Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 524/2025

Αριθμός   524/2025

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Κωνσταντίνα Ταμβάκη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη-Εισηγήτρια και Σωκράτη Γαβαλά, Εφέτη   και από τη Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την ………..,  για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

Α)ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «………….», που εδρεύει στην Αθήνα  και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ………, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο, Ανάργυρο Κουτσούκο (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤHΣ: Ναυτιλιακής εταιρείας πλοίων αναψυχής με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στο ……. Πατρών  και εκπροσωπείται νόμιμα, με ΑΦΜ ……….,  η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο, Βασίλειο Πάτκο (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

Β) ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: Ναυτιλιακής εταιρείας πλοίων αναψυχής με την επωνυμία «……...», που έδρευε στο …….. Πάτρας   και ήδη εδρεύει στην Πάτρα, όπως κατά νόμο εκπροσωπείται [ΑΦΜ ……….], η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο, Βασίλειο Πάτκο (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤHΣ: Ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «…………..», που εδρεύει στην Αθήνα όπως κατά νόμο εκπροσωπείται, με ΑΦΜ …………., η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο, Ανάργυρο Κουτσούκο (με δήλωση κατ’  άρθρο 242 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.).

Η υπό στοιχ Α εφεσίβλητη-Β εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από  1.9.2020 αγωγή (ΓΑΚ/ΕΑΚ  ………../2020), επί της οποίας εκδόθηκε η υπ΄ αριθ 2323/2021  απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, που δέχθηκε εν μέρει την αγωγή.

Την απόφαση αυτή προσέβαλαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου α) η εναγόμενη και ήδη υπό στοιχ Α εκκαλούσα-Β εφεσίβλητη με την από  5.4.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ ……./2023-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ  ……../2023) έφεσή της και β) η ενάγουσα και ήδη υπό στοιχ Α εφεσίβλητη-Β εκκαλούσα με την από 3.3.2023 (ΓΑΚ/ΕΑΚ ΠΡΩΤ  ………/2023-ΓΑΚ/ΕΑΚ ΕΦΕΤ  ………../2024) έφεσή της. Δικάσιμος των ως άνω εφέσεων ορίσθηκε αρχικά η 21η.3.2024, μετά δε από  αναβολή στη  δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας απόφασης.

Η υπόθεση εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο και συζητήθηκε.

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις έγγραφες προτάσεις που προκατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρονται για να συζητηθούν ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου η από 5.4.2023 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2023 έφεση της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας με έδρα την Αθήνα και η από 3.3.2023 με αριθμό κατάθεσης …………./2023 έφεση της ναυτιλιακής εταιρίας με έδρα την Πάτρα κατά της με αριθμό 2323/2021 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εξεδόθη από το τμήμα ναυτικών διαφορών κατά την τακτική διαδικασία, διαδίκων εν μέρει ηττηθεισών ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Οι εφέσεις ασκήθηκαν, ενώπιον του παρόντος, αρμοδίου Δικαστηρίου (άρθρο 19 ΚΠολΔ), παραδεκτά και εμπρόθεσμα, η δεύτερη προ πάσης επιδόσεως και η πρώτη εντός της προβλεπόμενης στο άρθρο 518 παρ. 1 ΚΠολΔ γνήσιας 30ήμερης προθεσμίας από την κοινοποίηση της εκκαλουμένης απόφασης στις 14.3.2023 σύμφωνα με τη με αριθμό …../2023 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς ….. (σχετ. β2). Για το παραδεκτό της συζήτησης των προαναφερόμενων ενδίκων μέσων έχουν κατατεθεί τα ηλεκτρονικά παράβολα εφέσεως με αριθμούς ……/2023 και …../2023 και συνεπώς αυτές  θα πρέπει να συνεκδικαστούν αφού υφίσταται πρόδηλη συνάφεια μεταξύ αυτών λόγω του ότι προσβάλουν την ίδια απόφαση ενώ σκοπός της συνεκδίκασης είναι η οικονομία της δίκης και ο περιορισμός των εξόδων, και πρέπει να ερευνηθούν και οι εφέσεις περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 31 και 246 ΚΠολΔ).

Με την ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου από 1.9.2020 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………/2020 αγωγή της η ενάγουσα, η οποία ως εταιρικό σκοπό έχει την απόκτηση κυριότητας, την εκμετάλλευση ή διαχείριση ιδιόκτητων επαγγελματικών πλοίων αναψυχής με ελληνική σημαία, εξέθετε ότι είναι κυρία α) του υπό ελληνική σημαία επαγγελματικού σκάφους αναψυχής «Α», με αριθμό νηολογίου Πειραιά …., μήκους 12,72μ., πλάτους 4,58μ., βάθους 1,92μ., Κ.Ο.χ. 26,86, Κ.Κ.χ. 25,96 και β) του υπό ελληνική σημαία επαγγελματικού σκάφους αναψυχής «Β», με αριθμό νηολογίου …… 9528, μήκους 14,21 μ., πλάτους 5,10., βάθους 2,05μ., Κ.Ο.χ. 41,12, Κ.Κ.χ. 37,37.  Ότι με σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης που καταρτίσθηκε μεταξύ της ιδίας και της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, ασφάλισε δυνάμει του με αριθμό …/2018 ασφαλιστηρίου συμβολαίου και της με αριθμό ……/2018 πρόσθετης πράξης το σκάφος «Α» για το χρονικό διάστημα 06-06-2018 έως 06-06-2019 για διάφορους κινδύνους, μεταξύ των οποίων και αυτός της πυρκαγιάς, έναντι καθαρού ασφαλίστρου εκ ποσού 781,82 ευρώ. Ότι ομοίως με σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης που καταρτίσθηκε μεταξύ της ιδίας και της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, ασφάλισε δυνάμει του με αριθμό ……/2018 ασφαλιστηρίου συμβολαίου και της με αριθμό …../2018 πρόσθετης πράξης το σκάφος «Β» για το χρονικό διάστημα 14-06-2018 έως 14-06-2019 για διάφορους κινδύνους, μεταξύ των οποίων και αυτός της πυρκαγιάς, έναντι καθαρού ασφαλίστρου εκ ποσού 1.881,82 ευρώ. Ότι από τις 05-12-2018, κατόπιν αιτήματος που η ίδια (ενάγουσα) υπέβαλε την 23η-10-2018 στον Οργανισμό Λιμένος της Πάτρας, τα ανωτέρω σκάφη της είχαν ανελκυστεί  και τοποθετηθεί πάνω σε ειδικές μεταλλικές βάσεις, σε σειρά με άλλα ιστιοφόρα, σκάφη και σε κοντινή μεταξύ τους απόσταση, στον χώρο εναπόθεσης σκαφών, στον Βόρειο Λιμένα Πατρών, στην Προβλήτα Νο ….., προκειμένου να διενεργηθούν επ’ αυτών εργασίες συντήρησης και διαχείμασης. Ότι στο πλαίσιο αυτό και προκειμένου να συντηρηθούν και επαναφορτισθούν οι μπαταρίες των ανωτέρω σκαφών για όσο χρόνο θα βρίσκονταν στην ξηρά, η ενάγουσα προμηθεύτηκε μεγάλου μήκους καλώδιο ηλεκτρικού ρεύματος, περίπου 50 μ., το οποίο ξεκινούσε από σταθερό ρευματοδότη, που είναι εγκατεστημένος παραπλεύρως της βάσης από ενισχυμένο σκυρόδεμα του φανού εισόδου του άνω λιμένα και τροφοδοτεί με ηλεκτρικό ρεύμα τα ελλιμενιζόμενα και τα ανελκυσθέντα στη χερσαία αυτού ζώνη σκάφη. Ότι το καλώδιο αυτό ήταν ανεπτυγμένο στον χερσαίο χώρο του Οργανισμού Λιμένα Πάτρας και κατέληγε στο εσωτερικό του σκάφους «Β» και στη συνέχεια με άλλο καλώδιο που ξεκινούσε από το σημείο της απόληξης του τελευταίου με διακλάδωση και το οποίο κατέληγε στην πρίζα του σκάφους «Α» τροφοδοτούνταν με ηλεκτρικό ρεύμα οι συσσωρευτές αυτού, μέσω του κεντρικού πίνακα με τους ασφαλειοδιακόπτες του σκάφους. Ότι ωστόσο, από άγνωστη αιτία, την 12η-01-2019  και περί ώρα 07:28, στο εσωτερικό του σκάφους «Α» και δη στο σημείο που βρίσκονταν οι συσσωρευτές του, εκδηλώθηκε πυρκαγιά, η οποία στη συνέχεια επεκτάθηκε στην καμπίνα του αλλά και εξωτερικά αυτής, με αποτέλεσμα να επεκταθεί και στο έτερο σκάφος της «Β», που ήταν τοποθετημένο σε μικρή απόσταση από το σκάφος «Α». Ότι από την προαναφερόμενη πυρκαγιά το σκάφος «Β» υπέστη εκτεταμένες και πολύ σοβαρές ζημίες, το σκάφος «Α» καταστράφηκε ολοσχερώς, ενώ επιπλέον κατά την αποκόλληση του ιστού του, ο οποίος έχασε την αριστερή στήριξή του, επλήγη το παρακείμενο σκάφος «R», το οποίο ομοίως υπέστη, σημαντική ζημία στην εξαρτία του. Ότι περαιτέρω από την ως άνω πυρκαγιά ρυπάνθηκαν: α) το λευκό πολυεστερικό σκάφος «Τ», με αριθμό νηολογίου Πειραιά …, β) το πολυεστερικό σκάφος «V», με αριθμό νηολογίου Πειραιά … και γ) το πολυεστερικό σκάφος «Κ», με αριθμό νηολογίου Πειραιά …, άπαντα δε τα ανωτέρω σκάφη βρίσκονταν εξ αριστερών των σκαφών της ενάγουσας «Α» και «Β». Ότι σύμφωνα με την από 26-06-2019 έκθεση πραγματογνωμοσύνης που συνέταξε ο ναυπηγός – μηχανολόγος μηχανικός ………, στον οποίο η ίδια η ενάγουσα απευθύνθηκε, προκειμένου να διαπιστώσει την αιτία και το μέγεθος της προκληθείσας ζημίας στο σκάφος «Α» η πυρκαγιά εκδηλώθηκε από την τυχαία, απρόσμενη και ταχεία υπερθέρμανση καλωδίων σύνδεσης των µπαταριών του service µε τον κεντρικό πίνακα του σκάφους με αύξηση της θερμότητας και του καπνού, χωρίς ανάλογη εξέλιξη φλόγας, επειδή δε το σκάφος ήταν κλειστό κατά τη χρονική στιγμή του συμβάντος, ο εσώκλειστος αέρας θερμαινόμενος διεστάλη και ξήλωσε τα δεξιά παράθυρα της κουβέρτας προς τα έξω, ενώ ο βίαιος εισερχόμενος αέρας με φορά από τα δεξιά προς τα αριστερά ολοκλήρωσε την καταστροφή. Ότι η πυρκαγιά στο σκάφος «Β», όπως τα εκτιθέμενα στην αγωγή ευρήματα καταδεικνύουν, εκκίνησε με σαφήνεια από την πυρκαγιά στο σκάφος «Α», η οποία εξαπλώθηκε και αποτελεί επακόλουθη ζημία του ανωτέρω συμβάντος. Ότι στις ίδιες διαπιστώσεις και στο ίδιο ως άνω πόρισμα κατέληξαν και οι αρμόδιοι υπάλληλοι της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Πατρών, οι οποίοι επιλήφθηκαν άμεσα και διενήργησαν αυτοψία στο χώρο του συμβάντος, και συνέταξαν την από 12-01-2019 έκθεσή τους, στην οποία αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι, «η αιτία της πυρκαγιάς είναι βραχυκύκλωμα στο καλώδιο ηλεκτρικού ρεύματος που τροφοδοτούσε και κατέληγε στους συσσωρευτές του σκάφους «Α», στο οποίο υπήρχαν εμφανείς αλλοιώσεις. Από την πυρκαγιά επίσης υπέστησαν υλικές ζημίες τα σκάφη R, Β και Τ. Ότι ομοίως, στο ίδιο ως άνω συμπέρασμα κατέληξε το Α’ Ανακριτικό Συμβούλιο Ναυτικών Ατυχημάτων (Α.Σ.Ν.Α.), το οποίο με την με αριθμό …../2019 έκθεσή του έκρινε ότι «η πυρκαγιά οφείλεται σε ηλεκτρικό βραχυκύκλωμα με αστοχία της ασφαλιστικής διατάξεως που προήλθε εκ τυχαίου γεγονότος». Ότι την 13η-01-2019, ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας ενημέρωσε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου την εναγόμενη περί της επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, εκθέτοντάς της με λεπτομέρεια το ένδικο περιστατικό που ως αποτέλεσμα είχε την καταστροφή του ασφαλισμένου σκάφους «Α» και την πρόκληση ζημιών στο ασφαλισμένο σκάφος «Β» και στα ως άνω παρακείμενα σκάφη. Ότι η εναγόμενη απευθύνθηκε στον ναυτικό επιθεωρητή ……………, με εντολή να επιθεωρήσει το σκάφος «Α» και να συντάξει σχετική έκθεση για το συμβάν. Ότι ο εν λόγω ναυτικός επιθεωρητής, με ιδιαίτερα μεγάλη καθυστέρηση, συνέταξε την από 15-01-2020 έκθεση επιθεώρησης, την οποία η εναγόμενη της απέστειλε στις 05-02-2020. Ότι ωστόσο, με την ανωτέρω έκθεση, επιχειρείται από την εναγόμενη, κατά τρόπο μάλιστα επιστημονικά μη έγκυρο και ατεκμηρίωτο, να αποδοθούν ευθύνες για την πρόκληση της πυρκαγιάς στην ενάγουσα, καθώς, ενώ στο συμπέρασμά της καταλήγει ότι η πυρκαγιά οφειλόταν σε βραχυκύκλωμα που προκλήθηκε στο καλώδιο ηλεκτρικού ρεύματος που τροφοδοτούσε το σκάφος «Α» και κατέληγε στους συσσωρευτές αυτού, εντούτοις εκτίθεται σε αυτήν ότι «η πιο πάνω, κατά πιθανολόγηση του αιτίου της πυρκαγιάς, δεν αποκλείει άλλες πιθανές αιτίες, σε σχέση με τις οποίες δεν υπάρχουν ευρήματα, αφού το εσωτερικό του σκάφους στο οποίο αρχικά ξέσπασε η πυρκαγιά έχει καταστραφεί ολοσχερώς». Ότι κατόπιν τούτου, η εναγόμενη, βασιζόμενη στην έκθεση του πραγματογνώμονα που όρισε, της απέστειλε την από 24-02-2020 επιστολή της μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, στην οποία δήλωσε ότι δεν πρόκειται να αποδεχτεί την ασφαλιστική της ευθύνη και την υποχρέωσή της για αποζημίωση και για τα δύο ασφαλιστήρια συμβόλαια, διότι οι συγκεκριμένες ζημίες δεν εμπίπτουν στην ασφαλιστική κάλυψη, λόγω αθέτησης νομίμων και συμβατικών υποχρεώσεων της ασφαλισμένης ναυτιλιακής εταιρίας πλοίων αναψυχής με την επωνυμία ……….., όπως ενδεικτικά η σημαντική επίταση του κινδύνου και η πρόκληση ζημίας από βαριά αμέλεια σε συνδυασμό με την απουσία των στοιχειωδών προληπτικών μέτρων για την αποτροπή αυτής. Ότι, εν συνεχεία η ίδια (ενάγουσα), της απέστειλε την από 13-04-2020 εξώδικη δήλωση – πρόκληση, με την οποία της δήλωσε ότι δεν αποδέχεται την από 24-02-2020 δήλωσή της, την οποία θεωρεί αόριστη, αντισυμβατική και καταχρηστική και ότι την καλεί, εντός 15 εργασίμων ημερών, να της καταβάλει το συνολικό ποσό των 415.514 ευρώ για την αποκατάσταση των ζημιών που υπέστησαν τα σκάφη της, καθώς και τα παρακείμενα σκάφη που προαναφέρθηκαν από το επίδικο συμβάν αλλά η εναγομένη δεν την αποζημίωσε μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης. Στη συνέχεια αφού προσδιόρισε την ασφαλιστική αποζημίωση στο σκάφος «Α» στο ποσό των 70.000 ευρώ, για το οποίο είχε ασφαλίσει το σκάφος και στο σκάφος «Β» στο ποσό των 230.000 ευρώ, σύμφωνα με την επισυναπτόμενη στην αγωγή από 24-05-2019 προσφορά του επισκευαστή σκαφών …………, η οποία βασίστηκε στην (ομοίως παρατιθέμενη στην αγωγή) από 24-05-2019 τεχνική έκθεση του τεχνικού της συμβούλου ……….. και επιλέχθηκε ως η πλέον συμφέρουσα, πλέον των ζημιών των παρακείμενων σκαφών καθώς αυτή κατέβαλε στον πλοιοκτήτη του «R», το ποσό των 106.516,02 ευρώ, όπως αυτό αναλύεται στην αγωγή, ενώ οι πλοιοκτήτες των σκαφών «Τ», «V» και «Κ» αιτήθηκαν ήδη τα ποσά των 4.216, 3.720 και 3.100 ευρώ αντίστοιχα, αιτήθηκε να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της καταβάλει με προσωρινά εκτελεστή απόφαση το συνολικό ποσό των 417.552,02 ευρώ (70.000 + 230.000 + 106.516,02 + 4.216 +3.720 + 3.100), νομιμοτόκως από την 22-05-2020, ήτοι την επομένη της επίδοσης της από 13-04-2020 εξώδικης δήλωσής της, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει τοπική και υλική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με σχετική ρήτρα παρεκτάσεως στα ασφαλιστήρια συμβόλαια και με δεδομένο ότι τα λειτουργικά αρμόδια για την εκδίκαση των ναυτικών υποθέσεων στο νομό Αττικής είναι τα δικαστήρια του Πειραιά. Έκρινε εφαρμοστέο το αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο, ως το δίκαιο που επέλεξαν τα μέρη, με έντυπη ρήτρα των ασφαλιστήριων συμβολαίων και επειδή αυτό ήταν γνωστό και δεν χρειαζόταν να διαταχθεί απόδειξη σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 337 του ΚΠολΔ. Έκρινε ορισμένη και νόμιμη την αγωγή απορρίπτοντας σχετικό ισχυρισμό περί του αντιθέτου και ειδικότερα έκρινε ότι αυτή έχει έρεισμα στις διατάξεις της INSURANCE ACT 2015, σε συνδυασμό με τις Ρήτρες των Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1.11.1985, της μνημονευομένης αγγλικής νομολογίας και της τοιαύτης πρακτικής σχετικά με τα θέματα της θαλάσσιας ασφάλισης που αφορούν στην ερευνώμενη υπόθεση, καθώς και σε αυτές των άρθρων 340,345, 346 Α.Κ., 907, 908 και 176 ΚΠολΔ, οι οποίες ως δικονομικού περιεχομένου εφαρμόστηκαν, ως lex fori. Ακολούθως δέχθηκε κατά ένα μέρος την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη υποχρεώνοντας την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα αποζημίωση ύψους 70.000 ευρώ για την καταστροφή του σκάφους Α. Απέρριψε το αγωγικό αίτημα περί καταβολής αποζημίωσης για την καταστροφή του έτερου σκάφους κυριότητας της ενάγουσας κρίνοντας ότι αυτή δεν νομιμοποιείτο ενεργητικά διότι είχε εκχωρήσει τη σχετική αξίωση στην τράπεζα ενυπόθηκη δανείστρια του σκάφους και αφετέρου ότι δεν είχε καταβάλει στους τρίτους κυρίους των παρακείμενων βλαβέντων σκαφών ποσά για την αποκατάσταση των ζημιών τους και ότι στη συνέχεια είχε υποκατασταθεί. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται αμφότερα τα διάδικα μέρη με τις ένδικες εφέσεις τους και τους διαλαμβανόμενους σε αυτές λόγους παραπονούμενα η εναγομένη για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων και ειδικότερα: α) διότι εσφαλμένα κρίθηκε ως συμφωνηθέν το αγγλικό δίκαιο διότι είχε συμφωνηθεί το ελληνικό, β) διότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι η αγωγή ήταν ορισμένη διότι δεν διευκρινιζόταν στην αγωγή αν η απώλεια του σκάφους αποτελούσε πραγματική ή τεκμαρτή ολική απώλεια και δεν διευκρινιζόταν αν η πυρκαγιά οφειλόταν σε ηλεκτρολογική αιτία, σε τυχαίο γεγονός ή σε άγνωστη αιτία δεδομένου ότι φυγαδεύτηκαν τα υπολείμματα του κατεστραμμένου σκάφους με αποτέλεσμα να στερείται αυτή του δικαιώματος άμυνας και να μην είναι δυνατός ο προσδιορισμός της οφειλόμενης αποζημίωσης που θα προσδιοριζόταν μετά την αφαίρεση των υπολειμμάτων, γ) διότι δεν απαντήθηκαν οι ισχυρισμοί της περί βαριάς αμέλειας της ενάγουσας για το λόγο ότι: 1) τα ασφαλισμένα σκάφη ήταν παροπλισμένα στη στεριά με σβησμένα τα συστήματα τους και χωρίς φύλαξη, ότι 2) αυτή παραβίασε την προσυμβατική της υποχρέωση περί μη μεταβολής του τόπου παροπλισμού και των χαρακτηριστικών αυτού του τόπου και γενικά περί παραβίασης των προσυμβατικών της δηλώσεων, ότι 3) παραβίασε το ασφαλιστικό βάρος περί μη μεταβολής κινδύνου (επίτασης αυτού), ότι 4) οι ασφαλιστικές συμβάσεις ήταν άκυρες λόγω σκόπιμης υπερασφάλισης και ότι 5) η ζημία της ενάγουσας ενέπιπτε στις εξαιρούμενες από το ασφαλιστήριο λόγω της φυσιολογικής φθοράς των μονώσεων των καλωδίων και σε ακαταλληλότητα του ηλεκτρολογικού εξοπλισμού οφειλόμενου σε παράλειψη ενεργειών που συνιστούσαν παράβαση του καθήκοντος καλής πίστης που ήταν θεμέλιο της επίδικης σύμβασης και ότι ενώ όλες οι παραπάνω ενστάσεις είχαν έρεισμα στο ελληνικό δίκαιο και μάλιστα στις διατάξεις του Ν. 2496/1997 υπήχθησαν εσφαλμένα στο αγγλικό δίκαιο στην εφαρμογή του οποίου αυτή ουδέποτε συναίνεσε. δ) διότι δεν έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά μέσα που αυτή προσκόμισε από τα οποία προέκυπτε αφενός η επικίνδυνη μεταφορά ρεύματος που συνετέλεσε στην πυρκαγιά, ε) με τον πέμπτο λόγο εφέσεως υποβάλει αίτημα διορισμού πραγματογνώμονα κατ αρθρ. 368 παρ. 2 με ειδικές γνώσεις στις φυσικές επιστήμες στον τομέα της ηλεκτρολογίας, προκειμένου να γνωμοδοτήσει αυθεντικά ως προς την αιτία του υποστηριζόμενου ηλεκτρολογικού βραχυκυκλώματος στα ηλεκτρικά μέρη του σκάφους Α, στ) διότι δεν έγινε δεκτός ο ισχυρισμός της περί απαλλαγής της λόγω της σκόπιμης υπερασφάλισης που προβλέπεται υπό τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 3 Ν. 2496/97 κατά παράβαση του άρθρου 14 παρ. 10 του Ν. 2496/97 και των διδαγμάτων της κοινής πείρας αφού η αξία του Α  ανερχόταν σε 47.983 ευρώ και του σκάφους «Β» στο ποσό των 150.000 ευρώ και η ασφάλισή του για το ποσό των 230.000 ευρώ συνιστούσε υπερασφάλιση κατά 34,78%, και τέλος παραπονείται για ανεπαρκείς αιτιολογίες. Ακολούθως ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της αγωγής και επικουρικά το διορισμό πραγματογνώμονα. Η ενάγουσα με την έφεση της, όπως αυτή εκτιμάται, παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων διότι κρίθηκε ότι η εξόφληση του δανείου και η χορήγηση της επιστολής από την ενυπόθηκη δανείστρια για την εξάλειψη της ναυτικής υποθήκης επί του σκάφους Β, δεν αποτελεί επανεκχώρηση της απαίτησης της τράπεζας επί του ποσού του ασφαλίσματος, ούτε δύναται να εκτιμηθεί ως τέτοια και ότι συνεπώς εσφαλμένα κρίθηκε ότι αυτή δεν νομιμοποιείται ενεργητικά στην άσκηση της αγωγής καθ’ ο μέρος αφορά στο σκάφος «Β», διότι κατά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δικαιούχος του όποιου ασφαλίσματος ήταν η Τράπεζα Πειραιώς ενώ έπρεπε να κριθεί ότι επειδή η ανώνυµη τραπεζική εταιρεία µε την επωνυµία «……..» µε την από 29.12.2020 επιστολή της, λόγω της πλήρους και ολοσχερούς αποπληρωµής του δανεισθέντος ποσού, ήδη από την 22.6.2015, επανεκχώρησε ουσιαστικά την απαίτησή της επί του ποσού του ασφαλίσµατος προς αυτή σύμφωνα με τη δήλωση της περί εξάλειψης της ναυτικής υποθήκης και ακολούθως ότι αυτή νομιμοποιείται ενεργητικά να αποζημιωθεί για την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης. Ακολούθως ζητεί τη μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης ώστε να της καταβληθεί και το ποσό των 230.000 ευρώ. Να σημειωθεί ότι δεν πλήττει το κεφάλαιο της εκκαλουμένης με το οποίο κρίθηκε ότι αυτή δε νομιμοποιείται να αιτείται τις ζημίες που προξενήθηκαν σε τρίτους, αναφέρει δε ότι οι τρίτοι παθόντες άσκησαν αγωγές ενώπιον των δικαστηρίων Πατρών και ήδη έχουν εκδοθεί η με αριθμό 291/2023 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πατρών (προσκομιζόμενο σχετ. Η) που ανέστειλε την εκδίκαση της υπόθεσης μέχρι την αμετάκλητη περάτωση αυτής της δίκης, ενώ η με αριθμό ……../2020 αγωγή θα συζητείτο την 1.4.2025 ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών (προσκομιζόμενο σχετικό Θ).

