Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 401/2018

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    401/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον  Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Κ.Δ. .

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’αρ. 1863/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών –εργατικές διαφορές (άρθρα 614 παρ.3, 621 ΚΠολΔ), όπως αυτά ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν.4335/23-7-2015, που καταλαμβάνει τις αγωγές που ασκήθηκαν μετά την 1-1-2016 (άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου), όπως η ένδικη, έχει ασκηθεί νομότυπα  και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1  ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διάδικοι δεν επικαλούνται ούτε προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης πριν την άσκηση της έφεσης. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω  από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 522 ,533 παρ.1,2 ΚΠολΔ), ενώ δεν απαιτείται η κατάθεση εκ μέρους του εκκαλούντος των προβλεπομένων, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 εδ.α του ΚΠολΔ, παραβόλων, καθώς, σύμφωνα με το εδ.στ της παρ.3 του ίδιου άρθρου, από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται, μεταξύ άλλων, οι διαφορές του άρθρου 614 παρ.3 (εργατικές), όπως εν προκειμένω.

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669, 672 ΑΚ, προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και τον σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βέβαιου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και τον σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της. Η σύμβαση αυτή παύει αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 669§1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημίωσης. Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό που δίνουν σ’ αυτήν oι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι ο χαρακτηρισμός αυτός, ως κατ’ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, όπως οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 26§3 και 87§2 του Συντάγματος, ανήκει στο δικαστήριο, το οποίο, αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής και εφόσον στην συνέχεια προκύψουν και κατά την αποδεικτική διαδικασία, προσδίδει τον ακριβή (ορθό) νομικό χαρακτηρισμό στην σύμβαση, κρίση η οποία στην συνέχεια ελέγχεται αναιρετικά στα πλαίσια της διάταξης του άρθρου 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ. Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού από το δικαστήριο της έννομης σχέσης ως σύμβασης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δημόσιου (και του ευρύτερου δημόσιου) τομέα (Ολ.ΑΠ 18/2006,ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Κατά το άρθρο 21 § 1 του Ν. 2190/1994 οι δημόσιες υπηρεσίες και τα νομικά πρόσωπα του άρθρο 14 § 1 του ίδιου νόμου, όλοι δηλαδή οι φορείς του δημόσιου τομέα επιτρέπεται να απασχολούν προσωπικό με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου για την αντιμετώπιση εποχιακών ή άλλων περιοδικών ή πρόσκαιρων αναγκών, υπό τις προϋποθέσεις και τη διαδικασία των επόμενων παραγράφων. Κατά την παρ. 2 του άρθρου αυτού η διάρκεια της απασχόλησης του προσωπικού της παρ. 1 δεν μπορεί να υπερβεί τους 8 μήνες μέσα σε συνολικό χρόνο 12 μηνών. Στις περιπτώσεις προσωρινής πρόσληψης προσωπικού για αντιμετώπιση κατά της ισχύουσες διατάξεις κατεπειγουσών αναγκών λόγω απουσίας προσωπικού ή κένωσης θέσεων, η διάρκεια της απασχόλησης δεν μπορεί να υπερβεί τους 4 μήνες για το ίδιο άτομο, παράταση δε ή σύναψη νέας συμβάσεως κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή μετατροπή σε σύμβαση αόριστου χρόνου είναι άκυρη. Περαιτέρω, με την αναθεώρηση