Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 425/2018

Αριθμός  425/2018

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αικατερίνη Νομικού, Πρόεδρο Εφετών,  Χρυσούλα Πλατιά, Εφέτη και Γεωργία Λάμπρου, Εφέτη-Εισηγήτρια,   και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Με βάση το άρθρο 51 παρ. 1, 2 και 3 του Ν. 2172/1993 συνεστήθησαν στο Πρωτοδικείο και στο Εφετείο Πειραιώς ειδικά τμήματα ναυτικών διαφορών, η δικαιοδοσία των οποίων εκτείνεται σε ολόκληρο το νομό Αττικής, για την εκδίκαση ιδιωτικών διαφορών που πηγάζουν από πράξεις του θαλασσίου εμπορίου, τη χρησιμοποίηση, λειτουργία ή ναυσιπλοΐα πλοίου ή την παροχή εργασίας σε αυτό.Το ίδιο άρθρο προσδιορίζει ενδεικτικώς τις ναυτικές διαφορές μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και εκείνες που έχουν αιτία την πώληση πλοίου σύμφωνα με την παρ. 3 Α και 3Β εδ. α του άνω άρθρου, που ορίζει ότι «Ενδεικτικά ναυτικές διαφορές είναι εκείνες που έχουν αιτία: α) τη ναυπήγηση,  την πώληση και γενικότερα την εκποίηση πλοίου με επαχθή αιτία , β) …   ιγ ) την   κυριότητα,  νομή  ή κατοχή  πλοίου,  υποθήκη  (απλή  ή προτιμώμενη) ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε πλοίο», όπως η έννοια του πλοίου προσδιορίζεται στην παρ. 4 του ιδίου άρθρου, δηλαδή κάθε πλωτή κατασκευή ικανή για την εκτέλεση ορισμένου έργου ή υπηρεσίας στο θαλάσσιο χώρο.Περαιτέρω το ίδιο ως άνω άρθρο ορίζει, ότι εφαρμόζεται και για την περίπτωση αυτήν αναλόγως η διάταξη του άρθρου 46 Κ.Πολ.Δ., για την παραπομπή των υποθέσεων από αναρμόδιο καθ` ύλην ή κατά τόπον δικαστήριο στο, κατά το νόμο αυτόν, αρμόδιο δικαστήριο (Α.Π. 1296/2012 Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α.. Α.Π. 1602/2012, Α.Π.1285/2006 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Σύμφωνα δε  με τις διατάξεις των παραγράφων 5 και 6 του ιδίου άρθρου, οι πιο πάνω διαφορές και υποθέσεις, αν εισαχθούν σε άλλο τμήμα του Πρωτοδικείου ή του Εφετείου Πειραιώς, παραπέμπονται στο τμήμα ναυτικών διαφορών των Δικαστηρίων αυτών και οι διαφορές και υποθέσεις που δεν υπάγονται στο τμήμα ναυτικών διαφορών και εισάγονται σε αυτό, μπορούν να δικαστούν από αυτό ή να παραπεμφθούν στο αρμόδιο τμήμα, εφαρμοζόμενης αναλόγως της διάταξης του άρθρου 46 Κ.Πολ.Δ. Η ένσταση της καθ` ύλην αρμοδιότητας του δικαστηρίου που δικάζει την αγωγή αφορά τη δημόσια τάξη και εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, προτείνεται δε σε κάθε στάση της δίκης και στον Άρειο Πάγο για πρώτη φορά, εφόσον στην τελευταία περίπτωση τα πραγματικά περιστατικά που τη συγκροτούν προκύπτουν από την προσβαλλόμενη απόφαση ή έχουν τεθεί νομίμως ενώπιον του δικαστηρίου της ουσίας (Α.Π. 1602/2012, Α.