Στις ασφαλιστικές συμβάσεις κατά θαλασσίων κινδύνων ως εφαρμοστέο δίκαιο συνήθως επιλέγεται το αγγλικό, ανεξαρτήτως της ιθαγενείας ή της κατοικίας των συμβληθέντων ή του τόπου συνάψεως ή εκτελέσεως της συμβάσεως, δεδομένου ότι, λόγω της αυστηρότητάς του, της απαρέγκλιτης τήρησης των υποχρεώσεων που επιβάλλει στους συμβαλλομένους και της επί σειρά ετών νομολογιακής διαμορφώσεώς του, έχει καθιερωθεί στην παγκόσμια ναυτιλιακή πρακτική, με αποτέλεσμα οι ασφαλιστικές συμβάσεις που συνάπτονται στην Ελλάδα και αφορούν πλοία και πλωτά ναυπηγήματα να διέπονται από το δίκαιο αυτό, καθώς και από την αγγλική πρακτική (Α.Π. 1459/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ. 480/2014, ΕλλΔνη 2015, 470, Εφ.Πειρ. 519/2016, Δ.Ε.Ε. 2017, 548). Η επιλογή αυτή άλλωστε είναι καθ’ όλα σύννομη, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 και 7 παρ. 2 του Κανονισμού (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (Κανονισμός «Ρώμη Ι») [Εφ.Πειρ. 768/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α. Τσαβδαρίδης, σε Ι. Ρόκα, Ασφαλιστική Σύμβαση, Κατ’ άρθρο ερμηνεία του Ν. 2496/1997 (Ασφ.Ν.), 2014, σ. 26, βλ. και τον ίδιο «Το ιδ.δ.δ. της σύμβασης ασφάλισης. Από τη Σύμβαση της Ρώμης και τις κοινοτικές οδηγίες για την ασφάλιση στον Κανονισμό Ρώμη Ι», σε Νο.Β. 2010, 1952 επομ. (1964), Μ. Χατζηβασιλείου, Ζητήματα διεθνούς δικαιοδοσίας και εφαρμοστέου δικαίου στις ασφαλιστικές συμβάσεις, σε ΝοΒ 2008, 2636 – 2649, Το Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο του Εμπορίου, 2008, σ. 545 – 562], που, κατά το άρθρο 28 του Κανονισμού αυτού, ισχύει για συμβάσεις που συνάπτονται μετά την 17η.12.2009, από το αντικειμενικό πεδίο εφαρμογής του οποίου (άρθρο 1 παρ. 2 περ. ι) αποκλείονται πλέον ελάχιστες ασφαλιστικές συμβάσεις (συγκεκριμένα δε ορισμένες ομαδικές ασφαλίσεις ζωής, περί των οποίων εδώ δεν πρόκειται), κατ’ αντίθεση προς την προϊσχύσασα από 19.6.1980 Σύμβαση της Ρώμης «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», την οποία ο Κανονισμός αντικατέστησε και η οποία ρητά εξαιρούσε από την εφαρμογή της τις ασφαλιστικές συμβάσεις [Α.Π. 419/2014, Ε.Πολ.Δ. 2014, 523, ΕφΠειρ 7/2015, ΕφΠειρ 618/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α. Αιμιλιανίδης, Το νέο ευρωπαϊκό ιδιωτικό διεθνές δίκαιο των συμβάσεων σύμφωνα με τον Κανονισμό Ρώμη Ι, 2009, παρ. 5, σ. 91 – 92, Α. Γραμματικάκη – Αλεξίου, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Α.Κ, δεύτερη έκδοση, 2016, τόμος Ια, ερμηνεία κατ’ ιδίαν διατάξεων του Κανονισμού 593/2008 και της Σύμβασης Ρώμης 1980, κάτω από το άρθρο 25 ΑΚ, αριθ. 16, σ. 465, Α. Μεταλληνός, σε Απ. Γεωργιάδη, Σύντομη Ερμηνεία του Αστικού Κώδικα, τόμος Ι, 2010, άρθρο 25, αριθ. 14, σ. 59, Ζ. Παπασιώπη – Πασιά, Η εφαρμογή της Σύμβασης της Ρώμης του 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές από τα ελληνικά δικαστήρια – Προβλήματα μεθοδολογικής προσέγγισης και σημεία τριβής με το άρθρο 25 του ΕλλΑΚ, σε ΕπισκΕΔ 1998, 297 επομ. (318), Ι. Βούλγαρης, Το πεδίο εφαρμογής της Σύμβασης της Ρώμης του 1980 «Για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» και τα όρια του εφαρμοστέου δικαίου που προβλέπει σε σχέση με τις αντίστοιχες διατάξεις του Αστικού Κώδικα, σε ΝοΒ 1992, 1289 επομ, 1300]. Με βάση την αρχή της αυτονομίας της ιδιωτικής βουλήσεως, επί της οποίας οικοδομείται ο κανονισμός Ρώμη Ι, η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου μπορεί να είναι ρητή ή σιωπηρή, πρέπει, όμως, να αναφέρεται σε ορισμένο κλάδο ή τμήμα κάποιου εθνικού δικαιϊκού συστήματος, έτσι ώστε αυτό να αποτελεί συνολικά ηθελημένο περιεχόμενο της συμβάσεως (ΑΠ 904/2008, ΕφΠειρ 11/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Για το λόγο αυτό η συμβατική παρεισαγωγή στο με συμφωνία των συμβαλλομένων ρητώς επιλεγέν συγκεκριμένο δίκαιο μιας μεμονωμένης διατάξεως άλλης έννομης τάξης, για τη ρύθμιση ενός από τα naturalia negotii της ασφαλιστικής συμβάσεως, θέτει απλώς έναν συμβατικό όρο και δε συνιστά διαμελισμό (dépeçage) της συμβάσεως, ώστε να εφαρμόζεται διαφορετικό δίκαιο σε διαφορετικά (διακριτά μεταξύ τους τμήματα της ενιαίας δικαιοπραξίας), ούτε αποτελεί εκδήλωση της σχετικής δυνατότητας που, ως λογική συνέπεια της αρχής της ιδιωτικής αυτονομίας στην επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου, εισάγει το άρθρο 3 σημείο 3 εδάφ. γ του Κανονισμού Ρώμη Ι (για το dépeçage βλ. γενικά Α. Γραμματικάκη – Αλεξίου, ό.α., αριθ. 27 και 29, σ. 470 επομ, Ζ. Παπασιώπη – Πασιά, ό.π, σ. 299 – 303, την ίδια σε Α. Γραμματικάκη – Αλεξίου/Ζ. Παπασιώπη – Πασιά/Ε. Βασιλακάκη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2017, σλ. 308, την ίδια, Dépeçage – Μια νέα έννοια του κοινοτικού και του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου στο πεδίο των συμβατικών ενοχών, σε ΕΕΕυρΔ 1996, 741 επομ, Χ. Παμπούκη, Η lex mercatoria ως εφαρμοστέο δίκαιο στις διεθνείς συμβατικές ενοχές, 1996, σελ. 237, του ιδίου, Η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου και οι κανόνες αμέσου εφαρμογής στη Σύμβαση της Ρώμης για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, σε Νο.Β. 1992, 1327 επομ. (1334)). Βέβαια, το περιεχόμενο κάθε σύμβασης προσδιορίζεται από το ασφαλιστήριο, στο οποίο ενσωματώνεται η ασφαλιστική συμφωνία, καθώς και από τα παραρτήματά του [Φ. Χ. Χριστοδούλου, Αγγλικό δίκαιο της θαλασσίας ασφαλίσεως, σε Ε.Εμπ.Δ. 1988, 154 επομ. (156)].

