ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
Αριθμός Απόφασης 581/2025
ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(3ο ΤΜΗΜΑ)
Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Ελένη Μούρτζη Εφέτη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Ε.Δ
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ………… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :
Των εκκαλούντων : 1) ………….. 2) ……………. και 3) Ιδιωτικής Κεφαλαιουχικής Εταιρίας με την επωνυμία «………………», (ΑΦΜ ………….), που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής (………..), οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, Γεώργιο Μπακαμήτσο του Νικολάου (ΑΜ ……. Δ.Σ. Πειραιώς).
Των εφεσίβλητων : 1) …………… και 2) ……………οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, Γεώργιο Γεωργουλόπουλο του Βασιλείου (ΑΜ ………… Δ.Σ. Αθηνών).
Οι εφεσίβλητοι με την από 15-12-2022 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../18-1-2023) αγωγή, την οποία άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ζήτησαν να γίνει δεκτή. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθ. 985/22-8-2024 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία αυτό κηρύχθηκε κατά τόπον αναρμόδιο και παραπέμφθηκε η αγωγή προς εκδίκαση στο Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά και κατόπιν της από 3-10-2024 κλήσεως των εναγόντων η ως άνω αγωγή εισήχθη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο με τη με αριθμό 806/21-2-2025 απόφασή του έκανε δεκτή την αγωγή και έταξε όσα αναφέρονται σε αυτή. Ήδη οι εκκαλούντες με την από 12-3-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………/26-3-2025) έφεσή τους, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/26-3-2025, προσδιορίστηκε για την στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο, προσβάλλουν την απόφαση αυτή.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις που κατέθεσαν.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Από τη διάταξη του άρθρου 528 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, αν ασκηθεί έφεση από εναγόμενο που δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, η εκκαλούμενη οριστική ερήμην απόφαση, με μόνη την τυπική παραδοχή της έφεσης, εξαφανίζεται, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους τυχόν πρόσθετους αυτής λόγους, με αποτέλεσμα η υπόθεση να αναδικάζεται από το εφετείο που μετατρέπεται, στην περίπτωση αυτή, ουσιαστικά, σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 285/2023, ΑΠ 229/2020). Επομένως, αν με την έφεση του ηττηθέντος εναγομένου προτείνεται η εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, η απόφαση εξαφανίζεται στο σύνολό της, χωρίς να απαιτείται να γίνει προηγουμένως δεκτός κάποιος λόγος έφεσης και η υπόθεση συζητείται εκ νέου στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στο οποίο ο εκκαλών-εναγόμενος μπορεί να προβάλει όλους τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που θα μπορούσε να είχε προτείνει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αν είχε παραστεί (ΑΠ 1287/2022, ΑΠ 230/2020, ΑΠ 579/2018). Αν, όμως, ο εναγόμενος, ο οποίος δικάστηκε στην πρωτοβάθμια δίκη ερήμην, ισχυρίζεται, με την έφεσή του, μόνο ότι η αγωγή που έγινε δεκτή, ήταν απαράδεκτη ή νόμω αβάσιμη, τότε το δευτεροβάθμιο δικαστήριο ερευνά αν υφίστανται αυτές οι ελλείψεις, χωρίς να εξαφανίσει προηγουμένως την εκκαλούμενη απόφαση (ΑΠ 1030/2024), ως και εάν οι λόγοι της έφεσης είναι μη νόμιμοι, αόριστοι ή αλυσιτελείς, οπότε απορρίπτεται η έφεση και η απόφαση δεν εξαφανίζεται (ΑΠ 579/2018, ΑΠ 1075/2013, ΑΠ 1040/2013).
Στην προκείμενη περίπτωση, η κρινόμενη από 12-3-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./26-3-2025) έφεση των εναγομένων της από 15-12-2022 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../18-1-2023) αγωγής (που ασκήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών το οποίο με τη με αριθ. 985/22-8-2024 απόφασή του κηρύχθηκε κατά τόπον αναρμόδιο και παρέπεμψε την εκδίκαση της ως άνω αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), κατά της με αριθμό 806/21-2-2025 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε ερήμην των εναγομένων την παραπάνω αγωγή κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών -μισθωτικών διαφορών και έκανε δεκτή την αγωγή ως ουσία βάσιμη λόγω του τεκμηρίου ερημοδικίας (υποχρεώνοντας τους εναγομένους να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας στους ενάγοντες το ποσό των 6.400 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση, απέρριψε δε ως ουσία αβάσιμο το αίτημα περί κηρύξεως της απόφασης προσωρινά εκτελεστής και επέβαλε τα δικαστικά έξοδα ποσού 650 ευρώ σε βάρος των εναγομένων και όρισε το παράβολο ερημοδικίας), αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και έχει ασκηθεί στις 26-3-2025, νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 19, 144 παρ. 2, 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1 β΄, 516 παρ. 1 και 2, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2, 520 παρ. 1, 591 παρ. 1 και 7, 614 αρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., καθόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε από τα διαδικαστικά έγγραφα που περιέχονται στη δικογραφία, προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευσή της (21-2-2025), μέχρι την άσκηση (26-3-2025) της ένδικης έφεσης δεν έχει παρέλθει διετία. Επίσης, έχει κατατεθεί το απαιτούμενο παράβολο (δυνάμει του με αριθ. ………………./2025 ηλεκτρονικού -e- παραβόλου), σύμφωνα με σχετική επισημείωση της Γραμματέως του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση επί του εφετηρίου, που προβλέπεται στο άρθρο 495 παρ. 3 περ. Α στοιχ. β του Κ.Πολ.Δ.. Με τους λόγους της έφεσης, η εκκαλουμένη απόφαση πλήττεται κατά το μέρος που έγινε δεκτή η αγωγή, είναι δε νόμιμοι και, συνεπώς, πρόκειται για έφεση ερημοδικασθέντων πρωτοδίκως διαδίκων, η άσκηση της οποίας επιφέρει την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, μέσα στα πλαίσια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρα 522, 528, 532 του Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή η κρινόμενη έφεση και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη 806/2025 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, ως προς όλα τα κεφάλαια και διατάξεις αυτής που προσβάλλονται με την έφεση, να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο και να ερευνηθεί η αγωγή ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά της (άρθρα 528 και 535 παρ. 1 του K.Πολ.Δ.), κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 533 παρ. 1, 591 παρ. 7 του Κ.Πολ.Δ.).
