Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 529/2025

Αριθμός   529/2025

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Τμήμα 2o

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Βασίλειο Παπανικόλα, Πρόεδρο Εφετών,  Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη και Χρυσή Φυντριλάκη, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την ………….,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ……………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της δικηγόρο Αλέξιο Κοτσαρίνη [ΔΕ ΠΑΝΤΑΖΗ-ΚΑΤΣΑΜΠΕΡΗΣ-ΓΙΑΝΝΙΚΟΠΟΥΛΟΣ].

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΙ:  1) …………………., 2) …………….., κατοίκων Κερατσινίου (οδός …………..), οι οποίοι δεν εκπροσωπήθηκαν από πληρεξούσιο δικηγόρο.

Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  24.5.2022 (ΓΑΚ/ΕΑΚ  …………/2022) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ 2285/2023 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 23.10.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ  ……………/2023-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ  ………./2023)  έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος  της εκκαλούσας αφού έλαβε τον λόγο από τον Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τις  υπ΄αριθμούς  …, 2183 και ……/16-11-2023 εκθέσεις  επίδοσης του   δικαστικού   επιμελητή   στο Εφετείο Αθηνών,  ……..   που προσκομίζει και επικαλείται  η εκκαλούσα,  προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της κρινόμενης εφέσεως  με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στους εφεσίβλητους. Ωστόσο, οι τελευταίοι  ούτε εμφανίστηκαν,  ούτε εκπροσωπήθηκαν  από πληρεξούσιο δικηγόρο κατά την εκφώνηση της υπόθεσης  από τη σειρά του πινακίου και επομένως, πρέπει να δικαστούν  ερήμην. Το Δικαστήριο, ωστόσο, θα προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (αρθρο 524 παρ 4  ΚπολΔ).

Η κρινόμενη  με ειδικό  αριθμό καταθ. στη γραμματεία του  Εφετείου   ……………./2023  έφεση κατά της υπ΄αριθμόν  2285/2023 οριστικής  αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου  Πειραιά    που εκδόθηκε  κατά την τακτική  διαδικασία,  αντιμωλία των διαδίκων, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα καθώς η εκκαλουμένη απόφαση  δημοσιεύτηκε  στις  11-7-2023  και  η  έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά  στις 25-10-2023,  δίχως εν τω μεταξύ  να προηγηθεί επίδοση της εκκαλουμένης  (άρθρα 495,511,513,516 παρ 1, 517 εδαφ α, 518 παρ 1  και 147 ΚΠολΔ). Συνεπώς, πρέπει να γινει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων αυτής κατά την  αυτή  διαδικασία  δοθέντος ότι  έχει καταβληθεί  και  το  προβλεπόμενο παράβολο από την διάταξη του άρθρου 495 παρ 3 ΚΠολΔ παράβολο (βλ υπ΄αριθμόν ……………../2023 e-παράβολο).

Κατά το άρθρο 57 ΑΚ, όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητά του έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Προστατεύεται έτσι με τα παραπάνω άρθρα η προσωπικότητα και κατ’ επέκταση η αξία του ανθρώπου ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος (ΑΠ 1404/2024 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 242/2024 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 745/2023 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επιμέρους εκφάνσεις του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως η προσβολή αυτών συνιστά εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματος του. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων είναι: α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, πράγμα που συμβαίνει όταν η προσβολή γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης, είτε ασκείται καταχρηστικά κατά την έννοια των άρθρων 281 ΑΚ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος και γ) πταίσμα του προσβολέα όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας (ΟλΑΠ 2/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1404/2024 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 242/2024 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στην περίπτωση αυτή η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας συνιστά ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας, οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920 και 932 ΑΚ, ενώ αδιάφορη για τον χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης είναι η φύση της διάταξης που ενδέχεται με την προσβολή να παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιονδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου. Συνεπώς παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει σε περίπτωση απειλής, κατά την έννοια του άρθρου 333 ΠΚ, ή όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις, κατά την έννοια του άρθρου 361 ΠΚ.

