Αριθμός 137 /2019
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ
Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Κ.Δ.
ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η κρινόμενη από 24.4.2018 και με αριθμό …./2018 έκθεσης κατάθεσης έφεση κατά της με αριθμό 5487/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, επί της με αριθμό …/2016 αγωγής, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και εμπροθέσμως, αφού δεν προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης ούτε τα διάδικα μέρη επικαλούνται τέτοια, ενώ δεν έχει παρέλθει διετία από την έκδοση της εκκαλουμένης (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 (όπως ισχύει μετά το ν. 4335/2015) και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, η ένδικη έφεση να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της συζήτησης της έχει καταβληθεί το ηλεκτρονικό παράβολο εφέσεως με αριθμό …… ποσού 100 ευρώ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012 και το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016).
Με τη με αριθμό ……../2017 αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η ήδη εκκαλούσα ενάγουσα εξέθετε ότι είναι εταιρεία με αντικείμενο την παροχή υπηρεσιών ασφαλείας από ένοπλους ιδιώτες φρουρούς σε εμπορικά πλοία που διαπλέουν θαλάσσιες περιοχές εκτιθέμενα στον κίνδυνο πειρατείας, διαθέτουσα ειδικά εκπαιδευμένο προσωπικό και κατάλληλο για την αντιμετώπιση περιστατικών πειρατείας εξοπλισμό. Ότι ο πρώτος των εναγομένων ήδη πρώτος εφεσίβλητος είναι επιχειρηματίας, δραστηριοποιούμενος στον χώρο της ναυτιλίας μέσω της δημιουργίας ενός ναυτιλιακού επιχειρηματικού πλέγματος εταιρειών, μέσα στα πλαίσια αυτά δε, έχει συστήσει και ελέγχει πλήρως, μεταξύ άλλων: α) την εταιρεία με την επωνυμία «……», με καταστατική έδρα στη . της .. αλλά πραγματική έδρα στην Ελλάδα, η οποία τυγχάνει πλοιοκτήτρια, άλλως κυρία του υπό σημαία Λιβερίας πλοίου μεταφοράς χύδην φορτίου «S.», β) την εταιρεία με την επωνυμία «…..», με καταστατική έδρα στη .. της .. αλλά πραγματική έδρα στην Ελλάδα, η οποία τυγχάνει πλοιοκτήτρια, άλλως κυρία του υπό σημαία Λιβερίας πλοίου μεταφοράς χύδην φορτίου «D.», γ) την εταιρεία με την επωνυμία «…….», με καταστατική έδρα στη . της .. αλλά πραγματική έδρα στην Ελλάδα, η οποία τυγχάνει πλοιοκτήτρια, άλλως κυρία του υπό σημαία Λιβερίας πλοίου μεταφοράς χύδην φορτίου «Χ.», δ) την εταιρεία με την επωνυμία «……..» («……..»), με καταστατική έδρα στις …… αλλά πραγματική έδρα στην Ελλάδα, η οποία ασκεί για δικό της λογαριασμό την εμπορική εκμετάλλευση και την εμπορική διαχείριση τόσο των ανωτέρω όσο και των υπολοίπων πλοίων του πρώτου των εναγομένων ήδη εφεσιβλήτων, ε) την εταιρεία με την επωνυμία «…….» («……»), η οποία επίσης τυγχάνει διαχειρίστρια τόσο των ανωτέρω όσο και των υπολοίπων πλοίων του πρώτου εφεσίβλητου, έχουσα ωστόσο νόμιμη εγκατάσταση στην Ελλάδα και στ) τη δεύτερη των εναγομένων ήδη δεύτερη εφεσίβλητη ελληνική κτηματομεσιτική εταιρεία, στην οποία συγκεντρώνονται τα κέρδη από την εκμετάλλευση τόσο των ανωτέρω όσο και των υπολοίπων πλοίων του πρώτου εφεσίβλητου, όπως και ειδικότερα εκτίθεται στην αγωγή. Ότι δυνάμει της από 7-10-2013 συμβάσεως παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, την οποία (η εκκαλούσα) κατήρτισε, στην Αθήνα, με την εταιρεία με την επωνυμία «….», πλοιοκτήτρια, άλλως κυρία του υπό σημαία Λιβερίας πλοίου μεταφοράς χύδην φορτίου «S.», αυτή ανέλαβε να παράσχει υπηρεσίες ασφαλείας στο ανωτέρω πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 9-10-2013 έως 16-10-2013, λόγω μηχανικής βλάβης του ανωτέρω πλοίου δε, στις 24-10-2013, συμφωνήθηκε ότι με υπαιτιότητα της ως άνω πλοιοκτήτριας άλλως κυρίας του ως άνω πλοίου έπαυσε η ισχύς της ως άνω συμβάσεως. Ότι δυνάμει της από 24-10-2013 συμβάσεως μισθώσεως, την οποία (η εκκαλούσα) κατήρτισε, στο Κρυονέρι Αττικής, ομοίως με την ως άνω πλοιοκτήτρια άλλως κυρία του ως άνω πλοίου, που εκπροσωπείτο από τον πρώτο εφεσίβλητο, η τελευταία μίσθωσε τα όπλα και τον εξοπλισμό της εκκαλούσας που βρίσκονταν στο – ρυμουλκηθέν λόγω της βλάβης και ευρισκόμενο στο Ομάν λόγω επισκευών – ως άνω πλοίο της για το χρονικό διάστημα από 24-10-2013 έως 24-1-2014. Ότι όταν αναμενόταν να ολοκληρωθούν οι εργασίες επισκευής του ως άνω πλοίου, δεν τηρήθηκε το χρονοδιάγραμμα, με αποτέλεσμα η ως άνω σύμβαση μισθώσεως να λυθεί αυτοδικαίως χωρίς, ωστόσο, η ως άνω πλοιοκτήτρια άλλως κυρία του ως άνω πλοίου να επιστρέψει στην εκκαλούσα τα όπλα και τον εξοπλισμό. Αντίθετα τα παρακράτησε στο ως άνω πλοίο καθ’ όλο το χρονικό διάστημα που αυτό παρέμεινε στο Ομάν και αυτά περιήλθαν ξανά στην κατοχή της στις 5-9-2014, αφού η τελευταία είχε ήδη καταβάλει στις αρχές του Ομάν το απαιτούμενο για την άδεια εξαγωγής τους από το ως άνω πλοίο ποσό των 13.700 δολ. ΗΠΑ. Ότι συνολικά αυτή (η εκκαλούσα) διατηρεί κατά της ως άνω πλοιοκτήτριας άλλως κυρίας του ως άνω πλοίου απαιτήσεις ύψους : α) 15.000 δολ. ΗΠΑ, ως οφειλόμενα, δυνάμει της ως άνω συμβάσεως μισθώσεως, μισθώματα, β) 37.000 δoλ.- ΗΠΑ ως αποζημίωση χρήσης κατά το χρονικό διάστημα από 2-5-1-2014 έως 5-9-2014, γ) 13.700 δολ. ΗΠΑ, ως έξοδα της ως άνω αναφερθείσας αδειοδότησης εξαγωγής και δ) 2.600 δολ. ΗΠΑ, ως έξοδα μεταφοράς των ως άνω όπλων και εξοπλισμού από το ως άνω πλοίο στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και συνολικά 68.300 δολ. ΗΠΑ, έναντι των οποίων η πλοιοκτήτρια, άλλως κυρία του υπό σημαία Λιβερίας πλοίου μεταφοράς χύδην φορτίου «S.», εταιρεία με την επωνυμία «….», ουδέν έχει καταβάλει. Ότι δυνάμει της από 22-7-2014 συμβάσεως παροχής υπηρεσιών ασφαλείας, την οποία (η ενάγουσα ήδη εκκαλούσα) κατήρτισε, στην Αθήνα, με την εταιρεία με την επωνυμία «….», πλοιοκτήτρια, άλλως κυρία του υπό σημαία Λιβερίας πλοίου μεταφοράς χύδην φορτίου «D.», αυτή (η εκκαλούσα) ανέλαβε να παράσχει υπηρεσίες ασφαλείας στο ανωτέρω πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 28-7-2014 έως 12-8-2014, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο της αγωγής, και ότι αν και υπήρξε συνεπής ως προς τις εκ της ως άνω συμβάσεως υποχρεώσεις της, παρέχοντας τις ως άνω υπηρεσίες, συνολικής αξίας 23.600 δολ. ΗΠΑ, η ως άνω πλοιοκτήτρια, άλλως κυρία του ως άνω πλοίου της έχει καταβάλει μόνο το ποσό των 8.000 δολ. ΗΠΑ, με αποτέλεσμα να απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο ύψους (23.600 – 8.000 =) 15.600 δολ. ΗΠΑ. Ότι αν και εκδόθηκε το υπό στοιχείο 