του Συντάγματος του έτους 2001 και με σκοπό τη μέγιστη δυνατή διασφάλιση των συνταγματικών αρχών της ισότητας ενώπιον του νόμου, της αξιοκρατίας και τις διαφάνειας στις προσλήψεις στο δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προστέθηκε στο άρθρο 103 αυτού η παράγραφος 7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο της Ανεξάρτητης Αρχής. Επίσης στο ίδιο ως άνω άρθρο προστέθηκε και παρ. 8 με την οποία στα εδάφια α΄ και γ΄ ορίζεται ότι “νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δίκαιου στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά για την κάλυψη, είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στην παρ. 3. εδ. α΄ αυτού, είτε πρόσκαιρων, είτε απροβλέπτων και επειγουσών αναγκών κατά την παρ. 2 εδ. β’ αυτού. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού, που υπάγεται στο πρώτο  εδάφιο ή τη μετατροπή των συμβάσεων του σε αορίστου χρόνου. Έτσι με την αναθεώρηση αυτή του άρθρου 103 του Συντάγματος η Ζ’ Αναθεωρητική Βουλή επέβαλε στον κοινό νομοθέτη και στη Διοίκηση αυστηρούς όρους σχετικά με την πρόσληψη προσωπικού για την κάλυψη λειτουργικών αναγκών του Δημοσίου και του ευρύτερου δημοσίου τομέα. Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις διατάξεις του Ν. 2190/1994 και οι οποίες ήδη κατέστησαν συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται ενόψει της σαφούς διατύπωσης του άρθρου 103 παρ. 7 και 8 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα άλλα νομικά πρόσωπα του ευρύτερου δημόσιου τομέα με υπαλληλική σχέση δημοσίου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με το, άρθρο 103 παρ. 3 και 8 του Συντάγματος. Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου, χρόνου, που συνάπτονται υπό την ισχύ των εν λόγω διατάξεων με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και όλους τους υπόλοιπους φορείς, που ανήκουν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις, αορίστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες. Επίσης στις συμβάσεις αυτές υπό την ισχύ των παραπάνω διατάξεων δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 του Ν. 2112/1920 (ΑΠ 6/2014, ΑΠ 244/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ) για την οποία πάντως, σε κάθε περίπτωση, προαπαιτείται οι διαδοχικές αυτές συμβάσεις να διακρίνονται από χρονική ενότητα μεταξύ τους, δηλαδή, να μη μεσολαβούν πολύμηνα συνήθως χρονικά διαστήματα μεταξύ του χρόνου λήξης της μιάς και του χρόνου έναρξης της ισχύος της αμέσως επόμενης (ΑΠ 1425/2015, ΑΠ 696/2013, ΑΠ79/2013, ΑΠ 1032/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, η οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999 (που δημοσιεύθηκε την 10-7-1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε, να ισχύει από 10-7-2001) έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με την λήψη από τα κράτη μέλη, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής (ρήτρα 5 του παραρτήματος αυτής). Ήδη ο εθνικός νομοθέτης έχει εξειδικεύσει τις συνθήκες αυτές με τα Π.Δ. 81/2003 και 164/2004 από τα οποία το δεύτερο αναφέρεται στους εργαζόμενους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα και των οποίων η ισχύς άρχισε από τη δημοσίευση τους στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 2-4-2003 και 19-7-2004 αντίστοιχα. Με το άρθρο 5 του τελευταίου Π.Δ. ορίζονται τα εξής: “1. Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. 2. Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ’ εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης… 4. Σε κάθε περίπτωση ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του επόμενου άρθρου”. Ως κύρωση για την περίπτωση της κατά παράβαση των παραπάνω διατάξεων καταρτίσεως διαδοχικών συμβάσεων, προβλέφθηκε από το άρθρο 7 του αυτού Π.