Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 479/2025

Αριθμός   479/2025

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Κωνσταντίνα Ταμβάκη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη-Εισηγήτρια και Σωκράτη Γαβαλά, Εφέτη   και από τη Γραμματέα Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την ……………,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «……………», η οποία εδρεύει στο …. Αττικής, επί της …………., με ΑΦΜ: …………., ΔΟΥ: ΦΑΕ Πειραιά, όπως νόμιμα εκπροσωπείται από τον κ. Παναγιώτη Λαγούτο, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο, Πλάτωνα Νιάδη, [ΔΕ ΝΙΑΔΗΣ -ΚΑΡΥΔΗ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ] (με δήλωση κατ’ άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ: Ανώνυμης εταιρίας υπό ειδική διαχείριση με την επωνυμία «………….», που εδρεύει στο …… Αττικής, επί της οδού ……….., με ΑΦΜ: ……………, ΔΟΥ: ΦΑΕ Αθηνών, όπως νόμιμα εκπροσωπείται, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο, Κυριάκο Σαμπάνη, [ΔΕ ΣΑΜΠΑΝΗΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ]

Η εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  19.7.2021 (ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../2021) αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθμ 859/2022 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα με την από  15.3.2024 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ  ………../2024-ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………./2024) έφεσή της, της οποίας δικάσιμος ορίσθηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας, ο οποίος παραστάθηκε με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσε και ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εφεσίβλητης, αφού έλαβε τον λόγο από την Πρόεδρο, αναφέρθηκε στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

H κρινόμενη από 15.3.2024 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2024 και με αριθμό προσδιορισμού ……../2024 έφεση κατά της με αριθμό 859/2022 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων επί της από 19.7.2021 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2021 αγωγής ασκήθηκε νομοτύπως και εμπροθέσμως την 19.3.2024, δηλαδή την τελευταία μέρα (άρθρο 144 του ΚΠολΔ), αφού η 18η.3 ήταν Καθαρά Δευτέρα, της καταχρηστικής διετούς προθεσμίας από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης την 15.3.2022 (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ.1β΄, 518 παρ. 2, 517, 520 παρ.1 ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) και παραδεκτώς καθόσον για το παραδεκτό της εφέσεως έχει καταβληθεί το ηλεκτρονικό παράβολο εφέσεως με αριθμό ………. ποσού 150 ευρώ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012 και το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016). Επομένως, πρέπει, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή, να ερευνηθεί δε περαιτέρω κατά την ίδια (τακτική) διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

Με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου από 19.7.2021 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2021 αγωγή, η ενάγουσα ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρία με έδρα το ….. ισχυρίστηκε ότι στο πλαίσιο της εµπορικής της δραστηριότητας, συνήψε µε την εναγοµένη ανώνυμη εταιρία με έδρα το …… το από 23.04.2019 ιδιωτικό συµφωνητικό, µε διάρκεια έως την 29.02.2020, αναλαµβάνοντας ως ανάδοχος τις εργασίες µεταφοράς, µε τη χρήση πλωτού εξοπλισµού, και απόρριψης της σκουριάς, που παράγεται, κατά τη λειτουργία του µεταλλουργικού εργοστασίου της, έναντι αµοιβής ο τρόπος υπολογισμού της οποίας αναγραφόταν στην αγωγή, και ότι εξέδωσε τα µε αριθµούς Γ-…/20.11.2019, Γ-…./02.12.2019, B-…./20.01.2020, Β-…./31.01.2020 και Β-…../29.02.2020 τιµολόγια παροχής υπηρεσιών, µε πίστωση εξήντα (60) ηµερών, συνολικού ποσού 301.294,57 ευρώ [68.082,13 + 61.146,32 + 72.534,07 + 66.779,09 + 32.752,96], τα οποία, ωστόσο, η εναγοµένη δεν έχει εξοφλήσει, παρά τις επανειληµµένες οχλήσεις της, καθιστάµενη, ως εκ τούτου, υπερήµερη. Ότι η εναγοµένη τελεί σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, κατά τη διάταξη του άρθρου 21 ν. 4664/2020, δυνάµει της µε αριθµό 1407/2020 απόφασης του Μονοµελούς Εφετείου Αθηνών, τα αποτελέσµατα, ωστόσο, της οποίας, και δη τα απορρέοντα από τις διατάξεις των άρθρων 21 παρ. 9 περ. β’ του αυτού νόµου και 9 παρ. 2 περ. α’ ν. 4224/2013, αντίκεινται στο ενωσιακό δίκαιο, και συγκεκριµένα στο άρθρο 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ, το οποίο απαγορεύει τη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης, και στο άρθρο 108 παρ. 3 ΣΛΕΕ, το οποίο προβλέπει ότι τα κράτη µέλη έχουν την υποχρέωση να γνωστοποιούν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάθε σχέδιο για τη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης. ‘Οτι, συγκεκριµένα, το άρθρο 9 παρ. 2 περιπτ. α’ ν. 4.224/2013, αποτελεί κρατική ενίσχυση και εισάγει παρέκκλιση από τις ισχύοντες κανόνες ατοµικής και συλλογικής εκτέλεσης, χορηγεί δε αθέµιτο πλεονέκτηµα στην εναγοµένη, επιτρέποντας σ’ αυτή να συνεχίζει τη λειτουργία της επιχείρησής της, χωρίς να εφαρµόζονται µέτρα εκτέλεσης, κατά αυτής, εκ µέρους των πιστωτών της. Μετά από τα ανωτέρω αιτήθηκε : α) να υποχρεωθεί η εναγοµένη να της καταβάλει το προαναφερόμενο συνολικό ποσό των 301.294,57 ευρώ νοµιµότοκα από την εποµένη, που αυτό κατέστη ληξιπρόθεσµο και απαιτητό, και β) να αναγνωριστεί, ότι το άρθρο 9 παρ. 2 περ. α’ ν. 4224/2013, καθώς και οποιασδήποτε πράξη εκδόθηκε, κατ’ εφαρµογή αυτού, συµπεριλαµβανόµενης της µε αριθµό 1407/2020 απόφασης του Μονοµελούς Εφετείου Αθηνών, αποτελεί κρατική ενίσχυση, κατά την έννοια του άρθρου 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ, η οποία είναι παράνοµη και μη εφαρμοστέα, διότι αντιβαίνει στη διάταξη του άρθρου 108 παρ. 3 ΣΛΕΕ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε καταρχάς ότι για το παραδεκτό της συζήτησης της αγωγή τηρήθηκε η διαδικασία περί διαμεσολάβησης  των άρθρων 6 παρ. 1 στοιχ. β’ και 7 παρ. 4 ν. 4640/2019 και ότι έχει λειτουργική υλική και τοπική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης επειδή η διαφορά είχε ναυτικό χαρακτήρα, ωστόσο ανέφερε και τις διατάξεις περί παρεκτάσεως αλλά στη συνέχεια απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη ως προς αμφότερα τα αιτήματα της, ως προς το πρώτο διότι, ασκήθηκε όπως δεν αμφισβητήθηκε, µεταγενέστερα της θέσης του εναγόµενου νοµικού προσώπου σε καθεστώς ειδικής εκκαθάρισης, κατά τις διατάξεις του άρθρου 21 ν. 4664/2020, και επομένως είχαν ανασταλεί τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα σύμφωνα με τη διάταξης του άρθρου 9 παρ. 2 περ. α’ ν. 4.224/2013 και ως προς το δεύτερο αυτοτελές αναγνωριστικό αίτηµα – περί συµµόρφωσης ή µη της διάταξης του άρθρου 9 παρ. 2 περ. α’ ν. 4.224/2013, προς το ενωσιακό δίκαιο, διότι οποιαδήποτε κρίση του Δικαστηρίου θα νοµιµοποιούσε ουσιαστικά την άσκηση, εκ µέρους της ενάγουσας, ανεπίτρεπτου ένδικου βοηθήµατος, καθώς, σύμφωνα με το σκεπτικό της εκκαλουμένης, με την απόφαση δια της οποίας τέθηκε σε καθεστώς εκκαθάρισης η εναγομένη κρίθηκε η συνδροµή των απαιτούµενων νόµιµων, µη αντικείµενων στις διατάξεις του Συντάγµατος και σε υπερνοµοθετικής ισχύος κανόνων δικαίου. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η ενάγουσα ήδη εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεση και τους διαλαμβανόμενους σε αυτή λόγους  παραπονούμενη για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και αιτείται μάλιστα, όπως και στον πρώτο βαθμό, την υποβολή προδικαστικού αιτήματος στο ΔΕΚ, ζητώντας να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να γίνει δεκτή κατ’ουσίαν η αγωγή της.