1.342.14.1151/12-8-2014 τιμολόγιο, το οποίο απεστάλη στην εταιρεία «…..», προκειμένου αυτή με τη σειρά της να το αποστείλει προς εξόφληση στην ως άνω πλοιοκτήτρια άλλως κυρία του ως άνω πλοίου, και ότι αυτή (μη πλοιοκτήτρια) αν και έχει αναγνωρίσει εγγράφως την ύπαρξη της ως άνω οφειλής της, ουδέν της έχει καταβάλει. Ότι δυνάμει της από 19-7-2014 συμβάσεως παροχής υπηρεσιών ασφάλειας την οποία (η εκκαλούσα) κατήρτισε, στην Αθήνα, με την εταιρεία με την επωνυμία «…….», πλοιοκτήτρια, άλλως κυρία του υπό σημαία Λιβερίας πλοίου μεταφοράς χύδην φορτίου «Χ.», (η εκκαλούσα) ανέλαβε να παράσχει υπηρεσίες ασφαλείας στο ανωτέρω πλοίο κατά το χρονικό διάστημα από 24-7-2014 έως 10-9-2014, όπως εξέθετε αναλυτικά στην αγωγή, και ότι αν και υπήρξε συνεπής ως προς τις εκ της ως άνω συμβάσεως υποχρεώσεις της, παρέχοντας υπηρεσίες συνολικής αξίας 44.700 δολ. ΗΠΑ, η ως άνω πλοιοκτήτρια, άλλως κυρία του ως άνω πλοίου της έχει καταβάλει μόνο το ποσό των 13.000 δολ. ΗΠΑ, με αποτέλεσμα να απομένει οφειλόμενο υπόλοιπο ύψους (44.700 – 13.000 =) 31.700 δολ. ΗΠΑ. Ότι ακολούθως εκδόθηκε το με στοιχεία ……./10-9-2014 τιμολόγιο, το οποίο απεστάλη στην εταιρεία «…», προκειμένου αυτή με τη σειρά της να το αποστείλει προς εξόφληση στην ως άνω πλοιοκτήτρια, άλλως κυρία του ως άνω πλοίου, η οποία μολονότι έχει αναγνωρίσει εγγράφως την ύπαρξη της ως άνω οφειλής της, ουδέν της έχει καταβάλει. Ότι για την καταβολή των ως άνω οφειλόμενων από τις ως άνω πλοιοκτήτριες, άλλως κυρίες των ως άνω πλοίων, ευθύνεται εκτός από τις τελευταίες και ο πρώτος εφεσίβλητος ως προς το ως άνω οφειλόμενο για τις προαναφερθείσες αιτίες από εκάστη εξ αυτών ποσό, ενώ ευθύνεται και με την εταιρεία με την επωνυμία «…..» («….»), ως προς το σύνολο του ως άνω οφειλόμενου για τις προαναφερθείσες αιτίες ποσού, ως ομόρρυθμος εταίρος των ανωτέρω εταιρειών, διότι παρόλο που αυτές τυπικά είναι αλλοδαπές ναυτικές εταιρείες, έχουν πραγματική έδρα στην Ελλάδα, όπου και δραστηριοποιούνται χωρίς, ωστόσο, να έχουν εγκαταστήσει γραφείο, με αποτέλεσμα να καταστούν εν τοις πράγμασι ομόρρυθμες εταιρείες λόγω μη τήρησης των νόμιμων διατυπώσεων σύστασής τους κατά το ελληνικό δίκαιο, αφού αυτός συγκεντρώνει στο πρόσωπο του τις ιδιότητες του ιδρυτή, διαχειριστή, εκπροσώπου και κυρίου μετόχου των ως άνω εταιρειών «…..», «…….», «….» και «…..» («…»), ασκώντας τη διοίκηση κατά κατάχρηση της νομικής τους προσωπικότητας με σκοπό την κάλυψη των δικών του επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και την μη εκπλήρωση των ατομικών του υποχρεώσεων έναντι των πιστωτών, συγχέοντας την εταιρική με την ατομική του περιουσία με αποτέλεσμα να συντρέχει στη συγκεκριμένη περίπτωση, περίπτωση κάμψης ή άρσης της αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητάς τους, καθώς και περίπτωση αντίστροφης άρσης αυτοτέλειας της νομικής προσωπικότητας της μη συμβαλλόμενης με την εκκαλούσα δεύτερης εφεσίβλητης ανώνυμης κτηματικής κατασκευαστικής εταιρίας που εδρεύει στην Αθήνα στον τόπο κατοικίας του πρώτου εφεσίβλητού και ότι ακολούθως αυτοί ευθύνονται εις ολόκληρον. Ακολούθως αιτήθηκε υποχρεωθούν οι εφεσίβλητοι ευθυνόμενοι εις ολόκληρον, να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των (68.300 + 15.600 + 31.700 =) 115.600 δολ. ΗΠΑ, άλλως το ισόποσο σε ευρώ των 115.600 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής, άλλως το ισόποσο σε ευρώ των 115.600 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο επαγωγής της ζημίας της, άλλως το ισόποσο σε ευρώ των 115.600 δολ. ΗΠΑ κατά το χρόνο συζήτησης της αγωγής, άλλως το ισόποσο σε ευρώ των 115.600 δολ. ΗΠA κατά το χρόνο εξόφλησης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα για να εκδικάσει την αγωγή λόγω της κατοικίας του πρώτου των εναγομένων και της έδρας της δεύτερης των εναγομένων, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7,8,9, 10, 12 παρ. 1, 13 και 14 παρ. 2, 22, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 του Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς, αλλά στη συνέχεια την απέρριψε ως νομικά αβάσιμη. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα η εκκαλούσα ενάγουσα για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και ζητεί την εξαφάνιση της προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή της.
Κατά τη διάταξη του άρθρ. 34 του ΑΚ, ικανότητα δικαίου είναι η ικανότητα του φυσικού προσώπου να έχει δικαιώματα και υποχρεώσεις. Όμως και ενώσεις προσώπων για την επιδίωξη ορισμένου σκοπού, καθώς επίσης και σύνολα περιουσίας για την εξυπηρέτηση ορισμένου σκοπού, μπορούν κατά τη διάταξη του άρθρ. 61 του ΑΚ να αποκτήσουν προσωπικότητα, αν τηρηθούν οι όροι που αναγράφει ο νόμος, δηλαδή να αποκτήσουν ικανότητα δικαίου, η οποία πάντως δεν εκτείνεται κατά τη διάταξη του άρθρ. 62 του ίδιου Κώδικα σε έννομες σχέσεις που προϋποθέτουν ιδιότητες φυσικού προσώπου. Επομένως νομική προσωπικότητα είναι η ικανότητα δικαίου, που απονέμεται από το νόμο σε οργανισμούς που επιδιώκουν ορισμένο σκοπό, οι οποίοι ανάγονται έτσι σε αυτοτελείς φορείς δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, δηλαδή σε νομικά πρόσωπα με χωριστή περιουσία απ` αυτή των μελών τους, που τους προσδίδει αυθύπαρκτη στο χώρο και συνεχή στο χρόνο οντότητα. Η νομική λοιπόν προσωπικότητα είναι δημιούργημα του δικαίου, με την οποία εξυπηρετούνται οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες, όπως προπάντων είναι ο περιορισμός της ευθύνης και των κινδύνων κατά την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητας με ανάλογη μείωση και του κόστους από τη συμμετοχή σ` αυτή. Η περιουσιακή αυτοτέλεια των νομικών προσώπων είναι συνεπώς το βασικότερο στοιχείο της ιδιοσυστασίας τους, που εκφράζεται και με τη διάταξη του άρθρ. 70 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία οι δικαιοπραξίες που επιχείρησε μέσα στα όρια της εξουσίας του το όργανο διοίκησης του νομικού προσώπου υποχρεώνουν το νομικό πρόσωπο. Απόρροια της ιδιαίτερης ικανότητας δικαίου των νομικών προσώπων είναι ακριβώς και η ιδιαίτερη ικανότητα ευθύνης τους, δηλαδή αποκλειστικής και χωριστής από την ευθύνη των μελών τους, που σημαίνει ότι υπέγγυα στους δανειστές του νομικού προσώπου είναι μόνον η δική του περιουσία και όχι και η περιουσία των μελών του, ενώ και αντιστρόφως η περιουσία του δεν είναι υπέγγυα στους ατομικούς δανειστές των μελών του. Ωστόσο ο απόλυτος αυτός διαχωρισμός δικαιολογείται όταν εξυπηρετεί τους σκοπούς της χωριστής νομικής προσωπικότητας, διαφορετικά δεν είναι ανεκτός από το δίκαιο και κάμπτεται, είτε ευθέως με βάση σχετική διάταξη του νόμου, όπως λ.