Δ. η αυτοδίκαιη ακυρότητα τους και η καταβολή στον εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέσθηκαν εξ ολοκλήρου ή έστω κατά ένα μέρος, όσο και αποζημιώσεως, ίσης με το ποσά το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως του, ενώ θεσπίσθηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών. ’Ομως, ενόψει του ότι οι διατάξεις του Π.Δ. 164/2004 άρχισαν να ισχύουν από τις 19-7-2004, με το άρθρο 11 αυτού περιελήφθησαν ως μεταβατικές διατάξεις – ρυθμίσεις, οι οποίες εξασφαλίζουν οπωσδήποτε την ως άνω προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην προαναφερόμενη Οδηγία. Έτσι, με το άρθρο 11 του εν λόγω Π.Δ. ορίζονται τα ακόλουθα: 1 Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: α) Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση”, 2. “Για τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά την προηγούμενη παράγραφο προϋποθέσεων, ο εργαζόμενος υποβάλλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έναρξη της ισχύος του παρόντος, αίτηση προς τον οικείο φορέα, στον οποίο αναφέρει τα στοιχεία αυτά τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών. Αρμόδιο όργανο να κρίνει αιτιολογημένα εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό και όπου δεν υπάρχει το Διοικητικό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κειμένη νομοθεσία …”, 3. “Οι κατά την παρ. 2 κρίσεις των αρμοδίων οργάνων, θετικές ή αρνητικές διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), το οποίο αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από τη διαβίβαση σε αυτό των σχετικών κρίσεων” και 5 του ίδιου άρθρου του ως άνω Π.Δ. “Στις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου συμπεριλαμβάνονται και οι συμβάσεις οι οποίες έχουν λήξει κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος διατάγματος λογιζόμενες ως ενεργές διαδοχικές συμβάσεις ως την έναρξη ισχύος του παρόντος. Συνεπώς εφόσον δεν συντρέχουν οι τιθέμενες ως άνω προϋποθέσεις, μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αόριστης διάρκειας δεν μπορεί να γίνει.  Έτσι, ενόψει αφενός μεν των πιο πάνω συνταγματικών διατάξεων και αφετέρου της κατά τα προεκτεθέντα προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, η οποία δεν επιβάλλει τον χαρακτηρισμό της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, το άρθρο 8 του Ν. 2112/1920 ούτε κατ΄επιταγή της Οδηγίας αυτής έχει εφαρμογή κατά το μεσοδιάστημα από 10-7-2002 μετά τη λήξη της προθεσμίας προσαρμογής και μέχρι την 19-7-2004, έναρξη ισχύος του ΠΔ 164/2004, αλλά και μετά την έναρξη ισχύος του διατάγματος αυτού (Ολ.ΑΠ 20/2007). Αλλά και στις περιπτώσεις που συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της μεταβατικής ισχύος διατάξεως του άρθρου 11 παρ. 1 του ΠΔ 164/2004, η μετατροπή ισχύει, εφόσον οι διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου ήταν ενεργές έως την έναρξη ισχύος του ΠΔ 164/2004 ή κατά το χρονικό διάστημα των τριών τελευταίων μηνών πριν από την έναρξη ισχύος αυτού, όπως από τις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 1 και 5 αυτού προκύπτει. Ανεξάρτητα όμως από την πιο πάνω Οδηγία, στην ελληνική έννομη τάξη η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, με την προσχηματική επιλογή της σύμβασης εργασίας ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπιζόταν με το άρθρο 8§3 ν. 2112/1920 (σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 ΑΚ, 25§§1 και 3 του Συντάγματος), το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα, και ορίζει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, αν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του ίδιου νόμου περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής σύμβασης. Η διάταξη αυτή, ενώ αναφέρεται στην προστασία των