Από τις διατάξεις των άρθρων 847 επ. του Α.Κ. συνάγεται ότι το χρηματικό ποσό, το οποίο κατά την κατάρτιση της συμβάσεως μισθώσεως, δίνεται από το μισθωτή στον εκμισθωτή “ως εγγύηση” (στην πραγματικότητα εγγυοδοσία), για την καλή εκτέλεση των όρων της σύμβασης από μέρους του και αποκαλείται καταχρηστικά εγγύηση, διότι δεν έχει καμία σχέση με τη σύμβαση εγγυήσεως, όπως αυτή ρυθμίζεται από τα άρθρα 847 επ. του Α.Κ., αποτελεί στην πραγματικότητα εγγυοδοσία και έχει ως σκοπό να εξασφαλίσει κάθε απαίτηση του εκμισθωτή από τη σύμβαση μισθώσεως. Η εξασφάλιση αυτή περιλαμβάνει απαιτήσεις : (α) για ζημιές από μεταβολές και φθορές στο μίσθιο πέρα από τη συνήθη χρήση, (β) για την πληρωμή δαπανών που βαρύνουν το μισθωτή (κοινόχρηστα, δαπάνες κατανάλωσης νερού, ηλεκτρικού ρεύματος και τηλεφώνου κλπ.), (γ) για την εξόφληση καθυστερούμενων μισθωμάτων με το αναλογούν σε αυτά τέλος χαρτοσήμου και τους τόκους υπερημερίας αυτών, (δ) την καταβολή συμφωνημένων ποινών, και (ε) ποινικής ρήτρας για την περίπτωση της μη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του μισθωτή ή λόγω λήξης της μίσθωσης αν κάτι τέτοιο είχε συμφωνηθεί. Η εγγύηση δεν ρυθμίζεται ειδικά στο νόμο και διέπεται ως προς τη λειτουργία της και ιδίως την τύχη της, από την ειδικότερη συμφωνία των συμβαλλομένων, στα πλαίσια της ελευθερίας των συμβάσεων, σε συνδυασμό και με τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, κατ’ αρθρ. 173, 200, 288 Α.Κ. (ΑΠ 971/2022, ΑΠ 836/2021, ΑΠ 236/2010). Μετά τη λήξη της μίσθωσης η αξίωση του μισθωτού για απόδοση της εγγυοδοσίας, γίνεται ληξιπρόθεσμη και η δοθείσα εγγύηση επιστρέφεται, εφόσον όμως ο εκμισθωτής δεν έχει κάποια από τις αναφερθείσες απαιτήσεις κατά του μισθωτή και εφ’ όσον δεν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά (ΑΠ 971/2022, ΑΠ 236/2010, ΑΠ 781/2011, 236/2010, 1473/2004) ή δεν συντρέχει λόγος κατάπτωσης αυτής, οπότε αυτή λειτουργεί ως ποινική ρήτρα (ΑΠ 1193/2013, ΑΠ 496/2003, ΑΠ 585/1997). Συνήθως δίνεται ως εγγυοδοσία και αποτελεί ειδικότερα προκαταβολή (416 ΑΚ) του ίδιου του (ενδεχόμενου) οφειλέτη μισθωτή έναντι μελλοντικού χρέους του, που θα παραμείνει τυχόν ανεξόφλητο, οπότε και θα καταλογιστεί σε αυτό το ποσό της εγγυοδοσίας (ΑΠ 460/2020, ΑΠ 161/2017, ΑΠ 1193/2013, ΑΠ 394/2007, ΑΠ 1473/2004, ΑΠ 496/2003). Ο σκοπός για τον οποίο δίδεται η εγγυοδοσία εξαρτάται από τη συμφωνία των συμβαλλόμενων. Έτσι, δεν αποκλείεται στη σύμβαση μίσθωσης να συμφωνηθεί, λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα του άρθρου 406 Α.Κ., ότι το ποσό χρημάτων δίδεται ως ποινική ρήτρα και τούτο συμβαίνει, όταν με τη σύμβαση προβλέπεται η κατάπτωση του ποσού αυτού υπέρ του εκμισθωτή σε περίπτωση παράβασης οποιοσδήποτε εκ των όρων της σύμβασης μίσθωσης (ΑΠ 836/2021, ΑΠ 742/2014, ΑΠ 1193/2013). Αν η εγγυοδοσία, που δίνεται από τον μισθωτή για την πιστή τήρηση των συμβατικών δεσμεύσεων, έχει χαρακτήρα ποινικής ρήτρας, η κατάπτωσή της υπέρ του εκμισθωτή μπορεί να συμφωνηθεί -λόγω του ενδοτικού χαρακτήρα του άρθρου 406 Α.Κ. – σε κάθε περίπτωση αντίστοιχης παράβασης, ανεξαρτήτως άλλης ζημίας του εκμισθωτή (ΑΠ 236/2010), έναντι της οποίας δεν μπορεί να προταθεί σε συμψηφισμό το ποσό στο οποίο ανάγεται η ποινική ρήτρα (ΑΠ 742/2014, ΑΠ 587/1997, Ι. Κατράς, Αστικές και Νέες Εμπορικές Μισθώσεις, έκδ. Δ΄, παρ. 16 Β αριθ. 2). Το ποσό της εγγυοδοσίας παραμένει – κατά τη ρητή ή σιωπηρή συμφωνία των συμβαλλόμενων μερών – στα χέρια του εκμισθωτή, καθ’ όλη τη διάρκεια της μίσθωσης για τον σκοπό που δόθηκε, επιστρέφεται δε στον μισθωτή μόνον κατά, τη λήξη της μίσθωσης και εφόσον και καθ’ ό μέρος δεν κατέστη αναγκαία, κατά τη λήξη της μίσθωσης, η ικανοποίηση αξιώσεων του εκμισθωτή από αυτό (ΑΠ 836/2021). Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 404, 405, 407 Α.Κ. προκύπτει ότι, σε περίπτωση που στη σύμβαση μίσθωσης το διδόμενο ποσό χρηματικής εγγύησης, για την πιστή τήρηση των όρων της σύμβασης, έχει χαρακτήρα ποινικής ρήτρας, η κατάπτωσή της υπέρ του εκμισθωτή μπορεί να συμφωνηθεί για κάθε περίπτωση παράβασης των όρων της μισθωτικής σύμβασης, ανεξαρτήτως άλλης ζημίας του εκμισθωτή (ΑΠ 236/2010), έναντι της οποίας δεν μπορεί να προταθεί σε συμψηφισμό το χρηματικό ποσό, στο οποίο ανάγεται η ποινική ρήτρα (ΑΠ 2058/2017, ΑΠ 742/2014, ΑΠ 1193/2013, ΑΠ 585/1997). Λόγω αυτής της φύσεως και λειτουργίας της εγγυοδοσίας ο αξιών την επιστροφή της με αγωγή, ανταγωγή ή προβάλλοντας ένσταση συμψηφισμού πρέπει να εκθέτει το λόγο, το σκοπό για τον οποίο αυτή δόθηκε, καθώς και την αιτία για την οποία υπάρχει υποχρέωση επιστροφής της, άλλως το σχετικό αίτημα είναι αόριστο. Κατά δε το άρθρο 407 Α.Κ., αν η ποινή συμφωνήθηκε για την περίπτωση της μη προσήκουσας και ιδίως της μη έγκαιρης εκπλήρωσης της παροχής, ο δανειστής έχει δικαίωμα να απαιτήσει, εκτός από την ποινή, που κατέπεσε και την εκπλήρωση της παροχής. Έχει, επίσης, το δικαίωμα να απαιτήσει και την επί πλέον αποδεικνυόμενη ζημία, από τη μη προσήκουσα εκπλήρωση. Το δεύτερο αυτό εδάφιο του άρθρου 407 έχει την έννοια, ότι αν η ποινή υπερκαλύπτει την προβαλλόμενη ζημία, δεν μπορεί ο δανειστής να ζητήσει την ποινή και επί πλέον το ποσό της αποζημίωσης για τη ζημία αυτή. Εάν δε το ποσό της αποζημίωσης για την επικαλούμενη ζημία υπερβαίνει το ποσό της ποινής, μπορεί ο δανειστής να ζητήσει το επί πλέον τούτο μέρος της αποζημίωσης και την ποινική ρήτρα. Οι παραπάνω όμως διατάξεις είναι ενδοτικού δικαίου και συνεπώς, δυνατόν να συμφωνηθεί, ότι ο δανειστής θα δικαιούται σωρευτικά την ποινική ρήτρα και την αποζημίωση, οπότε μπορεί να ζητήσει και ολόκληρο το ποσό της αποζημίωσης και όχι μόνο το ποσό κατά το οποίο ξεπερνά την ποινική ρήτρα. Συνεπώς, ο εκμισθωτής δικαιούται κατά τα παραπάνω να απαιτήσει σωρευτικά και κάθε άλλη περαιτέρω αποδεικνυόμενη ζημία του από τη μη προσήκουσα εκπλήρωση της υποχρέωσης, όπως είναι το μεγαλύτερο μίσθωμα, που θα εισέπραττε, αν εκμίσθωνε το μίσθιο κατά το χρόνο λήξης της μίσθωσης (ΑΠ 836/2021, ΑΠ 762/2000). Όμως πρέπει από τη σύμβαση να συνάγεται σαφώς ότι το ποσό δίδεται ως ποινική ρήτρα και τούτο συμβαίνει όταν με τη σύμβαση προβλέπεται η κατάπτωση του ποσού αυτού υπέρ του εκμισθωτή σε περίπτωση παράβασης οποιονδήποτε όρων της σύμβασης μίσθωσης (ΑΠ 236/2010, ΑΠ 1438/1997, Ι. Κατράς, ο.π. παρ. 16 Β αριθ. 4). Περαιτέρω για τη νομιμότητα και το ορισμένο της αγωγής απόδοσης εγγυοδοσίας, καταβληθείσης κατά τη σύναψη σύμβασης μίσθωσης ακινήτου πρέπει, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 216 του Κ.Πολ.Δικ., να αναφέρονται σ’ αυτήν τα εξής : η ειδικότερη συμφωνία ως προς τη λειτουργία και την τύχη του ποσού που αποκαλείται ως “εγγύηση”, αν δηλαδή δόθηκε για εξασφάλιση του μισθώματος ή για κάλυψη ζημίας από την μη εκπλήρωση της σύμβασης, είτε ως ποινική ρήτρα, είτε ως συμβατική εγγυοδοσία, ώστε με βάση τα συμφωνηθέντα να κριθεί το ληξιπρόθεσμο του εν λόγω αγωγικού κονδυλίου και β) η απαιτούμενη λήξη της ένδικης μίσθωσης, ώστε να υπάρχει νόμιμος λόγος απόδοσης της εγγύησης (ΑΠ 971/2022, ΑΠ 2058/2017, ΑΠ 236/2010).