Από την εκτίμηση των προσκομιζόμενων ασφαλιστηρίων αποδεικνύεται ότι σύμφωνα με τους ειδικούς όρους η περίοδος ναυσιπλοΐας των ασφαλισμένων σκαφών κυριότητας της ενάγουσας ορίστηκαν σε 12 μήνες και ως τόπος ελλιμενισμού οι αναγνωρισμένοι ασφαλείς λιμένες ή η φύλαξη σε κλειδωμένο χώρο την περίοδο παροπλισμού (σελ. 5). Ρητά ορίστηκε ότι οι ειδικοί όροι υπερισχύουν των γενικών (σελίδα 7), στο άρθρο 7 των γενικών όρων ορίστηκε τι πρέπει να κάνει ο ασφαλισμένος σε περίπτωση μεταβολής του κινδύνου (γραπτή ενημέρωση της ασφαλίστριας σελ. 12), να τηρεί τα μέτρα πρόληψης σαν να μην ήταν ασφαλισμένος (άρθρο 11 σελ. 13) ενώ στο άρθρο 13 ορίστηκαν οι υποχρεώσεις του σε περίπτωση ζημίας (σελ. 15). Στο άρθρο 16 ορίστηκαν αποκλειστικά αρμόδια τα δικαστήρια των Αθηνών κάτι που δεν μπορεί να εφαρμοστεί αφού τα δικαστήρια του Πειραιά είναι λειτουργικά αρμόδια για όλες τις ναυτικές διαφορές στο νομό Αττικής. Στη σελίδα 22 στο κεφάλαιο «Ειδικές Διατάξεις – Ασφαλισμένοι Κίνδυνοι – Καλύψεις» με επικεφαλίδα  «Κάλυψη Ιδίων Ζημιών» αναφέρεται ότι «για την ασφάλιση κάλυψης ιδίων ζημιών του θαλάσσιου μέσου αναψυχής ορίζεται ότι κατά παρέκκλιση των οριζόμενων στη ρήτρα Institute Yacht clauses 1.11.1985 εφαρμοστέο δίκαιο στην παρούσα ασφαλιστική σύμβαση είναι το Ελληνικό Δίκαιο που εφαρμόζεται από τα αρμόδια ελληνικά δικαστήρια». Επίσης ορίζεται ότι «οι Γενικοί Όροι και Ειδικές Διατάξεις του Ασφαλιστηρίου υπερισχύουν των οριζομένων στη ρήτρα Institute Yacht clauses 1.11.1985».  Στη συνέχεια στη σελίδα 25 στις ίδιες Ειδικές Διατάξεις στην παράγραφο με επικεφαλίδα «1.11.85» ορίζεται ότι «η παρούσα ασφάλιση διέπεται από το Αγγλικό δίκαιο και την πρακτική», και  ότι το σκάφος είναι καλυμμένο ασφαλιστικά και στην περίπτωση παροπλισμού εκτός  ενεργού υπηρεσίας, κατά τη διάρκεια της συνήθους συντηρήσεως αρκεί να βρίσκεται εντός των ορίων του λιμένα και να μην χρησιμοποιείται ως κατοικία ή να εκτελεί μεγάλες επισκευές, ενώ στην παράγραφο 9 με επικεφαλίδα «Κίνδυνοι» στον αριθμό 9.1.2 ρητά ορίστηκε ότι καλύπτεται ο κίνδυνος πυρκαγιάς. Τέλος στη  σελίδα 49 κάτω από την επικεφαλίδα «Εφαρμοστέο Δίκαιο» ορίστηκε εφαρμοστέο δίκαιο το ελληνικό. Ενόψει του ανωτέρω περιεχομένου των ασφαλιστηρίων και ειδικά ως προς  το εφαρμοστέο δίκαιο των ασφαλιστικών συμβάσεων εμφανίζονται αντιφατικές δηλώσεις βουλήσεως των συμβαλλομένων στα ασφαλιστήρια και επομένως προκύπτει ασάφεια ως προς την αληθινή βούληση   των μερών για το εφαρμοστέο δίκαιο, η οποία θα πρέπει να ερμηνευτεί με βάση τις διατάξεις των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ.

Επειδή στα ασφαλιστήρια σε δυο σημεία που προαναφέρθηκαν μνημονεύεται  ως εφαρμοστέο το ελληνικό δίκαιο, αφενός στις τελευταίες σελίδες  ως προς την όλη  σύμβαση ασφάλισης και αφετέρου ειδικά στο κεφάλαιο  για την ασφάλιση ιδίων ζημιών – που δεν τυγχάνει υποχρεωτική ασφάλιση – τονίζεται ότι κατά παρέκκλιση  των οριζόμενων στη ρήτρα Institute Yacht clauses 1.11.1985 εφαρμόζεται το ελληνικό δίκαιο, ενώ στη συνέχεια περιλαμβάνεται η ίδια ρήτρα (1.11.1985) με  τη μνεία για την εφαρμογή του αγγλικού δικαίου και πρακτικής, και συγχρόνως όμως επισημαίνεται ότι οι γενικοί όροι και οι ειδικές διατάξεις του ασφαλιστηρίου υπερισχύουν της άνω ρήτρας, λαμβάνοντας υπόψη ότι αμφότερες οι διάδικοι εταιρίες εδρεύουν στην Ελλάδα όπου και δραστηριοποιούνται,  κατά την κρίση του δικαστηρίου, χωρίς προσήλωση στις λέξεις που χρησιμοποίησαν οι συμβαλλόμενοι, αλλά όπως απαιτεί η καλή πίστη, λαμβανομένων υπόψη των συναλλακτικών ηθών, οι συμβαλλόμενοι επέλεξαν ως εφαρμοστέο δίκαιο στις ένδικες συμβάσεις ασφάλισης το ελληνικό δίκαιο  συμπεριλαμβάνοντας ως συμβατικό όρο στο ασφαλιστήριο  τη ρήτρα του αγγλικού δικαίου, τη ρήτρα Institute Yacht clauses 1.11.1985, σύμφωνα με τις σκέψεις που προεκτέθηκαν. Η ερμηνεία του όρου αυτού που αποτελεί συνήθη όρο στου αγγλικού δικαίου  είναι εύλογο να γίνεται  με τη συνδρομή της  ερμηνείας που της δίδεται κατά το αγγλικό δίκαιο και πρακτική, χωρίς  όμως να διαφοροποιείται το εφαρμοστέο δίκαιο των ασφαλιστικών συμβάσεων. Επομένως κρίνεται από το παρόν Δικαστήριο ότι στις ένδικες ασφαλιστικές συμβάσεις εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο  και μόνο για την  τυχόν ανάγκη ερμηνείας του  συμβατικού όρου που ταυτίζεται με την ρήτρα Institute Yacht clauses 1.11.1985 θα  συνεκτιμηθεί και η ερμηνεία κατά το αγγλικό δίκαιο και πρακτική. Συνεπώς το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε για τις ασφαλιστικές συμβάσεις ως εφαρμοστέο το αγγλικό δίκαιο, ώστε ο σχετικός πρώτος λόγος της έφεσης της εναγομένης πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος, χωρίς στο σημείο αυτό να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, πριν το παρόν δευτεροβάθμιο δικαστήριο αχθεί σε διαφορετική κρίση ως προς την ουσία της διαφοράς.

Κατά  το σύστημα του ουσιαστικού ή συγκεκριμένου προσδιορισμού του αντικειμένου της πολιτικής δίκης, υπό τη σύγχρονη εκδοχή του της λειτουργίας του κανόνα δικαίου (περί του οποίου βλ. αναλυτικά σε Ν. Νίκα, Πολιτική Δικονομία, ΙΙ, 2005, § 60, σελ. 142 επομ. και Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, 2006, σελ. 24 επομ.), που υιοθετεί ο ΚΠολΔ (άρθρο 216 § 1), για το ορισμένο της αγωγής απαιτείται (αλλά και αρκεί) η παράθεση με σαφήνεια και επάρκεια όσων πραγματικών περιστατικών είναι νομικώς ικανά για τη θεμελίωση του δικαιώματος του οποίου ζητείται η προστασία (ΑΠ 6/2022, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ]) ή, με άλλη διατύπωση, των στοιχείων του πραγματικού του κανόνα δικαίου, των οποίων η συνδρομή επισύρει την έννομη συνέπεια που αντιστοιχεί στο αίτημα του ενάγοντος. Σε κάθε περίπτωση, η πλήρης έκθεση των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίζεται η αγωγική αξίωση είναι αναγκαία, προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα τόσο στον εναγόμενο να αντιτάξει αποτελεσματική άμυνα όσο και στο δικαστήριο να οριοθετήσει τα θέματα αποδείξεως και να κατανείμει το αντίστοιχο βάρος, χωρίς να επιτρέπεται η συμπλήρωση ή η αναπλήρωση των στοιχείων που ελλείπουν από το εισαγωγικό δικόγραφο με παραπομπή σε άλλα έγγραφα (ΑΠ 19/2022, ΑΠ 32/2022, ΑΠ 129/2022, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή από τα πορίσματα της αποδεικτικής διαδικασίας (ΑΠ 830/2021, ΑΠ 104/2020, ΑΠ 5/2020, όλες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) ή από τις παραδοχές ή ομολογίες του εναγομένου (ΑΠ 111/2020, ΑΠ 714/2015, αμφότερες σε ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Κ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της, 2006, σελ. 236 – 240). Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 εδ. δ’, 216 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της αγωγής, πρέπει να περιέχει, εκτός από τα τυπικά στοιχεία που ορίζουν τα άρθρα 117-118 Κ.Πολ.Δ: α)σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν σύμφωνα με το νόμο την αγωγή και δικαιολογούν την άσκηση της από τον ενάγοντα σε βάρος του εναγομένου, δηλαδή πρέπει να γίνεται σαφής έκθεση στο δικόγραφό της όλων των γεγονότων, τα οποία σύμφωνα με τον εφαρμοστέο κανόνα ουσιαστικού δικαίου θεμελιώνουν τη ζητούμενη έννομη συνέπεια, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο ώστε η αγωγή να είναι επιδεκτική δικαστικής εκτίμησης και να καθίσταται εφικτή η απάντηση σ’ αυτή και γ) ορισμένο αίτημα. Ειδικότερα, τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής θα πρέπει να είναι τόσα, όσα απαιτούνται για τη θεμελίωση της αξίωσης, και να αναφέρονται αυτά με τέτοια σαφήνεια, ώστε, όχι μόνο να μην αφήνεται αμφιβολία για την αξίωση του ενάγοντος που απορρέει απ’ αυτά, για την οποία αναφέρεται το αίτημα της αγωγής, αλλά ακόμη και κατά τρόπο ώστε, ο εναγόμενος να έχει τη δυνατότητα άμυνας με ανταπόδειξη ή ένσταση κατά της αξίωσης του ενάγοντος και του δικαστηρίου να προβεί στην αξιολόγηση της αγωγής και να διεξάγει τις σχετικές αποδείξεις. Η έλλειψη των ως άνω στοιχείων, περίπτωση της οποίας αποτελεί και η μη εξειδίκευση με πληρότητα των ανωτέρω πραγματικών περιστατικών (ποσοτική αοριστία), καθιστά το δικόγραφο της αγωγής αόριστο και ανεπίδεκτο δικαστικής εκτίμησης, επιφέρει δε το απαράδεκτο αυτού, στην απαγγελία του οποίου προβαίνει το δικαστήριο και αυτεπαγγέλτως, διότι ανάγεται στην προδικασία, η τήρηση της οποίας ρυθμίζεται από κανόνες δημοσίας τάξεως (Α.Π. 1728/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 250/2011, Ε.Εμπ.Δ. 2011, 591, Α.Π. 49/2011 ΕλλΔνη 2011, 1594, Α.Π. 1042/2009, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Α.Π. 1042/2009, Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Α.Π. 1611/2008, Εφ.Πειρ. 47/2020, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Στην προκειμένη περίπτωση μετά από αυτεπάγγελτο έλεγχο που επιβάλλεται  στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος ως προς  αμφότερες τις εφέσεις διαπιστώνεται ότι η ερευνώμενη αγωγική απαίτηση δεν πάσχει από αοριστία και συνεπώς, μπορεί να εξεταστεί κατ’ ουσίαν η αγωγή. Ειδικότερα το αίτημα της αγωγή συνίσταται στην καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης διότι επήλθε η ασφαλιστική περίπτωση. Αναφορικά με το  πρώτο σκάφος δηλαδή το “Α” διευκρινίζεται ότι αυτό είχε καταστραφεί ολοσχερώς, χωρίς να υπάρξει ουδεμία υπολειμματική αξία, δηλαδή πρόκειται για πραγματική και όχι τεκμαρτή ολική απώλεια. Αναφορικά με το σκάφος “β” διευκρινίζεται ότι η ζημία ήταν μερική και όχι ολική και  ότι το κόστος των επισκευών, όπως αναλύονται λεπτομερώς στην αγωγή,  υπολογίζεται σε 259.870 ευρώ που υπερβαίνει την ασφαλισμένη αξία από 230.000 ευρώ, ποσό που αιτείται η ενάγουσα ως ασφαλιστική αποζημίωση για τη δαπάνη επισκευής. Επίσης στην αγωγή κατά το περιεχόμενό της που προεκτέθηκε περιγράφονται αναλυτικά οι συνθήκες της έναρξης της πυρκαγιάς και η αιτία αυτής, καθώς και οι ζημίες που προκλήθηκαν στα σκάφη. Κατόπιν όλων των προαναφερόμενων η αγωγή είναι ορισμένη  και ο σχετικός περί του αντιθέτου δεύτερος λόγος έφεσης της ασφαλιστικής εταιρίας, ότι δήθεν δεν διευκρινίζεται στην αγωγή αν η απώλεια του σκάφους αποτελούσε πραγματική ή τεκμαρτή ολική απώλεια και δεν διευκρινίζεται αν η πυρκαγιά οφειλόταν σε ηλεκτρολογική αιτία, σε τυχαίο γεγονός ή σε άγνωστη αιτία, δεδομένου ότι φυγαδεύτηκαν τα υπολείμματα του κατεστραμμένου σκάφους με αποτέλεσμα να στερείται αυτή του δικαιώματος άμυνας και να μην είναι δυνατός ο προσδιορισμός της οφειλόμενης αποζημίωσης που θα προσδιοριζόταν μετά την αφαίρεση των υπολειμμάτων κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος.