Π.51/2004 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αν η επίδικη διαφορά έχει χαρακτήρα ναυτικής διαφοράς, έτσι ώστε η αγωγή και η σε δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας εκδίκασή της να υπάγονται στο τμήμα ναυτικών διαφορών του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Πειραιώς, αυτή η υπαγωγή έχει χαρακτήρα ρύθμισης της λειτουργικής ή της υλικής αρμοδιότητας του δικαστηρίου που θα δικάσει. Παγίως γίνεται δεκτό, ότι η εκδίκαση διαφοράς από άλλο τμήμα του ίδιου δικαστηρίου δεν παραβιάζει τους κανόνες για την κατανομή της υλικής ή λειτουργικής αρμοδιότητας, αν η κατανομή των διαφορών ανάμεσα σε τμήματα του ίδιου δικαστηρίου προβλέπεται απλώς και μόνον από τον εσωτερικό κανονισμό του. Κάθε τμήμα του δικαστηρίου έχει την ίδια υλική ή λειτουργική αρμοδιότητα. Και τούτο, επειδή η λειτουργία περισσότερων τμημάτων αποβλέπει κυρίως στην ορθολογικότερη οργάνωση του δικαστηρίου και δευτερευόντως στην εξοικείωση των δικαστών με ορισμένη ειδική ύλη του δικαίου. Διαφορετική διάσταση, όμως, έχει η, διαμέσου νόμου, ίδρυση ειδικών τμημάτων του ίδιου δικαστηρίου, όπως συμβαίνει με το τμήμα ναυτικών διαφορών του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Πειραιώς. Εδώ η νομοθετική σύσταση του τμήματος υπαγορεύεται από την έντονη ανάγκη να διασφαλιστεί για τους διαδίκους η συγκρότηση του δικαστηρίου από δικαστές ειδικής εμπειρίας και ενασχόλησης και τα τμήματα ναυτικών διαφορών του Πρωτοδικείου και του Εφετείου Πειραιώς έχουν ξεχωριστή υλική ή λειτουργική αρμοδιότητα σε σχέση με τα άλλα τμήματα του ίδιου δικαστηρίου (Παρατηρήσεις Κώστα Μπέη στη ΔΙΚΗ 2004/965).

Στην προκειμένη περίπτωση με την από 18- 04-2000 (αριθμ.εκθ. καταθ. …../2000) αγωγή του ο ενάγων ήδη εφεσίβλητος στρεφόμενος κατά :  1) της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «… ..» καθολικός  διάδοχος της οποίας είναι η «…» ήδη εκκαλούσα και 2) της …… συμβ/φου Πειραιά με την ιδιότητά της ως υπαλλήλου επί του πλειστηριασμού, εξέθετε τα ακόλουθα:  Ότι δυνάμει της υπ΄αριθμ. ../28-5-1996 έκθεσης αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου του δικαστικού επιμελητή Πειραιώς … και με επίσπευση της πρώτης των εναγομένων …….., η οποία έχει ήδη συγχωνευθεί με απορρόφηση της από την ….., ήδη εκκαλούσα, κατασχέθηκε αναγκαστικά το επιβατηγό οχηματαγωγό πλοίο «ΑΝ» πλοιοκτησίας της εταιρείας με την επωνυμία «…..», το οποίο εκπλειστηριάσθηκε στις 18-12-96 με την υπ’ αριθμ. ….. επαναληπτική περίληψη κατασχετήριας έκθεσης πλοίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς …. δεύτερης των εναγομένων. Ότι ο ίδιος πλειοδότησε στον ως άνω πλειστηριασμό για το ποσό των 165.001.000 δραχμών καταθέτοντας ως εγγύηση για την συμμετοχή του σ’ αυτόν το ποσό των 55.000.000 δραχμών με τραπεζικές επιταγές. Ότι η συμμετοχή του στον πλειστηριασμό αυτό, στον οποίο η πλειοδοσία και η κατάθεση της εγγυήσεως έγιναν κατόπιν των απατηλών διαβεβαιώσεων της ως άνω συμβολαιογράφου – δεύτερης εναγομένης, αλλά και της πρώτης εναγομένης επισπεύδουσας …. Τράπεζας με τις οποίες τον παραπλάνησαν ότι με την πλειοδοσία του θα αποκτούσε το εν λόγω πλοίο χωρίς νομικά ελαττώματα. Ότι ειδικότερα αμφότερες οι εναγόμενες από κοινού του παρέστησαν ψευδώς (αποκρύπτοντας σκοπίμως την αλήθεια) ότι δήθεν δεν υπήρχε κανένα χρέος του πλοίου και ότι δεν θα είχε κανένα πρόβλημα με το NAT και την αρμόδια Δ.