Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 553/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης  553/2025

TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη και από τη Γραμματέα Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την ……………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, οδός …………..με ΑΦΜ ………., το οποίο εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την Δικαστική Πληρεξούσια του ΝΣΚ Αθηνά Αβράμη  και

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: …………….. η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Χρυσούλα Πάζα

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 23.3.2017 αγωγή (ΓΑΚ/ΕΑΚ/ ……………/2017), που συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων, και επ΄’ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 4827/2018 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που έκανε δεκτή την αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν με την από 10.12.2018 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου …………/2021) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 8.12.2022 και μετά από αναβολές η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας. Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο με αριθμό ….. και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων,  αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Δικαστή, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

H  κρινόμενη έφεση κατά της με αριθμό  4827/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και είναι εμπρόθεσμη (άρθρα 495 επ., 499, 511 επ., 518 § 1 και 520 § 1 ΚΠολΔ), καθώς η εκκαλουμένη επιδόθηκε στο εκκαλούν την 12.11.2018 και η έφεση ασκήθηκε με την κατάθεση του δικογράφου της στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 11.12.2018 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/………………/2018. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή, με δεδομένο ότι για το παραδεκτό του ως άνω ενδίκου μέσου δεν απαιτείται η καταβολή του τασσόμενου από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 ΚΠολΔ παραβόλου, αφού το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο απαλλάσσεται από την υποχρέωση καταβολής κάθε τέλους και παραβόλου για την άσκηση ενδίκου μέσου σύμφωνα με το άρθρο 19 παρ.1 του Καν. Δ/τος της 26 Ιουνίου/10 Ιουλίου 1944 “Περί Κώδικος των νόμων περί δικών του Δημοσίου” (βλ. ΤρΕφΠειρ 50/2020 στο site του Εφετείου Πειραιά, efeteio-peir.gr),  και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την από 23.3.2017 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2017 αγωγή της η ενάγουσα, ισχυρίστηκε  ότι η ίδια και ο ήδη θανών το 2009 σύζυγός της, ………., απέκτησαν παράγωγα, ήτοι δυνάμει συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγραφής αυτού, την συγκυριότητα, έκαστος σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου, του αναλυτικά περιγραφόμενου με ./…………… ακινήτου, που βρίσκεται στη θέση «………..» της κτηματικής περιφέρειας Αιαντείου Σαλαμίνας, το οποίο ωστόσο εμφαίνεται στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας ως «αγνώστου ιδιοκτήτη», εγγραφή η οποία είναι εσφαλμένη και προσβάλλει τα εν λόγω εμπράγματα δικαιώματα τους. Ότι ο δικαιοπάροχός τους, ……….., είχε αποκτήσει την κυριότητα του επιδίκου ως εκ διαθήκης κληρονόμος του θανόντος στις 27-5-1942 πατρός του, …………….. Ότι σε κάθε περίπτωση η ενάγουσα και ο σύζυγός της απέκτησαν την κυριότητα του ακινήτου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, με την άσκηση διανοία κυρίου πράξεων νομής επί αυτού από το έτος 1968 έως την άσκηση της αγωγής η ενάγουσα και έως τον θάνατό του ο ………… Ότι η ενάγουσα τυγχάνει νόμιμη εκ διαθήκης κληρονόμος του θανόντος συζύγου της, κληρονομία την οποία έχει αποδεχθεί με την αναφερόμενη στην αγωγή πράξη αποδοχής κληρονομίας, έχει συνεπώς καταστεί ήδη αποκλειστική κυρία του επιδίκου. Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά, προσδιορίζοντας την αξία του ακινήτου σε 11.411,40 ευρώ, ζήτησε κατά την εκτίμηση των αγωγικών αιτημάτων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Α) να αναγνωριστεί η κατά τον χρόνο των πρώτων εγγραφών συγκυριότητα σε ποσοστό 50% συννομή και συγκατοχή της ίδιας και του ήδη θανόντος συζύγου της, και να διορθωθεί σχετικά η ανακριβής πρώτη εγγραφή στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, και (Β) να αναγνωριστεί ότι η ενάγουσα έχει ήδη αποκτήσει κατά πλήρη κυριότητα, νομή και κατοχή το ποσοστό 50% που ανήκε στον θανόντα σύζυγό της, δυνάμει πράξης αποδοχής κληρονομίας, άλλως πρωτοτύπως, προκειμένου να  διορθωθεί εν τέλει το κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου με αναγραφόμενη δικαιούχο την ενάγουσα κατά πλήρες και αποκλειστικό (100%) δικαίωμα κυριότητας. Ζήτησε τέλος να καταδικαστεί το εναγόμενο στα δικαστικά της έξοδα. Επί της ως άνω αγωγής, η οποία συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, εκδόθηκε η με αριθμό 4827/2017 οριστική απόφαση –εκκαλουμένη, με την οποία αφού κρίθηκε ότι η αγωγή έχει ασκηθεί παραδεκτά, απορρίφθηκε η κύρια βάση της που βασιζόταν στον παράγωγο τρόπο κτήσης κυριότητας ως αόριστη, έγινε όμως δεκτή η αγωγή ως ουσία βάσιμη κατά την επικουρική βάση της θεμελιούμενη στις διατάξεις περί έκτακτης χρησικτησίας του ΑΚ και συμψηφίστηκε η δικαστική δαπάνη των διαδίκων.  Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το εκκαλούν με την κρινόμενη έφεσή του και ζητεί την εξαφάνισή της για λόγους που ανάγονται στην εσφαλμένη εφαρμογή  του νόμου και την πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και εν τέλει την καθ ολοκληρίαν απόρριψή της

Κατά τις διατάξεις των ν.8 παρ. 1 κωδ. (7.32), ν.9 παρ. 1 Πανδ. (50.14) ν.76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και ν.7 παρ. 3 Πανδ. (23.3) του βζρδ, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα (δηλαδή πριν τις 23.02.1946), μπορούσε να αποκτηθεί η κυριότητα του ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία, κατόπιν ασκήσεως νομής επ` αυτού, με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα αυτού που χρησιδεσπόζει, να συνυπολογίσει στον δικό του χρόνο νομής και εκείνο του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ, κατά το ίδιο δίκαιο, που ίσχυε πριν από τον Αστικό Κώδικα, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του νόμου της 21.06/10.07.1837 “Περί διακρίσεως κτημάτων”, συνάγεται ότι έκτακτη χρησικτησία χωρεί, με τις προϋποθέσεις που εκτέθηκαν, και σε δημόσια κτήματα, εφόσον όμως η τριακονταετής νομή αυτών είχε συμπληρωθεί έως τις 11.09.1915, όπως τούτο προκύπτει, αφενός μεν από τις διατάξεις του ν. ΔΞΗ (4068)/1912 “Περί αναστολής παραγραφών, προθεσμιών και δικαστικών εν γένει πράξεων εν καιρώ επιστρατείας” και των διαταγμάτων, που εκδόθηκαν με βάση τη διάταξη του άρθρου 1§1 αυτού αφετέρου δε από τη διάταξη του άρθρου 21 του ν.δ. της 22.04/16.05.1926 “Περί διοικητικής αποβολής από των Κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης, περί απαγορεύσεως λήψεως προσωρινών μέτρων κατά του Δημοσίου και της Αεροπορικής Αμύνης κλπ”. Πλην όμως, προϋπόθεση της συμπληρώσεως της τριακονταετούς νομής στο πρόσωπο του χρησιδεσπόζοντος ή των δικαιοπαρόχων του, έως τις 11.09.1915, για κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία, είναι ότι το ακίνητο είναι δημόσιο κτήμα. Εφόσον δεν πρόκειται για δημόσιο κτήμα, είναι δυνατή η κτήση κυριότητας με τακτική ή έκτακτη χρησικτησία και μετά τις 11.09.1915, εφόσον συντρέχουν οι λοιπές προϋποθέσεις. Περαιτέρω κατά το άρθρο 1045 του Α.