει στο παρελθόν και ο εφεσίβλητος με το ποσό των 167.550 ευρώ}. Επίσης, στο ως άνω ποσό των δαπανών της ……., ύψους 528.298,05 ευρώ έχει καταβληθεί και η προμήθεια στην εταιρεία «………….» και σε ναυλομεσιτικά γραφεία της αλλοδαπής, για τη μεσιτεία τους στη ναύλωση των δύο πλοίων της, όσον δε αφορά την εν λόγω αμοιβή αυτή είχε συμφωνηθεί σε ποσοστό 20% επί του ακαθάριστου ποσού του κάθε ναύλου και, εάν μεσολαβούσε και ναυλομεσιτικό γραφείο της αλλοδαπής, επειδή η αμοιβή του τελευταίου ανερχόταν σε 10% επί του ακαθάριστου ποσού κάθε ναύλου, η αμοιβή της εταιρείας «………………» ανερχόταν σε ποσοστό 30% επί του ακαθάριστου ποσού κάθε ναύλου. Πλην, όμως, δεν αποδείχθηκε επακριβώς το ποσό που καταβλήθηκε για την μεσιτική προμήθεια. Ακόμα, όμως και εάν θεωρηθεί ότι από τις δαπάνες της …………… καταβλήθηκε για την αμοιβή του ναυλομεσίτη το ποσό των 248.947,05 ευρώ [με το υψηλότερο ποσοστό 30%(829.823,50€ ακαθάριστα έσοδα από ναυλώσεις χ 30% αμοιβή) προκύπτει διαφορά, όσον αφορά τις αναγραφόμενες δαπάνες ύψους 528.298,05€ στα παραπάνω οικονομικά στοιχεία, ποσού 107.830,65€ [387.181,65 {σύνολο δαπανών δανείου σε τρ. Πειραιώς} + 248.947,05 {αμοιβή ναυλομεσίτη με 30%} = 636.128,70€ μείον 528.298,05 = 107.830,65€] και αν υπολογιστεί η αμοιβή της …………… με 20% ήτοι ανερχόμενη στο ποσό των 165.964,70€ [829.823,50€ ακαθάριστα έσοδα Χ 20%] προκύπτει διαφορά ποσού 24.848,30€ [387.181,65 {σύνολο δαπανών δανείου σε τρ. Πειραιώς} +165.964,70€ = 553.146,35 – 528.298,05 {δαπάνες} = 24.848,3€]. Ενόψει, όμως, του ότι οι εκκαλούντες ισχυρίζονται με τον ως άνω 1ο λόγο της έφεσής τους {ά σκέλος} ότι το σύνολο του δανείου στην τράπεζα Πειραιώς (τόκοι και κεφάλαιο), ύψους 387.181,65 ευρώ και όχι συγκεκριμένο μέρος αυτού, καταβλήθηκε από τα καθαρά κέρδη της …….., ισχυρισμός που δεν αποδεικνύεται ως ουσιαστικά βάσιμος, σύμφωνα με όσα οι ίδιοι δήλωσαν στα παραπάνω οικονομικά στοιχεία που υπέβαλαν στις αρμόδιες αρχές, ενώ δεν προσκόμισαν περαιτέρω αποδεικτικά στοιχεία προς υποστήριξη του ισχυρισμού τους, το γεγονός ότι το άθροισμα των ποσών που καταβλήθηκαν για το δάνειο και τις προμήθειες δεν ξεπερνά τις δαπάνες που αναγράφονται, τις οποίες μάλιστα οι εκκαλούντες δεν εξειδικεύουν περαιτέρω και επακριβώς, προκειμένου να αποδείξουν τον βασικό ισχυρισμό τους (περί αποπληρωμής των δανείων από τα καθαρά κέρδη της …………) ως όφειλαν, δεν αρκεί από μόνο του ώστε να εξαχθεί ασφαλής δικανική κρίση περί της ουσιαστικής βασιμότητας του ισχυρισμού τους, δεδομένου ότι αφενός δεν αποδείχθηκε συμφωνία μεταξύ 1ου εκκαλούντος και εφεσίβλητου περί πληρωμής των δανείων από τα καθαρά κέρδη της ………….., όπως αβάσιμα διατείνονται οι εκκαλούντες και αφετέρου κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής στις δαπάνες περιλαμβάνονται οι πάσης φύσης υποχρεώσεις μεταξύ των οποίων και οι δανειακές τοιαύτες, όπως εν προκειμένω. Η επίκληση, δε, και προσκόμιση από τους εκκαλούντες της, χωρίς ημερομηνία, οικονομικής έκθεσης του έτους 2024, που αφορά την εταιρεία …………, για την περίοδο 2008 – 2016, που διενεργήθηκε από την συμβουλευτική εταιρεία με την επωνυμία «…………..», κατόπιν εντολής των εκκαλούντων, βασίζεται, χωρίς, όμως και να το αποδεικνύει, στην προϋπόθεση ότι τα δάνεια στην τράπεζα Πειραιώς πληρώθηκαν από τα καθαρά κέρδη και επί λέξει αναγράφει «αν αυτά δεν επαρκούν από εισφορές εταίρων – μετόχων ή τρίτων», κρίση που είναι αυθαίρετη ως αναπόδεικτη. Στην έκθεση αυτή, αφού βεβαιώνεται ότι η εν λόγω ΝΕΠΑ διένυσε την οικονομική της πορεία κερδοφόρα και με κεφαλαιακή επάρκεια και την χαρακτηρίζει, έτσι, επιτυχημένη, σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς των εκκαλούντων, αναφέρεται στο τέλος πως: «Εν κατακλείδι τα συνολικά λειτουργικά έξοδα στον οικονομικό κύκλο της εταιρείας κατά την περίοδο 2008 – 2016 διαμορφώθηκαν σε 829.823,50 ευρώ και αντίστοιχα τα λειτουργικά έξοδα σε 528.298,05 ευρώ. Τα καθαρά κέρδη της εταιρείας διαμορφώθηκαν αθροιστικά σε 301.525,45€ μέσω των οποίων πληρώθηκαν τα δανειακά κεφάλαια ποσού 314.000€ και η διαφορά του