Σύμφωνα με το άρθρο 21 του Ν. 4664/2020 που ρυθμίζει θέματα που αφορούν την εδώ εναγομένη ήδη εφεσίβλητη εταιρία : “1. Η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………..”, η οποία έχει λάβει στο παρελθόν κρατικές ενισχύσεις από το Ελληνικό Δημόσιο, αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα και γενική αδυναμία εκπλήρωσης ληξιπρόθεσμων χρηματικών υποχρεώσεων, τίθεται σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης, κατ` εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος. 2. α. Τη θέση σε ειδική διαχείριση ζητούν είτε: α) το Ελληνικό Δημόσιο, για απαιτήσεις που έχει ακόμα και πριν την ταμειακή βεβαίωσή τους, εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Οικονομικών είτε β) πιστωτές, οι οποίοι εκπροσωπούν τουλάχιστον το πενήντα ένα τοις εκατό (51%) των κατά της επιχείρησης υφιστάμενων ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων, όπως αποδεικνύονται με κάθε νόμιμο τρόπο, με αίτησή τους που υποβάλλεται εντός τριών (3) εργάσιμων ημερών από τη θέση σε ισχύ του παρόντος στο Εφετείο της καταστατικής έδρας της επιχείρησης και συνοδεύεται από δήλωση του προτεινομένου ως ειδικού διαχειριστή (φυσικού ή νομικού προσώπου) περί αποδοχής του σχετικού έργου. 3. α. Η θέση της εταιρίας  σε ειδική διαχείριση δεν αποτελεί λόγο λύσεως της εταιρείας, δεν συνεπάγεται διακοπή της λειτουργίας της και δεν επιφέρει τη λύση των πάσης φύσεως συμβάσεών της, ούτε αποτελεί λόγο λύσεως αυτών. Η θέση της επιχείρησης σε ειδική διαχείριση συνιστά πάντως σε κάθε περίπτωση, για τον διαχειριστή και μόνο, σπουδαίο λόγο για την καταγγελία οποιοσδήποτε συμβάσεως της επιχείρησης. Ειδικά ως προς τις συμβάσεις του προσωπικού της επιχείρησης, εφαρμόζονται αναλογικά οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 14Α του ν. 3429/2005 (Α` 314). Με την ανάληψη των καθηκόντων του, ο ειδικός διαχειριστής υποχρεούται να μειώσει το μισθολογικό κόστος κατά είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) μεσοσταθμικά στις διαφορετικές κατηγορίες του προσωπικού, συμπεριλαμβανομένης της κατάργησης επιδομάτων εορτών, αδείας, και παραγωγής (πριμ) που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη, ρήτρα ή όρο, συλλογικής ή ατομικής σύμβασης εργασίας, συμφωνίας ή διαιτητικής απόφασης, β. Ο ειδικός διαχειριστής διοικεί, εκπροσωπεί την επιχείρηση έναντι τρίτων ως προς τη διεκπεραίωση των καθημερινών της συναλλαγών, τη διαχειρίζεται και μπορεί να αποφασίζει ενδεικτικά, τη διαπραγμάτευση με τους παρόχους, προμηθευτές και εργολάβους της επιχείρησης, τη διατήρηση ή μη των πάσης φύσεως συμβάσεων της επιχείρησης ή τον περιορισμό της λειτουργίας της. Προς τον σκοπό της συνέχισης λειτουργίας της επιχείρησης και της μεγιστοποίησης του τιμήματος της μεταβίβασης, ο ειδικός διαχειριστής δύναται να αιτείται την έκδοση ή ανανέωση διοικητικών αδειών κάθε είδους ή και να προβαίνει σε δικαιοπραξίες αναγκαίες για τη λειτουργία της εταιρείας ή που σκοπούν στην επωφελέστερη εκμετάλλευση του ενεργητικού… 6. Ο ειδικός διαχειριστής υποχρεούται εντός δεκαπέντε (15) εργασίμων ημερών από τη δημοσίευση της απόφασης περί διορισμού του να προβεί: α) σε καταγραφή του συνόλου του ενεργητικού και παθητικού της επιχείρησης και β) στην εκπόνηση σχεδίου δράσης που θα περιλαμβάνει κατ` ελάχιστο επιχειρησιακές και χρηματοοικονομικές εκτιμήσεις και προβλέψεις για την περίοδο της ειδικής διαχείρισης….7. α. Σε περίπτωση οποιοσδήποτε αμφισβήτησης περί του ενεργητικού και παθητικού της επιχείρησης από το Ελληνικό Δημόσιο, η εταιρία και το Ελληνικό Δημόσιο μπορούν να υπαγάγουν τη διαφορά σε διαιτησία, σύμφωνα με τους όρους του παρόντος… ι. Μετά την έκδοση της διαιτητικής απόφασης, ο ειδικός διαχειριστής καταρτίζει οριστική έκθεση απογραφής του ενεργητικού και του παθητικού της. Παράλληλα, ο διαχειριστής δημοσιεύει πρόσκληση για αναγγελία και καταρτίζει προσωρινό πίνακα κατάταξης πιστωτών και εφαρμόζεται αναλογικά η παράγραφος 9 του παρόντος. 8. α. Ο ειδικός διαχειριστής υποχρεούται να προβεί σε διενέργεια δημόσιου διεθνούς ανοιχτού διαγωνισμού για την εκποίηση του συνόλου του ενεργητικού της  ή επιμέρους λειτουργικών συνόλων της επιχείρησης (κλάδων) ή περιουσιακών της στοιχείων που δεν αποτελούν κλάδους… 9.α. Μετά το πέρας της διαγωνιστικής διαδικασίας της παρ. 8, καθώς και όλων των πράξεων διάθεσης στοιχείων ενεργητικού σε τρίτους κατά την ίδια παράγραφο, ο ειδικός διαχειριστής υποχρεούται να δημοσιεύσει αμελλητί σε δύο (2) ημερήσιες εφημερίδες, εκ των οποίων μία της πρωτεύουσας της περιφερειακής ενότητας της καταστατικής έδρας της εταιρείας, πρόσκληση οριστικής αναγγελίας απαιτήσεων πιστωτών προς ικανοποίηση… Οι πιστωτές έχουν δικαίωμα να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους εντός ενός (1) μηνός από τη δημοσίευση της πρόσκλησης. Δεν χωρεί παράταση της άνω προθεσμίας… β. Στη συνέχεια ο ειδικός διαχειριστής επαληθεύει τις απαιτήσεις με βάση τα στοιχεία της επιχείρησης και καταρτίζει τον οριστικό πίνακα κατάταξης των πιστωτών, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 975 έως 978 και 1007 του ΚΠολΔ. Κατά παρέκκλιση των ανωτέρω, προηγούνται κάθε γενικού ή ειδικού προνομίου και αποδίδονται στο Ελληνικό Δημόσιο οι κρατικές ενισχύσεις που έχει λάβει στο παρελθόν η επιχείρηση. Εντός τριών (3) εργασίμων ημερών από τη σύνταξη του πίνακα, ο ειδικός διαχειριστής καλεί τους πιστωτές που αναγγέλθηκαν να λάβουν γνώση του πίνακα της κατάταξης. Ανακοπή κατά του πίνακα κατάταξης ασκείται εντός προθεσμίας έξι (6) ημερών από την επίδοση της ως άνω κλήσης στο Μονομελές Εφετείο της καταστατικής έδρας της επιχείρησης και εκδικάζεται σύμφωνα με τη διαδικασία της παραγράφου 2β του παρόντος καθ` ο μέρος δεν έρχεται σε σύγκρουση με τις διατάξεις της παρούσας παραγράφου. Η συζήτηση προσδιορίζεται υποχρεωτικά μέσα σε δεκαπέντε (15) ημέρες από την κατάθεση ανακοπής και η απόφαση εκδίδεται εντός χρονικού διαστήματος τριάντα (30) ημερών από τη συζήτησή της. Η απόφαση δεν υπόκειται σε ένδικα μέσα. Αν δεν ασκήθηκε ανακοπή κατά του πίνακα της κατάταξης, ο ειδικός διαχειριστής διανέμει αμελλητί το προϊόν της ρευστοποίησης. 