Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 502/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός Aπόφασης  502/2025

ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Κωνσταντίνα Ταμβάκη, Πρόεδρο, Μαρία Παπαδογρηγοράκου Εφέτη και Ελένη Πρέντζα, Εφέτη – Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Των εκκαλούντων – καθ΄ ων η κλήση:1) …………. και 2) ………….., που παραστάθηκαν αμφότεροι δια του πληρεξούσιου δικηγόρου, Αναστάσιου Φράγκου (ΑΜ ΔΣΑ ……….), με δήλωση (άρθ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατέβαλε το υπ’ αριθμ. ………./18.3.2025 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του ως άνω ΔΣ.

Του εφεσίβλητου – καλούντος: ……………. που παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου, Δημοσθένη Μαυρογιάννη (ΑΜ ΔΣΑ ……), με δήλωση (άρθ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ) και κατέβαλε το υπ’ αριθμ. …../17.3.2025 γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του ως άνω ΔΣ.

Ο ήδη εφεσίβλητος  άσκησε την  από 30.04.2018 αγωγή, που κατατέθηκε με γενικό και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/7.5.2018, επί της οποίας εκδόθηκε ηυπ΄ αριθμ. 1929/2019 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Οι ήδη εκκαλούντες άσκησαν την από 20.8.2019 ένδικη έφεση που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με γενικό και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/20.08.2019 και για προσδιορισμό δικασίμου, με την επιμέλεια του εφεσίβλητου, στην Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με γενικό και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/18.10.2019 και  φέρεται προς συζήτηση με την από 18.07.2024 κλήση του εφεσίβλητου, που κατατέθηκε με γενικό και ειδικό αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……………/18.7.2024 και δικάσιμος ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας.

Κατά τη συζήτηση της έφεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν με δήλωση του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ και προκατέθεσαν προτάσεις.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα επαναφέρεται προς συζήτηση με την από 18.07.2024 {ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../18.7.2024} κλήση τού εφεσίβλητου – ενάγοντος – καλούντος, δικάσιμος της οποίας ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο {αρ. πιν. …..} η από 20.8.2019 έφεση των εκκαλούντων – εναγόμενων – καθ΄ ων η κλήση κατά της με αρ. 1929/2019 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Η ένδικη έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, με ΓΑΚ και ΕΑΚ …………/20.08.2019 και για προσδιορισμό δικασίμου, με την επιμέλεια του εφεσίβλητου, στην Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, με ΓΑΚ και ΕΑΚ ………/18.10.2019 {Διαδικασία νέας τακτικής Πολυμελούς}, ορίστηκε, δε, δικάσιμος για την συζήτησή της η 07.05.2020 (αρ. πιν. ….), κατά την οποία αυτή ματαιώθηκε, λόγω της προσωρινής αναστολής της λειτουργίας των Δικαστηρίων (από 13.3.2020 έως 31.5.2020) και επαναπροσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως η συζήτησή της, δυνάμει της υπ΄ αριθμ. 105/1.7.2020 Πράξης της Προέδρου Εφετών {που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Δ/νσης του Εφετείου Πειραιώς} για την δικάσιμο της 25.11.2021 (αρ. πιν. …..), οπότε και συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων και εκδόθηκε η με αρ. 229/2022 μη οριστική απόφαση τού ως άνω Δικαστηρίου, που κηρύχθηκε αναρμόδιο καθ΄ ύλην, για τον λόγο ότι επρόκειτο περί ναυτικής διαφοράς (από εργατικό ατύχημα) και διατάχθηκε η παραπομπή της υπόθεσης προς εκδίκαση στο αρμόδιο τμήμα ναυτικών Διαφορών αυτού του Δικαστηρίου. Ακολούθως, με την από 24.11.2022 και με ΓΑΚ/ΕΑΚ στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………../1.12.2022 κλήση του εφεσίβλητου, η ως άνω έφεση προσδιορίστηκε εκ νέου προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος Ναυτικού Τμήματος, για τη δικάσιμο της 21.9.2023 και γράφτηκε στο πινάκιο (αρ. πιν. ….). Εν τούτοις, κατά την ανωτέρω δικάσιμο η υπόθεση δεν εισήχθη προς συζήτηση και ματαιώθηκε, λόγω της συμμετοχής των δικαστικών υπαλλήλων σε απεργία, ήτοι για λόγους ανωτέρας βίας. Η υπόθεση επαναπροσδιορίστηκε αυτεπαγγέλτως, για την δικάσιμο της 18.4.2024, κατά τις διατάξεις του άρθρου 260 παρ. 4 του ΚΠολΔ, δυνάμει της υπ’ αριθ. ……/2023 πράξης του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και γράφτηκε στο πινάκιο. Συζητήσεως γενομένης με απόντα τον εφεσίβλητο εκδόθηκε η με αρ. 254/2024 μη οριστική απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, με την οποία κηρύχθηκε απαράδεκτη η συζήτηση, σύμφωνα με το άρθρο 524 παρ. 4 ΚΠολΔ. Ήδη, με την ένδικη κλήση επαναφέρθηκε προς συζήτηση η έφεση, η οποία ασκήθηκε νόμιμα (άρθρα 495 αρ. 1, 2, 3Α υπό γ΄  511, 513 αρ. 1β΄, 516 § 1, 517 εδαφ. α΄ και 520 § 1 ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα, δηλαδή εντός της καταχρηστικής προθεσμίας των δύο (2) ετών (άρθρου 518 παρ. 2 ΚΠολΔ) από την επομένη της δημοσίευσης της εκκαλουμένης απόφασης (3.6.2019), δεδομένου ότι κατατέθηκε, κατά τα ως άνω, στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, στις 20.08.2019, οι διάδικοι, δε, δεν επικαλούνται, ούτε προκύπτει από τη δικογραφία επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Για το παραδεκτό, επίσης, της έφεσης καταβλήθηκε από τους εκκαλούντες το με αρ. ……………/20.8.2019 e – παράβολο, ύψους εκατόν πενήντα (150) ευρώ (άρθ. 495 αρ. 3γ΄ ΚΠολΔ), όπως αποδεικνύεται από τα αναγραφόμενα στην έκθεση κατάθεσης και την συνημμένη σε αυτήν απόδειξη επιτυχούς πληρωμής, της τράπεζας Πειραιώς.  Συνεπώς, πρέπει η έφεση, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, περαιτέρω, από ουσιαστική άποψη, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532 και 533 παρ. 1 ΚΠολΔ) και κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση.