χρηματοοικονομικού κόστους των δανείων που δεν λογίστηκε στα λειτουργικά έξοδα ύψους 68.961,93». Βασιζόμενη, όμως, η εν λόγω έκθεση στον αναπόδεικτο ισχυρισμό των εκκαλούντων – εντολέων, περί καταβολής των δανειακών οφειλών της ΝΕΠΑ από τα καθαρά κέρδη, δεν κρίνεται πειστική κατά το μέρος αυτό. Με βάση τα ανωτέρω, ο ισχυρισμός των εκκαλούντων ότι το ποσό που καταβλήθηκε στην τράπεζα Πειραιώς για την εξόφληση των δύο ανωτέρω δανείων δεν προήλθε από τα ακαθάριστα αλλά από τα καθαρά κέρδη της εταιρείας «……………», τα οποία και υπερκάλυψε, με συνέπεια να υποχρεωθεί ο πρώτος εκκαλών να καταβάλει εξ ιδίων χρήματα για την εξυπηρέτηση των δανειακών υποχρεώσεων της εταιρείας, τυγχάνει ουσία αβάσιμος και, ως εκ τούτου, απορριπτέος. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι όποια ποσά κατέβαλε περιστασιακά ο πρώτος εκκαλών από ίδια κεφάλαια προκειμένου να καλύψει τρέχοντα χρέη της εταιρείας «……………», όποτε αυτή στερείτο ταμειακής ρευστότητας, του επιστράφηκαν στη συνέχεια εξ ολοκλήρου από τα ακαθάριστα κέρδη της εταιρείας. Συγκεκριμένα, από την έγγραφη εκτύπωση της μεταξύ των διαδίκων, ηλεκτρονικής αλληλογραφίας, που τέθηκε υπόψη του παρόντος Δικαστηρίου, αποδεικνύεται ότι όποια ποσά κατέβαλε περιστασιακά ο πρώτος εκκαλών από ίδια κεφάλαια, ήτοι 5.000 ευρώ στις 3.8.2010 και 22.600 ευρώ συνολικά κατά το χρονικό διάστημα από τον Μάρτιο 2010 έως τον Μάιο 2011, προκειμένου να καλύψει τρέχοντα χρέη της εταιρείας «……………», όποτε αυτή στερείτο ταμειακής ρευστότητας, του επιστράφηκαν στη συνέχεια εξ ολοκλήρου από τα ακαθάριστα κέρδη της εταιρείας. Επομένως, οποιαδήποτε απαίτηση είχαν έναντι της εταιρείας τους τόσο ο εφεσίβλητος όσο και ο πρώτος εκκαλών για χρήματα που της είχαν δανείσει ατύπως για διάφορες αιτίες [και δη για το υπόλοιπο του δανείου που είχε χορηγήσει σ’ αυτήν ατύπως ο εφεσίβλητος προκαταβάλλοντας μέρος του τιμήματος των σκαφών της ή για το σύνολο των ποσών που κατέβαλε περιστασιακά ο πρώτος εκκαλών για την πληρωμή ορισμένων χρεών της], είχαν ήδη εξοφληθεί από τα ακαθάριστα κέρδη της εταιρείας από την εκναύλωση των σκαφών σε χρόνο πολύ προγενέστερο της λύσης αυτής, που έλαβε χώρα το έτος 2016. Τα καθαρά κέρδη, συνεπώς, κατά τα έτη 2008 – 2016 έμεναν αυτούσια στο ταμείο της εταιρείας στο τέλος κάθε εταιρικής χρήσης, όπως αυτό απεικονίζεται στα οικονομικά στοιχεία που υπέβαλε για κάθε χρήση η εταιρεία, διαθέσιμα προς διανομή στους μετόχους της, απορριπτομένου ως ουσιαστικά αβάσιμου και του ισχυρισμού των εκκαλούντων με τον λόγο αυτό της έφεσης πως όταν λύθηκε η εταιρεία, αυτή ήταν ζημιογόνα, γεγονός που αντικρούεται και από την προαναφερόμενη έκθεση οικονομικού ελέγχου που προσκόμισαν οι ίδιοι οι εκκαλούντες, όπου αναφέρεται ότι αυτή ήταν επικερδής. Κατόπιν αυτών, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως, αν και με διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται από την παρούσα (άρθ. 532 ΚΠολΔ) ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος ο 1ος λόγος της έφεσης κατά το α΄ σκέλος αυτού. Με τον 1ο λόγο της έφεσης και κατά το δεύτερο σκέλος του οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι και βάσιμος υποτιθέμενος ο ισχυρισμός του εφεσίβλητου ότι τα δάνεια εξοφλήθηκαν από τα ακαθάριστα κέρδη της εταιρείας, η απαίτησή του για το ποσό των κερδών προς διανομή έχει ως αιτία την εταιρική σύμβαση και εξ όσων αναφέρει στην αγωγή του δεν συντρέχουν άλλοι αυτοτελείς λόγοι παραγωγικοί της επικαλούμενης από τον εφεσίβλητο υποχρέωσής τους για αποζημίωση και ότι ακόμα περισσότερο δεν συντρέχουν ατομικά για κάποιον από τους εκκαλούντες οι όροι της αδικοπραξίας. Ομοίως, με τον 3ο λόγο της έφεσής τους ισχυρίζονται ότι η αγωγή έπρεπε να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησής τους, αναφορικά με το ποσό των 150.762,73 ευρώ που αντιστοιχεί στην αναλογία του εφεσίβλητου επί των δήθεν κερδών της εταιρείας, αφού και βάσιμος υποτιθέμενος ο εν λόγω ισχυρισμός η απαίτησή του για το ποσό των κερδών προς διανομή έχει ως αιτία την εταιρική σύμβαση και εξ όσων αναφέρει στην