Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 135/2019

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:  135/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 294, 295, 297 ΚΠολΔ, όπως τα άρθρα 294 και 297 του ΚΠολΔ αντικαταστάθηκαν με το άρθρο δεύτερο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, ΦΕΚ Α 87 (ο οποίος ισχύει, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου, από 1.1.2016) και 299 ΚΠολΔ, τα οποία έχουν εφαρμογή και στην κατ’ έφεση, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 524 § 1 και 591 § 1 ιδίου Κώδικα, συνάγεται ότι η παραίτηση από το ένδικο μέσο που έχει ασκηθεί γίνεται μόνο με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο ή με δήλωση στις προτάσεις και έχει ως συνέπεια ότι το ένδικο μέσο θεωρείται σαν να μην έχει ασκηθεί. Η παραίτηση από το δικαίωμα, για την οποία απαιτείται ειδική πληρεξουσιότητα, καθιστά απαράδεκτη τη μεταγενέστερη άσκησή του, ενώ η παραίτηση από το δικόγραφο δεν αποκλείει την εκ νέου άσκηση του ενδίκου μέσου. Κατά τις ίδιες ως άνω διατάξεις, ως δικόγραφο νοείται κάθε έγγραφο που συντάσσεται από το διάδικο ή το δικαστικό πληρεξούσιο του, για την πιστοποίηση των διαδικαστικών πράξεων που ενεργούν ή από το δικαστήριο, και το οποίο (έγγραφο) κατ’ άρθρο 118 ΚΠολΔ είτε υποβάλλεται στο δικαστήριο είτε επιδίδεται από τον ένα στον άλλο διάδικο (ΑΠ 834/2005, ΑΠ 189/1997, ΕλλΔ/νη 38. 1576. Περαιτέρω, η παραίτηση από ασκημένο ένδικο μέσο απαιτείται να είναι ρητή κατά τίς διατάξεις των άρθρ. 297 και 299 ΚΠολΔ (ΑΠ 275/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1568/2017 Δημ. Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, ο πληρεξούσιος Δικηγόρος του εκκαλούντος, με τις από 1/4/2018 έγγραφες προτάσεις του, οι οποίες κατατέθηκαν στις 2/4/2018, στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, δήλωσε, κατ’ ορθή εκτίμηση, ότι ο εκκαλών παραιτείται του δικογράφου της υπό κρίση έφεσης ως προς τη δεύτερη των εφεσιβλήτων. Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι, λόγω της προαναφερομένης παραιτήσεως, για την εγκυρότητα της οποίας δεν είναι απαραίτητη η, μη αποδεικνυόμενη άλλωστε, κλήτευση της δεύτερης των εφεσιβλήτων (βλ. σχετ. ΑΠ 275/2018 Δημ. Νόμος), η οποία κατά την εκφώνηση της υποθέσεως, δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο, η υπό κρίση από 10/09/2017 έφεση δεν ασκήθηκε ως προς αυτήν (δεύτερη των εφεσιβλήτων) (άρθρα 94 παρ. 1, 96 παρ. 1, 294, 295 παρ. 1 α΄ , 297, 299, 522 και 524 παρ. 1 εδ. α΄ ΚΠολΔ) (πρβλ. ΑΠ 275/2018 ό.π., ΑΠ 467/2017 Δημ. Νόμος).

Κατά το άρθρο 528 του Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, αν ασκηθεί έφεση από το διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως (ΑΠ 476/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1572/2013 Δημ. Νόμος). Από τη διάταξη αυτή του άρθρου 528 ΚΠολΔ, με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της έφεσης κατά της απόφασης, που εκδόθηκε ερήμην του εκκαλούντος στον πρώτο βαθμό, προκύπτει, ότι, ανεξάρτητα από τη διαδικασία με την οποία δίκασε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δηλαδή είτε κατά την τακτική διαδικασία, είτε κατά την ειδική διαδικασία και ανεξάρτητα από το αν η απουσία του εκκαλούντος διαδίκου συνεπάγεται τεκμήριο ομολογίας ή παραιτήσεώς του, ή αν ο διάδικος δικάσθηκε σαν να ήταν παρών, η εμπρόθεσμη και παραδεκτή άσκηση εφέσεως από τον εναγόμενο, που δικάσθηκε ερήμην, λειτουργεί ως υποκατάστατο αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας και επιφέρει την εξαφάνιση της ερήμην αποφάσεως, μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, χωρίς δηλαδή να απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της εφέσεως, αλλά αρκεί η τυπική παραδοχή της και ότι στην περίπτωση αυτή ο εκκαλών – εναγόμενος μπορεί να προβάλλει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που θα μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως, αν είχε παραστεί στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, χωρίς να υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 527 του Κ.Πολ.Δ. (βλ. ΑΠ 1572/2013 ό.