Ο εφεσίβλητος – ενάγων άσκησε σε βάρος των εκκαλούντων – εναγόμενων την από 30.04.2018 αγωγή, που κατατέθηκε στην Γραμματεία του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία νέα τακτική), με ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../7.5.2018, με την οποία επικαλούμενος ότι οι εκκαλούντες του οφείλουν, δυνάμει έγγραφης σύμβασης αναγνώρισης χρέους, το ποσό των επτακοσίων πενήντα χιλιάδων (750.000) ευρώ, ζήτησε να αναγνωριστεί ότι οφείλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον να του καταβάλουν το ποσό αυτό, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της ημερομηνίας απόλυσής του, επικουρικά, δε, από την επόμενη της αναγνώρισης του εν λόγω χρέους, επικουρικότερα, δε, από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων η με αρ. 1929/2019 απόφαση, που έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή, ερειδόμενη στις αντικειμενικά σωρευόμενες βάσεις της ενδοσυμβατικής και αδικοπρακτικής ευθύνης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 361, 873, 914, 926, 481 ΑΚ, 70, 176 και 191 ΚΠολΔ, πλην των παρεπόμενων αιτημάτων αφενός της επιδίκασης τόκων, το οποίο έκρινε νόμιμο, κατ’ άρθρα 340 και 346 ΑΚ, για το χρονικό διάστημα από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και περί κήρυξης της εκδοθησόμενης απόφασης προσωρινά εκτελεστής το οποίο απέρριψε ως μη νόμιμο, λόγω του αναγνωριστικού αιτήματος της αγωγής. Κατά τα λοιπά δέχτηκε την αγωγή και αναγνώρισε την υποχρέωση των εναγόμενων να καταβάλουν στον ενάγοντα, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον έκαστος, το συνολικό ποσό των επτακοσίων πενήντα χιλιάδων ευρώ (750.000€), με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση και επέβαλε σε βάρος τους τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, τα οποία όρισε στο ποσό των 12.550€. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με την κρινόμενη έφεση και τους λόγους που εκθέτουν σε αυτή οι εναγόμενοι και ήδη εκκαλούντες για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων που προσκομίστηκαν και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η εναντίον τους αγωγή του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου και να καταδικαστεί ο τελευταίος στη δικαστική τους δαπάνη και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Από την επανεκτίμηση όλων των αποδεικτικών μέσων που νόμιμα προσκομίστηκαν, μετ΄ επικλήσεως από τους διαδίκους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και α) των υπ’ αριθ. ……../11.09.2018 και ………./12.09.2018 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων απόδειξης, ………… και ………., αντίστοιχα, που δόθηκαν ενώπιον των συμβολαιογράφων, η μεν πρώτη, Καλαμάτας, ……….., η δε δεύτερη, Αθηνών, …………., κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης των εναγόμενων – ήδη εκκαλούντων, όπως αποδεικνύεται από τις επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τον εφεσίβλητο – ενάγοντα υπ’ αριθ. … {που αφορά τον 1ο εναγόμενο – εκκαλούντα} και …. (που αφορά την 2η εναγόμενη – εκκαλούσα) εκθέσεις επίδοσης, της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά, με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιά, . …….. και με ημερομηνία αμφότερες 06.09.2018 και β) της υπ’ αριθ. …………/14.09.2018 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα ανταπόδειξης, ………., που δόθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά, κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του ενάγοντος – ήδη εφεσίβλητου, όπως αποδεικνύεται από την επικαλούμενη και προσκομιζόμενη από τους εκκαλούντες – εναγόμενους υπ’ αριθ. …./10.09.2018 έκθεση επίδοσης, του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, διορισμένου στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ………………, από τις ομολογίες των διαδίκων και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο εφεσίβλητος απασχολήθηκε με ναυτική σύμβαση εργασίας, κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 1996 έως και το έτος 2006 με την ειδικότητα του αντλιωρού, σε πλοία συμφερόντων των εναγόμενων, τα οποία διαχειρίζονταν οι εξωχώριες μεν αλλά με πραγματική έδρα στον Πειραιά,  εταιρείες “…………” και “……………..” που ανήκουν και οι δύο στα εφοπλιστικά συμφέροντα αμφότερων των εκκαλούντων. Τα πλοία αυτά μετέφεραν κατά κύριο λόγο χημικά φορτία, πετρελαϊκά εμπορεύματα και φυτικά έλαια, πολλά από τα οποία είναι καρκινογόνα, διότι αναδίδουν ατμούς από υδρογονάθρακες και άλλες βλαπτικές για τον ανθρώπινο οργανισμό ουσίες. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ναυτολόγησής του, ο εφεσίβλητος, επιφορτισμένος μεταξύ άλλων και με καθήκοντα καθαρισμού των δεξαμενών των δεξαμενόπλοιων εντός των οποίων παρείχε την εργασία του, έπρεπε να εισέρχεται με μεγάλη συχνότητα εντός κλειστών χώρων γεμάτων από τοξικά φορτία, όπως είναι η φαινόλη και η αιθυλοεξανόλη, και να εισπνέει χημικά αέρια, όπως ατμούς βενζολίου, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την διάγνωση σε αυτόν, στις 11.7.2006 της νόσου της οξείας λεμφοπλαστικής λευχαιμίας, ήτοι μιας μορφής καρκίνου, που επηρεάζει τα κύτταρα αίματος και τον μυελό των οστών (βλ. ακριβές αντίγραφο τής από 1.2.2007 ιατρικής αναφοράς του ιατρού, ………., του κέντρου «……..») και ξεκίνησε χημειοθεραπευτικά σχήματα στο θεραπευτήριο «………», όπου και νοσηλεύτηκε (βλ. την από 6.10.2006 ιατρική βεβαίωση του διαγνωστικού και θεραπευτικού κέντρου Αθηνών «………….», κάτωθι της οποίας υπογράφει ο αιματολόγος ……….). Ενόψει του ότι η εκδήλωση της νόσου αυτής συνδεόταν άμεσα με τη ναυτική εργασία που παρείχε τα προηγούμενα χρόνια στα πλοία συμφερόντων των εκκαλούντων και επομένως λογιζόταν εργατικό ατύχημα, ο εφεσίβλητος άσκησε κατά όλων των εταιρειών που διαχειρίζονταν τα πλοία συμφερόντων των εκκαλούντων την από 10.04.2007 και με αριθμό κατάθεσης ……/2007 αγωγή του, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Διαδικασία Εργατικών Διαφορών), με την οποία ζήτησε να του καταβληθεί το συνολικό ποσό των 2.253.054,10 ευρώ, ως αποζημίωσή του από το ως άνω εργατικό ατύχημα. Εν τέλει και πριν την εκδίκαση της αγωγής επήλθε συμβιβασμός και υπογράφηκε μεταξύ των διάδικων μερών το υπ’ αριθμ. …/22.10.2007 πρακτικό συμβιβασμού, το οποίο επικυρώθηκε από την Δικαστή του Πρωτοδικείου Πειραιά, καταργώντας έτσι τη δίκη που είχε ανοιχθεί. Ειδικότερα, στα πλαίσια τού εν λόγω συμβιβασμού ο εφεσίβλητος θα λάμβανε ως αποζημίωση από την νόμιμα εκπροσωπούμενη εταιρεία, με την επωνυμία “……………”, εφοπλιστικών συμφερόντων των εκκαλούντων το ποσό των εξακοσίων εβδομήντα τριών χιλιάδων και επτακοσίων πενήντα ευρώ (673.750€), σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση των απαιτήσεών του, από το οποίο το ποσό των 23.750,00 ευρώ του είχε ήδη καταβληθεί. Χάριν καταβολής του εναπομείναντος ποσού των εξακοσίων πενήντα χιλιάδων (650.000€) ευρώ δόθηκε στον εφεσίβλητο κατά την επικύρωση από το Δικαστήριο του πρακτικού συμβιβασμού η  με αριθμ. ………. επιταγή της τράπεζας «……….», πληρωτέα την 22.10.2007, εκδοθείσα σε διαταγή του από την εκδότρια εταιρία “……….” που έφερε την ιδιόχειρη υπογραφή της 2ης εκκαλούσας, την οποία και αποδέχθηκε ο εφεσίβλητος. Μάλιστα, καθόσον τα εμπορικά πλοία συμφερόντων των εκκαλούντων ήταν υποχρεωτικά ασφαλισμένα, κατά τον επίδικο χρόνο εκδήλωσης της ασθένειας του εφεσίβλητου, στον Αλληλοασφαλιστικό Οργανισμό με την επωνυμία «………………» και τον διακριτικό τίτλο «………..», με έδρα τις …… και αντιπρόσωπο στην Ελλάδα την εδρεύουσα στον ….. εταιρία «.. ………….», ο οργανισμός αυτός θα κάλυπτε, εκ των υστέρων, το κονδύλιο της καταβληθείσας εκ μέρους του πλοιοκτήτη αποζημίωσης, υπό την προϋπόθεση ότι το συγκεκριμένο ποσό θα καταβαλλόταν πραγματικά στον δικαιούχο αυτής. Για το λόγο αυτό και προκειμένου να μπορέσουν οι εκκαλούντες να εισπράξουν το ποσό της αποζημίωσης που υποσχέθηκαν να καταβάλουν στον εφεσίβλητο, βεβαιώθηκε στο κείμενο του παραπάνω Πρακτικού Συμβιβασμού πως η καταβολή του επίδικου ποσού πράγματι έλαβε χώρα, με τη μορφή τραπεζικής επιταγής. Η εν λόγω επιταγή, ωστόσο, αν και εμφανίστηκε από τον εφεσίβλητο νόμιμα και εμπρόθεσμα προς πληρωμή, δεν πληρώθηκε, καθώς δεν είχε επαρκές υπόλοιπο, ενώ και οι επόμενες τέσσερις διαδοχικά τραπεζικές επιταγές που παραδόθηκαν στον εφεσίβλητο σε αντικατάσταση της πρώτης ήταν επίσης ακάλυπτες, παρά το γεγονός ότι οι εκκαλούντες είχαν, ήδη από την 21.07.2008, εισπράξει, για την προαναφερόμενη αιτία, από τον ανωτέρω Αλληλοασφαλιστικό Οργανισμό το ποσό των 755.758,35 δολαρίων Η.Π.Α. Περαιτέρω και προκειμένου ο εφεσίβλητος, στα πλαίσια διεκδίκησης της οφειλόμενης σε αυτόν χρηματικής αποζημίωσης, να απέχει από τις σχετικές αστικές και ποινικές διαδικασίες σε βάρος των εκκαλούντων, οι διάδικοι προχώρησαν στην υπογραφή των από 16.09.2011 και 23.01.2012 δηλώσεων, με τις οποίες οι εκκαλούντες υπόσχονταν στον εφεσίβλητο την προς αυτόν καταβολή ποσού επτακοσίων πενήντα χιλιάδων (750.000) ευρώ και αναγνώριζαν το χρέος τους αυτό. Ειδικότερα, στις 16.09.2011 οι διάδικοι δήλωσαν και υπέγραψαν τα εξής:«…………. Προς την εταιρεία “………….” …………, Πειραιάς 16 Σεπτεμβρίου 2011, Σε προσοχή κ.