Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 142/2019

ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός αποφάσεως 142 /2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟΝ ΠΕΙΡΑΙΩΣ 

Αποτελούμενον από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών, Παναγιώτη Χουζούρη, Εφέτη – Εισηγητή, Μαρία Ανδρεοπούλου, Εφέτη και από την Γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Α) Η κρινομένη έφεση (υπ’ αριθ. καταθ. ….. /17-4-2014) του ερήμην πρωτοδίκως δικασθέντος εναγομένου κατά της υπ’ αριθ. 5182 /2013 αποφάσεως τακτικής διαδικασίας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρα 495§1, 511, 513§1περ.β, 518§2 και 520§1 ΚΠολΔ). Έχει μάλιστα καταβληθεί το εκ του άρθρου 495§4εδ.α΄ ΚΠολΔ (όπως ίσχυε προ της αντικαταστάσεως αυτού διά του άρθρου 1 Ν. 4335 /2015) προβλεπόμενο παράβολο εφέσεως (βλ. υπ’ αριθ. …….. παράβολα Ελληνικού Δημοσίου και υπ’ αριθ. ……. παράβολα ΤΑΧΔΙΚ). Ωσαύτως και οι υπ’ αριθ. καταθ. ….. /7-8-2015 πρόσθετοι λόγοι εφέσεως έχουν ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως (άρθρο 520§2 ΚΠολΔ). Κρίνεται επομένως, η έφεση τυπικώς δεκτή και πρέπει, κατ’ άρθρον 528§1 ΚΠολΔ (όπως αντικατεστάθη διά του άρθρου 44§2 Ν. 3994 /2011), να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και να επιστραφεί το καταβληθέν παράβολο εφέσεως (άρθρο 495§4εδ.ε΄ ΚΠολΔ).