π., ΑΠ 1906/2008 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 27/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 123/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΛαμ 22/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 67/2002 ΤΝΠΔΣΑθ, EΘ 1531/1999 Αρμ. 1999 σ. 1517, ΕΑ 6074-6082/1998 ΕλλΔικ 1998 σ. 1383. Στ. Ματθία, ΕλλΔικ 36 σ. 11). Του παρέχεται, δηλαδή, η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, να ακουσθεί και να προβάλει στο Εφετείο, όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προβάλει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την έφεση τις συνέπειες, που, ενδεχομένως, επέφερε η απουσία του. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανισθεί, ως προς όλες τις διατάξεις της. Αντίθετα, αν με το εφετήριο προβάλλει ως εναγόμενος μόνον ενστάσεις καταλυτικές της αγωγής, όπως πχ. παραγραφής, η απόφαση δεν εξαφανίζεται κατά το μέρος που κρίθηκε βάσιμη η αξίωση, αλλά μόνο κατά το διατακτικό της (Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. 2003, σελ. 100 επ., ΜονΕφΑθ 3706/2015 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 362/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΛαμ 54/2013 Δημ. Νόμος). Για να επέλθει, όμως, το αποτέλεσμα της εξαφάνισης της απόφασης, το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο δεν ερευνά αν ο λόγος αυτός είναι βάσιμος, αλλά μόνον αν είναι νόμιμος, έτσι ώστε, στην αντίθετη περίπτωση, να απορρίπτεται η έφεση και να μην εξαφανίζεται η απόφαση (ΕφΘρ 73/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΛαμ 9/2013 Δημ. Νόμος, Σαμουήλ, ό.π., σελ. 99). Στην προκειμένη περίπτωση η υπό κρίση από 10/09/2017 έφεση, η οποία κατατέθηκε, στις 11-09-2017 στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ……../2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2017, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 11-09-2017, με αριθμό κατάθεσης Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ../2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/2017, κατά της με αριθμό 3130/28-06-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση που έγινε, στις 30/03/2017, ερήμην των καθ’ ων η ανακοπή, κατά την ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων, επί της από 22-12-2015 και με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ../30-12-2015 και αριθμ. κατάθ. …/30-12-2015 ανακοπής του εκκαλούντος, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα από τον ανακόπτοντα, ως ηττηθέντα διάδικο, ο οποίος, όμως, δικάστηκε αντιμωλία στον πρώτο βαθμό, εφόσον, από τα έγγραφα της δικο­γραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, ενώ από τη δημοσίευσή της (στις 28/06/2017) μέχρι την κατάθεση της κρινόμενης εφέσεως στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (στις 11/09/2017) δεν παρήλθε διετία (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 499, 511, 513 παρ. 1 β’, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, όπως η τελευταία διάταξη ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, Φ.Ε.Κ. Α΄ 87/23.7.2015 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του Ν. 4335/2015-, 520, 522, 524 παρ. 1, 2 και 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 10/2018 Δημ. Νόμος). Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από τον εκκαλούντα στο δημόσιο ταμείο παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρ. 495 § 3 Κ.Πολ.Δ., όπως η § 3 ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, με έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 του Ν. 4335/2015- και όπως το α΄ εδ. της παρ. 3 αντικαταστάθηκε από το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016, ΦΕΚ Α΄, 240/22.12.2016 –έναρξη ισχύος ένας μήνας από τη δημοσίευση – άρθρο 45 του Ν. 4446/2016), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Κατά το άρθρο 933 παρ. 1 ΚΠολΔ, αντιρρήσεις του καθ’ ου η εκτέλεση και κάθε δανειστή του που έχει έννομο συμφέρον, οι οποίες αφορούν την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου, τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης ή την απαίτηση, ασκούνται μόνο με ανακοπή. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 68, 262 παρ. 2 και 933 παρ. 