10. Σε περίπτωση που δεν ολοκληρωθεί η διαδικασία μεταβίβασης τουλάχιστον του εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) του συνόλου του ενεργητικού της εταιρίας (ως λογιστική αξία) εντός δεκαοκτώ (18) μηνών από το πέρας της διαιτητικής διαδικασίας επίλυσης των διαφορών της παρ. 7 του παρόντος, τότε η ειδική διαχείριση θεωρείται ότι έχει λήξει και ο ειδικός διαχειριστής υποχρεούται να υποβάλει αίτηση πτώχευσης της επιχείρησης. Σε περίπτωση κήρυξης του φορέα της επιχείρησης σε πτώχευση, εάν εκκρεμεί η διάθεση μέρους ή όλου του προϊόντος ρευστοποίησης στους πιστωτές, αυτή διενεργείται από τον σύνδικο της πτώχευσης, ο οποίος αναλαμβάνει την ευθύνη διανομής του στους δικαιούχους πιστωτές, σύμφωνα με τον πίνακα κατάταξης που έχει συνταχθεί, σύμφωνα με τους όρους του παρόντος και η διανομή αυτή δεν υπόκειται σε πτωχευτική ανάκληση…. 12. Η διάταξη του άρθρου 9 παράγραφος 2 περίπτωση α` του ν. 4224/2013 (Α’ 288) δεν καταλαμβάνει τις πάσης φύσεως πράξεις ή μέτρα, εκκρεμή ή μη, ατομικής ή συλλογικής διοικητικής και αναγκαστικής εκτέλεσης που σχετίζονται με ή αφορούν ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων ή επιβολή προστίμων ή απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος. Στην περίπτωση αυτή, ως προς τις πράξεις της αναγγελίας και επόμενες, εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος… 14. Κάθε άλλη γενική ή ειδική διάταξη που αντίκειται στις διατάξεις του παρόντος ή αφορά σε θέματα που ρυθμίζονται από αυτό δεν ισχύει. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 2. περ. α του Ν. 4224/2013 «Συμπλήρωση διατάξεων για το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου»: Από την έναρξη ισχύος του παρόντος «και για το χρονικό διάστημα μέχρις εγκαταστάσεως του πλειοδότη», αναστέλλονται οι πάσης φύσεως πράξεις ή μέτρα, εκκρεμή ή μη, ατομικής ή συλλογικής διοικητικής και αναγκαστικής εκτέλεσης κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ή κάθε άλλη διάταξη ειδικού νόμου, καθώς και η λήψη οποιουδήποτε ασφαλιστικού μέτρου κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ή κάθε άλλη διάταξη ειδικού νόμου που επισπεύδονται ή ασκούνται από τους πάσης φύσεως δανειστές για οποιαδήποτε αιτία. Από το σύνολο των προαναφερόμενων διατάξεων προκύπτει ότι η θέση επιχείρησης σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης υπηρετεί σκοπό γενικού ενδιαφέροντος, ήτοι την αποφυγή απαξιώσεως και τη μεγιστοποίηση περιουσιακών της στοιχείων σε λειτουργία, προς το σκοπό: α) προστασίας του περιουσιακού συμφέροντος των πιστωτών της και β) διατηρήσεως της επιχειρήσεως επ’ ωφελεία της απασχολήσεως και της εθνικής οικονομίας εν γένει. Πρόκειται, επομένως, κατά κυριολεξία, για μια προπτωχευτική εκκαθαριστική διαδικασία, η οποία ξεκινά με πρωτοβουλία του Ελληνικού Δημοσίου ή των πιστωτών, αντιστοιχούντων, κατ’ ελάχιστον, στο 51% των οφειλομένων ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων, με αντικείμενο τη μεταβίβαση του ενεργητικού της επιχειρήσεως, ενόσω η ίδια συνεχίζει τη λειτουργία της, υπό τη διαχείριση του ειδικού διαχειριστή, μέσω δημόσιου διεθνούς ανοικτού πλειοδοτικού διαγωνισμού, με σκοπό την επίτευξη του μεγαλύτερου δυνατού τιμήματος προς ικανοποίηση των πιστωτών της. Η ειδική διαχείριση είναι ουσιαστικά εκκαθαριστική διαδικασία, με την έννοια ότι δεν προβλέπονται διαρθρωτικές μεταβολές της επιχείρησης, ούτε ρύθμιση χρεών, ούτε γενικότερα κάποιο σχέδιο ανόρθωσης της επιχείρησης, καθώς επίσης παραπτωχευτική διαδικασία, διότι κηρύσσεται, εξελίσσεται και περατώνεται αυτοτελώς, χωρίς να αναμειχθεί με την πτώχευση, αλλά και προπτωχευτική διαδικασία, αφού οδηγεί σε πτώχευση σε περίπτωση αποτυχίας της (ΜΕφΑθ 5187/2022 δημ. σε Νόμος προσκομιζόμενη). Η εκκαθαριστική αυτή διαδικασία είναι μία ταχεία διαδικασία, η οποία σε σύντομο χρονικό διάστημα οφείλει είτε να οδηγήσει σε εκποίηση το 75% του ενεργητικού της υπό διαχείριση επιχειρήσεως, είτε, σε περίπτωση αποτυχίας, να οδηγήσει την εν λόγω επιχείρηση σε πτώχευση, υπό την έννοια δε αυτή χαρακτηρίζεται ως προπτωχευτική διαδικασία, αφού η αποτυχία της οδηγεί σε πτώχευση. Λόγω του χαρακτήρα της ως προπτωχευτικής συλλογικής διαδικασίας ικανοποιήσεως των πιστωτών της εν λόγω επιχειρήσεως, στη διαδικασία της ειδικής διαχειρίσεως του άρθρου 21 του Ν. 4664/2020 εφαρμόζονται παράλληλα οι διατάξεις του ΠτΚ, αλλά και, όταν κάτι τέτοιο δεν αποκλείεται από τη γραμματική ή την τελολογική ερμηνεία των άνω διατάξεων, οπότε οι διατάξεις του ΠτΚ ισχύουν συμπληρωματικά. Εντός του πλαισίου αυτού, κατά τελολογική ερμηνεία του άρθρου 9 παρ. 2.α του Ν. 4224/2013, σύμφωνα με το οποίο αναστέλλονται οι πάσης φύσεως πράξεις ή μέτρα ατομικής ή συλλογικής διοικητικής και αναγκαστικής εκτέλεσης καθώς και η λήψη οποιουδήποτε ασφαλιστικού μέτρου, έχει εφαρμογή και στην περίπτωση της διαδικασίας ειδικής διαχείρισης η αρχή της «αναστολής των ατομικών καταδιώξεων», που ανέκαθεν ίσχυε στο πτωχευτικό δίκαιο και καθιερώθηκε ρητά στο άρθρο 25 παρ. 1 ΠτΚ, σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται, εκτός άλλων, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση των δικών επ` αυτών, η άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων κλπ (πρβλ. ΑΠ 1335/2020 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 895/2022 προσκομιζόμενη).