Β) Η έκδοση ακαλύπτου τραπεζικής επιταγής, ήτοι η οποία κατά την εμπρόθεσμη εμφάνιση στην πληρώτρια τράπεζα δεν επληρώθη ελλείψει αντιστοίχων κεφαλαίων του εκδότου, αποτελεί, κατά το άρθρο 79 Ν. 5960 /1933, αξιόποινη πράξη (πλημμέλημα), όταν ο εκδότης ενήργησε εκ δόλου, ο οποίος, κατά το άρθρο 27§1 ΠΚ, δύναται να είναι και ενδεχόμενος, αφού μετά την αντικατάσταση του αρχικού άρθρου 79 Ν. 5960 /1933 διά του άρθρου 1 ΝΔ 1325 /1972 δεν αποτελεί πλέον στοιχείο της ποινικής υποστάσεως του οικείου εγκλήματος η έκδοση της τραπεζικής επιταγής «εν γνώσει» της μη υπάρξεως διαθεσίμων κεφαλαίων κατά τον χρόνο εκδόσεως και κατά τον χρόνον πληρωμής. Ούτως δολίως ενεργεί ο εκδότης ακαλύπτου τραπεζικής επιταγής ουχί μόνον όταν γνωρίζει ότι δεν έχει κατά την έκδοση ή δεν πρόκειται να έχει κατά την εμφάνιση αυτής προς πληρωμή αντίστοιχα διαθέσιμα κεφάλαια αλλά και όταν γνωρίζει ότι ο λογαριασμός καλύψεως ενδέχεται να είναι άνευ διαθεσίμων κεφαλαίων κατά τους ως άνω χρόνους και εν τούτοις αποδέχεται τούτο το ενδεχόμενο. Το άρθρο 79 Ν. 5960 /1933 έχει θεσπισθεί διά την προστασία τόσο του δημοσίου όσο και του ιδιωτικού συμφέροντος του δικαιούχου της τραπεζικής επιταγής και μάλιστα μετά την  τροποποίηση και συμπλήρωση του ως άνω άρθρου διά του άρθρου 4§1 Ν. 2408 /1996 το τελευταίο είναι το κατ’ εξοχήν προστατευόμενο έννομο συμφέρον (βλ. ΑΠ 1069 /2017, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 708037). Εξ άλλου από τα άρθρα 297, 298, 914 ΑΚ, 40 έως 48 και 79§1 Ν. 5960 /1933 συνάγεται ότι δικαιούχος της αποζημιώσεως εκ της αδικοπραξίας της εκδόσεως ακαλύπτου επιταγής τυγχάνει ο τελευταίος κομιστής της τραπεζικής επιταγής, όπως επίσης και ο εξ αναγωγής κομιστής, δηλαδή ο προηγούμενος οπισθογράφος, ο οποίος μετά την εμφάνιση και μη πληρωμή της επιταγής από τον τελευταίον κομιστή επλήρωσε και ανέλαβε αυτήν, διότι μόνον οι συγκεκριμένοι κομιστές είναι αμέσως ζημιωθέντες από την μη πληρωμή της επιταγής. Διά δέ την, κατ’ άρθρον 216§1 ΚΠολΔ, πληρότητα του αγωγικού δικογράφου και συνακολούθως διά το ορισμένον της αγωγής, βάσει της οποίας επιδιώκεται αποζημίωση κατά της περί αδικοπραξιών διατάξεις ένεκα ακαλύπτου τραπεζικής επιταγής, πρέπει διά του αγωγικού δικογράφου να διαλαμβάνονται: α) η έκδοση της τραπεζικής επιταγής υπό του εναγομένου εν γνώσει της μη υπάρξεως διαθεσίμων κεφαλαίων εις την πληρώτρια τράπεζα κατά τον χρόνον εκδόσεως ή πληρωμής της τραπεζικής επιταγής, β) η ύπαρξη ζημίας, γ) ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παρανόμου και υπαιτίου συμπεριφοράς του εκδότου και της επελθουσης ζημίας και δ) η εμπρόθεσμη εμφάνιση της τραπεζικής επιταγής προς πληρωμή (βλ. ΑΠ 362 /2014, ΤΝΔΣΑ). Ως προς τα στοιχεία της ενεργητικής νομιμοποιήσεως του ενάγοντος πρέπει να διαλαμβάνεται ότι αυτός τυγχάνει τελευταίος κομιστής της τραπεζικής επιταγής ή ότι είναι κομιστής εξ αναγωγής, δηλαδή προηγούμενος οπισθογράφος, ο οποίος μετά την εμφάνιση και μη πληρωμή της επιταγής επλήρωσε και ανέλαβε αυτήν, διότι μόνον οι συγκεκριμένοι κομιστές είναι αμέσως ζημιωθέντες από την μη πληρωμή της επιταγής. Επομένως, εάν, κατά την ιστορική βάση της αγωγής, η νομιμοποίηση του ενάγοντος στηρίζεται επί της ιδιότητος αυτού ως τελευταίου κομιστού της τραπεζικής επιταγής, δεν δύναται κατ’ έφεσιν να μεταβληθούν τα ιστορικά στοιχεία της νομιμοποιήσεώς του διά του ισχυρισμού ότι ούτος τυγχάνει εξ αναγωγής κομιστής της τραπεζικής επιταγής ούτε το δικαστήριο δύναται να δεχθεί την αγωγή και να επιδικάσει αποζημίωση βάσει της τυχόν εκ των υστέρων αποδειχθείσης ιδιότητος του ενάγοντος ως εξ αναγωγής κομιστού (βλ. ΑΠ 1398 /2010, ΤΝΠΔΣΑ). Η αδικοπραξία εκ της εκδόσεως τραπεζικής επιταγής υποχρεώνει κατ’ αρχήν σε αποζημίωση ισόποση προς το χρηματικό ποσό αυτής αλλά και σε εύλογη ικανοποίηση της ηθικής βλάβης του εμφανίσαντος αυτήν προς πληρωμήν τελευταίου κομιστού ή εξ αναγωγής οπισθογράφου (βλ. ΑΠ 1051 /2012, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 622736). Εξ άλλου, κατά το άρθρο 23 Ν. 5960 /1933 η οπισθογράφηση δύναται να περιέχει την ρήτρα «αξία εις κάλυψιν» ή «προς είσπραξιν» ή πάσα άλλη μνεία, η οποία ενέχει απλή εντολή. Η τοιαύτη οπισθογράφηση, μορφή της οποίας είναι και η κεκαλυμμένη λόγω πληρεξουσιότητος οπισθογράφηση, δεν επάγεται μετάσταση της κυριότητος του αξιογραφικού τίτλου και του εις αυτόν ενσωματωμένου και εξ αυτού απορρέοντος δικαιώματος αλλά ο λόγω πληρεξουσιότητος κομιστής ασκεί τα εκ της τραπεζικής επιταγής δικαιώματα ουχί ιδίω ονόματι αλλά πάντοτε ως αντιπρόσωπος του εντολέως. Βεβαίως διά την «λόγω πληρεξουσιότητος» οπισθογράφηση απαιτείται εκ της τυπικής μορφής αυτής να σημειούται μία εκ των ως άνω φράσεων επί του αξιογραφικού τίτλου. Εξ αυτού, όμως, ουδόλως αποκλείεται η κεκαλυμμένη οπισθογράφηση, η οποία συντελείται βάσει ιδιαιτέρας και άνευ χρήσεως τύπου συμφωνίας  μεταξύ οπισθογράφου και κομιστού, οπότε ο οπισθογράφος δύναται να αποδείξει αυτήν και να ασκήσει τα εκ της τραπεζικής επιταγής δικαιώματα, τα οποία δεν απώλεσε εξ αιτίας της οπισθογραφήσεως λόγω πληρεξουσιότητος. Ούτως ενεργητικώς νομιμοποιούμενος προς άσκησιν των εκ της τραπεζικής επιταγής απορρεόντων δικαιωμάτων (όπως και υποβολής εγκλήσεως) τυγχάνει ο λόγω πληρεξουσιότητος οπισθογράφος της τραπεζικής επιταγής, δίχως να απαιτείται προς τούτο ανάληψη του αξιογράφου υπό του λόγω πληρεξουσιότητος οπισθογραφήσαντος (ως εξ αναγωγής υποχρέου) και πληρωμή τούτου προς τον εμφανίσαντα προς πληρωμήν την τραπεζική επιταγή κομιστή, αφού ο τελευταίος ενεφάνισε την τραπεζική επιταγή προς πληρωμή επ’ ονόματι του οπισθογραφήσαντος λόγω πληρεξουσιότητος (βλ. ΑΠ 1844 /2014, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 2011 /2009, ΤΝΠΔΣΑ και ΑΠ 451 /2008, ΤΝΠΔΣΑ). Πρέπει, εξ άλλου, να επισημανθεί ότι η εκ του άρθρου 914 ΑΚ και 79§1 Ν. 5960 /1933 αξίωση εξ αδικοπραξίας λόγω εκδόσεως ακαλύπτου επιταγής συρρέει προς την εκ της συμβάσεως επιταγής αξίωση των άρθρων 40 έως 47 Ν. 5960 /1933 και απόκειται στον δικαιούχο να ασκήσει όποια προκρίνει, πλήν, όμως, η ικανοποίηση της μιάς εξ αυτών επιφέρει απόσβεση και της άλλης (βλ. ΑΠ 362 /2014, ο.π. και ΑΠ 1804 /2012, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 600549). Συνακολούθως, λαμβανομένου επιπροσθέτως υπ’ όψιν ότι η εκ των άρθρων 914 ΑΚ και 79 Ν. 5960 /1933 αξίωση και η αξίωση εκ του άρθρου 40 Ν. 5960 /1933 έχουν διαφορετική ιστορική και νομική αιτία και διαφορετικό αντικείμενο, ούτως ώστε εκάστη αξίωση να υπόκειται σε αυτοτελή παραγραφή (πενταετή, κατ’ άρθρον 937 ΑΚ, η εξ αδικοπραξίας αξίωση και εξάμηνη, κατ’ άρθρον 52 Ν. 5960 /1933, η εκ του αξιογράφου της τραπεζικής επιταγής αξίωση), ο δικαιούμενος εις την άσκησιν της αγωγής εξ αδικοπραξίας έχει έννομο συμφέρον και νομιμοποιείται προς άσκησιν αυτής, ακόμη και καθ’ ήν περίπτωση έχει επιτύχει την έκδοση διαταγής πληρωμής διά την εκ της συμβάσεως της τραπεζικής επιταγής αξίωση, αφού η ικανοποίηση της μιάς επιφέρει, κατά τα προαναφερθέντα, απόσβεση της άλλης αξιώσεως μόνον καθ’ ό μέρος συμπίπτουν και επιπλέον διά της αξιώσεως εξ αδικοπραξίας δύναται να επιδιώξει και επιτύχει την προσωπική κράτηση του υποχρέου, μη αρκούσης μόνης της εκδόσεως διαταγής πληρωμής διά την επιστήριξη αυτοτελούς αιτήματος περί απαγγελίας προσωπικής κρατήσεως ερειδομένης εις την αδικοπραξία (βλ. ΑΠ 1664 /2005, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 379914, ΕφΘεσσ 1284 /2014, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 686536, ΕφΛαρ 447 /2013, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 687055, ΕφΑθ 6131 /2005, ΒΔΝΟΜΟΣ: 421088, ΕφΑθ 589 /2004, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 367618, ΕφΘεσσ 6 /2003, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 330610, ΕφΠατρ 164 /2002, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 333271, ΕφΠειρ 93 /1995, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 86645, ΕφΑθ 10303 /1991, ΕλλΔνη 34: 1384 και Ιωάννου Μπρίνια, «Αναγκαστική Εκτέλεσιν», τόμον Α΄, §12, σελ. 55 και σελ. 2460). Εξ ετέρου από τα άρθρα 321, 322, 324, 325 και 330 ΚΠολΔ συνάγεται ότι η τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο, ένεκα του οποίου δεν επιτρέπεται να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το κριθέν δικαίωμα και η δικαιολογητική σχέση παραγωγής τούτου. Η τοιαύτη απαγόρευση ενεργεί τόσον θετικώς (υπό την έννοιαν ότι το δικαστήριον, ενώπιον του οποίου εξ αφορμής μεταγενεστέρας δίκης ανακύπτει είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα το διά της τελεσιδίκου αποφάσεως κριθέν δικαίωμα, οφείλει να θέσει ως βάση της αποφάσεώς του και δή ως αμάχητη αλήθεια το εκ της προηγηθείσης δίκης απορρέον δεδικασμένο) όσον και αρνητικώς (υπό την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέας αγωγής διά το αυτό δικαίωμα, ως προς την ύπαρξη ή μη ύπαρξη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο). Το δεδικασμένο εκτείνεται εις το ουσιαστικό ζήτημα διά έννομη σχέση προβληθείσα μέσω αγωγής, ανταγωγής, κυρίας παρεμβάσεως ή ενστάσεως (εννοουμένης ως εννόμου σχέσεως του συνόλου των τελεσιδίκως διαγνωσθεισών εννόμων συνεπειών και ουχί των πραγματικών περιστατικών γεννήσεως τούτων). Μάλιστα το δεδικασμένο εκτείνεται τόσο στις προταθείσες ενστάσεις όσον και σε όσες δεν επροτάθησαν αλλά ηδύναντο να προταθούν. Από τις μη προταθείσες ενστάσεις εξαιρούνται όσες στηρίζονται επί αυτοτελούς δικαιώματος, το οποίο δύναται να ασκηθεί διά κυρίας αγωγής. Ούτως από τις μη προταθείσες ενστάσεις καλύπτονται υπό του δεδικασμένου: α΄) οι ενστάσεις δικονομικού δικαίου, β΄) οι καταχρηστικές ενστάσεις, ήτοι οι στηριζόμενες επί απλών πραγματικών περιστατικών και γ΄) οι γνήσιες αυτοτελείς ή αυθύπαρκτες ενστάσεις, ήτοι όσες (όπως και οι καταχρηστικές ενστάσεις) στηρίζονται επί απλού πραγματικού γεγονότος αλλά περαιτέρω στηρίζουν διαπλαστικό δικαίωμα του εναγομένου, ώστε να αποτελούν παραλλήλως και ενστάσεις υπό ουσιαστική έννοια. Άπασες οι ως άνω μη προταθείσες ενστάσεις καλύπτονται υπό του δεδικασμένου, ανεξαρτήτως εάν αφορούν εις τις διαδικαστικές προϋποθέσεις ή εις την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής. Η μη προταθείσα ένσταση καλύπτεται από το δεδικασμένο, εφ’ όσον ήταν δυνατόν να προταθεί κατά την διάρκεια προηγουμένης δίκης, ήτοι εφ’ όσον έκτοτε υπήρχαν άπαντα τα διά την θεμελίωσιν αυτής απαιτούμενα γεγονότα, έστω και εάν ο διάδικος αγνοούσε αυτά υπαιτίως ή ανυπαιτίως (βλ. ΑΠ 243 /2018, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 730494). Επίσης καλύπτονται υπό του δεδικασμένου κατά την αυτήν έκταση οι ενστάσεις επί του προδικαστικού ζητήματος ανεξαρτήτως εάν το προδικαστικό ζήτημα αφορά εις τις διαδικαστικές προϋποθέσεις ή εις το επίδικο δικαίωμα (κύριο ζήτημα) κα αδιαφόρως εάν η ένσταση ανάγεται εις την ύπαρξη της προδικαστικής εννόμου σχέσεως ή την έκταση της ευθύνης από αυτήν (βλ. ΑΠ 1397 /2012, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 591210). Εις την κατηγορία των καταχρηστικών ενστάσεων, οι οποίες, εάν δεν επροτάθησαν, καλύπτονται υπό του δεδικασμένου, ανήκει και η καταχρηστική διακωλυτική ένσταση περί εικονικότητος μέρους ή όλης της δικαιοπραξίας, η οποία εκρίθη ως έγκυρη διά του καταχθέντος εις την τελεσίδικη δίκη δικαιώματος (βλ. ΑΠ 563 /2017, ΤΝΠΔΣΑ και ΕφΛαρ 441 /2006, ΤΝΠΔΣΑ). Ειδικώτερον, κατά της διαταγής πληρωμής της ερειδομένης επί τραπεζικής επιταγής δύνανται οι οφειλέτες εκδότης ή προηγούμενος οπισθογράφος να προβάλουν αντιστοίχως εναντίον του λήπτου ή του αμέσως μετ’ αυτού συνδεομένου κομιστού (κατά οιουδήποτε περαιτέρω κομιστού υπό τις προϋποθέσεις του άρθρου 22 Ν. 5960 /1933) ισχυρισμό αρρυόμενο εκ της υποκειμένης εσωτερικής σχέσεως, όπως του αντιστοίχου περί εικονικότητος της εκδόσεως της τραπεζικής επιταγής (βλ. ΑΠ 1 /2017, ΤΝΠΔΣΑ, ΑΠ 1051 /2012, ο.π., ΑΠ 123 /2008, ΤΝΠΔΣΑ, ΕφΠατρ 276 /2008, ΤΝΠΔΣΑ, ΕφΑθ 6989 /1994, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 120260, ΕφΠειρ 258 /1994, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 85737, ΕφΛαρ 199 /2013, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 681027 και ΕφΑθ 2638 /1978, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 162226). Από δέ τα άρθρα 631, 632§1 και 633§2ΚΠολΔ συνάγεται ότι εάν η διαταγή πληρωμής έχει επιδοθεί δίς προς τον οφειλέτη και παρέλθουν άπρακτες αρχικώς η προθεσμία των δέκα πέντε εργασίμων ημερών από της πρώτης επιδόσεως και εν συνεχεία η προθεσμία των δέκα εργασίμων ημερών από της δευτέρας επιδόσεως άνευ ασκήσεως ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, η διαταγή πληρωμής αποκτά ισχύν δεδικασμένου και ο οφειλέτης δεν δύναται πλέον να αμφισβητήσει την ύπαρξη της επί της διαταγής πληρωμής ερειδομένης απαιτήσεως, παρά μόνον εάν προτείνει ενστάσεις μη καλυπτόμενες εκ του δεδικασμένου (βλ. ΑΠ 1214 /2015, ΤΝΠΔΣΑ). Το δεδικασμένο, βάσει του οποίου δεν επιτρέπεται να αμφισβητηθούν και να καταστούν αντικείμενο νέας δίκης το τελεσιδίκως κριθέν δικαίωμα και η δικαιολογητική σχέση παραγωγής αυτού, προϋποθέτει, πλήν άλλων, και ταυτότητα του αντικειμένου των δύο δικών. Η τοιαύτη ταυτότης, εκτός από την περίπτωση της συμπτώσεως των δύο αντικειμένων (εξαιρέσει της περιπτώσεως μεταβολής του νομοθετικού καθεστώτος μεταξύ των δύο δικών) υφίσταται και όταν το αντικείμενο της νέας δίκης, όπως προανεφέρθη, είναι μέν διαφορετικό από το αντίστοιχο της προηγουμένης δίκης, πλήν, όμως, έχει ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του τελευταίου τούτου αντικειμένου. Τούτο συμβαίνει, όταν κατά την νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η αυτή δικαιολογητική σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα εν σχέσει προς τα κριθέντα κατά την προηγουμένη δίκη. Συνεπώς, η τελεδίδικη απόφαση, διά της οποίας κατά παραδοχήν ανακοπής ηκυρώθη διαταγή πληρωμής εκδοθείσα βάσει τραπεζικής επιταγής, επειδή εκρίθη ότι δεν υφίσταται υποχρέωση της ανακόπτοντος εκ του ως άνω αξιογραφικού τίτλου διά τον λόγον ότι δεν ανήκει εις αυτόν η υπογραφή της τραπεζικής επιταγής εις την θέση του εκδότου, αποτελεί δεδικασμένο εις την μεταγενεστέρα δίκη επί αγωγής του δικαιούχου κατά του υποχρέου της τραπεζικής επιταγής διά αποζημίωση και προσωπική κράτηση κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, το οποίο δεδικασμένο αποκλείει την εκ νέου έρευνα του συγκεκριμένου ζητήματος, δηλαδή της μη εκδόσεως της τραπεζικής επιταγής υπό του ανακόπτοντος – εναγομένου (βλ. ΕφΙωαν 91 /2009, ΤΝΠΔΣΑ). Ήτοι, εν περιπτώσει συρροής αξιώσεων, όπως συμβαίνει επί εκδόσεως ακαλύπτου τραπεζικής επιταγής, όπου είναι δυνατόν να συρρέει η αξίωση από τον αξιογραφικό τίτλο της επιταγής μετά της αξιώσεως αποζημιώσεως λόγω αδικοπραξίας, είναι ενδεχόμενο η δευτέρα από τις συρρέουσες αξιώσεις να ασκείται μετά την τελεσίδικη ουσιαστική απόρριψη της πρώτης. Διά την εκφορά κρίσεως περί της υπάρξεως δεδικασμένου εμποδίζοντος την άσκηση της δευτέρας αξιώσεως πρέπει να ερευνηθεί η αιτία απορρίψεως της πρώτης από τις συρρέουσες αξιώσεις. Εάν λοιπόν η αιτία απορρίψεως της πρώτης εκ ων ως άνω συρρεουσών αξιώσεων συνίσταται εις την έλλειψη στοιχείου, το οποίον είναι κοινό εις αμφότερες τις αξιώσεις (όπως τυγχάνει η ακυρότης της τραπεζικής επιταγής) ή εις την παραδοχήν λόγου καταλύοντος αμφότερες τις αξιώσεις (όπως τυγχάνει η εξόφληση αυτής), τότε και η δευτέρα αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου. Εάν, αντιθέτως, η πρώτη αξίωση έχει απορριφθεί διά έλλειψη στοιχείου αρμόζοντος αποκλειστικώς εις αυτήν (όπως τυγχάνει η παραγραφή της αξιώσεως από τον αξιογραφικό τίτλο) ή λόγω συνδρομής περιστατικού συνεπαγομένου την απόσβεση μόνον αυτής, τότε η άσκηση της συρρεούσης δευτέρας αξιώσεως δεν προσκρούει εις το δεδικασμένο. Ούτως, η ακύρωση διαταγής πληρωμής λόγω παραδοχής προσωπικής, κατ’ άρθρον 22 Ν. 5960 /1933, ενστάσεως του εκδότου κατά του κομιστού [περί του ότι η τραπεζική επιταγή είχε εγγυητικό (καταπιστευτικό) χαρακτήρα και ότι συνακολούθως ο λήπτης δεν είχε εξουσία μεταβιβάσεως αυτής πρό της συνδρομής των συμφωνηθέντων όρων, ο δέ λήπτης ενήργησε κατά την απόκτηση του αξιογραφικού τίτλου προς τον σκοπό βλάβης του εκδότου (οφειλέτου)] δεν εμποδίζει την άσκηση της συρρεούσης αξιιώσεως προς αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας από την έκδοση της ακαλύπτου τραπεζικής επιταγής και συνεπώς η άσκηση της αξιώσεως από αδικοπραξία, θεμελιουμένη επί διαφορετικής βάσεως, δεν προσκρούει εις το δεδικασμένο το παραγόμενο από την τελεσίδικη ακύρωση της διαταγής πληρωμής, η οποία θεμελιούται επί διαφορετικής ιστορικής και νομικής βάσεως. Βεβαίως ο διά της αγωγής περί αδικοπραξίας εναγόμενος δύναται να επικαλεσθεί τα αυτά πραγματικά περιστατικά (δηλαδή ότι ο κομιστής εν γνώσει του απέκτησε την καταπιστευτική τραπεζική επιταγή προς τον σκοπόν βλάβης του εκδότου, μολονότι εγνώριζε ότι δεν είχαν ακόμη συντρέξει οι διά την μεταβίβαση της επιταγής συνομολογηθέντες όροι, αποδεχόμενος ούτως τον κίνδυνο των επιζημίων συνεπειών από την έκδοση της ακάλυπτης επιταγής), πλην, όμως, ο συγκεκριμένος ισχυρισμός συνιστά ένσταση κατά της ασκουμένης αξιώσεως εξ αδικοπραξίας ερειδομένη επί των άρθρων 281, 288 και 300 ΑΚ, αφού υπό τα δεδομένα αυτά η εκ μέρους του κομιστού επιδίωξη εισπράξεως της τραπεζικής επιταγής δύναται να υπερβαίνει προφανώς τα όρια της καλοπίστου εκπληρώσεως των ενοχών, καθώς ο κομιστής δι’ ιδίου πταίσματος αυτού συνετέλεσε εις την πρόκληση της ζημίας και την μη πληρωμή της τραπεζικής επιταγής. Η αμέσως ως άνω αναφερομένη ένσταση είναι διαφορετική και δεν ταυτίζεται προς την εκ του άρθρου 22 Ν. 5960 /1933 απορρέουσα αντίστοιχη, εν περιπτώσει δέ παραδοχής αυτής άγει εις απόσβεση της αξιώσεως εξ αδικοπραξίας. Συνακολούθως, η απόφαση περί ακυρώσεως της (βάσει τραπεζικής επιταγής εκδοθείσης) διαταγής πληρωμής κατόπιν ασκήσεως ανακοπής δεν παράγει δεδικασμένο και διά την προαναφερομένη ένσταση, έστω και εάν το πραγματικό των δύο ενστάσεων (της ερειδομένης επί του άρθρου 22 Ν. 5960 /1933 και της ερειδομένης επί των άρθρων 281, 288 και 300 ΑΚ) είναι κατά βάσιν κοινό πλήν, όμως, η επί της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής απόφαση παρέχει τεκμήρια διά την ουσιαστική έρευνα της δευτέρας εκ των ως άνω ενστάσεων κατά της αδικοπρακτικής αξιώσεως (βλ. ΕφΛαρ 539 /2005, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 397582 ή ΤΝΠΔΣΑ). Επίσης μετά την απόκτηση δεδικασμένου της διαταγής πληρωμής λόγω της δίς επιδόσεως αυτής άνευ ασκήσεως ανακοπής καλύπτεται από το ως άνω δεδικασμένο και δεν δύναται να αντιταχθεί κατά της αξιώσεως αποζημιώσεως λόγω αδικοπραξίας η ένσταση περί πλαστότητος της υπογραφής εκδόσεως της τραπεζικής επιταγής ή η αμφισβήτηση της δυνάμει της διαταγής πληρωμής επιδικασθείσης απαιτήσεως από την τραπεζική επιταγή (βλ. ΕφΘρακ 488 /1999, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 300219). Αντιστοίχως η αγωγή περί αδικαιολογήτου πλουτισμού του καθ’ ού η διαταγή πληρωμής κατά του υπέρ ού η διαταγή πληρωμής, διά της οποίας επιδιώκεται υπό του οφειλέτου (καθ’ ού η διαταγή πληρωμής) έναντι του δανειστού (υπέρ ού η διαταγή πληρωμής) η επιστροφή, ως αδικαιολογήτως καταβληθέντος, χρηματικού μέρους από το διά της διαταγής πληρωμής επιδικασθέν χρηματικό ποσό, καλύπτεται από το δεδικασμένο της τελεσιδικίας της διαταγής πληρωμής, διότι ανεξαρτήτως εάν πράγματι αποδεικνύεται ότι ετύγχανεν αχρεώστητο κάποιο μέρος από το διά της διαταγής πληρωμής επιδικασθέν κεφάλαιο, εν τούτοις το εκ της διαταγής πληρωμής απορρέον δεδικασμένο ως προς την ύπαρξη και το ύψος της απαιτήσεως δεν δύναται να ανατραπεί εμμέσως διά της αγωγής περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, καθώς η μεταβίβαση της περιουσίας, η οποία γίνεται μέσω της δικαστικής οδού δεν θεωρείται αδικαιολόγητη (βλ. ΑΠ 1214 /2015, ΤΝΠΔΣΑ). Επίσης, όταν επί προηγηθείσης δίκης επί ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής ο ανακόπτων οφειλέτης δεν έχει προβάλει ως λόγο ακυρώσεως της διαταγής πληρωμής την ενσωμάτωση τοκολυφικών τόκων εντός του αξιογράφου, το οποίο επεστήριξε την έκδοσίν της, τότε καλύπτεται από το δεδικασμένο εκ της τελεσιδικίας της διαταγής πληρωμής, η μεταγενεστέρα αγωγή εξ αδικοπραξίας, διά της οποίας ο υποστάς αναγκαστική εκτέλεση (και ούτως πληρώσας την διαταγή πληρωμής) οφειλέτης επιδιώκει την απόδοση (επιστροφή) του εις βάρος του (βάσει της αναγκαστικής εκτελέσεως) εισπραχθέντος χρηματικού ποσού ως ενσωματώνοντος εξ ολοκλήρου τοκογλυφικούς τόκους κατά παράβασιν των άρθρων 174 και 180 ΑΚ (βλ. ΑΠ 1397 /2012, ο.π.). Ωστόσο, οι ενστάσεις από την αιτία εκδόσεως της ακαλύπτου τραπεζικής επιταγής δύνανται να προταθούν ως άμυνα κατά της αγωγής αποζημιώσεως, η οποία άμυνα έχει ως στόχο να αποκλεισθεί τελικώς η ύπαρξη αντίστοιχης ζημίας εις το πρόσωπο του κομιστού της τραπεζικής επιταγής, ήτοι οι προαναφερόμενες ενστάσεις από την υποκειμένη αιτία εκδόσεως της τραπεζικής επιταγής, διά των οποίων αμφισβητείται η υποχρέωση εξοφλήσεως αυτής, κατατείνουν εν τοις πράγμασιν εις άρνηση από τον εκδότη της ζημίας του κομιστού της ακαλύπτου τραπεζικής επιταγής, όταν ο τελευταίος δεν επιδιώκει ευθέως την πληρωμή αυτής αλλά την καταβολή ισοπόσου αποζημιώσεως βάσει του αδικήματος, δηλαδή της αδικοπραξίας (βλ. ΑΠ 1804 /2012, ο.π. και ΑΠ 1051 /2012, ο.π.). Περαιτέρω, επί ασκήσεως της αξιώσεως από την αδικοπρακτική ευθύνη λόγω της εκδόσεως ακαλύπτου τραπεζικής επιταγής οι τόκοι υπερημερίας οφείλονται ουχί από της εμφανίσεως της τραπεζικής επιταγής προς πληρωμήν (ως ορίζεται διά του άρθρου 45 Ν. 5960 /1933, από το οποίο ρυθμίζεται η οφειλή εκ του τίτλου της τραπεζικής επιταγής) αλλά από της επιδόσεως της αγωγής (βλ. ΕφΠατρ 898 /2003, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 437713). Εν τέλει η εκ του άρθρου 1047§§1α&2 ΚΠολΔ (όπως ισχύει μετά την εφαρμογή των άρθρων 62 Ν. 3994 /2011 και 1 Ν. 4335 /2015) απορρέουσα δυνατότης απαγγελίας προσωπικής κρατήσεως εις βάρος του αδικοπραγήσαντος (δια απαίτηση μεγαλυτέρα των 30.000 ευρώ) διατηρείται ανέπαφη και μετά την διά του Ν. 2462 /1997 κύρωση του «Διεθνούς Συμφώνου διά τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα», αφού το άρθρο 11 του ως άνω Συμφώνου περί απαγορεύσεως της φυλακίσεως λόγω της αδυναμίας του οφειλέτου προς εκπλήρωση συμβατικής υποχρεώσεως αφορά εις τις ενοχές εκ συμβάσεως και ουχί εις τις αντίστοιχες εξ αδικοπραξίας (βλ. ΑΠ 1232 /2014, ΒΝΔΝΟΜΟΣ: 644553).