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι για την άσκηση ανακοπής κατά της επιταγής προς εκτέλεση απαιτείται να έχει ο ανακόπτων έννομο συμφέρον, που υπάρχει όταν με την αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδεται, επηρεάζεται η θέση και γενικότερα συγκεκριμένο έννομο συμφέρον του ανακόπτοντος, που είναι άξιο προστασίας από το νόμο. Η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος αποτελεί ουσιαστική προϋπόθεση για την παροχή δικαστικής προστασίας και η εσφαλμένη κρίση του δικαστηρίου περί υπάρξεως ή μη αυτού ελέγχεται αναιρετικά με το λόγο αναίρεσης του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ (ΑΠ 792/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 339/2010). ΄Οπως ορίζεται με τη διάταξη του άρθρου 934 παρ. 1 ΚΠολΔικ, η οποία επιβάλλει την κατά στάδια προσβολή των πράξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης, η ανακοπή του άρθρου 933 είναι παραδεκτή α) αν αφορά την εγκυρότητα του τίτλου ή την προδικασία μέσα σε δεκαπέντε ημέρες αφότου γίνει η πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης, β) αν αφορά την εγκυρότητα των πράξεων της εκτέλεσης που έγιναν από την πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης και πέρα ή την απαίτηση, έως την έναρξη της τελευταίας πράξης εκτέλεσης, γ) αν αφορά την εγκυρότητα της τελευταίας πράξης εκτέλεσης, μέσα σε έξι μήνες αφότου η πράξη αυτή ενεργηθεί και αν πρόκειται για εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων, μέσα σε τριάντα ημέρες από την ημέρα του πλειστηριασμού ή αναπλειστηριασμού αν πρόκειται για κινητά και ενενήντα ημέρες αφότου μεταγραφεί η περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης αν πρόκειται για ακίνητα (ΑΕΔ 2/1999, ΑΠ 758/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 658/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 196/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1469/2005 Δημ. Νόμος). Στην αναγκαστική εκτέλεση για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτέλεσης είναι η σύνταξη έκθεσης κατάσχεσης και τελευταία η σύνταξη έκθεσης πλειστηριασμού και κατακύρωσης (αρ. 934 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.). Από τις προαναφερόμενες διατάξεις και ενόψει του γεγονότος ότι η κατά το σύστημα του Κ.Πολ.Δ. λειτουργία της δικονομικής ακυρότητας καθιστά αναγκαία την προσβολή των ακύρων πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, οι οποίες παράγουν τις συνέπειές τους μέχρι ν` απαγγελθεί με δικαστική απόφαση η ακυρότητά τους, οπότε επέρχεται αναδρομική άρση των αποτελεσμάτων τους, γίνεται φανερό, ότι, αν οι επιμέρους πράξεις της εκτελεστικής διαδικασίας παρουσιάζουν ελάττωμα, πρέπει να προσβληθούν με ανακοπή (του αρ.933) μέσα σε ορισμένη προθεσμία, η οποία έχει ως αφετηρία ορισμένη πράξη της εκτελεστικής διαδικασία και είναι δικονομική, διεπομένη από τις διατάξεις των αρ. 144 επ. ΚΠολΔ. Κατά συνέπεια, αν η προθεσμία αυτή περάσει άπρακτη, επέρχεται έκπτωση από το δικαίωμα προσβολής της σχετικής πράξης (αρθρ. 151 ΚΠολΔ) και η πράξη αυτή καθίσταται πλέον απρόσβλητη και δεν μπορεί να συμπαρασύρει σε ακυρότητα και τις επόμενες πράξεις της διαδικασίας της εκτέλεσης, η σχετική δε ανακοπή (η ασκηθείσα μετά την πάροδο της προθεσμίας) απορρίπτεται ως απαράδεκτη (ΑΠ 196/2006 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1469/2005 ό.π., ΑΠ 660/2005 Δημ. Νόμος, ΑΠ 93/2001 Δ/νη 42.696, ΑΠ 622/1999 Δημ. Νόμος, ΑΠ 732/94 Δ/νη 37.103). Για την εφαρμογή δε των προθεσμιών του άρθρ. 934 παρ. 1 ΚΠολΔ λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο το αίτημα της ανακοπής, το οποίο αναφέρεται στην ακύρωση μιάς ή περισσοτέρων πράξεων της εκτέλεσης, αλλά και τα ιστορούμενα σ` αυτήν ελαττώματα, τα οποία πρέπει ν` αναφέρονται ευθέως και αμέσως στις προσβαλλόμενες με το αίτημα πράξεις και να θίγουν το κύρος τους (ΑΠ 1469/2005 ό.π., ΕφΔωδ 96/2006 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 108/2005 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 17/2005 Δημ. Νόμος, Π. Γέσιου – Φαλτσή, Δίκαιο Αναγκαστικής Εκτέλεσης, έκδ. 1998 σελ. 601). Η ανακοπή, με την οποία προβάλλονται ελαττώματα της απαίτησης, και επιδιώκεται η ακύρωση της επισπευδόμενης βάση αυτής αναγκαστικής κατάσχεσης, υπόκειται στην παραπάνω προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1β` Κ.Πολ.Δ., η οποία, αρχίζει από την πρώτη μετά την επιταγή πράξη εκτελέσεως και έχει καταληκτικό σημείο την έναρξη της τελευταίας πράξεως εκτελέσεως, που είναι ο πλειστηριασμός. Στην προθεσμία αυτήν υπόκεινται οποιαδήποτε ελαττώματα της απαίτησης, υπέρ της οποίας κινείται η αναγκαστική εκτέλεση, είτε αφορούν τη γένεση, είτε την άσκηση, είτε την απόσβεσή της. Στην ίδια προθεσμία υπόκεινται και οι αντιρρήσεις του καθ’ ου η εκτέλεση σχετικά με το ύψος του ποσού που επιτάσσεται να πληρώσει, γιατί και αυτές αφορούν ελάττωμα της απαίτησης (ΑΠ 1539/2004 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1565/2001 Δημ. Νόμος). Δηλαδή για το παραδεκτό των αντιρρήσεων, ήτοι της ανακοπής κατά της εκτέλεσης, του άρθρου 933 Κ.