Με τον πρώτο λόγο εφέσεως η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου διατεινόμενη ότι σύμφωνα με το άρθρο 9 παρ. 2 στ α του ν. 4224/2013 απαγορεύεται μόνο η λήψη μέτρων αναγκαστικής εκτέλεσης ή και η λήψη ασφαλιστικών μέτρων και η διασταλτική ερμηνεία της διάταξης σύμφωνα με την οποία απαγορεύεται η άσκηση ένδικων βοηθημάτων ή ενδίκων μέσων με εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 21 του ν. 4664/2020,  9 παρ. 2 περ. α του ν. 4224/2013, 72 παρ. 1 του ν. 4307/2014 και 25 του ν. 3588/2007, το άρθρο 72 του ν. 4307/2014 θα έπρεπε να αναφέρεται ρητά στον ν. 4664/2020 όπως συμβαίνει με άλλες διατάξεις του νόμου αυτού που παραπέμπουν σε αναλογική εφαρμογή του ν. 4307/2014. Ότι επιπλέον ο ν. 4307/2014 περιέχει αντίθετη ρύθμιση σε σχέση με την ειδικότερη του ν. 9 παρ. 2 στ. α του ν. 4224/2013 το οποίο μάλιστα έχει τροποποιηθεί με το ν. 4316/2014, ότι η εφαρμογή του άρθρου 72 παρ. 1 του ν. 4307/2014 αποκλείεται από την ειδικότερη και μεταγενέστερη διάταξη, ενώ το άρθρο 25 του ν. 3588/2007 εφαρμόζεται μόνο μετά την κήρυξη της πτώχευσης. Όμως ενώ η εκκαλούσα καταρχάς παραδέχεται ότι η εκκαλουμένη απόφαση καθιστά σαφές ότι η θέση σε ειδική διαχείριση είναι μια αυτοτελής και ανεξάρτητη διαδικασία σε σχέση με την πτώχευση και προηγείται αυτής και ως εκ τούτου οι διατάξεις του πτωχευτικού κώδικα μόνο συμπληρωματικά μπορούν να εφαρμοστούν, όπου υπάρχει κενό στη νομοθεσία που αφορά την ειδική διαχείριση, στη συνέχεια αντιφατικά ισχυρίζεται ότι αποκλείεται η εφαρμογή του άρθρου 25 του ν. 3588/2007 διότι αφενός αυτό εφαρμόζεται από την κήρυξη της πτώχευσης και αφετέρου διότι το μεταγενέστερο άρθρο 9 παρ. 2α του ν. 4224/2013 απαγορεύει μόνο μέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης και τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων και όχι το απαράδεκτο αγωγής και ότι εσφαλμένα εφαρμόζεται από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και το άρθρο 72 παρ. 1 του ν. 4307/2014 το οποίο απαγορεύει πάσης φύσεως ατομικές διώξεις. Όμως όπως προκύπτει από το νόμο η διαδικασία αυτή είναι παραπτωχευτική, δηλαδή κηρύσσεται, εξελίσσεται και περατώνεται αυτοτελώς, χωρίς ανάµειξη µε την πτώχευση και εποµένως, πρόκειται, κατά κυριολεξία, για µια µη οικειοθελή για την επιχείρηση, που έχει παύσει τις πληρωµές της προπτωχευτική εκκαθαριστική διαδικασία. Λόγω του χαρακτήρα της ως προπτωχευτικής συλλογικής διαδικασίας ικανοποίησης πιστωτών, καθόσον η παραδοχή αυτή δεν θίγεται από την εφαρµογή των διατάξεων των άρθρων 25 του Ν. 3588/2007 (ΠτΚ), και του άρθρου 72 παρ. 1 του Ν. 4307/2014, δεδοµένου ότι, εφόσον δεν υφίσταται σχετική απαγορευτική διάταξη, στην οποία να υπάγεται η ένδικη περίπτωση, οι προαναφερόμενες διατάξεις ορθά εφαρµόζονται συµπληρωµατικά για την περίπτωση άσκησης αγωγών κατά επιχείρησης ευρισκοµένης σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης. Οι παραπάνω διατάξεις έχουν αναλογική εφαρμογή διότι η ειδική διαχείριση του άρθρου 21 του ν. 4664/2020 είναι συλλογική, εξωτερική οργανωμένη διαδικασία από το νόμο που προβλέπεται σε περίπτωση γενικής και μόνιμης αδυναμίας εκπλήρωσης του έχοντος πτωχευτική ικανότητα οφειλέτη και αποσκοπεί στην εκποίηση του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησής του ή επιμέρους λειτουργικών κλάδων ή ακόμη και κατ’ιδίαν περιουσιακών στοιχείων μέσω δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού για τη συλλογική ικανοποίηση των πιστωτών του. Έτσι κηρύσσεται, εξελίσσεται και περατώνεται αυτοτελώς χωρίς ανάμειξή της με την πτώχευση. Όταν επομένως το άρθρο 72 παρ. 1 του ν. 4307/2014 αναφέρει ότι “η αποδοχή της αίτησης συνεπάγεται την αυτοδίκαιη αναστολή όλων των ατομικών διώξεων κατά της επιχείρησης καθ’όλη τη διάρκεια της ειδικής διαχείρισης συμπεριλαμβανόμενων των μέτρων διοικητικής εκτέλεσης από το Δημόσιο και τους ΦΚΑ, καθώς και των μέτρων διασφάλισης της οφειλής κατά τις διατάξεις του άρθρου 46 του ν. 4174/2013 ” το περιεχόμενο αυτό ταυτίζεται με το περιεχόμενο της “αναστολής των ατομικών καταδιώξεων” που ανέκαθεν ίσχυε στο πτωχευτικό δίκαιο και καθιερώθηκε ρητά στο άρθρο 25 παρ. 1 του ΠτΚ, το οποίο ίσχυε μέχρι 28.2.2021 και διατηρήθηκε και στο άρθρο 100 του ν. 4738/2020 που τέθηκε σε ισχύ από 1.3.2021. Ούτε αποκλείεται η εφαρµογή του αρ. 25 του Ν. 3588/2007 (ΠτΚ), το οποίο δεν εισάγει αντίθετη ρύθµιση από το αρ. 9 παρ. 2 στ. α’ του Ν. 4224/2014, καθώς συνεπάγεται ως έννοµη συνέπεια την κήρυξη απαράδεκτης της συζήτησης της αγωγής, ενώ το άρθρο 9 παρ. 2 στ. α’ του Ν. 4224/2013, απαγορεύει µόνο µέτρα αναγκαστικής εκτέλεσης και τη λήψη ασφαλιστικών µέτρων, διότι οι δύο διατάξεις έχουν σχέση γενικού ειδικού και όχι  προγενέστερου μεταγενέστερου όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εκκαλούσα. Τούτο διότι και στις δύο περιπτώσεις (του Ν. 4664/2020 και του Ν. 4307/2014) είναι παρόµοιος ο σκοπός του νοµοθέτη και η διάρθρωση και φύση της σχετικής διαδικασίας, µε προσαρµογή, πάντως, στην περίπτωση της ………, στις ιδιαιτερότητες της εταιρείας αυτής, ώστε η διαδικασία να είναι συντοµότερη και απλουστευµένη. Και, όπως ήδη προαναφέρθηκε, σκοπός της διαδικασίας της διαχείρισης είναι να αποφευχθεί η πτώχευση της επιχείρησης του οφειλέτη, να διατηρηθεί αυτή στη ζωή, να ανασχεθεί η απαξίωση του ενεργητικού της, να εκποιηθεί αυτό (ως σύνολο ή ως µέρη) σε νέο φορέα, που στην περίπτωση της εναγομένης θα προκύψει από τον δροµολογηθέντα προβλεπόµενο στο άρθρο του Ν. 4664/2020 πλειοδοτικό διαγωνισµό µε ταυτόχρονη ικανοποίηση – πιστωτών από το τίµηµα της πώλησης του ενεργητικού της. Περαιτέρω όπως προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη που προηγήθηκε στην οποία εκτίθενται οι διατάξεις του άρθρου 21 του  ν. 4664/2020 η ειδική διαχείριση είναι ουσιαστικά εκκαθαριστική διαδικασία, με την έννοια ότι δεν προβλέπονται διαρθρωτικές μεταβολές της επιχείρησης, ούτε ρύθμιση χρεών, ούτε γενικότερα κάποιο σχέδιο ανόρθωσης της επιχείρησης, καθώς επίσης παραπτωχευτική διαδικασία, διότι κηρύσσεται, εξελίσσεται και περατώνεται αυτοτελώς, χωρίς να αναμειχθεί με την πτώχευση, αλλά και προπτωχευτική διαδικασία, αφού οδηγεί σε πτώχευση σε περίπτωση αποτυχίας της. Τέτοια επιχείρημα μπορεί