Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 139/2019

 Αριθμός  139/2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Αικατερίνη Νομικού,  Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη και Παρασκευή Μπερσή, Εφέτη- Εισηγήτρια και με  Γραμματέα την  Κ.Δ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγονται προς συζήτηση, α) η από 3.4.2015, (υπ΄αριθ. κατάθ. …../18.5.2015), έφεση του πρωτοδίκως ηττηθέντος 1ου εναγομένου και β) η από 4.6.2015, (υπ΄αριθ. κατάθ. …/4.6.2015) έφεση του πρωτοδίκως ηττηθέντος 2ου εναγομένου, οι οποίες στρέφονται κατά της υπ΄αριθ. 460/13.2.2015 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δίκασε αντιμωλία όλων των διαδίκων, (καθώς, η μεταγενέστερη συζήτηση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 307 και 254  ΚΠολΔ, θεωρείται συνέχεια της αρχικής που προηγήθηκε, στην οποία οι διάδικοι παραστάθηκαν κατ΄αντιμωλία), κατά την τακτική διαδικασία, κάνοντας δεκτή την αγωγή των εναγόντων και ήδη  εφεσιβλήτων. Οι ανωτέρω εφέσεις είναι συναφείς, στρέφονται κατά της ίδια εκκαλούμενης απόφασης και πρέπει να συνεκδικασθούν διότι έτσι διευκολύνεται κι επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης κι επέρχεται μείωση των εξόδων, (246 ΚΠολΔ).

Από τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 3 εδ. α΄ του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 44 του ν.3994/2011 σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 272 ΚΠολΔ, που τέθηκε στη θέση του καταργηθέντος άρθρου, με το άρθρο 30 του ν. 3994/2011 προκύπτει ότι, σε περίπτωση ερημοδικίας του εκκαλούντος, εφαρμόζονται ως προς την έφεση οι διατάξεις για την ερημοδικία του ενάγοντος και απορρίπτεται η έφεση. Το δευτεροβάθμιο Δικαστήριο, στην περίπτωση που ασκήθηκε έφεση και ο εκκαλών ερημοδικεί, οφείλει να ερευνήσει αυτεπάγγελτα ποιος από τους διαδίκους επισπεύδει τη συζήτηση, ήτοι αν την επισπεύδει ο εκκαλών ή ο εφεσίβλητος και εφόσον την επισπεύδει ο τελευταίος, αν ο εκκαλών κλήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα. Εφόσον αυτά βεβαιωθούν η έφεση του εκκαλούντος απορρίπτεται ως ανυποστήρικτη. Και τούτο διότι, παρόλο που στην πραγματικότητα οι λόγοι της έφεσης δεν εξετάζονται ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά τους, θεωρείται κατά πλάσμα του νόμου ότι είναι αβάσιμοι και για την αιτία αυτή πάντοτε απορριπτέοι, αφού  δίδεται η δυνατότητα στο δικαστήριο έκδοσης αντίθετης απόφασης περί παραδοχής τους (ΟλΑΠ 16/1990 ΕλλΔνη 31.804,ΑΠ 366/2008 ΝοΒ 2008.1884, ΑΠ 2008/2009 ΕλλΔνη 52,732). Στην προκειμένη περίπτωση, από την υπ΄αριθ. …… έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας Αθηνών . …., προκύπτει ότι τη συζήτηση της κρινόμενης υπό στοιχ. Β έφεσης επισπεύδουν οι 1ος, 2ος και 3ος εφεσίβλητοι, με επιμέλεια των οποίων, ακριβές αντίγραφο της υπό κρίση έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον εκκαλούντα. Ο τελευταίος όμως δεν εμφανίσθηκε στη σημερινή δικάσιμο και δεν εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο. Συνεπώς, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν αμέσως ανωτέρω, η κρινόμενη, (υπό στοιχ. Β’), έφεση πρέπει ν΄απορριφθεί ως ανυποστήρικτη, δεδομένου ότι κλήση για συζήτηση στη μετ΄αναβολή δικάσιμο δεν απαιτείται και η αναγραφή της υπόθεσης στο πινάκιο ισχύει ως κλήση όλων των διαδίκων, (226 παρ. 4 ΚΠολΔ). Η δικαστική δαπάνη, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθεί εις βάρος της διανεμητέας περιουσίας, κατά το διατακτικό.