Πολ.Δ., η ανακοπή αυτή πρέπει να ασκηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 934, μέσα στα τασσόμενα, από την τελευταία διάταξη, χρονικά όρια, οπότε και οι πρόσθετοι λόγοι της ανωτέρω ανακοπής δεν αρκεί να ασκούνται μόνον κατά τους γενικούς ορισμούς του άρθρου 585 παρ. 2 β` του ίδιου Κώδικα, το οποίο έχει και στην ανακοπή αυτή εφαρμογή, αλλά προσέτι και εντός των χρονικών περιορισμών του παραπάνω άρθρου 934 παρ.1 Κ.Πολ.Δ., αφού με την πάροδο άπρακτων των τελευταίων, τυχόν ακυρότητα της αναγκαστικής εκτελέσεως, για οποιονδήποτε και οποτεδήποτε προβαλλόμενο λόγο, καλύπτεται, πράγμα που συνάδει στο πνεύμα της τελευταίας διάταξης, με την οποία σκοπείται η ταχεία άρση της αβεβαιότητας περί το κύρος των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας. Οι κατά το άρθρο 934 παρ. 1 ΚΠολΔ οριζόμενες προθεσμίες για το παραδεκτό της κατά το άρθρο 933 του ιδίου κώδικα ανακοπής και των προσθέτων αυτής λόγων, είναι δικονομικές, εξετάζονται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο και η πάροδος τους συνεπάγεται έκπτωση από το δικαίωμα προσβολής της σχετικής πράξεως της εκτελεστικής διαδικασίας (ΑΠ 758/2014 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, η τήρηση των παραπάνω προθεσμιών της ανακοπής, που ορίζονται από το άρθρο 934 ΚΠολΔικ, προϋποθέτει ότι ο καθού η εκτέλεση θα έχει πραγματικά λάβει γνώση της προσβαλλόμενης πράξης, προκειμένου να την προσβάλλει αποτελεσματικά ενώπιον του αρμοδίου δικαστηρίου. Διότι ναι μεν το σχετικό δικαίωμα πρόσβασης σ΄ αυτό δεν είναι απόλυτο και υπόκειται σε περιορισμούς, ειδικότερα σε ότι αφορά τις προϋποθέσεις του παραδεκτού της ανακοπής κατά της εκτέλεσης, πλην, όμως, οι περιορισμοί αυτοί δεν μπορούν να εμποδίζουν την ανοικτή πρόσβαση σε ένα άτομο, κατά τρόπο ή σε βαθμό, ώστε το δικαίωμά του αυτό να θίγεται στην ίδια την ουσία του. Οι εν λόγω περιορισμοί συμβιβάζονται με το άρθρο 6 παρ. 1 της κυρωθείσας αρχικώς με το ν.2329/1953 και εκ νέου με το ν.δ. 57/1974, σύμβασης της Ρώμης “για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών”, το οποίο έχει υπερνομοθετική ισχύ (Ολ.ΑΠ 40/1998), μόνο εφόσον τείνουν σε ένα νόμιμο σκοπό και εφόσον υπάρχει σχέση αναλογίας μεταξύ των χρησιμοποιούμενων μέσων και του επιδιωκόμενου σκοπού (απόφαση της 6.12.2002 του Ε.Δ.Α.Δ.). Αλλά, και κατά το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι “καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σ΄ αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή συμφέροντά του, όπως ο νόμος ορίζει, δεν αποκλείεται στο νομοθέτη να θέτει περιορισμούς υπό τους οποίους τελεί το εν λόγω δικαίωμα, οι περιορισμοί, όμως, αυτοί δεν μπορούν να περιστείλουν την προσφυγή στα δικαστήρια κατά τέτοιο τρόπο ή σε τέτοιο βαθμό, ώστε το δικαίωμα αυτό να προσβάλλεται στον ίδιο του τον πυρήνα. Δύναται, συνεπώς, ο νομοθέτης, θεσπίζοντας προϋποθέσεις προσφυγής στα δικαστήρια, να καθορίζει και προθεσμία μέσα στην οποία οφείλει να ορίζει τη γνώση του θιγομένου για το βλαπτικό του οφειλέτη γεγονός, πράξη ή παράλειψη, γιατί χωρίς μια τέτοια γνώση δεν καθίσταται εφικτή η εκ μέρους του διεκδίκηση της παροχής έννομης προστασίας. Η γνώση αυτή του θιγομένου δεν απαιτείται μεν αναγκαίως να διαπιστώνεται από την επίδοση της βλαπτικής πράξης στον ίδιο. Πρέπει, όμως, τουλάχιστον να συνάγεται κατά τρόπο ασφαλή, ότι ενόψει των συντρεχουσών, κατά περίπτωση, συνθηκών, μεταξύ των οποίων και ο χρόνος που μεσολάβησε, ο θιγόμενος, ως επιμελής άνθρωπος, έλαβε ή μπορούσε να έχει λάβει γνώση του βλαπτικού γι΄ αυτόν γεγονότος (πράξης ή παράλειψης), ώστε να είναι σε θέση να επιδιώξει την παροχή έννομης προστασίας (ΑΕΔ 2/1999, ΑΠ 658/2007 Δημ. Νόμος, ΑΠ 196/2006 Δημ. Νόμος). Σύμφωνα δε με την παράγραφο 3 του άρθρου 937 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 19 παρ. 4 του ν. 4055/2012 και ισχύει από 2-4-2012 (άρθρο 113 ν. 4055/2012), πριν από την εκ νέου αντικατάστασή του με το άρθρο 1 άρθρο 8 παρ. 2 του ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α’ 87/23-7-2015) στις δίκες σχετικά με την εκτέλεση για την εκδίκαση ανακοπών, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 643 και 591 παρ. 1 περ. α’ του ΚΠολΔ. Τέλος, κατά το άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ. με την άσκηση της εφέσεως η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται με την έφεση και τους πρόσθετους λόγους. Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ. γενική αρχή της διαθέσεως, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το αίτημα συνεπώς της εφέσεως και οι λόγοι αυτής που το στηρίζουν οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως. Το εφετείο, για να αποφασίσει αν πρέπει ή όχι να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, είναι υποχρεωμένο να περιοριστεί στην έρευνα μόνο των παραπόνων που διατυπώνονται με τους λόγους της εφέσεως ή τους πρόσθετους λόγους και των ισχυρισμών τους οποίους ως υπεράσπιση κατά των λόγων αυτών προβάλλει σύμφωνα με το άρθρο 527 αριθ. 1 Κ.Πολ.Δ. ο εφεσίβλητος, καθώς και εκείνων των ζητημάτων η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σε σχέση με τα παράπονα που διατυπώνονται με τους λόγους εφέσεως και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής ή της ενστάσεως, που αυτεπαγγέλτως τα εξετάζει το εφετείο στην περίπτωση που με την έφεση διατυπώνονται παράπονα μόνο για την κρίση ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτών (ΑΠ 1481/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1778/2011 Δημ. Νόμος, Α.Π.1625/2011, ΑΠ 496/2010 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 4924/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΘεσ 496/2011 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 37/2009 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 6311/2007 Δημ. Νόμος, ΕφΔωδ 58/2002 Δημ. Νόμος). Συνεπώς και οι λόγοι ανακοπής, που επέχουν γενικώς θέση ιστορικής βάσης της αγωγής, εφόσον απορρίφθηκαν πρωτοδίκως, επαναφέρονται στο Εφετείο από τον εκκαλούντα ανακόπτοντα μόνο με λόγο της έφεσής του κατά της πρωτόδικης απόφασης, ως παράπονο κατ` αυτής, και όχι με τις κατ’ έφεση προτάσεις του (ΑΠ 1349/2013 ό.π., ΑΠ 13/2010 Δημ. Νόμος, ΑΠ 408/2000 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 599/2011 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΔωδ 66/2008 Δημ. Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών, με την υπό κρίση από 22-12-2015 και με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ………/30-12-2015 και αριθμ. κατάθ. …../30-12-2015 ανακοπή του, την οποία άσκησε, κατ’ άρθρο 933 του ΚΠολΔ, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, εναντίον του πρώτου των καθ’ ων η ανακοπή και ήδη πρώτου των εφεσιβλήτων και της δεύτερης των καθ’ ων η ανακοπή (δεύτερης των εφεσιβλήτων – ως προς την οποία παραιτήθηκε του δικογράφου της υπό κρίση έφεσης-), ζητούσε, κατ’ ορθή εκτίμηση, για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, ν’ ακυρωθεί η από 16-12-2015 επιταγή προς πληρωμή, κάτωθι αντιγράφου του με αριθμόν 352/2015 πρώτου εκτελεστού απογράφου της με αριθμό 6015/2012 αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία επιδόθηκε σε αυτόν στις 22/12/2015 και με την οποία αυτός επιτάσσεται να καταβάλει στον επιτάσσοντα, μεταξύ άλλων, το ποσό των 3.000 ευρώ, για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη με την προαναφερόμενη απόφαση και το ποσό των 3.000 ευρώ για δαπάνη σύνταξης της επιταγής προς εκτέλεση. Επί της ως άνω ανακοπής, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 30/03/2017, ερήμην των καθ’ ων η ανακοπή, αυτεπαγγέλτως, κατά την προσήκουσα ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων (σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 937 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυσε μετά το ν. 4055/2012), το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη με αριθμό 3130/28-06-2017 οριστική απόφασή του, απέρριψε την ως άνω ανακοπή, για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους. Κατά της εν λόγω οριστικής αποφάσεως ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών, ως ηττηθείς διάδικος, άσκησε την υπό κρίση έφεση, με την οποία παραπονείται για τους αναφερόμενους ειδικότερα στην έφεσή του λόγους, οι οποίοι συνοψίζονται, όπως αυτοί εκτιμώνται από το Δικαστήριο, σ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Ζητά δε, κατ’ ορθή εκτίμηση του συνόλου του δικογράφου της έφεσης, να γίνει αυτή καθ’ ολοκληρία δεκτή, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, με σκοπό να γίνει δεκτή η υπό κρίση ανακοπή και να καταδικαστεί ο πρώτος των καθ’ ων η ανακοπή στα δικαστικά του έξοδα αμφοτέρων των δύο βαθμών δικαιοδοσίας.