Στην προκείμενη περίπτωση, με την από 15-12-2022 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ……………/18-1-2023) αγωγή, οι ενάγοντες ισχυρίστηκαν ότι δυνάμει του από 27-7-2010 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης, μίσθωσαν από τους εναγομένους, το περιγραφόμενο στην αγωγή ακίνητο (κατάστημα), που βρίσκεται στον Πειραιά, με τους ειδικότερους όρους που αναφέρονται στη σύμβαση και στην αγωγή, η διάρκεια δε της μίσθωσης ορίστηκε για χρονικό διάστημα δώδεκα ετών (από 10-9-2010 έως 9-9-2022), αντί μηνιαίου μισθώματος που ορίστηκε αρχικά στο ποσό των 3.200 ευρώ και ήδη, μετά από τις αναφερόμενες στην αγωγή τροποποιητικές συμβάσεις, από 1-9-2020 μέχρι το χρόνο λήξης της μίσθωσης (9-9-2022) ανήλθε στο ποσό των 2.700 ευρώ συμπεριλαμβανομένου και του τέλους χαρτοσήμου (3,6%). Ότι κατά τη σύναψη της μίσθωσης οι ενάγοντες -μισθωτές κατέβαλαν στους εναγομένους εκμισθωτές ως εγγύηση για την εκ μέρους τους πιστή τήρηση των όρων της σύμβασης, το ποσό των 6.400 ευρώ, με τη συμφωνία ότι αυτό θα τους επιστρεφόταν μετά τη λήξη της μίσθωσης και την παράδοση του μισθίου. Ότι την 9-9-2022, οπότε και λύθηκε η μισθωτική σύμβαση λόγω παρόδου της διάρκειας αυτής, οι ενάγοντες παρέδωσαν στους εναγομένους τη χρήση του μισθίου, οι τελευταίοι όμως δεν απέδωσαν το παραπάνω ποσό. Ζήτησαν δε, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι εις ολόκληρον ο καθένας να τους καταβάλουν κατ’ισομοιρία στον καθένα το ποσό των 6.400 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση, καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή των δικαστικών τους εξόδων. Η ως άνω αγωγή, για το αντικείμενο της οποίας καταβλήθηκε το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου (……….) και έχει τηρηθεί η έγγραφη διαδικασία ενημέρωσης για τη δυνατότητα διαμεσολαβητικής διευθέτησης της διαφοράς (άρθρο 3 παρ. 2 ν 4640/2019), (βλ. την από 15-1-2023 έγγραφη ενημέρωση του πληρεξουσίου δικηγόρου των εναγόντων για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς με διαμεσολάβηση κατ’ άρθρο 3 παρ. 2 N. 4640/2019), αρμοδίως είχε εισαχθεί προς εκδίκαση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που εξέδωσε την εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 14 παρ. 1 β, 16 αριθ. 1, 29 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., 48 παρ. 1 του Π.Δ 34/1995) , κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών -μισθωτικών διαφορών (άρθρα 614 αριθ. 1, 591 παρ. 7 εδ. β, 615-620 του Κ.Πολ.Δ.) και είναι νόμιμη η αγωγή, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 361, 480 επ., 574 , 599 παρ. 1, 608 παρ. 1, 847 επ. Α.Κ., 44 Π.Δ. 34/1995 και 176 Κ.Πολ.Δ. και επομένως, πρέπει η αγωγή να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ουσίαν.