να συναχθεί και από την αιτιολογική έκθεση επί της σχετικής τροπολογίας, με την οποία εισήχθη στο Ν. 4664/2020 η διάταξη του άρθρου 21, που ορίζει, μεταξύ άλλων, ότι «προβλέπεται η άμεση εισαγωγή της …… σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης … μέσω μιας σύντομης και απλουστευμένης διαδικασίας», ότι «μεσοπρόθεσμος στόχος είναι η εξυγίανση και συνέχιση της δραστηριότητας εξόρυξης σιδηρομεταλλεύματος και παραγωγής νικελίου στην Ελλάδα, μέσω της αναδιάρθρωσης, προς όφελος της εθνικής οικονομίας και της απασχόλησης, χωρίς να σταματήσει η λειτουργία της εταιρίας», ότι «ο διαχειριστής θα αναλάβει την καταγραφή του συνόλου του ενεργητικού και του παθητικού της ….. και την εκπόνηση σχεδίου δράσης που θα περιλαμβάνει κατ` ελάχιστο επιχειρησιακές και χρηματοοικονομικές εκτιμήσεις και προβλέψεις για την περίοδο της ειδικής διαχείρισης …», ότι «κύριος στόχος του είναι να προβεί στην εκποίηση του συνόλου ή μέρους των στοιχείων του ενεργητικού μέσω του πλειοδοτικού διαγωνισμού … κατά τρόπο που να διασφαλίζεται η απουσία οικονομικής συνέχειας της επιχείρησης με τους αγοραστές των ως άνω περιουσιακών στοιχείων και ότι «στη συνέχεια, ο διαχειριστής θα διανείμει το τίμημα που θα προκύψει από την εκποίηση του ενεργητικού της επιχείρησης στους πιστωτές της εταιρίας που θα έχουν περιληφθεί στον πίνακα κατάταξης που θα καταρτισθεί…» και ότι «προβλέπονται χρονικά ορόσημα για την εκτέλεση του έργου της ειδικής διαχείρισης, με πρόβλεψη η τυχόν μη τήρησή τους να οδηγεί την εταιρία σε πτώχευση, ώστε αφενός να μην διαιωνίζεται το έργο της ειδικής διαχείρισης σε βάρος κάθε Έλληνα φορολογούμενου και αφετέρου να συμπράξουν όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη στην προσπάθεια αναδιάρθρωσης της επιχείρησης και διάσωσης της δραστηριότητας» (βλ. προσκ. ΕφΑθ 5187/2022 δημ. νόμος). Έτσι η νομολογία (βλ. προσκομιζόμενη ΕφΑθ 895/2022 η οποία είναι δημοσιευμένη και στην τνπ νόμος) κατέληξε στο ότι από την τελολογική ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 9 παράγραφος 2 περίπτωση α` του Ν. 4224/2013, όπως αντικαταστάθηκε στη συνέχεια με το άρθρο 124 του Ν. 4316/2014, υπό τον τίτλο «Συμπλήρωση διατάξεων για το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου» και ορίζει ότι «Από την έναρξη ισχύος του παρόντος και για το χρονικό διάστημα μέχρις εγκαταστάσεως του πλειοδότη αναστέλλονται οι πάσης φύσεως πράξεις ή μέτρα, εκκρεμή ή μη, ατομικής ή συλλογικής διοικητικής και αναγκαστικής εκτέλεσης κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας ή κάθε άλλη διάταξη ειδικού νόμου, καθώς και η λήψη οποιουδήποτε ασφαλιστικού μέτρου κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ή κάθε άλλη διάταξη ειδικού νόμου που επισπεύδονται ή ασκούνται από τους πάσης φύσεως δανειστές της «……..» για οποιαδήποτε αιτία», προκύπτει ότι η διάταξη αυτή αφορά και τα ένδικα βοηθήματα και μέσα όταν αυτά αφορούν χρηματικές απαιτήσεις. Συνεπώς το πρωτοβάθµιο Δικαστήριο που έκρινε ότι δεν µπορεί να ασκηθεί κανένα ένδικο βοήθηµα κατά της εναγοµένης και ήδη εφεσίβλητης λόγω της υπαγωγής της σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης, απορρίπτοντας ως απαράδεκτη την αγωγή, ορθά το νόμο εφάρμοσε, και τα και τα όσα περί του αντιθέτου αναγράφονται στο σχετικό πρώτο λόγο έφεσης είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Εξάλλου, κρατική ενίσχυση συνιστά η από μέρους του κράτους άμεση ή έμμεση παροχή ενός οικονομικού ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος σε μια επιχείρηση ή ένα κλάδο παραγωγής χωρίς την καταβολή μιας οικονομικά αντίστοιχης αντιπαροχής από την πλευρά του λήπτη. Τέτοια παροχή αποτελεί και κάθε μορφής κρατική παρέμβαση που κατατείνει στη μείωση των επιβαρύνσεων που συνήθως φέρει (ή όφειλε να φέρει με βάση τη λογική ενός συστήματος αναφοράς) μια συγκεκριμένη επιχείρηση ή ένας εθνικός κλάδος παραγωγής οδηγώντας έτσι μέσω αυτής της ευνοϊκής μεταχείρισης στη νόθευση του ανταγωνισμού στη σχετική αγορά. Για να χαρακτηριστεί μια ενίσχυση ως «κρατική» υπό την έννοια του άρθρου 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ πρέπει το χορηγούμενο οικονομικό πλεονέκτημα να προέρχεται είτε από δημόσιο φορέα είτε από ιδιωτικό, του οποίου όμως η δράση τελεί είτε γενικά είτε ad hoc υπό τον έλεγχο και την εποπτεία ή την καθοδήγηση δημόσιας αρχής. Επιπλέον, περαιτέρω προϋπόθεση υπαγωγής στο άρθρο 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ είναι, κατά τη νομολογία του ΔΕΕ, η συγκεκριμένη χορήγηση οικονομικού πλεονεκτήματος να επιφέρει κάποια άμεση ή έμμεση επιβάρυνση στον κρατικό προϋπολογισμό, με την έννοια ότι η μεταβίβαση αμιγώς ιδιωτικών πόρων και η συνακόλουθη επιβάρυνση ιδιωτικής επιχειρηματικής περιουσίας δεν καταλαμβάνεται από την έννοια της κρατικής ενίσχυσης. H διάκριση μεταξύ ενισχύσεων χορηγουμένων από το κράτος και ενισχύσεων χορηγουμένων από κρατικούς πόρους αποβλέπει στο να περιλάβει στην έννοια της ενισχύσεως όχι μόνον τις ενισχύσεις που χορηγούνται απευθείας από το κράτος, αλλά και εκείνες που χορηγούνται από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς, τους οποίους ορίζει ή ιδρύει το κράτος. Άλλο βασικό χαρακτηριστικό της έννοιας της κρατικής ενίσχυσης είναι η επιλεκτικότητα του κρατικού μέτρου: Οικονομικά μέτρα γενικής φύσεως και εφαρμογής («general measures») που ενισχύουν, χωρίς σκοπούμενη ή κατ΄αποτέλεσμα προκύπτουσα επιλεκτική στόχευση, την εθνική οικονομία στο σύνολό της δεν εμπίπτουν στην παραπάνω έννοια. Σε εθνικό επίπεδο, οι ερμηνευτικές δυσχέρειες που παρουσιάζει το κριτήριο της επιλεκτικότητας για τα δικαιοδοτικά όργανα των κρατών μελών, τα οποία, έχουν και εκείνα (όπως και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή) την αρμοδιότητα να κρίνουν κατά πόσο ένα μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ, διαφαίνονται ευκρινώς στις αποφάσεις που εξέδωσε το Συμβούλιο της Επικρατείας στο πλαίσιο πιλοτικής δίκης αφορώσας το κύρος της έκτακτης ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης, η οποία επιβλήθηκε στους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), δυνάμει του άρθρου πρώτου παρ. ΙΓ, υποπαρ.