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 72 του Ν. 4194/2013 (Κώδικα περί Δικηγόρων), η οποία εφαρμόζεται εν προκειμένω, καθώς η επιταγή προς εκτέλεση έχει επιδοθεί μετά τις 27.9.2013, ημερομηνία έναρξης ισχύος του νέου Κώδικα περί Δικηγόρων, «1. Για τη σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση τίτλων εκτελεστών η αμοιβή του δικηγόρου ορίζεται στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης, όπως αυτή επιδικάστηκε από το δικαστήριο. 2. Από περισσότερους συνοφειλέτες ή συγκατόχους πράγματος που επιτάσσονται με χωριστή επιταγή ή με την ίδια, που κοινοποιείται στον καθέναν από αυτούς, οφείλεται μία αμοιβή.». Εξ άλλου, το άρθρο 932 Κ.Πολ.Δ. ορίζει, ότι τα έξοδα της αναγκαστικής εκτελέσεως βαρύνουν εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και προκαταβάλλονται από τον επισπεύδοντα, στα έξοδα δε εκτελέσεως, τα οποία προαφαιρούνται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού για να αποδοθούν στον επισπεύδοντα, ο οποίος τα προκατέβαλε, περιλαμβάνονται όλες οι αναγκαίες δαπάνες οι οποίες έγιναν από τον επισπεύδοντα προς το γενικό συμφέρον (όλων) των δανειστών, οι οποίοι αναγγέλθηκαν στην διαδικασία του πλειστηριασμού και ανάγονται, μεταξύ άλλων, στην προδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως (ΑΠ 1074/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2057/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2210/2014 Δημ. Νόμος, ΑΠ 300/2013 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, με την επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση αρχίζει, κατ’ άρθρο 924 ΚΠολΔ, η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Η επίδοση της επιταγής αυτής, ως μη απευθυνόμενη, ούτε λαμβάνουσα χώραν ενώπιον δικαστηρίου, χαρακτηρίζεται ως εξώδικη πράξη. Συνάμα, όμως, αποτελεί και διαδικαστική πράξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης και συνεπάγεται δικονομικές (άρθ. 924 παρ. 1, 926 παρ. 2, 932 ΚΠολΔ) και ουσιαστικές (αρθ. 264, 340 ΑΚ) συνέπειες, οι οποίες επέρχονται και στην περίπτωση επίδοσης δικονομικώς άκυρης επιταγής προς εκτέλεση και δεν αίρονται, παρά μόνον με την ακύρωσή της από το δικαστήριο ή με την παραίτηση από την επιταγή εκ μέρους του επισπεύδοντος, ρητή ή σιωπηρή (ΑΠ 792/2015 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 281 ΑΚ, 116 και 933 του ΚΠολΔ, 20 παρ. 1 και 25 παρ. 3 του Συντάγματος, συνάγεται ότι άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος, που ανήκει στο δημόσιο δίκαιο, αποτελεί και η μέσω αναγκαστικής εκτελέσεως πραγμάτωση της απαίτησης του δανειστή. Επομένως, λόγο της ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ μπορεί να αποτελέσει και η αντίθεση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως στα αντικειμενικά όρια του άρθρου 281 ΑΚ και η εξ αυτού ακυρότητα της εκτελέσεως. Αν μεν η αντίθεση αυτή αναφέρεται στην εγκυρότητα του ίδιου του εκτελεστού τίτλου, συνιστά ουσιαστικό ελάττωμά του, με την επιδίωξη εκτελέσεως δια τίτλου τυπικώς μεν έγκυρου, ο οποίος όμως επιτεύχθηκε αντίθετα προς το άρθρο 281 ΑΚ, ο δε σχετικός λόγος ανακοπής πρέπει να προβάλλεται μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1α του ΚΠολΔ. Αν η αντίθεση στα κριτήρια του άρθρου 281 ΑΚ αφορά στην απαίτηση ή στη διαδικασία της εκτελέσεως, ο λόγος της ανακοπής πρέπει να προβάλλεται μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1β` του ΚΠολΔ, δηλαδή έως την έναρξη της τελευταίας πράξης εκτελέσεως, η οποία, προκειμένου περί ικανοποιήσεως χρηματικών απαιτήσεων, είναι, κατά το άρθρο 934 παρ. 2 ΚΠολΔ, η σύνταξη της εκθέσεως πλειστηριασμού και κατακυρώσεως (Ολ.ΑΠ 12/2009, ΑΠ 261/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 724/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 49/2005). Στην προκειμένη περίπτωση ο ανακόπτων, με τον πρώτο λόγο της ένδικης ανακοπής, ο οποίος βάλλει κατά της προαναφερόμενης επιταγής προς πληρωμή και ασκήθηκε εμπρόθεσμα, απορρίφθηκε δε ως μη νόμιμος με την εκκαλουμένη και παραδεκτά επαναφέρεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου με την υπό κρίση έφεση, κατ’ ορθή εκτίμηση, ισχυρίστηκε ότι μη νόμιμα λογίζεται σε αυτήν το ποσό των 3.000 ευρώ, ως αμοιβή της συντάξασας την επιταγής δικηγόρου, ισόποσο με αυτό της δικαστικής δαπάνης, διότι, σύμφωνα με την ερμηνεία, την οποία ο ανακόπτων αποδίδει στο άρθρο 72 του Κώδικος περί Δικηγόρων, το οποίο, άλλωστε, κατά τα εκτιθέμενα στην ανακοπή, επικαλείται ο επισπεύδων, στην επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη των 3.000 ευρώ, περιλαμβάνεται και η αμοιβή του δικηγόρου για τη σύνταξη της επιταγής και δεν οφείλεται άλλη (πρόσθετη) αμοιβή, άλλως θα ήταν καταχρηστική, βάσει του άρθρου 281 Α.