αγωγή του δεν συντρέχουν άλλοι αυτοτελείς λόγοι παραγωγικοί της επικαλούμενης από τον εφεσίβλητο υποχρέωσής τους για αποζημίωση και ότι ακόμα περισσότερο δεν συντρέχουν ατομικά για κάποιον από τους εκκαλούντες οι όροι της αδικοπραξίας. Επί των λόγων αυτών λεκτέα τα εξής: Ο εφεσίβλητος προκειμένου να θεμελιώσει την παθητική νομιμοποίηση των εκκαλούντων όσον αφορά την απαίτησή του για το ποσό των καθαρών κερδών προς διανομή, ήτοι για το ποσό που αναλογούσε σε αυτόν ύψους 150.762,73 ευρώ αναφέρει στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής του ότι τα καθαρά κέρδη της εταιρίας που δεν είχαν διανεμηθεί κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της ανήλθαν στο ποσό των 301.525,45 ευρώ, ποσό το οποίο με τη λύση της εταιρείας αποτελούσε το διανεμητέο προϊόν της εκκαθάρισης, τότε δηλαδή που κύριοι των κερδών ήταν οι εταίροι και όχι η εταιρεία, όπως αβάσιμα ισχυρίζονται οι εκκαλούντες, το οποίο αυτοί (οι εκκαλούντες) παράνομα παρακράτησαν στο σύνολό του, αφού δεν το διένειμαν, όπως είχαν υποχρέωση ως εκκαθαριστές, με άμεση ζημία του εφεσίβλητου, συνισταμένη στο ως άνω ποσό της αναλογίας του εταιρικού του μεριδίου, εκ ποσοστού 50% , [ήτοι 150.762,73 ευρώ]. Ότι σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο δικόγραφο της ένδικης αγωγής αμφότεροι οι εκκαλούντες, ως εκκαθαριστές, δεν προέβησαν στη διανομή του ποσού των εταιρικών κερδών στους μετόχους της εταιρείας αλλά ιδιοποιήθηκαν αυτό προκαλώντας έτσι στον εφεσίβλητο, παράνομα και υπαίτια, ζημία, ίση με το χρηματικό ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων επτακοσίων εξήντα δύο ευρώ και εβδομήντα τριών λεπτών (301.525,45 ευρώ εταιρικά κέρδη χ 50%=150.762,73] ευρώ, ήτοι ίση με το μερίδιο που αναλογούσε στον εφεσίβλητο. Επομένως, σύμφωνα με τα παραπάνω εκτιθέμενα στην αγωγή θεμελιώνεται η παθητική νομιμοποίηση των εκκαλούντων – εναγομένων, ως εκκαθαριστών της ανωτέρω εταιρείας, ως προς το ποσό των 150.762,73 ευρώ που αφορά το μερίδιο του εφεσίβλητου- ενάγοντος στο προϊόν εκκαθάρισης. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που εκτίμησε το δικόγραφο της αγωγής ομοίως και έκρινε τα ίδια, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εκκαλούντων, που επαναφέρονται με τον πρώτο λόγο, β΄ σκέλος και τον 3ο λόγο της έφεσής τους και αφορά την διαδικαστική προϋπόθεση της παθητικής τους νομιμοποίησης. Με τον δεύτερο λόγο της έφεσής τους οι εκκαλούντες επαναφέρουν τον πρωτοδίκως προταθέντα ισχυρισμό τους ότι δεν νομιμοποιείται ενεργητικά ο εφεσίβλητος για το ποσό των 90.000 ευρώ (ήτοι το 50% από το τίμημα της πώλησης των σκαφών της εταιρείας στον 1ο εκκαλούντα), ο οποίος συνιστά όχι ένσταση αλλά άρνηση της αγωγής πρέπει, δε, να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Ειδικότερα λεκτέα τα ακόλουθα: Ως νομιμοποίηση των διαδίκων (άρθρο 68 ΚΠολΔ), η οποία συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης, νοείται η εξουσία διεξαγωγής ορισμένης δίκης για συγκεκριμένη έννομη σχέση, δηλαδή για βιοτική σχέση προσώπου με άλλο πρόσωπο ή με αντικείμενο, η οποία καθορίζεται κατά κανόνα από το ουσιαστικό δίκαιο ως προς τους φορείς της και το αντικείμενό της και η οποία έχει ως περιεχόμενο ή ως έννομη συνέπεια, δικαίωμα ή υποχρέωση, ή δέσμη δικαιωμάτων και υποχρεώσεων. Για τη νομιμοποίηση των διαδίκων, αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης και η παράθεση στην αγωγή των περιστατικών που θεμελιώνουν τον ισχυρισμό του ώστε, αν δεν εκτίθενται στην αγωγή περιστατικά ενεργητικής και παθητικής νομιμοποίησης των διαδίκων, στοιχείο που ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 73 ΚΠολΔ), η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη, ενώ, αν εκτίθενται αλλά δεν αποδεικνύονται τα θεμελιωτικά της νομιμοποίησης περιστατικά, η αγωγή απορρίπτεται ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, η δε απόκρουση της νομιμοποίησης από τον εναγόμενο αποτελεί άρνηση και όχι ένσταση. Η εν λόγω διαδικαστική προϋπόθεση συνιστά ουσιαστική προϋπόθεση παροχής δικαστικής προστασίας, η