Με την αγωγή επί της οποίας εξεδόθη η εκκαλουμένη απόφαση η ενάγουσα ιστορούσε ότι  η  πρώτη εναγόμενη η οποία εργαζόταν σε κατάστημα υγειονομικού ενδιαφέροντος  στο  οποίο η ίδια  (ενάγουσα)  ήταν διευθύντρια, απουσίαζε το τελευταίο χρονικό διάστημα αδικαιολόγητα από την εργασία της  με συνέπεια να υποχρεωθεί ο εργοδότης να κοινοποιήσει σ΄αυτήν έγγραφο οικειοθελούς αποχώρησης. Την αυτή ημέρα  η  πρώτη εναγομένη μετέβη στο κατάστημα για να εργαστεί, πλην, όμως, έτερος εργαζόμενος,  κατ΄εντολή  του  εργοδότη, δεν της επέτρεπε την είσοδο στο χώρο εργασίας   καθώς  δεν ήταν  αποδεκτές,  πλέον,  οι υπηρεσίες της, όπως της  εξήγησε  στη συνέχεια και  η ενάγουσα.  Παρά ταύτα  η πρώτη εναγόμενη  επέμενε να εργαστεί  παραμένοντας  εριστικά εντός του χώρου  εργασίας    με συνέπεια να υποχρεωθεί  η  ενάγουσα να καλέση την Άμεση Δράση. Ακολούθως,  μετέβη  στο κατάστημα και ο  τρίτος εναγόμενος, αδελφός της  πρώτης  εναγομένης,  ο  οποίος εξύβρισε  και απείλησε  την ενάγουσα  που επιχειρούσε  να συνδιαλεχθεί μαζί του, ενώ η πρώτη εναγόμενη ενεθάρρυνε τον αδελφό της γελώντας ειρωνικά κατά την διάρκεια του επεισοδίου  με συνέπεια να υποχρεωθεί  η ενάγουσα  να καλέσει  εκ νέου την Άμεση Δραση. Λίγο αργότερα, εμφανίστηκε και  η μητέρα της εναγομένης, δεύτερη εναγόμενη φωνάζοντας  ότι θα κλείσει το κατάστημα και θα καλέσει  τις αρχές για έλεγχο αφήνοντας να εννοηθεί ότι στο κατάστημα διαπράττονται παρανομίες απευθυνόμενη δε  στην ενάγουσα εξύβρισε και απείλησε αυτήν όπως επίσης και τον έτερο εργαζόμενο  με συνέπεια να υποχρεωθεί  η ενάγουσα  να καλέσει  για τρίτη φορά την Άμεση Δράση. Συνεπεία της αδικοπρακτικής  αυτής  συμπεριφοράς των εναγομένων  και της  ως εκ τούτου προσβολής της προσωπικότητάς της ενάγουσας η τελευταία υπέστη ηθική βλάβη η  αποκατάσταση της οποίας επέρχεται με καταβολή  χρηματική ικανοποίηση ύψους  20.000 ευρώ.   Ζήτησε δε, να υποχρεωθούν τόσο οι δύο τελευταίοι των εναγομένων οι οποίοι εξύβρισαν και απείλησαν την ενάγουσα όσο και η πρώτη εναγόμενη η οποία  προκάλεσε το επεισόδιο αυτό και  συνέδραμε ψυχικά   τους συνεναγομένους της   κατά την τέλεση των   άδικων πράξεών τους,  να υποχρεωθούν να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας  στην ενάγουσα   το ποσό των 20.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως, καθώς επίσης και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι ν΄απέχουν στο μέλλον από κάθε προσβολή της προσωπικότητας της και συγκεκριμένα ν΄απευθύνουν λόγο σ΄αυτήν  είτε δια ζώσης, είτε τηλεφωνικά  και  να  την πλησιάζουν  σε απόσταση μικρότερη των 30 μέτρων με απειλή επιβολής χρηματικής ποινής και απαγγελίας  προσωπικής κράτησης  για κάθε παράβαση της απόφασης. Ζήτησε, επίσης,  να καταδικαστούν οι εναγόμενοι  στα δικαστικά  έξοδα  αυτής.  Επί της  αγωγής αυτής εξεδόθη η εκκαλουμένη με την οποία  απορρίφθηκε η αγωγή ως αόριστη ως προς  το  αίτημα περί αποχής των εναγομένων από κάθε μελλοντική προσβολή της προσωπικότητας της  ενάγουσας  και  ως προς τα λοιπά αιτήματα  ως αβάσιμη κατ΄ ουσίαν.΄Ηδη, κατά της απόφασης αυτής βάλλει η ενάγουσα παραπονούμενη για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την παραδοχή της αγωγής της  κατά το μέρος που ζητεί χρηματική ικανοποίηση  ώστε να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν το αιτούμενο ποσό.