Από την εκτίμηση των αποδεικτικών μέσων και ειδικότερα της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος των εναγόντων που περιέχεται στα με αριθ. 985/2024 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών και στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού του Δικαστηρίου (οι εναγόμενοι δεν πρότειναν την εξέταση μάρτυρα), των εγγράφων που προσκομίζονται νομίμως μετ’επικλήσεως από τους διαδίκους και των φωτογραφιών, που προσκομίζονται από τους ενάγοντες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 παρ. 1 παρ. 1 περ. γ, 448 παρ. 2, 457 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ.) και εκτιμώνται, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 1286/2003 ΧρΙΔ 2004.245, ΑΠ 1428/2000 ΕλλΔνη 2000.678), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει του από 27-7-2010 ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης, αντίγραφο του οποίου παραλήφθηκε από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. Ψυχικού Αττικής στις 2-8-2010 με αριθμό καταχώρησης …../2010, η …………… εκμίσθωσε στους ενάγοντες, α)το υπό στοιχεία ΙΒ κατάστημα του ισογείου ορόφου επιφάνειας 41 τ.μ. μετά του ευρισκόμενου στον ημιόροφο παταρίου αυτού, με το οποίο επικοινωνεί με εσωτερική σκάλα, του πολυόροφου κτιρίου, που βρίσκεται στον Πειραιά Αττικής επί της διασταύρωσης των οδών …………… και συνορεύει μεσημβρινοανατολικά με την οδό …….., βορειοδυτικά με το υπό στοιχεία ΙΑ κατάστημα, μεσημβρινοδυτικά με τη …………… και βορειοανατολικά με την κεντρική είσοδο του μεγάρου επί της οδού …….. και β) την υπό στοιχεία Υ-3 αποθήκη του υπογείου χώρου, επιφάνειας 43,50 τ.μ. που αποτελείται από έναν ενιαίο χώρο, ένα WC και εσωτερική σκάλα επικοινωνίας με αυτό, προκειμένου οι μισθωτές να το χρησιμοποιήσουν ως κατάστημα πώλησης υποδημάτων, δερμάτινων ειδών, ενδυμάτων και διαφόρων ειδών εμπορίου. Η διάρκεια της μίσθωσης ορίστηκε, για δώδεκα έτη, με χρόνο έναρξης της μίσθωσης την 10-9-2010 και λήξης στις 9-9-2022, έναντι μηνιαίου μισθώματος από 10-9-2010 μέχρι 31-12-2011 στο ποσό των 3.200 ευρώ, πλέον ολόκληρου του τέλους χαρτοσήμου (3,6%) που συμφωνήθηκε να βαρύνει ολόκληρο τους μισθωτές, αναπροσαρμοζόμενο ετησίως από 1-1-2012 κατά ποσοστό 4%, καταβλητέο εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μισθωτικού μήνα, στην εκμισθώτρια με τους τρόπους που αναφέρονται στη σύμβαση. Κατά τη σύναψη της μίσθωσης, οι ενάγοντες μισθωτές κατέβαλαν, σύμφωνα με το με αριθμό 9 όρο της σύμβασης, στην εκμισθώτρια, το ποσό των 6.400 ευρώ, ως εγγυοδοσία για την εκ μέρους τους τήρηση των όρων της μίσθωσης και θα επιστρεφόταν κατά τη λύση της στους μισθωτές, μετά την απόδοση του μισθίου, την κατασκευή του μεσότοιχου σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης και εφόσον έχουν εκπληρώσει όλες τις κύριες και παρεπόμενες υποχρεώσεις τους έναντι της εκμισθώτριας, απαγορευομένου ρητά του συμψηφισμού του παραπάνω ποσού με μισθώματα. Ειδικότερα αναφορικά με την κατασκευή του μεσότοιχου, με τον όρο με αριθμό 5 της σύμβασης ορίστηκε ότι, επειδή το μίσθιο χρησιμοποιείται μέχρι το χρόνο σύναψης της μίσθωσης ενιαίως μετά του παραπλεύρως με στοιχεία ΙΑ καταστήματος του ισογείου, ιδιοκτησίας των εναγόντων μισθωτών, με συνέπεια να μην έχει ανεγερθεί διαχωριστικός μεσότοιχος μεταξύ τους, τόσο στον ισόγειο χώρο όσο και στο πατάρι και στο υπόγειο, οι μισθωτές ανέλαβαν την υποχρέωση, με δικές τους δαπάνες, να κατασκευάσουν το διαχωριστικό μεσότοιχο, ώστε αυτό να παραδοθεί στην εκμισθώτρια ως χωριστό και ανεξάρτητο κατάστημα και δεν θα διατηρούν προς αυτήν την απαίτηση της δαπάνης από την κατασκευή του μεσότοιχου, ο οποίος θα παραμείνει ως όφελος του μισθίου. Επίσης με τον όρο 14 της ίδιας σύμβασης ορίστηκε ότι σε περίπτωση παράβασης οποιουδήποτε εκ των όρων αυτής, οι οποίοι ρητά συμφωνήθηκαν ως ουσιώδεις, θα επιφέρει τη λύση της και την έξωση των μισθωτών, όπως και κάθε τρίτου που έλκει δικαιώματα από αυτή ή κατέχει στο όνομα αυτών το μίσθιο, την κατάπτωση της εγγύησης, που βρίσκεται στα χέρια της εκμισθώτριας και δεν θα αποκλείεται περαιτέρω αξίωση της εκμισθώτριας προς αποζημίωση. Κατά τη διάρκεια της μίσθωσης, η αρχική εκμισθώτρια απεβίωσε και στη θέση της υπεισήλθαν οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι της, ήτοι οι πρώτος και δεύτερη των εναγομένων, ως εκμισθωτές, σύμφωνα