ΙΓ.8.4 του ν. 4254/2014. Σύμφωνα με το άρθρο 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ θεωρούνται καταρχήν ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά – και άρα παράνομες κατά το ενωσιακό δίκαιο- ενισχύσεις που χορηγούνται από τα κράτη μέλη ή με χρήση κρατικών πόρων, αν μέσω αυτών προκαλείται νόθευση ή προκύπτει απειλή νόθευσης του ανταγωνισμού δια της ευνοϊκής μεταχείρισης ορισμένων επιχειρήσεων ή ορισμένων κλάδων παραγωγής, στο μέτρο που κατ’ αυτό τον τρόπο επηρεάζεται αρνητικά το ενδοενωσιακό εμπόριο. Είναι σαφές ότι σε αυτή τη διάταξη αποτυπώνεται με σαφήνεια μια κατ’ αρχήν αρνητική-περιοριστική στάση απέναντι σε κρατικές ενισχύσεις που είναι σε θέση να θίξουν την ισορροπία του ανταγωνισμού στην εσωτερική αγορά και να επηρεάσουν αρνητικά το διενωσιακό εμπόριο. Εντούτοις, στη συνέχεια θεσπίζονται εξαιρέσεις (παρ. 2 και 3) που αμβλύνουν ουσιωδώς την αρχική απαγόρευση, επιτρέποντας υπό προϋποθέσεις στα κράτη μέλη να χορηγούν ενισχύσεις. Η ύπαρξη αυτών των εξαιρέσεων από τον βασικό απαγορευτικό κανόνα, καθώς και η αναγκαιότητα της εξέτασης του κατά πόσο στην κάθε υπό κρίση περίπτωση πληρούται η αντικειμενική υπόσταση μιας κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 107 παρ. 1 ΣΛΕΕ αποτελούν το δικαιολογητικό λόγο της θέσπισης (ΣτΕ (Τμήμα Β), 2406, 2407 και 2408/2014). Περαιτέρω στο άρθρο 108 ΣΛΕΕ θεσπίζεται η διαδικασία προληπτικού ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων που διενεργείται από την Επιτροπή. Εν γένει, η ακολουθούμενη προσέγγιση σε σχέση με την εννοιολογική οριοθέτηση της «κρατικής ενίσχυσης» τόσο από την πλευρά της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όσο και από τα ενωσιακά δικαστήρια είναι παραδοσιακά ευρεία, γεγονός που παρέχει μεγαλύτερη ευελιξία στο ενωσιακό σύστημα ελέγχου των κρατικών ενισχύσεων. Αξιοποιώντας τούτο, η Επιτροπή επεκτείνει την ελεγκτική της δραστηριότητα σε όλο και ευρύτερο φάσμα κρατικών μέτρων, τα οποία μπορεί να είναι μεν επωφελή για τις ευνοούμενες επιχειρήσεις, αλλά κατά τα άλλα νοθεύουν (ή δύνανται να νοθεύσουν) τον ενδοενωσιακό ανταγωνισμό. Η ευρύτητα της εννοιολογικής οριοθέτησης αποσκοπεί συν τοις άλλοις και στην παρεμπόδιση μιας πιθανής προσπάθειας των κρατών μελών, μέσω της «κατάλληλης» διαμόρφωσης των ευνοϊκών για τις εθνικές τους επιχειρήσεις ή παραγωγικούς κλάδους παρεμβάσεων, να αποφεύγουν τον διενεργούμενο από την Επιτροπή προληπτικό και κατασταλτικό έλεγχο των χορηγούμενων κρατικών ενισχύσεων. Υφίστανται περιπτώσεις που δεν υφίσταται μια τέτοια υποχρέωση του κράτους μέλους. Συγκεκριμένα, εδώ εμπίπτουν λ.χ. οι ενισχύσεις, οι οποίες πληρούν τις προϋποθέσεις του «Κανονισμού απαλλαγής κατά κατηγορία» (Block Exemption Regulation), όπως ισχύει μετά την κωδικοποίησή του από τον Κανονισμό (ΕΕ) 2015/1588 του Συμβουλίου. Εν προκειμένω, το κράτος μέλος απαλλάσσεται από την υποχρέωση ενημέρωσης της Επιτροπής για την ενίσχυση που σχεδιάζει να χορηγήσει κατά παρέκκλιση από το άρθρο 108 παρ. 3 ΣΛΕΕ. Το εθνικό δικαστήριο διατηρεί πάντα τη δυνατότητα ή, αναλόγως με το αν εκδίδει αποφάσεις που δεν υπόκεινται σε άσκηση ενδίκων μέσων με βάση το εθνικό δικονομικό δίκαιο, την υποχρέωση να απευθύνει σχετικό προδικαστικό ερώτημα στο ΔΕΕ σύμφωνα με το άρθρο 267 ΣΛΕΕ αν θεωρεί ότι μια διάταξη δεν είναι συμβατή με το ενωσιακό δίκαιο διότι συνιστά κρατική ενίσχυση (βλ και άρθρο Αντ. Μεταξάς O Εθνικός Δικαστής ως Ενωσιακός Δικαστής στα συμφραζόμενα του ενωσιακού Δικαίου Κρατικών Ενισχύσεων δημοσιευμένο στο διαδίκτυο).

Με τους επικουρικά προβαλλόμενους δεύτερο και τρίτο λόγους εφέσεως η εκκαλούσα παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο διότι αν ήθελε κριθεί ότι το άρθρο 9 παρ. 2 στ. α του ν. 4224/2013 απαγορεύει κάθε μέτρο ατομικής δίωξης συμπεριλαμβανομένης της άσκησης αγωγών κατά της ……., τότε η διάταξη αυτή αντίκειται στους κανόνες του ενωσιακού δικαίου και ειδικότερα στο άρθρο 107 (1) ΣΛΕΕ που απαγορεύει τη χορήγηση κρατικής ενίσχυσης και στο άρθρο 108 (3) το οποίο προβλέπει ότι τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση να γνωστοποιούν κάθε σχέδιο για την χορήγηση κρατικής ενίσχυσης στην επιτροπή, για την εκ μέρους της έγκριση, πριν τη χορήγηση της, ισχυριζόμενη: α) ότι πρόκειται για παρέμβαση εκ μέρους του κράτους με κρατικούς πόρους, β) ότι η παρέμβαση αυτή είναι ικανή να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, γ) ότι χορηγεί πλεονέκτημα στο δικαιούχο και δ) ότι νοθεύει ή απειλεί να νοθεύσει τον ανταγωνισμό.  Πρωτίστως να σημειωθεί ότι οι συγκεκριμένοι λόγοι εφέσεως προτείνονται επικουρικά, αλλά βρίσκονται σε απόλυτη συνάφεια με τον πρώτο λόγο εφέσεως και ότι με τη με αριθμό 1407/2020 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών κρίθηκε τελεσίδικα πως με το άρθρο 21 του ν. 4664/2020 εισήχθη ειδικός τρόπος διαχείρισης της επιχείρησης, διαφορετικός από εκείνον που προβλέπουν οι διατάξεις του ΚΠολΔ για την αναγκαστική εκτέλεση, οι ανάλογες του Εµπορικού Νόµου για την πτώχευση και οι διατάξεις του ν. 4307/2014 για την κοινή ειδική διαχείριση, πλην όμως συμβατός με την ευρωπαϊκή νομοθεσία περί κρατικών ενισχύσεων, την αρχή της ισότητας (4 Σ), την προστασία της οικονομικής ελευθερίας (5 Σ), την ιδιοκτησία (17 Σ) την εργασία και την κοινωνική ασφάλιση (22 Σ) (βλ. 12ο φύλλο της προσκομιζόμενης ως σχετικό 3β 1407/2020 απόφασης). Το απορρέον από την προαναφερόμενη απόφαση δεδικασμένο (άρθρο 324 του ΚΠολΔ) δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να αντικρούσει την υπεροχή του Ενωσιακού Δικαίου και τούτο διότι ακόμη και αν ένας εθνικός κανόνας είναι δικονομικός δηλαδή αποκλείει ένδικα βοηθήματα, ένδικα μέσα κλπ, όπως η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 21 του ν. 4664/2020 εξετάζεται πάντα υπό το πρίσμα των διατάξεων 107 και 108 της ΣΛΕΕ δηλαδή και ως προς τα αποτελέσματα της και όχι μόνο ως προς τη φύση της. Ουσιαστικά με τους δύο αυτούς λόγους εφέσεως ζητεί να επανακριθεί το ζήτημα της συμβατότητας του άρθρου 9 του ν. 4224/2013 με το ενωσιακό δίκαιο για τις προαναφερόμενες τέσσερις αιτιάσεις. Επί των προαναφερόμενων (δευτέρου και τρίτου) λόγων εφέσεως πρέπει να σημειωθούν τα ακόλουθα: Εκτιμάται ότι η εκκαλούσα ισχυρίζεται με τους δεύτερο και τρίτο λόγο εφέσεως ότι η