εργαζομένων από την μη τήρηση εκ μέρους του εργοδότη των τυπικών όρων που επιβάλλει κατά την απόλυση ο Ν. 2112/1920, αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της μεταγενέστερης ως άνω κοινοτικής Οδηγίας, εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου που καλύπτουν πραγματικά πάγιες και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες της υπηρεσίας, και τούτο διότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης, κατά την προαναφερθείσα έννοια, και δη της σύμβασης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί κατεξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, ανεξάρτητα από τον εκ του νόμου χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου (ΑΕΔ 3/2001, Ολ.ΑΠ 6/2001), χωρίς παράλληλα ο ορθός αυτός νομικός χαρακτηρισμός εκ μέρους του δικαστηρίου, όταν συντρέχουν οι προαναφερθείσες ουσιαστικές προϋποθέσεις των καλυπτομένων αναγκών, να συνιστά ανεπίτρεπτη “μετατροπή” του ισχύοντος νομικού καθεστώτος απασχόλησης από ορισμένου χρόνου σε αόριστου (Ολ.ΑΠ 18/2006). Συνάγεται περαιτέρω από τα προαναφερθέντα ότι επί διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου που καταρτίσθηκαν με το Δημόσιο κλπ. πριν από την έναρξη ισχύος της ως άνω Οδηγίας 1999/70/ΕΚ, των παραγράφων 7 και 8 του άρθ. 103 του Συντάγματος, που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του έτους 2001, ισχύουν από 18-4-2001 (ΦΕΚ Α’ 85/2001) και απαγορεύουν την ακόμη και από το νόμο μονιμοποίηση του προσλαμβανομένου ως άνω προσωπικού ή την μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου ακόμη και σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου και των άρθρων 5 και 11 του ΠΔ 164/2004, που άρχισε να ισχύει από 19-7-2004 και διαγράφει τις προϋποθέσεις μετατροπής των κατά την έναρξη της ισχύος του ενεργών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, συνεχίζονται δε και είναι ενεργές κατά τον χρόνο έναρξης της ισχύος τους και μετά ταύτα και καλύπτουν κατά την φύση τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεν εφαρμόζονται οι ως άνω διατάξεις. Τούτο δε διότι αυτές οι συμβάσεις εργασίας είχαν προσλάβει ήδη κατά τον χρόνο που εκτείνεται η έννομη σχέση και το αντικείμενο της, δηλ. και πριν την έναρξη ισχύος των ως άνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, τον χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, παρά την τυχόν απαγόρευση από το νόμο της σύναψης τους ως τέτοιων (αορίστου χρόνου), τον οποίο διατηρούν και μετά ταύτα, δηλ. και μετά την έναρξη ισχύος των πιο πάνω διατάξεων, ως ενιαίες πλέον συμβάσεις αορίστου χρόνου (Ολ.ΑΠ 13/2017, Ολ.ΑΠ 7/2011, ΑΠ 122/2016, ΑΠ 244/2015 ,ΑΠ 1425/2015, Εφ. Πειρ.263/2016, δημοσιευμένες όλες στην ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ). Αλλά και στις περιπτώσεις που συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της μεταβατικής ισχύος διάταξης του άρθρου 11 παρ. 1 του Π.Δ. 164/2004, η μετατροπή ισχύει, εφόσον η τελευταία από τις διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου ήταν ενεργός κατά την έναρξη ισχύος του Π.Δ. 164/2004 (ήτοι την 19-7-2004) ή κατά το χρονικό διάστημα των τριών τελευταίων μηνών πριν από την έναρξη ισχύος αυτού, όπως από τις διατάξεις του άρθρου 11 παρ. 1 και 5 αυτού προκύπτει (ΑΠ 264/2011). Εξάλλου, στο άρθρο 3 περίπτ. δ` του προαναφερομένου Π.Δ. ορίζεται ότι, για την εφαρμογή του διατάγματος αυτού, ως “σύμβαση” νοείται όχι μόνο η τυπική σύμβαση (δηλαδή η καταρτισθείσα εγκύρως με έγγραφη σύμβαση) αλλά και η απλή σχέση εξαρτημένης εργασίας καθώς και οποιαδήποτε άλλη σύμβαση έργου ή σχέση, υπό την οποία υποκρύπτεται τέτοια σχέση εξαρτημένης εργασίας (Σ.τ.Ε. 2427/2010, ΑΠ 590/2011). Κατά την έννοια των συνδυασμένων διατάξεων των ανωτέρω άρθρων 5 παρ. 1 και 11 παρ. 1 περ. δ` του Π.