δε παραβίασή της εμπίπτει στον αναιρετικό λόγο για ευθεία παράβαση ουσιαστικού κανόνα δικαίου (ΑΠ 75/2018 ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση, ο εφεσίβλητος προκειμένου να θεμελιώσει την ενεργητική του νομιμοποίηση εναντίον των εκκαλούντων – εκκαθαριστών, επικαλείται την παράνομη ιδιοποίηση από τον 1ο εκκαλούντα – εναγόμενο του ποσού των 180.000 ευρώ από την πώληση σε αυτόν των σκαφών της εταιρείας, που έλαβε χώρα κατά την διανομή από τους εκκαλούντες του προϊόντος της εκκαθάρισης, όταν δηλαδή κύριοι των κερδών ήταν οι εταίροι και όχι η εταιρεία, οπότε γεννήθηκε, κατά τους ως άνω αγωγικούς ισχυρισμούς, η ενοχική αξίωση στο πρόσωπο του ενάγοντος – εφεσίβλητου, ως άμεσα ζημιωθέντος, επί του προϊόντος της εκκαθάρισης που δεν διανεμήθηκε σ΄ αυτόν από τους εκκαθαριστές – εκκαλούντες, για το ποσό των ενενήντα χιλιάδων (90.000) ευρώ (180.000 ευρώ Χ 50% του εταιρικού κεφαλαίου),που αντιστοιχεί στο ποσοστό συμμετοχής του και το οποίο δεν του κατέβαλαν οι εκκαθαριστές, ήτοι αμφότεροι οι εκκαλούντες, ως όφειλαν. Επομένως, σύμφωνα με τα παραπάνω εκτιθέμενα στην αγωγή θεμελιώνεται η ενεργητική νομιμοποίηση του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου – μετόχου της ανωτέρω εταιρείας όσον αφορά το μερίδιό του από το τίμημα πώλησης των σκαφών στον πρώτο εναγόμενο. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που εκτίμησε το δικόγραφο της αγωγής ομοίως και έκρινε τα ίδια, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εκκαλούντων, που επαναφέρονται με τον δεύτερο λόγο της έφεσής τους. Με τον 4ο λόγο της έφεσης οι εκκαλούντες παραπονούνται γιατί το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την ένστασή τους περί αοριστίας της αγωγής όσον αφορά την αδικοπρακτική τους ευθύνη, για τον λόγο ότι δεν εκτίθενται σε αυτό συγκεκριμένες πράξεις και συμπεριφορές ιδιοποίησης, που να συνιστούν αδικοπραξία, δια της προσβολής του ενοχικού δικαιώματος του εφεσίβλητου, δηλαδή ποιά συγκεκριμένη συμπεριφορά τούς αποδίδει ο εφεσίβλητος, που να στοιχειοθετεί την τέλεση αδικοπραξίας σε βάρος του. Επ΄ αυτού λεκτέα τα ακόλουθα:
Για το κατά τη διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ ορισμένο αγωγής με την οποία ζητείται αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας του εναγόμενου, αρκεί να εκτίθενται στο δικόγραφο αυτής τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, τα οποία κατά νόμο θεμελιώνουν την παράνομη ζημιογόνο συμπεριφορά του εναγόμενου, ότι η συμπεριφορά αυτή είναι υπαίτια (συντρέχει, δηλαδή, δόλος ή αμέλεια του εναγόμενου), ότι εξ αυτής προκλήθηκε ζημία στον ενάγοντα, η οποία τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο με τη συμπεριφορά του εναγόμενου και το ποσόν αυτής καθορίζεται κατά την αιτία του, εάν δε με την αγωγή γίνεται επίκληση της αόριστης νομικής έννοιας της αμελείας, είναι επιτρεπτή η συγκεκριμενοποίηση αυτής με βάση τα ειδικότερα περιστατικά, τα οποία προκύπτουν από την αποδεικτική διαδικασία και τη θεμελιώνουν, έστω και εάν δεν συμπίπτουν πλήρως με τα επικαλούμενα στην αγωγή, χωρίς να επέρχεται για το λόγο αυτό ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης αυτής (ΑΠ 367/2020, ΑΠ 46/2020, ΑΠ 93/2016, ΑΠ 77/2014, ΑΠ 225/2014, ΑΠ 1513/2014 Τ.Ν.Π. «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 847/2010 ΕφΑΔ 2011 200, ΕφΠειρ 664/2015 ΔΕΕ 2016 376 ). Ενόψει των ανωτέρω, το πραγματικό του «λευκού» κανόνα δικαίου του άρθρου 914 ΑΚ πληρούται όταν συντρέχουν οι όροι της αντικειμενικής και υποκειμενικής υποστάσεως ποινικού αδικήματος, όπως η υπεξαίρεση (άρθρο 375 ΑΚ). Η δόλια προαίρεση του δράστη, περιλαμβάνουσα τη συνείδηση ότι το πράγμα είναι ξένο και τη θέληση παράνομης ιδιοποιήσεως αυτού, εκδηλώνεται με οποιαδήποτε ενέργειά του, η οποία συνιστά εξωτερίκευση της θελήσεώς του να το ενσωματώσει στην περιουσία του, ο χρόνος δε της εξωτερικεύσεως της θελήσεώς αυτής είναι και ο χρόνος τελέσεως του εγκλήματος της υπεξαιρέσεως (ΑΠ 871/2020 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 7/2023 ΝΟΜΟΣ).