Περαιτέρω, από την υπ΄αριθ. ….. έκθεση επίδοσης της Δικαστικής Επιμελήτριας Αθηνών ……., προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης υπό στοιχ. Α΄έφεσης, με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση προς συζήτηση για την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στον 4ο εφεσίβλητο της υπό στοιχ. Α΄έφεσης. Ο τελευταίος όμως δεν εμφανίσθηκε και δεν εκπροσωπήθηκε κατά τη σημερινή δικάσιμο κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε από τη σειρά του οικείου πινακίου. Κατά τη διάταξη του άρθρου 76 ΚΠολΔ, όταν η διαφορά επιδέχεται ενιαία μόνο ρύθμιση, η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί εκτείνεται σε όλους τους ομοδίκους ή όταν οι ομόδικοι μόνον από κοινού μπορούν να ασκήσουν αγωγή ή να εναχθούν ή, εξ αιτίας των περιστάσεων που συνοδεύουν την υπόθεση, δεν μπορούν να υπάρξουν αντίθετες αποφάσεις απέναντι στους ομοδίκους, οι πράξεις του καθενός ωφελούν και βλάπτουν τους άλλους. Οι ομόδικοι που μετέχουν νόμιμα στη δίκη ή έχουν προσεπικληθεί, αν δεν παραστούν, θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύονται από εκείνους που παρίστανται. Εξάλλου κατά τη διάταξη του άρθρου 478 ΚΠολΔικ., όταν υπάρχει κοινωνία η αγωγή διανομής απευθύνεται καθ΄ όλων των κοινωνών, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη. Από τις διατάξεις αυτές, συνάγεται με σαφήνεια ότι σε δίκη διανομής μεταξύ πολλών συγκυρίων, καθιδρύεται από το νόμο υποχρεωτική κοινή νομιμοποίηση και ως εκ τούτου αναγκαστική ομοδικία (ΑΠ 89/1973, ΝοΒ 21, 769}. Συνεπώς οι απολειπόμενοι αναγκαίοι ομόδικοι συγκοινωνοί, θεωρούνται ότι αντιπροσωπεύονται από εκείνους που παρίστανται. Έτσι, στην προκειμένη περίπτωση κατά την οποία, η κρινόμενη, υπό στοιχ. Α έφεση, η οποία ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, (518 παρ. 2 ΚΠολΔ, καθώς δεν προκύπτει ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης),  ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή  και να εξεταστεί περαιτέρω κατ΄ουσίαν ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι κατεβλήθη το παράβολο έφεσης, σύμφωνα με το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, (βλ. ……. παράβολα ΤΑΧΔΙΚ και …….. παράβολα Δημοσίου), ερήμην του 4ου εφεσιβλήτου και η συζήτηση να προχωρήσει σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες.

