Αριθμός 499/2025
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
Τμήμα 2ο
Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών, Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη και Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:
Α) ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «…………..», και τον διακριτικό τίτλο «…………..», που εδρεύει στο .. . Πειραιώς (οδός ………….) (ΑΦΜ …….) και εκπροσωπείται νόμιμα με ΑΦΜ …………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Αναστάσιο Ρουμελιώτη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) Εταιρίας με την επωνυμία «…………», και το διακριτικό τίτλο «………», που εδρεύει στην Αθήνα (. ………), η οποία εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Ευάγγελο Λύτρα [ΛΥΤΡΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ], 2) …………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Βασίλειο Σαξώνη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ), 3. Aνώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…………….», που εδρεύει στην Αθήνα, (Α.Φ.Μ. …………, Δ.Ο.Υ. ΚΕΦΟΔΕ ΑΤΤΙΚΗΣ, ΑΡ.ΓΕ.ΜΗ: …………) και εκπροσωπείται νόμιμα, ενεργούσας ως καθολική διάδοχος λόγω συγχώνευσης δια απορροφήσεως της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…………», {όπως μετέβαλε την επωνυμία της η εταιρεία «………..» σύμφωνα με την με αρ. 62265/03-06-2021 απόφαση του Τμήματος Ασφαλιστικών Α.Ε., Διεύθυνσης Εταιρειών της Γενικής Δ/νσης Αγοράς του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, (καταχώρηση Γ.Ε.ΜΗ την 03.06.2021 με κωδικό αρ. καταχώρισης …………)}, μετά την υπ’ αριθμ. πρωτ. ………./30.12.2021 απόφαση του Τμήματος Ασφαλιστικών Α.Ε. Διεύθυνσης Εταιρειών της Γενικής Δ/νσης Αγοράς του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων (καταχώρηση Γ.Ε.Μ.Η. την 30.12.2021 με κωδικό αρ. καταχώρησης …………), με την οποία απόφαση εγκρίθηκε: i) η συγχώνευση των Ανωνύμων Εταιρειών «……….» με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. ……… («Απορροφούσα Εταιρεία») και «…………» με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. …… («Απορροφώμενη Εταιρεία»), με απορρόφηση της δεύτερης εταιρείας από την πρώτη, και μεταξύ άλλων ii) η τροποποίηση του άρθρου 1 (Επωνυμία) του καταστατικού της Απορροφώσας Εταιρείας λόγω της συγχώνευσης, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Αναστασία Τσακίρη και 4) ………….. ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Ανδρέα Κατσαούνου.
Β) ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: ……………..ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό του δικηγόρο Βασίλειο Σαξώνη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ).
ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) …………. ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Ανδρέα Κατσαούνου, 2) Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «…………», που εδρεύει στον Πειραιά (οδός …………….), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Αναστάσιο Ρουμελιώτη (με δήλωση κατ΄ άρθρο 242 παρ 2 ΚΠολΔ), 3) Aνώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «……………», που εδρεύει στην Αθήνα, (Α.Φ.Μ. ……., Δ.Ο.Υ. ΚΕΦΟΔΕ ΑΤΤΙΚΗΣ, ΑΡ.ΓΕ.ΜΗ: ……….) και εκπροσωπείται νόμιμα, ενεργούσα ως καθολική διάδοχος λόγω συγχώνευσης δια απορροφήσεως της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………….», {όπως μετέβαλε την επωνυμία της η εταιρεία «………….» σύμφωνα με την με αρ. 62265/03-06-2021 απόφαση του Τμήματος Ασφαλιστικών Α.Ε., Διεύθυνσης Εταιρειών της Γενικής Δ/νσης Αγοράς του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων, (καταχώρηση Γ.Ε.ΜΗ την 03.06.2021 με κωδικό αρ. καταχώρισης …..)}, μετά την υπ’ αριθμ. πρωτ. 2558925ΑΠ/30.12.2021 απόφαση του Τμήματος Ασφαλιστικών Α.Ε. Διεύθυνσης Εταιρειών της Γενικής Δ/νσης Αγοράς του Υπουργείου Ανάπτυξης και Επενδύσεων (καταχώρηση Γ.Ε.Μ.Η. την 30.12.2021 με κωδικό αρ. καταχώρησης ………….), με την οποία απόφαση εγκρίθηκε: i) η συγχώνευση των Ανωνύμων Εταιρειών «……..» με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. …. («Απορροφούσα Εταιρεία») και «GENERALI HELLAS I ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. …… («Απορροφώμενη Εταιρεία»), με απορρόφηση της δεύτερης εταιρείας από την πρώτη, και μεταξύ άλλων ii) η τροποποίηση του άρθρου 1 (Επωνυμία) του καταστατικού της Απορροφώσας Εταιρείας λόγω της συγχώνευσης, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσιά της δικηγόρο Αναστασία Τσακίρη και 4) Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «…………..» και το διακριτικό τίτλο «…………», που εδρεύει στην Αθήνα (……………), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, εκπροσωπήθηκε δε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Ευάγγελο Λύτρα [ΛΥΤΡΑΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ].
Ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς άσκησαν α) ο …….. την με αριθμ εκθ καταθ ………./18.9.2019 κύρια αγωγή, β) ο ………. την με αριθ εκθ καταθ …………/2019 προσεπίκληση προς παρέμβαση και παρεμπίπτουσα αγωγή, γ) η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………» και το διακριτικό τίτλο «………..», την με αριθ εκθ καταθ ………./14.11.2019 προσεπίκληση προς παρέμβαση και παρεμπίπτουσα αγωγή και δ) η ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «………….» και το διακριτικό τίτλο «……….., την με αριθ εκθ καταθ ………./6-12-2019 πρόσθετη παρέμβαση. Επί αυτών εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ 3386/2020 απόφαση του προαναφερόμενου Δικαστηρίου, που δέχθηκε τα σε αυτήν αναφερόμενα.
Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) η υπό στοιχ Α εκκαλούσα με την από 5.10.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ……../2022-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ ………/2022) (επικουρική) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 16η.11.2023, μετά δε από αναβολή, η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης και β) ο υπό στοιχ Β εκκαλών με την από 15.4.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ………./2021-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ …………/2021) έφεσή του, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε αρχικά η 20η.10.2022, μετά δε από διαδοχικές αναβολές οι δικάσιμοι τη 16ης.11.2023 και αυτή που αναφέρεται στην αρχη της παρούσας απόφασης.
Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.
Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι Αναστάσιος Ρουμελιώτης και Βασίλειος Σαξώνης, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τις απόψεις τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι Ευάγγελος Λύτρας, Αναστασία Τσακίρη και Ανδρέας Κατσαούνος, αφού έλαβαν διαδοχικά τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η με αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά …………/2021 έφεση και η με αριθμό καταθεσης στην αυτή γραμματεία ………/2022 (επικουρική) έφεση πρέπει να συνεκδικαστούν ως συναφείς μεταξύ τους καθώς στρέφονται κατά της αυτής υπ΄αριθμόν 3386/2020 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά και κατ΄αυτόν τον τρόπο επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων της δίκης (άρθρα 524 παρ 1 και 246 ΚΠολΔ).
Η με ειδικό αριθμό καταθ. στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά …………./2021 έφεση κατά της ανωτέρω απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα καθώς η εκκαλουμένη απόφαση δημοσιεύτηκε στις 9-11-2020, και η έφεση είχε κατατεθεί στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά στις 26-4-2021 δίχως να προηγηθεί επίδοση της εκκαλουμένης (άρθρα 495, 511, 513, 516 παρ 1, 517 εδαφ α, 518 παρ 1 και 147 ΚΠολΔ). Συνεπώς, πρέπει να γινει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής κατά την αυτή διαδικασία δοθέντος ότι έχει καταβληθεί και το προβλεπόμενο από την διάταξη του άρθρου 495 παρ 3 ΚΠολΔ παράβολο άσκησης έφεσης (βλ. με κωδικό …………../2021 παράβολο).
Η με ειδικό αριθμό καταθ. στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά …………../2022 έφεση κατά της αυτής ως άνω απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, όπως προαναφέρθηκε, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα καθώς η εκκαλουμένη απόφαση δημοσιεύτηκε στις 9-11-202, όπως προαναφέρθηκε και η έφεση είχε κατατεθεί στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά στις 10-10-2022 δίχως να προηγηθεί επίδοση της εκκαλουμένης, όπως προαναφέρθηκε, (άρθρα 495, 511, 513, 516 παρ 1, 517 εδαφ α, 518 παρ 1 και 147 ΚΠολΔ) . Συνεπώς, πρέπει να γινει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής κατά την αυτή διαδικασία δοθέντος ότι έχει καταβληθεί και το προβλεπόμενο από την διάταξη του άρθρου 495 παρ 3 ΚΠολΔ παράβολο άσκησης έφεσης (βλ. με κωδικό …………../2022 παράβολο).