Γ) Διά της υπ’ αριθ. καταθ. ….. /2011 αγωγής ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς η ενάγουσα ισχυρίζεται τα ακόλουθα: α) ότι ο εναγόμενος εξέδωσε εις διαταγήν του ιδίου τις διά του αγωγικού δικογράφου επαρκώς κατά ταυτότητα περιγραφόμενες δύο τραπεζικές επιταγές, τις οποίες οπισθογράφησε εις διαταγήν της ιδίας, β) ότι εν συνεχεία η ιδία οπισθογράφησε αμφότερες τις επιταγές λόγω πληρεξουσιότητος προς την κατονομαζομένη μη διάδικο, γ) ότι η τελευταία ενεφάνισε εμπροθέσμως τις τραπεζικές επιταγές προς πληρωμή στην πληρώτρια τράπεζα, πλήν, όμως, ουδεμία εξ αυτών επληρώθη ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων εντός του τραπεζικού λογαριασμού καλύψεως αυτών, δ) ότι η ιδία τυγχάνει νόμιμη κομίστρια των ως άνω επιταγών, αφού η εμφανίσασα αυτές προς πληρωμή ήσκησε το δικαίωμα βάσει πληρεξουσιοδοτικής οπισθογραφήσεως, ε) ότι ο εναγόμενος εγνώριζε ότι τόσο κατά τον χρόνο εκδόσεως όσον και κατά τον χρόνον εμφανίσεως των τραπεζικών επιταγών ο λογαριασμός καλύψεως δεν διέθετε τα απαιτούμενα κεφάλαια προς πληρωμήν αυτών και στ) ότι εκ της προπεριγραφείσης παρανόμου και υπαιτίου πράξεως του εναγομένου η ιδία υπέστη στενοχωρία και δικαιούται χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης. Ζητεί δε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει προς αυτήν συνολικό ποσόν 172.000 (= 80.000 + 87.000 + 5.000) ευρώ διά πληρωμή του κεφαλαίου των ως άνω δύο τραπεζικών επιταγών και διά χρηματική ικανοποίηση ηθικής βλάβης ένεκα της αδικοπραξίας νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής και να απαγγελθεί εις βάρος του αντιδίκου προσωπική κράτηση. Η αγωγή αυτή είναι νόμιμη, στηριζομένη επί των άρθρων 23, 28, 29§§1&4, 79§1 Ν. 5960 /1933, 914, 932, 345 και 346 ΑΚ και 1047§1εδ.α΄ ΚΠολΔ και πρέπει επομένως να εξετασθεί και κατ’ ουσίαν.