άλλωστε και με ρητό όρο του ανωτέρω συμφωνητικού (όρος 15) και ακολούθως, κατόπιν σχετικής τροποποίησης, που αποδέχτηκαν οι ενάγοντες, υπεισήλθε ως εκμισθώτρια και η τρίτη εναγόμενη (βλ. την από 8-10-2020 δήλωση και την από 9-10-2020 αποδοχή προς την ΑΑΔΕ). Επίσης, με τα από 6-10-2016, 19-9-2018 και 28-9-2020 ιδιωτικά συμφωνητικά τροποποίησης, που καταρτίστηκαν τα δύο πρώτα μεταξύ των αρχικών συμβαλλομένων και το τρίτο λόγω του επισυμβάντος θανάτου της αρχικής εκμισθώτριας καταρτίστηκε μεταξύ του πρώτου και της δεύτερης των εναγομένων -εξ αδιαθέτου κληρονόμων της -ως εκμισθωτών και των εναγόντων ως μισθωτών, οι ανωτέρω συμβαλλόμενοι τροποποίησαν διαδοχικά τη μισθωτική σύμβαση ως προς το ύψος του μισθώματος, που ανήλθε για το χρονικό διάστημα από 1-9-2020 έως την 31-8-2022 στο ποσό των 2.700 ευρώ συμπεριλαμβανομένου και του χαρτοσήμου (3,6%), ενώ κατά τα λοιπά ρητά συμφωνήθηκε ότι ισχύουν οι όροι και οι συμφωνίες του αρχικού ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης (βλ. το από 28-9-2020 ιδιωτικό συμφωνητικό τροποποίησης). Περαιτέρω, από τους ίδιους άνω όρους 9 και 14 του ενδίκου συμφωνητικού μίσθωσης, προκύπτει ευθέως και σαφώς, χωρίς καμία ανάγκη προσφυγής στα άρθρα 173 και 200 Α.Κ., ότι οι συμβαλλόμενοι συμφώνησαν το ποσό αυτό της εγγύησης να καταπίπτει ως ποινική ρήτρα, σε περίπτωση παράβασης οποιουδήποτε όρου του εν λόγω συμφωνητικού, που συμφωνήθηκαν όλοι ουσιώδεις. Κατά τη συμπλήρωση της συμβατικής διάρκειας της μίσθωσης στις 9-9-2022, οι ενάγοντες μισθωτές παρέδωσαν τη χρήση του μισθίου στους εκμισθωτές. Η λήξη της μίσθωσης και η παράδοση του μισθίου στους εναγομένους -εκμισθωτές, δεν αμφισβητείται από τους τελευταίους, δηλώθηκε δε από την τρίτη εναγόμενη στις 9-9-2022 στην ΑΑΔΕ (βλ. τη με αριθ. πρωτ. …… δήλωση). Επομένως, ενόψει των προεκτεθέντων, αποδεικνύεται ότι η μίσθωση έληξε στις 9-9-2022, λόγω παρέλευσης του συμβατικού χρόνου διάρκειας αυτής, οι δε εναγόμενοι παρέλαβαν ανεπιφύλακτα τη χρήση του μισθίου, χωρίς οι ενάγοντες να έχουν προβεί στην κατασκευή του μεσότοιχου που διαχωρίζει το μίσθιο από την όμορη ιδιοκτησία. Οι ενάγοντες με την κρινόμενη αγωγή ισχυρίζονται ότι κατά τη λήξη της μίσθωσης και την παράδοση του μισθίου στους εναγομένους, είχαν εκπληρώσει όλες τις κύριες και παρεπόμενες υποχρεώσεις τους που απέρρεαν από τη σύμβαση μίσθωσης και για το λόγο αυτό ζητούν την επιστροφή της εγγυοδοσίας, οι δε εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι δεν συντρέχει νόμιμος λόγος απόδοσης της εγγυοδοσίας, καθόσον οι ενάγοντες, ανεξαρτήτως της αιτίας, δεν τήρησαν τον όρο της κατασκευής της μεσοτοιχίας που είχε συμφωνηθεί με τον όρο 5 της σύμβασης και οι ενάγοντες προς απόκρουση του ισχυρισμού αυτού διατείνονται ότι η μη εκπλήρωση του όρου αυτού δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά τους. Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά στοιχεία, αποδεικνύεται ότι από την κατασκευή της οικοδομής στην οποία βρίσκεται το μίσθιο κατάστημα, αυτό χρησιμοποιείτο ενιαίως από τους ενάγοντες τουλάχιστον από το έτος 1983 με το όμορο κατάστημα υπό στοιχεία ΙΑ, το οποίο αρχικά είχαν εκμισθώσει και στη συνέχεια προέβησαν στην αγορά του και για το λόγο αυτό δεν είχε ανεγερθεί ο διαχωριστικός μεσότοιχος μεταξύ των όμορων καταστημάτων, τόσο στον ισόγειο χώρο όσο και στο πατάρι και στο υπόγειο, την υποχρέωση ανέγερσης του οποίου ανέλαβαν οι ενάγοντες με δικές τους δαπάνες κατά τη λήξη της μίσθωσης (βλ. το από 13-9-1983 μισθωτήριο για το υπό στοιχεία ΙΑ κατάστημα μετά παταρίου και αποθήκης). Το επίδικο δε κατάστημα (υπό στοιχεία ΙΒ) οι ενάγοντες το είχαν μισθώσει από τον αρχικό ιδιοκτήτη Ν. Ταγκαλάκη (πατέρα των εναγόντων) και στη συνέχεια μετά το θάνατό του, από τη μητέρα τους (Αναστασία χήρα Νικολάου Ταγκαλάκη) με την ένδικη σύμβαση μίσθωσης. Με τον τρόπο αυτό οι ενάγοντες, στο πλαίσιο της ίδιας επαγγελματικής τους δραστηριότητας, από το έτος κατασκευής της οικοδομής, είχαν μισθώσει αρχικά και στη συνέχεια προέβησαν στην αγορά και του όμορου του επιδίκου μισθίου καταστήματος και είχαν μισθώσει και το επίδικο μίσθιο κατάστημα, προκειμένου να χρησιμοποιούν και τα δύο ακίνητα ως ενιαίο χώρο, ενώ η αρχική εκμισθώτρια του επίδικου, στη θέση της οποίας υπεισήλθαν κατά τα προεκτεθέντα οι εναγόμενοι και οι αντισυμβαλλόμενοι ενάγοντες