Με την αγωγή επί της οποίας εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφαση o ενάγων ιστορούσε ότι ο πρώτος εναγόμενος ο οποίος είναι αναισθησιολόγος ιατρός και παρείχε τις υπηρεσίες του στο νοσοκομείο “………….” της δεύτερης εναγομένης προέβη σε επισκληρίδιο αναισθησία κατά την χειρουργική επέμβαση στην οποία υποβλήθηκε (ο ενάγων) λόγω ρήξης του μηνίσκου στο αριστερό γόνατο του και όταν συνήλθε ένοιωθε μούδιασμα στο κάτω μέρος του αριστερού ποδιού, το οποίο τις επόμενες ημέρες επεκτάθηκε και στο δεξί πόδι και ακολούθως, σε ολόκληρο τον κορμό του με επακόλουθο απώλεια ελέγχου της κύστης και του εντέρου του, σπασμούς και έντονο πόνο στα πόδια, κινητικά προβλήματα και σεξουαλική δυσλειτουργία. Το αποτέλεσμα αυτό ήταν προϊόν αμελούς συμπεριφοράς του πρώτου εναγόμενου, ο οποίος χορήγησε την αναισθησία με κακή τεχνική και χωρίς ν΄αντιληφθεί έγκαιρα τα συμπτώματα ώστε να αναχαιτίσει τις συνέπειες αυτών με επακόλουθο μόνιμη βλάβη στην σπονδυλική στήλη του ενάγοντος. Ζήτησε δε, ν΄αναγνωριστεί ότι οι εναγόμενοι εκ των οποίων ο πρώτος εξ αυτών ως υπαίτιος ιατρός ενώ η δεύτερη ως συνδεόμενη με σχέση πρόστησης με τον πρώτο εναγόμενο, υποχρεούνται να καταβάλουν αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ο καθένας στον ενάγοντα α) για διαφυγόντα κέρδη λόγω απώλειας εισοδημάτων το ποσό των 405.867 ευρώ κατ΄αποκοπήν, άλλως τα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά και κατά τα αναφερόμενα σ΄ αυτήν χρονικά διαστήματα, β) για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης το ποσό των 200.000 ευρώ και γ) για αποζημίωση λόγω μόνιμης αναπηρίας με επίδραση στο μέλλον αυτού κατ΄ άρθρο 931 ΑΚ το ποσό των 50.000 ευρώ και συνολικά το ποσό 655.867 ευρώ με το νόμιμο τόκο υπερημερίας καθώς επίσης και την καταδίκη των εναγομένων στα δικαστικά του έξοδα. Ο πρώτος των εναγομένων, ………., άσκησε την με αριθμό καταθ. …………../2019 προσεπικληση – ανακοίνωση δίκης ενωμένη με παρεμπίπτουσα αγωγή σε βάρος της ανώνυμης εταιρείας «…………» ζητώντας την παρέμβαση της τελευταίας στη δίκη και την καταδίκη της στην πληρωμή κάθε ποσού που τυχόν θα υποχρεωθεί να καταβάλει η ίδια στον ενάγοντα. Η δεύτερη των εναγομένων, «………………» άσκησε την με αριθμό καταθ……………/2019 προσεπίκληση σε παρέμβαση ενωμένη με παρεμπτίπτουσα αγωγή σε βάρος της ανώνυμης εταιρείας «………..» ζητώντας την παρέμβαση της τελευταίας στη δίκη και την καταδίκη της στην πληρωμή κάθε ποσού που τυχόν θα υποχρεωθεί να καταβάλει η ίδια στον ενάγοντα. Η ανωτέρω προσεπικαλούμενη «…………..» άσκησε την με αριθμό καταθ. ………../2019 πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της δεύτερης εναγομένης «……………» και κατά του ενάγοντος ………….. ζητώντας την απόρριψη της αγωγής. Η ανωτέρω αγωγή, οι προσεπικλήσεις με τις ενωμένες σ΄αυτές παρεμπτίπτουσες αγωγές και η πρόσθετη παρέμβαση συνεκδικάστηκαν και εξεδόθη η υπ΄αριθμόν 3386/2020 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν λόγω πλασματικής ερημοδικίας του ενάγοντος λόγω μη καταβολής του αναλογούντος τέλους δικαστικού ενσήμου. Ακολούθως δε απορρίφθηκαν οι προσεπικλήσεις με τις ενωμένες παρεμπίπτουσες αγωγής καθώς και η πρόσθετη παρέμβαση ελλείψει αντικειμένου.