Από την υπ΄αριθμόν ……/2022 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά  που δόθηκε επιμελεία της ενάγουσας κατόπιν νομότυπης κλήτευσης  των εναγομένων (βλ υπ΄αριθμούς …, ….., …./ 12-9-2022 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας ……….) η οποία, ενόψει του χρόνου λήψεως αυτής,  δόθηκε ενώπιον αρμοδίου οργάνου (άρθρο 421 ΚΠολΔ όπως ίσχυε  μετά την τροποποίηση  με τα άρθρα 21 και 120 του ν 4842/2021   και πριν την τροποποίησή  με το άρθρο 14 του ν 5095/2024)  και  σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 421 έως  424 ΚΠολΔ  και όλα τα έγγραφα που η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα προσκομίζει και επικαλείται είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Η ενάγουσα  ήταν  υπεύθυνη καταστήματος υγειονομικού ενδιαφέροντος και συγκεκριμένα του καταστήματος μαζικής εστίασης με την επωνυμία «….» που βρίσκεται στο Κερατσίνι επί της οδού ….. (πρώην …………) αριθμός ……, ενώ  πρώτη  εναγόμενη είχε προσληφθεί δυνάμει  εγγράφου συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας από τον εργοδότη  της επιχείρησης, .. …….  από  το έτος 2018  για να παρέχει τις υπηρεσίες της αρχικά ως σερβιτόρα  και από τον Δεκέμβριο 2021 ως υπάλληλος μπουφέ, επί 6ωρο  ήτοι  από 14.00 έως 20.00  ή από 17.00 έως 23.00,  καθημερινά επί πέντε ημέρες εβδομαδιαίως  από Τρίτη έως Σάββατο.  Το πρώτο δεκαήμερο του μηνός Μαρτίου 2022 ο εργοδότης της επιχείρησης ζήτησε από την πρώτη  εναγομένη  την μετατροπή της  σύμβαση της από 6ωρη σε 4ωρη  πλην, όμως, η τελευταία αρνήθηκε με συνέπεια να δημιουργηθούν προστριβές μεταξύ τους. Στα πλαίσια αυτά  στις 30-3-2022  και περί ώρα 14.00 η  πρώτη εναγόμενη μετέβη στο κατάστημα για να εργαστεί  όπου πληροφορήθηκε από  τον έτερο  εργαζόμενο, …………….. ότι ο εργοδότης  δεν αποδέχονταν  πλέον  τις υπηρεσίες της λόγω της από μέρους της παραβίασης των όρων  της σύμβασης.  Εν τω μεταξύ  έφθασε στο κατάστημα και η ενάγουσα η οποία  δήλωσε στην πρώτη εναγόμενη ότι λόγω της απουσίας της τις προηγούμενες ημέρες είχε περιέλθει σε υπερημερία  ως προς τις υποχρεώσεις της και για το λόγο αυτό  ο εργοδότης δεν αποδεχόταν πλέον τις υπηρεσίες της.  Ωστόσο, η  εναγομένη αρνούνταν να αποχωρήσει  επιμένοντας να εργαστεί και για το λόγο αυτό η ενάγουσα κάλεσε την Άμεση Δράση. Λίγα λεπτά αργότερα έφθασαν  στο κατάστημα  ο  αδελφός  και  η  μητέρα  της πρώτης εναγόμενης (τρίτος και δεύτερη των εναγομένων). Ο αδελφός της πρώτης εναγομένης εισήλθε στο κατάστημα  με επιθετικές διαθέσεις και απευθυνόμενη  στην ενάγουσα η οποία επιχειρούσε να συνδιαλεχθεί μαζί του  φώναζε: «τι μου φέρατε αυτό το πράγμα εδώ να συννενοηθώ»  και ακολούθως ζήτησε από την ενάγουσα να καλέσει τον εργοδότη στο κατάστημα  απειλώντας   ότι διαφορετικά  θα  έκανε μεγάλο κακό και στην ίδια και σε όλους  φωνάζοντας  « τώρα αρχίζει το γλέντι»,   «τώρα θα δείτε τι θα πάθετε», «ποια νομίζεις  ότι είσαι εσύ»   και   «θα σας  κλείσω  το μαγαζί ρε».  Ενόψει της συμπεριφοράς αυτής η ενάγουσα κάλεσε εκ νέου την Άμεση Δράση. Λίγο αργότερα, μετείχε στο επεισόδιο και η μητέρα της πρώτης εναγομένης  η οποία απευθυνόμενη στην ενάγουσα  αποκάλεσε αυτήν  «άμυαλη» και  απείλησε ότι «θα της κάνει ζημιά». Φοβούμενη  τα χειρότερα  η ενάγουσα κάλεσε για τρίτη φορά την Αμεση Δράση. Εκ  των  ανωτέρω προκύπτει ότι  τόσο ο αδελφός της ενάγουσας όσο και η μητέρα της  επέδειξαν  αδικοπρακτική  συμπεριφορά απέναντι στην ενάγουσα   αφού  εξύβρισαν   και απείλησαν   αυτήν. Αντιθέτως, δεν αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγόμενη είχε προκαλέσει  στους συνεναγομένους  της   την  απόφαση  να επιδείξουν  την ανωτέρω  συμπεριφορά    καθώς δεν θα μπορούσε να γνωρίζει  όταν μετέβη στο κατάστημα για εργασία  ότι  ο έτερος εργαζόμενος  …………… και η ενάγουσα θα κρατούσαν  την ανωτέρω  στάση απέναντί της.   