Με την από 18.11.2008 αγωγή τους, οι τρεις πρώτοι εφεσίβλητοι της υπό στοιχ. Α έφεσης, 1) ….., 2) …… και 3) η εταιρία με την επωνυμία «….», (διάδοχος της οποίας είναι η εταιρία «……», που εδρεύει στον Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, εξέθεταν τα ακόλουθα : Ότι  έκαστος εξ αυτών απέκτησε σε ποσοστό 10 % εξ αδιαιρέτου την ψιλή κυριότητα επί οικοπέδου εμβαδού 245, 25 τ.μ., ευρισκομένου στον Πειραιά και επί της οδού …….., το οποίο  περιλαμβάνει 2 ισόγεια κτίσματα που χρησιμοποιούνται ως αποθήκες. Ότι ο 1ος των εναγομένων διαθέτει σε ποσοστό 40% τη συγκυριότητα και την επικαρπία στο ως άνω ακίνητο και ο 2ος των εναγομένων την ψιλή κυριότητα σε ποσοστό 30%, ενώ η επικαρπία του ακινήτου παρέμενε σε ποσοστό 60% στη …. .. … Ότι οι επικαρπωτές του επικοίνου  ένδικου ακινήτου απολαμβάνουν ετήσια προσόδου ύψους 12.000 € από την εκμετάλλευσή του. Εκθέτουν, περαιτέρω, ότι οι εναγόμενοι αρνούνται την εξώδικη διανομή του κοινού ακινήτου συνολικής αξίας 180.000 €  και ότι η αυτούσια διανομή, για τους λόγους που ειδικότερα εκτίθενται στην αγωγή, είναι ανέφικτη. Με βάση το ιστορικό αυτό, οι ενάγοντες ζητούν τη λύση της υφιστάμενης κοινωνίας με τη δια πλειστηριασμού πώληση του διανεμητέου ακινήτου και τη διανομή του εκπλειστηριάσματος μεταξύ τους κατά το λόγο της μερίδας τους, γιατί είναι αδύνατη και ανέφικτη η αυτούσια διανομή του και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα σε βάρος των εναγομένων. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή παραδεκτή, ορισμένη και νόμιμη, τη δέχτηκε και ως ουσιαστικά βάσιμη, επεσήμανε το θάνατο της επικαρπώτριας ……… σε χρόνο προγενέστερο της συζήτησης της αγωγής και διέταξε την πώληση του ένδικου ακινήτου με πλειστηριασμό, όπως ειδικότερα αναφέρεται στην εκκαλουμένη, επέβαλε δε τα δικαστικά έξοδα σε βάρος της διανεμητέας περιουσίας και υποχρέωσε τους εναγομένους να καταβάλουν στους ενάγοντες το συνολικό ποσό των 2.800 €. Κατά της απόφασης αυτής, παραπονείται ο εκκαλών της υπό στοιχ. Α έφεσης, για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ζητώντας να εξαφανιστεί, άλλως μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη προς το σκοπό της απόρριψης της αγωγής στο σύνολό της και την επιβολή των δικαστικών εξόδων σε βάρος των εναγόντων, άλλως σε βάρος της διανεμητέας περιουσίας.