κ. ……………., Κύριοι, Κατόπιν αιτήματός σας επιστρέφω ανεξόφλητη ελλείψει αντικρίσματος την υπ’ αριθ. …………. επιταγή της εταιρίας σας επί της Τράπεζας ………. με ημερομηνία 20.6.2011, ποσού €650.000,00, εις διαταγήν μου, την οποία μου είχατε παραδώσει την 20.6.2011 για την αποζημίωσή μου λόγω ατυχήματος που υπέστην κατά την υπηρεσία μου στα πλοία “P” και ”E” υπό τη διαχείρισή σας. Η επιστρεφόμενη επιταγή είχε παραδοθεί από εσάς στις 18.4.2011 σε αντικατάσταση της επίσης ανεξόφλητης ελλείψει αντικρίσματος και επιστραφείσης προς εσάς επιταγής ……….. επί της ……….. Τράπεζας με ημερομηνία 11 Ιανουαρίου 2011 ποσού 650.000,00, εις διαταγήν μου, η οποία μου δόθηκε συμπληρωμένη από εσάς εκ των υστέρων και μετά την πάροδο τριών ετών από την έκδοσή της, ενώ στο ενδιάμεσο η ημερομηνία πληρωμής της ήτο λευκή. Η τελευταία αυτή επιταγή μου είχε δοθεί σε αντικατάσταση της επίσης ανεξόφλητης και επιστραφείσης προς εσάς επιταγής της εταιρίας σας με αριθμό ………… επί της ………… Τράπεζας με ημερομηνία 22.10.2007 ποσού € 650.000,00 εις διαταγήν μου, που μου είχατε παραδώσει κατά την υπογραφή του υπ’ αρ. 94/2007 Πρακτικού Συμβιβασμού ενώπιον του Πρωτοδίκου Πειραιά. Ο συμβιβασμός αυτός έγινε ύστερα από την εκ μέρους μου άσκηση της από 10.4.2007 και υπ΄ αριθ. ……/2007 αγωγής μου ενώπιον Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Διαδικασία Εργατικών Διαφορών) κατά διαφόρων πλοιοκτητριών και διαχειριστριών εταιριών μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η δική σας ως διαχειρίστριας των πλοίων “N“ (πρώην “P”) και “NR“ (πρώην “E”) επί των οποίων είχα υπηρετήσει. Δια της αγωγής αυτής ζητούσα από τις πλοιοκτήτριες εταιρίες την καταβολή αποζημιώσεως λόγω του εργατικού ατυχήματος που είχα υποστεί κατά διάρκεια της υπηρεσίας μου στα πλοία αυτά και κατέληξε σε μόνιμη βλάβη του οργανισμού μου (οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία), όπως επίσης και αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης για τον ίδιο λόγο. Έναντι των αξιώσεών μου δια την αποζημίωση εξ ατυχήματος δέχθηκα να συμβιβασθώ με το ποσό των ευρώ 673.750.00 εκ των οποίων μου είχε καταβληθεί το ποσό των ευρώ 23.750,00 και για το υπόλοιπο των ευρώ 650.000,00 έλαβα ισόποση επιταγή με αριθμό …………… επί της ….. Τράπεζας πληρωτέα την 22.10.2007 σε διαταγή μου. Η επιταγή αυτή δεν εξοφλήθηκε κατά την ημέρα της πληρωμής της και ύστερα από επίμονες πιέσεις της εταιρίας σας την αντάλλαξαμε την παραπάνω αναφερόμενη λευκή κατά το χρόνο πληρωμής επιταγή με συνέπεια μέχρι σήμερα να μην έχει εξοφληθεί το χρέος της εταιρίας σας προς εμέ λόγω αποζημιώσεως εξ ατυχήματος. Η αντικατάσταση της εις χείρας μου επιταγής την οποία μου προτείνετε δια νεότερης επί Τραπέζης …. (Υποκατάστημα Πειραιά) ποσού 650.000,00 ευρώ και ημερομηνίας πληρωμής 24.10.2011 είναι η τελευταία στην οποία προβαίνω ευρισκόμενος προ πολλού σε άκρα ανάγκη καλύψεως των εξόδων νοσηλείας και διαβιώσεώς μου μετά της οικογένειάς μου και σας δηλώνω ότι σε περίπτωση μη εξοφλήσεως κατά την ανωτέρω ημερομηνία κάτι το οποίο απεύχομαι, θα προβώ σε κάθε νόμιμο μέσο προκειμένου να ικανοποιήσω την απαίτησή μου Με τιμή, …………….. Οι κάτωθι υπογράφοντες αποδέχονται ανεπιφύλακτα τις ως άνω δηλώσεις του ………….., δηλώνουν και αναλαμβάνουν ότι θα τηρήσουν τις υποσχέσεις τους και βεβαιώνουν ότι παρελήφθη ανεξόφλητη η επιταγή με αριθμό ………….. συρμένη επί Τραπέζης Κύπρου με ημερομηνία πληρωμής 20.6.2011, ποσού €650.000,00 σε διαταγή του ανωτέρω και αντικαταστάθηκε με νέα ημερομηνίας 24.10.2011 ποσού € 650.000,00 σε διαταγή ………. επί Τράπεζας ….. (Υποκατάστημα Πειραιά) εκδόσεως της υπογράφουσας εταιρίας .Με τιμή Για την εταιρεία “……………….” ………….». Από την ως άνω από 16.09.2011 επιστολή, την οποία ενσωματώνει στην αγωγή του ο εφεσίβλητος, αποδεικνύεται ότι η ίδια η εταιρεία “…………….” εκπροσωπούμενη από τους υπογράφοντες το έγγραφο αυτό αναλαμβάνει το χρέος προς τον εφεσίβλητο και όχι ατομικά οι υπογράφοντες κάτωθι της εταιρικής σφραγίδας της εταιρείας – εκκαλούντες, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο εφεσίβλητος. Στη συνέχεια με τις από 23.01.2012 δηλώσεις τους οι διάδικοι δηλώνουν εκ νέου τα κάτωθι: «ΔΗΛΩΣΗ ΚΑΙ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΠΟΣΟΥ ΕΥΡΩ 750.000,00 ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΧΡΕΟΥΣ: Κατόπιν της από 16 Σεπτεμβρίου 2011 βεβαίωσής μας περί τήρησης των υποσχέσεών μας προς τον …………………. για την καταβολή προς αυτόν του ποσού των ευρώ εξακοσίων πενήντα χιλιάδων (650.000,00) για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτή, υποσχέσεις που δεν τηρήθηκαν μέχρι σήμερα, οι κάτωθι υπογράφοντες ……………… και …………, κάτοικοι αμφότεροι Πειραιά, ………, με την παρούσα, εκ νέου, δηλώνουν και υπόσχονται ότι θα τηρήσουν τις υποσχέσεις  τους για άμεση καταβολή προς τον προαναφερόμενο …………… του ως άνω ποσού των ευρώ 650.000,00 ως κεφάλαιο πλέον ποσού ευρώ 100.000,00 ως τόκους