Α. Κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 2 και 8 του ν. ΓπΟΗ/1912 «Περί δικαστικών ενσήμων», όπως ερμηνεύθηκε αυθεντικά με το άρθρο 7 παρ. 1 του ν.δ/τος 1544/1942 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 11 του ν.δ. 4189/1961, η παράλειψη προκαταβολής από τον ενάγοντα του οφειλομένου κατά τα άρθρα 2και 3 του ν. ΓπΟΗ/1912 τέλους δικαστικού ενσήμου, η οποία εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, δεν επάγεται απαράδεκτο της αγωγής ή της συζητήσεώς της, αλλά ο παραλείπων την καταβολή ενάγων, λογίζεται, κατά νόμιμο πλάσμα, ως μη εμφανιζόμενος και δικάζεται ερήμην, με επακόλουθο να απορρίπτεται η αγωγή του, λόγω πλασματικής ερημοδικίας, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 272 παρ. 1 του ΚΠολΔ (όπως αυτή τέθηκε σε ισχύ με τη διάταξη του άρθρου 30 του Ν. 3994/25.07.2011) – (Α.Π. 84/2015, Α.Π. 204/2014, Α.Π. 1572/2013, Α.Π. 567/2012 Δημοσ. ΤΝΠ «Νόμος», Α.Π. 382/2011 ΕλλΔνη 2011.1009, Α.Π. 1095/2006 Δημοσ. ΤΝΠ «Νόμος», Α.Π. 1107/2005 ΝοΒ 54.194, Εφ.Πειρ. 467/2014 Δημοσ. ΤΝΠ «Νόμος», Εφ.Πειρ. 55/2009 Δίκη 2009.246, Εφ.Θεσ. 135/2008 Αρμ. 2009.1223 Εφ.Αθ. 4687/2000 ΕλλΔνη 41.1682). Η απόρριψη δε αυτή θεωρείται ότι γίνεται για ουσιαστικό και όχι για τυπικό λόγο, γεγονός που συνεπάγεται τη δημιουργία δεδικασμένου περί της ουσιαστικής αβασιμότητας της αγωγής, αν η σχετική απόφαση καταστεί τελεσίδικη (Α.Π. 1572/2013, Α.Π. 1337/2011 ο.π., Εφ.Αθ. 257/2017 Δημοσ. ΤΝΠ «Νόμος»). Περαιτέρω, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του άρθρου 7 του ν.δ/τος 1544/1942, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 του ν. 3994/2011, ορίζεται ότι: « Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓπΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αγωγές περί εξαλείψεως υποθήκης και προσημειώσεως, καθώς και περί ακυρώσεως πλειστηριασμού», καθιερουμένης έτσι της υποχρεώσεως καταβολής ενσήμου και ως προς τις αναγνωριστικές αγωγές . Περαιτέρω, η παράγραφος 14 του άρθρου 72 του ν. 3994/2011 ορίζει ότι : «Η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν.δ/τος 1544/1942 εφαρμόζεται στις αγωγές που ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου», ενώ σύμφωνα με το άρθρο 77 παρ. 1 του αυτού ως άνω νόμου (ν. 3994/2011) ορίζεται ότι : «Η ισχύς των διατάξεων του παρόντος νόμου αρχίζει από τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, εκτός αν ορίζεται ειδικότερα στις επιμέρους διατάξεις». Ο ν. 3994/2011 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 25.07.2011 στο υπ’ αριθμ. 165 φύλλο στο πρώτο τεύχος (ΦΕΚ Α` 165/25.07.2011). Επίσης σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ. 1 του ν. 4055/2012, η παράγραφος 3 του άρθρου 7 του ν.δ/τος 1544/1942, που αντικαταστάθηκε με το άρθρου 70 του ν. 3994/2011, αντικαθίσταται ως εξής: «Στο τέλος, που επιβάλλεται κατά το άρθρο 2 του ν. ΓπΟΗ/1912, δεν υπόκεινται οι αναγνωριστικές που αφορούν τις διαφορές των άρθρων 663,677, 681Α` και 681Β`, καθώς και οι αγωγές για την εξάλειψη υποθήκης και προσημείωσης και εκείνες που αφορούν την ακύρωση πλειστηριασμού». Κατά δε, το άρθρο 21 παρ. 2 του ν. 4055/2012 ορίζεται ότι : «Η διάταξη της παραγράφου 14 του άρθρου 72 του ν. 3994/2011 (Α` 165) δεν εφαρμόζεται στις αγωγές, που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές, πριν την έναρξη ισχύος του, εφόσον μετατραπούν σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος αυτού». Τέλος κατά την παράγραφο 4 του άρθρου 7 του ν.δ/τος 1544/1942 προβλέπεται ότι : «Τα εν τοις προηγουμένοις εδαφίοις 1, 2 και 3 του άρθρου τούτου οριζόμενα εφαρμόζονται και επί των εκκρεμών δικών» Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων, προκύπτουν τα ακόλουθα : α) Μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011, δηλαδή μετά την 25.07.2011, οι αναγνωριστικές αγωγές, που δικάζονται κατά την τακτική διαδικασία, υπόκεινται σε τέλος δικαστικού ενσήμου, β) Με το άρθρο 72 παρ. 14 του ν. 3994/2011, εισήχθη εξαίρεση από τον κανόνα του άρθρου 7 παρ. 4 του ν.