Από την εκτίμηση των καταθέσεων των μαρτύρων που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχονται στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης υπ΄ αριθ. 2067/2010 απόφασης του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, σε συνδυασμό με τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι (1ος , 2ος , 3η ), 1), ……2)…… και 3) …….., ως διάδοχος της εταιρίας με την επωνυμία «……», που εδρεύει στον Πειραιά και  εκπροσωπείται νόμιμα, κατέστησαν συγκύριοι του επιδίκου ακινήτου, σε ποσοστό 10% εξ αδιαιρέτου έκαστος, μετά τον επισυμβάντα στις 2.6.2011, θάνατο της επικαρπώτριας …. ., σε  συνδυασμό με την υπ΄ αριθ. ../2008 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης της συμβολαιογράφου Αθηνών …, νομίμως μεταγεγραμμένης στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Πειραιώς. Ο 1ος εναγόμενος και ήδη εκκαλών, ……., κατέστη συγκύριος του επιδίκου κατά ποσοστό 40% εξ αδιαιρέτου, δυνάμει του υπ΄ αριθ. …/2005 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Αθηνών …., νομίμως μεταγεγραμμένου. Ο 2ος εναγόμενος και ήδη 4ος  εφεσίβλητος, .., κατέστη συγκύριος εξ αδιαιρέτου του  επιδίκου σε ποσοστό 30%, δυνάμει της υπ΄ αριθ. ../1987 Πράξης αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Πειραιά .,  νομίμως μεταγραφείσης στα οικεία βιβλία του ίδιου ως άνω  Υποθηκοφυλακείου. Πρόκειται για οικόπεδο εκτάσεως 245,25 τ.μ., ευρισκόμενο εντός του εγκεκριμένου σχεδίου πόλεως Πειραιώς και επί της οδού ……., με εντός αυτού ισόγειο κτίσμα, έτους κατασκευής 1952, επιφανείας 230,25 τ.μ. και βοηθητικό χώρο – αποθήκη 15 τ.μ., το οποίο είναι μισθωμένο και όπως συνομολογείται από τους διαδίκους, χρησιμοποιείται ως επαγγελματική στέγη από το μισθωτή  ………., ο οποίος διατηρεί εντός αυτού, βιοτεχνία κατασκευής τεντών– μεταλλικών κατασκευών – αλουμινο-κατασκευών, έναντι μηνιαίου μισθώματος 1.200 €, (βλ. πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης). Τα παραπάνω προκύπτουν  από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα, ιδίως δε τον ως άνω τίτλο κτήσης του εκκαλούντα, όπου το ακίνητο περιγράφεται ως οικόπεδο, με επ΄αυτού «ισόγεια κτίσματα που χρησιμοποιούνται ως αποθήκη και καλύπτουν ολόκληρη την επιφάνεια του οικοπέδου, δηλαδή έχουν συνολική επιφάνεια 245,25 τ.μ. και έχουν ανεγερθεί κατά το έτος 1952, αποτελούμενο από μία αποθήκη 230,25 τ.μ. και μία μικρή αποθήκη 15 τ.μ.», (βλ. σελ. 3 τίτλου κτήσης εκκαλούντα στιχ. 11 – 17), όπως  και από την υπ΄αριθ. …/30.11.1987 πράξη αποδοχής κληρονομίας του συμβολαιογράφου Πειραιά …. και υπ΄αριθ. …/22.4.2008 περίληψη κατακυρωτικής έκθεσης της συμβολαιογράφου Αθηνών ……, νομίμως μεταγεγραμμένων στα οικεία βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Πειραιά, δυνάμει της οποίας απέκτησε ο εκκαλών της υπό στοιχ. Β έφεσης, ….., όπου περιγράφεται ως «ισόγειος οικοδομή αποτελούμενη εκ μιας αιθούσης, χρησιμοποιουμένης ως αποθηκευτικού χώρου, μετά των παραρτημάτων, παρακολουθημάτων, του οικοπέδου και της εν γένει περιοχής της, εκτάσεως του οικοπέδου της 245,24 τ.μ., καθώς επίσης και από το από Μαΐου 2004 τοπογραφικό διάγραμμα το οποίο υπογράφει ο εκκαλών ως πολιτικός μηχανικός και στο οποίο αναφέρεται ως «ισόγειο κτίσμα – αποθήκη». Επίσης, το επίκοινο βρίσκεται σε περιοχή όπου λειτουργούν αποθηκευτικοί χώροι και συνεργεία, χωρίς καταστήματα πώλησης, (βλ. κατάθεση μάρτυρα απόδειξης στα πρακτικά του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου. Περαιτέρω, η αναφορά της αξίας του διανεμητέου στην αγωγή διανομής έχει επιρροή για τον προσδιορισμό της καθ΄ύλην αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, στην κρινόμενη δε περίπτωση, η παγιωθείσα κατά την άσκηση της αγωγής αρμοδιότητα καθιστά αρμόδιο το δικάσαν πρωτοβάθμιο Πολυμελές Πρωτοδικείο, χωρίς ν΄ασκεί επιρροή η αυξημένη αξία του διανεμητέου, την οποία επικαλείται ο εκκαλών. Τέλος, το υλικό κατασκευής του διανεμητέου (σκυρόδεμα) στο σκελετό και στην πλάκα, αλλά και η ύπαρξη εσωτερικών γερανών, μη αποτελούντων συστατικά ή παραρτήματα του διανεμητέου, αλλά  που ανήκουν και χρησιμοποιούνται από την επιχείρηση του