χ. είναι η διάταξη του άρθρ. 83 §2 του κ.ν. 2190/1920, είτε κατά την καλή πίστη, όπως αυτή αποτυπώνεται στα άρθρ. 281, 288 και 200 του ΑΚ, δηλαδή όταν γίνεται κατάχρηση της αυτοτελούς ύπαρξης του νομικού προσώπου, οπότε καταφάσκεται η άρση της περιουσιακής αυτοτέλειάς του. Ειδικότερα η εταιρεία ως σύνολο έννομων σχέσεων και καταστάσεων, που διέπονται από ορισμένο πλέγμα κανόνων δικαίου με τη μορφή αυτοτελούς ενότητας, οφείλει να υπηρετεί κοινωνικό κυρίως σκοπό στο πλαίσιο και των συνταγματικών διατάξεων των άρθρ. 5§1 και 12§§ 1, 3. Η χρησιμοποίηση έτσι της εταιρείας για την εξυπηρέτηση σκοπών αποδοκιμαζόμενων από την έννομη τάξη συνιστά απαγορευμένη από το νόμο κατάχρηση του θεσμού της εταιρείας. Η καταχρηστική συμπεριφορά, που εκδηλώνεται ως κατάχρηση θεσμού, δεν ρυθμίζεται ειδικά στο νόμο. Πρέπει όμως να υπαχθεί και αυτή στη διάταξη του άρθρ. 281 ΑΚ και οι συνέπειές της να αντιμετωπισθούν σε αναλογία με τις συνέπειες της κατάχρησης δικαιώματος. Κατά την έννοια αυτή δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά μόνη η συγκέντρωση των περισσότερων ή και όλων των μετοχών ανώνυμης εταιρείας ή των μεριδίων εταιρείας περιορισμένης ευθύνης σε ένα μόνον πρόσωπο, ακόμη και αν αυτό είναι ο διευθύνων σύμβουλος ή ο διαχειριστής της εταιρείας και την ελέγχει έτσι τυπικά και ουσιαστικά (ΟλΑΠ 5/1996), αφού αναγνωρίζεται από το δίκαιο η μονοπρόσωπη κεφαλαιουχική εταιρεία (ανώνυμη, ναυτική ή Ε.Π.Ε., βλ. άρθρ. 1§3 κ.ν. 2190/1920, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 3 του ν. 3604/2007, 41§2 ν. 959/1979, 43α ν. 3190/1955, που προστέθηκε με το άρθρ. 2 του π.δ. 279/1993), η οποία και διατηρεί την οικονομική αυτοτέλεια του νομικού προσώπου της έναντι του φυσικού προσώπου, στο οποίο ανήκουν οι μετοχές ή τα μερίδιά της. Δεν συνιστά επίσης καταχρηστική συμπεριφορά η επιλογή μιας κεφαλαιουχικής εταιρείας για την άσκηση μέσω αυτής επιχειρηματικής δραστηριότητας από έναν οι περισσότερους επιχειρηματίες με σκοπό η εταιρεία να λειτουργήσει ως μηχανισμός απορρόφησης των τυχόν δυσμενών συνεπειών της επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, αφού το σκοπό ακριβώς αυτό προορίσθηκε να εξυπηρετεί η κεφαλαιουχική εταιρεία. Συνεπώς δεν λειτουργούν αθέμιτα οι διάφοροι επιχειρηματίες που επιλέγουν κάποιον από τους προαναφερόμενους τύπους της κεφαλαιουχικής εταιρείας για να θωρακίσουν με τα πλεονεκτήματα, που αυτός προσφέρει, την επιχειρηματική δραστηριότητά τους, γι` αυτό και δεν δικαιολογείται η ταύτισή τους με την εταιρεία και η μεταφορά έτσι στους ίδιους της ευθύνης που βαρύνει το νομικό πρόσωπο της εταιρείας. Περαιτέρω δεν συνιστά καταχρηστική συμπεριφορά κατά την παραπάνω έννοια ούτε η ταύτιση των συμφερόντων της εταιρείας με αυτά του βασικού μετόχου ή εταίρου της ή η συστηματική απ` αυτούς παροχή εγγυήσεων υπέρ της εταιρείας, ούτε η εμφάνισή τους ως των ουσιαστικών φορέων της ασκούμενης από την εταιρεία επιχείρησης, αφού η εταιρεία εξυπηρετεί σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα των προσώπων αυτών, τα