Ο.Υ. πλοίων, μολονότι αμφότερες οι εναγόμενες είχαν προηγουμένως λάβει γνώση μετά από σχετική κοινοποίηση προς αυτές τουλάχιστον από το NAT ότι το επίδικο πλοίο είχε χρέη προς τον τελευταίο ασφαλιστικό οργανισμό ύψους 105.686.808 δραχμών πλέον προσθέτων τελών προς 2% ετησίως από 18-12-1996 και εφεξής μέχρις εξοφλήσεως. Ότι παραπλανηθείς και παραπεισθείς συνεπεία αυτών των ρητών και ψευδών διαβεβαιώσεων των εναγομένων στις 18-12-1996 κατά την οποία διενεργήθηκε ο πλειστηριασμός του επίδικου πλοίου ενώπιον της συμβ/φου Πειραιώς …… ως υπαλλήλου του πλειστηριασμού ο ίδιος πλειοδότησε στον ως άνω πλειστηριασμό για το ποσό των 165.001.000 δραχμών καταθέτοντας ως εγγύηση για την συμμετοχή του σ’ αυτόν το ποσό των 55.000.000 δραχμών με τραπεζικές επιταγές. Ότι ο ίδιος πλειοδότησε σε αυτόν (πλειστηριασμό) με το ποσό των 165.000.000 δραχμών από το οποίο κατέβαλε στην υπάλληλο του πλειστηριασμού αμέσως μέρος αυτού, ήτοι 55.000.000 δραχμές, πράγμα το οποίο δεν θα έπραττε εάν γνώριζε την αλήθεια και ότι από την δόλια αυτή συμπεριφορά απέναντι στο πρόσωπο του αμφοτέρων των εναγομένων ο ίδιος ζημιώθηκε κατά τα αναφερόμενα κατωτέρω στην αγωγή ποσά (θετικές και αποθετικές ζημιές). Επίσης, δε, εξέθετε ότι από την εν λόγω παράνομη και υπαίτια συμπεριφορά των εναγομένων η μεν πρώτη τούτων προσπορίστηκε παράνομο περιουσιακό όφελος, συνιστάμενο στη δυνατότητα ικανοποιήσεως της προνομιακής της αξίωσης κατά της οφειλέτριάς της ως άνω πλοιοκτήτριας εταιρείας από την δική του περιουσία (ενάγοντα) και όχι από την περιουσία της οφειλέτιδος της και δη κατά το ποσόν των 55.000.000 δραχμών, η δε δεύτερη υπό την ανωτέρω ιδιότητα της ως συμβολαιογράφου αφενός μεν προσπορίστηκε τελικά την αμοιβή της και μάλιστα προνομιακά από το επιτευχθέν πλειστηρίασμα επί βλάβη και ζημία αντίστοιχα της περιουσίας του. Ότι ειδικότερα την επομένη του πλειστηριασμού ερευνώντας στο NAT και την αρμόδια Δ.Ο.Υ. πλοίων προκειμένου να πληροφορηθεί το χρονικό διάστημα που θα απαιτούνταν για να του χορηγηθούν πιστοποιητικά μη οφειλής στους εν λόγω οργανισμούς ώστε να νηολογηθεί το πλοίο στο όνομα του και ν’ αρχίσει να το εκμεταλλεύεται διαπίστωσε ότι οι οφειλές της προηγούμενης πλοιοκτήτριας ανέρχονταν ήδη στο ποσό των 105.686.808 δραχμών πλέον όπως προαναφέρθηκε τελών 2% ετησίως από 18-12-1996 τα οποία πλέον επιβάρυναν τον ίδιο και έπρεπε να καταβληθούν για να του χορηγηθούν τα αιτηθέντα πιστοποιητικά. Ότι κατόπιν αυτού ο ενάγων δεν κατέβαλε το υπόλοιπο ποσό των 110.000.000 δραχμών, μέσα στην προθεσμία που του είχε τεθεί από την ως άνω επί του πλειστηριασμού υπάλληλο, αλλά με  εξώδικη   δήλωση   του   ζήτησε  και  την   επιστροφή   της εγγυήσεως που είχε καταβάλει. Ότι στη συνέχεια η δεύτερη εναγομένη του κοινοποίησε την υπ’ αριθμ. …… περίληψη της υπ’ αριθμ. …….. εντολής επίσπευσης αναπλειστηριασμού πλοίου, με την οποία του δήλωνε ότι μετά την πάροδο της δεκαπενθήμερης προθεσμίας που του είχε ταχθεί για την καταβολή του οφειλόμενου εκπλειστηριάσματος και της αρνήσεως