Δ) Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, οι οποίοι εξητάσθησαν ενόρκως ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, από τα έγγραφα, τα οποία νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, και από τις παραδεκτώς κατ’ άρθρον 529§1 ΚΠολΔ εις δεύτερον βαθμόν το πρώτον προσκομισθείσες υπ’ αριθ……….. ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς μετά νόμιμη, κατ’ άρθρο 270§3 ΚΠολΔ, κλήτευση της εφεσιβλήτου – εναγούσης υπό του εκκαλούντος – εναγομένου (βλ. υπ’ αριθ. .. . έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητού της περιφερείας του Πρωτοδικείου Πειραιώς .. …), αποδεικνύονται τα ακόλουθα: την 31η Μαΐου 2006 υπεγράφησαν μεταξύ των αντιδίκων δύο ιδιωτικά συμφωνητικά δανείου, ως ακολούθως: α) διά του πρώτου από 31-5-2006 ιδιωτικού συμφωνητικού μεταξύ των αντιδίκων η ενάγουσα εχορήγησε προς τον εναγόμενο δάνειο χρηματικού ποσού 80.000 ευρώ. Αναφορικώς προς την απόδοση (επιστροφή) του δανείου δεν καθωρίσθη βάσει της δανειακής συμβάσεως δήλη ημέρα επιστροφής του δανείσματος, οπότε η σύμβαση δανείου αρχικώς συνωμολογήθη αορίστου χρόνου. Ρητώς ανεγράφη ότι το χρηματικόν ποσόν του δανείσματος η ενάγουσα κατέβαλε προς τον εναγόμενο μέσω της υπ’ αριθ. .. … τραπεζικής επιταγής, η οποία (συρθείσα από τον υπ’ αριθ. .. τραπεζικό λογαριασμό της Τραπέζης Γιούρομπανκ Α.Ε.) εξεδόθη υπό της εκ μέρους της εναγούσης νομίμως εκπροσωπουμένης ανωνύμου εταιρείας υπό την επωνυμίαν «. . …..» διά ποσόν 80.000 ευρώ εις διαταγήν της ιδίας της εκδοτρίας την 1-6-2006, εν συνεχεία ωπισθογραφήθη και παρεδόθη υπό αυτής (μέσω της εναγούσης ως νομίμου εκπροσώπου της εκδοτρίας) προς τον αντίδικό της και εμφανισθείσα εμπροθέσμως προς πληρωμή στην ως άνω πληρώτρια Τράπεζα εισεπράχθη υπό του εναγομένου. Προς εξασφάλισιν μάλιστα της επιστροφής του δανείου ο εναγόμενος, όπως ρητώς ανεγράφη εντός του σώματος του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού, εξέδωσε εις διαταγήν του ιδίου και ακολούθως ωπισθογράφησε και παρέδωσε εις την ενάγουσα την υπ’ αριθ. .. – .. τραπεζική επιταγή ποσού 80.000 ευρώ, η οποία εσύρθη από τον υπ’ αριθ. …….. τραπεζικό λογαριασμό της Τραπέζης Πειραιώς Α.Ε. Η ημερομηνία εκδόσεως της ως άνω τραπεζικής επιταγής παρέμεινε εσκεμμένως ανοικτή (ασυμπλήρωτη) υπό την προφορική μεταξύ των αντιδίκων μερών συμφωνία να συμπληρωθεί κατά βούλησιν υπό της εναγούσης δανειστρίας, αφού το δάνειο είχε συμφωνηθεί αορίστου χρόνου. Επειδή εντός του έτους 2010 ο εναγόμενος  εις τις επανειλημμένες προφορικές οχλήσεις της εναγούσης προς απόδοσιν του δανεισθέντος χρηματικού ποσού εζήτει επιπλέον πίστωση χρόνου, κατά τον Ιανουάριο του έτους 2011 εντός των γραφείων της εναγούσης επί της οδού …….. δήμου Πειραιώς οι αντίδικοι παρουσία και των πληρεξουσίων δικηγόρων αυτών συνεφώνησαν να γίνει η συμπλήρωση της (εσκεμμένως κατόπιν συμφωνίας μέχρι τότε αφεθείσης κενής) ημερομηνίας της ως άνω τραπεζικής επιταγής (διά μεταχρονολογήσεως αυτής) από τον ίδιον τον εναγόμενο, ο οποίος αρχικώς έθεσεν ως μεταχρονολογημένην ημερομηνία εκδόσεως της επιταγής την 30-6-2011. Εν συνεχεία την 7ην Ιουλίου 2011 (λόγω αδυναμίας του εναγομένου προς αποπληρωμή του δανείσματος κατά την υπ’ αυτού επί του σώματος της ως άνω τραπεζικής επιταγής τεθείσα ημερομηνία της 30-6-2011) οι ως άνω αντίδικοι συνεφώνησαν να διορθωθεί υπό του εναγομένου η υπ’ αυτού, κατά τα ως άνω, τεθείσα αρχική ημερομηνία εκδόσεως της ως άνω τραπεζικής επιταγής και να τεθεί αντ’ αυτής ως μεταχρονολογημένη νέα ημερομηνία εκδόσεως η 30-8-2011, όπως και πράγματι ετέθη υπό του εναγομένου ενυπογράφως τόσο αριθμητικώς όσο και ολογράφως επί του σώματος του ως άνω αξιογράφου, συνταγέντος και υπογραφέντος περί των προαναφερθέντων του από 7-7-2011 εγγράφου ιδιωτικού συμφωνητικού μεταξύ των αντιδίκων και β) διά του δευτέρου από 31-5-2006 ιδιωτικού συμφωνητικού συνωμολογήθη ότι η ενάγουσα είχε ήδη χορηγήσει προς τον εναγόμενο δάνειο χρηματικού ποσού 87.000 ευρώ. Ρητώς μάλιστα ανεγράφη διά του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού ότι το χρηματικό ποσό του δανείσματος η ενάγουσα είχε ήδη καταβάλει προς τον εναγόμενο μέσω των υπ’ αριθ. …….τραπεζικών επιταγών, οι οποίες (συρθείσες από τον υπ’ αριθ. ……. τραπεζικό λογαριασμό της Τραπέζης Γιούρομπανκ Α.Ε.) είχαν εκδοθεί διαδοχικώς υπό της εκ μέρους της εναγούσης νομίμως εκπροσωπουμένης ανωνύμου εταιρείας υπό την επωνυμίαν «………..» εις διαταγήν της ιδίας της εναγούσης κατά τις αντίστοιχες ημερομηνίες της 15-12-2005, 20-12-2005, 30-12-2005 και 7-2-2006, εν συνεχεία ωπισθογραφήθησαν και παρεδόθησαν υπό αυτής προς τον αντίδικό της και εμφανισθείσες εμπροθέσμως προς πληρωμή στην ως άνω πληρώτρια Τράπεζα εισεπράχθησαν, όπως ρητώς έχει αναγραφεί διά του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού, υπό του εναγομένου. Τα επί μέρους χρηματικά ποσά των ως άνω τραπεζικών επιταγών συνολικού ύψους 87.000 ευρώ δεν αναγράφονται κεχωρισμένως διά του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού, πλήν, όμως, προσεκομίσθησαν υπό της εναγούσης τα αντίστοιχα σώματα των πρώτης και τετάρτης εκ των ως άνω τραπεζικών επιταγών χρηματικών ποσών 15.000 ευρώ και 17.000 ευρώ και δεν αμφισβητείται υπό του εναγομένου ότι άπασες οι ως άνω τραπεζικές επιταγές εισεπράχθησαν υπ’ αυτού (ανεξαρτήτως της -προσχηματικώς κατά τα κάτωθι- προβολής, ως αιτίας εισπράξεως αυτών, την εκπονήσεως μελετών και εργασιών του ιδίου προς την αντίδικό του). Αναφορικώς προς την απόδοση (επιστροφή) του δανείου δεν καθωρίσθη βάσει της δανειακής συμβάσεως δήλη ημέρα επιστροφής του δανείσματος, οπότε η σύμβαση δανείου αρχικώς συνωμολογήθη αορίστου χρόνου. Προς εξασφάλισιν μάλιστα της επιστροφής του δανείου ο εναγόμενος, όπως ρητώς ανεγράφη εντός του σώματος του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού, εξέδωσε εις διαταγήν του ιδίου και ακολούθως ωπισθογράφησε και παρέδωσε εις την ενάγουσα την υπ’ αριθ. …… τραπεζική επιταγή ποσού 87.000 ευρώ, η οποία εσύρθη από τον υπ’ αριθ. …….. τραπεζικό λογαριασμό της Τραπέζης Πειραιώς Α.Ε. Η ημερομηνία εκδόσεως της ως άνω τραπεζικής επιταγής παρέμεινε εσκεμμένως ανοικτή (ασυμπλήρωτη) υπό την προφορική μεταξύ των αντιδίκων μερών συμφωνία να συμπληρωθεί κατά βούλησιν υπό της εναγούσης δανειστρίας, αφού το δάνειο είχε συμφωνηθεί αορίστου χρόνου. Επειδή εντός του έτους 2010 ο εναγόμενος  εις τις επανειλημμένες προφορικές οχλήσεις της εναγούσης προς απόδοσιν του δανεισθέντος χρηματικού ποσού εζήτει επιπλέον πίστωση χρόνου, κατά τον Ιανουάριο του έτους 2011 εντός των γραφείων της εναγούσης επί της οδού …….. (δήμου Πειραιώς) οι αντίδικοι παρουσία και των πληρεξουσίων δικηγόρων αυτών συνεφώνησαν να γίνει η συμπλήρωση της (εσκεμμένως κατόπιν συμφωνίας μέχρι τότε αφεθείσης κενής) ημερομηνίας της ως άνω τραπεζικής επιταγής (διά μεταχρονολογήσεως αυτής) από τον ίδιον τον εναγόμενο, ο οποίος έθεσεν ως μεταχρονολογημένην ημερομηνία εκδόσεως της επιταγής την 30-9-2011. Ούτως, διά των προπεριγραφεισών μεταγενεστέρων συμφωνιών μεταξύ των αντιδίκων ως δήλη ημέρα αποδόσεως (επιστροφής) του πρώτου δανείου ωρίσθη η 30ή Αυγούστου 2011 και ως δήλη ημέρα αποδόσεως (επιστροφής) του δευτέρου δανείου ωρίσθη η 30ή Σεπτεμβρίου 2011. Μάλιστα διά της 25ης σελίδος της ενδίκου εφέσεως ο εκκαλών (εναγόμενος) συνομολογεί ότι η συμπλήρωση των μεταχρονολογημένων ημερομηνιών εκδόσεως των ως άνω επιδίκων τραπεζικών επιταγών έγινε υπό του ιδίου. Διά της παρελεύσεως, όμως, των ως άνω προθεσμιών ο εναγόμενος δεν απέδωσε τα δύο δανείσματα. Ωσαύτως οι χάριν καταβολής υπ’ αυτού εις διαταγήν της εναγούσης κατά τα ανωτέρω οπισθογραφηθείσες δύο τραπεζικές επιταγής (χρηματικών ποσών 80.000 και 87.000 ευρώ αντιστοίχως), οι οποίες ωπισθογραφήθησαν περαιτέρω υπό της εναγούσης λόγω πληρεξουσιότητος προς την …… και ενεφανίσθησαν υπό της τελευταίας διά λογαριασμόν της εναγούσης εμπροθέσμως προς πληρωμή εις το επί της οδού …….. εν Πειραιεί Υποκατάστημα της πληρωτρίας Τραπέζης (Πειραιώς Α.Ε.) δεν επληρώθησαν ελλείψει διαθεσίμων κεφαλαίων εντός του λογαριασμού καλύψεως αυτών. Προς τούτο συνετάγησαν επί του σώματος εκάστης αντιστοίχου τραπεζικής επιταγής η από 7-9-2011 και η από 4-10-2011 αντίστοιχες βεβαιώσεις των αρμοδίων υπαλλήλων του ως άνω Υποκαταστήματος της Τραπέζης Πειραιώς Α.Ε. περί μη πληρωμής των ως άνω τραπεζικών επιταγών. Ακολούθως βάσει των ως άνω τραπεζικών επιταγών εξεδόθη επί της από 18-11-2011 αιτήσεως της εναγούσης η υπ’ αριθ. ……… /27-12-2011 διαταγή πληρωμής του Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διά της οποίας υπεχρεώθη ο εναγόμενος να καταβάλει προς την ενάγουσα συνολικό χρηματικό κεφάλαιο 167.000 (= 80.000 + 87.000) ευρώ νομιμοτόκως από της εμφανίσεως εκάστης τραπεζικής επιταγής προς πληρωμήν. Η ως άνω διαταγή πληρωμή επεδόθη δίς προς τον εναγόμενο αφ’ ενός διά θυροκολλήσεως και αφ’ ετέρου δι’ αυτοπροσώπου παραλαβής εκ μέρους του εναγομένου εις το επί της οδού ……….. κείμενο γραφείο του κατά τις ημερομηνίες της 20ής Ιανουαρίου 2012 και της 2ας Μαρτίου 2012 αντιστοίχως [βλ. υπ’ αριθ. …… εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητού της περιφερείας του Πρωτοδικείου Αθηνών ……. μετά των επί της πρώτης ως άνω εκθέσεως συνημμένων από 20-1-2012 αποδείξεως παραλαβής (επικυρωμένου αντιγράφου της ως άνω διαταγής πληρωμής) της αστυφύλακος του Αστυνομικού Τμήματος Πλατείας Δημοτικού Θεάτρου ……. και από 23-1-2012 βεβαιώσεως παραλαβής (συστημένης επιστολής) του υπαλλήλου του Υποκαταστήματος ΕΛΤΑ Μεταμορφώσεως ……..]. Αν και υπό του εναγομένου δεν εκτίθεται ότι κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής έχει ασκηθεί υπό αυτού ανακοπή, εν τούτοις δεν δύναται να διαγνωσθεί πέραν πάσης αμφιβολίας ότι απορρέει βάσει του άρθρου 633§2 ΚΠολΔ εξ αυτών δεδικασμένο, αφού δεν προσεκομίσθη υπό της εναγούσης βεβαίωση του οικείου γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς περί μη ασκήσεως ενδίκων βοηθημάτων και δή ανακοπής κατά κατά της ως άνω διαταγής πληρωμής). Εν συνεχεία, προς εξασφάλισιν της επιδίκου απαιτήσεως, διά την οποίαν, κατά τα προαναφερθέντα, εξεδόθη παραλλήλως η υπ’ αριθ. ….. /27-12-2011 διαταγή πληρωμής του Δικαστού του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η ενάγουσα άσκησε εναντίον του αντιδίκου της την υπ’ αριθ. καταθ. …. /27-12-2011 αίτηση διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς περί συντηρητικής κατασχέσεως πάσης κινητής και ακινήτου περιουσίας του εναγομένου, επί της οποίας έχει ήδη εκδοθεί η υπ’ αριθ. 145 /2013 απόφαση διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, διά της οποίας προς εξασφάλισιν της χρηματικής απαιτήσεως [εκ ποσού 167.000 (= 80.000 + 87.000) ευρώ] μετά τόκων εκ των ως άνω δύο τραπεζικών επιταγών, οι οποίες επεστήριξαν την έκδοση της προαναφερομένης διαταγής πληρωμής, διετάχθη μέχρι του ποσού των 180.000 ευρώ η συντηρητική κατάσχεση πάσης κινητής και ακινήτου περιουσίας του εναγομένου, ο οποίος μάλιστα δεν παρέστη αλλά εδικάσθη ερήμην κατ’ εκείνην την δίκη. Διά του δικογράφου της ενδίκου εφέσεως αλλά και διά των δευτεροβαθμίων προτάσεων ο εναγόμενος ισχυρίζεται τα ακόλουθα: α΄) ότι από του μηνός Απριλίου του έτους 2002 ο ίδιος, ως ναυπηγός μηχανικός διατηρών τεχνικό γραφείο, είχε επαγγελματική συνεργασία μετά του πατρός της εναγούσης (.. ..), ο οποίος εντός του πλαισίου της ως άνω συνεργασίας είχε αναθέσει προς αυτόν την διεκπεραίωση όλων των ναυπηγικής φύσεως θεμάτων, ζητημάτων και προβλημάτων του ομίλου των (ιδίων αυτού οικονομικών συμφερόντων) ναυτικών εταιρειών, β΄) ότι ειδικώτερον ο ίδιος (εναγόμενος) είχε αναλάβει και διεκπεραιώσει διά λογαριασμόν του πατρός της εναγούσης: ι. την διαδικασία αναγνωρίσεως (ήτοι διαπιστώσεως υπό του Κλάδου Επιθεωρήσεως Εμπορικών Πλοίων της συνυπάρξεως των απαραιτήτων τεχνικών προδιαγραφών εις συμμόρφωσιν προς την ελληνική νομοθεσία) των δύο πλοίων τύπου «καταμαράν» «ΣΚ» και «ΥΚ» (υπό αντιστοίχους αριθμούς νηολογίου .. και … του Λιμεναρχείου Χαλκίδος), η οποία αναγνώριση επετεύχθη (κατόπιν εκπονήσεως και υποβολής των απαιτουμένων μελετών και των αντιστοίχων τεχνικών εκθέσεων προς τις αρμόδιες υπηρεσίες αναγνωρίσεως εμπορικών πλοίων) εντός του μηνός Ιουλίου του έτους 2003, καθώς και ότι εν συνεχεία ανέλαβε και διεκπεραίωσε την εκπόνηση μετασκευής των ως άνω πλοίων προς τον σκοπόν εξαντλήσεως της δυνατότητος μεγίστης χωρητικότητος επιβατών, ιι. την επιθεώρηση και την εκτίμηση της δαπάνης αποκαταστάσεως της γεφύρας του πλοίου «KR.», η οποία κατεστράφη εκ πυρκαϊάς εντός του λιμένος Χαλκίδος, ιιι. την διερεύνηση (διά συντάξεως και υποβολής αναλυτικών τεχνικών εκθέσεων) των αιτίων βυθίσεως του ρυμουλκού «Α.» (υπό αριθμό νηολογίου … του λιμεναρχείου Θεσσαλονίκης), ιν. την μελέτη και σύνταξη τεχνικών εκθέσεων και παρατηρήσεων των πορισματικών εκθέσεων των Επιθεωρητών Επιθεωρήσεως Εμπορικών Πλοίων (ΚΕΕΠ) επί των πλοίων «Α Φ Ι», «ΑΦΙΙ», «ΑΦΙΙΙ» και «ΑΦΛ ΙV» (υπό αντιστοίχους αριθμούς νηολογίου ……..) του Λιμεναρχείου Σύρου, οι οποίες συνετάγησαν βάσει των από 2 & 3-11-2000 εκτάκτων επιθεωρήσεων των ως άνω Επιθεωρητών, ν. την μελέτη και επιστημονική τοποθέτηση έναντι πλήθους καταγγελιών της ……… (πρώην μεγαλομετόχου της πλοιοκτητρίας εταιρείας του πλοίου «Σ.Ρ.») αναφορικώς προς τεχνικές ελλείψεις των πλοίων του ομίλου των εταιρειών συμφερόντων του πατρός της εναγούσης,  νι. τις μελέτες αναγνωρίσεως του πλοίου «Σ.Ρ.», νιι. τις αναγκαίες ενέργειες προς εξασφάλισιν των από τεχνικής απόψεως απαιτουμένων προϋποθέσεων διά την έκδοση πιστοποιητικών αξιοπλοΐας του Ε/Γ πλοίου «Μ.