μισθωτές, συμφώνησαν ρητά να παραμείνει ανοιχτή η μεσοτοιχία κατά τη διάρκεια της ένδικης μίσθωσης, προκειμένου οι ενάγοντες να λειτουργήσουν και τους δυο χώρους ως ενιαίο κατάστημα. Με τον προαναφερόμενο με αριθμό 5 όρο του ένδικου ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού επαγγελματικής μίσθωσης, ρητώς συμφωνήθηκε, ως προεκτέθηκε, ότι με τη λήξη της μίσθωσης οι ενάγοντες υποχρεούνται με δικές τους δαπάνες, να κατασκευάσουν το διαχωριστικό μεσότοιχο, ώστε αυτό να παραδοθεί στην εκμισθώτρια ως χωριστό και ανεξάρτητο κατάστημα και η εκπλήρωση του όρου αυτού προβλέφθηκε ρητώς και στο με αριθμό 9 όρο προκειμένου για την επιστροφή της εγγυοδοσίας στους ενάγοντες και με τον όρο 14 προβλέφθηκε ότι σε περίπτωση παράβασης οποιουδήποτε εκ των όρων της σύμβασης θα επέλθει, μεταξύ άλλων συνεπειών, η κατάπτωση της εγγύησης. Επομένως, τα δύο καταστήματα παρέμειναν καθόλη τη διάρκεια της μίσθωσης ως ενιαίος χώρος επ’ωφελεία της επαγγελματικής δραστηριότητας των εναγόντων και κατόπιν ρητής συμφωνίας των διαδίκων προς τούτο. Ενώ δε κατά τη λήξη της ένδικης μίσθωσης και την παράδοση του μισθίου, οι ενάγοντες είχαν τη συμβατική υποχρέωση (όροι 9ος, 5ος και 14ος ) να παραδώσουν το μίσθιο έχοντας προβεί στην κατασκευή της μεσοτοιχίας που διαχωρίζει το επίδικο μίσθιο με την όμορη ιδιοκτησία των εναγόντων, αποδείχθηκε ότι οι τελευταίοι δεν προέβησαν στην κατασκευή της μεσοτοιχίας, ακολούθησε δε η απόδοση του μισθίου και η ανεπιφύλακτη παραλαβή του, ενώ είχαν εκπληρώσει τις λοιπές υποχρεώσεις τους που απέρρεαν από την ένδικη σύμβαση, γεγονός που δεν αμφισβητείται από τους εναγομένους. Περαιτέρω δεν αποδείχθηκε, ότι υπήρξε υπαίτια αθέτηση νόμιμης και συμβατικής υποχρέωσης των εναγόντων μισθωτών κατά το χρόνο χρήσης και παράδοσης του μισθίου στους εναγομένους δυναμένη να επιφέρει ενεργοποίηση των εννόμων αποτελεσμάτων του αντιστοίχου μισθωτικού όρου, περί καταπτώσεως της εγγυοδοσίας και ως εκ τούτου οι εκμισθωτές υποχρεούνται να επιστρέψουν στους ενάγοντες το ανωτέρω ποσό, που κατέβαλαν ως εγγύηση κατά την κατάρτιση της συμβάσεως, όπως ρητά συμφωνήθηκε με τον 9° όρο του μισθωτηρίου συμφωνητικού. Ειδικότερα, αποδεικνύεται ότι από την κατασκευή της οικοδομής και κατά τη διάρκεια της ένδικης μίσθωσης, δεν ανεγέρθηκε η μεσοτοιχία μεταξύ των δύο καταστημάτων, προκειμένου για τη συμφωνηθείσα επαγγελματική λειτουργία του μισθίου, κατά τη λήξη της μίσθωσης και την παράδοση του μισθίου οι διάδικοι με τις παραπάνω ιδιότητές τους και ως ιδιοκτήτες των όμορων ιδιοκτησιών, συμφώνησαν να παραμείνει η ίδια κατάσταση, όπως τούτο αποδεικνύεται από τη μεταγενέστερη μεταχείριση του μισθίου και της όμορης ιδιοκτησίας των εναγόντων. Ειδικότερα, πριν ακόμη από τη λήξη της ένδικης μίσθωσης οι εναγόμενοι συμφώνησαν την εκμίσθωση του επίδικου καταστήματος σε άλλον μισθωτή (βλ. ένορκη κατάθεση της μάρτυρος των εναγόντων), στον οποίο, μετά τη λήξη της ένδικης μίσθωσης, οι ενάγοντες εκμίσθωσαν το ανήκον σε αυτούς όμορο με το επίδικο κατάστημα διατηρώντας τον όρο κατασκευής μεσοτοιχίας στον ήδη μισθωτή τους (βλ. προσκομιζόμενο από τους ενάγοντες μισθωτήριο), γεγονός που ενισχύεται και από τις προσκομιζόμενες από τους ενάγοντες φωτογραφίες (με ημερομηνία 19-2-2023), στις οποίες εμφαίνεται ότι το κατάστημα εξακολουθεί να λειτουργεί ως ενιαίος χώρος, όπως τούτο επιβεβαιώνεται και από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος των εναγόντων (συζύγου του πρώτου ενάγοντος). Επομένως, με σιωπηρή συμφωνία των διαδίκων υπήρξε καταργητική της αρχικής σύμβασης μίσθωσης – συμφωνία, σχετικά με τον προαναφερόμενο όρο της ένδικης σύμβασης για την κατασκευή της μεσοτοιχίας από τους ενάγοντες κατά τη λήξη της μίσθωσης, με αποτέλεσμα οι εναγόμενοι να μην έχουν δικαιολογημένο συμφέρον στην τήρηση του όρου κατασκευής της μεσοτοιχίας κατά τη λήξη της ένδικης σύμβασης μίσθωσης και υφίσταται εύλογη αιτία για τους ενάγοντες, λόγω της οποίας δικαιολογείται η μη εκπλήρωση (από τους ενάγοντες) του ως άνω όρου. Στο προσκομιζόμενο δε νέο μισθωτήριο που συνήψαν οι ενάγοντες για την ιδιοκτησία τους και στο οποίο περιλαμβάνεται εκ νέου σχετικός όρος για την υποχρέωση κατασκευής της μεσοτοιχίας με δαπάνες του νέου μισθωτή, πράγματι δεν συμβλήθηκαν οι εναγόμενοι, ούτε προσκομίζεται σχετικό μισθωτήριο για την ιδιοκτησία τους, πλην