Στην προκειμένη περίπτωση ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, δεδομένου ότι ο ενάγων εκθέτει με σαφήνεια και πληρότητα τα πραγματικά περιστατικά, όπως αυτά αναφέρθηκαν παραπάνω. Ειδικότερα ο εφεσίβλητος αναφέρει στην αγωγή του ότι: α)οι εκκαλούντες με το να μην προβούν στη διανομή του ανωτέρω ποσού των 180.000 ευρώ στους μετόχους της εταιρείας «…………………», ως είχαν υποχρέωση ως εκκαθαριστές αυτής κατά τη διανομή του προϊόντος της εκκαθαρίσεως, αλλά αντιθέτως συνέπραξαν για να ιδιοποιηθεί παράνομα ο πρώτος εξ αυτών το σύνολο του χρηματικού αυτού ποσού, το οποίο είχε περιέλθει στην κατοχή τους ως εκ της ως άνω ιδιότητάς τους (εκκαθαριστές), δια της πώλησης σε αυτόν (πρώτο εναγόμενο) των σκαφών και την καταβολή προς την υπό εκκαθάριση εταιρεία του τιμήματος της πώλησης, άρα και το μερίδιο που αναλογούσε στον εφεσίβλητο, ύψους ενενήντα χιλιάδων ευρώ (180.000 ευρώ Χ 50% του εταιρικού κεφαλαίου = 90.000€), προκλήθηκε στον τελευταίο παράνομα και υπαίτια ζημία ίση με το προαναφερόμενο χρηματικό ποσό των 90.000 ευρώ, που δεν του απέδωσαν ως όφειλαν. Έτσι συνέπραξαν για να τελεστεί η αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης (άρθρο 375 ΠΚ) σε βάρος του ενάγοντος και β)Με το να μην προβούν, αμφότεροι οι εκκαλούντες, ως εκκαθαριστές, στη διανομή του προϊόντος της εκκαθάρισης (ήτοι του συνόλου των καθαρών κερδών) και να μην αποδώσουν στον εφεσίβλητο – ενάγοντα το μερίδιό του, το οποίο ιδιοποιήθηκαν, προκάλεσαν σ’ αυτόν ζημία ίση με το χρηματικό ποσό των150.762,73 ευρώ (301.525,45 ευρώ χ 50%). Επομένως ο ενάγων περιέλαβε όλα τα αναγκαία για το ορισμένο της αγωγής του στοιχεία και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ορισμένη την αγωγή του ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και πρέπει ο 4ος λόγος της έφεσης να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Η προβλεπόμενη στο άρθρο 932 ΑΚ αξίωση χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη στοχεύει στην εξισορρόπηση των δυσμενών καταστάσεων που δημιουργούνται συνεπεία μιας αδικοπραξίας και στην παροχή της απαιτούμενης οικονομικής ευχέρειας για την υπερπήδηση ή τη μείωση της μη περιουσιακής βλάβης που επήλθε και για την ανακούφιση του δικαιούχου από τη λύπη, τη στενοχώρια και γενικά τον πόνο που προκάλεσε η προσβολή ενός αγαθού μη αποτιμητού σε χρήμα (ΟλΑΠ 21/2000 ΕλλΔικ 42/56, ΟλΑΠ 1117/1986 ΕλλΔικ 28/113). Για να είναι ορισμένη η αγωγή για την επιδίκαση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης, πρέπει ο ενάγων να εκθέτει σε αυτήν τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας και το είδος της προσβολής του, ενώ ειδικότεροι προσδιορισμοί, όπως η έκταση της βλάβης που υπέστη ο παθών, η βαρύτητα του πταίσματος του υπαιτίου, καθώς και οι συμπαρομαρτούσες συνθήκες, ήτοι η περιουσιακή κατάσταση των διαδίκων, η κοινωνική τους θέση, οι προσωπικές σχέσεις των διαδίκων, ο ποινικός χαρακτήρας της πράξης του υπαιτίου κ.λπ., αποτελούν είτε ιδιότητες των στοιχείων που συνθέτουν την ιστορική βάση της αγωγής (έκταση βλάβης, βαρύτητα πταίσματος), είτε περιστατικά που λαμβάνονται υπ’ όψιν για να καθοριστεί το εύλογο χρηματικό ποσό για την ικανοποίηση του παθόντος (συμπαρομαρτούσες συνθήκες) και δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεσή τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής, ούτε περί τούτων διατάσσεται απόδειξη αλλά το Δικαστήριο αποφαίνεται γι’ αυτά κατά κρίση ελεύθερη [ΑΠ 981/2015, ΑΠ 732/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ (Μον) 152/2017, ΕφΠειρ 15/2015 ΝΟΜΟΣ].
