Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 580/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης   580/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(3ο ΤΜΗΜΑ)

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Ελένη Μούρτζη Εφέτη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις …………. για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

Των εκκαλούντων : 1) ……….. και 2) ………….. εκ των οποίων η μεν πρώτη παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου της,  Δήμητρας Σισμανίδου του Γεωργίου (ΑΜ  ……….. Δ.Σ. Αθηνών), ο δε δεύτερος εκπροσωπήθηκε από την ίδια πληρεξούσια δικηγόρο.

Της εφεσίβλητης : Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία …………, (ΑΦΜ ……….), που εδρεύει στην Αθήνα (οδός ……….) και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της, Τριαντάφυλλο Σπάχο του Θεοδώρου (ΑΜ ………. Δ.Σ. Αθηνών).

Οι εκκαλούντες με την από 26-11-2023 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../13-12-2023) αγωγή, την οποία άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησαν να γίνει δεκτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  με τη με αριθμό 3327/8-10-2024 απόφασή του απέρριψε την αγωγή. Ήδη οι εκκαλούντες με την από 18-11-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/18-11-2024) έφεσή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………./18-11-2024, προσδιορίστηκε για την στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλουν την απόφαση αυτή.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων παραστάθηκαν στο ακροατήριο και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 18-11-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./18-11-2024) έφεση του ενάγοντος της από 26-11-2023 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../13-12-2023) αγωγής – και ήδη εκκαλούντος, κατά της με αριθμό 3327/2024 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την παραπάνω αγωγή κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών και απέρριψε την αγωγή, αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και έχει ασκηθεί στις 18-11-2024, νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 19, 144 παρ. 2, 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1 β΄, 516 παρ. 1 και 2, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1, 591 παρ. 1 και 7, 614 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), καθόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται και από τα διαδικαστικά έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης από τη δημοσίευση της οποίας (8-10-2024) μέχρι την άσκηση της ενδίκου εφέσεως (18-11-2024) δεν έχει παρέλθει διετία. Επίσης, έχει κατατεθεί το απαιτούμενο παράβολο (δυνάμει του με αριθ. ……………./2024 ηλεκτρονικού -e- παραβόλου ποσού 100 ευρώ), σύμφωνα με σχετική επισημείωση της Γραμματέως του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση επί του εφετηρίου, που προβλέπεται στο άρθρο 495 παρ. 3 περ. Α στοιχ. β του Κ.Πολ.Δ.. Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η κρινόμενη έφεση και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 533 παρ. 1, 591 παρ. 7 του Κ.Πολ.Δ.).