όμως από τη μεταγενέστερη λειτουργία του εν λόγω καταστήματος ως ενιαίου εν γνώσει των εναγομένων καθώς και από την ανεπιφύλακτη παραλαβή του μισθίου από τους τελευταίους κατά τη λήξη της ένδικης μίσθωσης, συνάγεται σιωπηρή συναίνεση των εναγομένων στο μη διαχωρισμό των ιδιοκτησιών με την τήρηση εκ μέρους των εναγόντων του όρου περί κατασκευής της μεσοτοιχίας κατά τη λήξη της ένδικης σύμβασης. Ενόψει των προεκτεθέντων, αποδεικνύεται ότι η μη εκπλήρωση του ως άνω όρου της σύμβασης δεν οφείλεται σε υπαιτιότητα των εναγόντων, αλλά συντρέχει εύλογη αιτία λόγω της οποίας δικαιολογείται η μη εκπλήρωση του όρου της κατασκευής της μεσοτοιχίας, η οποία, υπό τις προεκτεθείσες συνθήκες, δεν μπορεί να αποδοθεί σε δόλο ή αμέλειά τους, (πρβλ. ΑΠ 754/2017, ΑΠ 521/2014, ΑΠ 269/2012, ΑΠ 1484/2009, ΑΠ 1980/2008). Σε κάθε περίπτωση οι ενάγοντες έχουν αξίωση για την απόδοση της καταβληθείσης από τους ίδιους εγγυοδοσίας, καθόσον οι εναγόμενοι ως μόνη παράλειψη που καταλογίζουν στους ενάγοντες είναι η μη ανέγερση της μεσοτοιχίας κατά τη λύση της ένδικης μίσθωσης, στην οποία όμως οι ίδιοι συνήνεσαν. Επομένως, δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχε λόγος κατάπτωσης υπέρ των εναγομένων της εγγύησης που κατέβαλαν οι ενάγοντες κατά την κατάρτιση της μισθωτικής σύμβασης, εξαιτίας παράβασης του με αριθμό 5 όρου του ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης, με συνέπεια να συντρέχει νόμιμος λόγος επιστροφής στους ενάγοντες της εγγύησης που είχαν καταβάλει, οι δε εναγόμενοι χωρίς να έχουν τέτοιο δικαίωμα αρνούνται να επιστρέψουν το χρηματικό ποσό της εγγυοδοσίας και επομένως υπέχουν υποχρέωση να αποδώσουν το ποσό τούτο στους ενάγοντες, απορριπτομένων ως αβάσιμων των περί αντιθέτου ισχυρισμών των εναγομένων.
Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή ως ουσία βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας στους ενάγοντες το ποσό των 6.400 ευρώ κατ’ισομοιρία στον καθένα, ήτοι το ποσό των 3.200 ευρώ σε κάθε ενάγοντα, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση, κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό και να διαταχθεί η επιστροφή στους εκκαλούντες, λόγω της εξαφάνισης της εκκαλουμένης, του παραβόλου άσκησης έφεσης, ποσού 100 ευρώ, που κατέθεσαν, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 του K.Πολ.Δ. (ΑΠ 532/2016), κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος, η δικαστική δαπάνη των εναγόντων -εφεσίβλητων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει, κατά παραδοχή του παραδεκτώς υποβληθέντος και νομίμου αιτήματός τους, να επιβληθεί σε βάρος των εναγομένων -εκκαλούντων (άρθρα 176, 178, 183, 184 εδ. α, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., βλ. ΑΠ 985/2015, ΑΠ 1567/2010, ΑΠ 218/2003).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων την από 12-3-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ …………../26-3-2025) έφεση, κατά της με αριθμό 806/2025 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών -μισθωτικών διαφορών).
Δέχεται τυπικά και κατ’ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει τη με αριθμό 806/2025 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (ειδική διαδικασία περιουσιακών -μισθωτικών διαφορών).
Κρατεί την υπόθεση και δικάζει επί της από 15-12-2022 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ …………/18-1-2023) αγωγής.
Δέχεται την αγωγή.
Υποχρεώνει τους εναγομένους να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας στους ενάγοντες, το ποσό των έξι χιλιάδων τετρακοσίων (6.400) ευρώ, κατ’ισομοιρία στον καθένα, ήτοι α) στον πρώτο ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων διακοσίων (3.200) ευρώ και β)στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των τριών χιλιάδων διακοσίων (3.200) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη ημέρα επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση.
Διατάσσει την απόδοση του κατατεθέντος για την άσκηση της ως άνω εφέσεως και αναφερόμενου στο σκεπτικό της παρούσας, παραβόλου στους καταθέσαντες αυτό εκκαλούντες.
Επιβάλλει σε βάρος των εκκαλούντων -εναγομένων τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε χίλια εκατό (1.100) ευρώ.
Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 15 Σεπτεμβρίου 2025 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