οποία με την παροχή από μέρους τους εγγυήσεων για λογαριασμό της εταιρείας διασφαλίζουν αντίστοιχα και τα δικά τους συμφέροντα κατά θεμιτό ασφαλώς τρόπο, ενώ αλληλένδετη με την ιδιότητα του βασικού μετόχου ή εταίρου είναι η εμφάνιση των προσώπων αυτών ως των ουσιαστικών φορέων της επιχειρηματικής εταιρικής δράσης. Σε όλες λοιπόν τις περιπτώσεις αυτές, που δεν διαπιστώνεται κατάχρηση κατά τη λειτουργία του εταιρικού θεσμού, διατηρείται αναλλοίωτη και η αυτοτέλεια της εταιρείας ως νομικού προσώπου. Όμως η αρχή αυτή της οικονομικής αυτοτέλειας και ευθύνης του νομικού προσώπου της εταιρείας έναντι των μετόχων ή των εταίρων της υποχωρεί όταν η επίκληση της διαφορετικής προσωπικότητάς της χρησιμεύει για να νομιμοποιηθεί αποτέλεσμα αντίθετο προς τους κανόνες της καλής πίστης, δηλαδή όταν οι πράξεις της εταιρείας είναι στην πραγματικότητα πράξεις του κυρίαρχου μετόχου ή εταίρου της που σκόπιμα παραλλάσσονται ή αντιστρόφως όταν οι πράξεις του φυσικού προσώπου συνέχονται με την εταιρεία από την οποία αθέμιτα επιχειρείται να αποκοπούν. Η μορφή αυτή κατάχρησης του θεσμού της εταιρείας εκδηλώνεται κυρίως στις περιπτώσεις που ο κυρίαρχος μέτοχος ή εταίρος χρησιμοποιεί τη νομική προσωπικότητα της εταιρείας για να καταστρατηγήσει το νόμο (λ.χ. να παρακάμψει απαγόρευση που τον δεσμεύει ως φυσικό πρόσωπο) ή για να προκαλέσει με δόλο ζημία σε τρίτο (οπότε θα ανακύπτει και αδικοπρακτική ευθύνη του) ή για να αποφευχθεί η εκπλήρωση είτε εταιρικών είτε ατομικών υποχρεώσεών του, που δημιουργήθηκαν καθ` υπέρβαση των πραγματικών εταιρικών ή ατομικών του δυνατοτήτων του, κριτήρια δε ενδεικτικά μιας τέτοιας κατάχρησης είναι προπάντων η ανεπαρκής χρηματοδότηση της εταιρείας και η σύγχυση της εταιρικής με την ατομική περιουσία του, αφού εξ αιτίας μεν της ελλιπούς χρηματοδότησης ο επιχειρηματίας μεταφέρει αθέμιτα στους δανειστές της εταιρείας τους κινδύνους από τη δική του στην ουσία επιχειρηματική δραστηριότητα, ενώ αθέμιτα και στην περίπτωση της σύγχυσης των περιουσιών χρησιμοποιεί την εταιρική περιουσία για τις δικές του δραστηριότητες ή αντιστρόφως επωφελείται η εταιρεία σε βάρος των ατομικών του δανειστών. Ασφαλώς καταχρηστική είναι και η συμπεριφορά του βασικού μετόχου ή εταίρου που συναλλάσσεται με παρένθετο πρόσωπο την εταιρεία, όταν η εταιρεία δεν έχει εταιρική οργάνωση ή δεν έχει αναπτύξει επιχειρηματική δράση και είναι αυτός στην ουσία που συναλλάσσεται υπό την εταιρική επωνυμία για δικό του όφελος. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις ως κύρωση επιβαλλόμενη προς αποφυγή της κατάχρησης προσήκει η άρση ή η κάμψη της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας ή κατ` άλλη έκφραση η διείσδυση στο υπόστρωμά της και η επέκταση από την εταιρεία στους μετόχους ή εταίρους των συνεπειών που την αφορούν ή αντιστρόφως η επέκταση των αντίστοιχων συνεπειών από τους μετόχους ή εταίρους στην εταιρεία, ιδιαίτερα όταν οι τρίτοι, που συμβλήθηκαν με την εταιρεία ή το βασικό μέτοχο ή εταίρο της, οδηγήθηκαν στη συγκεκριμένη συναλλαγή εξαιτίας της εμφανιζόμενης σ` αυτούς παραλλαγμένης κατάστασης. Σε κάθε πάντως περίπτωση η άρση της αυτοτέλειας του νομικού προσώπου είναι προσωρινή και περιορισμένη, δηλαδή δεν