Επομένως, ο ενάγων με το να εκθέσει στην αγωγή του τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, όπως αυτές προαναφέρθηκαν και το είδος της προσβολής του, ήτοι την ηθική του βλάβη που υπέστη κατέστησε ορισμένο το δικόγραφό του, ενόψει του ότι οι λοιπές συνθήκες δεν αποτελούν ίδια και αυτοτελή στοιχεία, ώστε η παράθεσή τους να είναι απαραίτητη για την πληρότητα της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ομοίως την αγωγή ορισμένη με αιτιολογία η οποία αντικαθίσταται από την παρούσα ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών των εκκαλούντων, που επαναφέρονται με τον 5ο λόγο της έφεσής τους. Με τον 6ο λόγο της έφεσης παραπονούνται οι εκκαλούντες για εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εξαιτίας του οποίου επιδίκασε σε βάρος τους το ποσό των τριών χιλιάδων (3.000€) ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του εφεσίβλητου από την σε βάρος του αδικοπραξία τους, την οποία αρνούνται. Επί του λόγου αυτού λεκτέα τα εξής: Σε συνέχεια όσων έγιναν δεκτά παραπάνω στον 1ο λόγο πρώτο σκέλος της έφεσης, αποδεικνύεται, περαιτέρω, ότι τα δύο δάνεια που είχε λάβει η εταιρεία «…………….» από την τράπεζα Πειραιώς για την αγορά των δύο πλοίων της εξοφλήθηκαν ολοσχερώς το μεν πρώτο την 29.3.2016, το δε δεύτερο την 21.6.2016. Κατόπιν αυτού, η ως άνω τράπεζα συναίνεσε με μονομερή συμβολαιογραφική δήλωσή της στην εξάλειψη της απλής ναυτικής υποθήκης που είχε εγγραφεί, δυνάμει των υπ’ αριθ. …../8.5.2008 και …../8.5.2008 συμβολαίων, της συμβολαιογράφου Πειραιώς, ………….., τόσο επί του πλοίου «Ρ» όσο και επί του πλοίου «Λ», για την εξασφάλιση των απαιτήσεών της που απέρρεαν από τις δύο ανωτέρω δανειακές συμβάσεις (βλ. τις υπ’ αριθ. ………/30.8.2016 και ………/30.8.2016 πράξεις εξάλειψης υποθήκης που συντάχθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……………) και ακολούθως οι ως άνω ναυτικές υποθήκες εξαλείφθηκαν από το Ναυτικό Υποθηκολόγιο του λιμένα Πειραιώς. Στο μεταξύ, την 5.2.2016 συνήλθε το Διοικητικό Συμβούλιο της εταιρείας «……………» στο κατάστημα της έδρας αυτής και αποφάσισε να συγκαλέσει τη Γενική Συνέλευση των μετόχων της εταιρείας στις 10.3.2016, προκειμένου να αποφασίσει για την αλλαγή της έδρας της εταιρείας και την εκλογή νέου Δ.Σ. Ωστόσο, το Διοικητικό Συμβούλιο δεν βρισκόταν σε απαρτία κατά τη συνεδρίαση της 5.2.2016, καθώς σ’ αυτήν παραβρέθηκαν μόνο τα δύο από τα τρία μέλη του (ήτοι ο πρώτος εκκαλών και η σύζυγός του, …………..), ενώ δεν παραβρέθηκε το τρίτο μέλος του, ήτοι ο εφεσίβλητος. Στις 10.3.2016 συγκλήθηκε η έκτακτη Γενική Συνέλευση των μετόχων, ενόψει, δε, του ότι δεν βρισκόταν σε απαρτία, δεδομένου ότι απουσίαζε ο εφεσίβλητος, που εκπροσωπούσε το 50% του εταιρικού κεφαλαίου (βλ. το πρακτικό της έκτακτης Γ.Σ. της 10.3.2016), ματαιώθηκε και συνήλθε πάλι την 30.3.2016 οπότε και απουσίαζε και πάλι ο εφεσίβλητος, ωστόσο, βρισκόταν σε απαρτία, καθώς δεν απαιτείτο πλέον γι’ αυτήν (την απαρτία) η εκπροσώπηση συγκεκριμένου ποσοστού εταιρικού κεφαλαίου στη Γ.Σ. και εκλέχθηκε ομόφωνα νέο ΔΣ, αποτελούμενο από τον πρώτο εκκαλούντα, τη σύζυγό του, …………… και τον αδερφό του – δεύτερο εκκαλούντα, που αντικατέστησε τον εφεσίβλητο (βλ. το πρακτικό της έκτακτης Γ.Σ. της 30.3.2016). Στη συνέχεια, το νέο Δ.Σ. της εταιρείας «…………….», που στο μεταξύ είχε εκλέξει ως Πρόεδρο τον πρώτο εκκαλούντα, ως Αντιπρόεδρο την ………… και ως Γραμματέα τον δεύτερο εκκαλούντα, συνεδρίασε την 24.10.2016 και έλαβε, με ομόφωνη γνώμη και των τριών μελών του, την απόφαση να πωλήσει τα δύο πλοία της και να εξουσιοδοτήσει το μέλος της …………… να προβεί στην άνω πώληση για λογαριασμό της εταιρείας, υπογράφοντας και τα πωλητήρια συμβόλαια (βλ. το υπ’ αριθ. 1 Πρακτικό της συνεδρίασης του Δ.Σ. κατά την 24.10.2016). Πράγματι, την 1.11.2016 η εταιρεία «………….», εκπροσωπούμενη από την ως άνω Αντιπρόεδρο του Δ.