απαγόρευση κάθε μέτρου ατομικής δίωξης (ακόμη και της άσκησης των αγωγών) σε βάρος της εναγομένης με τη θέση αυτής σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης αποτελεί μορφή κρατικής ενίσχυσης  με κρατικούς πόρους,  παρέχει οικονομικό πλεονέκτημα στην επιχείρηση διότι δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του ΚΠολΔ για την αναγκαστική εκτέλεση με αποτέλεσμα η αξίωσή της προερχόμενη από εργολαβικό αντάλλαγμα να μην μπορεί να ικανοποιηθεί και η κρατική αυτή ενίσχυση είναι ικανή να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών και να νοθεύσει τον ανταγωνισμό. Όμως οι αιτιάσεις αυτές δεν είναι βάσιμες διότι η αναστολή ατομικών διώξεων, δηλαδή η μη δυνατότητα άσκησης αγωγών και το απαράδεκτο αυτών, όπως κρίθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση, δεν αποτελεί κρατική ενίσχυση, πρωτίστως διότι δεν δίδονται χρήματα στην επιχείρηση από το δημόσιο άμεσα ή έμμεσα από άλλους φορείς που ελέγχονται από το δημόσιο. Δεν χορηγείται πλεονέκτημα στην επιχείρηση, και μάλιστα προερχόμενο είτε από δημόσιο φορέα είτε από ιδιωτικό, του οποίου η δράση να τελεί υπό τον έλεγχο και την εποπτεία ή την καθοδήγηση δημόσιας αρχής, παρά διευκολύνεται η διαδικασία της ειδικής διαχείρισης διότι δεν ασχολείται ο διορισμένος ειδικός διαχειριστής με δικαστικές διαδικασίες, συνήθως πολύπλοκες και μακροχρόνιες, που είναι αντίθετο στο σύντομο ορισμένο με το νόμο χρονικό διάστημα  που πρέπει να περατωθεί η διαδικασία της εκκαθάρισης, άλλως σε περίπτωση αποτυχίας της διαδικασίας να κηρυχθεί η επιχείρηση σε καθεστώς πτώχευσης (άρθρο 21 παρ. 8 και 10 του ν. 4664/2020 που προεκτέθηκαν). Επίσης με την απαγόρευση των ατομικών καταδιωκτικών μέτρων δηλαδή την άσκηση αγωγής, δεν επιβαρύνεται, ο κρατικός προϋπολογισμός, ούτε δίνεται κάποια ενίσχυση, όπως παλαιότερα, από το κράτος ή από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς, τους οποίους ορίζει ή ιδρύει το κράτος, ενώ  λείπει στη συγκεκριμένη περίπτωση και η έννοια της επιλεκτικότητας, που παρατηρείται στις κρατικές ενισχύσεις. Αντιθέτως με την εκκαθαριστική σύντομη παραπτωχευτική διαδικασία, όπως ήδη αναφέρθηκε κατά την εξέταση του πρώτου λόγου εφέσεως, που δεν μεταβάλει διαρθρωτικά την επιχείρηση ούτε ρυθμίζει χρέη της, η οποία θα εξελιχθεί και θα περατωθεί αυτοτελώς και θα οδηγήσει σε πτώχευση μόνο σε περίπτωση αποτυχίας της, η εκκαλούσα δεν θα απολέσει το δικαίωμα της, αλλά θα έχει ένα αλλοιωμένο δικαίωμα, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση συλλογικής εκτέλεσης. Τούτο δε διότι ο ειδικός διαχειριστής μετά τη διενέργεια δημόσιου διεθνούς ανοιχτού διαγωνισμού για την εκποίηση του συνόλου του ενεργητικού της επιχείρησης θα δημοσιεύσει αμελλητί σε δύο ημερήσιες εφημερίδες, εκ των οποίων μία της πρωτεύουσας της περιφερειακής ενότητας της καταστατικής έδρας της εταιρείας, πρόσκληση οριστικής αναγγελίας απαιτήσεων πιστωτών προς ικανοποίηση και οι πιστωτές (όπως η εκκαλούσα) έχουν δικαίωμα να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους εντός ενός μηνός από τη δημοσίευση της πρόσκλησης, ενώ μετά την επαλήθευση των απαιτήσεων θα καταρτιστεί ο οριστικός πίνακας κατάταξης των πιστωτών, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 975 έως 978 και 1007 του ΚΠολΔ. Άρα η εκκαλούσα εφόσον αναγγελθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα θα καταταγεί και η αξίωση της θα ικανοποιηθεί, και αυτή η ερμηνεία είναι σύμφωνη με τη γενική αρχή της ίσης μεταχείρισης των πιστωτών που αποτελεί θεμελιώδης γενική αρχή του δικαίου αφερεγγυότητας (βλ. αιτιολογική έκθεση νομοπαρασκευαστικής επιτροπής πτωχευτικού κώδικα ΚΝοΒ 2007,1553, Περάκη Πτωχευτικό δίκαιο 2012, σελ. 21). Επίσης η ρύθμιση περί αναστολής των ατομικών διώξεων εφαρμόζεται και στο  πτωχευτικό δίκαιο, άρθρο 100 του ν. 4738/2020, στο οποίο ορίζεται ότι “1. Με την επιφύλαξη της παρ. 3 του άρθρου 101, από την κήρυξη της πτώχευσης αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πτωχευτικών πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεών τους. Ιδίως απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση των δικών επ’ αυτών, η άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων, η έκδοση πράξεων διοικητικής φύσεως, ή η εκτέλεση τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας, συμπεριλαμβανομένων και των μέτρων διοικητικής εκτέλεσης από το Δημόσιο και τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης”. Έτσι επαναλαμβάνεται η ρύθμιση του άρθρου 25 ΠτΚ (Ν 3588/2007) με το οποίο οριζόταν ότι “1. Με επιφύλαξη της διάταξης του άρθρου 26, από την κήρυξη της πτώχευσης αναστέλλονται αυτοδικαίως όλα τα ατομικά καταδιωκτικά μέτρα των πιστωτών κατά του οφειλέτη προς ικανοποίηση ή εκπλήρωση πτωχευτικών απαιτήσεών τους. Ιδίως απαγορεύεται η έναρξη ή συνέχιση της αναγκαστικής εκτέλεσης, η άσκηση αναγνωριστικών ή καταψηφιστικών αγωγών, η συνέχιση των δικών επ’ αυτών, η άσκηση ή εκδίκαση ένδικων μέσων, η έκδοση πράξεων διοικητικής ή φορολογικής φύσεως, ή η εκτέλεσή τους σε στοιχεία της πτωχευτικής περιουσίας. 2. Πράξεις κατά παράβαση της κατά την παράγραφο 1 αναστολής είναι απολύτως άκυρες.” Περαιτέρω  το εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών δεν επηρεάζεται με την αναστολή των ατομικών διώξεων, δηλαδή τη μη δυνατότητα άσκησης αγωγής ή άλλου ένδικου βοηθήματος, διότι αυτό ακριβώς συμβαίνει και στην πτώχευση οι διατάξεις της οποίας εφαρμόζονται συμπληρωματικά, διότι αυτό δεν απαγορεύεται από τη γραμματική ερμηνεία του νόμου όπως προαναφέρθηκε με τον πρώτο λόγο έφεσης και σύμφωνα με μεταγενέστερη της απόφασης που έθεσε σε καθεστώς ειδικής διαχείρισης, νομολογία. Η συνέπεια της αναστολής των ατομικών διώξεων απορρέει από τη φύση της καθολικής και συλλογικής διαδικασίας εντός της οποίας αλλοιώνονται τα ατομικά δικαιώματα των δανειστών, αλλά έχει ως σκοπό τη σύμμετρη ικανοποίηση των δανειστών (βλ. Κοτσίρη Πτωχευτικό Δίκαιο 5η έκδοση 266). Συνακόλουθα η εκκαλούσα δεν θα στερηθεί της αξιώσεώς της που αλλοιώνεται αφού δεν έχει πια το ατομικό δικαίωμα να ασκήσει αγωγή ή άλλο ένδικο βοήθημα, αλλά ως αντιστάθμισμα της επερχόμενης σοβαρής αλλοίωσης του δικαιώματος που είχε πριν τη θέση σε ειδική διαχείριση