καταλύεται η ίδια η νομική προσωπικότητα της εταιρείας, αλλά παραμερίζεται μόνο για τη συγκεκριμένη συναλλαγή η περιουσιακή αυτοτέλειά της, με την έννοια ότι η εταιρεία ή αναλόγως ο βασικός μέτοχος ή εταίρος της παραμένουν οφειλέτες, που ευθύνονται πλέον από κοινού και εις ολόκληρο (άρθρ. 481 ΑΚ) για τις ζημιογόνες συνέπειες (άρθρ. 926 ΑΚ) της συναλλαγής τους, δηλαδή δημιουργείται ένας πρόσθετος οφειλέτης, στον οποίο επεκτείνονται (διαχέονται) οι συνέπειες αυτές με κατεύθυνση είτε από την εταιρεία προς το βασικό μέτοχο ή εταίρο είτε με αντίστροφη κατεύθυνση. Με διαφορετική άλλωστε εκδοχή, δηλαδή αν αποκλεισθεί η ευθύνη της εταιρείας ή αναλόγως του βασικού μετόχου ή εταίρου της και γίνει δεκτή η ευθύνη του ενός μόνον απ` αυτούς, θα υφίσταται το νομικό παράδοξο να διατηρείται μεν για την εταιρεία ή το βασικό μέτοχο ή εταίρο ο ενοχικός δεσμός από τη συναλλαγή τους, να μην αναδύονται όμως γι` αυτούς έννομες συνέπειες και μάλιστα στην περίπτωση αυτή θα μπορούν να επικαλεσθούν τη μεταφορά (μετακύλιση) των συνεπειών από την εταιρεία στο βασικό μέτοχο ή εταίρο της ή αντιστρόφως από το μέτοχο αυτό ή εταίρο στην εταιρεία και τον αποκλεισμό έτσι της ευθύνης του άλλου, όχι μόνον οι αντισυμβαλλόμενοι, αλλά και τρίτα πρόσωπα ως προς τη συγκεκριμένη συναλλαγή, μολονότι η κάμψη της νομικής προσωπικότητας δεν προϋποθέτει διαπλαστική δήλωση του ενδιαφερομένου, αλλά ως έννομη κατάσταση, που συνεπάγεται αντίστοιχες έννομες συνέπειες, προκύπτει αυτοδικαίως, εφόσον υπάρξει κατάχρηση της νομικής προσωπικότητας της εταιρείας. Στο πλαίσιο ακριβώς αυτό εντάσσεται και αξιολογείται και η συνηθισμένη στη ναυτιλία επιχειρηματική δραστηριότητα, κατά την οποία ο επιχειρηματίας, που δεν επιθυμεί να διακινδυνεύσει απεριόριστα κεφάλαια, συνιστά μία ή περισσότερες εταιρείες στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό της Χώρας, οι οποίες αγοράζουν ένα ή περισσότερα πλοία και τα εκμεταλλεύονται για δικό τους λογαριασμό, είτε απευθείας οι ίδιες είτε με ανάθεση της διαχείρισής τους σε άλλη εταιρεία, η οποία προϋπάρχει ή ιδρύεται για το σκοπό αυτό και ενεργεί για λογαριασμό τους. Κατ` αυτό τον τρόπο τον έλεγχο της πλοιοκτήτριας, αλλά συνήθως και της διαχειρίστριας εταιρείας, διατηρεί ο επιχειρηματίας, που συμμετέχει κατά κανόνα και στη διοίκησή τους και ως κύριος μέτοχος κερδοσκοπεί έμμεσα με την απόληψη των κερδών της πλοιοκτήτριας εταιρείας. Η επιχειρηματική αυτή δραστηριότητα δεν προσδίδει από μόνη της την ιδιότητα και τις έννομες συνέπειες του εφοπλιστή στον επιχειρηματία, αφού λείπει από αυτόν η βούληση της εκμετάλλευσης του πλοίου για λογαριασμό του. Αντίθετα ο επιχειρηματίας θα είναι και εφοπλιστής κατά την έννοια του άρθρ. 105 του ΚΙΝΔ, αν αποδειχθεί ότι οι παραπάνω εταιρείες είναι εικονικές ή δραστηριοποιούνται κυρίως για λογαριασμό του και ότι αυτός ασκεί συνεπώς στην πραγματικότητα για τον εαυτό του την εκμετάλλευση του πλοίου και τη ναυτιλιακή επιχείρηση, οπότε εκτός από την απολαβή των κερδών πρέπει να επωμίζεται ο ίδιος και τον οικονομικό κίνδυνο από την εκμετάλλευσή του (βλ. ΟλΑΠ 2/2003 ΝοΒ 2013 363, ΑΠ 149/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 473/2011 ΔΕΕ 2012 661, ΕφΠειρ 567/2008 ΔΕΕ 2010 792).