Ούτε  αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγόμενη συνέδραμε  ψυχικά τους συνεναγομένους της  κατά την επίδειξη της  ανωτέρω  συμπεριφορά τους   καθόσον  η  μικρή χρονική διάρκεια   του  επεισοδίου   και οι   εξυβρίσεις και απειλές  της δεύτερης και τρίτου των  εναγομένων  ως  αυθόρμητες  αντιδράσεις  εκείνης της  στιγμής  σχετιζόμενες  με  συνεχώς διαμορφούμενες συνθήκες  δεν άφηναν  χρονικά  περιθώρια επιδοκιμασίας τους από μέρους της πρώτης εναγομένης και  κατ΄επέκταση ενίσχυσης  της δεύτερης και τρίτου των εναγομένων κατά  την επιδειχθείσα συμπεριφορά τους. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι με τις ανωτέρω  εκδηλώσεις  τους  η  δεύτερη  και  ο  τρίτος   των εναγομένων  προσέβαλαν την προσωπικότητα της ενάγουσας καθόσον αφενός μεν   απηύθυναν σ΄αυτήν φράσεις που  ενέχουν καταφρόνηση και ονειδισμό  του προσώπου της, αφετέρου  δε απείλησαν αυτήν ότι  θα της προκαλέσουν κακό  ενώ με το  επιθετικό ύφος  τους επιβεβαίωναν  την  απόφασή τους να  το πράξουν  με συνέπεια να περιέλθει  η ενάγουσα  σε φόβο και ανησυχία. Αμφότεροι δε στόχευαν τόσο  στην προσβολή της τιμής και της υπόληψης   της ενάγουσας   όσο και στην περιαγωγή της σε τρόμο και ανησυχία.  Συνακόλουθα, η ενάγουσα υπέστη ηθική βλάβη  καθώς  βίωσε μείωση της υπόστασής της και της   αξίας  της ως  άνθρωπος   και περιήλθε σε  κατάσταση άγχους,  φόβου, στεναχώριας  και  αδιεξόδου.   Για την αποκατάσταση δε, αυτής πρέπει να επιδικαστεί σ΄αυτήν χρηματική ικανοποίηση, η οποία λαμβανομένου  υπόψη του είδους της προσβολής που δέχτηκε  της έκτασης αυτής   και  των  περιστάσεων υπό τις οποίες  έλαβε χώρα, του  βαθμού υπαιτιότητας της δεύτερης και τρίτου των εναγομένων  και της περιουσιακής και κοινωνικής κατάστασης των διαδίκων μερών, πρέπει να οριστεί βάσει της αρχής της αναλογικότητας, η οποία,  επιβάλλεται  να τηρείται  κατά τον καθορισμό του επιδικαζόμενου ποσού  ως γενική νομική αρχή και δη  αυξημένης  τυπικής  ισχύος  (ΟλΑπ 9/2015),  στο ποσό των 800 ευρώ για την δεύτερη εναγόμενη και στο ποσό των 1200  ευρώ για τον τρίτο εναγόμενο. Επομένως,  το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που  δέχθηκε ότι η πρώτη εναγόμενη δεν  επέδειξε αδικοπρακτική συμπεριφορά σε βάρος της ενάγουσας, έστω και με συνοπτική αιτολογία η οποία συμπληρώνεται με τις αιτιολογίες της απόφασης αυτής, ορθά κατ΄αποτέλεσμα έκρινε. Πρέπει, επομένως, ν΄απορριφθεί η έφεση ως προς αυτήν ως αβάσιμη κατ΄ουσίαν. Ως προς την  δεύτερη και τρίτο των εναγομένων, όμως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  δεχόμενο ότι οι τελευταίοι ούτε εξύβρισαν ούτε απείλησαν την ενάγουσα, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις κατά τους βάσιμους περί αυτού λόγους της εφέσεως η οποία κατ΄ ακολουθίαν πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ΄ουσίαν. Περαιτέρω, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς αυτούς,  να κρατηθεί η υπόθεση, να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή  και να  υποχρεωθεί η δεύτερη εναγόμενη  να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 800 ευρώ με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως και ο τρίτος εναγόμενος το ποσό των 1200 ευρώ με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως. Διάταξη περί  δικαστικών εξόδων  ως προς την πρώτη  εφεσίβλητη – πρώτη εναγόμενη   δεν πρέπει να περιληφθεί στην απόφαση καθόσον δεν εμφανίστηκε στη δίκη και επομένως δεν υπεβλήθη σε δικαστικά έξοδα. Μέρος  των δικαστικών εξόδων  της  εκκαλούσας   αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας  πρέπει να επιβληθεί  σε βάρος της δεύτερης και του τρίτου των  εφεσιβλήτων – δεύτερης και τρίτου  των εναγομένων  λόγω της μερικής ήττας αυτών (άρθρα  178, 183 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.  Πρέπει, επίσης, να οριστεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας (άρθρα  501,502,505 ΚΠολΔ) για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας από μέρους των  εφεσιβλήτων  κατά της απόφασης αυτής. Τέλος, πρέπει ενόψει της παραδοχής της έφεσης  να διαταχθεί  και η επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου άσκησης έφεσης  στην εκκαλούσα (άρθρο 495 παρ 3  ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ   ερήμην των εφεσιβλήτων