Περαιτέρω, συνήθως, δανειστής του πλοιοκτήτη είναι το πιστωτικό ίδρυμα που χρηματοδότησε την ναυπήγηση ή την αγορά του πλοίου. Για την εξασφάλισή της έναντι του κινδύνου αφερεγγυότητας του δανειολήπτη η τράπεζα καταρχάς αποκτά εμπράγματο δικαίωμα υποθήκης επί του πλοίου, όμως το εύρος της προστασίας της αυτής είναι περιορισμένο, διότι εξαρτάται από την ύπαρξη του πλοίου και τη διατήρησή του σε κατάσταση αξιοπλοΐας. Για το λόγο αυτό η πιστώτρια υποχρεώνει επιπλέον τον πλοιοκτήτη σε σύναψη σύμβασης ασφάλισης του σώματος του σκάφους και του μηχανολογικού του εξοπλισμού (hull and machinery) και ζητεί να της εκχωρηθεί εκ των προτέρων η μέλλουσα και αβέβαιη απαίτηση του ενυπόθηκου οφειλέτη στο ασφάλισμα, επιδιώκει δε να λάβει και πρόσθετες δεσμεύσεις του ασφαλιστή, έναντι του οποίου επιθυμεί να εξασφαλιστεί, αφενός περί του ότι αυτός δεν θα επικαλεστεί λόγους που τυχόν οδηγούν, σύμφωνα με την ασφαλιστική σύμβαση και το νόμο, σε απαλλαγή του και αφετέρου περί του ότι θα την ειδοποιήσει σε περίπτωση παραβιάσεως εκ μέρους του ασφαλισμένου των υποχρεώσεών του από την ασφαλιστική σύμβαση, ιδίως δε σε περίπτωση υπερημερίας του ως προς την καταβολή του ασφαλίστρου. Παράλληλα, η ενυπόθηκη δανείστρια έχει τη δυνατότητα να συνασφαλίσει μαζί με τον πλοιοκτήτη το πλοίο, για να καταστεί και αυτή άμεση δικαιούχος του ασφαλίσματος ή να ασφαλίσει η ίδια είτε το υποθηκικό συμφέρον της είτε τον επιχειρηματικό της κίνδυνο [Ι. Ρόκας, Εξασφάλιση και ασφάλιση των ναυτικών δανειστών, σε Πρακτικά 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1992, έκδοση ΔΣΠ 1994, σ. 395 επομ. (406), βλ. και Α. Μπεχιλάβη, Το δικαίωμα του προτιμώμενου ενυπόθηκου δανειστή προς ασφάλιση του πλοίου, Επισκ.Ε.Δ. 2006, 3 επομ, Δ. Τουντόπουλο, Το ασφαλιστικό συμφέρον στη θαλάσσια ασφάλιση, Ε.Ν.Δ. 2006, 337 επομ.). Όσον αφορά την εξασφάλιση του ενυπόθηκου δανειστή με την εκχώρηση της απαιτήσεως του οφειλέτη του στο ασφάλισμα να σημειωθεί εδώ ότι η σύμβαση εκχωρήσεως της απαιτήσεως αυτής, που καταρτίζεται μεταξύ του εκχωρητή – πλοιοκτήτη και του εκδοχέα – πιστωτή του σε εκτέλεση της συμβατικής υποχρέωσης που με τη δανειακή σύμβαση ο πρώτος ανέλαβε, μπορεί να διέπεται από οποιοδήποτε δίκαιο οι συμβαλλόμενοι επέλεξαν ως εφαρμοστέο και, βέβαια, από το δίκαιο της κοινής τους διαμονής ή, αν πρόκειται για νομικά πρόσωπα, του τόπου της κοινής τους έδρας. Το δίκαιο αυτό, όμως, θα ρυθμίσει μόνον τις μεταξύ τους σχέσεις και όχι τις σχέσεις μεταξύ του εκδοχέα και του οφειλέτη ή τους όρους με τους οποίους μπορεί να γίνει επίκληση της εκχώρησης έναντι του οφειλέτη, αν αυτός είναι αλλοδαπός, διότι η αυτονομία της ιδιωτικής βούλησης, που δικαιολογεί την επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου, δε μπορεί να οδηγήσει σε επιβολή υποχρεώσεων σε βάρος τρίτου μη συμβληθέντος, σύμφωνα με βασική αρχή του δικαίου της ιδιωτικής ασφάλισης, κατά την οποία με την εκχώρηση δε μπορεί να καταστεί επαχθέστερη η νομική θέση του οφειλέτη, κοινή τόσο στο ελληνικό (ΑΠ 208/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, π.ρ.β.λ. Ζ. Παπασιώπη – Πασιά, Προβλήματα εφαρμοστέου δικαίου στη νόμιμη εκχώρηση. Η περίπτωση της ασφαλιστικής υποκατάστασης, 1981, σελ. 71), όσον και στο αγγλικό δίκαιο (Osborne David/Bowtle Graeme/Buss Charles, The law of Ship Mortgages, 2017, 16.5.1, σ. 442, Beatson J./Burrows A./Cartwright J, Anson’s Law of Contract, 2016, ch. 22, p. 707, Harwood Stephenson, Shipping Finance, 2006, p. 225). Η αρχή αυτή αποτυπώνεται και στο άρθρο 14 του Κανονισμού Ρώμη Ι, που ενώ στο σημείο 1 αυτού επιτρέπει στους συμβαλλομένους να καθορίσουν το δίκαιο που θα διέπει τις μεταξύ τους σχέσεις, το έναντι αλλήλων κύρος της σύμβασης εκχώρησης και τις inter partes συνέπειες της ακυρότητάς της, εντούτοις, στο σημείο 2 και σε αρμονία προς το άρθρο 3 σημείο 2 εδαφ. β του ιδίου Κανονισμού, που ρυθμίζει το ίδιο ζήτημα, όταν ανακύπτει στο μεταγενέστερο χρονικό σημείο της μεταβολής του αρχικώς επιλεγέντος δικαίου, εξαιρεί από τη βούληση των συμβαλλομένων στην εκχώρηση το ζήτημα των προϋποθέσεων δέσμευσης του οφειλέτη της εκχωρούμενης απαίτησης και, προκειμένου να προστατεύσει τα δικαιώματα του οφειλέτη, ορίζει ότι οι σχέσεις του με τον εκδοχέα και η ως προς αυτόν ισχύς της εκχωρήσεως διέπεται όχι από το δίκαιο που ρυθμίζει τη σύμβαση εκχωρήσεως αλλά από το δίκαιο το διέπον την απαίτηση που είναι αντικείμενο της εκχωρήσεως  (Α. Αιμιλιανίδης, ό.α, παρ. 14, σ. 297, Α. Γραμματικάκη – Αλεξίου, ό.α, no. 113, σ. 506, Α. Μεταλληνός, ό.α, αριθ. 60, σ. 69, Σ. Μεταλληνός, Η εκχώρησις κατά το ιδιωτικόν διεθνές δίκαιον, 1971, παρ. 18, σ. 128 επομ.). Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα του τρόπου με τον οποίον οι συνέπειες της εκχωρήσεως, δηλαδή η μεταβολή του προσώπου του δανειστή, δεσμεύουν τον οφειλέτη θα κριθεί, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, κατά το δίκαιο που διέπει την εκχωρούμενη απαίτηση (ΕφΠειρ 738/2008, Πειρ.Ν. 2008, 58). Κατά το ελληνικό δίκαιο η εκχώρηση αφορά την απαίτηση και όχι την όλη ασφαλιστική σχέση (Αθ. Κρητικός, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ΑΚ, τόμος ΙΙ, 1997, άρθρο 455, αριθ. 39, σ. 577) και ολοκληρώνεται με την αναγγελία της (άρθρο 460 Α.Κ.) στον ασφαλιστή, που δεν χρειάζεται να συναινέσει, επιφέρει δε τη μεταβίβαση της απαιτήσεως από τον εκχωρητή στον εκδοχέα, που, μετά από αυτήν καθίσταται ο μόνος δικαιούχος της και νομιμοποιείται πλέον να ασκήσει αγωγή κατά του οφειλέτη ο ίδιος και όχι ο εκχωρητής, ο ενοχικός δεσμός του οποίου με τον οφειλέτη έχει μετά την αναγγελία αποκοπεί (ΑΠ 1093/2017, ΑΠ 1431/2015, AΠ 528/2014, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Αντικείμενο της εκχωρήσεως μπορεί να είναι και μελλοντική απαίτηση, όπως συμβαίνει όταν η νομική βάση του δικαιώματος υφίσταται κατά το χρόνο της εκχωρήσεως αλλά δεν έχει γεννηθεί ακόμα αξίωση από το δικαίωμα αυτό ή όταν δεν έχει γεννηθεί ούτε η νομική βάση του δικαιώματος, υπάρχουν όμως ορισμένα στοιχεία, με την βοήθεια των οποίων μπορεί να εξατομικευτεί η απαίτηση, κατά την έκταση και το αντικείμενό της, στο χρόνο της γεννήσεώς της (ΑΠ 956/2015, ΑΠ 360/2014, Α.Π. 311/2011, ΕφΠειρ 615/2015, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

Από την ενώπιον της συμβολαιογράφου Πατρών ……….. με αριθμό ……/16-12-2020 ένορκη βεβαίωση, την ενώπιον του συμβολαιογράφου Πειραιώς …………. με αριθμό ……/04-01-2021 ένορκη βεβαίωση, που προσκόμισε μετ’επικλήσεως η ενάγουσα και δόθηκαν σύμφωνα με τις διατυπώσεις των άρθρων 421επ. του ΚΠολΔ και κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της εναγομένης σύμφωνα με τις με αριθμό ……/11-12-2020 και ……./24-12-2020 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς ……………, τις ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……… με αριθμό …….. και ………../16-12-2020 ένορκες βεβαιώσεις που ελήφθησαν με επιμέλεια της εναγομένης κατόπιν νόμιμης κλήτευσης της ενάγουσας σύμφωνα με τη με αριθμό ……../10-12-2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς ……….. και από όλα τα προσκομιζόμενα έγγραφα μεταξύ των οποίων και έγγραφα της αυτεπάγγελτης προανάκρισης και φωτογραφικές απεικονίσεις, την απόφαση του ΑΣΝΑ και οι τεχνικές εκθέσεις του ναυτικού επιθεωρητή ……….. και του ναυπηγού μηχανολόγου – μηχανικού …………., τους ισχυρισμούς των διαδίκων μερών που εμπεριέχονται σε υπογεγραμμένα διαδικαστικά έγγραφα (δεδομένου ότι η εφεσίβλητη προσκομίζει ανυπόγραφη συμπληρωματική προσθήκη αντίκρουση που δεν λαμβάνεται υπόψη), καθώς και τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα είναι ναυτιλιακή εταιρεία πλοίων αναψυχής, που συνεστήθη το 2006 και στην πλοιοκτησία της ανήκουν το υπό ελληνική σημαία επαγγελματικό σκάφος αναψυχής «Α», ιστιοπλοϊκό, με αριθμό νηολογίου Πειραιά ……, μήκους 12,72μ., πλάτους 4,58μ., βάθους 1,92μ., Κ.Ο.χ. 26,86, Κ.Κ.χ. 25,96 και το υπό ελληνική σημαία επαγγελματικό σκάφος αναψυχής «Β», ιστιοπλοϊκό με αριθμό νηολογίου Πειραιά ……., μήκους 14,21 μ., πλάτους 5,10., βάθους 2,05μ., Κ.Ο.χ. 41,12, Κ.Κ.χ. 37,37. Όπως συνομολογείται αυτή με σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης που καταρτίσθηκε μεταξύ της ιδίας και της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, ασφάλισε δυνάμει του με αριθμό ……/2018 ασφαλιστηρίου συμβολαίου και της με αριθμό ……/2018 πρόσθετης πράξης το σκάφος «Α» για το χρονικό διάστημα 06-06-2018 έως 06-06-2019 για διάφορους κινδύνους, μεταξύ των οποίων και αυτός της πυρκαγιάς, έναντι ετησίων καθαρών ασφαλίστρων ανερχομένων σε 781,82 ευρώ. Η ασφαλιζόμενη αξία ήταν 70.000 ευρώ, με αφαιρετέα απαλλαγή ύψους 750 ευρώ για κάθε ζημία, ή ατύχημα, εκτός από την ολική ή τεκμαρτή ολική απώλεια του σκάφους, για τη χρονική περίοδο από 06-06-2018 έως 06-06-2019. Ομοίως με σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης που καταρτίσθηκε μεταξύ της ιδίας και της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, ασφάλισε δυνάμει του με αριθμό ……../2018 ασφαλιστηρίου συμβολαίου και της με αριθμό ……/2018 πρόσθετης πράξης το σκάφος «Β» για το χρονικό διάστημα 14-06-2018 έως 14-06-2019 για διάφορους κινδύνους, μεταξύ των οποίων και αυτός της πυρκαγιάς, έναντι καθαρού ασφαλίστρου εκ ποσού 1.881,82 ευρώ για ασφαλιζόμενη αξία 230.000 ευρώ, με αφαιρετέα απαλλαγή ύψους 2.300 ευρώ για κάθε ζημία, ή ατύχημα, εκτός από την ολική ή τεκμαρτή ολική απώλεια του σκάφους. Όπως προεκτέθηκε σύμφωνα με το περιεχόμενο  των ασφαλιστηρίων εφαρμοστέο είναι  το ελληνικό δίκαιο, συμπεριλαμβάνοντας ως όρο   τη ρήτρα Institute Yacht clauses 1.11.1985   από το αγγλικό  δίκαιο. Σημειωτέον ότι τα ανωτέρω ασφαλιστήρια συμβόλαια, αποτελούν ανανεωτήρια συμβόλαια των με ίδιο αριθμό (ασφαλιστηρίων) συμβολαίων που συνήφθησαν αρχικά την 03η-05-2014 για το σκάφος «Α» και την 14η-06-2010 για το σκάφος «Β» αντίστοιχα. Όπως προαναφέρθηκε μεταξύ των ασφαλισμένων κινδύνων σε αμφότερα τα ασφαλιστήρια συμβόλαια περιλαμβάνεται και αυτός της πυρκαγιάς. Από τις 05-12-2018, κατόπιν αιτήματος που η ενάγουσα υπέβαλε την 23η-10-2018 στον Οργανισμό Λιμένος της Πάτρας, και έγινε δεκτό σύμφωνα με την με αριθμό …./20-06-2019 Βεβαίωση του Οργανισμού Λιμένος Πατρών Α.Ε, τα ανωτέρω σκάφη της είχαν ανελκυστεί  και τοποθετηθεί πάνω σε ειδικές μεταλλικές βάσεις, σύμφωνα με τη με αριθμό …../2021 ένορκη βεβαίωση του τεχνικού συμβούλου της ενάγουσας …….., σε σειρά με άλλα ιστιοφόρα, σκάφη και σε κοντινή μεταξύ τους απόσταση, στον χώρο εναπόθεσης σκαφών, στον Βόρειο Λιμένα Πατρών, στην Προβλήτα Ν …., προκειμένου να διενεργηθούν επ’ αυτών εργασίες συντήρησης και διαχείμασης. Η σύνδεση των σκαφών στο δίκτυο ηλεκτρισμού του λιμένα αναφέρεται και στην ένορκη βεβαίωση που δόθηκε στον πρώτο βαθμό με την προσθήκη της ασφαλιστικής εταιρίας προς αντίκρουση της αγωγής του διπλωματούχου ηλεκτρολόγου πλοίων ………. Περαιτέρω και σύμφωνα με τα όσα ανέφερε κατά την αυτεπάγγελτη προανάκριση ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας ………… (σχετ. 50), η προαναφερόμενη άδεια ανέλκυσης των δύο σκαφών στις 5.12.2018 μετά από άδεια του ……… είχε διάρκεια μέχρι τον Απρίλιο του 2019. Η άδεια αυτή δεν αφορούσε παροπλισμό αλλά χειμερινή φύλαξη και συντήρηση, καθώς ο παροπλισμός αφορά χρονικό διάστημα από ένα έως τρία έτη. Κατά τη διαχείμαση των σκαφών δεν ήταν ασφαλές αλλά ούτε πρακτικό να αφαιρεθούν οι ηλεκτροσυσσωρευτές τους διότι ήταν κλειστού τύπου βαθειάς εκφόρτισης βάρους 40 κιλών ο καθένας και στο ιστιοφόρο Α υπήρχαν τέσσερις ενώ στο ιστιοφόρο Β δέκα. Για το λόγο αυτό ήταν απαραίτητη η ηλεκτροδότηση των σκαφών μερικές ώρες τη μέρα για να διατηρούνται σε φόρτιση οι μπαταρίες τους. Την ίδια τεχνική φόρτισης εξάλλου ακολουθούν όλοι οι πλοιοκτήτες. Αυτό αποδεικνύεται από τη με αριθμό ……./16.12.2020 ένορκη κατάθεση του κυβερνήτη επαγγελματικών σκαφών ………… ο οποίος καταθέτει ότι οι μπαταρίες των σκαφών πλοιοκτησίας της ενάγουσας, επιβαλλόταν να φορτίζονται για να είναι πάντα σε πλήρη φόρτιση. Η κρίση αυτή περί αναγκαίας φόρτισης κατά τη διάρκεια εργασιών συντήρησης ενισχύεται και από τα διδάγματα της κοινής πείρας σύμφωνα με τα οποία για τη λειτουργία ενός σκάφους οι μπαταρίες του από τις οποίες υποστηρίζονται πολύ ουσιώδη μηχανήματα (ραντάρ, φώτα νυκτός κλπ) πρέπει να είναι σε πλήρη φόρτιση και συνεπώς η ηλεκτροδότηση των σκαφών κατά τη διάρκεια των εργασιών συντήρησης, είναι συνήθης και απαραίτητη για την ασφαλή λειτουργία τους.