δ/τος 1544/1942, δηλαδή, από τον κανόνα ότι η διάταξη της παρ. 3 του εν λόγω άρθρου, η οποία προβλέπει ποιες αγωγές υπόκεινται σε τέλος δικαστικού ενσήμου, εφαρμόζεται και επί εκκρεμών δικών. Ειδικότερα, με το άρθρο 72 παρ. 14 του ν. 3994/2012, ο νομοθέτης όρισε ότι, η παρ. 3 του άρθρου 7 του ν.δ/τος 1544/1942, η οποία πλέον προέβλεπε ότι σε δικαστικό ένσημο υπόκεινται και οι αναγνωριστικές αγωγές, θα εφαρμόζεται μόνο στις αγωγές, που ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011, δηλαδή μετά την 25.07.2011. Με την τελευταία αυτή διάταξη, ο νομοθέτης επέλεξε να μην υπόκεινται σε τέλος δικαστικού ενσήμου όσες αναγνωριστικές αγωγές είχαν ήδη ασκηθεί, κατά το χρόνο έναρξης ισχύος του ν. 3994/2011, δηλαδή όσες αναγνωριστικές αγωγές είχαν ασκηθεί μέχρι την 25.07.2011 και γ) με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 του ν. 4055/2012, ο νομοθέτης όρισε ότι, η ως άνω εξαίρεση, ήτοι η εξαίρεση του άρθρου 72 παρ. 14 του ν. 3994/2011, δεν εφαρμόζεται σε όσες αγωγές είχαν ασκηθεί, ως καταψηφιστικές, πριν την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011, αλλά «μετατράπηκαν» σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου. Κατά συνέπεια, αφού για όσες αγωγές ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011 και περιορίστηκαν σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011 δεν εφαρμόζεται η εξαίρεση από την καταβολή δικαστικού ενσήμου, που προβλέπει η διάταξη του άρθρου 72 παρ. 14 του ν. 3994/2011, οι εν λόγω τραπείσες σε αναγνωριστικές αγωγές υπόκεινται σε τέλος δικαστικού ενσήμου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 4 του ν.δ/τος 1544/1942, η οποία προβλέπει ότι η διάταξη περί δικαστικού ενσήμου εφαρμόζεται και επί εκκρεμών δικών . Κατ` ακολουθίαν των ανωτέρω, σε δικαστικό ένσημο υπόκεινται αφενός οι αναγνωριστικές αγωγές, που ασκούνται μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011 και αφετέρου οι αγωγές που ασκήθηκαν ως καταψηφιστικές πριν την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου και περιορίστηκαν ( μετατράπηκαν ) σε αναγνωριστικές μετά την έναρξη ισχύος του ν. 3994/2011, ήτοι μετά την 25.07.2011 . Ενόψει των ανωτέρω διατάξεων και των τροποποιήσεων που αυτές επέφεραν, υποστηρίχθηκε η άποψη ότι, η υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου και επί αναγνωριστικών αγωγών είναι ανίσχυρη, ως αντίθετη στο άρθρο 20 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α., με το σκεπτικό ότι τίθεται ένας ανεπίτρεπτος περιορισμός, που παρεμποδίζει την ανοιχτή πρόσβαση κάθε πολίτη στη Δικαιοσύνη και ισοδύναμε! με έμμεση κατάργηση του δικαιώματος παροχής έννομης προστασίας . Πλην, όμως, οι ως άνω διατάξεις δεν παρεμποδίζουν την ελεύθερη πρόσβαση κάθε πολίτη στη δικαιοσύνη και εντεύθεν δεν αντίκεινται στο άρθρο 20 του Συντάγματος, ούτε στο άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α. Συγκεκριμένα, για όποιον πολίτη αδυνατεί οικονομικώς να καταβάλει το προσήκον για την αναγνωριστική αγωγή του δικαστικό ένσημο, θα τύχουν εφαρμογής οι διατάξεις του ν. 3226/2004, με τις οποίες γενικώς λαμβάνεται πρόνοια, ώστε να παρέχεται νομική αρωγή σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος, η οποία εμπεριέχει και την απαλλαγή από την καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (άρθρο 9 παρ. 2 του ν. 3226/2004). Ο δε προσδιορισμός των δικαιούχων της αρωγής αυτής, κατ’ άρθρο 1 παρ. 2 του ν. 3226/2004, ως εκείνων των οποίων το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα δεν υπερβαίνει τα δύο τρίτα των ετήσιων ατομικών αποδοχών, που προβλέπει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αναφέρεται σε