Κατά το άρθρο 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, η αγωγή πρέπει να περιέχει α) σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, σύμφωνα με το νόμο, και δικαιολογούν την άσκησή της, από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα (ΑΠ 1160/2022). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2, 118 αρ. 4 και 216 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., 574 και 595 του Α.Κ. προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση και το ορισμένο της αγωγής με την οποία ο εκμισθωτής ζητεί από το μισθωτή την καταβολή του μισθώματος (άρθρα 574 και 595 ΑΚ), πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφό της (και να αποδεικνύονται) : α) η ύπαρξη έγκυρης συμβάσεως μισθώσεως πράγματος, ο τόπος και ο χρόνος συνάψεως αυτής και η διάρκειά της, β) η ιδιότητα του ενάγοντος ως εκμισθωτή και του εναγομένου ως μισθωτή, γ) η περιγραφή του μισθίου και ο τόπος στον οποίο βρίσκεται, δ) το ύψος του καταβαλλομένου μισθώματος και ο χρόνος καταβολής του, ε) η γενομένη εκ μέρους του μισθωτή χρήση του μισθίου, στ) η υπερημερία του μισθωτή περί την καταβολή του μισθώματος και ζ) αίτημα καταβολής συγκεκριμένου ποσού οφειλομένων μισθωμάτων (ΑΠ 1505/2022,ΑΠ 1160/2022,  ΑΠ 270/2022, ΑΠ 694/2020, ΑΠ 2035/2013, Ι.Κατρά, Αστικές και Νέες Εμπορικές Μισθώσεις, Δ΄έκδ., παρ. 12.ΣΤ). Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 599 παρ. 1 του Α.Κ. “ο μισθωτής κατά την λήξη της μίσθωσης έχει υποχρέωση να αποδώσει το μίσθιο στην κατάσταση που το παρέλαβε” και κατά την διάταξη του άρθρου 601 του Α.Κ. “ο μισθωτής για όσο χρόνο παρακρατεί το μίσθιο μετά τη λήξη της μίσθωσης, οφείλει ως αποζημίωση το συμφωνημένο μίσθωμα, χωρίς αυτό να αποκλείει δικαίωμα του εκμισθωτή να απαιτήσει και άλλη περαιτέρω ζημία”. Από την τελευταία αυτή διάταξη προκύπτει ότι προϋποθέσεις για την απαίτηση του συμφωνημένου μισθώματος, ως αποζημιώσεως, είναι η λήξη της μισθώσεως και η μετά από αυτήν παράνομη παρακράτηση του μισθίου από τον μισθωτή, χωρίς να ερευνάται, αν ο εκμισθωτής υπέστη ζημία από την καθυστέρηση της αποδόσεως του μισθίου. Αποτελεί δε παράνομη παρακράτηση, υπό την έννοια της ως άνω διατάξεως, η γενόμενη χωρίς δικαίωμα από το νόμο, την σύμβαση ή δικαστική απόφαση, ενώ εκτός από των ανωτέρω αποζημίωση χρήσεως, ο εκμισθωτής δικαιούται να απαιτήσει για την παρακράτηση αυτή του μισθίου και την αποκατάσταση κάθε άλλης περαιτέρω ζημίας, κατά τις γενικές διατάξεις περί υπερημερίας του οφειλέτη (Α.Κ. 343 επ. 335) και των θετικών παραβάσεων της συμβάσεως (Α.Κ. 343 επ. 335), η οποία έχει ως προϋπόθεση το πταίσμα του μισθωτή, που τεκμαίρεται, και την ανυπαρξία του οποίου οφείλει να επικαλεστεί, κατ’ ένσταση, και αποδείξει ο τελευταίος, για να απαλλαγεί. Τέτοια ζημία, ως μετενέργεια της μισθωτικής συμβάσεως, προκαλείται και όταν, μετά την εκτέλεση μισθωτικής αποφάσεως και την αποβολή του μισθωτή, αυτός αρνείται να απομακρύνει τα κινητά πράγματα που υπάρχουν στο μίσθιο και δεν αποτέλεσαν αντικείμενο της αναγκαστικής εκτελέσεως, κατά το άρθρο 943 του Κ.Πολ.Δικ., για τα οποία ορίστηκε μεσεγγυούχος και παρέμειναν εντός τούτου, εξαιτίας της παραμονής των οποίων είναι αδύνατη η εκμίσθωση του μισθίου σε άλλον. Στην περίπτωση αυτή, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 298 του Α.Κ., αποκαθίσταται η θετική ζημία του εκμισθωτή, όπως είναι η δαπάνη αναγκαστικής εκτελέσεως εξωστικής αποφάσεως για την αποβολή του μισθωτή από το μίσθιο, καθώς και το διαφυγόν κέρδος του εκμισθωτή, δηλαδή εκείνο που θα αποκόμιζε με πιθανότητα κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων, αν ο μισθωτής απέδιδε, αμέσως μετά τη λήξη της μισθώσεως, στον εκμισθωτή το μίσθιο. Τέτοιο δε διαφυγόν κέρδος αποτελεί και το υψηλότερο από το καταβαλλόμενο “ως αποζημίωση χρήσεως” μίσθωμα, που αποδεδειγμένα θα λάμβανε ο εκμισθωτής, εκμισθώνοντας σε άλλο το μίσθιο (ΑΠ 199/2017, ΑΠ 117/2015, ΑΠ 339/2014, ΑΠ 1307/2013, ΑΠ 229/ 2012, ΑΠ 1610/2011, ΑΠ 1470/2009, ΑΠ 1842/2008, ΑΠ 66/2008, ΑΠ 1815/2007).

Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 26-11-2023 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../13-12-2023) αγωγή, οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες ισχυρίστηκαν ότι δυνάμει του από 27-6-2017 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης, εκμίσθωσαν στην εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη, το περιγραφόμενο στην αγωγή ακίνητο (ισόγειο κατάστημα αποτελούμενο από δύο καταστήματα που έχουν συνενωθεί), που βρίσκεται στον Πειραιά, η διάρκεια δε της μίσθωσης ορίστηκε για χρονικό διάστημα πέντε ετών (από 1-7-2017 έως 30-6-2022), αντί μηνιαίου μισθώματος που ορίστηκε στο συνολικό ποσό των 2.250 ευρώ πλέον του τέλους χαρτοσήμου (3,6%) και συμφωνήθηκε να καταβάλλεται εντός των πέντε πρώτων ημερών κάθε ημερολογιακού μήνα σε τραπεζικό λογαριασμό κατά τα συμφωνηθέντα. Ότι λόγω επανειλημμένης υπερημερίας της εναγομένης στην καταβολή των μισθωμάτων, κατόπιν αιτήσεώς τους εκδόθηκε η με αριθμό …../2020 διαταγή απόδοσης μισθίου και πληρωμής μισθωμάτων, δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκε η εναγόμενη να τους καταβάλει το ποσό των 14.478 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της λήξεως της προθεσμίας καταβολής κάθε μισθώματος μέχρι την εξόφληση και διατάχθηκε η απόδοση της χρήσης του μισθίου στους ενάγοντες. Ότι η αναφερόμενη στην αγωγή, ανακοπή που άσκησε η εναγόμενη κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής, έγινε δεκτή δυνάμει της με αριθ. 3299/2020 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που κατέστη τελεσίδικη μετά την έκδοση της με αριθ. 450/2023 απόφασης του Εφετείου Πειραιώς. Ότι σε εκτέλεση της ως άνω διαταγής πληρωμής που επιδόθηκε στην εναγόμενη στις 6-2-2020 με επιταγή προς εκτέλεση, εκδόθηκε η με αριθ. …./27-7-2020 έκθεση βίαιης αποβολής και εγκατάστασης των εναγόντων στο μίσθιο, του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών ……….., πλην όμως δεν απομακρύνθηκαν τα εισκομισθέντα που περιγράφονται στην αγωγή και στην ως άνω έκθεση, για τα οποία διορίστηκε μεσεγγυούχος, με την ίδια έκθεση, η πρώτη ενάγουσα, σε αντικατάσταση της οποίας, διορίστηκε μεσεγγυούχος ο ……………., δυνάμει της με αριθ. 50/2021 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιά, ο οποίος παρέλαβε στις 23-11-2021 από το μίσθιο όλα τα κινητά πράγματα, όμως ο εξοπλισμός παρέμεινε στο μίσθιο μέχρι τη συμβατική λήξη της μίσθωσης (30-6-2022). Ότι η εναγόμενη όφειλε να τους καταβάλει για το σύνολο των μισθωμάτων του έτους 2019 το ποσό των 27.972 ευρώ συμπεριλαμβανομένου και του τέλους χαρτοσήμου (3,6%), από το οποίο κατέβαλε στις αναφερόμενες στην αγωγή ημεροχρονολογίες τα αναφερόμενα στην αγωγή επιμέρους ποσά και οφείλει για την παραπάνω αιτία για κεφάλαιο το ποσό των 6.523,11 ευρώ και για τόκους υπερημερίας το ποσό των 1.838,14 ευρώ. Ότι μετά την ακύρωση της ανωτέρω διαταγής πληρωμής με την αναφερόμενη στην αγωγή απόφαση που εκδόθηκε στις 30-10-2020 , η από 6-2-2020 επιταγή που κοινοποιήθηκε την ίδια ημέρα στην εναγόμενη, επέχει θέση καταγγελίας της μίσθωσης που επέφερε τη λύση αυτής την 9-3-2020 