Ακολούθως προκειμένου να συντηρηθούν και επαναφορτισθούν οι μπαταρίες των ανωτέρω σκαφών για όσο χρόνο θα βρίσκονταν στην ξηρά, η ενάγουσα προμηθεύτηκε μεγάλου μήκους καλώδιο ηλεκτρικού ρεύματος, περίπου 50 μ., το οποίο ξεκινούσε από σταθερό ρευματοδότη (πυλώνα), που ήταν εγκατεστημένος παραπλεύρως της βάσης από ενισχυμένο σκυρόδεμα του φανού εισόδου του άνω λιμένα και τροφοδοτούσε με ηλεκτρικό ρεύμα τα ελλιμενιζόμενα και τα ανελκυσθέντα στη χερσαία αυτού ζώνη σκάφη. Ειδικότερα στο σταθερό ρευματοδότη από αρσενικό φις σούκο ξεκινούσε μια µπαλαντέζα μαύρου χρώματος, γεγονός που πιστοποιήθηκε μετά την πυρκαγιά με την έκθεση αυτοψίας (σχετικό 40), δηλαδή μια μαύρη προέκταση καλωδίου καρούλι µε καλώδιο εύκαμπτο μήκους 50 µέτρων µε καρέ καλωδίου 3×1, 5mm και το μαύρο αυτό καλώδιο κατέληγε στο εσωτερικό του ιστιοφόρου Β. Στο στροφείο αυτό υπήρχε αυτόματη ασφάλεια. Από το ιστιοφόρο Β και πιο συγκεκριμένα από το στροφείο (καρούλι) της μπαλαντέζας, το οποἰο ευρίσκετο στον πρυμναίο αποθηκευτικὀ χώρο του ιστιοφόρου σκάφους “Β” µε µια πρίζα σούκο και έναν αντάπτορα τριπολικό 16A, ξεκινούσε ένα άλλο καλώδιο λευκού χρώματος το οποίο κατέληγε στο σκάφος Α και έτσι τροφοδοτούνταν οι συσσωρευτές αυτού. Ως προς το θέμα ηλεκτρολογικών ασφαλειών να σημειωθεί ότι στον προαναφερόμενο σταθερό ρευματοδότη του λιμένα υπήρχαν μέσα σε μεταλλικό, κιβώτιο τρεις κεραμικές ασφάλειες βραδείας τήξης 63A µε 120ΚΑ μέγιστο ρεύμα διακοπής και πιο συγκεκριµένα μετά το σταθερό ρευματοδότη) ακολουθούσε αρσενικό φις πενταπολικό 32Α, το οποίο κατέληγε σε θηλυκό φις τριπολικό 32A και ακολούθως κατέληγε σε τριπολικό φις 16Α, το οποίο κατέληγε σε αντάπτορα από τριπολικό φις σε θηλυκή πρίζα σούκο 16Α.

Την 12η-01-2019  και περί ώρα 07:28 πμ, στο εσωτερικό του σκάφους «Α» και δη στο σημείο που βρίσκονταν οι συσσωρευτές του, εκδηλώθηκε πυρκαγιά, η οποία στη συνέχεια επεκτάθηκε στην καμπίνα του αλλά και εξωτερικά αυτής, με αποτέλεσμα να επεκταθεί και στο έτερο σκάφος «Β», που ήταν τοποθετημένο σε μικρή απόσταση από το σκάφος «Α». Άμεσα και δη περί ώρα 7:30 π.μ., κλήθηκε η Πυροσβεστική Υπηρεσία Πατρών, η οποία επιχείρησε για την κατάσβεση της πυρκαγιάς με οχήματά της από ξηράς, αλλά και με το σκάφος «Σ» από θαλάσσης, ενώ παράλληλα ενημερώθηκε και το Κεντρικό Λιμεναρχείο Πατρών, το οποίο απέστειλε προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πάτρας το με αριθμό ………/2019 από 12-01-2019 έντυπο σήμα. Τελικά η πυρκαγιά τέθηκε υπό πλήρη έλεγχο περί ώρα 10:15 π.μ. έχοντας προκαλέσει ζημίες στα ως άνω ασφαλισμένα σκάφη και στα όμορα R καθώς το ιστίο από το κατάρτι του “Α” έπεσε πάνω στο κατάστρωμα του τελευταίου, «Τ», «V» και «Κ» και διενεργήθηκε προανάκριση, όπως αναγράφεται στο ως άνω σήμα. Η Πυροσβεστική Υπηρεσία Πατρών, η οποία επελήφθη της κατάσβεσης της ένδικης πυρκαγιάς, συνέταξε την από 12-01-2019 έκθεση απλής αυτοψίας. Σύμφωνα με αυτή η πυρκαγιά εκδηλώθηκε εσωτερικά της καμπίνας πολυεστερικού σκάφους με την ονομασία Α, το οποίο, όπως ήδη αναφέρθηκε, είχε ανελκυστεί και τοποθετηθεί σε ειδικές μεταλλικές βάσεις στο χώρο εναπόθεσης σκαφών στο βόρειο λιμένα Πατρών στην προβλήτα …… Λόγω έντασης του ανέμου η πυρκαγιά μεταφέρθηκε στο ιστιοφόρο Β. Στην αυτοψία αναφέρεται ότι αμφότερα τα σκάφη είναι ιδιοκτησίας της ίδιας εταιρίας, δηλαδή της ενάγουσας. Το σημείο έναρξης της πυρκαγιάς κατά την αυτοψία εντοπίζεται στο εσωτερικό του ιστιοφόρου Α στο σημείο που βρίσκονταν οι συσσωρευτές αυτού και στη συνέχεια η πυρκαγιά μεταφέρθηκε στην καμπίνα  και εξωτερικά αυτού. Σύμφωνα και με την κατάθεση του λιμενικού …………. (σχετ. 53) που λήφθηκε στα πλαίσια της αυτεπάγγελτης προανάκρισης του λιμενικού σώματος που ερευνούσε την αιτία της πυρκαγιάς, στο σημείο της πυρκαγιάς εντοπίστηκε μεγάλου μήκους καλώδιο ηλεκτρικού ρεύματος χρώματος μαύρου (μπαλαντέζα), το οποίο ξεκινούσε από σταθερό ρευματοδότη σε ορισμένο σημείο του λιμένα. Το καλώδιο ηλεκτρικού ρεύματος και οι ακροδέκτες αυτού είχαν αλλοιώσεις ορατές εξωτερικά και κλήθηκαν από το κέντρο της Πυροσβεστικής υπηρεσίας οι υπάλληλοι της ΔΕΗ να κάνουν διακοπή ρεύματος στο σημείο του βόρειου λιμένα Πατρών Ν17 και να αφαιρέσουν το φις της μαύρης μπαλαντέζας που πήγαινε στο ιστιοφόρο με το όνομα Β από το ρευματολήπτη στο βόρειο λιμένα Πατρών. Η απλή αυτοψία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αιτία της πυρκαγιάς είναι βραχυκύκλωμα στο καλώδιο ηλεκτρικού ρεύματος που τροφοδοτούσε και κατέληγε στους συσσωρευτές του ιστιοφόρου «Α», στο οποίο υπήρχαν εμφανείς αλλοιώσεις (βλ. σχετ. 40). Και ο Ναυτικός επιθεωρητής ………. καταλήγει τόσο στην έκθεση που έχει συντάξει όσο και στην ένορκη κατάθεσή του ότι η πυρκαγιά ξεκίνησε από το ιστιοφόρο Α και πιθανότατα στην αριστερή πλευρά του και περίπου στο μέσον του σαλονιού. Τέλος σύμφωνα με τον τεχνικό σύμβουλο της ενάγουσας …………, η πυρκαγιά ξεκίνησε από την τυχαία, απρόσμενη και ταχεία υπερθέρμανση των καλωδίων σύνδεσης των μπαταριών του service με τον κεντρικό πίνακα του σκάφους Α και αυτή (η πυρκαγιά) είχε λανθάνουσα μορφή με αύξηση της θερμότητας και του καπνού χωρίς ανάλογη εξέλιξη φλόγας, επειδή το σκάφος ήταν κλειστό κατά τη χρονική στιγμή του συμβάντος. Σύμφωνα με την προσκομιζόμενη ως σχετικό 46 ένορκη βεβαίωση του “Έτσι ξηλώθηκαν τα δεξιά παράθυρα της κουβέρτας προς τα έξω ενώ ο βίαια εισερχόμενος με φόρα από τα δεξιά προς τα αριστερά αέρας ολοκλήρωσε την καταστροφή”. Στη συνέχεια με τη με αριθμό …./2019 έκθεσή του το α’ ανακριτικό συμβούλιο ναυτικών ατυχημάτων (ΑΣΝΑ, σχετ. 41) πιστοποιεί ότι οι αιτίες του βραχυκυκλώματος που προκάλεσαν στο ιστιοφόρο Α την πυρκαγιά δεν έχουν προσδιοριστεί την έκθεση απλής αυτοψίας της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας Πάτρας, και ότι στο τεχνικό υπόμνημα του Ναυτικού επιθεωρητού …………… της ασφαλιστικής εταιρίας συμπεραίνεται ότι στην περίπτωση βραχυκυκλώματος θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι η προκληθείσα πυρκαγιά οφείλεται στην μη ενεργοποίηση της ασφάλειας επί της μπαλαντέζας, πράγμα το οποίο, αναφέρει το ΑΣΝΑ, φαίνεται να αντιπροσωπεύει την πραγματικότητα. Συνεπώς εκτιμάται από το ΑΣΝΑ ότι η πυρκαγιά στο ιστιοφόρο Α οφείλεται σε βραχυκύκλωμα και σε αστοχία της ασφάλειας επί της μπαλαντέζας τροφοδοσίας, τα οποία πιθανολογούνται, κατά το ΑΣΝΑ, ότι οφείλονται σε τυχαίο γεγονός. Στο παραπάνω συμπέρασμα το ΑΣΝΑ κατέληξε αφού: α) προσδιόρισε ως αιτία της πυρκαγιάς το βραχυκύκλωμα σε λευκό καλώδιο ηλεκτρικού ρεύματος που τροφοδοτούσε και κατέληγε στους συσσωρευτές του ιστιοφόρου Α, β) έλαβε υπόψη το ενημερωτικό σημείωμα του ναυτικού επιθεωρητού της ασφαλιστικής εταιρίας ………. της 23.10.2019 και τα καταληκτικά συμπεράσματα αυτού, δηλαδή το ότι η αιτία της πυρκαγιάς είναι βραχυκύκλωμα από άγνωστη αιτία στο καλώδιο με το οποίο τροφοδοτούνταν το σκάφος Α με ρεύμα πόλης τάσεως 220 βολτ και η μη ενεργοποίηση ασφάλειας επί της μπαλαντέζας η οποία (μη ενεργοποίηση) δεν συνετέλεσε στην άμεση διακοπή της παροχής ρεύματος μεγάλης τάσης (63 αμπέρ) από το ρευματοδότη του πυλώνα της ξηράς, γεγονός που εξηγείτο από το ότι το μαύρο καλώδιο της μπαλαντέζας από τον πυλώνα ξηράς μέχρι το ιστιοφόρο Β είχε υποστεί σοβαρές θερμικές αλλοιώσεις (βλ. σελ. 5 της απόφασης), γ) έλαβε υπόψη τις συγκεκριμένες συνθήκες της 12η.1.2019 σύμφωνα με τη βεβαίωση της ΕΜΥ και ειδικά τους μέτριους (4-5 μποφόρ) βορειοανατολικούς ανέμους μετά ισχυρών ριπών (6-7 μποφόρ). Ακολούθως το ΑΣΝΑ απεφάνθη ομόφωνα, ότι “η πυρκαγιά που συνέβη στο σκάφος «Α» Ν.Π. 5354, που ήταν ανελκυσμένο στον προβλήτα Νο. 17 στο βόρειο τμήμα λιμένος Πατρών και μεταδόθηκε στο παραπλεύρως ανελκυσμένο σκάφος Ε/Γ «Β» Ν.Π. 9528, αποτελεί ναυτικό ατύχημα κατά την έννοια του άρθρου 1 (α) δηλαδή «ολική ή τεκμαρτή απώλεια ελληνικού πλοίου ή πλωτού ναυπηγήματος του Ν.Δ. 712/70 περί Διοικητικού Ελέγχου του Ναυτικού Ατυχήματος” και ότι “η πυρκαγιά οφείλεται σε ηλεκτρικό βραχυκύκλωμα και σε αστοχία της ασφάλειας επί της μπαλαντέζας τροφοδοσίας και αυτά πιθανολογούνται ότι οφείλονται σε τυχαίο γεγονός”.