Ρ.» και την μέριμνα εκδόσεως των οικείων πιστοποιητικών και νιιι. την διερεύνηση των αιτίων βυθίσεως του Φ /Γ πλοίου «EUΧ» κατά την θαλασσία περιοχή ……. Χαλκίδος την 1η Σεπτεμβρίου 2000, γ΄) ότι ειδικώτερον εν σχέσει προς την τελευταία ως άνω υπόθεση εντός του μηνός Δεκεμβρίου του έτους 2002 επί της προτάσεως του πατρός της αντιδίκου προς αυτόν διά την διερεύνηση των αιτίων και περιστάσεων βυθίσεως του πλοίου «EUΧ» (σύνταξη μελέτης και επιστημονικού σχολιασμού της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης των ναυπηγών …….. και …… και εμφάνιση αυτού ως τεχνικού συμβούλου και μάρτυρος κατά τις αντίστοιχες εκκρεμείς ποινικές διαδικασίες και δίκες) ο ίδιος (εναγόμενος) συνεφώνησε αρχικώς μετά του πατρός της αντιδίκου να προβεί εις την σύνταξη προμελέτης αντί εργολαβικής αμοιβής 13.000 ευρώ προς τον σκοπόν προβεβαιώσεως του ιδίου (εναγομένου) περί της ανυπαρξίας ευθυνών της πλοιοκτησίας ως προς την βύθιση του συγκεκριμένου πλοίου, η οποία προϋπόθεση ετέθη υπό αυτού ως ναυπηγού αναγκαία διά την ανάληψη του ως άνω έργου, δ΄) ότι εντός του μηνός Ιανουαρίου του έτους 2003 και δή μετά την διεκπεραίωση της συμφωνηθείσης προμελέτης και της υπό του ιδίου διαπιστώσεως ανυπαρξίας ευθυνών της πλοιοκτητρίας εταιρείας του ως άνω πλοίου εν σχέσει προς την βύθισή του συνεφωνήθη (προφορικώς και άνευ τηρήσεως εγγράφου τύπου εντός του πλαισίου των αψόγων σχέσεων) μεταξύ του εναγομένου και του πατρός της εναγούσης: ι. η εκ μέρους του εναγομένου σύνταξη περιληπτικής τεχνικής εκθέσεως μετά σχολίων επί της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης των ως άνω πραγματογνωμόνων, ιι. η εν συνεχεία εκπόνηση πλήρους και ενδελεχούς μελέτης μετ’ αιτιολογημένου πορίσματος περί των αιτίων του ατυχήματος βυθίσεως του προαναφερθέντος πλοίου, ιιι. η εκ μέρους του εναγομένου ανάληψη καθηκόντων τεχνικού συμβούλου του πατρός της εναγούσης και η εξέταση αυτού ως μάρτυρος – εμπειρογνώμονος σε όλες τις στάσεις της αντίστοιχης ποινικής διαδικασίας [κατά των κατηγορουμένων ….. (πατρός της εναγομένης) και ……… (συνεργάτιδός του)] αναφορικώς προς την βύθιση του ως άνω πλοίου, ιν. η διερεύνηση και ο σχηματισμός γνώμης περί της τυχόν ευθύνης τρίτων φυσικών και νομικών προσώπων εν σχέσει προς την ρύπανση της θαλάσσης και των ακτών του Νοτίου Ευβοϊκού από την βύθιση του ως άνω πλοίου και δή περί της τυχόν στοιχειοθετήσεως ευθύνης των πλοιοκτητών και του πληρώματος του Φ/Γ πλοίου «ΧΕ» [εν όψει και της εκδόσεως των διά του δικογράφου της εφέσεως αναφερομένων ατομικών διοικητικών πράξεων καταλογισμού των δαπανών (περί αντιμετωπίσεως της ρυπάνσεως) του Κεντρικού Λιμεναρχείου Χαλκίδος και των οικείων πρωτοβαθμίων και δευτεροβαθμίας οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως και επιβολής προστίμου υπό του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας εις βάρος του πλοιάρχου (…….) και της (υπό την επωνυμίαν «… .») διαχειριστρίας εταιρείας του βυθισθέντος πλοίου «EUX»], ν. η από επιστημονικής απόψεως μελέτη και γνωμοδότηση επί τεχνικών ζητημάτων αναφυέντων εντός του πλαισίου ασκήσεως της αγωγής της ανωνύμου εταιρείας υπό την επωνυμίαν «. …..» κατά της πλοιοκτητρίας του βυθισθέντος πλοίου εταιρείας υπό την επωνυμία «…….», κατά του πλοιάρχου του ως άνω πλοίου και κατά του πατρός της εναγούσης και νι. η σύνταξη των απαιτουμένων μελετών (μετά συνημμένης μεταφράσεως εις την αγγλική γλώσσα) προς τον σκοπόν υποβολής αυτών διά λήψη αποζημιώσεως από την (επί τη βάσει συμβάσεως ασφαλίσεως) καλύπτουσα τον κίνδυνο προκλήσεως ατυχήματος από το βυθισθέν πλοίο ασφαλιστική εταιρεία, ε΄) ότι η εντός του πλαισίου της (προφορικώς -λόγω της αψόγου επαγγελματικής συνεργασίας μετά του πατρός της εναγούσης- συναφθείσης) ως άνω συμφωνίας καθορισθείσα αμοιβή του εναγομένου (πέραν των καταβλητέων δαπανών συντάξεως) συνίστατο: αφ’ ενός σε χρηματικό ποσόν 80.000 ευρώ διά την σύνταξη της κυρίας τεχνικής εκθέσεως, η οποία προϋπέθετε την εκπόνηση και σύνταξη των ακολούθων επί μέρους μελετών και τεχνικών εκθέσεων [ήτοι, ι. σύνταξη μελέτης υπολογισμού ροπών κάμψεως και τεμνουσών δυνάμεων αναφορικώς προς το βυθισθέν πλοίο αντί αμοιβής 15.000 ευρώ, ιι. εκπόνηση μελέτης αντοχής μεταλλικής κατασκευής του ως άνω πλοίου αντί αμοιβής 5.000 ευρώ, ιιι. εκπόνηση μελέτης επί της από 18-12-2001 αγωγής της εταιρείας υπό την επωνυμία «……» (πλοιοκτητρίας του πλοίου «ΧΕ») κατά της πλοιοκτητρίας του βυθισθέντος πλοίου εταιρείας υπό την επωνυμία «……» και κατά των πλοιάρχου και υποπλοιάρχου του βυθισθέντος πλοίου (….. και …….) καθώς και κατά του πατρός της εναγομένης (…..) αντί αμοιβής 20.000 ευρώ και ιν. διερεύνηση της περιπτώσεως προκλήσεως (ή συμμετοχής) του προαναφερθέντος τρίτου πλοίου «ΧΕ» εις την πρόκληση της προδιαληφθείσης θαλασσίας ρυπάνσεως αντί αμοιβής 40.000 ευρώ, η οποία (αμοιβή) και κατεβλήθη υπό του ιδίου του πατρός της εναγομένης (βλ. ως προς την εξιστόρηση της καταβολής της αμοιβής του συγκεκριμένου έργου: 9η σελίδα – στοιχείο «δ» του δικογράφου της εφέσεως)], αφ’ ετέρου σε χρηματικό ποσό 7.000 ευρώ διά μετάφραση εις την αγγλική γλώσσα της περιληπτικής τεχνικής εκθέσεως μετά σχολίων επί της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης των πραγματογνωμόνων ….. και …… και εν τέλει σε ποσοστό 3% επί του  τυχόν καταβληθησομένου ασφαλίσματος (εκ μέρους της ασφαλιστικής εταιρείας του βυθισθέντος πλοίου), στ΄) ότι την 5η Δεκεμβρίου 2003 κατόπιν επιδεινώσεως της υγείας του απεβίωσε ο πατήρ της εναγούσης, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε δώσει εντολή προς το λογιστήριον της εταιρείας του διά καταβολή των οφειλομένων υπολοίπων αμοιβών: ι. της εκπονήσεως μελέτης  εν σχέσει προς το Ε/Γ πλοίο «ΜR», η οποία εξωφλήθη την 10η Δεκεμβρίου 2003, ιι. των προ του θανάτου του πατρός της εναγούσης διεκπεραιωθεισών μελετών διά τα πλοία τύπου καταμαράν «ΥΚ» και «ΣΚ», οι οποίες εξωφλήθησαν την 17η Δεκεμβρίου 2003, ιιι. της τεχνικής εκθέσεως εν σχέσει προς τα αίτια βυθίσεως του Ρ/Κ πλοίου «Α.», η οποία εξωφλήθη την 17η Δεκεμβρίου 2003, ιν. της περιληπτικής τεχνικής εκθέσεως σχολιασμού της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης των ως άνω πραγματογνωμόνων αναφορικώς προς την βύθιση του Φ/Γ πλοίου «EUX», η οποία εξωφλήθη την 18η Δεκεμβρίου 2003 και ν. των μελετών διά την αναγνώριση του Ε/Γ πλοίου «Σ.Ρ.», οι οποίες εξωφλήθησαν την 29η Δεκεμβρίου 2003, ζ΄) ότι μετά τον θάνατο του πατρός της εναγούσης η αντίδικος, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος (καθολικός διάδοχος) αυτού και διαχειρίστρια του προαναφερθέντος ομίλου εταιρειών, ανεδέχθη άπασες τις υποχρεώσεις του πατρός αυτής και ήλθε σε συζητήσεις και συμφωνίες μετά του ιδίου (εναγομένου), διά των οποίων αφ’ ενός επεβεβαιώθη η ισχύς των ήδη συναφθεισών ως άνω συμβάσεων μεταξύ του ιδίου (εναγομένου) και του πατρός αυτής και αφ’ ετέρου συνήφθησαν νέες συμβάσεις μεταξύ αυτού και της ιδίας της αντιδίκου διά διενέργεια και εκπόνηση περαιτέρω μελετών, η΄) ειδικώτερον δέ ότι επανεβεβαιώθη διά συμφωνίας μεταξύ των αντιδίκων η αναγκαιότης πρώτον της πραγματοποιήσεως της προρρηθείσης μελέτης επί της αγωγής της ανωνύμου εταιρείας υπό την επωνυμίαν «……..» κατά της πλοιοκτητρίας του βυθισθέντος πλοίου εταιρείας υπό την επωνυμίαν «………» κατά του πλοιάρχου του ως άνω πλοίου και κατά του πατρός της εναγούσης, δεύτερον της μεταφράσεως εις την αγγλική γλώσσα της περιληπτικής τεχνικής εκθέσεως σχολιασμού και αντικρούσεως της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης των πραγματογνωμόνων …… και …… και τρίτον της εκπονήσεως τεχνικής εκθέσεως σχολιασμού της πραγματογνωμοσύνης των ……. και …… «περί των συνθηκών βυθίσεως του Φ/Γ «EUX», η οποία τεχνική έκθεση (μετά των προαπαιτουμένων προς σύνταξιν αυτής μελετών αφ’ ενός υπολογισμού ροπών κάμψεως και τεμνουσών δυνάμεων και αφ’ ετέρου αντοχής μεταλλικής κατασκευής) ωλοκληρώθη την 12η Οκτωβρίου 2006, ενώ επί πλέον ο εναγόμενος ανέλαβε έναντι της εναγούσης την υποχρέωση εκτελέσεως των επιπροσθέτων κάτωθι έργων: ι. της ολοκληρώσεως της μελέτης περί περαιτέρω μετασκευών των δύο πλοίων τύπου καταμαράν «ΥΚ» και «ΣΚ», ιι. της αναγνωρίσεως του Ε/Γ πλοίου «Σ.Ρ.», ιιι. της διενεργείας μελέτης εν σχέσει προς τις απαραίτητες εργασίες αποκαταστάσεως των υλικών ζημιών και τις δαπάνες αναγκαίων επισκευών λόγω συγκρούσεως του προαναφερθέντος πλοίου τύπου καταμαράν «ΥΚ», ιν. της διενεργείας επιπροσθέτου (εν σχέσει προς την συμφωνηθείσα μετά του πατρός της αντιδίκου) μελέτης περί των ενεργειών, οι οποίες έδει να έχουν γίνει αλλά παρελείφθησαν από την πλοιοκτήτρια και το πλήρωμα του πλοίου «ΧΕ» προς τον σκοπόν αποτροπής ή άλλως περιορισμού της εκτάσεως της θαλασσίας ρυπάνσεως από την βύθιση του πλοίου «ΕUX», ν. της εκπονήσεως τεχνικής εκθέσεως αφορώσης εις τις καταγγελίες των ……. (πρώην μεγάλης μετόχου της πλοιοκτητρίας του πλοίου «Σ.Ρ.») και … … (πρώην συνεργάτου του πατρός της εναγούσης) εν σχέσει προς τα προαναφερθέντα πλοία «ΥΚ», «ΣΚ», ΜRI»  και «Σ.Ρ.», η οποία τεχνική έκθεση ολωκληρώθη την 14η Μαΐου 2005 και παρεδόθη ακολούθως προς την ενάγουσα, νι. της εκπονήσεως τεχνικής εκθέσεως εν σχέσει προς τους ισχυρισμούς της …….. επί της από 4-2-2005 μηνύσεώς της κατά της …… περί παραποιήσεως τεχνικών στοιχείων του πλοίου «Σ.Ρ.», η οποία τεχνική έκθεση ωλοκληρώθη την 14η Μαΐου 2005 και παρεδόθη ακολούθως προς την αντίδικον και νιι. της εκπονήσεως κεχωρισμένης επιπροσθέτου των προηγουμένων τεχνικής εκθέσεως, η οποία αφεώρα εις την αλληλουχία των αιτίων και περιστατικών της ρυπάνσεως της θαλάσσης και των ακτών διά πετρελαίου διαρρεύσαντος κατά την βύθιση του πλοίου «EUX» στο ….. Χαλκίδος την 1η Σεπτεμβρίου 2000 και η οποία ωλοκληρώθη την 1η Νοεμβρίου 2004 και παρεδόθη εν συνεχεία προς την αντίδικον, θ΄) ότι επιπροσθέτως (πέραν των ως άνω συμπεφωνημένων) ο ίδιος (εναγόμενος) παρέστη επανειλημμένως εις το Γραφείο Εσωτερικών Υποθέσεων του Λιμεναρχείου Χαλκίδος διά παροχή γνωμοδοτήσεων και διευκρινίσεων εν όψει της υπηρεσιακής ερεύνης των προρρηθεισών καταγγελιών των …. και ….. και παρέσχε προς τους νομικούς παραστάτες των εταιρειών του ομίλου οικονομικών συμφερόντων της εφεσιβλήτου πληροφορίες και διευκρινίσεις επί τεχνικής φύσεως ζητημάτων, τα οποία απετέλεσαν αντικείμενο των τεχνικών εκθέσεων αυτού εν όψει των εκκρεμών δικών και διοικητικών διαδικασιών, δίχως να έχει καταβληθεί υπό της εναγούσης οιαδήποτε αμοιβή διά το (πέραν των ήδη συμπεφωνημένων) «πλήθος των τυπικών και ατύπων παρεμβάσεων και τεχνικής υποστηρίξεως του ιδίου», ι΄) ότι εντός της ανοίξεως του έτους 2006 είχαν διεκπεραιωθεί εκ μέρους του ιδίου (εναγομένου) άπασες οι μελέτες και τεχνικές εκθέσεις των προπεριγραφεισών εργασιών και ότι είχαν καταβληθεί εκ μέρους της εναγούσης οι συμβατικώς καθορισθείσες αμοιβές και οι αντίστοιχες δαπάνες δι’ εκάστην των προαναφερομένων υπηρεσιών εξαιρέσει των αμοιβών και δαπανών, οι οποίες αφεώρων εις τις ακόλουθες εργασίες επί του εκκρεμούς θέματος της βυθίσεως του πλοίου «EU.»: ι. εις την εκπόνηση της (επιπροσθέτου και ανεξαρτήτου των προηγουμένων συμφωνιών) τεχνικής εκθέσεως περί της αλληλουχίας των αιτίων και περιστατικών προκλήσεως της ρυπάνσεως της θαλάσσης και των ακτών από την διάρρευση πετρελαίου κατά την βύθιση του ως άνω πλοίου, ιι. εις την πραγματοποίηση της μελέτης προς αντιμετώπιση της προρρηθείσης αγωγής της ανωνύμου εταιρείας υπό την επωνυμίαν «…..» κατά της πλοιοκτητρίας του βυθισθέντος πλοίου εταιρείας υπό την επωνυμίαν «………», κατά του πλοιάρχου του ως άνω πλοίου και κατά του πατρός της εναγούσης, και ιιι. της μεταφράσεως εις την αγγλική γλώσσα της περιληπτικής τεχνικής εκθέσεως σχολιασμού και αντικρούσεως της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης των πραγματογνωμόνων …….. και ….. (διά την πρώτην εκ των ως άνω εργασιών ουδόλως προσδιορίζεται διά του δικογράφου της εφέσεως και διά των δευτεροβαθμίων προτάσεων του εναγομένου η συμφωνηθείσα αμοιβή και διά τις δευτέρα και τρίτη εξ αυτών η συμφωνηθείσα αμοιβή, κατά τα διά του δικογράφου της εφέσεως εκτιθέμενα, σε 20.000 ευρώ και σε 7.000 ευρώ αντιστοίχως), ια΄) ότι εντός του μηνός Μαΐου του έτους 2006 ο ίδιος εζήτησε από την ενάγουσα να καταβάλει προς αυτόν την εκκρεμή οφειλή και ότι επίσης επεσήμανε προς την αντίδικό του την συνδρομή απροσδοκήτων περιστάσεων, ένεκα των οποίων κατέστη επιβεβλημένη η εκπόνηση (μη διευκρινιζομένων) επιπροσθέτων μελετών και προσθέτων τεχνικών εκθέσεων, διά τις οποίες ωφείλετο επιπρόσθετος αμοιβή ύψους 85.000 ευρώ, ιβ΄) ότι τότε η ενάγουσα δεν κατέβαλε την εκκρεμή οφειλή, επειδή ισχυρίσθη αφ’ ενός ότι τα δύο αδέλφια αυτής (ως εξ αδιαθέτου συγκληρονόμοι της κληρονομίας του πατρός αυτής) είχαν εκφράσει δριμύτατα παράπονα εναντίον της διά διάθεση μεγάλων χρηματικών ποσών άνευ αιτιολογίας ή επαρκούς αιτιολογίας και αφ’ ετέρου ότι διά νεωτέρας, κατά τους ισχυρισμούς της, συμφωνίας μεταξύ των αντιδίκων είχε συμφωνηθεί να καταβληθεί η εκκρεμής οφειλή μετά το πέρας των αντιστοίχων δικών, όπερ, όμως, ουδόλως είχε συμφωνηθεί μεταξύ των αντιδίκων, οπότε και ο ίδιος εδήλωσε προς την αντίδικο ότι δεν επρόκειτο να παραδώσει προς εκείνη την προρρηθείσα κυρία τεχνική έκθεση περί των αιτίων βυθίσεως του πλοίου «EU.», πλήν, όμως, εκ λόγω δεοντολογίας παρέσχε τεχνικές συμβουλές προς τους νομικούς συμπαραστάτες της εφεσιβλήτου και προς τον νομικό συμπαραστάτη του κατηγορουμένου επιθεωρητού του νηογνώμονος του ως άνω βυθισθέντος πλοίου εν όψει της εκκρεμούς ποινικής δίκης, στην οποίαν και ο ίδιος είχε κληθεί ως τεχνικός σύμβουλος και μάρτυς υπέρ των πλοιάρχου και υποπλοιάρχου του ως άνω πλοίου, ιγ΄) ότι κατόπιν νέων διαπραγματεύσεων μετά της αντιδίκου η ενάγουσα, η οποία ετύγχανε διαχειρίστρια του ομίλου των προαναφερομένων εταιρειών του θανόντος πατρός αυτής, απεδέχθη να καταβάλει προς αυτόν (εναγόμενο) διά αμοιβή και έξοδα το τελικώς οφειλόμενο χρηματικό ποσόν των 167.000 ευρώ, πλήν, όμως, ένεκα της δυσπιστίας των δύο αδελφών αυτής αναφορικώς προς την υπ’ αυτής διενεργουμένη διαχείριση του ομίλου των εταιρειών αλλά και προς αντιμετώπιση και διασκέδαση της ανασφαλείας της διά την συνέχιση της εκ μέρους του ιδίου παροχής της επιστημονικής αρωγής εις όλες τις εξ αιτίας της βυθίσεως του πλοίου «EUX» ανοιγείσες δίκες, η αντίδικος συνεφώνησε επιπροσθέτως μετά του ιδίου (εναγομένου) αφ’ ενός να συναφθεί  μεταξύ αυτών εικονική σύμβαση δανείου, εντός του πλαισίου της οποίας να εμφαίνεται εικονικώς προς τους μη γνωρίζοντες αδελφό και αδελφή της εναγούσης ότι η ενάγουσα έχει δανείσει προς τον εναγόμενο χρηματικό κεφάλαιο 167.000 ευρώ (ισόποσο προς την υπ’ εκείνης προς αυτόν ως άνω οφειλομένη αμοιβή παροχής υπηρεσιών), και αφ’ ετέρου να εκδοθούν παραλλήλως υπό του ιδίου (εναγομένου) εικονικώς εις διαταγήν της εφεσιβλήτου δύο τραπεζικές επιταγές ισοπόσου προς το εικονικό δάνειο χρηματικού ποσού άνευ, όμως, συμπληρώσεως της ημερομηνίας εκδόσεως αυτών, ιδ΄) ότι πράγματι συνήφθησαν (αλλά εικονικώς) μεταξύ των αντιδίκων τα υπό της εναγούσης ως άνω επικαλούμενα δύο ιδιωτικά συμφωνητικά δανείου, διά των οποίων ενεφαίνετο εικονικώς ότι η ενάγουσα είχε δανείσει προς τον ίδιον χρηματικά κεφάλαια 80.000 ευρώ και 87.000 ευρώ αντιστοίχως, και επίσης εντός του μηνός Μαΐου του έτους 2006 εξεδόθησαν υπ’ αυτού (εναγομένου) εικονικώς εις διαταγήν της εναγούσης οι (επιστηρίζουσες την επίδικη αδικοπραξία) δύο τραπεζικές επιταγές (υπ’ αριθ…….. Τραπέζης Πειραιώς Α.Ε.) χρηματικών ποσών 80.000 ευρώ και 87.000 ευρώ αντιστοίχως, δυνάμει των οποίων ενεφαίνετο (εικονικώς) ότι η ενάγουσα εδικαιούτο να εισπράξει διά εμφανίσεως των σωμάτων αυτών προς πληρωμή τα επ’ αυτών ανωτέρω αναγραφόμενα χρηματικά ποσά, ιε΄) ότι επιπροσθέτως συνεφωνήθη η επιστροφή των άνευ ημερομηνίας εκδοθεισών τραπεζικών επιταγών υπό της εναγούσης προς τον εναγόμενον αμέσως  μετά το πέρας των ως άνω δικαστικών υποθέσεων, ιστ΄) ότι αμέσως μετά την σύναψη των δύο εικονικών συμβάσεων δανείου η ενάγουσα εξέδωσε εις διαταγήν του ιδίου τραπεζική επιταγή ποσού 80.000 ευρώ έναντι των υπ’ εκείνης προς αυτόν οφειλομένων αμοιβών, την οποίαν ο ίδιος εισέπραξε, και ότι η αντίδικος υπεσχέθη να καταβάλει προς αυτόν σταδιακώς (αμέσως μετά την αποκατάσταση του κλίματος εμπιστοσύνης μεταξύ εκείνης και των αδελφών της) αφ’ ενός το υπόλοιπο χρηματικό ποσόν των 87.000 ευρώ, το οποίο αφεώρα εις την αρχική συμφωνία, και αφ’ ετέρου το χρηματικό ποσόν των 85.000 ευρώ, το οποίο αφεώρα εις τις επιπρόσθετες μελέτες και εκπονήσεις νέων τεχνικών εκθέσεων, δίχως, όμως, εκείνη να τηρήσει τα ως άνω υπεσχημένα, ιζ΄) ότι διά τούτο, όταν περί τις αρχές Οκτωβρίου του έτους 2006 και την 24ην Οκτωβρίου 2006 εζητήθη προφορικώς και εγγράφως αντιστοίχως υπό του συνηγόρου πολιτικής αγωγής της (οικονομικών συμφερόντων της εναγούσης) πλοιοκτητρίας εταιρείας του πλοίου «EUΧ» η υπό του ιδίου (εναγομένου) εκπονηθείσα και συνταχθείσα κυρία έκθεση προσδιορισμού των αιτίων βυθίσεως του ως άνω πλοίου και ο ίδιος ηρνήθη την παράδοση αυτής λόγω μη καταβολής της ως άνω αμοιβής, τότε κατόπιν διαπραγματεύσεων κατεβλήθη υπό της εναγούσης προς αυτόν χρηματικόν ποσόν 15.000 ευρώ έναντι της συνολικής οφειλής και εδόθη η υπόσχεση προς αυτόν ότι αναμένεται να επακολουθήσουν και άλλες τμηματικές καταβολές προς εξόφλησιν του υπολοίπου, οπότε ο ίδιος παρέδωσε προς τους νομικούς συμπαραστάτες της εναγούσης την προδιαληφθείσα έκθεση και κατά την διεξαγωγή της ποινικής δίκης κατέθεσεν ως μάρτυς και τεχνικός σύμβουλος της ως άνω πλοιοκτητρίας εταιρείας, ιη΄) ότι επιπροσθέτως μέχρι το τέλος της ποινικής δίκης η ενάγουσα κατέβαλε προς αυτόν τμηματικώς το χρηματικό ποσό των 50.000 ευρώ (συμπεριλαμβανομένου, κατ’ εκτίμησιν της 23ης σελίδος του δικογράφου της εφέσεως, και του προκαταβληθέντος κατά την παράδοση της κυρίας τεχνικής εκθέσεως χρηματικού ποσού των 15.000 ευρώ) και ότι έκτοτε απομένει ανεξόφλητο υπόλοιπο χρηματικής οφειλής ύψους 122.000 ευρώ [(87.000 Ε + 85.000 Ε = 172.000 Ε) – 50.000 Ε = 122.000 Ε], ιθ΄) ότι κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ των ετών 2006 και 2011 η ενάγουσα και η οικογένεια αυτής είχαν να αντιμετωπίσουν τις ποινικές συνέπειες των καταγγελιών των εις ανωτέρω σημείον αναφερομένων ……και ….., θύμα της πολεμικής των οποίων υπήρξε και ο ίδιος καταμηνυθείς υπ’ εκείνων διά ψευδορκία σε ποινική δίκη και αθωωθείς ενώπιον του Β΄ Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Χαλκίδος την 11ην Οκτωβρίου 2011, κ΄) ότι εντός του μηνός Φεβρουαρίου του έτους 2011 η ενάγουσα παρεκάλεσεν αυτόν να υπογράψει έγγραφο, διά του οποίου θα παρείχετο εις εκείνην το δικαίωμα αυτοβούλου θέσεως ημερομηνίας εκδόσεως επί των σωμάτων των επιδίκων τραπεζικών επιταγών και εντός της ανοίξεως του ιδίου έτους εζήτησε φορτικώς από αυτόν την συμπλήρωση της ημερομηνίας εκδόσεως των ως άνω αξιογράφων, οπότε ο ίδιος εκτιμήσας ότι τούτο εζητήθη εντός του πλαισίου διευθετήσεως των ενδοοικογενειακών διαφορών μετά των αδελφών της αντιδίκου συνεπλήρωσε την από πενταετίας ελλείπουσα ημερομηνίαν εκδόσεως επί του σώματος εκάστης εκ των ως άνω δύο τραπεζικών επιταγών, αφού επίστευσεν ακραδάντως κατόπιν αντιστοίχου διαβεβαιώσεως της αντιδίκου ότι μετά την χρήση των εικονικών επιταγών μόνον «διά το θεαθήναι» εκείνη είχε πρόθεση επιστροφής τούτων προς τον ίδιον και δεν επρόκειτο να επιδιώξει την είσπραξη αυτών προς βλάβην του και κα΄) ότι διά της (κατόπιν συμφωνίας μετά της αντιδίκου) εκδόσεως των επιδίκων τραπεζικών επιταγών ως εικονικών και της εν συνεχεία (κατά παράβασιν της ως άνω συμφωνίας) εμφανίσεως αυτών από την αντίδικο προς πληρωμήν και μη πληρωμής αυτών ως ακαλύπτων δεν στοιχειοθετούνται οι απαραίτητες διά την συνδρομή αδικοπραξίας προϋποθέσεις αφ’ ενός του παρανόμου, αφ’ ετέρου της υπαιτιότητος και εν τέλει της προκλήσεως ζημίας εις βάρος της εναγούσης, αφού η δήλωση βουλήσεως εκδόσεως των ως άνω τραπεζικών επιταγών ήτο εικονική και η διά των ιδιωτικών συμφωνητικών δανείων αναφερομένη ως υποκειμενική σχέση εκδόσεως αυτών (χορήγηση δανείων υπό της εναγούσης προς τον εναγόμενο) ήτο ωσαύτως εικονική ελλείψει της συνάψεως οιασδήποτε πραγματικής συμβάσεως δανείου μεταξύ των αντιδίκων. Όμως, τα υπό του εναγομένου ως άνω παρατιθέμενα δεν τυγχάνουν πρόσφορα να αποδυναμώσουν την ως άνω σχηματισθείσα κρίση περί της (σοβαρά βουλήσει) εκδόσεως εκ μέρους του ιδίου των διά της ενδίκου αγωγής αναφερομένων δύο τραπεζικών επιταγών χρηματικού ύψους 80.000 ευρώ και 87.000 ευρώ, καθ’ ότι ακόμη και κατά αυτήν ταύτην την παράθεση της ως άνω αιτιολογημένης αρνήσεως της αγωγής υφίστανται οι κάτωθι αντιφάσεις: α΄΄) περί το τέλος της 12ης σελίδος του δικογράφου της εφέσεως ο εναγόμενος ισχυρίζεται (όπως ανωτέρω παρατίθεται υπό το στοιχείο «η΄-ιι» της περιληπτικής αναπτύξεως του μη αυτοτελούς ισχυρισμού του εναγομένου) ότι μετά τον θάνατο του πατρός της, μεταξύ άλλων εργασιών, η ενάγουσα ανέθεσε προς αυτόν την αναγνώριση του πλοίου «Σ.Ρ.», ενώ ήδη διά της 11ης σελίδος και της αρχής της 12ης σελίδος του ιδίου δικογράφου ο ως άνω διάδικος έχει προηγουμένως εκθέσει (όπως περιληπτικώς ανωτέρω παρατίθεται υπό το στοιχείο «στ΄» της περιληπτικής αναπτύξεως του μη αυτοτελούς ισχυρισμού του εναγομένου) ότι την 29η Δεκεμβρίου 2003 κατόπιν προηγηθείσης εκκρεμούς εντολής του πατρός της εναγούσης, ο οποίος απεβίωσε την 5η Δεκεμβρίου 2003, εξωφλήθησαν από το λογιστήριο (της πλοιοκτητρίας εταιρείας οικονομικών συμφερόντων του ως θανόντος) τα οφειλόμενα διά τις μελέτες, οι οποίες είχαν ήδη συνταχθεί αναφορικώς προς την αναγνώριση του ιδίου ως άνω πλοίου, εξ ού καταδεικνύεται ότι αντιφατικώς ο εναγόμενος εκθέτει ότι η ενάγουσα (ως κληρονόμος του ως άνω θανόντος) είχε αναθέσει προς αυτόν την διενέργεια έργου, το οποίο είχε ήδη εκτελεσθεί και εξοφληθεί, και ότι συνακολούθως δεν παραθέτει σαφή και πλήρη εικόνα της συναλλακτικής σχέσεώς του μετά της αντιδίκου του, β΄΄) ενώ διά των 8ης και 9ης σελίδων του δικογράφου της εφέσεως ο εναγόμενος εξιστορεί [όπως περιληπτικώς παρατίθεται υπό το ως άνω στοιχείο «ε΄» της περιληπτικής αναπτύξεως του ως άνω περί εικονικότητος (μη αυτοτελούς εν σχέσει προς την εξ αδικοπραξίας επίδικη αξίωση της εναγούσης) ισχυρισμού του εναγομένου] ότι εντός του πλαισίου της (προφορικώς) μετά του πατρός της εναγούσης συναφθείσης συμφωνίας εν σχέσει προς την βύθιση του πλοίου «EUX» η καθορισθείσα αμοιβή του εναγομένου (πέραν των καταβλητέων δαπανών συντάξεως) συνίστατο αφ’ ενός σε χρηματικό ποσόν 80.000 ευρώ διά την σύνταξη της κυρίας τεχνικής εκθέσεως, η οποία προϋπέθετε την εκπόνηση και σύνταξη των ακολούθων επί μέρους μελετών και τεχνικών εκθέσεων [ήτοι, ι. σύνταξη μελέτης υπολογισμού ροπών κάμψεως και τεμνουσών δυνάμεων αναφορικώς προς το βυθισθέν πλοίο αντί αμοιβής 15.000 ευρώ, ιι. εκπόνηση μελέτης αντοχής μεταλλικής κατασκευής του ως άνω πλοίου αντί αμοιβής 5.000 ευρώ, ιιι. εκπόνηση μελέτης επί της από 18-12-2001 αγωγής της εταιρείας υπό την επωνυμία «………» (πλοιοκτητρίας του πλοίου «ΧΕ») κατά της πλοιοκτητρίας του βυθισθέντος πλοίου εταιρείας υπό την επωνυμία «……..» και κατά των πλοιάρχου και υποπλοιάρχου του βυθισθέντος πλοίου (……. και …) καθώς και κατά του πατρός της εναγομένης (…….) αντί αμοιβής 20.000 ευρώ και ιν. διερεύνηση της περιπτώσεως προκλήσεως (ή συμμετοχής) του προαναφερθέντος τρίτου πλοίου «ΧΕ» εις την πρόκληση της προδιαληφθείσης θαλασσίας ρυπάνσεως αντί αμοιβής 40.000 ευρώ] και αφ’ ετέρου σε χρηματικό ποσό 7.000 ευρώ διά μετάφραση εις την αγγλική γλώσσα της περιληπτικής τεχνικής εκθέσεως μετά σχολίων επί της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης των πραγματογνωμόνων ……. και ……., εν τούτοις, λαμβανομένου υπ’ όψιν ότι το άθροισμα των ως άνω προαπαιτουμένων της κυρίας τεχνικής εκθέσεως επί μέρους μελετών ανέρχεται σε 80.000 (= 15.000 + 5.000 + 20.000 + 40.000) ευρώ, ήτοι τυγχάνει ισοϋψές προς το ύψος της αμοιβής της κυρίας τεχνικής εκθέσεως, δεν διευκρινίζεται επαρκώς και προσηκόντως υπό του ως άνω διαδίκου εάν οι προαπαιτούμενες επί μέρους εργασίες διά την σύνταξη της κυρίας τεχνικής εκθέσεως (περί της βυθίσεως του ως άνω πλοίου) συμπεριελαμβάνοντο εις την αμοιβή της ως άνω κυρίας τεχνικής εκθέσεως, ώστε η συναφθείσα συμφωνία του εναγομένου μετά του πατρός της εναγούσης να έχει καθορισθεί σε συνολική αμοιβή 87.000 ευρώ (ήτοι σε 80.000 ευρώ διά την κυρία τεχνική έκθεση συμπεριλαμβανομένων των προαπαιτουμένων επί μέρους μελετών πλέον 7.000 ευρώ διά την μετάφραση εις την αγγλική γλώσσα της ως άνω περιληπτικής τεχνικής εκθέσεως προς σχολιασμόν της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης των προαναφερομένων δύο πραγματογνωμόνων), ή εάν η διά τις ως άνω επί μέρους τεχνικές μελέτες αναγραφομένη αμοιβή εκ ποσού (15.000 + 5.000 + 20.000 + 40.000 =) 80.000 ευρώ είχε συμφωνηθεί ως επιπρόσθετη της αντίστοιχης αμοιβής της κυρίας τεχνικής εκθέσεως εκ ποσού 80.000 ευρώ, ώστε η συναφθείσα συμφωνία του εναγομένου μετά του πατρός της εναγούσης να αφορά (συμπεριλαμβανομένης και της εις την αγγλική γλώσσα ως άνω μεταφράσεως) σε συνολική αμοιβή 167.000 [= 80.000 + (15.000 + 5.000 + 20.000 + 40.000 = 80.000) + 7.000] ευρώ, γ΄΄) ανεξαρτήτως, όμως, τούτου, ενώ διά της 9ης σελίδος του δικογράφου της εφέσεως (όπως ανωτέρω παρατίθεται υπό το στοιχείο «ε΄-ιν» της περιληπτικής αναπτύξεως του μη αυτοτελούς ισχυρισμού του εναγομένου)  ο ως άνω διάδικος εκθέτει ότι διά την συμφωνηθείσα μετά του πατρός της εναγούσης επί μέρους εργασία της διερευνήσεως της περιπτώσεως προκλήσεως ή συμμετοχής εις την πρόκληση της ρυπάνσεως του Νοτίου Ευβοϊκού του Φ/Γ αποθηκευτικού πλοίου «ΧΕ» η αντίστοιχη επί μέρους αμοιβή ύψους 40.000 ευρώ είχε ήδη καταβληθεί προς αυτόν υπό του πατρός της εναγούσης και ενώ περαιτέρω διά των 12ης έως 15ης σελίδων του δικογράφου της εφέσεως εκθέτει ότι μετά τον θάνατο του πατρός της η ενάγουσα αφ’ ενός επανεπιβεβαίωσε μετά του εναγομένου τις υπό του τελευταίου μετά του πατρός της ήδη συναφθείσες συμφωνίες και επιπλέον συνήψε και νέες αντίστοιχες (όπως ανωτέρω περιληπτικώς παρατίθεται υπό το στοιχείο «η΄» της περιληπτικής αναπτύξεως του μη αυτοτελούς ισχυρισμού του εναγομένου) και ενώ επιπροσθέτως διά της 18ης σελίδος του δικογράφου της εφέσεως εκθέτει (όπως και ανωτέρω παρατίθεται υπό το στοιχείο «ι΄» της περιληπτικής αναπτύξεως του ως άνω μη αυτοτελούς ισχυρισμού του εναγομένου) ότι περί την άνοιξη του έτους 2006 είχαν διεκπεραιωθεί εκ μέρους του ιδίου (εναγομένου) άπασες οι μελέτες και τεχνικές εκθέσεις των υπό του πατρός της εναγούσης και υπό εκείνης προς αυτόν πάσης φύσεως ανατεθέντων ζητημάτων και ότι είχαν καταβληθεί αντιστοίχως προς αυτόν οι συμβατικώς καθορισθείσες αμοιβές και οι αντίστοιχες δαπάνες δι’ εκάστην των μέχρι τότε προσφερθεισών υπηρεσιών του εναγομένου εξαιρέσει των αμοιβών και δαπανών, οι οποίες αφεώρων εις τις διά του δικογράφου της εφέσεως υπό στοιχεία «γ, δ και ε» κατονομαζόμενες τεχνικές εκθέσεις και εργασίες επί του εκκρεμούς θέματος της βυθίσεως του πλοίου «EU», ήτοι οι αφορώσες: ι. εις την νέα μετά της εναγούσης συμφωνία της εκπονήσεως της (επιπροσθέτου και ανεξαρτήτου των προηγουμένων συμφωνιών) τεχνικής εκθέσεως περί της αλληλουχίας των αιτίων