του να το καταβάλει κατέπεσε η εγγύηση και ανατράπηκε η κατακύρωση σε αυτόν του πλοίου, κατόπιν δε της υπ’ αριθμ. …../15-1-97 πρόσκλησης της προς τον επόμενο πλειοδότη ……… και της μη προσελεύσεως του τελευταίου να καταβάλει το εκπλειστηρίασμα, συντάχθηκε η υπ’ αριθμ. ……./31-1-97 εντολή προς επίσπευση αναπλειστηριασμού του επίδικου πλοίου με την οποία επισπεύθηκε αναπλειστηριασμός τούτου σε βάρος του ενάγοντος για την 19-3-1997, οπότε αυτός ματαιώθηκε λόγω ελλείψεως πλειοδοτών. Ότι δυνάμει της από ……./24-3-97 εντολής προς επίσπευση αναπλειστηριασμού επισπεύσθηκε εκ νέου αναπλειστηριασμός του ως άνω πλοίου σε βάρος και πάλι του ενάγοντος για την 7-5-1997, δυνάμει της υπ’ αριθμ. ………/26-3-97 περίληψης, οπότε και πάλι τούτος ματαιώθηκε. Ότι συνεπεία ανακοπής εκτελέσεως που ο ίδιος άσκησε ακυρώθηκε τελεσίδικα και ο ένδικος πλειστηριασμός και οι ως άνω πράξεις εκτελέσεως. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό ζήτησε ο ενάγων ως αποζημίωση του συνεπεία της ως άνω αντισυμβατικής, αλλά και παράνομης και υπαίτιας συμπεριφοράς αμφοτέρων των εναγομένων – μετά το νόμιμο περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής με τις προτάσεις του σε αναγνωριστικό να αναγνωρισθεί ότι αμφότεροι οι εναγόμενοι οφείλουν να του καταβάλουν ως θετική και αποθετική του ζημία το συνολικό ποσό των 305.529.570 δραχμών, όπως ειδικότερα αναλύεται αυτό στην αγωγή, άλλως (επικουρικά) το ποσό των 274.993.175 δραχμών, άλλως (έτι δε επικουρικότερα) το ποσό των 274.191.132 δραχμών με το νόμιμο τόκο, από της επιδόσεως της αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθούν οι εναγόμενες στην δικαστική του δαπάνη..  Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η υπ΄αριθμ. 6741/2001 εν μέρει οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία) με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η αγωγή ως προς τη δεύτερη των εναγομένων ενώ ως προς την πρώτη εναγομένη εταιρεία ήδη εκκαλούσα αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης προκειμένου ο ενάγων να αποδείξει με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο και με μάρτυρες ότι η πρώτη εναγομένη απέκρυψε αντισυμβατικά και υπαίτια από τον ενάγοντα τα χρέη του πλοίου προς το ΝΑΤ και στην αρμόδια ΔΟΥ με αποτέλεσμα εκείνος να πλειοδοτήσει και ότι απότοκος της συμπεριφοράς αυτής της πρώτης εναγομένης ήταν εκείνη να ικανοποιήσει την προνομιακή της αξίωση κατά της οφειλέτιδος πλοιοκτήτριας από τη δική του περιουσία και όχι από την περιουσία της οφειλέτιδος, ο ίδιος δε ο ενάγων να απωλέσει ως θετική ζημία τα ακόλουθα ποσά : 33.748.330 δραχμές (όπως αυτά αναλύονταν στην αγωγή), επικουρικώς 3.211.985 δραχμές και επικουρικότερα 2.409.942 δραχμές και ως αποθετική ζημία (που συνίστανται στην απώλεια του μετά βεβαιότητας προσδωκόμενου κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων κέρδους που θα απεκόμιζε από την  δρομολόγηση του ως άνω πλοίου στη γραμμή Πειραιάς- Αίγινα – Μέθανα – Πόρος κατά τα έτη 1997, 1998, 1999) το ποσό των 271.781.190 δραχμών.