μισθωτή, ουδεμία επιρροή ασκούν στη διαμόρφωση της αξίας του διανεμητέου ακινήτου, ούτε αποδείχθηκε διαφορετική κτηριακή διαμόρφωση επ΄αυτού και δη ύπαρξη ορόφων, συστατικών κατασκευών και εργαλείων και συνακόλουθα αυξημένη αξία αυτού. Επίσης, η αξία του επικοίνου ανέρχεται στο ποσό των 140.000 €, όπως δέχτηκε, κατά την ελεύθερη εκτίμησή του, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και στη συνέχεια υπολόγισε με βάση την αξία αυτήν τα έξοδα της δίκης. Ειδικότερα, ο μάρτυρας των εναγόντων, αναβιβάζει την αξία του επικοίνου στο ποσό των 240.000 €, (βλ. πρακτικά πρωτοβάθμιας δίκης), ενώ οι ενάγοντες με τις προτάσεις τους αναφέρουν την αξία του στο ποσό των 220.000 €. Λαμβανομένων υπ΄όψιν, της διαδρομής του χρόνου από την πρώτη συζήτηση της αγωγής (2010) και της μεταβολής των οικονομικών δεδομένων έκτοτε, όπως άλλωστε προκύπτει από την κατάθεση του ίδιου ως άνω μάρτυρα, ότι κανένας από τους συγκοινωνούς δεν πέτυχε την πώληση του μεριδίου του επί του επικοίνου με βάση την αντικειμενική αξία (του μεριδίου), δεν προκύπτει μεταβολή ως προς την εκτίμηση της αξίας. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο έκρινε ομοίως ως προς την περιγραφή και την εκτίμηση της αξίας του ακινήτου στο ποσό των 140.000 €, δεν έσφαλε και ορθώς το νόμο εφάρμοσε και ο σχετικός (1ος) λόγος της κρινόμενης έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι η αξία του διανεμητέου ανέρχεται στο ανωτέρω ποσό, ενώ στο δικόγραφο της αγωγής δεν αναφερόταν η αξία, ούτε περιγραφόταν επακριβώς το ακίνητο,  πρέπει ν΄απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Επίσης, με βάση τ΄ανωτέρω, προκύπτει αναμφίβολα ότι το διανεμητέο ακίνητο είναι το προπεριγραφέν, ήτοι ισόγειο κτίσμα με αποθήκη 230,25 τ.μ. και 15 τ.μ., αντίστοιχα, χωρίς διακεκριμένους χώρους και ορόφους, κατασκευασμένα από σκυρόδεμα το έτος 1952, των οποίων η συνολική επιφάνεια καλύπτει το οικόπεδο επιφανείας 245,24 τ.μ., ευρισκόμενο επί της οδού …….., στην περιοχή …. Πειραιά και χρησιμοποιούμενο ως επαγγελματικός χώρος. Από κανένα στοιχείο δεν προέκυψε ότι η αξία των προπεριγραφέντων κτισμάτων προσαυξάνει την αξία του οικοπέδου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια, ορθώς το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και ο σχετικός (2ος) λόγος της κρινόμενης έφεσης με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται ότι δεν περιγράφονται επαρκώς τα υφιστάμενα κτήρια με αποτέλεσμα την εσφαλμένη κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επί της πραγματικής αξίας αυτού, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, που έχει εφαρμογή και επί δικών διανομής κοινού πράγματος (ΑΠ 473/2004 ΕλλΔνη 2004.1619, ΑΠ 13/2004 ΝοΒ 52,1198), ή άσκηση του δικαιώματος είναι καταχρηστική και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου ή η διαμορφωθείσα εξαιτίας της, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, πραγματική κατάσταση, καθιστούν τη μεταγενέστερη άσκησή του μη ανεκτή, ως τείνουσα στην ανατροπή κατάστασης, που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες, εφόσον από την συμπεριφορά του δικαιούχου, συναρτώμενη με εκείνη του υπόχρεου, έχει δημιουργηθεί η πεποίθηση πως δεν θα ασκηθεί το δικαίωμα (ΑΠ 473/2004 ό.π.). Εξάλλου, πότε συντρέχει προφανής υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281  ΑΚ, θα κριθεί από τις συγκεκριμένες κατά περίπτωση περιστάσεις, ενώ τέτοια δεν συντρέχει όταν η λύση της κοινωνίας δεν εξυπηρετεί έναν από τους κοινωνούς ή προσκρούει στα συμφέροντά του (ΑΠ 1034/2002 δημ. σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 1895/2009 ΕλλΔνη 2010.678, ΕφΑθ 6546/2008 ΕλλΔνη 2009.557). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, οι ενάγοντες απέκτησαν το διανεμητέο κατά ψιλή κυριότητα, ενώ πριν τη συζήτηση της αγωγής, λόγω θανάτου της επικαρπώτριας, κατέστησαν συγκύριοι κατά το ποσοστό του εξ αδιαιρέτου ο καθένας τους της πλήρους κυριότητας του ιδανικού τους μεριδίου καθένας εξ αυτών.  