Κ., η αξίωση μίας τέτοιας αμοιβής. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 72 παρ. 1 του Ν. 4194/2013 (Κώδικα περί Δικηγόρων), η οποία εφαρμόζεται εν προκειμένω, καθώς η επιταγή προς εκτέλεση έχει επιδοθεί μετά τις 27.9.2013, ημερομηνία έναρξης ισχύος του νέου Κώδικα περί Δικηγόρων, «1. Για τη σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση τίτλων εκτελεστών η αμοιβή του δικηγόρου ορίζεται στο σύνολο της δικαστικής δαπάνης, όπως αυτή επιδικάστηκε από το δικαστήριο…». Από τη γραμματική διατύπωση του εν λόγω άρθρου, προκύπτει ότι η αμοιβή του δικηγόρου για τη σύνταξη επιταγής προς εκτέλεση ισούται με τη δικαστική δαπάνη, η οποία επιδικάστηκε από το δικαστήριο, που εξέδωσε τον εκτελεστό τίτλο και υπολογίζεται ως ξεχωριστό ποσό πέραν της δικαστικής δαπάνης, χωρίς να κρίνεται τούτο καταχρηστικό, σύμφωνα με το άρθρο 281 ΑΚ, καθόσον πρόκειται για διαφορετική νομική ενέργεια του δικηγόρου, η οποία στηρίζεται στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 72 του Ν. 4194/2013 και δεν περιλαμβάνεται στη δικαστική δαπάνη (η οποία αφορά δικαστικά έξοδα και αμοιβή του δικηγόρου μέχρι τη στιγμή -συζήτησης και- έκδοσης της απόφασης), αμείβεται δε ξεχωριστά (πρβλ. ΜονΕφΠειρ 540/2014 Δημ. Νόμος). Η ερμηνευτική αυτή εκδοχή βρίσκει έρεισμα στο χρησιμοποιούμενο ρήμα «ορίζεται», με την έννοια ότι αν ο νομοθέτης ήθελε να εντάξει την αμοιβή της επιταγής στο ποσό της   δικαστικής δαπάνης θα έκανε χρήση του ρήματος «περιλαμβάνεται» ή άλλου συνωνύμου, θ’ ανέκυπτε δε ερμηνευτικό πρόβλημα στην περίπτωση του συμψηφισμού της δικαστικής δαπάνης. Επίσης, δεν θα υπήρχε λόγος να γίνεται αναφορά στο νόμο για αμοιβή σύνταξης επιταγής εάν αυτή συμπεριλαμβανόταν στη δικαστική δαπάνη, ούτε είναι εύλογο να ήθελε ο νομοθέτης να «ορίζει» το δικαστήριο που εκδίδει τον εκτελεστό τίτλο και την αμοιβή για τη σύνταξη της επιταγής, περιλαμβάνοντας  αυτήν στη συνολική δικαστική δαπάνη, καθώς αφ’ ενός μεν δεν είναι γνωστό κατά την έκδοση της απόφασης που εκτελείται, εάν αυτή θα αποτελέσει αντικείμενο αναγκαστικής εκτέλεσης, αφ’ ετέρου δε, η δικαστική δαπάνη που επιδικάζεται από το δικαστήριο περιλαμβάνει τα μέχρι εκείνης της στιγμής έξοδα και την αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου. Εξ άλλου, το άρθρο 932 Κ.Πολ.Δ. ορίζει, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, ότι τα έξοδα της αναγκαστικής εκτελέσεως βαρύνουν εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση και προκαταβάλλονται από τον επισπεύδοντα, στα έξοδα δε εκτελέσεως, τα οποία προαφαιρούνται από τον υπάλληλο του πλειστηριασμού για να αποδοθούν στον επισπεύδοντα, ο οποίος τα προκατέβαλε, περιλαμβάνονται όλες οι αναγκαίες δαπάνες οι οποίες έγιναν από τον επισπεύδοντα προς το γενικό συμφέρον (όλων) των δανειστών, οι οποίοι αναγγέλθηκαν στην διαδικασία του πλειστηριασμού και ανάγονται, μεταξύ άλλων, στην προδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως, με την επίδοση δε της επιταγής προς εκτέλεση, η οποία, ως μη απευθυνόμενη, ούτε λαμβάνουσα χώραν ενώπιον δικαστηρίου, χαρακτηρίζεται ως εξώδικη πράξη, αρχίζει, κατ’ άρθρο 924 ΚΠολΔ, η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Τυχόν   εκδοχή   δε,   ότι   εφόσον   συνταχθεί   επιταγή   προς εκτέλεση,   ο   συντάξας  αυτήν δικηγόρος   δικαιούται   ως   αμοιβή το συμπεριλαμβανόμενο στη δικαστική δαπάνη ποσό εκτός της αμοιβής, που του επιδικάσθηκε από το  Δικαστήριο, θα ήταν νομικώς ανεπίτρεπτη, καθώς θα κατέληγε να επιβαρύνεται με την αμοιβή της σύνταξης της επιταγής ο ίδιος ο επισπεύδων, ο οποίος έτσι θα έχανε το δικαίωμά του να εισπράξει το μέρος της δικαστικής δαπάνης που αποτελείται από τα δικαστικά έξοδα που προκατέβαλε. Εξάλλου, πέραν του γεγονότος ότι ο ανακόπτων αρνείται το εν λόγω δικαίωμα του καθ’ ου η ανακοπή, η διάταξη δε του άρθρου 281 ΑΚ δεν έχει εφαρμογή όταν ο διάδικος αρνείται (απλά ή αιτιολογημένα) να δεχθεί την ύπαρξη του δικαιώματος του αντιδίκου του (ΑΠ 1158/2011 ΕλλΔνη 2011 1652, ΑΠ 1434/1999 ΕλλΔνη 2000 706) και αληθή υποτιθέμενα τα επικα­λούμενα για τη θεμελίωσή του πραγματικά περιστατικά δεν κα­θιστούν την επισπευδόμενη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλε­σης προφανώς αντίθετη στα αντικειμενικά όρια της καλής πίστης ή των χρηστών ηθών ή του