Μετά την έκδοση της ως ανω προδικαστικής απόφασης και το πέρας των  αποδείξεων που διέταξε αυτή, εκδόθηκε (κατόπιν της από 7/4/ 2015 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../ 8-4-2015 κλήσης του ενάγοντος) η υπ΄αριθμ. 1802/ 2016 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (τακτική διαδικασία) με την οποία αφού απορρίφθηκε  ότι κρίθηκε απορριπτέο, κατά τα λοιπά έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή  ως και κατ΄ουσίαν βάσιμη ως προς την πρώτη εναγομένη εταιρεία και αναγνωρίστηκε ότι η τελευταία έχει υποχρέωση να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 99.041,47 ευρώ (όπως αναλυτικά εκτίθεται στην απόφαση), νομιμοτόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως και τέλος καταδικάστηκε η πρώτη εναγομένη σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος τα οποία ορίστηκαν στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000,00) ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα- εναγομένη με την από 9-1-2017 (γεν.αριθμ.καταθ. …./2017) ένδικη έφεσή της με την οποία ζητεί, για τους λόγους που αναφέρονται σ` αυτήν, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη ώστε να απορριφθεί στο σύνολό της η από 18-04-2000 αγωγή του ενάγοντος.Με βάση, όμως, τα όσα εκτέθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας, η επίδικη διαφορά είναι «ναυτική», κατά την αληθή έννοια των διατάξεων του άρθρου 51 παρ. 3 του Ν 2172/1993 αφού αυτή αφορά απαιτήσεις του ενάγοντος που προέρχονται από πλειστηριασμό πλοίου, ο οποίος αποτελεί ιδιόρρυθμη σύμβαση πώλησης.  Με τα δεδομένα αυτά, η προκείμενη ένδικη υπόθεση αναρμοδίως εισήχθη προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος τμήματος του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο δεν είναι, κατά τη σχετική και νομίμως δημοσιευθείσα 2/1994 απόφαση της Ολομελείας του, εκείνο των «Ναυτικών Διαφορών». Επομένως, σύμφωνα με τα άρθρα 46 ΚΠολΔ και 51 παρ. 5-6 του Ν 2172/1993, πρέπει να κηρυχθεί το τμήμα αυτό αναρμόδιο προς εκδίκαση της, με την υπό κρίση έφεση, εισαγομένης σ` αυτό ένδικης ναυτικής υπόθεσης και να παραπεμφθεί  η τελευταία στο αρμόδιο «Τμήμα Ναυτικών  Διαφορών» του Εφετείου  τούτου, χωρίς όμως να επιβληθούν δικαστικά έξοδα, διότι η παρούσα απόφαση δεν είναι οριστική, με την έννοια του άρθρου 309 ΚΠολΔ, καθόσον δεν αποφαίνεται για την καθ` ύλην αναρμοδιότητα ολόκληρου του Δικαστηρίου τούτου, αλλά μόνον του Τμήματος τούτου, που δεν αποτελεί οργανικώς αυτοτελές Δικαστήριο και κατ`ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 46 ΚΠολΔ (για όλα τα ανωτέρω πρβλ. ΕφΠειρ 445/2016, 413/2015, 300/2014, 442/2014, 555/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣΔικάζει κατ΄αντιμωλίαν των διαδίκων.Κηρύσσει αναρμόδιο το παρόν  Τμήμα  του Εφετείου Πειραιώς προς εκδίκαση της από 9-01-2017 και με  γεν.αρ.καταθ. …./2017 έφεσης. ΚΑΙ Παραπέμπει την υπόθεση προς εκδίκαση  στο αρμόδιο «Τμήμα Ναυτικών  Διαφορών» του Εφετείου  Πειραιώς.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 21η  Ιουνίου 2018  και δημοσιεύθηκε στις 5 Ιουλίου 2018 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