Στη συγκεκριμένη περίπτωση για να μπορεί να ελέγξει το δικαστήριο για την ουσιαστική βασιμότητα των εκτιθέμενων από την ενάγουσα ήδη εκκαλούσα στην αγωγή της πραγματικών περιστατικών θα έπρεπε η αγωγή να έχει στραφεί και κατά των νομικών προσώπων που η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι δεν έχουν συσταθεί νόμιμα στην Ελλάδα με αποτέλεσμα ο νόμιμος εκπρόσωπος τους να έχει την ευθύνη του ομορρύθμου εταίρου δηλαδή κατά των εταιριών ………. έτσι ώστε να δύνανται αυτές να αµυνθούν µε ανταπόδειξη ή ενστάσεις κατά των θεµελιωµένων επί των αγωγικών αξιώσεων της εκκαλούσας και εφόσον καταγνωσθεί η ευθύνη τους και αναγνωρισθεί η κατάστασή τους ως εν τoις πράγµασι οµόρρυθµων εταίρων ή αποδειχθεί ότι συντρέχει περίπτωση άρσης της αυτοτέλειας, να δύναται να επεκταθεί η ως άνω ευθύνη στον πρώτο εφεσίβλητο, αλλά και ως προς τη δεύτερη εφεσίβλητη, η οποία τυχόν αν δεν έχει δραστηριότητα και έχει ιδρυθεί για καταστρατήγηση της νομοθεσίας περί ανωνύμων εταιρίων. Και τούτο διότι αν και στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν πρόκειται περί υποχρεωτικής κοινής εναγωγής όπως όταν πρόκειται περί αναγκαστικής ομοδικίας, καθώς οι εφεσίβλητοι θα ομοδικούσαν απλώς με τις προαναφερόμενες αλλοδαπές εταιρίες, πλην όμως για να αναγνωριστούν ως εν τοις πράγµατι οµόρρυθµες εταιρείες ή να αναγνωρισθεί ότι συντρέχουν για αυτές οι προϋποθέσεις της άρσης του νοµικού τους πέπλου θα πρέπει να προηγηθεί διαγνωστική δίκη, στην οποία οι προαναφερόμενες αλλοδαπές εταιρίες ως εναγόµενες να µπορούν να προβάλλουν την άµυνά τους, τα δε ζητήματα αυτά δεν μπορούν να χαρακτηριστούν παρεμπίπτοντα, καθώς, αν γινόταν δεκτό το αντίθετο υπήρχε ο κίνδυνος αφενός να επεκταθεί το δεδικασµένο της εκδοθησομενης απόφασης σε µη διαδίκους, περαιτέρω δε να εκδοθούν αντιφατικές αποφάσεις στη περίπτωση που οι ως άνω εταιρείες κατέθεταν αρνητική αναγνωριστική αγωγή. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθώς ερμήνευσε τα νόμο τα όσα δε περί του αντιθέτου ισχυρίζεται η εκκαλούσα με το μοναδικό λόγο έφεσης της είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν. Ακολούθως των ανωτέρω και εφόσον δεν υφίσταται άλλος λόγος προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου που καταβλήθηκε από την εκκαλούσα κατά την άσκηση της εφέσεως της στο δημόσιο ταμείο αφού το ένδικο μέσο απορρίπτεται (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ) και τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ηττηθείσας εκκαλούσας στην παρούσα έκκλητη δίκη, (αρθ.176,183 Κ.Πολ.Δ.) κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 24.4.2018 και με αριθμό ../2018 έκθεσης κατάθεσης έφεση κατά της με αριθμό 5487/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, επί της με αριθμό …/2016 αγωγής,
Δέχεται τυπικά και απορρίπτει αυτή κατ΄ουσίαν
Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει συνολικά σε εξακόσια πενήντα (650) ευρώ.
Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του ηλεκτρονικού παραβόλου με αριθμό με αριθμό ……, ποσού 100 ευρώ που καταβλήθηκε από την εκκαλούσα κατά την άσκηση της εφέσεως της
Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 15 Μαρτίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