Σ. της, κατάρτισε εγγράφως δύο συμβάσεις με τον πρώτο εκκαλούντα, δυνάμει των οποίων του πώλησε τα δύο πλοία της, «Ρ» και «Λ» αντί τιμήματος 100.000 και 80.000 ευρώ αντίστοιχα, ήτοι 180.000 ευρώ συνολικά, το οποίο και καταβλήθηκε αμέσως και συγχρόνως τού μεταβίβασε την κυριότητα των εν λόγω πλοίων για την ανωτέρω αιτία (βλ. τα σχετικά από 1.11.2016 ιδιωτικά συμφωνητικά πώλησης και μεταβίβασης κυριότητας επαγγελματικού σκάφους). Με την καταχώριση των ως άνω ιδιωτικών συμφωνητικών στο Νηολόγιο Πειραιώς, που διενεργήθηκε την 2.12.2016 (βλ. τα εκδοθέντα από τον Νηολόγο Πειραιώς από 2.12.2016 έγγραφα εθνικότητας των ως άνω πλοίων), ο πρώτος εκκαλών κατέστη κύριος των παραπάνω πλοίων (βλ. άρθρο 6 του ΚΙΝΔ). Αμέσως μετά την πώληση των πλοίων της, αποφασίστηκε από την έκτακτη Γενική Συνέλευση των μετόχων της η λύση της εταιρείας «…………..», η θέση αυτής σε εκκαθάριση και η εκλογή ως εκκαθαριστών των εκκαλούντων, όπως προκύπτει από το σχετικό πρακτικό της Γ.Σ. της 12.12.2016. Στο εν λόγω πρακτικό, το οποίο φέρεται να υπογράφεται από άπαντες τους μετόχους της ανωτέρω εταιρείας, αναφέρεται ότι ήταν όλοι τους παρόντες στη Γ.Σ., ότι παραιτήθηκαν από προηγούμενη έγγραφη πρόσκλησή τους και ότι έλαβαν ομόφωνα τις ανωτέρω αποφάσεις, γεγονός που αμφισβητείται από τον εφεσίβλητο, ο οποίος ισχυρίζεται ότι ουδέποτε προσκλήθηκε στη συγκεκριμένη Γ.Σ., ούτε έλαβε γνώση με οιονδήποτε άλλο τρόπο της σύγκλησης αυτής, ούτε παρέστη ή εκπροσωπήθηκε σ’ αυτήν και συνακόλουθα δεν συμμετείχε ποτέ στη λήψη των ανωτέρω αποφάσεων ούτε υπέγραψε ποτέ το συγκεκριμένο πρακτικό. Ο δε εφεσίβλητος προσκομίζει και επικαλείται έγγραφα, μεταξύ των οποίων αποτελέσματα ιατρικών εξετάσεων του πατέρα του, συνοδευόμενου από τον ίδιο (τον εφεσίβλητο), που έλαβαν χώρα στις 12.12.2016 σε κλινική στη Θεσσαλονίκη και πληρεξούσιο εγγράφου που συντάχθηκε παρουσία του ενώπιον συμβολαιογράφου στην ……. Χαλκιδικής, στις 13.12.2016, με βάση τα οποία αποδεικνύεται ότι δεν παρευρισκόταν στην ανωτέρω Γ.Σ., καθώς βρισκόταν στη Θεσσαλονίκη. Δύο ημέρες μετά, ήτοι την 14.12.2016,συγκλήθηκε νέα έκτακτη Γ.Σ. των μετόχων της ανωτέρω εταιρείας, η οποία αποφάσισε την έγκριση των πράξεων εκκαθάρισης των εκλεγέντων εκκαθαριστών και την πρόκληση, με μέριμνα των εκκαθαριστών, σχετικής σημείωσης περί του πέρατος της εκκαθάρισης στο Μητρώο Ναυτιλιακών Εταιρειών Πλοίων Αναψυχής προκειμένου να διαγραφεί απ’ αυτό η εταιρεία «…………..», διαγραφή που έλαβε χώρα τελικά την 6.3.2017 (βλ. την υπ’ αριθ. πρωτ. …………./17.5.2017 βεβαίωση του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής/Τμήμα Επαγγελματικών Τουριστικών Σκαφών και Ν.Ε.Π.Α.). Στο εν λόγω πρακτικό, το οποίο επίσης φέρεται να υπογράφεται από άπαντες τους μετόχους της ανωτέρω εταιρείας, αναφέρεται ότι ήταν όλοι τους παρόντες στη Γ.Σ., ότι παραιτήθηκαν από προηγούμενη έγγραφη πρόσκλησή τους και ότι έλαβαν ομόφωνα τις ανωτέρω αποφάσεις, γεγονός που επίσης αμφισβητείται από τον εφεσίβλητο. Στο πρακτικό της έκτακτης Γ.Σ. της 14.12.2016 αναφέρεται ότι οι εκκαθαριστές προέβησαν στην απογραφή και ρευστοποίηση της εταιρικής περιουσίας, την επαλήθευση και εξόφληση των υποχρεώσεών της, την είσπραξη των απαιτήσεών της, τη διανομή του εναπομείναντος κεφαλαίου στους μετόχους της και τη σύνταξη σχετικής έκθεσης για τις προαναφερόμενες ενέργειές τους, την οποία υπέβαλαν στη Γ.Σ. Εντούτοις, αποδείχθηκε ότι δεν διενεργήθηκε διανομή του εναπομένοντος ποσού, ήτοι του προϊόντος της εκκαθάρισης από τους ανωτέρω εκκαθαριστές. Επίσης το ποσό των 180.000 ευρώ, που είχε καταβάλει προηγουμένως ο πρώτος εκκαλών προς την εταιρεία «…………….» για την αγορά των δύο προαναφερόμενων πλοίων της, το καρπώθηκε μετά τη λύση της και το πέρας της εκκαθαρίσεως εξ ολοκλήρου ο ίδιος, αφού κατά τον ως άνω χρόνο δεν αποδείχθηκε από τα αποδεικτικά στοιχεία που τέθηκαν υπόψη του Δικαστηρίου τούτου ότι υφίσταντο χρέη της εταιρείας, ώστε να εξοφληθούν αυτά, ούτε, όμως, διενεργήθηκε διανομή του εν λόγω ποσού μεταξύ των μετόχων (ανάλογα με το ποσοστό του εταιρικού κεφαλαίου που εκπροσωπούσαν), όπως επέτασσε η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 8.2.7 του καταστατικού της εταιρείας, η οποία είναι ταυτόσημη με τη διάταξη του άρθρου 29 παρ. 2 του ν. 3182/2003. Τα ανωτέρω έγιναν δεκτά και