Ο 1ος  εναγόμενος και ήδη εκκαλών, με τις προτάσεις του στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο προέβαλε την ένσταση καταχρηστικής άσκησης του επίδικου δικαιώματος των εναγόντων, την οποία (ένσταση) επαναφέρει με το σχετικό (3ο) λόγο έφεσης, ισχυριζόμενος ειδικότερα ότι η λύση της υφιστάμενης μεταξύ των διαδίκων κοινωνίας θα αποστερήσει τους κοινωνούς από το έσοδο του εισπραττόμενου μηνιαίου μισθώματος, παρά το γεγονός ότι οι μεν ενάγοντες, ως ψιλοί κύριοι κατά την κτήση του εμπραγμάτου δικαιώματός τους, δεν εισέπρατταν μερίδιο, ήδη δε εισπράττουν, οι δε εναγόμενοι εισέπρατταν μερίδιο επί του μισθώματος και τώρα θα το αποστερηθούν. Το επικαλούμενο, όμως, για την στήριξη της ένστασης αυτής πραγματικό περιστατικό, και αληθές υποτιθέμενο, δεν καθιστά καταχρηστική την άσκηση της αγωγής διανομής σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην αμέσως προηγούμενη νομική σκέψη. Και τούτο, γιατί, κατά τα εκτιθέμενα, δεν είχε δημιουργηθεί από τη συμπεριφορά των εναγόντων πραγματική κατάσταση επί του επίκοινου ακινήτου, η οποία ανατράπηκε με την άσκηση της αγωγής, ούτε το δικαίωμα αυτών να επιδιώξουν τη δικαστική διανομή του εν λόγω κοινού ακινήτου προκαλεί την εντύπωση έντονης, σε βάρος του 1ου εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, αδικίας και, συνεπώς, ο ανωτέρω ισχυρισμός του τελευταίου είναι μη νόμιμος και απορριπτέος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, απέρριψε ως νομικά αβάσιμο τον ισχυρισμό του 1ου εναγομένου και ήδη εκκαλούντος, ορθώς ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και ο περί του αντιθέτου σχετικός (3ος) λόγος της υπό κρίση έφεσης αυτού, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι το επίκοινο ακίνητο, σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής και της κοινής πείρας, αλλά και τις διατάξεις του ισχύοντος ΓΟΚ, ενόψει του εμβαδού, της φύσης και της εν γένει κατάστασης του, (διαστάσεις, σχήμα, παλαιότητα, γενικότερος προορισμός του στις συναλλαγές, ύπαρξης πολλών συγκυριών με άνισα μερίδια των ως άνω ποσοστών συγκυριότητάς των διαδίκων σε αυτό), είναι αδύνατη η αυτούσια διανομή του ή η φυσική διαίρεση του σε μέρη ανάλογα με τις μερίδες των κοινωνών, αφού κάτι τέτοιο απαγορεύεται από τον ισχύοντα ΓΟΚ, καθόσον σε περίπτωση διαίρεσης παρά την τοιαύτη απαγόρευση, τα τμήματα που θα προέκυπταν θα ήταν μη άρτια και οικοδομήσιμα, μη πληρούντα το ελάχιστο όριο πρόσοψης και εμβαδού, σε τρόπο μάλιστα ώστε, μεταξύ άλλων, να μειώνεται σε τέτοιο βαθμό η αξία του, ώστε να καθίσταται άχρηστο. Χαρακτηριστικό της έλλειψης δυνατότητας αυτούσιας διανομής, αποτελεί και η, (ενδεικτικά) υποδεικνυόμενη και προτεινόμενη από τον 1ο εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα, λύση της απόδοσης στους ενάγοντες τμήματος του επικοίνου, μήκους 29 μέτρων και πλάτους 2,85 μέτρων, (εμφαινόμενο υπό τα στοιχεία ΑΒΓΔΑ)  στο συνημμένο και αποτελούν ένα σώμα με το δικόγραφο της έφεσης σκαρίφημα του πολιτικού μηχανικού Δ. Αλεξίου), εντός  του οποίου, (τμήματος) και περίπου στο 1/3 του μήκους αυτού προς την οπίσθια πλευρά, τοποθετείται επίσης και η σκάλα ανόδου στο πατάρι, καταλαμβάνοντας ικανό χώρο. Ωστόσο, οι ενάγοντες, δεν δήλωσαν ότι αποδέχονται την απόδοση κοινής μερίδας, ώστε να είναι εφικτή η απόδοση σε αυτούς του εν λόγω τμήματος. Επίσης, η τέτοια διαίρεση αναιρεί τη χρησιμότητα και τη λειτουργικότητα του επικοίνου. Άλλωστε, ούτε οι εναγόμενοι δήλωσαν ότι αποδέχονται κοινή μερίδα ώστε να τους αποδοθεί το εναπομείναν τμήμα, εμφαινόμενο στο ίδιο ως άνω σκαρίφημα, υπό τα στοιχεία ΕΔΑΖΕ. Επίσης, όπως ισχυρίζεται ο εκκαλών, τυχόν ανοικοδόμηση του οικοπέδου, θα μείωνε την επιφάνειά του κατά ποσοστό 30% τουλάχιστον. Σημειωτέον ότι δεν ζητείται ανοικοδόμηση με σύσταση καθέτων ιδιοκτησιών, ενώ η σύσταση οριζοντίων ιδιοκτησιών δεν είναι επιτρεπτή, καθώς δεν πρόκειται για ακίνητο με υπάρχουσα οικοδομή και οι μελλοντικώς ανεγερθησόμενες ιδιοκτησίες δεν αποτελούν αντικείμενο διανομής, (ΑΠ 733/2010, ΝΟΜΟΣ). Σε κάθε περίπτωση, η ανοικοδόμηση θα απαιτούσε υπερβολικά μεγάλη δαπάνη σε σχέση με την εκτιμώμενη τιμή πώλησης, (βλ. τεχνικοοικονομική έκθεση του ως άνω πολιτικού μηχανικού, όπου η τιμή ανοικοδόμησης