και περιστατικών προκλήσεως της ρυπάνσεως της θαλάσσης και των ακτών από την διάρρευση πετρελαίου κατά την βύθιση του ως άνω πλοίου, ιι. εις την επαναβεβαίωση της μετά του θανόντος πατρός της εναγούσης συμφωνία της μελέτης προς αντιμετώπιση της προρρηθείσης αγωγής της ανωνύμου εταιρείας υπό την επωνυμίαν «……..» κατά της πλοιοκτητρίας του βυθισθέντος πλοίου εταιρείας υπό την επωνυμίαν «………..», κατά του πλοιάρχου του ως άνω πλοίου και κατά του πατρός της εναγούσης, και ιιι. εις την επαναβεβαίωση της μετά του θανόντος πατρός της εναγούσης συμφωνία της μεταφράσεως εις την αγγλική γλώσσα της περιληπτικής τεχνικής εκθέσεως σχολιασμού και αντικρούσεως της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης των πραγματογνωμόνων .. . και …… [ο διά της 18ης σελίδος του δικογράφου της εφέσεως προσδιορισμός εκ μέρους του εναγομένου ως ανεξοφλήτων των αμοιβών των υπό στοιχεία «γ, δ και ε» του δικογράφου της εφέσεως κατονομαζομένων τεχνικών εκθέσεων δεν αναφέρεται εις τις διά των 8ης και 9ης σελίδων του δικογράφου της εφέσεως υπό τα ως άνω στοιχεία «γ, δ και ε» (και κατά την ώδε περιληπτική ανάπτυξη του ως άνω μη αυτοτελούς ισχυρισμού υπό το στοιχείο «ε΄» παρατιθέμενες) αμοιβές διά τις μεταξύ του ιδίου και του πατρός της εναγούσης κατονομαζόμενες ως συναφθείσες συμφωνίες (αφού η υπό στοιχείο «δ» της 9ης σελίδος του δικογράφου της εφέσεως αναφερομένη αμοιβή εκ ποσού 40.000 ευρώ ρητώς αναφέρεται διά της ιδίας σελίδος του ως άνω δικογράφου ότι είχε καταβληθεί και εξοφληθεί από τον πατέρα της εναγούσης προς τον ίδιον) αλλά αναφέρεται εις τις διά των 14ης και 15ης σελίδων υπό τα ίδια ως άνω «γ, δ και ε» του δικογράφου της εφέσεως στοιχεία (και κατά την ώδε περιληπτική ανάπτυξη του ως άνω ισχυρισμού υπό το στοιχείο «η΄» παρατιθέμενες και επίσης διά του απορριπτικού σκεπτικού του ισχυρισμού του εναγομένου αμέσως ως άνω αναφερόμενες) τεχνικές εκθέσεις και εργασίες (σημειωτέον ότι οι υπό στοιχεία «γ» και «ε» των 8ης και 9ης σελίδων του δικογράφου της εφέσεως εργασίες μελέτης αγωγής και μεταφράσεως περιληπτικής μελέτης εις την αγγλική γλώσσα ταυτίζονται προς τις υπό στοιχεία «δ» και «ε» αντίστοιχες των 14ης και 15ης σελίδων του ιδίου δικογράφου) και ενώ εν τέλει διά της 19ης σελίδος του δικογράφου της εφέσεως εκθέτει (όπως και ανωτέρω παρατίθεται υπό το στοιχείο «ια΄» της περιληπτικής αναπτύξεως του ως άνω μη αυτοτελούς ισχυρισμού του εναγομένου) ότι εντός του Μαΐου του έτους 2006 επεσήμανε προς την ενάγουσα ότι εξ αιτίας απροσδοκήτων περιστάσεων κατέστη αναγκαία η διενέργεια (μη διευκρινιζομένων) επιπροσθέτων μελετών, διά τις οποίες οφείλεται κεχωρισμένη (επιπρόσθετος της αρχικώς συμφωνηθείσης) αμοιβή ύψους 85.000 ευρώ, ήτοι ενώ βάσει όλων των διά του δικογράφου της εφέσεως προεκτιθεμένων στοιχείων εξιστορείται εν τοις πράγμασιν ότι μέχρι τον Μάιο του έτους 2006 οι ανεξόφλητες εργασίες και αντίστοιχες αμοιβές του εναγομένου (άπασες σχετιζόμενες προς την βύθιση του πλοίου «EUX») προσδιωρίζοντο σε ποσόν 20.000 ευρώ διά την σύνταξη μελέτης επί της από 18-12-2001 αγωγής της εταιρείας «……» κατά της πλοιοκτητρίας, του πλοιάρχου και του υποπλοιάρχου του πλοίου «EUX», σε ποσόν 7.000 ευρώ διά την εις την αγγλική γλώσσα μετάφραση της περιληπτικής μελέτης σχολιασμού της εκθέσεως πραγματογνωμοσύνης των πραγματογνωμόνων …… και ….., σε μη προσδιοριζόμενο βάσει της εφέσεως ποσό διά την εκπόνηση επιπροσθέτου (από την αρχικώς συμφωνηθείσα) τεχνικής εκθέσεως «περί της αλληλουχίας των αιτίων και περιστατικών προκλήσεως της ρυπάνσεως της θαλάσσης και των ακτών από πετρέλαιο κατά την βύθιση του πλοίου «EUX» στο …. Χαλκίδος την 1η Σεπτεμβρίου 2000» και σέ ποσόν 85.000 ευρώ διά εξ απροσδοκήτων περιστάσεων προκύψασες (αλλά μη προδιοριζόμενες) επιπρόσθετες μελέτες [ήτοι σε χρηματικό ύψος 112.000 (= 20.000 + 7.000 + 85.000) ευρώ διά τις πρώτη, δευτέρα και τετάρτη εκ των ως άνω εργασιών και σε μη προσδιοριζόμενο ποσό διά την τρίτη εξ αυτών], εν τούτοις διά της 20ής σελίδος του δικογράφου της εφέσεως ο εναγόμενος εκθέτει ότι κατόπιν συζητήσεων (διαπραγματεύσεων) η ενάγουσα εδέχθη (όπως και ανωτέρω παρατίθεται υπό τα στοιχεία «ιγ΄» και «ιδ΄»της περιληπτικής αναπτύξεως του ως άνω μη αυτοτελούς ισχυρισμού του εναγομένου) να καταβάλει προς αυτόν χρηματικό ποσό 167.000 (= 80.000 + 87.000) ευρώ υπό το εικονικό περίβλημα αφ’ ενός της συνάψεως δύο (ισοϋψών προς έκαστο αντιστοίχως από τα ως άνω δύο επί μέρους ποσά) συμβάσεων δανείου (ύψους 80.000 ευρώ και 87.000 ευρώ και αφ’ ετέρου της (εντός του Μαΐου του έτους 2006) εκδόσεως υπό του ιδίου προς την ενάγουσα των δύο αντιστοίχως ισοϋψών προς τα ως άνω ποσά τραπεζικών επιταγών, οι οποίες στηρίζουν την αδικοπρακτική βάση της ενδίκου αγωγής, δ΄΄) επιπροσθέτως, ενώ διά της 22ας σελίδος του δικογράφου της εφέσεως ο εναγόμενος εκθέτει (όπως ανωτέρω παρατίθεται υπό το στοιχείο «ιστ΄» της περιληπτικής αναπτύξεως του ως άνω μη αυτοτελούς ισχυρισμού του εναγομένου) ότι αμέσως μετά την κατόπιν συζητήσεων επιτευχθείσα συμφωνία μετά της αντιδίκου περί προσδιορισμού της προς αυτόν οφειλής σε ποσόν 167.000 ευρώ η αντίδικος κατέβαλε προς αυτόν μέσω εισπραχθείσης τραπεζικής επιταγής χρηματικό ποσό 80.000 ευρώ, εν τούτοις εν συνεχεία αντιφατικώς εκθέτει ότι αμέσως μετά την ως άνω καταβολή η αντίδικος υπεσχέθη να καταβάλει προς αυτόν τμηματικώς ουχί μόνον το βάσει της ως άνω τελικής συμφωνίας εξαγόμενο υπόλοιπο εκ ποσού 87.000 (= 167.000 – 80.000) ευρώ αλλά και το εις ανωτέρω σημείον αναφερόμενο επιπλέον ποσόν 85.000 ευρώ διά τις υπ’ αυτού μη προσδιοριζόμενες επιπρόσθετες εργασίες, ούτως ώστε διά της περαιτέρω τμηματικής καταβολής επιπροσθέτου ποσού άλλων 50.000 ευρώ μέχρι το πέρας της αντίστοιχης ποινικής δίκης το υπέρ αυτού τελικό υπόλοιπο να έχει διαμορφωθεί, όπως ακολούθως εκθέτει διά της 23ης σελίδος του δικογράφου της εφέσεως και  (όπως ανωτέρω παρατίθεται υπό το στοιχείο «ιη΄» της περιληπτικής αναπτύξεως του ως άνω μη αυτοτελούς ισχυρισμού του εναγομένου), σε ύψος 122.000 ευρώ και ε΄΄) ενώ διά των 24ης και 25ης σελίδων του δικογράφου της εφέσεως ο εναγόμενος εκθέτει (όπως ανωτέρω παρατίθεται υπό το στοιχείο «κ΄» της περιληπτικής αναπτύξεως του ως άνω μη αυτοτελούς ισχυρισμού του εναγομένου) ότι περί την άνοιξη του έτους 2011 η ενάγουσα εζήτησε φορτικώς από αυτόν την συμπλήρωση της ημερομηνίας εκδόσεως των επιστηριζουσών την επίδικη αδικοπρακτική απαίτηση δύο τραπεζικών επιταγών και ότι ο ίδιος (εκτιμήσας ότι τούτο εζητήθη εντός του πλαισίου διευθετήσεως των ενδοοικογενειακών διαφορών μετά των αδελφών της αντιδίκου και πιστεύσας ακραδάντως κατόπιν αντιστοίχου διαβεβαιώσεως της αντιδίκου ότι μετά την χρήση των «εικονικών» επιταγών μόνον «διά το θεαθήναι» εκείνη είχε πρόθεση επιστροφής τούτων προς τον ίδιον και δεν επρόκειτο να επιδιώξει την είσπραξη αυτών προς βλάβην του) συνεπλήρωσε την από πενταετίας ελλείπουσα ημερομηνίαν εκδόσεως επί του σώματος εκάστης εκ των ως άνω δύο τραπεζικών επιταγών, των οποίων η έκδοση (όπως και η σύναψη των αντιστοίχων συμβάσεων δανείου) είχε, κατά τα υπό του εναγομένου εκτιθέμενα, γίνει εντός του μηνός Μαΐου του έτους 2006, εν τούτοις ούτος δεν δύναται να εξηγήσει διά ποίον λόγον δεν συνήψε χάριν διασφαλίσεώς του παραλλήλως τόσο προς την σύναψη των δύο ιδιωτικών συμφωνητικών δανείου όσο και προς την έκδοση των ως άνω δύο τραπεζικών επιταγών κάποιο αντέγγραφο, διά του οποίου να βεβαιούται από την αντίδικο προς αυτόν ότι τόσο οι ως άνω δύο συμβάσεις δανείου όσον και οι προαναφερόμενες δύο τραπεζικές επιταγές είχαν συναφθεί και εκδοθεί αντιστοίχως εικονικώς (ήτοι μόνον κατά το φαινόμενον) και ότι εν τοις πράγμασιν η εικονική σύναψη και έκδοση αυτών αντιστοίχως αφεώρα εις συγκάλυψη της οφειλής από την ενάγουσα προς τον εναγόμενο ισοπόσου προς το συνολικό ύψος των «φαινομενικών» δύο δανείων (και των «εικονικών» δύο τραπεζικών επιταγών) αμοιβής από την διενέργεια των προαναφερομένων τεχνικών μελετών αναφορικώς προς την βύθιση του πλοίου «EU». Ούτε δύναται επίσης να δικαιολογήσει προσηκόντως ο εκκαλών – εναγόμενος διά ποίον λόγον επείσθη και εδέχθη μετά πενταετίαν από της συνάψεως των προαναφερομένων δύο συμβάσεων δανείων και των προαναφερθεισών δύο επιδίκων τραπεζικών επιταγών να συμπληρώσει ως μεταχρονολογημένες ημερομηνίες εκδόσεως των προαναφερομένων δύο τραπεζικών επιταγών τις αντίστοιχες της 30ής Αυγούστου 2011 και 30ής Σεπτεμβρίου 2011, δίχως ο ίδιος να επιδιώξει να διασφαλίσει την είσπραξη της υπ’ αυτού αναφερομένης ως οφειλομένης από την ενάγουσα προς αυτόν υπολοίπου εργολαβικής αμοιβής εκ ποσού 122.000 ευρώ, η οποία, κατ’ άρθρον 250περ.5 ΑΚ, εκινδύνευε να υποπέσει εις την πενταετή παραγραφή (βλ. ως προς την πενταετή παραγραφή των απαιτήσεων μηχανικών κατά του εργοδότου αυτών: ΑΠ 1216 /2000, ΤΝΠΔΣΑ). Ωσαύτως και η ένορκη κατάθεση του μάρτυρος ανταποδείξεως [περί του ότι τα εμπεριεχόμενα στις (επιστηρίζουσες την επίδικη αδικοπραξία) δύο τραπεζικές επιταγές χρηματικά ποσά 80.000 ευρώ και 87.000 ευρώ αποτελούσαν αμοιβή του εναγομένου εναντίον της εναγούσης από την εκπόνηση των προαναφερθεισών τεχνικών μελετών διά την βύθιση του πλοίου «EUX» και ότι η καταβολή αυτής επετεύχθη διά της δημιουργίας του εικονικού τύπου αφ’ ενός της συνάψεως δύο ανυπάρκτων συμβάσεων δανείων περί  δήθεν χορηγήσεως υπό της εναγούσης προς τον εναγόμενο ως δανεισμάτων δύο ισοϋψών προς την ως άνω αμοιβή επί μέρους χρηματικών ποσών (80.000 ευρώ και 87.000 ευρώ) και αφ’ ετέρου της εκδόσεως υπό του εναγομένου προς την ενάγουσα (εικονικώς χάριν καταβολής των δύο εικονικών δανείων) των ως άνω ισοπόσων προς την προαναφερθείσα αμοιβή δύο τραπεζικών επιταγών, καθώς και ότι κατά τον μεταχρονολογημένο χρόνο εκδόσεως των προαναφερθεισών δύο τραπεζικών επιταγών (30-8-2011 και 30-9-2011) και κατά τον αντίστοιχο χρόνο εμφανίσεως αυτών προς πληρωμή (εντός οκταημέρου από της αναγραφομένης ημερομηνίας εκδόσεως) ο εναγόμενος είχε ακόμη ανεξόφλητο υπόλοιπον απαιτήσεως ύψους 122.000 ευρώ εναντίον της εναγούσης από αμοιβή διά τις προς αυτήν διεκπεραιωθείσες τεχνικές εκθέσεις και μελέτες εν σχέσει προς το ως άνω πλοίο] δεν δύναται να αποδυναμώσει την ως άνω σχηματισθείσα κρίση περί της σοβαράς και ουχί εικονικής εκδόσεως των ως άνω τραπεζικών επιταγών, αφού ουδόλως αιτιολογήθηκε υπό του ως άνω μάρτυρος διά ποίον λόγον ακόμη και μετά την έκδοση των δύο τραπεζικών επιταγών και την σφράγιση αυτών ως ακαλύπτων εκ μέρους της εναγούσης (περί τις αρχές Σεπτεμβρίου και τις αρχές Οκτωβρίου του έτους 2011) ο εναγόμενος δεν άσκησε εναντίον της αντιδίκου του οιανδήποτε αγωγή περί επιδιώξεως καταβολής της αναφερομένης ως οφειλομένης υπολοίπου αμοιβής εκ ποσού 122.000 ευρώ, η οποία δεν είχε ακόμη τότε υποπέσει εις την πενταετή παραγραφή, αφού η τελευταία συνεπληρώθη, κατά τα άρθρα 251 και 253 ΑΚ, διά τις εντός του έτους 2006 εκτελεσθείσες και παραδοθείσες τεχνικές εκθέσεις και αντίστοιχες μελέτες εις το τέλος του έτους 2011. Ούτε ηδυνήθη ο ως άνω μάρτυς αλλά και ο ίδιος ο εναγόμενος να εξηγήσουν διά ποίον λόγον την 7ην Ιουλίου 2011 εν σχέσει προς την υπ’ αριθ. …….. τραπεζική επιταγή εκ ποσού 80.000 ευρώ της Τραπέζης Πειραιώς Α.Ε.» (πρώτη από τις επιστηρίζουσες την αδικοπρακτική ευθύνη του εναγομένου δύο ακάλυπτες τραπεζικές επιταγές) συνετάγη το από 7-7-2011 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ των αντιδίκων, διά του οποίου ο εναγόμενος δηλώνει ότι επειδή αδυνατεί να εξοφλήσει την αξία της ως άνω τραπεζικής επιταγής κατά την (εκ των υστέρων) συμπληρωθείσα αρχική ημερομηνία εκδόσεως της 30-6-2011, προτείνει προς την αντίδικό του και εκείνη αποδέχεται την μετάθεση (διόρθωση) της ημερομηνίας εκδόσεως υπό του ιδίου του εναγομένου από 30-6-2011 σε 30-8-2011 (όπως και έγινε), δίχως αντιστοίχως μετά πενταετία τόσο από της συνάψεως των, κατά τους ισχυρισμούς του, δύο «εικονικών δανείων» όσο και από της εκδόσεως των, κατά τους ιδίους ισχυρισμούς του, δύο «εικονικών τραπεζικών επιταγών (μία εκ των οποίων τυγχάνει η εντός του ως άνω από 7-7-2011 ιδιωτικού συμφωνητικού διαλαμβανομένη) ο εναγόμενος να απαιτήσει και να λάβει κάποιο αντέγγραφο περί της εικονικότητος των ως άνω τραπεζικών επιταγών ή κάποιο έγγραφο περί αναγνωρίσεως εκ μέρους της εναγομένης της προς αυτόν φερομένης ως οφειλομένης υπολοίπου αμοιβής εκ ποσού 122.000 ευρώ. Οφείλεται, επομένως, από τον εναγόμενο προς την ενάγουσα χρηματικό κεφάλαιο 167.000 ευρώ από την υπ’ αυτού παράνομη και υπαιτία έκδοση των ως άνω δύο επιδίκων τραπεζικών επιταγών εν γνώσει της ελλείψεως διαθεσίμων κεφαλαίων κατά τον χρόνο εκδόσεως και κατά τον χρόνο εμφανίσεως αυτών προς πληρωμή. Επί πλέον η ενάγουσα υπέστη στενοχωρία από την εις βάρος της τελεσθείσα αδικοπραξία, διά την χρηματική ικανοποίηση των οποίων, λαμβανομένων υπ’ όψιν του μεγέθους της προκληθείσης ζημίας, του βαθμού πταίσματος του εναγομένου και της κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεως των αντιδίκων, κρίνεται εύλογο το χρηματικό ποσό των 3.000 ευρώ. Εν τέλει πρέπει να απαγγελθεί εις βάρος του εναγομένου λόγω της αφερεγγυότητος αυτού προσωπική κράτηση διαρκείας τριών (3) μηνών ως μέσον αναγκαστικής εκτελέσεως της παρούσης. Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή εν μέρει η αγωγή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να επιβληθεί μέρος της δικαστικής δαπάνης της εναγούσης δι’ αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας εις βάρος του εν μέρει ηττηθέντος εναγομένου (άρθρα 178§1, 183 και 191§2 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικώτερον οριζόμενα στο διατακτικό.