επί του κεφαλαίου, ήτοι συνολικά ευρώ 750.000,00 δεδομένου ότι η καταβολή του ως άνω κεφαλαίου έχει αδικαιολογήτως και για λόγους που αφορούν αμφοτέρους ημάς καθυστερήσει από 22.10.2007 οπότε και ήτο καταβλητέο ως αποζημίωση για τη βαρύτατη νόσο (οξεία  λεμφοβλαστική λευχαιμία) που υπέστη ο ………… κατά την υπηρεσία του στα υπό τη διαχείρισή μας πλοία δυνάμει του υπ’ αρ. …../2007 Πρακτικού Συμβιβασμού υπογραφέντος κατά την ως άνω ημερομηνία ενώπιον του Πρωτοδικείου Πειραιά. Επειδή με την παρούσα ομολογούμε ότι το ως άνω κεφάλαιο χρησιμοποιήθηκε από ημάς για ίδιους σκοπούς, αποδεχόμεθα δε λόγω του προδιαδραμόντος χρόνου εξοφλήσεως την καταβολή επιπλέον ποσού προς τον ως άνω δικαιούχο την οποία προσδιορίζουμε σε ποσό ευρώ 100.000,00 το ύψος του οποίου θεωρούμε ανάλογο προς το κεφάλαιο και την καθυστέρηση καταβολής του και δίκαιο κατά τις περιστάσεις, αναλαμβάνουμε την υποχρέωση να εξοφλήσουμε ολοσχερώς τον ……………. και υποσχόμεθα ρητά ότι θα καταβάλουμε εντός μηνός το ως άνω ποσό των ευρώ επτακοσίων πενήντα χιλιάδων (750.000,00) για το οποίο έχουν δοθεί από τη δευτέρα εξ ημών α) η από 24.10.2011 υπ’ αριθ. ……… επιταγή συρμένη επί Τραπέζης …., ποσού €650.000,00 σε διαταγή ………, β) η από 24.10.2011 και υπ’ αριθ. ………. επιταγή συρμένη επί Τραπέζης ….., ποσού €100.000,00 σε διαταγή ……….., πληρεξουσίου δικηγόρου του ………., οι οποίες δεν πληρώθηκαν κατά την εμφάνισή τους από την πληρώτρια τράπεζα ως και μέχρι σήμερα. Η καταβολή του ως άνω ποσού των ευρώ 750.000,00 θα λάβει χώρα το αργότερο μέχρι και την 24.1.2012, αναλαμβάνουμε δε αμφότεροι και εις ολόκληρο την ως άνω οφειλή ως ατομική μας οφειλή, αναγνωρίζοντας αμφότεροι το χρέος μας αυτό εξ ευρώ επτακοσίων πενήντα χιλιάδων (750.000,00) ως προσωπικό μας χρέος προς τον ………, της παρούσας δήλωσής μας επέχουσας θέσης αναγνώρισης χρέους δι’ αμφοτέρους, διαβεβαιούμε δε και εγγυώμεθα ρητά και ανεπιφύλακτα την καταβολή του ποσού αυτού σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση της οφειλής μας προς τον προαναφερόμενο.  Ο δε εκ τρίτου υπογράφων ………….. δηλώνει ότι προκειμένου να μην κινήσει άμεσες αστικές και ποινικές διαδικασίες προς επιδίωξη της απαίτησής του κατά των ……….. αποδέχεται για τελευταία φορά τη δήλωση αυτών για καταβολή μέχρι και την προαναφερομένη ημερομηνία (24.1.2012) και την αναγνώριση του χρέους τους, προσδοκώντας σε εκπλήρωση των υποσχέσεών τους, μετά όμως την ημερομηνία αυτή και εφόσον δεν εκπληρωθεί η υπόσχεση των ανωτέρω δύο, θεωρεί τον εαυτό του ελεύθερο να ενεργήσει τα νόμιμα. Οι αναγνωρίζοντες, υποσχόμενοι και βεβαιούντες …….. – …….., Ο αποδεχόμενος την αναγνώριση, υπόσχεση και βεβαίωση …………». Στην τελευταία αυτή  από 23.01.2012 δήλωση των εκκαλούντων αποδεικνύεται ότι πράγματι, αυτοί (οι εκκαλούντες) συνομολόγησαν ότι δεν τήρησαν στον παρελθόν τις υποσχέσεις τους προς τον εφεσίβλητο σχετικά με την καταβολή στον ίδιο του ποσού των εξακοσίων πενήντα χιλιάδων (650.000) ευρώ, που του όφειλαν ως κεφάλαιο και επιπλέον συμφώνησαν να του καταβάλουν και το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ ως, εύλογους, κατά την κρίση τους, τόκους επί του κεφαλαίου, ήτοι συνολικά αναγνώρισαν ανεπιφύλακτα ως δική τους, ατομική οφειλή προς τον εφεσίβλητο του ποσού των επτακοσίων πενήντα χιλιάδων (750.000) ευρώ, κατά τα ειδικότερα ως άνω αναφερόμενα.

Κατά το άρθρο 873 ΑΚ, η σύμβαση με την οποία γίνεται υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, έτσι ώστε να γεννιέται ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία του χρέους, είναι έγκυρη αν η υπόσχεση ή η δήλωση για την αναγνώριση γίνει εγγράφως. Έγγραφη υπόσχεση ή δήλωση αναγνώρισης, που δεν αναφέρει την αιτία του χρέους, λογίζεται σε περίπτωση αμφιβολίας ότι έγινε με τέτοιο σκοπό. Η δημιουργική ενέργεια της αφηρημένης υπόσχεσης ή αναγνώρισης χρέους συνίσταται στη θεμελίωση αυτοτελούς υποχρέωσης, ανεξάρτητης από την αιτία της (νέο θεμέλιο αξίωσης), όπου το θεμελιωτικό τής αξίωσης πραγματικό εξαντλείται στην έγγραφη υπόσχεση παροχής. Από την ανωτέρω διάταξη σαφώς συνάγεται ότι η αναφερόμενη σ` αυτή αυτοτελής και ετεροβαρής ενοχή από έγγραφη αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους γεννιέται στην περίπτωση που τα μέρη είχαν πρόθεση να δημιουργήσουν ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία, πράγμα που θέλει εξακριβωθεί από αυτή την ίδια τη δήλωση και τις περιστάσεις, γι` αυτό δε και δεν βλάπτει απλή αναφορά της αιτίας. Αν δηλαδή, στην έγγραφη υπόσχεση ή στην αναγνωριστική δήλωση μνημονεύεται η αιτία του χρέους, δεν αποκλείεται να πρόκειται για ενοχή αναιτιώδη, εφόσον τα μέρη ήθελαν ν` αποσυνδέσουν το χρέος από την αιτία του. Διότι η διάταξη