ανέρχεται περίπου στο ποσό των 800.000 € και η τιμή πώλησης δεν ξεπερνά τις 620.000 €). Πρέπει δε να ληφθεί υπ΄όψιν και το συνομολογούμενο από τους διαδίκους γεγονός, ότι σε περίπτωση ανοικοδόμησης, η επιφάνεια του νέου κτηρίου θα είναι μικρότερη σε ποσοστό 30%. Επομένως, η αυτούσια διανομή του επίκοινου οικοπέδου είναι ανέφικτη, επιπλέον δεν είναι δυνατή ούτε η αυτούσια διανομή με τη σύσταση οριζόντιας ιδιοκτησίας επί του υπάρχοντος επί οικοπέδου κτίσματος πέραν των προαναφερόμενων λόγων (ποσοστά συγκυριότητάς πολλών διαφορετικών προσώπων) και λόγω της παλαιότητας, αφού το κτήριο  φέρεται να έχει κατασκευαστεί προ του έτους 1955 με συνέπεια την πρόδηλη αδυναμία σύστασης αυτοτελών και λειτουργικών οριζοντίων ιδιοκτησιών, όσων και οι ιδανικές μερίδες των συγκυρίων. Επίσης ακόμη και αν κατόπιν κατεδαφίσεως του υπάρχοντος κτίσματος θεωρηθεί το οικόπεδο ακάλυπτο λόγω του ότι το υπάρχον κτήριο είναι παλαιό και μικρής αξίας, μη υπερβαίνουσας, σε κάθε περίπτωση, την αξία του οικοπέδου, το εμβαδόν του επίδικου οικοπέδου, οι διαστάσεις του και κυρίως η ύπαρξη πολλών και άνισων  μερίδων διαφορετικών προσώπων, δεν επιτρέπουν κατά τις πολεοδομικές διατάξεις αυτούσια διανομή ούτε με σύσταση κάθετης ιδιοκτησίας. Συνεπώς ενόψει του ότι δεν υπάρχει και πάλι αίτημα λήψης κοινής μερίδας από τους ίδιους συγκυρίους και συμφωνία μεταξύ τους ως προς τις σχηματισθείσες κοινές μερίδες, δεν είναι εφικτή η διαίρεση του επιδίκου με τη χάραξη ορίων και τη μεταβίβαση της κυριότητας των τμημάτων που θα προκύψουν στους διαδίκους κοινωνούς ανάλογα με τις μερίδες τους, (480, 480 Α ΚΠολΔ). Εν όψει των ανωτέρω, δεν κρίνεται απαραίτητη η διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης σχετικά με τη δυνατότητα αυτούσιας διανομής του επικοίνου, καθώς ο μοναδικός εφικτός και συμφέρων τρόπος διανομής είναι η πώλησή του με πλειστηριασμό. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε όμοια, έστω και με εν μέρει ατελή αιτιολογία, η οποία παραδεκτά (534 ΚΠολΔ) συμπληρώνεται με την παρούσα, δεν έσφαλε και ορθώς το νόμο ερμήνευσε και τις αποδείξεις εκτίμησε και ο σχετικός (4ος) λόγος της κρινόμενης έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Κατόπιν αυτών και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει α) ν΄απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η από  4.6.2015, (υπ΄αριθ. κατάθ. ……./4.6.2015) έφεση του …… και να επιβληθεί η διικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων σε βάρος του λόγω της ήττας του, (176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ) και β) να απορριφθεί  ως ουσιαστικά αβάσιμη η από 3.4.2015, (υπ΄αριθ. κατάθ. …./18.5.2015), έφεση του … Επίσης πρέπει  να οριστεί το νόμιμο παράβολο ερημοδικίας για τον ερήμην δικασθέντα .., για την περίπτωση άσκησης από αυτόν ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας απόφασης (άρθρα 501, 502 παρ. 1 και 505 παρ. 2 ΚΠολΔ), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας. Ακόμη, λόγω της ήττας των εκκαλούντων των ανωτέρω εφέσεων, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των παραβόλων των διακοσίων (200) ευρώ, που κατατέθηκαν από αυτούς, με τα α) ……… ΤΑΧΔΙΚ και ……. παράβολα Δημοσίου και β) υπ’ αριθ. …….. παράβολα Δημοσίου, αντίστοιχα, (495 παρ. 4 εδ. δ΄ ΚΠολΔ). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα α) των παρισταμένων εφεσιβλήτων στην υπό στοιχ. Α έφεση και β) των παρισταμένων  1ου, 2ου και 3ης των εφεσιβλήτων, στην υπό στοιχ. Β έφεση, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος α) του εκκαλούντος ….. και β) του εκκαλούντος …., αντίστοιχα, λόγω της ήττας τους, (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει α) την από  4.6.2015, (υπ΄αριθ. κατάθ. ../4.6.2015) έφεση του …, ερήμην του εκκαλούντος και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων και β) την από 3.4.2015, (υπ΄αριθ. κατάθ. ../18.5.2015), έφεση του …., ερήμην του 4ου εφεσιβλήτου …. και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, κατά της υπ΄αριθ. 460/13.2.2015 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, (τακτικής διαδικασίας).

α) Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 4.6.2015, (υπ΄αριθ. κατάθ. ../4.6.2015) έφεση του …. κατά της υπ΄αριθ. 460/13.2.2015 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, (τακτικής διαδικασίας).

Ορίζει το παράβολο, για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας  εκ μέρους του …., στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα παραβόλου έφεσης, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα …. στα στη δικαστική δαπάνη των εφεσιβλήτων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

β) Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 3/4/2015, (υπ΄αριθ. καταθ. …./18.5.2015)  έφεση του ….., κατά της υπ΄ αριθ. 460/13.2.2015 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, (τακτικής διαδικασίας)

Ορίζει το παράβολο για την άσκηση ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους του ……., στο ποσό των διακοσίων ενενήντα (290) ευρώ.

Διατάσσει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του κατατεθέντος από τον εκκαλούντα παραβόλου, που αναφέρεται στο σκεπτικό.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα …., στη δικαστική δαπάνη των 1ου, 2ου και 3ης των εφεσιβλήτων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, την οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 21 Ιουνίου  2018.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

Και αντ΄ αυτής,

επειδή βρίσκεται

σε αναρρωτική άδεια,

η Εφέτης Χρυσούλα

Πλατιά

 

 

 

 

Δημοσιεύθηκε  δε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στις  18  Μαρτίου 2019 με άλλη σύνθεση, κωλυομένης της Προέδρου Εφετών, Αικατερινής Νομικού, η οποία ευρίσκεται σε αναρρωτική άδεια, αποτελούμενο από τους Δικαστές Χρυσούλα Πλατιά, Προεδρεύουσα Εφέτη, Παρασκευή Μπερσή και Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτες, και Γραμματέα τη Καλλιόπη Δερμάτη. χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων όσων εξ αυτών παραστάθηκαν.

Η  ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΦΕΤΗΣ