Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 582/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης  582/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(3ο ΤΜΗΜΑ)

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Ελένη Μούρτζη Εφέτη, που ορίστηκε από την Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Ε.Δ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις ……… για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

Α)Του εκκαλούντος : ………… ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Νικόλαο Λιαπάκη του  Αντωνίου, (ΑΜ  ……… Δ.Σ. Πειραιώς), βάσει δηλώσεως.

Των εφεσίβλητων : 1) ……….. 2) …………. και 3) Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρίας Γενικών Ασφαλίσεων με την επωνυμία «……………», (ΑΦΜ ……..), που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη …………. και διατηρεί γραφεία στην Αθήνα επί της οδού ………] και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, Ιωάννη Μανουσάκη του Γεωργίου (ΑΜ …………  Δ.Σ. Αθηνών), βάσει δηλώσεως.

Β)Των εκκαλούντων : 1) ………. 2) ……………… και 3) Ανώνυμης Ασφαλιστικής Εταιρίας Γενικών Ασφαλίσεων με την επωνυμία «…………», (ΑΦΜ ……….), που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη […………. και διατηρεί γραφεία στην Αθήνα επί της οδού ………….] και εκπροσωπείται νόμιμα, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, Ιωάννη Μανουσάκη του Γεωργίου (ΑΜ ………….  Δ.Σ. Αθηνών), βάσει δηλώσεως.

Του εφεσίβλητου : ……….. ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του, Νικόλαο Λιαπάκη του  Αντωνίου, (ΑΜ  ………… Δ.Σ. Πειραιώς), βάσει δηλώσεως.

Ο εκκαλών (στην υπό στοιχεία Α έφεση) και εφεσίβλητος (στην υπό στοιχεία Β έφεση), με την από 4-1-2022 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../5-1-2022) αγωγή, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησε να γίνει δεκτή. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκαν αρχικά η με αριθμό 1150/5-4-2023 μη οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης μέχρι να προσκομιστεί βεβαίωση της αρμόδιας υπηρεσίας του ΕΟΠΥΥ επί του αγωγικού κονδυλίου των νοσηλίων και η με αριθμό 80/9-1-2025 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δέχτηκαν εν μέρει την ως άνω αγωγή. Τις αποφάσεις αυτές, προσβάλλουν οι ανωτέρω εκκαλούντες α)ο εκκαλών (ενάγων) με την από 1-4-2025 έφεσή του (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./2-4-2025), η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό …………./2-4-2025, προσδιορίστηκε για την στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο και β)οι εκκαλούντες (εναγόμενοι) με την από 14-4-2025 έφεσή τους (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/15-4-2025), η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./15-4-2025, προσδιορίστηκε για την στην αρχή της παρούσας αναφερόμενη δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο, αλλά κατέθεσαν τις από 20-5-2025 μονομερείς δηλώσεις τους, αντίστοιχα, που έγιναν σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ. και προκατέθεσαν προτάσεις.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες εφέσεις, ήτοι α)η από 1-4-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ……../2-4-2025) έφεση του ενάγοντος της από 4-1-2022 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/5-1-2022) αγωγής και β)η από 14-4-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………./15-4-2025) έφεση των εναγομένων της παραπάνω αγωγής, κατά της με αριθμό 80/9-1-2025 οριστικής και της (ρητώς συνεκκληθείσας με τις εφέσεις) προηγηθείσας 1150/5-4-2023 μη οριστικής αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την παραπάνω από 4-1-2022 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………/5-1-2022) αγωγή κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητα (άρθρο 614 περ. 6 του Κ.Πολ.Δ.), αρμοδίως εισάγονται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και επίσης, έχουν ασκηθεί στις 2-4-2025 και στις 15-4-2025 αντίστοιχα,  νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει ότι έγινε επίδοση των εκκαλουμένων αποφάσεων, από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης οριστικής απόφασης (9-1-2025) μέχρι την άσκηση των ενδίκων εφέσεων δεν έχει παρέλθει διετία (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1 εδ. γ και παρ. 2, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 παρ. 2, 520 παρ. 2, 591 παρ. 1, 7 του Κ.Πολ.Δ. ). Επίσης, έχει κατατεθεί το απαιτούμενο παράβολο για κάθε έφεση αντίστοιχα (δυνάμει των με αριθ. α)……/2025 και β)……../2025 e παραβόλων, αντίστοιχα), σύμφωνα με σχετική επισημείωση της Γραμματέως του Δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση επί των εφετηρίων αντίστοιχα, (άρθρο 495 παρ. 3 περ. Α στοιχ. β του Κ.Πολ.Δ.). Επομένως, οι κρινόμενες εφέσεις, αφού συνεκδικαστούν λόγω της πρόδηλης συνάφειας μεταξύ τους (άρθρα 246, 524 παρ. 1 591 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.), πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, με την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρα 614 περ. 6 επ., 591 παρ. 1,  6, 7, 533 ΚΠολΔ).

Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 330 και 914 του Α.Κ. προκύπτει ότι προϋποθέσεις της ευθύνης προς αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υποχρέου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υποχρέου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας, μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Υπαιτιότητα είναι ο ψυχικός δεσμός του δράστη προς την αδικοπραξία. Αν η ζημία οφείλεται σε αποκλειστική υπαιτιότητα του παθόντος, δεν οφείλεται αποζημίωση, ενώ, αν διαπιστωθεί οικείο πταίσμα αυτού, το δικαστήριο μπορεί, σύμφωνα με το άρθρο 300 του Α.Κ., να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται, όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον, στην τελευταία αυτή περίπτωση, εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη, ήταν υποχρεωμένος σε πράξη, από το νόμο ή τη δικαιοπραξία ή από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνομένου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε, αντικειμενικώς, να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Η ύπαρξη της υπαιτιότητας δεν αποκλείεται, κατ’ αρχήν, από το γεγονός ότι στο επιζήμιο αυτό αποτέλεσμα συνετέλεσε και συντρέχον πταίσμα του ζημιωθέντος, εφόσον δεν διακόπτεται ο αιτιώδης σύνδεσμος, αλλά η ύπαρξη αυτού, προβαλλόμενη από τον υπαίτιο κατ’ ένσταση, συνεπάγεται τη μη επιδίκαση από το δικαστήριο αποζημιώσεως ή τη μείωση του ποσού αυτής, κατά το ανωτέρω άρθρο 300 του Α.Κ.. Εξάλλου, η παράβαση των διατάξεων του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας (Κ.Ο.Κ.), δεν θεμελιώνει αυτή καθ’ εαυτήν υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας θα κριθεί, σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της συγκεκριμένης πράξης και του επελθόντος αποτελέσματος (ΑΠ 301/2021, ΑΠ 464/2020, ΑΠ 1337/2019, ΑΠ 623/2019, ΑΠ 309/2019, ΑΠ 270/2019), ενώ μόνη η τήρηση των ελαχίστων υποχρεώσεων που επιβάλλει ο Κ.Ο.Κ. στους οδηγούς των οχημάτων κατά την οδήγησή τους, δεν αίρει την υποχρέωσή τους να συμπεριφέρονται και πέραν των ορίων τούτων, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν, για την αποτροπή ζημιογόνου γεγονότος ή τη μείωση των επιζήμιων συνεπειών (ΑΠ 334/2024, ΑΠ 105/2024, ΑΠ 536/2022, ΑΠ 877/2021, ΑΠ 898/2020, ΑΠ 890/2020, ΑΠ 797/2020, ΑΠ 1043/2019, ΑΠ 425/2019, ΑΠ 309/2019, ΑΠ 270/2019, ΑΠ 90/2019, ΑΠ 49/2019). Περαιτέρω, δια της διατάξεως του άρθρου 19 N. 2696/1999 (Κ.Ο.Κ.), ορίζονται υποχρεώσεις και κανόνες προς τους οποίους πρέπει να συμμορφώνεται ο οδηγός κάθε οχήματος, προκειμένου να αποφεύγονται, κατά το δυνατόν, ατυχήματα πεζών και οχημάτων.  Ειδικότερα : α) κατά το άρθρο 19 παρ. 1, ο οδηγός οχήματος επιβάλλεται να έχει τον έλεγχο του οχήματός του, ώστε να μπορεί κάθε στιγμή να εκτελέσει τους απαιτούμενους χειρισμούς, β) κατά το άρθρο 19 παρ. 2, ο οδηγός επιβάλλεται να έχει τον έλεγχο του οχήματός του και την επιβαλλόμενη από τις περιστάσεις ταχύτητα, η οποία μπορεί να είναι και κατωτέρα της προβλεπομένης από το νόμο, κυρίως σε κατοικημένες περιοχές και έχει υποχρέωση να τη μειώνει μέχρι διακοπής της πορείας του, όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν, γ) κατά το άρθρο 19 παρ. 3, ιδιαίτερα ο οδηγός επιβάλλεται να μειώνει την ταχύτητα του οχήματος του σε τμήματα της οδού με περιορισμένο πεδίο ορατότητας… κατά τη διέλευσή του από κατοικημένες περιοχές… ως και σε κάθε άλλη ειδική περίπτωση, που επιβάλλεται μετριασμός ταχύτητος (ΑΠ 836/2020, ΑΠ 639/2020, ΑΠ 624/2019, ΑΠ 309/2019, ΑΠ 90/2019, ΑΠ 1595/2018, ΑΠ 632/2018, ΑΠ 270/2018, ΑΠ 262/2018, ΑΠ 147/2018, ΑΠ 146/2018, ΑΠ 1663/2017, ΑΠ 1303/2017, ΑΠ 1048/2017, ΑΠ 53/2016, ΑΠ 1934/2013, ΑΠ 1207/2004, ΑΠ 1500/2002). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 1 Ν. 2696/1999 «Αυτοί που χρησιμοποιούν τις οδούς πρέπει να αποφεύγουν οποιαδήποτε συμπεριφορά που είναι ενδεχόμενο να εκθέσει σε κίνδυνο ή να παρεμβάλει εμπόδια στην κυκλοφορία, να εκθέσει σε κίνδυνο πρόσωπα ή ζώα ή να προκαλέσει ζημιές σε δημόσιες ή ιδιωτικές περιουσίες. Οι οδηγοί υποχρεούνται να οδηγούν με σύνεση και με διαρκώς τεταμένη την προσοχή… και να μην προκαλούν γενικά με τη συμπεριφορά τους τρόμο, ανησυχία ή παρενόχληση στους λοιπούς χρήστες των οδών…» (ΑΠ 309/2019, ΑΠ 270/2019, ΑΠ 264/2019, ΑΠ 49/2019, ΑΠ 1032/2018, ΑΠ 449/2018, ΑΠ 204/2018, ΑΠ 146/2018, ΑΠ 1975/2017, ΑΠ 1749/2017, ΑΠ 1663/2017, ΑΠ 1303/2017, ΑΠ 717/2016, ΑΠ 53/2016, ΑΠ 39/2013 Επι.Δικ.Ι.Α. 2013.280). Τέλος, κατά τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 39 του ίδιου ως άνω νόμου «1. Όλοι οι οδηγοί πρέπει να αποφεύγουν να συμπεριφέρονται με τρόπο που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τους πεζούς… (ΑΠ 1336/2017, ΑΠ 301/2016, ΑΠ 560/2013, ΑΠ 2119/2007, ΑΠ 1262/2007), ενώ, κατά τις διατάξεις του άρθρου 38 Ν. 2696/1999 (Κ.Ο.Κ.) οι πεζοί υποχρεούνται να χρησιμοποιούν τα πεζοδρόμια. Κατ’ εξαίρεση μπορούν να χρησιμοποιούν το οδόστρωμα, αφού λάβουν τις αναγκαίες προφυλάξεις. Αν είναι αδύνατη η χρησιμοποίηση των πεζοδρομίων οι πεζοί μπορούν να βαδίζουν στο οδόστρωμα, κατά τρόπον ώστε να μη παρεμποδίζουν την κυκλοφορία. Οι πεζοί που χρησιμοποιούν το οδόστρωμα, υποχρεούνται να βαδίζουν αντίθετα με την κατεύθυνση της κυκλοφορίας και όσο το δυνατόν πλησιέστερα στο άκρο του οδοστρώματος ενώ προκειμένου να διασχίσουν το οδόστρωμα υποχρεούνται, αν δεν υπάρχουν στο οδόστρωμα διαβάσεις πεζών να μην κατεβαίνουν σε αυτό, αν δεν βεβαιωθούν ότι δεν θα παρεμποδίσουν την κυκλοφορία των οχημάτων, στη συνέχεια δε να διασχίζουν το οδόστρωμα κάθετα προς τον άξονα του (ΑΠ 624/2019, ΑΠ 1595/2018, ΑΠ 270/2018, ΑΠ 1680/2017, ΑΠ 1336/2017, Α.Π. 1048/2017, ΑΠ 301/2016, ΑΠ 586/2014, ΑΠ 1262/2013, ΑΠ 1458/2012, ΑΠ 1455/2012, ΑΠ 686/2011, ΑΠ 1262/2007, ΑΠ 853/2004 Ε.Εμπ.Δ. 2004.786, ΑΠ 120/1999). Περαιτέρω, σκοπός της διατάξεως του άρθρου 932 του Α.Κ., είναι να επιτυγχάνεται μία, υπό ευρεία έννοια, αποκατάσταση του παθόντος για την ηθική του βλάβη, λόγω της αδικοπραξίας, ώστε αυτός να απολαύει μία δίκαιη και επαρκή ανακούφιση και παρηγοριά, χωρίς, από το άλλο μέρος, να εμπορευματοποιείται η προσβληθείσα ηθική αξία και να επεκτείνεται υπέρμετρα το ύψος της αποζημιώσεως για ηθική βλάβη, που δεν μπορεί να αποτιμηθεί επακριβώς σε χρήμα. Το Δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι, συνεπεία αδικοπραξίας, προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη, στη συνέχεια, καθορίζει το ύψος της οφειλόμενης γι’ αυτήν χρηματικής ικανοποιήσεως, με βάση τους κανόνες της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας, ιδίως, υπ’ όψιν, ως κριτήρια, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τελέσεως της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υποχρέου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών (Ολ. ΑΠ 10/2017, Ολ. ΑΠ 19/2011, ΑΠ 1230/2024, ΑΠ 1097/2024, ΑΠ 1091/2024), πλην της περιουσιακής καταστάσεως της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, της οποίας η ευθύνη είναι εγγυητική (ΑΠ 1230/2024, ΑΠ 1097/2024, ΑΠ 1091/2024, ΑΠ 1085/2024, ΑΠ 838/2017, ΑΠ 405/2015), χωρίς να απαιτείται η ειδικότερη αιτιολόγηση καθενός στοιχείου (ΑΠ 1230/2024, ΑΠ 1097/2024, ΑΠ 1091/2024, ΑΠ 1085/2024, ΑΠ 1068/2024). Κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό του εύλογου αυτού χρηματικού ποσού είναι ο χρόνος της συζητήσεως της υποθέσεως ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, οπότε και λαμβάνεται υπ’ όψιν η τότε κατάσταση της υγείας του παθόντος (ΑΠ 1230/2024, ΑΠ 1097/2024, ΑΠ 1091/2024, ΑΠ 1085/2024, ΑΠ 1068/2024, ΑΠ 1060/2024, ΑΠ 838/2017, ΑΠ 1361/2013). Επιβάλλεται, όμως, σε κάθε περίπτωση, να τηρείται, κατά τον καθορισμό του ποσού που επιδικάζεται, η Αρχή της Αναλογικότητας, ως γενική νομική Αρχή και, μάλιστα, αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρ. 2 παρ. 1 και 25 του ισχύοντος Συντάγματος), υπό την έννοια ότι η σχετική κρίση του Δικαστηρίου δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας (Ολ. ΑΠ 10/2017, Ολ. ΑΠ 9/2015, ΑΠ 1230/2024, Α.Π. 1097/2024, ΑΠ 1091/2024, ΑΠ 1085/2024, ΑΠ 1084/2024, ΑΠ 1068/2024, ΑΠ 1060/2024). Και τούτο, διότι μία απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπερμέτρως μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο, κατά την ελεύθερη κρίση του Δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης ή της ψυχικής οδύνης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά τον δικαιούχο – παθόντα), τον σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στην δεύτερη (όσον αφορά τον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το Δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών, πρέπει να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (ΑΠ 1230/2024, ΑΠ 1097/2024, ΑΠ 1091/2024, ΑΠ 1085/2024, ΑΠ 1084/2024, ΑΠ 1068/2024, ΑΠ 1060/2024). Εξάλλου, με το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε (μαζί με την Σύμβαση) με το Ν.Δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των κοινών νόμων ισχύ, κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να την στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται, όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα “περιουσιακής φύσεως” και τα κεκτημένα “οικονομικά συμφέροντα”. Καλύπτονται, έτσι, τα ενοχικά περιουσιακά δικαιώματα και, ειδικότερα, απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το Εθνικό Δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο Δικαστήριο, Δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικώς. Τέτοιες είναι, κατά το Ελληνικό Δίκαιο και οι απαιτήσεις από αδικοπραξία για καταβολή αποζημιώσεως ή χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης κατά τα άρθρα 297, 298, 299, 57, 59, 932 του Α.Κ. (Ολ. Α.Π. 40/1998, ΑΠ 1593/2024, ΑΠ 1230/2024, ΑΠ 1097/2024, ΑΠ 1091/2024, ΑΠ 1085/2024, ΑΠ 1068/2024, ΑΠ 1060/2024). Τέλος, το άρθρο 346 του Α.Κ., που όριζε ότι “ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή για το ληξιπρόθεσμο χρέος”, αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν. 4055/2012, που ισχύει, κατά το άρθρο 113 του νόμου αυτού, από 02-04-2012, κατά το οποίο : “Ο οφειλέτης χρηματικής οφειλής, και αν δεν είναι υπερήμερος, οφείλει νόμιμους τόκους αφότου επιδόθηκε η αγωγή ή η διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος (τόκος επιδικίας). Το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι δύο (2) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας, όπως ο τελευταίος ορίζεται εκάστοτε από τον νόμο ή με δικαιοπραξία. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει, εάν πριν από τη συζήτηση της αγωγής ο οφειλέτης αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβασθεί εξωδίκως, ή εάν δεν ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής αντιστοίχως. Με αίτημα του εναγομένου το δικαστήριο δύναται κατ` εξαίρεση, εκτιμώντας τις περιστάσεις, να επιδικάσει την απαίτηση με τον νόμιμο ή συμβατικό τόκο υπερημερίας. Η εξαίρεση ισχύει ιδίως για τις κατ` εύλογη κρίση του δικαστηρίου επιδικαζόμενες απαιτήσεις. Από τη δημοσίευση της οριστικής απόφασης που επιδικάζει εντόκως χρηματική οφειλή ή απορρίπτει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής το ποσοστό του τόκου επιδικίας είναι τρεις (3) εκατοστιαίες μονάδες ανώτερο του τόκου υπερημερίας. Η προσαύξηση αυτή δεν ισχύει εάν δεν ασκηθεί ένδικο μέσο”. Σύμφωνα με τη νέα αυτή ρύθμιση αυξάνεται το ποσοστό των τόκων επιδικίας, προκειμένου να περιοριστούν η φιλοδικία και η άσκοπη απασχόληση των δικαστηρίων από δικαστικούς αγώνες που δεν έχουν ουσία, ενώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο οφειλέτης που, μεταξύ των άλλων, πριν από τη συζήτηση της αγωγής, αναγνωρίσει εγγράφως την οφειλή ή συμβιβασθεί εξωδίκως. Αν μάλιστα εμμένει να αντιδικεί, μολονότι ηττήθηκε πρωτοδίκως διακινδυνεύει περαιτέρω αύξηση του επιτοκίου επιδικίας, γι` αυτό και εδώ ενθαρρύνεται και επιβραβεύεται άμεσα ο διάδικος που ηττήθηκε, αν αποδεχθεί την οριστική απόφαση και τερματίσει την αντιδικία. Η εξαίρεση που προβλέπεται επιτρέπει στον δικαστή να σταθμίσει εκείνες τις περιπτώσεις που ο εναγόμενος ευλόγως αντιδικεί, επειδή πρόκειται για απαίτηση εύλογης χρηματικής ικανοποίησης (π.χ. ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη) ή επειδή προβάλλει ένσταση συμψηφισμού (βλ. αιτιολογική έκθεση ν. 4055/2012). Έτσι, ο νόμιμος τόκος, μετά την επίδοση της αγωγής είναι πλέον ο (αυξημένος) τόκος επιδικίας. Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται ρητή μνεία γι` αυτό στη δικαστική απόφαση, ενώ, αντίθετα, απαιτείται ρητή αναφορά σ` αυτήν, όταν το δικαστήριο κατ` εξαίρεση επιδικάζει την απαίτηση με τον νόμιμο ή τον συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας. Με βάση αυτά, σύμφωνα με τη νέα ρύθμιση, κατά τη σαφή πρόθεση του νομοθέτη, ο τόκος υπερημερίας πρέπει να επιδικάζεται κατ` εξαίρεση μόνο στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο οφειλέτης χρηματικής απαίτησης ευλόγως αντιδικεί, δεδομένου ότι μοναδικό κριτήριο για την εξαίρεση από την επιδίκαση τόκου επιδικίας είναι το εύλογο ή όχι της αντιδικίας (ΑΠ 1316/2023, ΑΠ 609/2020, ΑΠ 553/2019, ΑΠ 1207/2017, ΑΠ 1059/2017).

Στην προκείμενη περίπτωση με την από 4-1-2022 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ……./5-1-2022)  αγωγή, ο ενάγων και ήδη εκκαλών -εφεσίβλητος, ισχυρίστηκε ότι από αποκλειστική υπαιτιότητα της πρώτης εναγομένης και ήδη πρώτης εφεσίβλητης-εκκαλούσας, η οποία οδηγούσε το με αριθμό κυκλοφορίας ……….. ιδιωτικής χρήσεως επιβατικό αυτοκίνητο ιδιοκτησίας του προστήσαντος αυτήν δεύτερου εναγομένου και ήδη δεύτερου εφεσίβλητου-εκκαλούντος, που ήταν ασφαλισμένο για τις έναντι τρίτων ζημίες κατά την κυκλοφορία του στην τρίτη εναγόμενη και ήδη τρίτη εφεσίβλητη-εκκαλούσα ασφαλιστική εταιρεία, προκλήθηκε αυτοκινητικό ατύχημα στον αναφερόμενο στο δικόγραφο της αγωγής τόπο, χρόνο και υπό τις εκτιθέμενες κυκλοφοριακές συνθήκες, που είχε ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό του ενάγοντος. Ζητούσε δε με την παραπάνω αγωγή, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να του καταβάλουν εις ολόκληρο ο καθένας και με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, το συνολικό ποσό των 36.758,33 ευρώ ως αποζημίωση για τις θετικές ζημιές που υπέστη εξαιτίας του ένδικου ατυχήματος και για χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από τον τραυματισμό του, καθώς και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Η αγωγή αυτή εκδικάστηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και εκδόθηκε αρχικά η συνεκκαλούμενη, μη οριστική απόφαση, 1150/2023, η οποία, αφού έκρινε την αγωγή παραδεκτή και νόμιμη, πλην του αγωγικού κονδυλίου για την επιδίκαση του ποσού των 543,98 ευρώ για νοσήλια, το οποίο απορρίφθηκε ως απαράδεκτο λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης (κατά το κεφάλαιο αυτό δεν εκκαλείται) και, μετά από την εκτίμηση των αποδείξεων, έκρινε ότι το ατύχημα οφείλεται σε συνυπαιτιότητα του ενάγοντος σε ποσοστό 75% και έκανε εν μέρει δεκτή την ένσταση συνυπαιτιότητας των εναγομένων, ανέβαλε κατά τα λοιπά την έκδοση οριστικής απόφασης για το είδος και την έκταση των παροχών που έλαβε ή δικαιούται να λάβει ο ενάγων αναφορικά με τα αγωγικά κονδύλια νοσηλίων για το χρονικό διάστημα από 1-2-2020 έως και 19-5-2020 προκειμένου να προσκομιστεί με επιμέλεια οποιουδήποτε των διαδίκων, βεβαίωση της αρμόδιας υπηρεσίας του ΕΟΠΥΥ και εν συνεχεία η εκκαλουμένη οριστική απόφαση, 80/2025, η οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή και ως ουσία βάσιμη και υποχρέωσε τους εναγομένους να καταβάλουν στον ενάγοντα εις ολόκληρον ο καθένας το συνολικό ποσό των 3.857,93 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση και επέβαλε στους εναγομένους μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, την οποία όρισε στο ποσό των 300 ευρώ. Κατά των αποφάσεων αυτών παραπονούνται οι διάδικοι με τις κρινόμενες εφέσεις και τους λόγους που διαλαμβάνονται σ’ αυτές, ο μεν εκκαλών -ενάγων για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνισή τους ως προς τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, ώστε να γίνει καθ’ολοκληρίαν δεκτή η αγωγή του, οι δε εκκαλούντες -εναγόμενοι για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή τους ως προς τα προσβαλλόμενα κεφάλαια, ώστε να απορριφθεί εν όλω η αγωγή, καθώς και να καταδικαστούν οι εφεσίβλητοι στα δικαστικά έξοδα των εκκαλούντων κάθε έφεσης αντίστοιχα.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος που εξετάστηκε με επιμέλεια του ενάγοντος στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα με αριθμό 1150/2023, ταυτάριθμα με τη συνεκκαλούμενη μη οριστική απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του ως άνω Δικαστηρίου (σημειωτέον ότι οι εναγόμενοι δεν πρότειναν προς εξέταση μάρτυρα), καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομότυπα μεταξύ των οποίων και των φωτογραφιών που προσκομίζονται από τους διαδίκους, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητείται και εκτιμώνται όλα τα παραπάνω είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Στον Πειραιά στις 31-1-2020 και περί ώρα 18.10 η πρώτη εναγόμενη, προστηθείσα του δεύτερου εναγομένου, οδηγώντας το με αριθμό κυκλοφορίας ………….. ιδιωτικής χρήσεως επιβατικό αυτοκίνητο κυριότητας του τελευταίου και το οποίο ήταν κατά τον ως άνω χρόνο ασφαλισμένο για τις έναντι τρίτων ζημίες κατά την κυκλοφορία του στην τρίτη εναγόμενη, εκινείτο επί της οδού Κολοκοτρώνη με κατεύθυνση από την οδό αυτή προς την οδό Β. Γεωργίου Α΄ και προτιθέμενη στο ύψος της διασταύρωσης των οδών αυτών να πραγματοποιήσει αριστερή στροφή και να εισέλθει στην οδό Β. Γεωργίου με κατεύθυνση προς το λιμάνι. Η οδός Κολοκοτρώνη είναι μονής κατεύθυνσης, ευθεία, έχει πλάτος οδοστρώματος τεσσάρων μέτρων περίπου και στο ύψος της διασταύρωσης με την οδό Β. Γεωργίου Α΄ και προ αυτής τέμνεται από τον τροχιόδρομο και προ αυτού επί της οδού Κολοκοτρώνη υπάρχει πληροφοριακή πινακίδα ύπαρξης  τροχιόδρομου καθώς και πινακίδα Ρ-2 Υποχρεωτικής διακοπής πορείας (STOP) και στη συνέχεια, μετά τον τροχιόδρομο, στο σημείο της διασταύρωσης με τις οδούς κυκλοφορίας στην οδό Β. Γεωργίου Α’ υπάρχει Ρ-2 υποχρεωτική διακοπή πορείας (STOP). Η οδός Β. Γεωργίου Α΄ είναι ευθεία με κατωφέρεια, μονής κατεύθυνσης, με δύο λωρίδες κυκλοφορίας συνολικού πλάτους έξι μέτρων που διαχωρίζονται με μονή διακεκομμένη γραμμή κατά μήκος του οδοστρώματος, καθώς και μία λωρίδα για την κυκλοφορία τροχιοδρόμου, πλάτους 5,70 μέτρων που διαχωρίζεται με την αριστερή λωρίδα κυκλοφορίας των οχημάτων με νησίδα πλάτους 2,30 μέτρων, η οποία διακόπτεται στο σημείο της διασταύρωσης με την οδό Κολοκοτρώνη. Κατά την ένδικη ημεροχρονολογία και ώρα επί των ανωτέρω οδών η κυκλοφορία οχημάτων και πεζών ήταν συχνή, ως εκ του χρόνου του ατυχήματος υπήρχε φωτισμός ημέρας και επικρατούσαν καλές καιρικές συνθήκες, η ορατότητα δεν περιοριζόταν, ενώ το ανώτατο επιτρεπόμενο όριο ταχύτητας των οχημάτων είναι 50 χλμ /ώρα (εντός κατοικημένης περιοχής, άρθρο 20 παρ. 1 ΚΟΚ). Σημειώνεται επίσης, ότι στο παραπάνω σημείο της οδού Β. Γεωργίου Α΄ δεν υπάρχει διάβαση πεζών, ούτε φωτεινοί σηματοδότες, ενώ υφίσταται διάβαση πεζών σε απόσταση τριάντα μέτρων περίπου και συγκεκριμένα στη διασταύρωση των οδών Νοταρά και Β. Γεωργίου Α΄(πρώτη παράλληλος της οδού Κολοκοτρώνη προς το Λιμένα Πειραιώς). Κατά τον ίδιο χρόνο ο ενάγων ευρισκόμενος στο πεζοδρόμιο της οδού Β. Γεωργίου Α΄, σε σημείο προ της διασταύρωσης με την οδό Κολοκοτρώνη και πλησίον αυτής, χωρίς όμως να προκύπτει η ακριβής απόστασή του από τη ανωτέρω διασταύρωση, επιχειρούσε, εκτός διάβασης πεζών, να διασχίσει πεζός τις δύο λωρίδες κυκλοφορίας της οδού Β. Γεωργίου Α΄ από δεξιά προς τα αριστερά σε σχέση με την πορεία του αυτοκινήτου που οδηγούσε η πρώτη εναγόμενη και συγκεκριμένα κατήλθε από το δεξιό πεζοδρόμιο επιχειρώντας διασχίσει κάθετα και τις δύο λωρίδες κυκλοφορίας και να κατευθυνθεί απέναντι προς τη νησίδα που βρίσκεται προ της διασταύρωσης με την οδό Κολοκοτρώνη. Όταν η πρώτη εναγόμενη έφθασε στη διασταύρωση της οδού Κολοκοτρώνη με την οδό Β. Γεωργίου Α΄ στο ύψος της νησίδας, διέκοψε προσωρινά την πορεία του οχήματός της εφόσον υπήρχε στην πορεία της πινακίδα SΤΟΡ προκειμένου να ελέγξει την κυκλοφορία των διερχόμενων οχημάτων από δεξιά επί της οδού Β. Γεωργίου Α΄ και ακολούθως ενήργησε άμεσα αριστερή στροφή προκειμένου να εισέλθει στην αριστερή λωρίδα της οδού Β. Γεωργίου Α΄ και αφού εισήλθε, έχοντας διασχίσει απόσταση ενός μέτρου περίπου, αντιλήφθηκε τον ανωτέρω πεζό στην πορεία της και πραγματοποίησε άμεση πέδηση ακινητοποιώντας το όχημά της χωρίς όμως να τον αποφύγει και, με το εμπρόσθιο αριστερό μέρος του αυτοκινήτου, προσέκρουσε επ’ αυτού, ο οποίος είχε ήδη διασχίσει το δεξιό ρεύμα κυκλοφορίας της ανωτέρω οδού και ευρίσκετο στο μέσον περίπου του ρεύματος πορείας της ανωτέρω εναγομένης (σε απόσταση που δεν εντοπίζεται στο σχεδιάγραμμα της Τροχαίας, υπολογίζεται σε αυτή του ενός περίπου μέτρου προ της νησίδας, βλ. ένορκη προανακριτική κατάθεση του μάρτυρα ……………) με αποτέλεσμα ο ενάγων να χάσει την ισορροπία του και να πέσει με τη δεξιά πλευρά του σώματός του στο οδόστρωμα επί της οδού Β. Γεωργίου Α΄ και να προκληθεί ο τραυματισμός του. Υπό τα περιστατικά αυτά, το ατύχημα οφείλεται στη συγκλίνουσα αμέλεια της πρώτης εναγομένης οδηγού του αυτοκινήτου και του ενάγοντος – πεζού. Ειδικότερα η πρώτη εναγόμενη οδηγός, από αμέλεια, ήτοι έλλειψη της προσοχής που μπορούσε, αναλόγως των αντικειμενικών περιστάσεων και ικανοτήτων της και όφειλε κατά τους νομικούς κανόνες, τις επικρατούσες οδικές και κυκλοφοριακές συνθήκες και την κοινή πείρα και λογική να καταβάλει ως μέσος συνετός και ευσυνείδητος οδηγός και η οποία θα οδηγούσε σε πρόβλεψη του ζημιογόνου αποτελέσματος (άρθρο 330 ΑΚ), κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 12 παρ. 1, 19 παρ. 1 περ. α και 39 παρ. 1 εδ. α του Κ.Ο.Κ (ν. 2696/1999 ως ίσχυε κατά το χρόνο του ατυχήματος), δεν οδηγούσε με σύνεση και διαρκώς τεταμένη την προσοχή της στην οδήγηση και χωρίς να ασκεί τον πλήρη έλεγχο του αυτοκινήτου, λαμβάνοντας υπ’ όψιν της τις εν γένει συνθήκες αλλά και τα χαρακτηριστικά της οδού επί της οποίας εκινείτο, ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους χειρισμούς με αποτέλεσμα, κατά τη διενέργεια αριστερής στροφής σε ισόπεδο κόμβο, να μην αντιληφθεί εγκαίρως, αν και μπορούσε, τον κινούμενο εξ αριστερών εν σχέσει προς την πορεία της και έχοντα ήδη διασχίσει απόσταση περίπου 4-5 μέτρων εντός του οδοστρώματος της οδού Β. Γεωργίου Α΄ πεζό (ΕφΑθ 1908/2022, Εφ.Αθ. 615/2021, Εφ.Αθ. 4262/2020), ευρισκόμενος στην πορεία της και ενώ η ορατότητά της δεν περιοριζόταν και υπό συνθήκες ημέρας και σε ώρα συχνής κυκλοφορίας οχημάτων και πεζών εντός κατοικημένης περιοχής, διενήργησε ανέλεγκτα απότομο ελιγμό προς τα αριστερά χωρίς να έχει αντιληφθεί εγκαίρως τον πεζό που είχε διανύσει το μεγαλύτερο μέρος του οδοστρώματος (Εφ.Αθ. 1908/2022, Εφ.Αθ. 615/2021, Εφ.Αθ. 4262/2020, πρβλ. Εφ.Αθ. 393/2017) και δεν μπόρεσε να ακινητοποιήσει επιτυχώς το όχημά της ώστε να αποφύγει την πρόσκρουσή του επί του πεζού, παρά την άμεση τροχοπέδηση που επιχείρησε, με αποτέλεσμα παρά τις ανωτέρω ενέργειές της να μην αποφύγει το ατύχημα. Συντρέχουσα όμως αμέλεια, ως προς την πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος βαρύνει και τον ίδιο τον παθόντα – ενάγοντα – πεζό, ο οποίος, από έλλειψη της προσοχής που μπορούσε, αναλόγως των αντικειμενικών περιστάσεων και ικανοτήτων του και όφειλε κατά τους νομικούς κανόνες, τις επικρατούσες οδικές και κυκλοφοριακές συνθήκες και την κοινή πείρα και λογική να καταβάλει ως μέσος συνετός και ευσυνείδητος πεζός και η οποία θα οδηγούσε σε πρόβλεψη του ζημιογόνου αποτελέσματος (άρθρο 330 Α.Κ.), αν και ήταν υποχρεωμένος να μην εισέλθει κάθετα στο οδόστρωμα, αν δεν βεβαιωνόταν προηγουμένως ότι δεν θα εμπόδιζε την κυκλοφορία των οχημάτων επ’ αυτού, εν τούτοις, εισήλθε στο οδόστρωμα και επιχείρησε να το διασχίσει, εκτός διαβάσεως πεζών και φωτεινών σηματοδοτών, παρά την ύπαρξη πλησίον του τόπου του ατυχήματος διαβάσεως πεζών, της οποίας όφειλε και μπορούσε να κάνει χρήση (Εφ.Αθ. 619/2021, Εφ.Αθ. 5911/2014) και δεν ήλεγξε επιμελώς το οδόστρωμα της ιδίας οδού καθόν χρόνο διέσχιζε αυτό κάθετα, ούτε συνέχισε να έχει διαρκώς τεταμένη την προσοχή του στο οδόστρωμα, ιδίως εν όψει του ότι διέσχιζε το οδόστρωμα εκτός διάβασης πεζών μετά τη διασταύρωση με την οδό Κολοκοτρώνη, οπότε όφειλε να ελέγξει και την κυκλοφορία των κινούμενων σε αυτή οχημάτων επί της διασταύρωσης, καθώς και της αυξημένης κυκλοφορίας των οχημάτων, με αποτέλεσμα να μην αντιληφθεί το οδηγούμενο από την πρώτη εναγόμενη όχημα που είχε διακόψει προσωρινά την πορεία του στη διασταύρωση και θα επιχειρούσε υποχρεωτικά αριστερή στροφή, να παρεμβληθεί αιφνιδίως και ανελέγκτως στην πορεία του και να μην επιταχύνει την κίνησή του προκειμένου να το αποφύγει, δεδομένου ότι τον χώριζε ελάχιστη απόσταση από τη νησίδα, με αποτέλεσμα την πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος, παραβαίνοντας έτσι τις διατάξεις του άρθρου 38 παρ. 4 εδ. α και ε του Κ.Ο.Κ.. Περαιτέρω, μεταξύ της κατά τα ως άνω παραβάσεως των ανωτέρω διατάξεων εκ μέρους των εμπλακέντων στο ατύχημα προσώπων (πρώτης εναγομένης οδηγού του με αριθμό κυκλοφορίας ……….. Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου και ενάγοντος πεζού – παθόντος) και του επελθόντος βλαπτικού αποτελέσματος υφίσταται αιτιώδης συνάφεια. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά εν σχέσει προς την πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος προκύπτουν από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού ιδίως δε την ποινική δικογραφία που συνέταξε η επιληφθείσα του ατυχήματος αστυνομική αρχή, την από 31-1-2020 έκθεση αυτοψίας της Ανθ/μου ……….. και το συνοδεύον αυτήν πρόχειρο σχεδιάγραμμα, όπου απεικονίζονται τα χαρακτηριστικά της οδού, όπου έλαβε χώρα το ένδικο ατύχημα, η πορεία του πεζού (κατά δήλωσή του που επιβεβαιώνεται και την από 22-4-2020 έκθεση ένορκης εξέτασης του μάρτυρα ………..) και του εμπλακέντος στο ένδικο ατύχημα οχήματος και η κατεύθυνσή τους, δεν αναιρούνται δε από κάποιο άλλο αποδεικτικό μέσο, ούτε από την προανακριτική ένορκη κατάθεση της ………… (οδηγού αυτοκινήτου που βρισκόταν πίσω από το όχημα που οδηγούσε η πρώτη εναγόμενη), η οποία δεν είδε από ποιο σημείο κατήλθε ο πεζός, αλλά ούτε και από την από 5-5-2020 έκθεση ένορκης εξέτασης μάρτυρα του ………… (ήδη τρίτου εναγομένου και συζύγου της πρώτης -ιδιοκτήτης του ως άνω αυτοκινήτου) και την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος που εξετάστηκε με την επιμέλεια του ενάγοντος (θυγατέρας του), οι οποίοι προσήλθαν στον τόπο του ατυχήματος μετά το συμβάν. Η πρώτη εναγόμενη από αμέλεια και από κακή εκτίμηση των ανωτέρω κυκλοφοριακών συνθηκών δεν έλεγξε τις συνθήκες κυκλοφορίας επί της οδού Β. Γεωργίου Α΄από αριστερά παρά μόνο των διερχομένων οχημάτων από τα δεξιά εν σχέσει με την πορεία της, χωρίς να ελέγξει τις συνθήκες επί της λωρίδας κυκλοφορίας που επρόκειτο να εισέλθει, σε ώρα που υπήρχε συχνή κίνηση οχημάτων και πεζών, εντός κατοικημένης περιοχής, ώστε ανά πάσα στιγμή μπορεί να διασχίσει το δρόμο κάποιος πεζός ή να παρουσιαστεί άλλο φυσικό εμπόδιο, αν και μπορούσε ακόμη και από τη θέση προσωρινής διακοπής της πορείας του οχήματός της επί της οδού Κολοκοτρώνη προ της διασταύρωσης να αντιληφθεί την κίνηση του ενάγοντος πεζού, ο οποίος κατά το χρόνο της πρόσκρουσης είχε διανύσει το μεγαλύτερο μέρος του οδοστρώματος (συνολικού πλάτους 6 μέτρων), ενήργησε δε την αριστερή στροφή απότομα. Η ίδια στην προανακριτική ανωμοτί κατάθεσή της αναφέρει ότι έλεγξε και από δεξιά και από αριστερά, ο ισχυρισμός όμως αυτός δεν ευσταθεί, καθόσον ήδη από τη θέση της προσωρινής διακοπής της πορείας του οχήματός της, θα μπορούσε ευχερώς να έχει αντιληφθεί την πορεία του ενάγοντος πεζού, ο οποίος είχε διασχίσει απόσταση 4-5 μέτρων εντός του οδοστρώματος και κρίνεται ότι αν η ως άνω οδηγός είχε τεταμένη την προσοχή της στην οδήγηση του οχήματος της, θα μπορούσε να αντιληφθεί αυτόν (πεζό) και ν’ αποφύγει την πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος, λαμβανομένων υπόψη ότι: α) η οδός επί της οποίας εκινείτο είναι ευθεία και, κατά το χρόνο του ατυχήματος, η ορατότητά της δεν περιοριζόταν και β) λόγω του προκεχωρημένου της ηλικίας του ο ηλικίας, κατά το χρόνο του ατυχήματος, 77 ετών πεζός, δεν ήταν δυνατόν, κατά τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπ’ όψιν διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ. – Α.Π. 1456/1996 Αρχ.Νομολ.) να κινηθεί ταχέως (Εφ.Αθ. 4946/2021, Εφ.Αθ. 2703/2021, Εφ.Πειρ. 354/2021, Εφ.Αθ. 2019/2020, Εφ.Αθ. 4833/2019), ο τελευταίος δε δεν έλεγξε την κυκλοφορία των οχημάτων που προέρχονταν από την οδό Κολοκοτρώνη, γεγονός που συνάγεται και από το ότι το κτύπημα που δέχτηκε ήταν αιφνίδιο για αυτόν. Περαιτέρω, η ως άνω οδηγός -πρώτη εναγόμενη οδηγούσε συννόμως το ανωτέρω όχημα, ήτοι εντός του ρεύματος πορείας της και με ταχύτητα, η οποία σε καμία περίπτωση δεν προέκυψε είτε ότι ήταν ανωτέρα της ανώτατης επιτρεπομένης είτε ότι, εν όψει των συνθηκών που επικρατούσαν, ήταν μη ενδεδειγμένη – υπερβολική, το γεγονός όμως αυτό δεν αναιρεί την ευθύνη της πολλώ δε μάλλον όταν : α) ο Κώδικας Οδικής Κυκλοφορίας (Κ.Ο.Κ.) επιβάλλει στους οδηγούς των οχημάτων κατά την οδήγησή τους, να συμπεριφέρονται και πέραν των ελάχιστων ορίων που τίθενται υπ’ αυτού (Κ.Ο.Κ.), όταν οι περιστάσεις το επιβάλλουν για την αποτροπή ζημιογόνου γεγονότος ή τη μείωση των εξ αυτού επιζήμιων συνεπειών (ΑΠ 334/2024, ΑΠ 105/2024, ΑΠ 536/2022, ΑΠ 877/2021, ΑΠ 898/2020, ΑΠ 890/2020, ΑΠ 797/2020, ΑΠ 1043/2019, ΑΠ 425/2019, ΑΠ 309/2019, ΑΠ 270/2019, ΑΠ 90/2019, ΑΠ 49/2019) και β) όταν εκ της κοινής πείρας είναι γνωστό ότι κατά την κυκλοφορία των οχημάτων στην οδό παρουσιάζονται πάντοτε απρόοπτες καταστάσεις, που επιβάλλουν την επιχείρηση αμέσου τροχοπεδήσεως ή και άλλων αποφευκτικών ελιγμών, χωρίς να είναι απαραίτητη η επέλευση τροχαίου ατυχήματος, αν και εφόσον ο οδηγός κινείται με την αναγκαία σύνεση και προσοχή και με την επιβαλλομένη, κατά τις περιστάσεις ταχύτητα (Α.Π. 705/2016, Εφ.Αθ. 5119/2021, Εφ.Αθ. 4946/2021, Εφ.Αθ. 2703/2021, Εφ.Αθ. 615/2021, Εφ.Αθ. 6746/2020). Ενόψει των ανωτέρω το Δικαστήριο κρίνει ότι το ποσοστό συνυπαιτιότητος που βαρύνει τους ανωτέρω ανέρχεται σε 60% για την πρώτη εναγομένη οδηγό του αυτοκινήτου και 40% για τον ενάγοντα πεζό, γενομένης κατά ένα μέρος δεκτής ως ουσία βάσιμης της ένστασης περί συντρέχοντας πταίσματος αυτού, που προέβαλαν παραδεκτά οι εναγόμενοι πρωτοδίκως με δήλωσή τους στα με αριθμό 1150/2023 πρακτικά και με τις προτάσεις τους και επανέλαβαν με δήλωσή τους στα με αριθμό 80/2025 πρακτικά και επαναφέρουν με σχετικό πρώτο λόγο της έφεσής τους (άρθρο 300 ΑΚ). Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δια των συνεκκληθεισών αποφάσεων απεφάνθη ότι ως προς την πρόκληση του ενδίκου ατυχήματος βαρύνονται με συντρέχουσα αμέλεια αμφότερα τα εμπλακέντα στο ένδικο ατύχημα πρόσωπα δεν έσφαλε περί την εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, καθ’ ο μέρος όμως με τις συνεκκληθείσες αποφάσεις, το ποσοστό της βαρύνουσας τον ενάγοντα συντρέχουσας αμέλειας προσδιορίσθηκε σε 75% αντί εκείνου του 40% και της πρώτης εναγομένης σε 25% αντί εκείνου του 60%, εσφαλμένως εκτιμήθηκε το αποδεικτικό υλικό και συνεπώς, πρέπει, να γίνει εν μέρει δεκτός ο πρώτος λόγος της από 1-4-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2-4-2025) εφέσεως του ενάγοντος περί εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων ως ουσιαστικά βάσιμος, να απορριφθούν οι ισχυρισμοί του ενάγοντος περί αποκλειστικής υπαιτιότητας της πρώτης εναγομένης καθώς και οι ισχυρισμοί των εναγομένων που προβάλλονται με τον πρώτο λόγο της έφεσης περί αποκλειστικής υπαιτιότητας του ενάγοντος άλλως μεγαλύτερου ποσοστού συνυπαιτιότητας του ενάγοντος ως ουσία αβάσιμοι και να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσία βάσιμη η επικουρικώς προβληθείσα ένσταση συνυπαιτιότητας που παραδεκτά προέβαλαν πρωτοδίκως και επαναφέρουν με τον πρώτο λόγο της από 14-4-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../15-4-2025) έφεσής τους. Συνεπεία του ατυχήματος, ο ενάγων, ηλικίας τότε, 77 ετών (γεννηθείς το έτος 1943), διεκομίσθη με ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ αμέσως μετά το ατύχημα στο Γενικό Νοσοκομείο Ελευσίνας «….», όπου διαπιστώθηκε αρχικώς άλγος δεξιάς κνήμης άκρου ποδός και συνεστήθη ορθοπεδική εκτίμηση (βλ. τη με αριθ. πρωτ. ΚΠ-…./15-5-2020 ιατρική βεβαίωση του . ….. ΕΑ Γεν. Χειρουργικής και τη με αρ. πρωτ. ΚΠ -…/8-5-2020 απάντηση σε αίτηση της Δ/κής Διευθύντριας ………), για την οποία ο ενάγων απευθύνθηκε στις 9-3-2020 σε ιδιώτη ιατρό ορθοπεδικό, οπότε και διαγνώστηκε ότι υπέστη κάταγμα έσω σφυρού και μερική ρήξη αχίλλειου τένοντος και συνεστήθη η χρήση κηδεμόνα ακινητοποίησης (χαμηλή μπότα) και καμία φόρτιση, καθώς και λήψη φαρμακευτικής αγωγής για δέκα ημέρες (βλ. την από 18-2-2020 βεβαίωση του ……………. ορθοπεδικού χειρουργού). Στις 9-3-2020 υποβλήθηκε σε μαγνητική τομογραφία δεξιάς ποδοκνημικής αρθρώσεως και διαπιστώθηκε διόγκωση όλου του αχίλλειου τένοντα και έντονη σαθροποίηση -πλήρης ρήξη του τένοντα σε απόσταση περίπου 70 χιλ. από την κατάφυση στην πτέρνα και με απομάκρυνση των ρηχθέντων κολοβωμάτων του τένοντα κατά περίπου 22 χιλ., τα δε άκρα των κολοβωμάτων του τένοντα είναι σαθροποιημένα. Επίσης διαπιστώθηκε περιορισμένης έκτασης και έντασης οστικό οίδημα και οίδημα στον αρθρικό θύλακο της ποδοκνημικής αρθρώσεως και ιδιαίτερα προσθίως, καθώς και μικρή συλλογή υγρού στην ποδοκνημική άρθρωση η οποία επεκτείνεται και κατά μήκος του ελύτρου του οπίσθιου κνημιαίου τένοντα στο τμήμα του υπό το σφυρό και ιδιαίτερα από το υπέρεισμα του αστραγάλου (βλ. την από 9-3-2020 διάγνωση του ιατρού Ακτινολόγου …….. της ………..). Ακολούθως στις 18-3-2020 υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση κατά την οποία έγινε συρραφή του αχιλλείου τένοντα (δεξιά) και τοποθέτηση κνημοποδικού κηδεμόνα σε πελματιαία κάμψη και συνεστήθη, αλλαγή σε πέντε ημέρες, αφαίρεση ραμμάτων σε τρεις εβδομάδες, βάδιση χωρίς φόρτιση, αλλαγή κνημοποδικού κηδεμόνα πελματιαίας κάμψης σε κηδεμόνα ακινητοποίησης (μπότα) με σφήνες σε 3-4 εβδομάδες και χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια τριάντα ημερών, εξήλθε δε από το νοσοκομείο στις 19-3-2020 (βλ. τα δύο εξιτήρια του ………., το από 7-12-2021 ιατρικό σημείωμα του ………………… ορθοπεδικού χειρουργού, την από 10-8-2020 βεβαίωση του ……….. ορθοπεδικού χειρουργού και τραυματιολόγου του ίδιου θεραπευτηρίου και την προσκομιζόμενη από τον ενάγοντα φωτογραφία όπου απεικονίζεται η κατάσταση του ποδιού μετά την επέμβαση).    Κατά το διάστημα αυτό από 1-2-2020 έως 30-4-2020, της κατ’οίκον νοσηλείας του, ο ενάγων εξαιτίας του κατά του ένδικου ατυχήματος τραυματισμού και της συνεπεία αυτού (τραυματισμού) μερικής προς αυτοεξυπηρέτηση αδυναμίας του (ήτοι επί ένα 12ωρο ημερησίως και όχι καθ’ όλο το 24ωρο, όπως αβασίμως διατείνεται), είχε ανάγκη συνδρομής άλλου προσώπου καθόσον δεν μπορούσε να αυτοεξυπηρετηθεί πλήρως, και ως εκ τούτου είχε την ανάγκη ανάλογης (περιορισμένης) βοηθείας άλλου προσώπου προκειμένου να τον συνδράμει στις προσωπικές του ανάγκες και να επιμελείται και την ατομική του καθαριότητα και υγιεινή, τη διατροφή/σίτιση και την περιποίησή του για το διάστημα αυτό. Για την κάλυψη της ανάγκης αυτής απασχολήθηκε η σύζυγός του ………., άνευ ανταλλάγματος, κατά μέσο όρο επί δώδεκα (12) ώρες ημερησίως, υπερεντείνοντας τις δυνάμεις της σε βάρος άλλων ασχολιών της, χωρίς ν’ απαλείψει πλήρως, την απασχόλησή της σε άλλες εργασίες, εντός της οικίας της, μη σχετιζόμενες με την περιποίηση του ενάγοντος – συζύγου της. Με την εντατικοποίηση, δε των προσπαθειών της του προσέφερε, κατά τη χρονική αυτή περίοδο, τις αντίστοιχες υπηρεσίες, χωρίς την πρόσληψη υποκατάστατης δύναμης (αποκλειστικής νοσοκόμου/οικιακής βοηθού). Αν προς τούτο προσλάμβανε άλλο πρόσωπο για να του προσφέρει τις αναγκαίες αυτές υπηρεσίες βοηθού – συνοδού κατά τις ίδιες ώρες λαμβανομένων υπ’ όψιν της φύσεως, της εκτάσεως και της διάρκειάς τους καθώς και των εν γένει αναγκών του ενάγοντος, θα δαπανούσε το ποσό των 400 ευρώ μηνιαίως, για τη  μερική αυτή απασχόληση και κατά το μέτρο που οφείλεται στο ένδικο ατύχημα, δεδομένου ότι δεν πρόκειται για παροχή εξειδικευμένων φροντίδων αποκλειστικής νοσοκόμου (στον ενάγοντα δεν συνεστήθη κάποια εξειδικευμένη μετεγχειρητική αγωγή ή πολύπλοκη διαδικασία αποθεραπείας ή έστω σύνθετη φαρμακευτική αγωγή) όταν οι υπηρεσίες παρέχονται στον παθόντα από τους οικείους του, όπως εν προκειμένω, επιδικάζεται εύλογη αποζημίωση και όχι το ποσό που πράγματι θα καταβαλλόταν σε μία υποκατάστατη δύναμη, η οποία για μεγαλύτερο του μηνός χρονικό διάστημα υπολογίζεται επί τη βάσει μηνιαίας και όχι ημερήσιας αποζημιώσεως. Το ποσό, δε αυτό ο εκκαλών – ενάγων δικαιούται ν’ αξιώσει κατ’ άρθρ. 930 παρ. 3, 297, 298, 914, 929 Α.Κ. και ως αποζημίωση, έστω και αν δεν υποβλήθηκε στην αντίστοιχη δαπάνη, αλλά κάλυψε τις ανάγκες του με τις υπηρεσίες που του πρόσφερε η σύζυγός του (ΑΠ 553/2019, ΑΠ 80/2018, ΑΠ 1207/2017, ΑΠ 1723/2014, ΑΠ 1622/2013, ΑΠ 132/2010 ΕφΑΔ 2010.560, ΑΠ 720/2008 ΝοΒ 2010.66, ΑΠ 833/2005 ΕλλΔνη 47.96, ΑΠ 371/2001 ΕπΣυγκΔ 2001 493) δεδομένου ότι η μη καταβολή συναλλάγματος στην περίπτωση αυτή, δεν μπορεί να αποβεί προς όφελος του ζημιώσαντος (ΑΠ 132/2010) και επομένως ο ενάγων δικαιούται, για την αιτία αυτή, το ποσό των 1.200 ευρώ (3 μήνες Χ 400 €), το οποίο όμως πρέπει να μειωθεί, κατά το ποσοστό της συνυπαιτιότητας αυτού σ’ αυτό (40 %) και να προσδιοριστεί ως προς αυτό σε 720 ευρώ, γενομένου εν μέρει δεκτού του σχετικού αγωγικού κονδυλίου ως ουσία βάσιμου. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι είχε ανάγκη υπηρεσιών βοηθού για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα (και συγκεκριμένα για χρονικό διάστημα έξι (6) μηνών από την επομένη του ατυχήματος και σε μεγαλύτερο ποσό υπολογιζομένου επί 24ώρου απασχόλησης (ήτοι 600 ευρώ μηνιαίως), πλην όμως ενόψει της φύσεως και του είδους του τραυματισμού του και των συστάσεων των θεραπόντων ιατρών που προκύπτουν από τις ανωτέρω ιατρικές βεβαιώσεις, δεν κρίνεται ότι είχε ανάγκη της συνδρομής τρίτου προσώπου για μεγαλύτερο του ως άνω χρονικού διαστήματος (και μετά το πέρας του ανωτέρω χρονικού διαστήματος υπήρξε κάποια δυσχέρεια στις κινήσεις του όχι όμως και αδυναμία αυτοεξυπηρετήσεως), το αιτούμενο δε ποσό για το πέραν του τριμήνου χρονικό διάστημα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο. Οι εναγόμενοι με το δεύτερο λόγο της έφεσής τους ισχυρίζονται το αγωγικό αυτό κονδύλιο πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμο, άλλως το επιδικαστέο ποσό δεν πρέπει να υπερβαίνει το ποσό των 300 ευρώ, άλλως το πρωτοβάθμιο δικαστήριο υπερέβη το αιτηθέν ποσό των 600 ευρώ. Το αγωγικό αυτό κονδύλιο, που ήταν ορισμένο και νόμιμο, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό ως ουσία βάσιμο, καθόσον, λόγω της φύσης του τραυματισμού του ενάγοντος στο κάτω άκρο του δεξιού ποδιού του εξ αρχής είχε περιορισμένη δυνατότητα κινήσεων και αυτοεξυπηρέτησης και λαμβανομένων υπόψη και των συστάσεων των θεραπόντων ιατρών (συνεστήθη στις 9-3-2020 η χρήση κηδεμόνα ακινητοποίησης (χαμηλή μπότα) και καμία φόρτιση και στις 18-3-2020 υποβλήθηκε σε χειρουργική επέμβαση τοποθετήθηκε κνημοποδικός κηδεμόνας σε πελματιαία κάμψη και συνεστήθη, βάδιση χωρίς φόρτιση και χορηγήθηκε αναρρωτική άδεια τριάντα ημερών), αποδεικνύεται ότι ο ενάγων κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα  δεν μπορούσε να αυτοεξυπηρετηθεί πλήρως, και ως εκ τούτου είχε την ανάγκη ανάλογης (περιορισμένης) βοηθείας άλλου προσώπου προκειμένου να τον συνδράμει στις προσωπικές του ανάγκες και να επιμελείται και την ατομική του καθαριότητα και υγιεινή, τη διατροφή/σίτιση και την περιποίησή του για το διάστημα αυτό, υπηρεσίες τις οποίες παρείχε η σύζυγός του για τις ώρες και το χρονικό διάστημα που προεκτέθηκαν, απορριπτομένων ως αβάσιμων των περί αντιθέτου ισχυρισμών των εναγομένων που προβάλλονται με το δεύτερο λόγο της έφεσής τους κατά το οικείο σκέλος (υπό στοιχεία α, β.β1 και β2.αα) αυτών. Σημειώνεται, δε, ότι για την απόδειξη του ανωτέρω κονδυλίου δεν απαιτείται η επίκληση και προσκόμιση ιατρικής βεβαίωσης που να αναφέρεται ειδικά στην ανάγκη πρόσληψης τρίτου ατόμου (ΑΠ 1545/2009), απορριπτομένου ως αβάσιμου του περί αντιθέτου ισχυρισμού των εναγομένων που προβάλλεται με τον δεύτερο λόγο της έφεσής τους (υπό στοιχεία β1). Ακόμη, όπως αποδεικνύεται, ο ενάγων δεν έλαβε για την αιτία αυτή κάποιο ποσό ως επιδότηση από τον ασφαλιστικό το φορέα, ήτοι τον Εθνικό Οργανισμό Παροχής Υπηρεσιών Υγείας (Ε.Ο.Π.Υ.Υ.), (βλ. σχετ. και τη με αριθ. πρωτ. ………./2-6-2023 βεβαίωση του Προϊσταμένου της Περιφερειακής Δ/νσης Πειραιά του ΕΟΠΥΥ) και συνεπώς, ο ίδιος είναι που νομιμοποιείται ενεργητικώς να ασκήσει την οικεία αξίωση αποζημίωσης. Η εκκαλούμενη (με αριθ. 80/2025) απόφαση που έκανε δεκτό εν μέρει ως ουσία βάσιμο το αγωγικό κονδύλιο για το χρονικό διάστημα από 18-3-2020 έως την 18-4-2020 και καθόρισε αυτό στο ποσό των 1.200 ευρώ (ήτοι 40 ευρώ Χ 30 ημέρες), εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και υπερβαίνει και αυτό που αιτήθηκε ο ενάγων στην αγωγή του (άρθρο 106 του ΚΠολΔ) για την αιτία αυτή, ήτοι το ποσό των 600 ευρώ κατά μήνα, που σε κάθε περίπτωση κρίνεται και υπερβολικό και πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος ο σχετικός δεύτερος λόγος εφέσεως του ενάγοντος και εν μέρει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος ο δεύτερος λόγος της έφεσης των εναγομένων κατά το οικείο σκέλος αυτού (υπό στοιχεία ββ και β3) και να απορριφθούν κατά τα λοιπά οι λοιποί ισχυρισμοί των διαδίκων που προβάλλονται με τους σχετικούς λόγους των εφέσεών τους ως ουσία αβάσιμοι. Περαιτέρω, όπως δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με τις συνεκκληθείσες αποφάσεις του, ο ενάγων αναγκάστηκε να δαπανήσει το συνολικό ποσό των 2.654,35 ευρώ για ιατρική περίθαλψη (το αγωγικό κονδύλιο των 543,98 ευρώ απορρίφθηκε ως απαράδεκτο με τη με αριθμό 1150/2023 συνεκκαλουμένη μη οριστική απόφαση και κατά το κεφάλαιο τούτο δεν εκκαλείται από κανένα διάδικο μέρος), από το οποίο, ως έγινε δεκτό με τη με αριθ. 80/2025 απόφαση, δικαιούται το ποσό των 2.231,71 ευρώ (που προκύπτει μετά την αφαίρεση του ποσού των 422,64 ευρώ που καλύφθηκαν από τον ΕΟΠΥΥ από το σύνολο των δαπανών ύψους 2.654,35 ευρώ) για ιατρική περίθαλψη (ιατρικές επισκέψεις -εξετάσεις, αγορά φαρμάκων-ορθοπεδικών ειδών, περίθαλψη), που καλύφθηκαν από τον ίδιο και δεν συντρέχει περίπτωση υποκατάστασης του ασφαλιστικού του φορέα (ΕΟΠΥΥ), και κρίθηκαν σκόπιμες ενόψει του τραυματισμού του. Με τον τρίτο λόγο της έφεσής του ο ενάγων ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση εσφαλμένως αφαίρεσε το ποσό των 114,75 ευρώ και το ποσό των 20,41 ευρώ, τα οποία δεν αιτήθηκε με την αγωγή του, παρά μόνο το ποσό των 45,54 ευρώ που κατέβαλε ο ίδιος ως συμμετοχή που αναλογούσε για τη μαγνητική τομογραφία, ενώ για την επίσκεψη στον ιατρό …… δεν αιτήθηκε κανένα ποσό. Ο προβαλλόμενος λόγος έφεσης πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ως ουσία βάσιμος, καθόσον από το δικόγραφο της αγωγής προκύπτει ότι ο ενάγων δεν αιτήθηκε τη δαπάνη που κατέβαλε στον ιατρό ……, η οποία σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες βεβαιώσεις παροχών του ΕΟΠΥΥ (με αριθ. …/4-5-2023, …./4-5-2023, …../4-5-2023 και με αριθ. πρωτ. …./2-6-2023) καταβλήθηκε από τον ΕΟΠΥΥ και επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την εκκαλουμένη απόφαση αφαίρεσε και το ποσό των 20,41 ευρώ που καταβλήθηκε από τον ΕΟΠΥΥ και αφορά επίσκεψη στον οικογενειακό ιατρό ….., έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων. Περαιτέρω αναφορικά με το ποσό (45,54 ευρώ) που ισχυρίζεται ότι κατέβαλε ο ενάγων για τη μαγνητική τομογραφία και αποτελεί κατά τους ισχυρισμούς του τη συμμετοχή του στην ανωτέρω δαπάνη, δεν αποδεικνύεται βάσιμος, καθόσον στην προσκομιζόμενη από τον ίδιο απόδειξη παροχής υπηρεσιών (αριθ. ……./9-3-2020) δεν αναγράφεται το συνολικό ποσό, ούτε ότι το αναφερόμενο ως πληρωτέο αποτελεί τη συμμετοχή του ενάγοντος, ενώ στην προαναφερόμενη ……../4-5-2023 βεβαίωση του ΕΟΠΥΥ αναφέρεται ως επιδότηση από τον ασφαλιστικό του φορέα, δηλαδή τον Ε.Ο.Π.Υ.Υ. για την ανωτέρω αιτία το ποσό των 114,75 ευρώ, το οποίο ορθώς αφαιρέθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση. Επομένως, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτός ο τρίτος λόγος της έφεσης του ενάγοντος ως ουσία βάσιμος. Κατά τα λοιπά το ανωτέρω επιδικασθέν αγωγικό κονδύλιο αποζημίωσης για την ανωτέρω αιτία δεν προσβάλλεται με ειδικότερο λόγο των εφέσεων. Από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων δαπάνησε : α)το συνολικό ποσό των 110 ευρώ για τρεις (3) ιατρικές επισκέψεις στον ορθοπεδικό χειρουργό   ….. (βλ. τις με αριθ. ../18-2-2020, …./20-2-2020 και ……/11-3-2020 αποδείξεις παροχής υπηρεσιών του ως άνω ιατρού), β) το ποσό των 20 ευρώ για ακτινογραφία ποδοκνημικής (βλ. τη με αριθ. …./17-3-2020 απόδειξη του . ……) και το ποσό των 45,54 ευρώ για μαγνητική τομογραφία (βλ. τη με αριθ. ……………..2020 απόδειξη της ………….), γ) το ποσό των 2.101,55 ευρώ για νοσήλια και αμοιβές ιατρικών υπηρεσιών στο . ……… (βλ. τη με αριθ. ……/18-5-2020 απόδειξη είσπραξης και το με αριθ. …../21-4-2020 τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών), δ) το ποσό των 28 ευρώ για την αγορά φαρμάκων που συνταγογραφήθηκαν από τον ιατρό …………. (βλ. την από 19-3-2020 ταμειακή -φορολογική απόδειξη του φαρμακείου ………….. και ………………..)  και στις 14-4-2020 το ποσό των 27,96 ευρώ από το φαρμακείο του Στέφανου Οικονομίδη, ε) το συνολικό ποσό των 321,30 ευρώ για την αγορά ορθοπεδικών ειδών (βλ. τις με αριθ. …../3-2-2020, …../21-2-2020, …./19-3-2020 και …/8-4-2020 αποδείξεις λιανικής πώλησης της ………….)  και συνολικά για τις ανωτέρω αιτίες δαπάνησε το ποσό των 2.654,35 ευρώ (110 + 20 + 45,54 + 2.101,55 + 28 + 27,96 + 321,30), από το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί το συνολικό ποσό των 402,23 ευρώ (ήτοι 287,48 + 114,75), που έλαβε ως επιδότηση από τον ΕΟΠΥΥ. Συνεπώς οι δαπάνες ύψους 2.252,12 ευρώ καλύφθηκαν από τον ίδιο τον ενάγοντα και δεν συντρέχει περίπτωση υποκατάστασης του ασφαλιστικού του φορέα ως προς τις δαπάνες αυτές, οι οποίες ήταν αναγκαίες και τελούν σε αιτιώδη συνάφεια με τον τραυματισμό του σύμφωνα και με τις συστάσεις των θεραπόντων ιατρών του (ΑΠ 12/2020, ΑΠ 1572/2018, ΑΠ 1543/2017, ΑΠ 481/2016, ΑΠ 1935/2013, ΑΠ 2176/2009). Επομένως, η ζημία του ενάγοντος για την ανωτέρω αιτία ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 2.252,12 ευρώ, το οποίο όμως πρέπει να μειωθεί, κατά το ποσοστό της συνυπαιτιότητας αυτού σ’ αυτό (40 %) και να προσδιοριστεί ως προς αυτό σε 1.351,27 ευρώ, το οποίο δικαιούται ως αποζημίωση, γενομένου εν μέρει δεκτού του σχετικού αγωγικού κονδυλίου ως ουσία βάσιμου. Συνεπώς, σύμφωνα με τα παραπάνω η συνολικά αποκαταστατέα ζημία του ενάγοντος για τις ανωτέρω αιτίες, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 2.071,27 ευρώ (ήτοι 720+ 1.351,27 ευρώ). Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων, ηλικίας 77 ετών  κατά το χρόνο του ατυχήματος, (γεννηθείς το έτος 1943), τραυματισθείς από το  ένδικο αυτοκινητικό ατύχημα, υπέστη ηθική βλάβη, λόγω του εκ του επίδικου τροχαίου ατυχήματος προκληθέντος τραυματισμού του, την οποία το Δικαστήριο καθορίζει στο εύλογο, κατά την κρίση του και βάσει της αρχής της αναλογικότητας, ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ, ποσό, το οποίο, κατά τον κρίσιμο χρόνο (ο οποίος είναι ο χρόνος της συζητήσεως της υποθέσεως ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, οπότε και λαμβάνεται υπ’ όψιν η τότε κατάσταση της υγείας του παθόντος – (ΑΠ 1230/2024, ΑΠ 1097/2024, ΑΠ 1091/2024, ΑΠ 1085/2024, ΑΠ 1068/2024, ΑΠ 1060/2024, ΑΠ 142/2019, ΑΠ 989/2018, ΑΠ 838/2017, ΑΠ 213/2017, ΑΠ 1361/2013) ως χρηματική του ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη, από το επίδικο τροχαίο ατύχημα, γενομένου τοιουτοτρόπως εν μέρει δεκτού ως ουσιαστικώς βάσιμου του σχετικού αγωγικού κονδυλίου,  λαμβάνοντας υπόψη : α) το βαθμό και το είδος υπαιτιότητας (αμέλεια) της οδηγού του ζημιογόνου αυτοκινήτου, αλλά και του συντρέξαντος πταίσματος του ίδιου του τραυματισθέντος στην πρόκληση του ατυχήματος κατά το προαναφερόμενο ποσοστό, β) το μέγεθος, το είδος, τη βαρύτητα και την έκταση του τραυματισμού του ενάγοντος και των συνεπειών της βλάβης γενικά στη σωματική ακεραιότητα και ψυχική υγεία του ανωτέρω παθόντος, ως προεκτέθηκαν, την ψυχική αναταραχή, τους σωματικούς πόνους και την εν γένει στενοχώρια και ταλαιπωρία που δοκίμασε κατά τη διάρκεια της θεραπείας του, το βαθμό αποκατάστασής τους, σε συνδυασμό με την ηλικία αυτού, γ) όλες τις εν γένει συνθήκες του εν λόγω τροχαίου ατυχήματος και δ) την κοινωνική και οικονομική κατάσταση των μερών φυσικών προσώπων (πλην της ασφαλιστικής εταιρίας, της οποίας η ευθύνη είναι μόνον εγγυητική και για το λόγο αυτό δεν εξετάζεται η οικονομική και περιουσιακή της κατάσταση). Επομένως, ο ανωτέρω παθών υπέστη ηθική βλάβη για την αποκατάσταση της οποίας το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να του επιδικαστεί το ανωτέρω ποσό, ως χρηματική του ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, το οποίο κρίνεται δίκαιο και εύλογο μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων (άρθρο 932 Α.Κ.), δηλαδή ανάλογα με τις ως άνω συγκεκριμένες περιστάσεις της κρινομενης υπόθεσης, αλλά και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος και 2, 9 παρ. 2 και 10 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α.), όπως η αρχή αυτή, χωρίς να έχει άμεση εφαρμογή στην ένδικη περίπτωση, εξειδικεύεται με την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 932 Α.Κ. για τον προσδιορισμό του ύψους της χρηματικής ικανοποίησης. Η εκκαλούμενη απόφαση που επιδίκασε στον ενάγοντα μικρότερο του ανωτέρω ποσού για την παραπάνω αιτία και συγκεκριμένα επιδίκασε 3.000 ευρώ, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος ο τέταρτος λόγος εφέσεως αυτής, με τον οποίο παραπονείται ως προς το ύψος της επιδικασθείσης σ’ αυτόν χρηματικής ικανοποιήσεως, επιδιώκοντας την αύξησή της, αλλά να απορριφθεί ως αβάσιμος ο αντίστοιχος λόγος (τρίτος) της εφέσεως των εναγομένων, με τον οποίο ζητούν να καθορισθεί μικρότερη χρηματική ικανοποίηση (και δη μη υπερβαίνουσα το ποσό των 1.500 ευρώ). Με βάση τα προαναφερόμενα, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν εις ολόκληρον ο καθένας στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 7.071,27 (2.071,27 +5.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας (ήτοι χωρίς την προσαύξηση λόγω επιδικίας, όπως έκρινε και η εκκαλουμένη απόφαση) από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση, κατά παραδοχή του αιτήματος των εναγομένων περί εξαίρεσής τους από την επιδίκαση του αυξημένου τόκου επιδικίας (άρθρο 346 του ΑΚ), διότι η αγωγή περιέχει κυρίως κονδύλια που επιδικάζονται κατ’ εύλογη κρίση του Δικαστηρίου (πλασματική δαπάνη υπηρεσιών βοηθού, χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης του άρθρου 932 ΑΚ) και επίσης για την παραδοχή της ουσιαστικής βασιμότητας του αγωγικού κονδυλίου που αντιστοιχούσε στα νοσήλια και τις συναφείς δαπάνες του ενάγοντος, απαιτήθηκε, κατά παραδοχή σχετικού αμυντικού ισχυρισμού των εναγομένων, η αναβολή της οριστικής απόφασης και η προσκομιδή σε νέα συζήτηση εγγράφων αποδεικτικών του ότι έναντι των σχετικών αξιώσεών του ο ενάγων δεν είχε επιδοτηθεί από τον ασφαλιστικό του φορέα, αλλά και του αναγνωρισθέντος τελικώς ποσοστού συνυπαιτιότητας. Εξ αυτών συνάγεται ότι η αμφισβήτηση των συγκεκριμένων κονδυλίων εκ μέρους των εναγομένων δεν ήταν προσχηματική ούτε νόμω ανεπέρειστη ούτε ότι όφειλαν αυτές, από μόνο το λόγο ότι ενήχθησαν για την καταβολή τους, να αποφύγουν την αντιδικία ως προς τα εν λόγω κονδύλια, ώστε να μην επιβαρυνθούν με το (νόμιμο) τόκο επιδικίας και συνεπώς, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, ευλόγως αυτοί αντιδικούν ως προς το ύψος τους (ΑΠ 1316/2023, ΑΠ 1039/2021, ΑΠ 375/2021, ΑΠ 609/2020, ΑΠ 553/2019, ΑΠ 1114/2018 ΧρΙΔ 2019/597, ΑΠ 1207/2017, ΑΠ 1059/2017), το οποίο είχαν υποβάλλει προφορικά με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους που καταχωρήθηκε συνοπτικά στα πρακτικά και με τις προτάσεις της στην πρώτη συζήτηση, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, με αναφορά του παραπάνω λόγου της εξαίρεσης και επαναφέρεται με τον τέταρτο λόγο της έφεσης. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε το αίτηµα των εναγοµένων για επιδίκαση της απαίτησης µε το νόµιµο τόκο υπερημερίας, έσφαλε ως προς την εφαρμογή της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 346 του Α.Κ. και συνεπώς ο σχετικός τέταρτος λόγος της ένδικης εφέσεως των εναγομένων πρέπει να γίνει δεκτός ως κατ΄ ουσίαν βάσιμος.

Κατ’ακολουθίαν όλων των ανωτέρω και αφού δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι των εφέσεων προς έρευνα, πρέπει οι εφέσεις (κατά παραδοχή των παραπάνω λόγων τους αντίστοιχα) να γίνουν εν μέρει δεκτές ως ουσιαστικά βάσιμες, να εξαφανιστούν οι εκκαλούμενες αποφάσεις (πλέον των κεφαλαίων τους κατά τα οποία ήδη εξαφανίστηκαν ανωτέρω), η μεν μη οριστική (1150/2023) κατά τα ανωτέρω (πλην των κρίσεων αυτής κατά τα κεφάλαια που δεν εκκαλούνται με τις εφέσεις-άρθρο 522 ΚΠολΔ), η δε οριστική (80/2025) στο σύνολό της για το ενιαίο του εκτελεστού τίτλου και ως προς τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων (ΑΠ 1631/2010, ΑΠ 521/2002), και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο για κατ’ ουσίαν έρευνα (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ), να γίνει εν μέρει δεκτή η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 7.071,27 (2.071,27 +5.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη ημέρα της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επίσης, πρέπει λόγω της μερικής νίκης των εκκαλούντων στην ένδικη υπόθεση, να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε από αυτούς κατά την άσκηση της εφέσεώς τους σ’ αυτούς αντίστοιχα για κάθε έφεση (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. ζ’ ΚΠολΔ) και τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, λόγω της μερικής νίκης και ήττας των διαδίκων, να κατανεμηθούν μεταξύ τους, ανάλογα με την έκταση της νίκης και ήττας καθενός και να καταδικαστούν οι εναγόμενοι – εφεσίβλητοι -εκκαλούντες να καταβάλουν μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος -εκκαλούντος – εφεσίβλητου, κατά μερική παραδοχή και ως ουσιαστικά βασίμου σχετικού αιτήματος του τελευταίου (άρθρα 178 παρ. 1, 183, 189, 191 παρ. 2 και 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις από α)1-4-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ ………../2-4-2025) και β) 14-4-2025 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./15-4-2025) εφέσεις, κατά της με αριθμό 80/2025 οριστικής και της προηγηθείσας με αριθμό 1150/2023 μη οριστικής αποφάσεων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία).