Κ. για την κτήση της κυριότητας ακινήτου με έκτακτη χρησικτησία απαιτείται άσκηση νομής επί μία συνεχή εικοσαετία. Νομέας κατά το άρθρο 974 του ίδιου κώδικα είναι όποιος απέκτησε τη φυσική εξουσία πάνω στο ακίνητο, αν ασκεί την εξουσία αυτή με διάνοια κυρίου. Περί της συνδρομής ή όχι των προαναφερομένων στοιχείων κρίνει το δικαστήριο, κατά την κοινή αντίληψη, με βάση τα συγκεκριμένα, σε κάθε περίπτωση, περιστατικά. Ο διάδικος που προβάλλει χρησικτησία, πρέπει να επικαλεστεί τη νομή και να καθορίσει συνάμα τις μερικότερες υλικές πράξεις αυτής, από τις οποίες, αν αποδειχτούν, θα συναχθεί η πραγμάτωση της θελήσεως του κατόχου να κατέχει το πράγμα σαν δικό του. Τέτοιες δε πράξεις είναι και η εποπτεία, η επίβλεψη, η επίσκεψη, η καλλιέργεια, η οριοθέτηση, η περιμάνδρωση, η περιτοίχιση και η καταμέτρηση των διαστάσεών του κτλ χωρίς παράλληλα να απαιτείται και ο ημερολογιακός προσδιορισμός των επιμέρους πράξεων μέσα στον χρόνο της χρησικτησίας (Α.Π. 23/2020, Α.Π. 1079/2019). Οι, στηριζόμενοι στις ουσιαστικού δικαίου, διατάξεις που καθιστούν ένα ακίνητο δημόσιο κτήμα ισχυρισμοί του Ελληνικού Δημοσίου, χαρακτηρισμός που το εξαιρεί της έκτακτης χρησικτησίας, προς αντίκρουση της εναντίον του ασκηθείσας αγωγής, αποτελούν ενστάσεις, ως γεγονότα διακωλυτικά της γενέσεως του δικαιώματος κυριότητας του ενάγοντος, και όχι αιτιολογημένη άρνηση της αγωγής. Επομένως, τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την ιστορική βάση των ισχυρισμών δυνάμει των οποίων ένα ακίνητο μπορεί να χαρακτηριστεί δημόσιο κτήμα (καταλυτικών ενστάσεων), πρέπει να αποδείξει το ενιστάμενο Ελληνικό Δημόσιο και, για τον λόγο αυτό, τις συνέπειες της αμφιβολίας του δικαστηρίου περί της βασιμότητας των ισχυρισμών του και εντεύθεν της απορρίψεώς τους τις φέρει εκείνο (Ελληνικό Δημόσιο) και όχι ο ενάγων (Α.Π. 1182/2018). Για να είναι όμως ορισμένη η αγωγή που στηρίζεται σε απόκτηση της κυριότητας ακινήτου με χρησικτησία, δεν απαιτείται να εκτίθεται σ` αυτή ότι το ακίνητο δεν είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας ούτε να δικαιολογείται για ποιο λόγο αυτό δεν συμβαίνει. Εξάλλου από τις διατάξεις των άρθρων 1094, 1045 και 1054 του Α.Κ., προκύπτει ότι ο ισχυρισμός ότι ορισμένο πράγμα είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας συνιστά ένσταση του αντιδίκου του επικαλούμενου κτήση κυριότητας με χρησικτησία (Α.Π. 894/2020, Α.Π. 977/2007) που είναι διακωλυτική του επικαλούμενου με την αγωγή δικαιώματος κυριότητας του ενάγοντος στο επίδικο και πρέπει να προτείνεται από τον εναγόμενο, αφού ούτε από το δικαστήριο λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως και, όταν εναγόμενο είναι το Ελληνικό Δημόσιο, αυτό επίσης πρέπει να επικαλεστεί και, σε περίπτωση αμφισβητήσεως, να αποδείξει, ότι το επίδικο ακίνητο είναι ανεπίδεκτο χρησικτησίας, διότι περιήλθε στην κυριότητά του με κάποιο νόμιμο τρόπο, τον οποίο πρέπει συγκεκριμένα να προσδιορίζει για να είναι ορισμένη η σχετική ένσταση του. Η απλή άρνηση από τον ενάγοντα της ενστάσεως ανεπίδεκτου χρησικτησίας του επίδικου, λόγω αποκτήσεως κυριότητας από το ίδιο, τον οποίο προβάλλει το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο δεν καθιστά την αγωγή αόριστη, αλλά υποχρεώνει αυτό (Ελληνικό Δημόσιο) σε απόδειξη των περιστατικών που θεμελιώνουν τη δική του κυριότητα στο επίδικο. ( ΑΠ 1187/2022 ΤΝΠ Νομος)