ΟΡΙΖΕΙ  το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας  στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ

ΔΕΧΕΤΑΙ   τυπικά και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ  κατ΄ουσίαν την έφεση ως προς την πρώτη εφεσίβλητη

ΔΕΧΕΤΑΙ  την έφεση ως προς την δεύτερη και τρίτο των εφεσιβλήτων

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ  την υπ΄αριθμον 2285/2023 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ως προς την δεύτερη και τρίτο των εναγομένων

ΚΡΑΤΕΙ  και ΔΙΚΑΖΕΙ την   αγωγή ως προς την δεύτερη και τρίτο των εναγομένων

ΔΕΧΕΤΑΙ  εν μέρει  αγωγή

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ   τους δύο τελευταίους των εναγομένων να καταβάλουν στην ενάγουσα  τα παρακάτω ποσά με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρις εξοφλήσεως και συγκεκριμένα  την δεύτερη εναγόμενη το ποσό των  οκτακοσίων (800) ευρώ και τον τρίτο των εναγομένων  το ποσό των χιλίων διακοσίων (1200) ευρώ.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ   την δεύτερη και τρίτο των εναγομένων  σε μέρος των δικαστικών εξόδων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας  της ενάγουσας   το οποίο καθορίζει στο ποσό των εξακοσίων  (600) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ  την  επιστροφή του κατατεθέντος παραβόλου άσκησης έφεσης  στην εκκαλούσα

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την  5η Ιουνίου 2025  και δημοσιεύθηκε στις 25 Αυγούστου 2025 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της εκκαλούσας.

    Ο   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