λόγω υπαίτιας καθυστέρησης στην καταβολή των μισθωμάτων, άλλως λύθηκε με τη βίαιη αποβολή της από το μίσθιο την 27-7-2020 και σε κάθε περίπτωση η συνέχιση της μίσθωσης λόγω της περιγραφόμενης στην αγωγή συμπεριφοράς της εναγομένης, κατέστη ιδιαίτερα επαχθής για τους ενάγοντες και δηλώνουν με την αγωγή ότι δεν επιθυμούν καμία συμβατική σχέση με την εναγόμενη. Ότι λόγω λύσης της μίσθωσης την 9-3-2020, άλλως την 27-7-2020,, για το χρονικό διάστημα από 1-8-2021 μέχρι την 30-6-2022, η εναγόμενη οφείλει αποζημίωση χρήσης το συνολικό ποσό των 24.750 ευρώ. Ζήτησαν δε, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, 1)να αναγνωριστεί ότι η υφιστάμενη μίσθωση μεταξύ των διαδίκων λύθηκε την 9-3-2020 άλλως την 27-7-2020, 2)να υποχρεωθεί η εναγόμενη να τους καταβάλει α)για μισθώματα των 12 μηνών του έτους 2019 και του τέλους χαρτοσήμου, το ποσό των 6.523,11 ευρώ και το ποσό των 1.838,14 ευρώ για τους τόκους μέχρι την άσκηση της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και β) για αποζημίωση χρήσης των μηνών από Αύγουστο 2021 μέχρι και Ιούνιο 2022 το ποσό των 24.750 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση, απέρριψε την αγωγή α) ως προς αίτημα καταβολής του ποσού των 6.523,11 ευρώ για οφειλόμενα μισθώματα 12 μηνών του έτους 2019 και του ποσού των 1.838,14 ευρώ για τους τόκους μέχρι την άσκηση της αγωγής, ως αόριστη, καθόσον, μετά τις αναφερόμενες στην αγωγή καταβολές από την εναγόμενη, δεν καταλογίζονται και δεν αναφέρεται στην αγωγή μετά τις γενόμενες καταβολές ποια συγκεκριμένα μισθώματα καθυστέρησε και οφείλονται και για ποιο διάστημα, και σε ποια μισθώματα για ποιους μήνες του έτους 2019 αντιστοιχεί το αιτούμενο με την αγωγή ποσό κατά κεφάλαιο και τόκους, αλλά γίνεται παράθεση μόνο των τελικών ποσών, β) ως προς το αίτημα καταβολής αποζημίωσης χρήσης, απορρίφθηκε ως μη νόμιμο, καθόσον κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή η εναγόμενη αποβλήθηκε από το μίσθιο την 27-7-2020 και επομένως έκτοτε δεν είχε τη χρήση του μισθίου και γ) ως προς το αίτημα αναγνώρισης της λύσης της μίσθωσης, απορρίφθηκε ως αλυσιτελώς προβαλλόμενο λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος και επέβαλε σε βάρος των εναγόντων τα δικαστικά έξοδα της εναγομένης, τα οποία καθόρισε στο ποσό των 463,76 ευρώ πλέον του καταβληθέντος ΦΠΑ εκ ποσού 1.079,50 ευρώ και υποχρέωσε τους ενάγοντες να καταβάλουν στην εναγόμενη το ποσό αυτό. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με την κρινόμενη έφεση οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες, για τους αναφερόμενους σε αυτή λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, ζητούν δε, να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή τους, καθώς και να καταδικαστεί η εφεσίβλητη στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε ως αόριστο το αίτημα που αφορούσε τη επιδίκαση του ποσού των 6.523,11 ευρώ για το κεφάλαιο των οφειλομένων μισθωμάτων του έτους 2019 και το ποσό των 1.834,14 ευρώ για τόκους από την επόμενη της δήλης ημέρας καταβολής κάθε μισθώματος που κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό μέχρι την ημερομηνία κατάθεσης της αγωγής τους, καθόσον δεν αναγράφονταν στην αγωγή ο τρόπος υπολογισμού και συγκεκριμένα ποια μηνιαία μισθώματα του έτους 2019 αποπληρώθηκαν και πότε και σε ποιά μισθώματα αντιστοιχεί το αιτούμενο ποσό. Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της αγωγής, οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες ισχυρίστηκαν ότι το μηνιαίο μίσθωμα ανερχόταν στο ποσό των 2.250 ευρώ πλέον του τέλους χαρτοσήμου σε ποσοστό 3,6% και ότι κατά τους ειδικότερα αναφερόμενους χρόνους, κατά το χρονικό διάστημα από 15-3-2019 έως 24-7-2020, η εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη τους κατέβαλε μερικότερα ποσά που υπολείπονταν του παραπάνω μισθώματος και η συνολική οφειλή για το έτος 2019 διαμορφώθηκε στο ποσό των 6.523,11 ευρώ πλέον των τόκων εκ ποσού 1.838,25 ευρώ. Πλην όμως στην αγωγή δεν περιέχεται αίτημα καταβολής συγκεκριμένου ποσού οφειλομένων μισθωμάτων και συγκεκριμένα οι εκκαλούντες ουδόλως προσδιορίζουν στην αγωγή, ούτε εξειδικεύουν τα μισθώματα ποίων μισθωτικών μηνών εν όλω ή εν μέρει οφείλονται, ούτε τους νόμιμους επ’αυτών τόκους, ούτε, εφόσον δεν γίνεται επίκληση ειδικής συμφωνίας καταλογισμού, προσδιορίζουν τα μισθώματα στα οποία αφορούν οι επίμαχες επιμέρους καταβολές, αλλά ούτε, εφόσον η οφειλή αποτελείται από κεφάλαιο και τόκους, πού καταλογίζουν τις γενόμενες καταβολές (πρβλ. ΑΠ 1160/2022). Κατά τον τρόπο όμως αυτό η αγωγή, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, είναι προφανώς αόριστη (και εντεύθεν απορριπτέα ως απαράδεκτη) ως μη δεκτική ανταπόδειξης, αλλά και δικαστικής εκτίμησης κατά τα προεκτεθέντα, διότι δεν εκτίθενται σε αυτή με επάρκεια και με σαφήνεια τα πραγματικά περιστατικά και στοιχεία, τα οποία απαιτούνται για τη νομική θεμελίωσή της στις ουσιαστικές διατάξεις των άρθρων 574 και 595 Α.Κ.. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση, έκρινε ομοίως εν σχέσει με τα ανωτέρω, ορθά εφάρμοσε τις προαναφερόμενες στη μείζονα σκέψη διατάξεις και απέρριψε την αγωγή ως αόριστη κατά το παραπάνω αίτημα και ο προβαλλόμενος λόγος της έφεσης με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Περαιτέρω. με τον τέταρτο λόγο έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση, δεν αποφάνθηκε για το αίτημά τους να αναγνωρισθεί εάν η ένδική μίσθωση λύθηκε στις 9-3-2020 ή στις 27-7-2020 ως προδικαστικό ζήτημα για το αίτημά τους για την καταβολή σε αυτούς του ποσού των 24.750 ευρώ που αφορά την αποζημίωση χρήσης του μίσθιου για το χρονικό διάστημα από 1-8-2021 έως 30-6-2022. Όμως, όπως οι εκκαλούντες εκθέτουν στην αγωγή τους ότι έχουν ήδη ασκήσει την από 18-1-2021 (Γ.Α.Κ. …./2021, Ε.Α.Κ. ……./2021) αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που αφορά την καταβολή μισθωμάτων και αποζημίωση χρήσης για το χρονικό διάστημα από τον μήνα Ιανουάριο του έτους 2020 έως την 20-7-2020, εντός του οποίου εμπίπτουν οι ημεροχρονολογίες της επικαλούμενης λύσης της μίσθωσης, η οποία δεν επηρεάζει την κρινόμενη αγωγή ως προς την επιδίκαση του ποσού που αφορά την αποζημίωση χρήσης για το χρονικό διάστημα 1-8-2021 έως 30-6-2022.