πολίτες εντελώς εξαθλιωμένους οικονομικά. Εξάλλου, οι ως άνω διατάξεις, που προβλέπουν την καταβολή δικαστικού ενσήμου και επί αναγνωριστικών αγωγών πληρούν τα κριτήρια που, κατά τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α., απαιτούνται, προκειμένου ένας περιορισμός στο δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας, να είναι αποδεκτός από το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α. και ειδικότερα πληρούν τόσο το κριτήριο ότι, με τον περιορισμό αυτό, πρέπει να επιδιώκεται ένας νόμιμος σκοπός, όσο και το κριτήριο ότι πρέπει να τηρείται ένας εύλογος (reasonable) βαθμός αναλογικότητας, ανάμεσα στα μέσα και στον επιδιωκόμενο σκοπό (βλ. τη σκέψη υπ’ αριθμ. 36 της από 24.05.2006 απόφασης του Ε.Δ.Δ.Α. στην υπόθεση ……. κατά Ρουμανίας (…………). Και τούτο διότι, με το τέλος δικαστικού ενσήμου επιδιώκεται, προεχόντως, ο νόμιμος σκοπός της ενίσχυσης της δυνατότητας της Πολιτείας, να οργανώνει, κατά τον καλύτερο τρόπο, το σύστημα απονομής Δικαιοσύνης και δεν μπορεί να θεωρηθεί δυσανάλογη με τον εν λόγω επιδιωκόμενο σκοπό και μη εύλογη μια επιβάρυνση του ενάγοντος με τέλος, το ποσοστό του οποίου είναι συνολικά ελάχιστα μεγαλύτερο του 1 %, επί του χρηματικά αποτιμητού αντικειμένου της διαφοράς (δεδομένου ότι με συνυπολογισμό των κατά νόμο προσαυξήσεων, το συνολικά καταβαλλόμενο ποσό δικαστικού ενσήμου ανέρχεται σε 11,0304 ο/οο, ήτοι 1,10304 ο/ο). Μία τέτοια ποσοστιαία αναλογία, δεν καθιστά «δυσβάσταχτη οικονομικά» την προσφυγή στη δικαιοσύνη, ιδίως για όποιον κατάγει σε δίκη το πραγματικό αντικείμενο της διαφοράς. Επίσης, εφόσον δικαιωθεί ο ενάγων, το τέλος δικαστικού ενσήμου μετακυλίεται στον ηττώμενο εναγόμενο, που με την αμφισβήτησή του (επί αναγνωριστικής αγωγής) προκάλεσε την κίνηση από τον ενάγοντα του συστήματος απονομής Δικαιοσύνης, ενώ παραμένει ως επιβάρυνση του ενάγοντος, σε περίπτωση απόρριψης της αγωγής, οπότε, εκ του αποτελέσματος, η αίτησή του για παροχή δικαστικής προστασίας κρίνεται αποδοκιμαστέα. Η κατά τα ανωτέρω «ανταποδοτική» λειτουργία του τέλους δικαστικού ενσήμου, δεν είναι αθέμιτη, αφού, άλλωστε, αυτό υποδηλώνει και η ονομασία αυτού ως «τέλος». Κατ` ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, οι ως άνω διατάξεις, με τις οποίες θεσπίζεται η υποχρέωση καταβολής δικαστικού ενσήμου και επί αναγνωριστικών αγωγών, δεν είναι αντίθετες με το άρθρο 20 του Συντάγματος, ούτε με το άρθρο 6 της Ε.Σ.Δ.Α. ( σχετ Εφ Αθ 263/2025, Εφ Αθ 1145/2024, ΕφΑθ 15/ 2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).
Β. Επειδή το άρθρο 2 Α.Κ. εκφράζει τη γενικότερη αρχή του δικαίου περί μη αναδρομικότητας των νόμων, που αποβλέπει στην κατά το δυνατό βεβαιότητα των δικαιωμάτων, ασφάλεια των συναλλαγών και σταθερότητα δικαίου, η οποία (αρχή) όμως δεν κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα και έτσι η διάταξη αυτή (ΑΚ 2) δεν έχει αυξημένη τυπική ισχύ. Επομένως, ο νομοθέτης δεν εμποδίζεται κατ` αρχήν να προσδώσει στο νόμο αναδρομική δύναμη, με μόνο περιορισμό τη μη προσβολή συναγματικώς προστατευόμενων δικαιωμάτων. Στο νόμο μπορεί να δοθεί αναδρομική δύναμη ρητώς ή σιωπηρώς (έμμεσα), όταν δηλαδή από την έννοια και το σκοπό του συνάγεται νομοθετική βούληση περί αναδρομικής ισχύος του, ώστε να ρυθμιστούν και περασμένα γεγονότα ή σχέσεις του παρελθόντος. Εξαιρέσεις από το επιτρεπτό της αναδρομικής ισχύος του νόμου προβλέπονται στο Σύνταγμα (Σ. 7 παρ. 1, 78 παρ. 2). Από την απόλυτη απαγόρευση στο Σύνταγμα της αναδρομικότητας αυτών των κατηγοριών νόμων συνάγεται, ότι στις άλλες περιπτώσεις η αναδρομική ισχύς είναι μεν επιτρεπτή, δεν μπορεί όμως να υπερβεί τα όρια που θέτουν τα άρθρα 4 και 17 του Συντάγματος, καθώς και οι υπερνομοθετικής ισχύος (άρθρ. 28 παρ. 1 του Σ.) διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Οι διατάξεις των τελευταίων επιβάλλουν