Δέχεται τυπικά και εν μέρει κατ’ουσίαν τις ως άνω εφέσεις.

Εξαφανίζει τις εκκαλούμενες με αριθμούς 80/2025 οριστική και συμπροσβαλλόμενη 1150/2023 μη οριστική, καθ’ ο μέρος η τελευταία έκρινε τη συνυπαιτιότητα και το ποσοστό αυτής, αποφάσεις του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί την από 4-1-2022 (αριθ. έκθ. κατάθ. ΓΑΚ/ΕΑΚ …………./5-1-2022) αγωγή και δικάζει την ουσία της υπόθεσης.

Απορρίπτει ό,τι στο σκεπτικό κρίθηκε απορριπτέο.

Δέχεται κατά ένα μέρος την αγωγή.

Υποχρεώνει τους εναγομένους να καταβάλουν, εις ολόκληρον ο καθένας, στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των επτά χιλιάδων εβδομήντα ενός ευρώ και είκοσι επτά λεπτών του ευρώ (7.071,27 €), με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επομένη ημέρα της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου των ως άνω εφέσεων στους καταθέσαντες αυτό εκκαλούντες, σε κάθε έφεση αντίστοιχα.

Καταδικάζει τους εναγομένους-εφεσίβλητους -εκκαλούντες σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος -εκκαλούντος – εφεσίβλητου, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε χίλια τριακόσια (1.300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, στις 15 Σεπτεμβρίου 2025 χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