κοινωνικού ή οικονομικού σκοπού του δικαιώματος, που θέτει η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, ούτε μπορεί βάσιμα να θεωρηθεί ως καταχρηστική η χρήση από τον καθ’ ου η ανακοπή νομίμων δικαιωμάτων που του παρέχει ο Νόμος, χωρίς τη συνδρομή και άλλων περι­στατικών. Επομένως, εφόσον εν προκει­μένω, κατά τα ιστορούμενα στην ανακοπή, η δικαστική δαπάνη, που επιδικάσθηκε υπέρ του καθ’ ου η ανακοπή με τη με αριθ. 6015/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ως εκτελεστό τίτλο, ανέρχεται στο ποσό των 3.000 ευρώ, νομίμως ο τελευταίος επιτάσσει τον αντίδικο του και στην καταβολή του ως άνω κονδυλίου των 3.000 ευρώ, το οποίο αντι­στοιχεί στην αμοιβή της πληρεξουσίας δικηγόρου του για τη σύνταξη της ένδικης επιταγής προς εκτέλεση, καθόσον αυτό ισούται με το ποσό της επιδικασθείσας δικαστικής δαπάνης και δεν αφορά δικαστική δαπάνη και συνεπώς, ο λόγος αυτός ανακοπής, καθ’ όλα του τα σκέλη, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος. Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα και απέρριψε ως μη νόμιμο τον ως άνω πρώτο λόγο της ανακοπής, ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις αναφερόμενες στη μείζονα σκέψη της παρούσας διατάξεις, ούτε απαίτησε περισσότερα στοιχεία, ούτε αρκέσθηκε σε λιγότερα στοιχεία, από εκείνα που απαιτεί ο νόμος, αλλά ούτε και προσέδωσε σ’ αυτές έννοια διαφορετική από την αληθινή, αναφορικά με τα ουσιώδη για την έκβαση της δίκης ζητήματα, για την απόρριψη του λόγου αυτού και τη συνεπεία αυτής απόρριψη της ανακοπής, έστω και με ελ­λιπή αιτιολογία. Για τους λόγους δε αυτούς, μετά τη συ­μπλήρωση και την αντικατάσταση των αιτιολογιών της εκκαλουμένης με τις πα­ρούσες (άρθρο 534 του ΚΠολΔ) (βλ. σχετ. ΑΠ 1319/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 2234/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ 845/2011 Δημ. Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 357/2016 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 30/2016 Δημ. Νόμος ΕφΛαρ 50/2016 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 216/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 544/2015 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 980/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 174/2014 Δημ. Νόμος, ΕφΠειρ 662/2012 Δημ. Νόμος, ΕφΛαρ 209/2012 Δημ. Νόμος), απορριπτομένου ως αβασίμου του λόγου έφεσης, καθ’ όλα του τα σκέλη, με τα οποία υποστηρίζονται τα αντίθετα από τον εκκαλούντα και μη υπάρχοντος άλλου παραπόνου κατά της εκκαλουμένης, εφόσον οι λόγοι ανακοπής, που επέχουν γενικώς θέση ιστορικής βάσης της αγωγής, απορρίφθηκαν πρωτοδίκως, δύνανται δε να επαναφερθούν στο Εφετείο από τον εκκαλούντα – ανακόπτοντα με λόγο έφεσης κατά της πρωτόδικης απόφασης, ως παράπονο κατ’ αυτής, πρέπει ν’ απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η υπό κρίση έφεση, κατά της με αριθμό 3130/28-06-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των πιστωτικών τίτλων και να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατατέθηκε από τον εκκαλούντα για την άσκηση αυτής (άρθρ. 495 § 3 Κ.Πολ.Δ.). Τέλος, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ του εκκαλούντος και του πρώτου των εφεσιβλήτων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατ’ άρθρο 179 ΚΠολΔ, καθώς ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΘΕΩΡΕΙ ως μη ασκηθείσα την από 10/09/2017 έφεση, η οποία κατατέθηκε, στις 11-09-2017, στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …./2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2017, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματέα του Δικαστηρίου αυτού, στις 11-09-2017, με αριθμό κατάθεσης Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./2017, ως προς τη δεύτερη των εφεσιβλήτων.

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την υπό κρίση έφεση ως προς τον πρώτο των εφεσιβλήτων και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσίαν ως προς τον πρώτο των εφεσιβλήτων.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, το οποίο κατέθεσε ο εκκαλών για την άσκηση της υπό κρίση έφεσης.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ του εκκαλούντος και του πρώτου των εφεσιβλήτων.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στον Πειραιά, στις 12/03/2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων του εκκαλούντος και του πρώτου των εφεσιβλήτων.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