θα έχει τη δυνατότητα της αναγγελίας πριν τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης των πιστωτών της κατάταξης  και ικανοποίησης της αξίωσής της όπως προεκτέθηκε. Επομένως η απαγόρευση της άσκησης ατομικών διώξεων, δηλαδή το απαράδεκτο άσκησης αγωγής, κατά της εναγομένης επιχείρησης που τέθηκε σε ειδική εκκαθάριση με το άρθρο 21 του ν. 4664/2020 δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, είναι συμβατή με το ενωσιακό δίκαιο και το άρθρο 107 της ΣΛΕΕ και δεν υπήρχε υποχρέωση κοινοποίησης στην Επιτροπή ώστε να προβεί αυτή στον προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 108 της ΣΛΕΕ προληπτικό έλεγχο. Συνακόλουθα ορθά με την εκκαλουμένη απορρίφθηκε η αγωγή κατά τα άνω αιτήματα ως απαράδεκτη με διαφορετική αιτιολογία που αντικαθίσταται, διότι δεν είναι επιτρεπτή η άσκηση  των ατομικών διώξεων κατά της εναγομένης  μετά την θέση αυτής σε ειδική εκκαθάριση και η απαγόρευση αυτή δεν συνιστά κρατική ενίσχυση ώστε δεν απαιτείται κοινοποίηση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή,  δε ώστε  οι σχετικοί λόγοι έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 267 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα εθνικά δικαστήρια μπορούν να υποβάλουν προδικαστικό ερώτημα όταν υπάρχει αμφιβολία σχετικά με την ερμηνεία ή την εγκυρότητα διατάξεων του ενωσιακού δικαίου. Τα δικαστήρια του τελευταίου βαθμού (των οποίων οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικο μέσο βάσει εθνικού δικαίου) υποχρεούνται να υποβάλουν τέτοιο ερώτημα, εφόσον τίθεται σχετικό ζήτημα και δεν υπάρχει ήδη νομολογία του ΔΕΕ. Το άρθρο 267 ΣΛΕΕ δεν συνιστά ένδικο βοήθημα παρεχόμενο στους διαδίκους εκκρεμούς διαφοράς ενώπιον εθνικού δικαστηρίου και δεν αρκεί, επομένως, να υποστηριχθεί από ένα διάδικο ότι η διαφορά θέτει ζήτημα ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης, ώστε να υποχρεούται το οικείο δικαστήριο να δεχθεί ότι ανέκυψε ζήτημα κατά την έννοια του άρθρου 267ΣΛΕΕ. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η ύπαρξη αμφισβητήσεως του εθνικού δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία πράξεως της Ένωσης δεν αρκεί, αυτή καθαυτήν, για τη δικαιολόγηση προδικαστικής παραπομπής στο Δικαστήριο (βλ. αποφάσεις IATA και ELFAA, C‑344/04, EU:C:2006:10, σκέψη 28, καθώς και Ascafor και Asidac, C‑484/10, EU:C:2012:113, σκέψη 33· διατάξεις Adiamix, C‑368/12, EU:C:2013:257, σκέψη 17, και Mlamali, EU:C:2013:763, σκέψη 23).

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης με τον οποίο προβάλλεται το παράπονο ότι  το πρωτοβάθµιο Δικαστήριο, κατά εσφαλµένη εφαρµογή του νόµου και µε πληµµελή αιτιολογία, απέρριψε το αίτηµα περί υποβολής προδικαστικού ερωτήµατος ως απαράδεκτο, µε την αόριστη και εσφαλµένη αιτιολογία ότι οποιαδήποτε κρίση του πρωτοβάθµιου Δικαστηρίου περί τούτου, κατόπιν της θέσης της εναγοµένης και ήδη εφεσίβλητης υπό ειδική διαχείριση, θα νοµιµοποιούσε την άσκηση, ανεπίτρεπτου ένδικου βοηθήµατος. Το αίτημα αυτό δεν υποβλήθηκε απαραδέκτως με τις πρότάσεις όπως αβασίμως ισχυρίζεται η εφεσίβλητη, διότι το αίτημα αυτό υποβάλλεται σε κάθε στάση δίκης ενώ το δικαστήριο μπορεί να υποβάλλει σχετικό αίτημα και αυτεπάγγελτα. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η εκκαλούσα συμπεριέλαβε σχετικό αίτημα περί προδικαστικού αιτήματος με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο απορρίφθηκε σιωπηρά. Ακολούθως με τον τέταρτο λόγο έφεσης η εκκαλούσα επαναφέρει το αίτημα να υποβληθεί από το εγχώριο δικαστήριο προδικαστικό αίτημα που αφορά ζήτηµα ερµηνείας του άρθρου 107(1) της ΣΛΕΕ σε σχέση µε το άρθρο 9(2)(α) του ν, 4224/2013, το οποίο αποτελεί πρόκριµα στην εν λόγω υπόθεση και λόγος υπέρβασης ελληνικού κανόνα δικαίου λόγω της εφαρµογής του άνω ενωσιακού κανόνα δικαίου, που τυγχάνει αμέσου εφαρμογής ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων.  Όμως ο προαναφερόμενος συναφής με τον πρώτο λόγο, τέταρτος λόγος εφέσεως προβάλλεται αλυσιτελώς πρωτίστως διότι τόσο το πρωτοβάθμιο όσο και το παρόν δικαστήριο δεν έχουν υποχρέωση αλλά ευχέρεια να παραπέμψουν το συγκεκριμένο ζήτημα ερµηνείας του άρθρου 107(1) της ΣΛΕΕ σε σχέση µε το άρθρο 9(2)(α) του ν, 4224/2013, το οποίο κατά τους ισχυρισμούς της εκκαλούσας αποτελεί πρόκριµα στη συγκεκριμένη υπόθεση. Πέραν της αλυσιτέλειας  ο συγκεκριμένος λόγος εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος διότι το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι η απαγόρευση ατομικών διώξεων με τη θέση της επιχείρησης σε ειδική διαχείριση σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 του ν. 4664/2020 δεν συνιστά κρατική ενίσχυση όπως ήδη προαναφέρθηκε κατά την εξέταση των προηγούμενων λόγων εφέσεως. Επομένως, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, κατά το μέρος αυτό θα συμπληρωθεί κατ’ άρθρο 534 του ΚΠολΔ η σχετική αιτιολογία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που απέρριψε σιγή το αίτημα αυτό και θα απορριφθεί ως αβάσιμος ο σχετικός τέταρτος λόγος εφέσεως.  Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω αφού δεν υφίσταται προς εξέταση άλλος λόγος εφέσεως, πρέπει η έφεση να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν. Τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας θα συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων μερών λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των υπό εφαρμογή διατάξεων (άρθρο 179 του ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4055/2012), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 15.3.2024 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2024 και με αριθμό προσδιορισμού …./2024 έφεση κατά της με αριθμό 859/2022 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων επί της από 19.7.2021 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2021 αγωγής.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας μεταξύ των διαδίκων μερών.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου εφέσεως με αριθμό ………….. ποσού 150 ευρώ, στο δημόσιο ταμείο.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 5η Ιουνίου 2025  και δημοσιεύθηκε στις   18 Ιουλίου 2025 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