Η εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρία παραπονείται με τον τρίτο λόγο έφεσης ότι η ενάγουσα δεν δικαιούται την ασφαλιστική αποζημίωση, διότι τα ασφαλισμένα σκάφη ήταν παροπλισμένα στη στεριά με σβησμένα τα συστήματα τους και χωρίς φύλαξη, ότι η ενάγουσα παραβίασε την προσυμβατική της υποχρέωση περί μη μεταβολής του τόπου παροπλισμού και των χαρακτηριστικών αυτού του τόπου και γενικά περί παραβίασης των προσυμβατικών της δηλώσεων, ότι αυτή παραβίασε το ασφαλιστικό βάρος περί μη μεταβολής κινδύνου (επίτασης αυτού), και ότι η ζημία της (της ενάγουσας) εμπίπτει στις εξαιρούμενες από το ασφαλιστήριο λόγω της φυσιολογικής φθοράς των μονώσεων των καλωδίων και σε ακαταλληλότητα του ηλεκτρολογικού εξοπλισμού, δηλαδή σε παράλειψη ενεργειών που συνιστούν παράβαση του καθήκοντος καλής πίστης που ήταν θεμέλιο της επίδικης σύμβασης και βασίζει την αιτίαση αυτή στις από 15.1.2019, στις 4.2.2019 και στις 11.7.2019 επιθεωρήσεις του Ναυτικού Επιθεωρητή ………… Ο τελευταίος στη με αριθμό ……/2020 ένορκη κατάθεση του επισημαίνει πρωτίστως ότι δεν θεωρεί ως βάσιμη τη σχετική αναφορά της ενάγουσας διότι αυτή η αναφορά δεν συνοδεύθηκε από φωτογραφίες, διότι η συνδεσμολογία τροφοδοσίας των σκαφών με ρεύμα από την ξηρά είναι παντελώς αόριστη και χωρίς καμία τεχνική περιγραφή και διότι διαπίστωσε είναι ανακριβές ότι το σκάφος είχε εγκατεστημένους φορτιστές και μετασχηματιστές, αφού τόσο ο ηλεκτρικός πίνακας που ήταν τοποθετημένος πάνω από το έπιπλο του τραπεζιού των χαρτών, όσο και ό μοναδικός φορτιστής μπαταριών είχαν αποτεφρωθεί. Όμως στην έκθεση που αυτός προσκομίζει μετά τις επιθεωρήσεις του έχει προβεί ο ίδιος στην τεχνική αναλυτική περιγραφή του ηλεκτρολογικού εξοπλισμού των σκαφών της ενάγουσας, ενώ μετά την εκδήλωση της πυρκαγιάς και την ολική καταστροφή των συσσωρευτών προφανώς αυτός δεν μπορεί να κάνει ασφαλή καταμέτρηση αυτών. Επιπλέον στη συγκεκριμένη περίπτωση έχουν προσκομιστεί ενώπιον του δικαστηρίου πολλαπλές απεικονίσεις των ζημιών των ιστιοφόρων από την πυρκαγιά, από τις οποίες αποδεικνύεται η ολοκληρωτική καταστροφή του σημείου των συσσωρευτών. Να σημειωθεί στο σημείο αυτό ότι η ζημία από την πυρκαγιά είναι πραγματική και ολική αναφορικά με το ιστιοφόρο Α, και ολική τεκμαιρόμενη αναφορικά με το σκάφος Β καθώς αυτό είχε με το επίδικο ασφαλιστήριο ασφαλιστεί για το ποσό των 230.000 ευρώ σε περίπτωση ολικής ζημίας, πλην όμως όπως θα αναφερθεί πιο κάτω η προσφορά για την αποκατάσταση των ζημιών του υπερβαίνουν το ποσό αυτό. Περαιτέρω και σύμφωνα με την προαναφερόμενη έκθεση του ναυτικού επιθεωρητού της ασφαλιστικής εταιρίας …………. “στο ιστιοφόρο “Α” στο οποίο εκδηλώθηκε η πυρκαγιά “όλες οι συνδέσεις ήταν, κατά την αυτοψία, δηλαδή μετά την πυρκαγιά, γενικώς σε αποδεκτή κατάσταση χωρίς κανένα ίχνος υπερφόρτωσης”. Στη ίδια έκθεση αναγράφεται ότι “κατά τον έλεγχο, δηλαδή μετά την πυρκαγιά, “η πρίζα του πυλώνα (pillar), αλλά και ὁλοι οι αντάπτορες ήταν σε αρκετά καλή κατασταση χωρίς υπερθερµάνσεις ή φθορές, εκτός από τον τελευταίο αντάπτορα, ο οποίος ήταν ολοσχερώς κατεστραµµένος από υπερφόρτωση.” Περαιτέρω σύμφωνα με την προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωση του τεχνικού συμβούλου της ενάγουσας ………., πέραν του ότι δεν υφίσταται κανονισμός στην Ελλάδα που να υποχρεώνει σε αλλαγή των καλωδιώσεων των σκαφών ανά τακτά χρονικά διαστήματα, οι καλωδιώσεις στα συγκεκριμένα σκάφη είχαν αντικατασταθεί με τις εργασίες ανακαίνισης/αναβάθμισης τα έτη 2013 και 2014 γεγονός που επιβεβαιώνεται και από το από 31.12.2020 έγγραφο της εταιρίας “………..”. Από τα παραπάνω αποδεικνύεται ότι το ηλεκτρολογικό υλικό που χρησιμοποιήθηκε ήταν κατάλληλο και όχι γερασμένο, ενώ σύμφωνα με την ένορκη βεβαίωση του …………. η συγκεκριμένη μαύρη μπαλαντέζα μήκους 50 μέτρων από τον πυλώνα του λιμένα δεν αποτέλεσε μόνιμη εγκατάσταση, αλλά χρησιμοποιήθηκε μόνο από το μεσημέρι της Παρασκευής 11.1.2019 έως το επόμενο πρωί. Η διατομή της μαύρης μπαλαντέζας δεν ήταν μικρή (1,5μμ καρέ) αλλά επαρκής για την κατανάλωση που είχε ο φορτιστής, αφού το καλώδιο είχε μέγιστο επιτρεπόμενο ρεύμα 13 αμπέρ και ο φορτιστής κατανάλωση 5 αμπέρ το μέγιστο. Το στροφείο της μπαλαντέζας (by pass) βρισκόταν εντός του πρυμνίου μηχανοστασίου του σκάφος ‘Β”, το οποίο ήταν στεγανό ενώ τόσο το καλώδιο, οι πρίζες και η ασφάλεια ήταν πιστοποιημένα. Η εναγομένη αντιθέτως δεν αποδεικνύει τον ισχυρισμό της ότι οι αντάπτορες που χρησιμοποιούνται για τη φόρτιση σκαφών πρέπει να είναι ίδιας διατομής και ειδικοί για βύθιση στο νερό, πέραν του ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ισχυρισμός της ερείδεται επί εσφαλμένης προϋπόθεσης, διότι η φόρτιση γινόταν επί του εδάφους. Επίσης δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της ότι υφίστατο επιβάρυνση του ηλεκτρολογικού εξοπλισμού λόγω υγρασίας. Αντιθέτως από όλες τις τεχνικές εκθέσεις που συντάχθηκαν, οι οποίες εκτιμήθηκαν από το παρόν δικαστήριο, όπως και τις ένορκες βεβαιώσεις όλων των τεχνικών συμβούλων ή επιθεωρητών, κατά τα προαναφερόμενα, αποδεικνύεται ότι δεν καθοριζόταν συγκεκριμένη τάση ρεύματος που έπρεπε να χρησιμοποιηθεί για τη φόρτιση των σκαφών και αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι τόσο η τάση του ρεύματος όσο και η ασφάλεια των 63 αμπερ που ήταν εγκατεστημένη στο ρευματοδότη του λιμένα ήταν κατάλληλη για τη φόρτιση των συσσωρευτών των ιστιοφόρων. Σε κάθε περίπτωση οι ασφάλειες των 13 και 16 αμπέρ που βρίσκονταν στη λευκή μπαλαντέζα εντός του σκάφους Α θα προστάτευαν από τυχόν υπερθέρμανση και συνεπώς δεν συνδέεται με την πυρκαγιά το γεγονός ότι στον κεντρικό πίνακα του λιμεναρχείου η ασφάλεια ήταν 63 αμπέρ. Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι η ασφάλεια των 13 αμπερ της μπαλαντέζας εντός του σκάφους Α….. είχε κολλήσει πριν την πυρκαγιά λόγω οξείδωσης και καθηλάτωσης και ότι ήταν για το λόγο αυτόν ακατάλληλη πρέπει να αναφερθεί ότι δεν προσκομίζονται φωτογραφίες που να αποδεικνύουν τον ισχυρισμό αυτόν της εναγομένης, αλλά αντίθετα στην αναφορά επιθεώρησης ζημίας του ……….. την οποία επίσης προσκομίζει η ίδια η εναγομένη αναφέρεται ότι όλες οι συνδέσεις ήταν σε άριστη κατάσταση χωρίς κανένα ίχνος υπερφόρτωσης. Τέλος ούτε στα επίδικα ασφαλιστήρια δεν εξειδικεύεται το είδος του ηλεκτρολογικού εξοπλισμού που πρέπει να χρησιμοποιείται για την ηλεκτροδότηση των σκαφών αναψυχής, και συνεπώς είναι αυθαίρετο ένα συμπέρασμα ότι μία μπαλαντέζα οικιακού εξοπλισμό είναι ακατάλληλη, ιδίως εάν αυτή έχει μεγάλη διατομή όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση. Περαιτέρω το σημείο στο οποίο είχε επιτραπεί στην ενάγουσα να ανελκύσει τα σκάφη της, βρίσκονταν σε απόσταση 40 μέτρων από τον σταθερό ρευματοδότη του Οργανισμού Λιμένος Πατρών, και για το λόγο αυτό χρησιμοποιήθηκε η μαύρη μπαλαντέζα χρήσεως μήκους 50 μέτρων, η οποία ήταν κατάλληλη και σε καλή κατάσταση και δεν αποδείχθηκε ότι ήταν φθαρμένη όπως η εναγομένη αβασίμως ισχυρίζεται. Η μπαλαντέζα αυτή χρησιμοποιήθηκε σε ξηρό χώρο και όχι μέσα στην θάλασσα. Μόλις ολοκληρωνόταν η φόρτιση των μπαταριών, κατά την οποία υπήρχε εποπτεία, το καλώδιο έβγαινε εκτός πρίζας και όλα τα ηλεκτρικά συστήματα παρέμεναν κλειστά μέχρι την επόμενη επαναφόρτιση. Επειδή επίσης κατά την ώρα της φόρτισης υπήρχε επίβλεψη αβάσιμα υποστηρίζει η ασφαλιστική εταιρία ότι δεν υπήρχε φύλαξη και εποπτεία κατά τη φόρτιση με συνεχή τάση ρεύματος και ότι δεν επέβαινε κανείς σε αυτά. Εξάλλου κατά την κρίση του Δικαστηρίου η οποία έχει έρεισμα στην έκθεση απλής αυτοψίας και το συμπέρασμα του ΑΣΝΑ η πυρκαγιά οφείλεται σε τυχαίο γεγονός και όχι σε βαριά αμέλεια της ενάγουσας η οποία εν τέλει χρησιμοποίησε τον κατάλληλο εξοπλισμό για τη φόρτιση των ιστιοφόρων της, αφού το ηλεκτρολογικό υλικό που χρησιμοποιήθηκε για τη μεταφορά ρεύματος από τον ρευματοδότη στα σκάφη ήταν κατάλληλο, δεν είχε φυσιολογική φθορά ούτε ήταν πλημμελώς συντηρημένο, όπως αναφέρει η ασφαλιστική εταιρία στη σελίδα 56 της εφέσεως της, η μπαλαντέζα ήταν κατάλληλη για χρήση σε υπαίθριο παραθαλάσσιο χώρο και για την ηλεκτρική τροφοδοσία των σκαφών στα οποία τελούνταν συνήθεις εργασίες συντήρησης. Η πυρκαγιά μπορεί να οφείλεται σε τυχαίο γεγονός και στην περίπτωση που προέρχεται από ηλεκτρολογική βλάβη και αποτελεί λογικό άλμα ο ισχυρισμός της ασφαλιστικής εταιρίας ότι θα έπρεπε να οφείλεται οπωσδήποτε μόνο σε κακόβουλη ενέργεια, ή σε χρήση εντός του σκάφους άλλων πηγών θερμότητας. Περαιτέρω και αναφορικά με την αιτίαση περί της ακαταλληλότητας του χώρου ανέλκυσης των ιστιοφόρων θα πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Ο χώρος στον οποίο είχαν ανελκυστεί τα σκάφη ήταν ο κατάλληλος, και δεν υπήρχε ελεύθερη πρόσβαση για αυτοκίνητα και πεζούς όπως αβασίμως ισχυρίζεται η ασφαλιστική εταιρία, στηρίζοντας μάλιστα τον ισχυρισμό της στο χάρτη της google, ενώ υφίστατο φύλαξη καθώς στο χώρο υπήρχε εποπτεία και έλεγχος των εισερχόμενων στο χώρο. Άρα η τοποθέτηση των σκαφών εκεί για εργασίες διαχείμασης δεν ήταν επικίνδυνη, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η ασφαλιστική εταιρία και οι θέσεις στο χώρο διαχείμασης ήταν καθορισμένες και δεν επιλέγονταν από την ενάγουσα. Συνεπώς επειδή ο χώρος που είχε επιτραπεί στην ενάγουσα να τοποθετήσει τα δύο ιστιοφόρα καθορίστηκε από το λιμεναρχείο της Πάτρας και όχι από την ενάγουσα, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η ασφαλιστική εταιρία, δεν μπορεί να συντρέχει υπαιτιότητα της και μάλιστα βαριά αμέλεια ως προς την επιλογή του χώρου διότι αυτή δεν είχε δικαίωμα επιλογής. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο χώρος στον οποίο μετά από άδεια του Λιμεναρχείου, κατά τα προαναφερόμενα, είχαν μεταφερθεί τα σκάφη ήταν περιφραγμένος με σιδερένια περίφραξη και εποπτευόταν από την εταιρεία φύλαξης με την επωνυμία «…………., δυνάμει της με αριθμό …../30-07-2015 σύμβασης, που αυτή η εταιρία είχε καταρτίσει με το φορέα  διαχείρισης του λιμένα γεγονός που βεβαιώθηκε με τη με αριθμό ……./29-12-2020 Βεβαίωσή του …………….. Επίσης όπως ορθά συμπεριλήφθηκε στην αιτιολογία της εκκαλουμένης ο ίδιος ο διορισθείς από την εναγόμενη πραγματογνώμονας πριν από κάθε επίσκεψή του στον χώρο του λιμένα Πατρών που βρίσκονται τα σκάφη μετά το ένδικο ατύχημα, ζητούσε από τον νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας να υποβάλει αίτηση στον ………, προκειμένου να του χορηγηθεί άδεια εισόδου στο λιμάνι, ώστε να μπορέσει να πραγματοποιήσει τις επιθεωρήσεις του σύμφωνα με τα από 16-01-2019 και 08-07-2019 ηλεκτρονικά μηνύματα του εν λόγω επιθεωρητή προς τον τεχνικό σύμβουλο της ενάγουσας, γεγονός που καταδεικνύει ότι δεν υπήρχε ελεύθερη πρόσβαση σε αυτό. Αλυσιτελώς δε ισχυρίζεται η εναγομένη ασφαλιστική εταιρία ότι τα επίδικα σκάφη βρίσκονταν σε παροπλισμό που σύμφωνα με το ασφαλιστήριο καλύπτεται υπό προϋποθέσεις, διότι τα σκάφη δεν ήταν παροπλισμένα υπό την έννοια του άρθρου 5 παρ. 1 Ν. 4256/2014, κατά το οποίο ο παροπλισμός πρέπει να διαρκεί από ένα έως τρία έτη και, προκειμένου ένα σκάφος να τεθεί σε παροπλισμό, πρέπει ο ιδιοκτήτης του να υποβάλλει έγγραφη δήλωση στην αρμόδια Διεύθυνση του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου, αρχομένου του διαστήματος παροπλισμού από την κατάθεση των απαιτούμενων κατά τον ως άνω νόμο ναυτιλιακών εγγράφων, όπως ορθά αναφέρθηκε στην εκκαλουμένη απόφαση. Η εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρία αναφέρει επίσης στον τρίτο λόγο εφέσεως της ότι με ειδικό όρο των επίδικων ασφαλιστηρίων διατυπωμένο στους ειδικούς όρους αυτών στο άνω μέρος της σελίδας 7 ότι συμφωνήθηκε πως οι δηλώσεις του συμβαλλόμενου ή κα του ασφαλισμένου που περιλαμβάνονται στην αίτηση ασφάλισης ή σε άλλο μέρος που φέρει την υπογραφή του αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των ασφαλιστηρίων και ότι με βάση τις προσυμβατικές δηλώσεις της ενάγουσας είχε συμφωνηθεί ότι τα επίδικα σκάφη θα παροπλίζονταν προς διαχείμαση σε καρνάγιο στο Άκτιο της Πρέβεζας (το Α) και στη Μαρίνα Καλαμακίου, δηλαδή Μαρίνα Αλίμου (το Β) και ότι με την τέλεση εργασιών σε διαφορετικό τόπο δεν τηρήθηκαν οι συμβατικοί όροι με αποτέλεσμα αυτή να απαλλάσσεται από την υποχρέωση αποζημίωσης. Όμως η εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρία δεν προσκομίζει για την απόδειξη του ισχυρισμού της τις αιτήσεις της αντισυμβαλλομένης της για ασφάλιση που να φέρουν μάλιστα την υπογραφή της και να αποδεικνύεται ότι συμφωνήθηκε μόνο ο συγκεκριμένος τόπος για τη διαχείμαση, δηλαδή την εκτέλεση εργασιών συντήρησης. Ενδεικτικά να αναφερθεί ότι το σχετικό 35 στο οποίο γίνεται επίκληση αφορά ηλεκτρονικό μήνυμα του νομίμου εκπροσώπου της ενάγουσας με το οποίο αυτός αναφέρεται στη δήλωση συμβάντος της πυρκαγιάς της 12.1.2019. Επομένως ο ισχυρισμός της ότι η ενάγουσα δεν τήρησε τις συμβατικές της υποχρεώσεις δεν έχει ουσιαστικό έρεισμα. Αντιθέτως αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα τήρησε τις συμβατικές της υποχρεώσεις σχετικά με τη φύλαξη του σκάφους στην ξηρά σε ασφαλή και καλά φυλασσόμενο χώρο, όρος που αναφέρεται στη σελίδα 22 στην οποία αναφέρεται επίσης ρητά ότι η κάλυψη των ιδίων ζημιών παραμένει σε ισχύ κατά την περίοδο κατά την οποία το σκάφος βρίσκεται στην ξηρά στην οποία αναγράφονται οι ειδικές διατάξεις του ασφαλιστηρίου και οι ασφαλιζόμενοι κίνδυνοι–καλύψεις. Επίσης στη σελίδα 25 του ασφαλιστηρίου που περιγράφονται οι ρήτρες του ινστιτούτου για την ασφάλιση θαλαμηγών αναφέρεται στην παράγραφο 2.1.2 ότι το σκάφος καλύπτεται υπό τους όρους της ασφάλισης, μεταξύ άλλων, και όταν βρίσκεται εκτός ενεργού υπηρεσίας ή και κατά τη διάρκεια της συνήθους συντηρήσεως. Τέλος επί του έτερου ισχυρισμού της ασφαλιστικής εταιρίας ότι η ενάγουσα από βαριά αμέλεια συνετέλεσε στην πρόκληση της ζημίας της (οικείο πταίσμα) στο σκάφος “Β” διότι το είχε τοποθετήσει πάρα πολύ κοντά στο σκάφος “Α” και επέτεινε έτσι τον κίνδυνο για τον οποίο ήταν ασφαλισμένη και ότι μάλιστα την επίταση αυτή του κινδύνου παρέλειψε να γνωστοποιήσει στην ασφαλιστική εταιρία, πρέπει αναφερθεί ότι ο αμυντικός ισχυρισμός κρίνεται απορριπτέος διότι, όπως ήδη προαναφέρθηκε και τονίστηκε, οι θέσεις των σκαφών στην προβλήτα είναι καθορισμένες από το Λιμεναρχείο και η ενάγουσα δεν είχε δυνατότητα να τοποθετήσει σε μεγαλύτερη απόσταση τα σκάφη της. Εξάλλου σύμφωνα με τα όσα περιγράφησαν παραπάνω για τις συνθήκες εκδήλωσης της πυρκαγιάς, αυτή οφείλεται σε τυχηρό, δηλαδή σε βραχυκύκλωμα στα ηλεκτρικά συστήματα του ιστιοφόρου Α, και στις καιρικές συνθήκες δηλαδή τον αέρα που επικρατούσε τη συγκεκριμένη ώρα που συνετέλεσε στο να μεταφερθεί η φωτιά στο διπλανό ιστιοφόρο Β. Επίσης επειδή λόγω της πυρκαγιάς κάηκε το κατάστρωμα του “Α” το ιστίο του έπεσε στο παραπλήσιο σκάφος R και συγκεκριμένα στη “μάτσα”, η οποία αποτελεί μέρος του ιστίου του προαναφερθέντος πλοίου. Από τους καπνούς μαύρισε εξωτερικά και το σκάφος Τ, το οποίο βρισκόταν σε μικρή απόσταση από τα παραπάνω σκάφη. ΄Αρα και η μετάδοση της πυρκαγιάς στο σκάφος “Β” οφείλεται σε τυχηρό, δηλαδή τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες, και όχι σε βαρεία αμέλεια δηλαδή οικείο πταίσμα της ενάγουσας.

Στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα ενημέρωσε εγγράφως σύμφωνα και με την προερχόμενη από τα ασφαλιστήρια υποχρέωση της την εναγομένη ασφαλιστική εταιρία και η τελευταία απέστειλε προς επιθεώρηση το ………… στις 15.1.2019, στις 4.2.2019 και στις 11.7.2019, ενώ οι επιθεωρήσεις έγιναν με την παρουσία του τεχνικού συμβούλου της ενάγουσας ………… Η ασφαλιστική εταιρία μέχρι σήμερα αρνείται να καταβάλει τις ασφαλιστικές αποζημιώσεις, επικαλούμενη τους λόγους που αναπτύχθηκαν και απαντήθηκαν στους τρίτο και τέταρτο των λόγων εφέσεως. Όμως σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν η πυρκαγιά δεν εμπίπτει στις αναφερόμενες στο ασφαλιστήριο ειδικές εξαιρέσεις και αδικαιολόγητα αρνείται η εναγομένη επικαλούμενη τη σχετική τεχνική έκθεση να καταβάλει τις ασφαλιστικές αποζημιώσεις.  Όπως ήδη προαναφέρθηκε οι αιτιάσεις της ασφαλιστικής εταιρίας που αναφέρονται στους δύο προαναφερόμενους λόγους εφέσεως δεν μπορούν να γίνουν δεκτές, διότι η πυρκαγιά εκδηλώθηκε στο εσωτερικό του σκάφους Α από  ηλεκτρικό βραχυκύκλωμα, δηλαδή από τυχαίο γεγονός σύμφωνα με το πόρισμα του ΑΣΝΑ και επομένως δεν προκύπτει πως το γεγονός ότι χρησιμοποιήθηκαν καλώδια αντάπτορες και μπαλαντέζα εσωτερικού χώρου και στον εξωτερικό χώρο συνδέεται με την πυρκαγιά μέσα στο σκάφος, καθώς η τυχαία υπερθέρμανση του εσωτερικού καλωδίου προς τον αντάπτορα προκάλεσε το βραχυκύκλωμα και προηγήθηκε της καταστροφής της μπαλαντέζας, ενώ αντίθετα εάν υπήρχε πρωτογενώς βραχυκύκλωμα στα εξωτερικά καλώδια και τους ασφαλειοδιακόπτες, θα είχε διακοπεί η παροχή ρεύματος προς το σκάφος Α και δεν θα υπήρχε πυρκαγιά στο εσωτερικό αυτού. Εξάλλου το πόρισμα του ΑΣΝΑ δεν αναφέρεται μόνο στην αστοχία της ασφάλειας της μαύρης μπαλαντέζας τροφοδοσίας, αλλά κάνει λόγο και για βραχυκύκλωμα εντός του σκάφους στην οποία βρισκόταν και άλλη ασφάλεια από όπου και ξεκίνησε η πυρκαγιά, η οποία δεν μπορεί να εξηγηθεί, και συνεπώς οφείλεται σε τυχηρό γεγονός, για το οποίο είχε καλυφθεί με σύμβαση ασφάλισης το σκάφος. Ακολούθως ο αμυντικός ισχυρισμός της εναγομένης ότι η πυρκαγιά δεν οφείλεται σε τυχηρό γεγονός αλλά στη βαριά αμέλεια της ενάγουσας δεν μπορεί να γίνει δεκτός, αφενός διότι με την προαναφερόμενη ένορκη βεβαίωση του Ναυτικού Επιθεωρητή ………… η έννοια του τυχηρού περιορίζεται στον κεραυνό, κάτι που έρχεται σε αντίθεση με τα διδάγματα της κοινής πείρας και αφετέρου διότι όπως προαναφέρθηκε το ότι η πυρκαγιά στη συγκεκριμένη περίπτωση οφείλεται σε τυχαίο συμβάν αποδεικνύεται από αιτιολογημένες γνωμοδοτήσεις δημοσίων υπαλλήλων και λειτουργών δηλαδή την από 12.1.2019 έκθεση αυτοψίας της Πυροσβεστικής υπηρεσίας Πατρών και την απόφαση του ΑΣΝΑ, όργανα τα οποία είχαν τη σχετική αρμοδιότητα διερεύνησης της αιτίας της πυρκαγιάς. Συνεπώς τα όσα αναφέρονται στον τρίτο λόγο εφέσεως περί παραβίασης των προσυμβατικών δηλώσεων της ασφαλισμένης, περί ακατάλληλου και αφύλακτου χώρου διενέργειας εργασιών συντήρησης (όπως εκτιμάται ο λόγος αυτός) και περί κακής εκτίμησης αποδεικτικού υλικού είναι απορριπτέα ως αβάσιμα ενώ επίσης αβασίμως υποβάλλεται παράπονο με τον τέταρτο λόγο εφέσεως ότι η μεταφορά ρεύματος από την ξηρά κατά τον παραπάνω τρόπο ήταν επικίνδυνη και ότι συνετέλεσε στην πυρκαγιά. Επομένως κατά τα προαναφερόμενα, επήλθε η ασφαλιστική περίπτωση και κρίνεται απορριπτέο το αίτημα περί διενέργειας πραγματογνωμοσύνης που επαναφέρεται με τον πέμπτο λόγο έφεσης, γιατί το δικαστήριο από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα έχει διαμορφώσει κρίση για  τα αίτια της πυρκαγιάς όπως προεκτέθηκε. Εξάλλου δεν υφίσταται το σκάφος Α ως αντικείμενο πραγματογνωμοσύνης και  η διενέργεια πραγματογνωμοσύνης για τα αίτια της πυρκαγιάς στο έτερο σκάφος δεν είναι εφικτή λόγω παρόδου μεγάλου χρονικού διαστήματος από την πυρκαγιά. Να σημειωθεί ότι τα αναφερόμενα στον τέταρτο λόγο εφέσεως περί εσφαλμένης εφαρμογής του αγγλικού δικαίου, περί κακής εκτίμησης αποδεικτικού υλικού και περί μη διενέργειας πραγματογνωμοσύνης έχουν ήδη απαντηθεί με την εξέταση των πρώτου, τρίτου και πέμπτου λόγων εφέσεως, ενώ τα αναφερόμενα στον έβδομο λόγο εφέσεως περί εσφαλμένων αιτιολογιών προβάλλονται αλυσιτελώς διότι δεν οδηγούν στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης.

Με τον έκτο λόγο εφέσεως επαναφέρεται ο ισχυρισμός της εναγομένης που προβλήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου περί δόλιας υπερασφάλισης των δύο  σκαφών διότι κατά το χρόνο της σύναψης της ασφαλιστικής σύμβασης  η αξία του σκάφους «Α» ήταν 47.983 ευρώ και του σκάφους «Β» ήταν 150.000 ευρώ. Αναφορικά με το σκάφος “Α” ως προς το οποίο κρίθηκε βάσιμη η αξίωση της ενάγουσας από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο πρέπει να αναφερθούν τα ακόλουθα: Όταν πρωτοασφαλίστηκε το συγκεκριμένο σκάφος, το έτος 2014, είχε  αξία ύψους 70.000 ευρώ, που διατήρησε και μέχρι το χρόνο του ατυχήματος (της πυρκαγιάς), καθώς από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν προέκυψε μείωση της αξίας του. Μάλιστα και ο επιθεωρητής της ασφαλιστικής εταιρίας στην από 15-01-2020 έκθεση πραγματογνωμοσύνης  δήλωσε ότι θεωρεί την αξία των 70.000 ευρώ για την οποία είναι ασφαλισμένο το σκάφος, λογική (βλ. σελ. 46 της εν λόγω πραγματογνωμοσύνης). Τέλος και αναφορικά με το παράπονο της ασφαλιστικής εταιρίας ότι εξαφανίστηκαν και δεν της αποδόθηκαν τα υπολείμματα του σκάφους προκειμένου να τα αφαιρέσει αυτή από την ασφαλιστική αποζημίωση πρέπει να αναφερθεί ότι δεν υπήρχαν υπολείμματα με αξία, γιατί το σκάφος κάηκε ολοσχερώς, και για το λόγο αυτό η ενάγουσα ζήτησε ολόκληρο το ασφαλιστικό ποσό καθώς σύμφωνα με το ασφαλιστήριο «ο συμβαλλόμενος ή και ασφαλισμένος δεν δικαιούται να εγκαταλείψει στην εταιρεία τα κατάλοιπα του ζημιωθέντος θαλάσσιου μέσου αναψυχής και να εισπράξει αντίστοιχα ασφαλιστικό ποσό. Η αξία των διασωθέντων μερών του ζημιωθέντος ή καταστραφέντος αντικειμένου αφαιρείται από την καταβλητέα αποζημίωση». Ακολούθως των ανωτέρω γίνεται δεκτό ότι το σκάφος καταστράφηκε ολοσχερώς, όπως προαναφέρθηκε κατά την εξέταση του τρίτου λόγου εφέσεως, και συνεπώς πρόκειται για πραγματική ολοσχερή καταστροφή αφού το σκάφος κάηκε ολοσχερώς και δεν είχε ούτε υπολείμματα, όπως αναφέρεται πιο πάνω, και η εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ασφάλισμα εξ ευρώ 70.000. Κρίνοντας όμοια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά εκτίμησε το αποδεικτικό υλικού και ο σχετικός περί του αντιθέτου έκτος λόγος εφέσεως, κατά το μέρος που αφορά το ιστιοφόρο ‘Α’, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επίσης κρίνεται αβάσιμος ο ισχυρισμός περί υπερασφάλισης του ιστιοφόρου Β. Ειδικότερα όταν αυτό πρωτοασφαλίστηκε το 2010 είχε αξία 350.000 ευρώ, ενώ για την αγορά του η ενάγουσα είχε χρηματοδοτηθεί κατά ένα μέρος από την Τράπεζα Πειραιώς, δηλαδή μόνο ως προς το ποσό των 170.000 ευρώ και για το λόγο αυτό εξάλλου η απλή μονομερής υποθήκη που εγγράφηκε δυνάμει του με αριθμό ……/22.6.2010 συμβολαιογραφικού εγγράφου εγγράφηκε γα το ποσό των 221.000 ευρώ διότι σύμφωνα με τους όρους της πιστώσεως θα έπρεπε να καλύπτει το 130% του ποσού του δανείου (βλ. σχετ. 21). Η αξία αυτή ποσού 350.000 ευρώ αποδεικνύεται και σύμφωνα με τη με αριθμό ……… πρόσθετη πράξη ασφάλισης που προσκομίζεται και ως σχετικό 14 και ως σχετικό 28. Εξάλλου η από 15.1.2020 έκθεση επιθεώρησης του τεχνικού συμβούλου της ασφαλιστικής εταιρίας ……… προσδιορίζει την εμπορική αξία του σκάφους στις 200.000 ευρώ με το φπα. Εξάλλου δόθηκε η δυνατότητα στην ασφαλιστική εταιρία να επιθεωρήσει το σκάφος πριν την κατάρτιση του ένδικη ασφαλιστηρίου και πριν την πρόσθετη πράξη. Η ενάγουσα εξάλλου προσκομίζει για την απόδειξη της εμπορικής αξίας του σκάφους αγγελία πώλησης ιστιοφόρου ίδιας παλαιότητας, μήκους 56 ποδιών, δηλαδή 17 μέτρων, από τη σελίδα ……………. και το αναγραφόμενο στην αγγελία ποσό ανέρχεται στις 225.000 ευρώ. Σε αντίθετη δικανική κρίση δηλαδή περί μικρότερης αξίας του σκάφους το χρόνο του επίδικου ασφαλιστηρίου δεν μπορεί να οδηγήσει το προσκομιζόμενο ως σχετικό 68α από την ασφαλιστική εταιρία, διότι το ιστιοφόρο στο οποίο αφορά αυτό το σχετικό με αγγελία πώλησης 59.800 ευρώ είναι μικρότερο από το επίδικο με έτος κατασκευής το 1993, ενώ στην ιστοσελίδα ………… που προσκομίζεται από την ενάγουσα ως σχετικό 42 η εμπορική του αξία ανέρχεται χωρίς τους φόρους σε 95.000 ευρώ. Τέλος από τα διδάγματα της κοινής πείρας αποδεικνύεται α) ότι ένα ιστιοφόρο σκάφος αυτής της παλαιότητας (έτος κατασκευής 2007) με μήκος 15,98, πλάτος 5,10 μέτρα και βύθισμα 2,05 μέτρα ήταν της αξίας των 350.000 ευρώ κατά το χρόνο της χρηματοδότησης του το 2008, και β) ότι το τραπεζικό ίδρυμα (εδώ η ΑΤΕ) που ανέλαβε μέρος της χρηματοδότησης του για την αγορά του από την ενάγουσα έχει πριν την εκταμίευση του ποσού αποστείλει συνεργαζόμενο με αυτή (την τράπεζα) ναυπηγό μηχανικό για να εκτιμήσει την αξία του ιστιοφόρου, και δεν θα προέβαινε σε χρηματοδότηση ιστιοφόρου με υπερεκτιμημένη εμπορική αξία διότι αυτό θα έθετε σε κίνδυνο την ίδια τη χρηματοδότηση και αυτή η τακτική δεν ήταν σύμφωνη με τους όρους χρηματοδότησης της τράπεζας. Όλα τα προαναφερόμενα πιστοποιούν ότι η ασφάλιση δεν υπερέβαινε την αληθινή αξία του ούτε από δόλο ούτε από αμέλεια της ασφαλισμένης ενάγουσας. Συνεπώς συνολικά και για τα δύο ιστιοφόρα οι λόγοι εφέσεως περί παραβίασης προσυμβατικών όρων του καθήκοντος αληθείας και υπερασφάλισης που παρουσιάζουν συνάφεια κρίνονται αβάσιμοι και απορριπτέοι.

Περαιτέρω από τους ισχυρισμούς της ασφαλιστικής εταιρίας εκτιμάται ότι αυτή αμφισβητεί και δεν ομολογεί σιωπηρά το ύψος των εργασιών που σύμφωνα με τις προτάσεις της ενάγουσας έχουν ήδη εκτελεστεί στο προαναφερόμενο ιστιοφόρο Β, καθώς στη σελίδα 89 των προτάσεων της ενώπιον αυτού του δικαστηρίου ισχυρίζεται ότι είναι αντιφατικό να αξιώνονται εργασίες επισκευής ύψους 259.870 ευρώ σε ιστιοφόρο που είναι ασφαλισμένο για τον κίνδυνο ολικής απώλειας σε αξία ύψους 230.000 ευρώ. Σύμφωνα δε με την οικονομική προσφορά που προσκομίζεται από την ενάγουσα ως σχετικό 17 του ……… για την επισκευή του σκάφους Β απαιτήθηκαν τα εξής: «ΠΡΟΚΑΤΑΡΤΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ- ΠΑΡΑΠΛΕΥΡΕΣ ΕΡΓΑΣΙΕΣ  Περιγραφή εργασίας : για  Κόστος μεταφοράς βοηθημάτων συγκράτησης 300 ευρώ για υλικά και 5.700 για εργασία, για εξάρμοση και άρμοση καρίνας 400 ευρώ για υλικά και 1800 ευρώ για εργασία, για κόστος ναυπηγείου, γερανού, παραμονής 3500 ευρώ για εργασία, για κατασκευή και χρήση κλειστού υπόστεγου κατά την επισκευή 6000 ευρώ για εργασία, για καθαρισμούς και προπαρασκευαστικές εργασίας 200 ευρώ για υλικά και 3800 ευρώ για εργασία, για έλεγχο και καθαρισμούς μετά την επισκευή 400 ευρώ για υλικά και 1500 ευρώ για εργασία, για δοκιμές θαλάσσης 700 ευρώ για εργασία. Για εργασίες επισκευής : για πολυεστερικές εργασίες γάστρας 5.500 ευρώ για υλικά και 15.000 ευρώ για τις εργασίες, για πολυεστερικές εργασίες κουβέρτας 6.000 ευρώ για υλικά και 17.000 ευρώ για εργασίες, για πολυεστερικές εργασίες νομέων και ενισχύσεων 1.700 ευρώ για υλικά και 4.800 για εργασίες, για πολυεστερικές εργασίες καμπίνων ντουζ 2.400 για υλικά και 6.800 ευρώ για εργασίες, για βαφή σκάφους με τζελ 3.400 ευρώ για υλικά και 8.000 για εργασίες, για βαφή σκάφους με top coat 1.800 ευρώ για υλικά και 2.400 ευρώ για εργασίες, για ξυλουργικές εργασίες κουβέρτας teak deck 4800 ευρώ για υλικά και 12.400 ευρώ για εργασίες, για ξυλουργικές εργασίες σκάφους 10.000 ευρώ για υλικά και 38.800 για εργασίες, για βερνίκια 800 ευρώ για υλικά και 4.100 ευρώ για εργασίες, για Επενδύσεις-ταπετσαρίες 2600 ευρώ για υλικά και 5.400 για εργασίες, για Στρώματα καναπέδες-σαλόνι 2600 ευρώ για υλικά και 5400 ευρώ για εργασίες, για Αποκατάσταση ηλεκτρολογικού δικτύου 21.400 ευρώ για υλικά και 8.600 ευρώ για εργασίες, για Αποκατάσταση υδραυλικού δικτύου 2.000 ευρώ για υλικά και 3.020 ευρώ για εργασίες, για Αποκατάσταση ηλεκτρονικού εξοπλισμού 3.500 ευρώ για υλικά και 850 για εργασίες, για Αποκατάσταση εξοπλισμού Καμπίνων, σαλονιού, κουζίνας 7.100 ευρώ για υλικά και 400 ευρώ για εργασίες, για Αποκατάσταση εξαρτίας σκάφους 12300 ευρώ για υλικά και 1200 ευρώ για εργασίες και για Αποκατάσταση εξοπλισμού Κουβέρτας 10.800 ευρώ για υλικά και 3.200 ευρώ για εργασίες. Το συνολικό κόστος για την αποκατάσταση της ζημίας ανέρχεται στο ποσό των  259.870 χωρίς το φπα και γίνεται διακανονισμός στον τρόπο πληρωμής του ποσού. Συνεπώς πρόκειται για τεκμαιρόμενη ολική απώλεια και με βάση την ασφαλισμένη αξία του σκάφους αφού επήλθε η ασφαλιστική περίπτωση το ποσό της αποζημίωσης που οφείλεται σύμφωνα με το ασφαλιστήριο ανέρχεται στις 230.000 ευρώ.

Αναφορικά με το σκάφος Β πρέπει επίσης να αναφερθούν τα εξής: σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο με αριθμό ……… ασφαλιστήριο και στο κεφάλαιο με τον τίτλο «Ασφαλισμένοι Κίνδυνοι», υφίσταται όρος, κατά τον οποίο «υπάρχει ενυπόθηκο ενδιαφέρον από την Τράπεζα Πειραιώς και επισυνάπτονται οι παρακάτω όροι … ». Όπως συνομολογεί και η ενάγουσα, η τελευταία είχε λάβει δάνειο ποσού 170.000 ευρώ από την Τράπεζα Πειραιώς για την αγορά του εν θέματι σκάφους και είχε εγγράψει την 22η-6-2010 στα υποθηκολόγια και βιβλία κατασχέσεων του Νηολογίου Πειραιά ναυτική υποθήκη υπέρ της ως άνω τράπεζας για ποσό 221.000 ευρώ επί του επίδικου σκάφους, ενώ είχε εκχωρήσει στη δανείστρια τις πάσης φύσεως απαιτήσεις και δικαιώματά της από την ασφαλιστική σύμβαση. Ήδη η εκκαλούσα επικαλείται και προσκομίζει  την από 23.5.2022  ενημερωτική επιστολή περί επανεκχώρησης ασφαλειών της Τραπέζης ……. και συνεπώς αποδεικνύεται ότι αυτή έχει ήδη εξοφλήσει το δάνειο που είχε λάβει για την αγορά του σκάφους Β, ενώ υποστηρίζει ότι επειδή εξόφλησε το δάνειο χωρίς περαιτέρω διατυπώσεις της επανεκχωρήθηκε η αξίωση για την καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης. Η ενάγουσα εκκαλούσα επικαλείται και προσκομίζει επίσης για την απόδειξη του ισχυρισμού της το σχετικό 44 με το οποίο η τράπεζα ….. αφού αναφέρει ότι πράγματι χορήγησε δάνειο για την αγορά του συγκεκριμένου σκάφους έχει εξοφληθεί, δεν διατηρεί άλλη αξίωση και συναινεί για την εξάλειψη της ναυτικής υποθήκης από το Νηολόγιο Πειραιώς με έξοδα του πελάτη (βλ. και σχετικό 44α). Από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο ως σχετικό  με αριθμό ……/8.3.2022 συμβολαιογραφικό έγγραφο της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……., που αφορά πράξη εξάλειψης υποθήκης αποδεικνύεται ότι ο τραπεζικός υπάλληλος έχοντας ειδική εξουσιοδότηση προς τούτο από την άνω δανείστρια Τράπεζα Πειραιώς συναίνεσε για την εξάλειψη της απλής ναυτικής υποθήκης που είχε εγγραφεί στο σκάφος β με το με αριθμό ……/2010 συμβολαιογραφικό έγγραφο της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………… Τέλος από το από 12.2.2025 με αριθμό ….. πιστοποιητικό βαρών του τομέας νηολογίων και ναυτικών υποθηκολογίων του κεντρικού λιμεναρχείο Πειραιώς που μετ’ επικλήσεως προσκομίζεται παραδεκτώς κατ’άρθρο 529 του ΚΠολΔ αποδεικνύεται ότι δεν υφίστανται πλέον βάρη στο συγκεκριμένο σκάφος (σχετ. Η). Επομένως στην επίδικη περίπτωση καταρχάς η προβλεπόμενη με βάση το άρθρο 20 του ασφαλιστηρίου εκχώρηση της ασφαλιστικής απαίτησης ολοκληρώθηκε και η ΑΤΕ της οποίας οιονεί καθολική διάδοχος λόγω της απορρόφησης κατέστη η Τράπεζα …… κατέστη δικαιούχος της ασφαλιστικής απαίτησης. Κατά την εγγραφή της απλής υποθήκης σημειώθηκε πότε έληγαν οι τοκοχρεωλυτικές δόσεις και η εξόφληση του κεφαλαίου τοποθετήθηκε χρονικά στο έτος 2015. Ακολούθως μετά την εξόφληση του δανείου και την πράξη εξάλειψης υποθήκης που κατεγράφη στο νηολόγιο του Κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιώς, σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, η ασφαλιστική απαίτηση επανεκχωρήθηκε στην ενάγουσα, σύμφωνα με την από 23.5.2022  ενημερωτική επιστολή περί επανεκχώρησης ασφαλειών που προσκομίζεται ως σχετικό στ. Συνεπώς αποδεικνύεται ότι η ενάγουσα είναι δικαιούχος της ασφαλιστικής αποζημίωσης κατά τον βάσιμο αγωγικό ισχυρισμό της και επομένως  η εναγομένη ασφαλιστική εταιρία, μετά την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης, οφείλει να της καταβάλει την ασφαλιστική αποζημίωση, η οποία ανέρχεται σύμφωνα με το ασφαλιστήριο του συγκεκριμένου ιστιοφόρου στο ποσό των 230.000 ευρώ. Συνεπώς θα πρέπει, κατά παραδοχή ως βάσιμου του σχετικού μοναδικού λόγου της με αριθμό ……../2023 έφεσης, να εξαφανιστεί  η εκκαλουμένη κατά το κεφάλαιο αυτό, δηλαδή το απορριπτικό σκέλος που αφορά το σκάφος “Β” επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατ’ εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων έκρινε ότι η ενάγουσα δεν  είναι δικαιούχος της ασφαλιστικής αποζημίωσης.

Ακολούθως, θα απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη η με αριθμό ………../2023 έφεση της ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρίας και θα διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου εφέσεως με αριθμό ………./2023 ποσού 150 ευρώ στο δημόσιο ταμείο αφού το ένδικο μέσο απορρίπτεται (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης θα επιβληθούν στην εκκαλούσα κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρα 176, 191 παρ. 2 και 183 του ΚΠολΔ. Θα γίνει δεκτή  η με αριθμό ………/2023 έφεση ως ουσιαστικά βάσιμη και θα διαταχθεί η απόδοση στην εκκαλούσα του παραβόλου εφέσεως με αριθμό …………./2023 ποσού 150 ευρώ διότι το ένδικο μέσο έγινε δεκτό κατ’ουσίαν. Για το ενιαίο του τίτλου εκτέλεσης θα εξαφανιστεί ως προς το κεφάλαιο της ασφαλιστικής αποζημίωσης για τα άνω σκάφη η εκκαλουμένη με αριθμό 2323/2021 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, θα κρατήσει το παρόν δικαστήριο και θα αναδικάσει στην ουσία της την υπόθεση επί της από 1.9.2020 και με αριθμό κατάθεσης ………./2020 αγωγής κατά το άνω κεφάλαιο. Θα υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 300.000 ευρώ (70.000 + 230.000) που αφορά την ασφαλιστική αποζημίωση των δύο ασφαλισμένων και καταστραφέντων ολικά και εν μέρει σκαφών Α και Β αντίστοιχα, με το νόμιμο τόκο από τις 22.5.2020 αφού το σχετικό κεφάλαιο δεν επλήγη με λόγο έφεσης αναφορικά με το ποσό των 70.000 ευρώ το οποίο επιδικάστηκε πρωτοδίκως και μέχρι την εξόφληση. Ομοίως η τοκοδοσία και ως προς το ποσό των 230.000 ευρώ άρχεται από τις 22-5-2020 διότι η ενάγουσα αποδεικνύει τον αγωγικό ισχυρισμο της ότι όχλησε εξωδίκως (άρθρο 349 του ΑΚ) την ασφαλιστική εταιρία στις 21.5.2020 σύμφωνα με τη με αριθμό ……./21.5.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στην περιφέρεια του Εφετείου Πειραιώς ……….. (σχτ. 15). Μέρος των δικαστικών εξόδων της εξόδων της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας βαρύνει την εναγομένη λόγω της εν μέρει ήττας της σύμφωνα με τα όσα θα αναφερθούν ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρα 191 παρ. 2, 178 παρ. 1 και 183 του ΚΠολΔ και 63, 67 και 68 του ν. 4194/2013).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 5.4.2023 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./2023 έφεση και την από 3.3.2023 με αριθμό κατάθεσης ………../2023 έφεση κατά της με αριθμό 2323/2021 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Δέχεται τυπικά τις εφέσεις.

Απορρίπτει κατ’ουσίαν τη με αριθμό ……/2023 έφεση.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου εφέσεως με αριθμό ………/2023 ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ στο δημόσιο ταμείο.

Επιβάλλει στην εκκαλούσα τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης, που ορίζεται στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ

Δέχεται ως ουσιαστικά βάσιμη την με αριθμό ………/2023 έφεση.

Διατάσσει την απόδοση στην εκκαλούσα του παραβόλου εφέσεως με αριθμό ………./2023 ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη με αριθμό 2323/2021 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, Κρατεί και δικάζει την ουσία της την υπόθεση επί της από 1.9.2020 και με αριθμό κατάθεσης ……../2020 αγωγής ως προς το κεφάλαιο της ασφαλιστικής αποζημίωσης

Δέχεται κατά ένα μέρος την με αριθμό ……../2020  αγωγή κατά το άνω κεφάλαιο

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τριακοσίων χιλιάδων ευρώ (300.000) με το νόμιμο τόκο από τις 22.5.2020 και μέχρι την εξόφληση.

Επιβάλει στην εναγομένη τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, που ορίζεται στο ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 8η Ιουλίου 2025  και δημοσιεύθηκε στις 18 Αυγούστου  2025 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους αυτών δικηγόρους.

    Η   ΠΡΟΕΔΡΟΣ                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