Με τον δεύτερο λόγο έφεσης οι εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε ως μη νόμιμο το αίτημα για καταβολή της αποζημίωσης χρήσης για το χρονικό διάστημα από 1-8-2021 έως 30-6-2022, κατά το οποίο η εφεσίβλητη δεν είχε παραλάβει τα εμπορεύματά της από το μίσθιο, καθόσον η εφεσίβλητη ήδη από την 27-7-2020 είχε αποβληθεί, κατά τα αναφερόμενα στην αγωγή, δυνάμει της αναφερόμενης στην αγωγή έκθεσης βίαιης αποβολής, με συνέπεια από το ανωτέρω χρονικό σημείο (27-7-2020) η εφεσίβλητη δεν μπορούσε να κάνει χρήση του μισθίου. Όμως, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, όταν, μετά την εκτέλεση μισθωτικής αποφάσεως και την αποβολή του μισθωτή, αυτός αρνείται να απομακρύνει τα κινητά πράγματα που υπάρχουν στο μίσθιο και δεν αποτέλεσαν αντικείμενο της αναγκαστικής εκτελέσεως, κατά το άρθρο 943 του Κ.Πολ.Δικ., για τα οποία ορίστηκε μεσεγγυούχος και παρέμειναν εντός τούτου, εξαιτίας της παραμονής των οποίων είναι αδύνατη η εκμίσθωση του μισθίου σε άλλον, τότε ο εκμισθωτής υφίσταται ζημία και είναι δικαιούχος της αποζημίωσης χρήσης για όσο χρονικό διάστημα ο μισθωτής δεν παραλαμβάνει τα πράγματά του από το μίσθιο. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή κατά το παραπάνω αίτημά της, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πρέπει, αφού εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς το κεφάλαιο και διάταξη αυτής που απέρριψε το ως άνω κονδύλιο ως μη νόμιμο, καθώς επίσης και ως προς το αρρήκτως συνδεόμενο μετ’ αυτής κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, που επιβλήθηκαν με την προσβαλλομένη απόφαση, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να ερευνηθεί κατά το ως άνω μέρος της η αγωγή, η οποία, αρμοδίως είχε εισαχθεί ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατά τη διαδικασία των άρθρων 614 περ. 1 και 615-620, 591 Κ.Πολ.Δ. και είναι παραδεκτή, αφού προσκομίζεται το από 24-11-2023 έντυπο έγγραφης ενημέρωσης για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση (άρθρο 3 παρ. 2 ν 4640/2019) και έχει καταβληθεί το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. το με αριθ. ……… e παράβολο δικαστικού ενσήμου και το από 22-5-2024 αντίστοιχο τραπεζικό αποδεικτικό εξόφλησής του της Τράπεζας Πειραιώς), είναι δε νόμιμη κατά το παραπάνω αίτημά της, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 599 παρ. 1, 601, 335, 343 επ. και 298 του Α.Κ., 176 Κ.Πολ.Δ. και πρέπει να ερευνηθεί, ως προς το ανωτέρω κεφάλαιο και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Από την εκτίμηση της με αριθμό …/13-2-2024 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα ………., που δόθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιά ……….., με επιμέλεια των εναγόντων, κατόπιν νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης της εναγομένης (βλ. τη με αριθμ. …………./8-2-2024 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών), που δεν παραστάθηκε κατά τη λήψη της, καθώς και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που οι διάδικοι νομότυπα επικαλούνται και προσκομίζουν (οι διάδικοι δεν πρότειναν και δεν εξέτασαν μάρτυρες ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου), και εκτιμώνται είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, συμπεριλαμβανομένων και των από 12-6-2024 έκθεσης γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης και από Φεβρουάριος 2020 έκθεση εργαστηριακής εξέτασης που προσκομίζονται από την εναγόμενη και εκτιμώνται ελευθέρως (άρθρα 387, 390, 392 Κ.