Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 554/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης   554/2025

TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από την Δικαστή, Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη και από τη Γραμματέα Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ………….., η οποία εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την πληρεξούσια δικηγόρο της Γεωργία Θεοδωροπούλου  και

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομικών που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα, οδός …………με ΑΦΜ ….., το οποίο εκπροσωπήθηκε στο ακροατήριο από την Δικαστική Πληρεξούσια του ΝΣΚ Αννα Κωστοπούλου.

Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 23.12.2020 αγωγή (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./2020), που συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων, και επ αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 3390/2023 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή ως νόμω αβάσιμη. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 7.12.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ Εφετείου ……………./2024) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας. Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο με αριθμό ……. και συζητήθηκε. Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού έλαβαν διαδοχικά το λόγο από την Δικαστή, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

H  κρινόμενη έφεση κατά της με αριθμό  3390/2023 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νομότυπα και είναι εμπρόθεσμη (άρθρα 495 επ., 499, 511 επ., 518 § 2 και 520 § 1 ΚΠολΔ), καθώς ούτε οι διάδικοι επικαλούνται ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προέκυψε η επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης, η οποία δημοσιεύθηκε την 17.10.2023 και η έφεση ασκήθηκε με την κατάθεση του δικογράφου αυτής στη Γραμματεία του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 29.12.2023 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………../2023.  Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή, με δεδομένο ότι η εκκαλούσα κατέθεσε συνημμένο στο εφετήριο, το με κωδικό . …… e-παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών ποσού 100 ευρώ, εξοφλημένο [βλ. την από 15.12.2023 βεβαίωση της Τράπεζας Πειραιώς για πληρωμή e- Παραβόλου (on line)] και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την από 23-12-2020 με ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………../2020 αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η ως άνω εκκαλουμένη απόφαση, η ενάγουσα, και ήδη εκκαλούσα, εξέθετε, ότι οι αναφερόμενοι απώτεροι δικαιοπάροχοι της νέμονταν από το έτος 1984 το 50% εξ αδιαιρέτου μιας οριζόντιας ιδιοκτησίας –διαμερίσματος, υπαχθείσας στις διατάξεις του Ν.3741/1929 και τα άρθρα 1002 και 1117 ΑΚ ειδικότερα περιγραφόμενη στην αγωγή, που βρίσκεται σε πολυκατοικία κείμενη στη συμβολή των οδών ………………. του Δήμου Πειραιά, και δη τόσο οι απώτεροι δικαιοπάροχοί της που κατονομάζει στην αγωγή, όσο και η ίδια μετά από αυτούς από το έτος 2002 ασκούσαν αδιάλειπτα και αδιατάρακτα πράξεις νομής και κατοχής ως μόνοι, πλήρεις τέλειοι και αποκλειστικοί κύριοι αυτού, με συνέπεια να έχει καταστεί πλήρης και αποκλειστική κυρία αυτού με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, προσμετρώντας στο χρόνο νομής της και αυτόν των δικαιοπάροχων της. Ότι ειδικότερα η ίδια από την 21.2.2002 καταβάλλει ανελλιπώς το σύνολο των κοινόχρηστων δαπανών, οι οποίες συναρτώνται με το ανωτέρω ακίνητο, καταβάλλει τις δαπάνες κατανάλωσης ρεύματος και ύδατος, τα αναλογούντα επ αυτού δημοτικά τέλη και φόρους, το δηλώνει στις ετήσιες φορολογικές της δηλώσεις, το περιποιείται και  ενοικεί σε αυτό και τέλος, ότι στο κτηματολογικό φύλλο του επίδικου ακίνητου, που καταχωρίστηκε στα οικεία βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας με ΚΑΕΚ ………………., το ως άνω ποσοστό συνιδιοκτησίας του επίδικου ακινήτου καταχωρίστηκε εσφαλμένα ως αγνώστου ιδιοκτήτου. Ζητούσε δε με βάση το ως άνω ιστορικό: α) να αναγνωρισθεί αποκλειστική κυρία του επίδικου ακινήτου, β) να διορθωθεί η ανακριβής πρώτη εγγραφή, ώστε να καταχωριστεί στο κτηματολογικό φύλλο του επίδικου ακινήτου το δικαίωμα κυριότητάς της επί του επιδίκου δυνάμει των προσόντων της έκτακτης χρησικτησίας. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση του, απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται  η ενάγουσα με την ένδικη έφεση της, επικαλούμενη εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη, με σκοπό να γίνει δεκτή  ως ουσιαστικά βάσιμη η αγωγή της.

Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 3 του ν. 2664/1998 “Εθνικό Κτηματολόγιο” όπως ίσχυε πριν την προσθήκη του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου ββ) με την παρ. 3 του       άρθρου 13 του Ν.4934/2022 (ΦΕΚ Α` 100/23.05.2022), ως εκ του χρόνου άσκησης της αγωγής σε περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής όπου εν μέρει το ακίνητο φέρεται ως «αγνώστου ιδοκτήτη», όποιος έχει έννομο συμφέρον στρεφόμενος κατά του Ελληνικού Δημοσίου, να ζητήσει την αναγνώριση του προβαλλόμενου με την ανακριβή εγγραφή δικαιώματος και τη διόρθωση της πρώτης εγγραφής. Η αγωγή αυτή έχει διττό χαρακτήρα (αναγνωριστικό-διορθωτικό) και περιεχόμενο του αιτήματος της είναι η αναγνώριση του δικαιώματος, που ισχυρίζεται ότι έχει ο ενάγων επί του σχετικού ακινήτου και η διόρθωση της αντίστοιχης ανακριβούς εγγραφής. Ενώ από  το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 974, 976, 1045, 1051, 1094 ΑΚ, 70 και 216 παρ. 1 KΠολΔ, συνάγεται ότι αναγκαία στοιχεία για το ορισμένο αναγνωριστικής κυριότητας ακινήτου αγωγής που στηρίζεται στην έκτακτη χρησικτησία είναι, εκτός των άλλων, η επίκληση της άσκησης νομής στο επίδικο ακίνητο επί συνεχή εικοσαετία, συνυπολογιζομένου και του χρόνου νομής χρησικτησίας του προκατόχου του νομέως. Ως πράξεις νομής, οι οποίες πρέπει να αναφέρονται στην αγωγή, νοούνται οι εμφανείς υλικές ενέργειες που προσιδιάζουν στη φύση και τον προορισμό του ακινήτου και, κατά την αντικειμενική συναλλακτική αντίληψη, είναι δηλωτικές εξουσίασης αυτού (βλ. ΑΠ 141/2018, ΑΠ 80/2015 και ΑΠ 27/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Επίσης, για το ορισμένο της αγωγής, σε περίπτωση προσμέτρησης της νομής του δικαιοπαρόχου του,, πρέπει ο ενάγων στο δικόγραφο της αγωγής του να αναφέρει τις διακατοχικές πράξεις του τελευταίου στο ακίνητο (ΑΠ 1125/2018, ΑΠ 96/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2065/2009 ΝοΒ 2010.1991, AΠ 1879/2008, Εφ.Πειρ. 584/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 522, 524, 535 § 1 και 536 ΚΠολΔ, στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης το εφετείο έχει, εντός των ορίων που καθορίζονται με το εφετήριο και το δικόγραφο των τυχόν πρόσθετων λόγων, την ίδια, όπως και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εξουσία ως προς την αγωγή σε σχέση με τη νομική βασιμότητα, το ορισμένο και το παραδεκτό αυτής, δηλαδή επί των ζητημάτων ως προς τα οποία και πρωτοδίκως υπήρχε δυνατότητα αυτεπάγγελτης έρευνας. Για το λόγο αυτό μπορεί, κατά τον έλεγχο των κεφαλαίων της εκκαλουμένης τα οποία μεταβιβάστηκαν ενώπιόν του, αν και ο εκκαλών παραπονείται για την απόρριψη της αγωγής του ως μη νόμιμης, να κρίνει ότι η αγωγή ήταν αόριστη ή γι’ άλλο λόγο απαράδεκτη και να την απορρίψει για τον προσήκοντα λόγο, κατ’ αυτεπάγγελτη μάλιστα έρευνα, χωρίς δηλαδή την υποβολή ειδικού παραπόνου (ΑΠ 769/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 224/2016, Ε7 2016/1277, ΑΠ 356/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), αφού δεν εκδίδεται έτσι απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα (ΑΠ 258/2015, ΤριμΕφΠειρ. 478/2015, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Της απορρίψεως της αγωγής προηγείται τότε η εξαφάνιση της εκκαλουμένης και δεν αρκεί η αντικατάσταση των αιτιολογιών της κατ’ άρθρο 534 ΚΠολΔ, διότι αυτή οδηγεί πάντοτε σε διαφορετικό, κατά το αποτέλεσμα, διατακτικό, είναι δε κατά κανόνα η απόφαση αυτή επωφελέστερη για τον εκκαλούντα από την εκκληθείσα (ΑΠ 92/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1493/2007, ΝοΒ 2008/356, ΤριμΕφΘεσ. 