με την υπ’ αριθ. 1277/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, που εκδόθηκε επί της προαναφερθείσας από 13.6.2017 αίτησης συντηρητικής κατάσχεσης του εφεσίβλητου. Με το να μην προβούν, όμως, οι εκκαλούντες στη διανομή του ανωτέρω ποσού των 180.000 ευρώ στους μετόχους της εταιρείας «……………», ως είχαν υποχρέωση ως εκκαθαριστές αυτής κατά τη διανομή του προϊόντος της εκκαθαρίσεως, αλλά αντιθέτως συνέπραξαν για να ιδιοποιηθεί παράνομα ο πρώτος εξ αυτών το σύνολο του χρηματικού αυτού ποσού, το οποίο είχε περιέλθει στην κατοχή τους ως εκ της ως άνω ιδιότητάς τους (των εκκαθαριστών), άρα και το μερίδιο που αναλογούσε στον εφεσίβλητο, ύψους 90.000 ευρώ (180.000 ευρώ Χ 50% του εταιρικού κεφαλαίου) προκλήθηκε στον τελευταίο, παράνομα και υπαίτια, ζημία ίση με το προαναφερόμενο χρηματικό ποσό των ενενήντα χιλιάδων (90.000) ευρώ, το οποίο δεν του απέδωσαν ως όφειλαν, ενώ συγχρόνως τελέστηκε σε βάρος του η αξιόποινη πράξη της υπεξαίρεσης (άρθρο 375 ΠΚ). Περαιτέρω, με το να μην προβούν, αμφότεροι οι εκκαλούντες, ως εκκαθαριστές, στη διανομή του προαναφερόμενου ποσού των εταιρικών κερδών στους μετόχους της εταιρείας, αλλά το ιδιοποιήθηκαν και προκάλεσαν στον εφεσίβλητο, παράνομα και υπαίτια, ζημία ίση με το χρηματικό ποσό των εκατόν πενήντα χιλιάδων επτακοσίων εξήντα δύο ευρώ και εβδομήντα τριών λεπτών (301.525,45 ευρώ χ 50%=150.762,73] ευρώ, ήτοι το μερίδιο που αναλογούσε στον εφεσίβλητο. Βάσει των ανωτέρω αποδεικνύεται ότι ο εφεσίβλητος έχει έναντι των εκκαλούντων αξίωση αποζημίωσης, απορρέουσα από την προπεριγραφόμενη αδικοπρακτική και αντιβαίνουσα στα χρηστά ήθη συμπεριφορά αμφοτέρων, συνεπεία της οποίας υπέστη ζημία συνολικού ύψους διακοσίων σαράντα χιλιάδων επτακοσίων εξήντα δύο ευρώ και εβδομήντα τριών λεπτών (90.000 + 150.762,73 = 240.762,73 ευρώ]. Περαιτέρω, ο εφεσίβλητος προσβλήθηκε συνεπεία της ως άνω παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς των εκκαλούντων (αδικοπραξίας) στην προσωπικότητά του, θιγόμενος ως προς την τιμή, το επαγγελματικό του κύρος, τη φήμη και αξιοπιστία του και επομένως δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη. Το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ιδίως το είδος και την έκταση της προσβολής, τις συνθήκες υπό τις οποίες έγινε, το βαθμό πταίσματος των εκκαλούντων, την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των διαδίκων και τις εν γένει περιστάσεις, κρίνει ότι για τη χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη ο εφεσίβλητος μετά τη στάθμιση των κατά το νόμο στοιχείων (932 ΑΚ), εύλογο είναι το χρηματικό ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. Ομοίως, δε, κρίνοντας το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθά το νόμο ερμήνευσε και εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και, πρέπει να απορριφθεί ο 6ος λόγος της έφεσης ως αβάσιμος. Κατόπιν αυτών πρέπει η κρινόμενη έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως ουσιαστικά αβάσιμη και να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος από τους εκκαλούντες, με αρ. ……………,ηλεκτρονικού παράβολου, στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, όπως η αρχική παρ. 4 προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 Ν. 4055/2012 και αναριθμήθηκε σε παρ. 3 με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο Ν. 4335/2015). Τέλος, η δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθεί σε βάρος των εκκαλούντων λόγω της ήττας τους, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται τυπικά την έφεση.
Απορρίπτει την έφεση κατ’ ουσίαν.
Διατάσσει την εισαγωγή του κατατεθέντος με αρ. …………… e – παραβόλου, ύψους εκατόν πενήντα (150) ευρώ, στο Δημόσιο Ταμείο.
Επιβάλλει την δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος των εκκαλούντων, την οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800€) ευρώ.
Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 8 Μαϊου 2025 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, την 28η.7.2025
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