τον σεβασμό της περιουσίας, στην οποία περιλαμβάνονται και περιουσιακά (ενοχικά) δικαιώματα. Δηλαδή μέσω της αναδρομικής ισχύος νόμου είναι δυνατόν να επέρχεται απόσβεση ή κατάργηση δικαιωμάτων που έχουν απονεμηθεί με προγενέστερο νόμο, μόνον εφόσον η κατάργηση ή απόσβεση επιβάλλεται για λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημόσιου συμφέροντος (σχετ Ολ. ΑΠ 1067/1979, ad hoc ΑΠ 928/2006). Εκ των ανωτέρω παρέπεται ότι είναι επιτρεπτή με αναδρομική ισχύ νόμου η επιβολή δαπανημάτων και γενικότερα διατυπώσεων για την πρόοδο της δίκης συναπτομένων προς την λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης, όπως η επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου η οποία αποτελεί δαπάνη η οποία επιβάλλεται σε βάρος του αντιδίκου του ενάγοντος εφόσον ηττηθεί στη δίκη δοθέντος ότι με την άσκηση και την συζήτηση της αγωγής ο πολίτης κινητοποιεί έναν πολυπρόσωπο και πολυδάπανο δημόσιο μηχανισμό και επομένως, οφείλει να καταβάλει τέλος (δικαστικού ενσήμου) ώστε να ενισχύεται η δυνατότητα της πολιτείας να οργανώνει κατά τον καλύτερο τρόπο το σύστημα απονομής της δικαιοσύνης (βλ Αιτιολογική Έκθεση του ν 4640/2019, άρθρο 42). Ως εκ τούτου με την αναδρομική ισχύ του νόμου περί επιβολής δικαστικού ενσήμου στις εκκρεμείς αναγνωριστικές αγωγές αρμοδιότητας Πολυμελούς Πρωτοδικείου για τις οποίες η πρώτη συζήτηση στο ακροατήριο λαμβάνει χώρα μετά την 1η Ιανουαρίου 2020 δεν επέρχεται απόσβεση ή κατάργηση δικαιωμάτων που είχαν απονεμηθεί προγενέστερα, αλλά ενισχύεται η δυνατότητα της Πολιτείας να οργανώνει το σύστημα της απονομής δικαιοσύνης.
Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο ενάγων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη εφάρμοσε την διάταξη του άρθρου 42 παρ 2 του ν 4640/2019 με την οποία δόθηκε αναδρομική ισχύ στη ρύθμιση περί επιβολής τέλους δικαστικού ενσήμου (άρθρο 7 παρ 3 του ν 1544/1942) με επακόλουθο να δεχτεί ότι απαιτείται καταβολή δικαστικού ενσήμου για την κρινόμενη υπόθεση ως δικονομική προϋπόθεση του παραδεκτού της παράστασης διαδίκου μολονότι κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής δεν υπήρχε σχετική υποχρέωση και ως εκ τούτου να οδηγηθεί σε πλασματική ερημοδικία του ενάγοντος λόγω μη εκπλήρωσης της υποχρέωσης αυτής από μέρους του ενάγοντος και ακολούθως σε απόρριψη της αγωγής καθόσον τίθεται σε κίνδυνο ολικά ή μερικά η ένδικη αξίωση αφού σε περίπτωση αδυναμίας καταβολής του δικαστικού ενσήμου καθίσταται αναγκαία η μερική ή ολική παραίτηση από την ένδικη αξίωση.
Με τον δεύτερο λόγο έφεσης ο ενάγων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη εφάρμοσε την διάταξη του άρθρου 7 του ΝΔ 1544/1942, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 παρ 1 του ν 4640/2019 εκ της οποίας συνάγεται ότι οι αναγνωριστικές αγωγές αρμοδιότητας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου υπόκεινται στο τέλος δικαστικού ενσήμου, με επακόλουθο να δεχτεί ότι απαιτείται καταβολή δικαστικού ενσήμου για την κρινόμενη υπόθεση και ως εκ τούτου να οδηγηθεί σε πλασματική ερημοδικία του ενάγοντος λόγω μη εκπλήρωσης της υποχρέωσης αυτής και ακολούθως σε απόρριψη της αγωγής καθόσον η διάταξη αυτή είναι αντισυνταγματική και ως εκ τούτου ανίσχυρη διότι η επέκταση του δικαστικού ενσήμου και στις αναγνωριστικές αγωγές καθιστά δυσβάστακτη την προσφυγή των πολιτών στην Δικαιοσύνη περιορίζοντας ή και αποστερώντας το συνταγματικό δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας γεγονός προδήλως αντισυνταγματικό και αντίθετο στα άρθρα 6 παρ 1 και 13 της ΕΣΔΑ. καθώς το δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο μπορεί μεν να υπόκειται σε περιορισμούς από το κράτος οι περιορισμοί όμως αυτοί απαιτείται να επιδιώκουν θεμιτό σκοπό και να υπάρχει ένας λογικός βαθμός αναλογικότητας μεταξύ των μέσων που χρησιμοποιούνται και του