Με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης έφεσης το εκκαλούν ισχυρίζεται ότι με τις πρωτόδικες προτάσεις του, αρνήθηκε ρητά το δικαίωμα κυριότητας της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης και των δικαιοπαρόχων της και επιπλέον λαμβάνοντας υπόψη το τεκμήριο κυριότητας του Δημοσίου πάνω σε δάση ή λιβάδια ή βοσκοτόπους η αδέσποτα από τη σύσταση του Ελληνικού κράτους ή σε εκτάσεις που εγκαταλείφθηκαν από Οθωμανούς κατά την απελευθέρωση και δεν καταλήφθηκαν από άλλους, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έπρεπε για την πληρότητα της ιστορικής βάσης της ένδικης αγωγής να αξιώσει να αναχθεί η ενάγουσα σε πρωτότυπο τρόπο κτήσης κυριότητας, ήτοι σε τριακονταετή καλόπιστη νομή επί του επιδίκου από τους απώτατους δικαιοπαρόχους της, συμπληρωθείσα μέχρι την 11.9.2015 και να την αποδείξει πλήρως. Ο ως άνω λόγος έφεσης τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, καθώς οι ισχυρισμοί με βάση τους οποίους θεσμοθετείται η ιδιότητα ενός ακινήτου ως δημοσίου κτήματος, ήτοι ότι ήταν δάσος ή λιβάδι ή βοσκότοπος η αδέσποτο από τη σύσταση του Ελληνικού κράτους ή έκταση που εγκαταλείφθηκε από Οθωμανούς κατά την απελευθέρωση και δεν καταλήφθηκε από άλλους, δεν συνιστούν βάση της αγωγής, τη στιγμή που ο ενάγων δεν ισχυρίζεται ότι το επίδικο είναι δημόσιο κτήμα, αλλά ενστάσεις που πρέπει να προτείνει και να αποδείξει το εναγόμενο. Σημειώνεται δε ότι με τις πρωτόδικες προτάσεις του το εκκαλούν αφενός αρνήθηκε το σύνολο των αγωγικών ισχυρισμών, και αφετέρου αρνήθηκε την ύπαρξη κυριότητας στο πρόσωπο της ενάγουσας και των δικαιοπαρόχων της ισχυριζόμενο ότι η τελευταία φέρει το βάρος απόδειξης της συνδρομής των προϋποθέσεων κτήσης κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία έναντι του Ελληνικού Δημοσίου, με συμπληρωμένα τα τριάντα χρόνια καλόπιστης νομής μέχρι την 11.9.1915, χωρίς να ισχυρίζεται όμως ότι το επίδικο είναι δημόσιο κτήμα ούτε πραγματικά περιστατικά που θα δικαιολογούσαν τον χαρακτηρισμό του ως τέτοιου, ήτοι ότι ήταν δάσος, ή λιβάδι ή βοσκότοπος η αδέσποτο από τη σύσταση του Ελληνικού κράτους ή έκταση που εγκαταλείφθηκε από Οθωμανούς.

Από την επανεκτίμηση των εγγράφων που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, και από την υπ’ αριθμ. ……../6-7-2017 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρα της εφεσίβλητης, ………, ενώπιον της συμβολαιογράφου Αχαρνών ……………., η οποία λήφθηκε μετά από νόμιμη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εκκαλούντος (βλ. την υπ’ αριθμ. ………/3-7-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Πειραιά ……..), αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Το επίδικο είναι ένα αγροτεμάχιο, εν μέρει εντός και εν μέρει εκτός σχεδίου πόλης, συνολικής εκτάσεως 296,40 τμ, και κατά την επιμέτρηση του Κτηματολογίου 279 τμ, που βρίσκεται στη θέση «….» της κτηματικής περιφέρειας της Δημοτικής Κοινότητας Αιαντείου του Δήμου Σαλαμίνας, με ΚΑΕΚ ……….., όπως αυτό αποτυπώνεται στο από Δεκέμβριο του 2010 τοπογραφικό διάγραμμα της αγρονόμου τοπογράφου μηχανικού Σοφίας Λαλούση με τα στοιχεία ΑΒΓΔΕ, το οποίο συνορεύει βόρεια επί πλευράς ΔΑ μήκους 18,50 μ. με ιδιοκτησία αγνώστου με ΚΑΕΚ ……, νότια επί πλευράς ΒΓ μήκους 19,50 μ. με ιδιοκτησία αγνώστου με ΚΑΕΚ ….., ανατολικά επί προσώπου ΑΒ μήκους 21,00 μ. με την οδό ….. και δυτικά επί πλευράς ΓΔ μήκους 12,00 μ. με ιδιοκτησία αγνώστου με ΚΑΕΚ ……. Την συννομή του ακινήτου αυτού, σε ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου έκαστος, απέκτησαν η εφεσίβλητη και ο σύζυγός της ……….., δυνάμει του υπ’ αριθμ. …………./25-1-1968 συμβολαίου πώλησης με διαλυτική αίρεση του τότε συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ………., από τον ……………, ο οποίος ασκούσε τη νομή επί του επιδίκου από το 1942. Περαιτέρω, η ενάγουσα και ο σύζυγός της ενεργούσαν