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν.

Δέχεται την υπ’ αριθ. καταθ. …. /17-4-2014 έφεση του ερήμην πρωτοδίκως δικασθέντος εναγομένου.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 5182 /2013 απόφαση τακτικής διαδικασίας του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Διατάσσει την εις τον εκκαλούντα επιστροφή του εις το σκεπτικό αναφερομένου παραβόλου εφέσεως εκ ποσού διακοσίων (200) ευρώ.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει προς την ενάγουσα χρηματικό ποσό εκατόν εβδομήντα χιλιάδων (170.000) ευρώ νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής.

Απαγγέλλει εις βάρος του εναγομένου προσωπική κράτηση διαρκείας τριών (3) μηνών ως μέσον αναγκαστικής εκτελέσεως της παρούσης αποφάσεως.

Κατανέμει την δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας και υποχρεώνει τον εναγόμενο να καταβάλει προς την ενάγουσα χρηματικό ποσό δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 8ην Ιουνίου 2017.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ

Και αντ΄ αυτής,

επειδή βρίσκεται

σε αναρρωτική άδεια,

ο Εφέτης, Παναγιώτης

Χουζούρης

 

 

 

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, στις  18 Μαρτίου 2019, με άλλη σύνθεση, κωλυομένης της Προέδρου Αικατερίνης Νομικού, η οποία  ευρίσκεται σε αναρρωτική άδεια, αποτελουμένη από τους Δικαστές,  Παναγιώτη Χουζούρη, Προεδρεύοντα Εφέτη, Μαρία Ανδρεοπούλου και Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτες και με Γραμματέα τη  Γεωργία Λογοθέτη, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ                                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΥΣ

ΕΦΕΤΗΣ