επιδιωκόμενου σκοπού. Οι ανωτέρω λόγοι είναι απορριπτέοι ως μη νόμιμοι αφού δεν απαγορεύεται με αναδρομική ισχύ νόμου η επιβολή δαπανημάτων και γενικότερα διατυπώσεων για την πρόοδο της δίκης συναπτομένων προς την λειτουργία των δικαστηρίων και την ανάγκη αποτελεσματικής απονομής της δικαιοσύνης, όπως η επιβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (μετά των αναλογούντων υπερ τρίτων προσαυξήσεων) σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο Β μείζονα σκέψη. Εξάλλου, δεν τίθεται σε κίνδυνο η αξίωση του ενάγοντος σε περίπτωση αδυναμίας καταβολής του απαιτούμενου ποσού καθώς δύναται να προστατευθεί με τις διατάξεις του ν 3226/2004, όπως αναλύθηκε στην υπό στοιχείο Α μείζονα σκέψη. Για τον αυτό λόγο ούτε η διάταξη του άρθρου 42 παρ 1 του ν 4640/2019 εκ της οποίας συνάγεται ότι οι αναγνωριστικές αγωγές αρμοδιότητας Πολυμελούς Πρωτοδικείου υπόκεινται σε δικαστικό ένσημο καθιστά την προσφυγή των πολιτών στη Δικαιοσύνη δυσβάστακτη και ως εκ τούτου καθίσταται (η διάταξη) αντισυνταγματική αφού με σχετική πρόβλεψη του νόμου δύναται να τύχει απαλλαγής ο διάδικος που στερείται της οικονομικής δυνατότητας ν΄ανταπεξέλθει στην υποχρέωση αυτή κατά τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο Α μείζονα σκέψη. Τέλος, ο περιορισμός αυτός είναι θεμιτός αφού αποσκοπεί στην ενίσχυση της δυνατότητας της πολιτείας να οργανώνει με τον καλύτερο τρόπο το σύστημα της απονομής της δικαιοσύνης ενώ ενόψει του ύψους του δικαστικού ενσήμου (8ο/οο επί του κεφαλαίου + 30% επί του δικαστικού ενσήμου + 2% επί του χαρτοσήμου) υπάρχει εύλογος βαθμός αναλογικότητας μεταξύ του μέσου αυτού και του επιδιωκόμενου σκοπού κατά τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο Α μείζονα σκέψη. Κατόπιν αυτών καθίσταται αναγκαία η προσκόμιση δικαστικού ενσήμου μετά των αναλογούντων υπέρ τρίτων προσαυξήσεων στην προκειμένη περίπτωση για το παραδεκτό της παράστασης του ενάγοντος-εκκαλούντος καθόσον πρόκειται για αναγνωριστική αγωγή αρμοδιότητας Πολυμελούς Πρωτοδικείου η οποία συζητήθηκε μετά την 1η Ιανουαρίου 2020, όπως ορθά αποφάνθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη. Ενόψει δε του ότι ο εκκαλών δήλωσε με το δικόγραφο της έφεσης ότι σε περίπτωση απόρριψης των ανωτέρω λόγων έφεσης προτίθεται να συμπληρώσει την έλλειψη αυτή η οποία σημειωτέον δεν εμπίπτει στην έννοια των τυπικών παραλείψεων που δύνανται να συμπληρωθούν κατ΄αρθρο 227 ΚΠολΔ κατόπιν κλήσεως του διαδίκου υπό μέλους του δικαστηρίου (ΑΠ 181/2023 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), πρέπει να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 254 παρ 1 ΚΠολΔ η οποία εφαρμόζεται και στην κατ΄εφεση δίκη (άρθρο 524 παρ 1 ΚΠολΔ) προκειμένου να προσκομισθεί το απαιτούμενο δικαστικό ένσημο μετά των αναλογούντων υπέρ τρίτων προσαυξήσεων δοθέντος ότι η εξουσία του Δικαστηρίου να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης δεν υπόκειται σε περιορισμούς και επομένως, το τελευταίο έχει την εξουσία να διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης μεταξύ άλλων και για την προσκόμιση δικαστικού ενσήμου.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την με αριθμό κατάθεσης στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά ……………/2021 έφεση με την με αριθμό καταθεσης στην αυτή γραμματεία ……………/2022 (επικουρική) έφεση
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά τις εφέσεις
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης προκειμένου να προσκομισθεί από μέρους του ενάγοντος το προσήκον δικαστικό ένσημο μετά των αναλογούντων υπέρ τρίτων προσαυξήσεων που αντιστοιχεί στο αίτημα της με αριθμό κατάθ. ………../2019 αγωγής που ασκήθηκε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 5η Ιουνίου 2025 και δημοσιεύθηκε στις 25 Ιουλίου 2025 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