από το έτος 1968 επί του επιδίκου πράξεις φυσικής εξουσίασης και νομής με καλή πίστη και διάνοια κυρίων (καλλιέργεια, επίβλεψη, προστασία κλπ), και κατά συνέπεια μετά την παρέλευση 20 ετών κατέστησαν κύριοι του επιδίκου, που ήταν ανέκαθεν ιδιωτική καλλιεργούμενη έκταση, με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας χωρίς να απαιτείται να αποδειχθούν πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν κτήση κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία σε βάρος του εκκαλούντος μέχρι τις 11-9-1915, αφού τα περιστατικά αυτά είναι απαραίτητα μόνο στην περίπτωση που πρόκειται για δημόσια κτήμα, και όχι όταν πρόκειται για καλλιεργούμενη ιδιωτική έκταση, αν ληφθεί υπόψη ότι δεν προβλέπεται στο νόμο γενικό τεκμήριο κυριότητας υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου ούτε γενικό – διαδικαστικό προνόμιο αυτού, κατ’ εφαρμογή του οποίου, σε περίπτωση αντιδικίας του με ιδιώτη, ο τελευταίος φέρει πάντοτε το βάρος της απόδειξης (ΑΠ 528/2017 Νόμος). Περαιτέρω, η κτηματική περιοχή, στην οποία βρίσκεται το επίδικο ακίνητο κηρύχθηκε υπό κτηματογράφηση στα πλαίσια των εργασιών για τη δημιουργία του Εθνικού Κτηματολογίου, σύμφωνα με το Ν. 2308/1995, η δε διαδικασία περαιώθηκε ήδη και ημερομηνία έναρξης του κτηματολογίου ορίστηκε η 12η-2-2007 (υπ’ αριθμ.403/4/31-1-2007 απόφαση του ΔΣ του ΟΚΧΕ, ΦΕΚ 179/Β/12-2-2007). Ωστόσο, κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης, στο κτηματολογικό φύλλο του επιδίκου ακινήτου, που έλαβε ΚΑΕΚ ……….. με έκταση 279 τμ, καταχωρήθηκε ως «αγνώστου ιδιοκτήτη». Για το λόγο αυτό η εν λόγω πρώτη εγγραφή είναι ανακριβής και προσβάλλει το εμπράγματο δικαίωμα της εφεσίβλητης και του θανόντος στις 4-4-2009 συζύγου της ………, του οποίου μόνη εκ διαθήκης κληρονομόμος, ως προς το επίδικο τυγχάνει η ενάγουσα (βλ. την υπ’ αριθμ. …./2-8-2011 πράξη αποδοχής κληρονομίας ενώπιον της συμβολαιογράφου Αχαρνών …………, καταχωρηθείσας σύμφωνα με το άρθρο 7Α του Ν. 2664/1998 στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου με αρ. πρωτ. …./10-4-2017). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με βάση τα ως άνω πραγματικά περιστατικά, έκρινε ότι  η αγωγή ήταν ουσία βάσιμη, και αναγνώρισε την συγκυριότητα της εφεσίβλητης και του ……….., εκάστου κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου επί του επιδίκου ακινήτου κατά τον χρόνο των πρώτων εγγραφών και διέταξε την διόρθωση αυτών στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών του εκκαλούντος που εκτίθενται στον δεύτερο λόγο της έφεσής του. Πρέπει επομένως, μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα, να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ΄ ουσία και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του και στην έκκλητη δίκη (άρθρα 183, 176, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), πλην όμως μειωμένα, κατά την αμφιμερούς εφαρμογής διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 ν. 3693/1957, σε συνδυασμό με την παρ. 2 της 134423/8-12-1992 απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δικαιοσύνης (βλ. ενδεικτικά Α.Π. 40/2013, Α.Π. 1258/2005, Εφ.Αθ. 2281/2016 Τ.Ν.Π. Νόμος, Εφ.Αθ. 4142/2005 Ελ.Δ. 2005.1537, Εφ.Αθ. 10676/1998 Αρμ. 2000.200), όπως καθορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση αντιμωλία των διαδίκων

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας και ορίζει αυτά στο ποσό των διακοσίων (200,00) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις , 5/9/2025 χωρίς την παρουσία των διαδίκων, της δικαστικής πληρεξουσίας ΝΣΚ του εκκαλούντος και της πληρεξούσιας δικηγόρου της εφεσίβλητης.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