Πολ.Δ., βλ. ΟλΑΠ 8/2005, ΑΠ 251/2017, ΑΠ 408/2016), οι δε ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζονται από τους διαδίκους και έχουν ληφθεί στο πλαίσιο άλλων δικών λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια καθόσον κρίνεται ότι δεν λήφθηκαν επίτηδες για να χρησιμοποιηθούν στην παρούσα δίκη (ΑΠ 1301/2023, ΑΠ 82/2023, ΑΠ 1829/2017), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει άτυπης σύμβασης μίσθωσης που συνήφθη μεταξύ των διαδίκων στις 27-6-2017, οι ενάγοντες εκμίσθωσαν στην εναγόμενη ένα ακίνητο – ισόγειο κατάστημα, αποτελούμενο από δύο καταστήματα που έχουν συνενωθεί και βρίσκεται στον Πειραιά, στη διασταύρωση των οδών ………………, η διάρκεια δε της μίσθωσης ορίστηκε για χρονικό διάστημα πέντε ετών (από 1-7-2017 έως 30-6-2022), αντί μηνιαίου μισθώματος που ορίστηκε στο συνολικό ποσό των 2.250 ευρώ πλέον του τέλους χαρτοσήμου (3,6%) και συμφωνήθηκε να καταβάλλεται εντός των πέντε πρώτων ημερών κάθε ημερολογιακού μήνα σε τραπεζικό λογαριασμό κατά τα συμφωνηθέντα. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι η εναγόμενη έκανε χρήση του ανωτέρω μισθίου εισκομίζοντας σε αυτό τα εμπορεύματά της, ασκώντας σε αυτό την εμπορική της δραστηριότητα, καταβάλλοντας η ίδια (η εναγόμενη) το συμφωνηθέν μίσθωμα. Στη συνέχεια με αίτηση των εναγόντων εκδόθηκε η με αριθμό …./2020 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, δυνάμει της οποίας, μεταξύ άλλων, διατάχθηκε η απόδοση του παραπάνω μισθίου στους ενάγοντες. Περαιτέρω, δυνάμει των με αριθμούς …./27-7-2022 και ……/13-7-2022 εκθέσεων βίαιης αποβολής και εγκατάστασης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………., η εναγόμενη αποβλήθηκε από το ανωτέρω κατάστημα, στο οποίο εγκαταστάθηκαν οι ενάγοντες, ενώ τα εμπορεύματα παρέμειναν στο μίσθιο μετά την καταγραφή τους από τον παραπάνω δικαστικό επιμελητή. Η μεταγενέστερη  ακύρωση της παραπάνω διαταγής πληρωμής με τη με αριθμό 420/2023 απόφαση αυτού του Δικαστηρίου, δυνάμει της οποίας (διαταγής πληρωμής) συντάχθηκαν οι παραπάνω εκθέσεις βιαίας αποβολής και εγκατάστασης, δεν αίρουν το κύρος της εκτελεστικής διαδικασίας (άρθρο 940 παρ. 2, 3 του Κ.Πολ.Δ.) και συγκεκριμένα την γενόμενη αποβολή της εναγομένης από το μίσθιο. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι η εναγόμενη δεν προσήλθε να παραλάβει τα εισκομισθέντα στο μίσθιο πράγματα μέχρι την 30-6-2022, δεδομένου ότι από κανένα αποδεικτικό μέσο δεν αποδείχθηκε η άρνηση των εναγόντων να της παραδώσουν τα εισκομισθέντα στο μίσθιο αντικείμενα, ιδιοκτησίας της εναγομένης, δεδομένου, άλλωστε, ότι το Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Πειραιά με το με αριθμό 733/2022 βούλευμα, αποφάνθηκε να μην γίνει κατηγορία σε βάρος των ήδη εναγόντων για την πράξη της υπεξαίρεσης που φέρεται ότι τέλεσαν σε βάρος της εναγομένης με την άρνησή τους να παραδώσουν τα εισκομισθέντα στην τελευταία. Επομένως η εναγόμενη παρέβη