του εδ. β` του άνω άρθρου εισάγει απλώς ερμηνευτικό κανόνα, προσδίδοντας στη δήλωση αυτή ορισμένη έννοια μόνο ενόσω δεν προκύπτει το αντίθετο (σε περίπτωση αμφιβολίας) (Ολ. ΑΠ 2088/1986, ΑΠ 387/2019, ΕφΑθ 829/2019 δημοσιευμένες σε ΝΟΜΟΣ). Η ανωτέρω σύμβαση (αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους) διαφέρει από τη σύμβαση με την οποία αναγνωρίζει κάποιος το χρέος που έχει από ορισμένη αιτία, η οποία δεν προβλέπεται ρητά από τον ΑΚ, ισχύει όμως διεπόμενη από το άρθρο 361 αυτού, το οποίο παρέχει ελευθερία σύναψης ποικίλου περιεχομένου συμβάσεων δεσμευτικά για τους συμβαλλόμενους, αρκεί το περιεχόμενό τους να μην προσκρούει σε απαγορευτικό νόμο ή στα χρηστά ήθη. Η σύμβαση αυτή (αιτιώδης αναγνώριση χρέους) καταρτίζεται, σε αντίθεση με την αφηρημένη υπόσχεση ή αναγνώριση χρέους, κατ` αρχήν άτυπα και ιδρύει νέα ενοχική σχέση, που αποτελεί νέα αυτοτελή βάση υποχρέωσης προς εκπλήρωση της παροχής, δηλαδή ενοχή αυτοτελή και ανεξάρτητη από την υποκείμενη αιτία (όταν αυτό θέλησαν οι συμβαλλόμενοι και δεν απέβλεψαν μόνο στην παροχή αποδεικτικού μέσου για την ύπαρξη του χρέους ή στην επιβεβαίωση μιας υπάρχουσας έννομης σχέσης που διασφαλίζουν έτσι από ενδεχόμενα ελαττώματα). Γενική κατευθυντήρια γραμμή προς λύση του ζητήματος αν πρόκειται για νέα αυτοτελή ενοχή ή παροχή αποδεικτικού μέσου για την ύπαρξη του χρέους μπορεί να χρησιμεύσει ο κανόνας ότι κύρια σύμβαση αναγνώρισης υπάρχει όταν αντικείμενο αυτής είναι κάποια έννομη σχέση και ειδικότερα όταν, αναφορικά προς υπάρχουσα οφειλή, αναλαμβάνεται κάποια υποχρέωση, ενώ δεν υπάρχει σύμβαση αναγνώρισης όταν ομολογούνται απλώς ορισμένα γεγονότα, οπότε υπάρχει μόνο αποδεικτικό μέσο (ΑΠ 1086/2017, δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 387/2019, ΕφΑθ 829/2019 ό.π). Οι εκκαλούντες επαναφέρουν με την έφεσή τους τον πρωτοδίκως προταθέντα ισχυρισμό τους και προβάλλουν ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό τους ότι δηλαδή τα από 16.9.2011 και 23.1.2012 επίδικα έγγραφα – δηλώσεις τα υπέγραψαν αμφότεροι ως εκπρόσωποι και για λογαριασμό της εταιρείας “………………” και ότι εσφαλμένα και παρά τον νόμο δέχθηκε ότι τα υπέγραψαν οι ίδιοι ατομικά, ως φυσικά πρόσωπα και ότι με αυτά καταρτίστηκε γνήσια αναγνωριστική σύμβαση η οποία αποτελεί «κατά την σαφή βούληση των διαδίκων» – βλ. 5ο  φύλλο της εκκαλουμένης περί το μέσο – αυτοτελή βάση ενοχής και όχι απλώς επιβεβαίωση προϋπάρχουσας ενοχής ή εξώδικη ομολογία οφειλής, όπως στην πραγματικότητα έπραξαν με βάση τους ισχυρισμούς τους. Ότι, συνακόλουθα, παρά το νόμο το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε την ένσταση παραγραφής που υπέβαλαν, δεδομένου ότι η απαίτηση του εφεσίβλητου για αποζημίωση εξαιτίας του εργατικού του ατυχήματος, η οποία βάρυνε αρχικά αποκλειστικά την εταιρεία “……………” και αν υποτεθεί ότι με το επίδικο έγγραφο κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή την 15.2.2012 παρήλθε χρονικό διάστημα πλέον των πέντε ετών από την ως άνω ημερομηνία έως την επίδοση σε αυτούς την ένδικης αγωγής, που έλαβε χώρα την 1.5.2018 και άρα η αγωγή κατά το μέρος που ερείδεται στην δικαιοπρακτική βάση της αγωγής πρέπει να απορριφθεί. Στην προκειμένη περίπτωση αποδεικνύεται ότι η παραπάνω από 23.01.2012 σαφής, αναμφίβολη και ρητή δήλωση – συμφωνία μεταξύ των διαδίκων αποτελεί αυτοτελή βάση ενοχής των εκκαλούντων απέναντι στον εφεσίβλητο και όχι επιβεβαίωση προϋπάρχουσας ενοχής ή εξώδικη ομολογία οφειλής. Τούτο συνάγεται όχι μόνο από την γραμματική ερμηνεία της τελευταίας αυτής χρονικά δήλωσης αλλά και από την τελολογική τοιαύτη, από την οποία συνάγεται ότι τα συμβαλλόμενα μέρη είχαν πρόθεση να δημιουργήσουν με αυτήν ενοχή ανεξάρτητα από την αιτία, γι` αυτό και δεν βλάπτει τον αναιτιώδη χαρακτήρα αυτής η απλή αναφορά, όλως συνοπτικά, της αιτίας, ήτοι του εργατικού ατυχήματος που υπέστη ο εφεσίβλητος, κατά την διάρκεια της ναυτολόγησής του στα πλοία εφοπλιστικών συμφερόντων των εκκαλούντων. Το γεγονός ότι τα διάδικα μέρη ήθελαν να αποσυνδέσουν το χρέος από την αιτία του αποδεικνύεται αναντίρρητα από το γεγονός ότι ρητά αναφέρουν στην από 23.01.2012 δήλωσή τους οι εκκαλούντες ότι αναλαμβάνουν εις ολόκληρον απέναντι στον εφεσίβλητο την οφειλή του ποσού των 750.000 ευρώ, ως δική τους, ατομική οφειλή {και όχι των εταιρειών που διαχειρίζονταν και εναντίον των οποίων είχε αρχικά στραφεί ο εφεσίβλητος με την από 10.4.2007 αγωγή του}, αναγνωρίζοντας αμφότεροι το χρέος τους ως δικό τους, προσωπικό χρέος και την δήλωσή τους ότι επέχει θέση αναγνώρισης χρέους δι΄ αμφοτέρους. Υποσχέθηκαν δε ρητά αλλά και ανεπιφύλακτα την καταβολή του ποσού αυτού στον εφεσίβλητο σε πλήρη και ολοσχερή