696/2014, ΕπισκΕΔ 2014/164), καθώς μεταβάλλονται επί το ευμενέστερο γι’ αυτόν τα αντικειμενικά όρια του δεδικασμένου, δεδομένου ότι επί της δικονομικής απορρίψεως το δεδικασμένο καταλαμβάνει μόνο το δικονομικό ζήτημα (άρθρο 322 § 1 εδαφ. β ΚΠολΔ) που κρίθηκε οριστικά, επιτρέποντας έτσι την επάνοδο του ενάγοντος με νέα αγωγή, απαλλαγμένη από τις ελλείψεις που οδήγησαν στην περί του απαραδέκτου της προηγούμενη κρίση (Δ. Κονδύλης, ο.π., § 17, αρ. 3, σελ. 323, Στ. Δραγατσίκη, Αντικατάσταση των αιτιολογιών κατά το άρθρο 534 ΚΠολΔ, σε ΕπιστΕπετ ΔΣΘ 2005/357 επομ. [379]. Στ. Καραμέρος, Η αρχή της μη χειροτερεύσεως της θέσεως του εκκαλούντος επί απορρίψεως από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο της αγωγής κατά τον ΚΠολΔ, σε ΕπιστΕπετ ΔΣΘ 2004/265 επομ. [281 – 282], Κ. Μακρίδου, Η διάκριση απαράδεκτης και νόμω αβάσιμης αγωγής στα πλαίσια της αοριστίας, σε Αρμ. 1995/288 επομ. [294], πρβλ. ΑΠ 1279/2004, Δνη 2005/141, ΜΕφΠειρ 416/2024, ΜΕφΠειρ 26/2023,  295/2023, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω, η αγωγή με το προεκτεθέν περιεχόμενο τυγχάνει αόριστη, καθόσον οι αναφερόμενες σε αυτήν υλικές πράξεις νομής επι του επιδίκου αφορούν μόνο την ενάγουσα και όχι τους δικαιοπαρόχους της, τη νομή των οποίων προσμετρά στον δικό της χρόνο προκειμένου να θεμελιώσει κτήση κυριότητας επί του επιδίκου με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Εν τούτοις το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έσφαλε απορρίπτοντας την αγωγή ως μη νόμιμη, με το σκεπτικό ότι στο πρόσωπο της ενάγουσας δεν συμπληρώνεται εικοσαετής νομή και ότι δεν μπορεί να προσμετρηθεί ο χρόνος νομής των δικαιοπαρόχων της επειδή δεν εκτίθενται στην αγωγή συγκεκριμένες πράξεις νομής αυτών, καθώς η παράλειψη αναφοράς εξειδικευμένων πράξεων νομης επιφέρει ως συνέπεια την απόρριψη της αγωγής ως αόριστης. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την αγωγή  ως νόμω αβάσιμη, παρά το γεγονός ότι  ήταν απορριπτέα ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, έσφαλε ως προς την ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου. Ενόψει δε, του ότι δεν είναι εν προκειμένω επιτρεπτή η αντικατάσταση της αιτιολογίας της εκκαλουμένης, διότι η απόρριψη της αγωγής ως νόμω αβάσιμη, αντί ως αόριστη, συνεπάγεται ουσιώδη μεταβολή του παραγομένου δεδικασμένου, η έφεση πρέπει να γίνει δεκτή  ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο, η αγωγή να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου- εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας-ενάγουσας, λόγω της ήττας της (176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), αλλά μειωμένα, (22 αρθρ. 1 ν. 3693/1957, σε συνδ. με άρθρ. 7, 9 νδ 2698/1993), και τέλος, να διαταχθεί η απόδοση σε αυτήν  του κατατεθέντος κατά την άσκηση της έφεσης παραβόλου, σύμφωνα με όσα ειδικότερα αναφέρονται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ’ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την με αριθμό  3390/2023 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου που κατέθεσε κατά την άσκηση της εφέσεως.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει την από 23-12-202-  (αρ. κατάθ ΓΑΚ/ΕΑΚ/………………./ 2020) αγωγή.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου –εναγομένου για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, εις βάρος της εκκαλούσας-ενάγουσας, και τα ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις   5/9/2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων, της πληρεξουσίας δικηγόρου της εκκαλούσας και της δικαστικής πληρεξουσίας ΝΣΚ του εφεσιβλήτου.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