την υποχρέωσή της να απομακρύνει τα ως άνω εισκομισθέντα από το μίσθιο. Κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα (από 1-8-2021 έως 30-6-2022) αποδεικνύεται ότι εξαιτίας της παραμονής των πραγμάτων στο μίσθιο, από υπαιτιότητα της εναγομένης και λόγω του όγκου και του αριθμού των ως άνω πραγμάτων, οι ενάγοντες δεν είχαν τη δυνατότητα περαιτέρω εκμίσθωσης (του μισθίου) σε τρίτον και στερήθηκαν τη λήψη του αντίστοιχου μισθώματος, ήτοι του ποσού των 2.250 ευρώ μηνιαίως, λαμβάνοντας υπόψη τις κρατούσες μισθωτικές συνθήκες της περιοχής, όπου το μίσθιο, τη θέση του, το εμβαδόν και την εν γένει κατάστασή του σε συνδυασμό με τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών και συνολικά για το επίδικο χρονικό διάστημα των έντεκα (11) μηνών, στερήθηκαν τη λήψη του συνολικού ποσού των 24.750 ευρώ, με αντίστοιχη περιουσιακή τους ζημία. Ενόψει των παραπάνω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στους ενάγοντες το συνολικό ποσό των 24.750 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση, κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό. Επίσης, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων κατά το λόγο της εν μέρει νίκης και ήττας τους (άρθρα 176, 178, 183, 189, 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ) για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό της παρούσας, χωρίς να ερευνάται, ως άνευ αντικειμένου, ο σχετικός τρίτος λόγος της έφεσης των εναγόντων που πλήττει την εκκαλουμένη κατά τη διάταξη αυτή (περί δικαστικών εξόδων), ενόψει του ότι το σχετικό κεφάλαιο ως συνεχόμενο με την ουσία της υπόθεσης συνεξαφανίζεται (ΑΠ 521/2002). Τέλος, λόγω της εν μέρει κατ΄ουσίαν παραδοχής της έφεσης, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή στους εκκαλούντες του κατατεθέντος κατά την άσκηση της έφεσης, παραβόλου  (άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε του Κ.Πολ.Δ.), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 18-11-2024 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………/18-11-2024) έφεση, κατά της με αριθμό 3327/2024 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία).

Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει τη με αριθμό 3327/2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία) κατά το κεφάλαιο αυτής που απέρριψε ως μη νόμιμη την αγωγή και κατά την περί δικαστικής δαπάνης διάταξή της.

Κρατεί και δικάζει κατά τα ως άνω κεφάλαια επί της από 26-11-2023 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ …../13-12-2023) αγωγής.

Δέχεται εν μέρει την  αγωγή.

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στους ενάγοντες το συνολικό ποσό των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων επτακοσίων πενήντα (24.750) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την  εξόφληση.

Διατάσσει την επιστροφή στους εκκαλούντες του κατατεθέντος κατά την άσκηση της ως άνω έφεσης και αναφερόμενου στο σκεπτικό της παρούσας, παραβόλου.

Επιβάλλει σε βάρος της εναγομένης -εφεσίβλητης μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων -εκκαλούντων, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 15 Σεπτεμβρίου 2025 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