εξόφληση της ατομικής τους ως άνω οφειλής και υπέγραψαν κάτωθι των κειμένων αυτών οι δύο ατομικά και όχι υπό την εταιρική επωνυμία της ανωτέρω εταιρίας. Επιπλέον, η βούληση των διαδίκων περί σύστασης νέας ενοχής που ενεργεί ανεξάρτητα από την προϋφιστάμενη αιτία συνάγεται σαφώς και από το γεγονός ότι οι εκκαλούντες με την ως άνω δήλωσή τους δεν αναγνωρίζουν μόνο ότι οφείλουν ατομικά και εις ολόκληρον στον εφεσίβλητο το ποσό των 650.000,00 ευρώ, αλλά αναλαμβάνουν ταυτόχρονα και την υποχρέωση να του καταβάλουν επιπρόσθετα και το ποσό των 100.000,00 ευρώ, το οποίο, όπως ρητά αναφέρουν, αντιστοιχεί σε εύλογους, κατά την κρίση τους, επί του κεφαλαίου τόκους, κατόπιν της συνομολόγησής τους ότι από αποκλειστικά  δική τους υπαιτιότητα καθυστέρησαν στην καταβολή προς τον εφεσίβλητο του ποσού των 650.000 ευρώ. Επομένως, αποδεικνύεται πέραν πάσης αμφιβολίας ότι καταρτίστηκε η ως άνω σύμβαση, η οποία είναι αφηρημένη αναγνώριση χρέους, που ιδρύει νέα αυτοτελή ενοχή, εκπληρώσιμη και αγώγιμη, ανεξάρτητη από την βασική σχέση, δεδομένου ότι: α) τηρήθηκε για την κατάρτισή της ο προβλεπόμενος από τη διάταξη του άρθρου 873 εδ. α` ΑΚ έγγραφος συστατικός τύπος, β) γίνεται όλως συνοπτική αναφορά στο κείμενο αυτής, του εργατικού ατυχήματος του εφεσίβλητου ως αιτίας της οφειλής, χωρίς περαιτέρω εξειδίκευση, γ) ρυθμίζεται ο χρόνος απόδοσης του ως άνω ποσού των 750.000€, που αναγνωρίζεται ότι οφείλεται και δ) η συγκεκριμένη αφηρημένη αναγνώριση χρέους αποσυνδέεται από την βασική σχέση, αφού οι εκκαλούντες («οφειλέτες») αναγνωρίζουν, ρητά, ατομικά και εις ολόκληρον έκαστος την οφειλή τους και αναλαμβάνουν την υποχρέωση να αποδώσουν το εν λόγω ποσό στον εφεσίβλητο μέχρι την 15.2.2012. Επομένως, οι εκκαλούντες δεν μπορούν, πλέον, να προτείνουν τις ενστάσεις που τυχόν έχουν από την κύρια αιτία (το εργατικό ατύχημα του εφεσίβλητου) (ΑΠ 913/2020, 1086/12017, ΑΠ 1424/2017, ΑΠ 1279/2012 ΝΟΜΟΣ) και άρα ούτε και την ένσταση της πενταετούς παραγραφής της αξίωσης του εφεσίβλητου από την αιτία αυτή, ήτοι την αποζημίωσή του λόγω του εργατικού ατυχήματος που υπέστη και πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη η ασκηθείσα (επικουρικά) εν λόγω ένστασή τους, που επαναφέρθηκε με την έφεση, ενόψει του ότι με την ως άνω δήλωσή τους στην πραγματικότητα οι εκκαλούντες παραιτήθηκαν πλήρως και ανεπιφύλακτα από οποιεσδήποτε ενστάσεις, που αφορούσαν την αρχική σχέση, δηλαδή την αποζημίωση εκ του εργατικού ατυχήματος του εφεσίβλητου, καταρτίζοντας την επίδικη αφηρημένη (αναιτιώδη) σύμβαση αναγνώρισης του χρέους μεταξύ του  εφεσίβλητου και των εκκαλούντων, ευθυνόμενων ατομικά, ως φυσικά πρόσωπα, εις ολόκληρον έκαστος. Έτσι, μόνο ελαττωματικότητα της δήλωσης βούλησής τους κατά την κατάρτιση της από 23.01.2012 σύμβασης μπορούσαν να προτείνουν, δηλαδή, ότι η δήλωσή τους είναι προϊόν πλάνης, απάτης, ή απειλής (άρθρα 140, 147, 150 ΑΚ), αιτιάσεις, όμως, που δεν διατυπώνουν στην έφεσή τους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε τα ίδια αν και με διαφορετική αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται από την παρούσα (άρθ. 534 ΚΠολΔ), ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει να απορριφθεί ο λόγος αυτός της έφεσης ως αβάσιμος. Περαιτέρω, οι εκκαλούντες ισχυρίζονται με την έφεσή τους ότι το έγγραφο που φέρει τίτλο ΔΗΛΩΣΗ ΚΑΙ ΥΠΟΣΧΕΣΗ ΚΑΤΑΒΟΛΗΣ ΠΟΣΟΥ ΕΥΡΩ 750.000 ΚΑΙ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΧΡΕΟΥΣ είναι έγγραφο άνευ βεβαίας χρονολογίας, δεν φέρει νόμιμη χαρτοσήμανση κατά τον Κώδικα Τελών Χαρτοσήμου και άδηλο το πότε ακριβώς συντάχθηκε και ότι, επομένως, είναι παράνομο αποδεικτικό μέσο, το οποίο δεν μπορεί να προσκομιστεί νομίμως στο Δικαστήριο και να ληφθεί υπόψιν, επικαλούμενοι τις διατάξεις των άρθρων 24 παρ. 5 εδ. α΄,51 παρ. 3 και 62  του Κώδικα των νόμων περί τελών χαρτοσήμου, σε συνδυασμό με το άρθρο 559 αρ. 11 α΄ ΚΠολΔ. Επί του λόγου αυτού λεκτέα τα εξής: Κατά το ενδιαφέρον στην παρούσα υπόθεση από 23.01.2012 ιδιωτικό συμφωνητικό, από το οποίο αποδείχθηκε η ατομική, εις ολόκληρον ευθύνη έναντι του εφεσίβλητου των εκκαλούντων, υπόκειται, ως εμπεριέχον αναιτιώδη αναγνώριση χρέους, σε αναλογικό τέλος χαρτοσήμου, σύμφωνα με τις διατάξεις του Π.Δ. 28 της 28/7/1931(Α’ 239) «Περί Κώδικος των νόμων περί τελών χαρτοσήμου» (ΚΝΤΧ), μη συντρέχοντος λόγου απαλλαγής από αυτό στο πρόσωπο κάποιου εκ των συμβαλλομένων [ΑΠ 913/2020 ΝΟΜΟΣ και ΑΔΑ 9Λ0046ΜΠ3Ζ-Η6Α/Ε.2062/20-10-2023 εγκύκλιος της ΑΑΔΕ {«ΠΙΝΑΚΑΣ ΤΕΛΩΝ ΧΑΡΤΟΣΗΜΟΥ ΤΩΝ ΚΥΡΙΟΤΕΡΩΝ ΕΓΓΡΑΦΩΝ υπό 2: Αναγνώριση χρέους: Εφόσον η σχέση στην οποία αναφέρεται δεν υπήχθη στο προσήκον αναλογικό τέλος χαρτοσήμου ή δεν απαλλάσσεται ή η αναγνώριση είναι αναιτιώδης, δηλαδή δεν αναφέρεται σε τί αφορά το χρέος, ΚΝΤΧ, άρθρο 13παρ. 1α }].Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 12, 13 παρ. 1α και 62 του π.δ. 28/1931 του Κώδικα Τελών Χαρτοσήμου, όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν σήμερα, προκύπτει ότι κάθε σύμβαση οιουδήποτε αντικειμένου, εφόσον καταρτίζεται εγγράφως, υποβάλλεται σε αναλογικό τέλος χαρτοσήμου, προσκομιζόμενο δε το περί αυτής έγγραφο στα δικαστήρια, χωρίς να έχει υποβληθεί στο τέλος αυτό, δεν επιτρέπεται να γίνει δεκτό. Επίσης κατά τη διάταξη του άρθρου 16 παρ. 5 εδαφ. α` του ν. 2523/1997 «Διοικητικές και ποινικές κυρώσεις στη φορολογική νομοθεσία και άλλες διατάξεις: Τα έγγραφα που δεν είναι νόμιμα χαρτοσημασμένα, είναι απαράδεκτα ενώπιον δικαστηρίων και κάθε αρχής και, εφόσον έχει παρέλθει η προθεσμία χαρτοσήμανσής τους, πρέπει να προσκομισθούν ενώπιον της αρμόδιας φορολογικής αρχής για την κατά νόμο επιβολή τέλους χαρτοσήμου και των νομίμων κυρώσεων». Η παράβαση, όμως, των ανωτέρω, σχετικών με την καταβολή απλού ή αναλογικού τέλους χαρτοσήμου διατάξεων, επάγεται ακυρότητα μόνο σε περίπτωση δικονομικής βλάβης κάποιου διαδίκου που δεν μπορεί να αποκατασταθεί άλλως παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας, κατά την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 159 παρ. 3ΚΠολΔ (ΕφΑιγ 91/2024, ΕφΠατρ 605/2005 ΝΟΜΟΣ), η οποία (βλάβη) και πρέπει να προτείνεται από τον επικαλούμενο αυτή και δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο. Τέτοια, δε, επίκληση βλάβης, στην προκειμένη περίπτωση, δεν προτείνεται από τους εκκαλούντες. Εξάλλου, οι εφαρμοστέες, εν προκειμένω, διατάξεις των άρθρων 24 παρ. 5 εδ. α, 51 παρ. 2 και 62 του Κώδικα Τελών Χαρτοσήμου λαμβάνονται υπόψη και ερμηνεύονται και σε συσχετισμό τόσο με την διάταξη του άρθρου 20 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία διασφαλίζει την ελεύθερη υπεράσπιση των δικαιωμάτων ή συμφερόντων των ενδιαφερομένων ενώπιον του δικαστηρίου, με τη χρησιμοποίηση του αντίστοιχου εγγράφου, όσο και με την διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 του Συντάγματος, που διασφαλίζει την αρχή της αναλογικότητας, υπό την έννοια της διακινδύνευσης της επιδίωξης αποτελεσματικής προστασίας. Η αναλογικότητα, ως γενική αρχή του δικαίου, αναγνωριζόμενη παγίως από τη νομολογία των δικαστηρίων ως απορρέουσα εκ των διατάξεων των άρθρων 5 §1 και 25 §1 του Συντάγματος 1975, αλλά και των άρθρων 6 §1, 8 §2, 9 §2 και 10 §2 της ΕΣΔΑ και πριν από την αναγωγή της σε ρητή συνταγματική έννοια με την αναθεώρηση του Συντάγματος 1975, διέπει την όλη δημόσια δράση και δεσμεύει το νομοθέτη, την διοίκηση και τον δικαστή (ΟλΑΠ 43/2005 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συνακόλουθα και υπό το πρίσμα αυτό, η τήρησή τους εν προκειμένω, σε συνδυασμό με την ενσωματωμένη στα έγγραφα απαίτηση, παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας υπό την έννοια ότι παρεμποδίζει την επιδίωξη αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας με τη χρησιμοποίηση των εν λόγω εγγράφων. Τέλος η δήλωση αναγνώρισης χρέους πρέπει να γίνει εγγράφως, χωρίς να απαιτείται έγγραφο βέβαιης χρονολογίας. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε τα ίδια αν και με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται από την παρούσα (άρθ. 534 ΚΠολΔ), ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και πρέπει να απορριφθεί ο λόγος αυτός της έφεσης ως αβάσιμος.  Κατόπιν αυτών ένδικη έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, η δε δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, πρέπει, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, να επιβληθεί σε βάρος των εκκαλούντων που ηττώνται (άρθρα 176, 183, 190 παρ. 2 191 παρ. 3 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, μετά την απόρριψη της έφεσης πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παράβολου άσκησης έφεσης, ποσού 150,00 ευρώ, που κατέθεσαν οι εκκαλούντες, κατ` άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτήν κατ’ ουσίαν.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο τού με αριθμ. …………../20.8.2019 e – παραβόλου, που κατέθεσαν οι εκκαλούντες για την άσκηση της έφεσης, ποσού εκατόν πενήντα (150,00) ευρώ.

Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων την δικαστική δαπάνη του εφεσίβλητου, το ύψος της οποίας ορίζει, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 8 Μαϊου 2025 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, χωρίς να είναι παρόντες οι διάδικοι ή οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, την 28η.7.2025

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