Δ. 164/2004, οι συμβάσεις, που έχουν καταρτισθεί μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζομένου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, θεωρούνται ως διαδοχικές συμβάσεις, οι οποίες, συντρεχουσών των προϋποθέσεων που προβλέπονται αθροιστικώς στην παράγραφο 1 του ως άνω άρθρου 11, δύνανται, να θεμελιώσουν δικαίωμα μετατροπής τους, εφεξής, σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, μόνον εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. Επομένως, ως αρχική τέτοιων διαδοχικών συμβάσεων, με βάση την οποία ελέγχεται, μεταξύ άλλων, και η συνδρομή των προϋποθέσεων της περιπτώσεως δ` της παραγράφου 1 του ως άνω άρθρου 11 του Π.Δ. 164/2004, θεωρείται η πρώτη από τις αλληλοδιάδοχες συμβάσεις, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών, αφού μόνον με βάση τέτοιες συμβάσεις είναι δυνατή κατ’ αρχήν, με τη συνδρομή και των λοιπών νομίμων προϋποθέσεων, η μετατροπή της σχέσεως εργασίας σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου (Σ.τ.Ε. 634/2010, Σ.τ.Ε. 28/2008, ΑΠ 107/2017, ΑΠ 280/2015 ,ΑΠ 1324/2010 , ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 5-1-2017 και με αρ. κατάθεσης ………/2017 αγωγή τους, οι ενάγουσες εξέθεταν ότι προσλήφθηκαν από το εναγόµενο ΝΠΔΔ (ως πραγµατικό εργοδότη) στις 1-10-2000 και απασχολούνται έκτοτε, σε αυτό, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες του, ως καθηγήτριες φυσικής αγωγής, επί οκτώ ώρες ημερησίως, πέντε ημέρες εβδομαδιαίως, υπό τις εντολές και εποπτεία του εργοδότη τους, µε τις αναφερόµενες στην αγωγή διαδοχικές συµβάσεις εργασίας ορισµένου χρόνου, οι οποίες υπέκρυπταν στην πραγματικότητα και αποτελούν μία ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ζητούσαν δε, ακολούθως, α)να αναγνωριστεί ότι συνδέονται µε το εναγόµενο µε σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου και ότι συνεπώς αυτή είναι ενεργή και μετά τον χρόνο λήξης της, καθώς επίσης β) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους και να καταβάλει τις νόμιμες μηνιαίες αποδοχές τους, απειλουμένης χρηματικής ποινής 50 ευρώ για κάθε ημέρα μη συμμόρφωσής του. Επικουρικά δε, (ζητούσαν) να αναγνωριστεί η ακυρότητα των αναφερόµενων στην αγωγή σιωπηρών καταγγελιών εργασίας, ήτοι κατά τον χρόνο λήξης κάθε σύµβασης εργασίας ορισµένου χρόνου, άλλως να αναγνωριστεί ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις µετατροπής των συµβάσεών τους σε αορίστου χρόνου.

Με την εκκαλουμένη απόφασή του, (υπ΄αρ. 1863/2017) το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, αφού έκρινε την αγωγή παραδεκτή, ορισμένη και νόμιμη, ακολούθως την απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμη.

Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονούνται οι ενάγουσες -ήδη εκκαλούσες, με την κρινόμενη έφεσή τους, για τους λόγους που εκθέτουν σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητούν δε την εξαφάνισή της, ώστε να γίνει δεκτή η ως άνω αγωγή τους.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης ………, …… ….., ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που εμπεριέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση, πρακτικά αυτού, όλων των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, της υπ΄αρ…../17-2-2017 ένορκης βεβαίωσης της µάρτυρα των εναγουσών ……. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Νίκαιας, η οποία λήφθηκε µετά από νόµιµη και εµπρόθεσµη κλήτευση του εναγοµένου (βλ. την υπ’ αριθµ ….. έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιµελητή Πειραιά .. ..), καθώς και της υπ’αρ. …/14-2-2018 ένορκης βεβαίωσης της μάρτυρα ……, που ελήφθη ενώπιον της Ειρηνοδίκη Νίκαιας, κατόπιν επίσης, νόμιμης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του αντιδίκου μέρους, δυνάμει της υπ΄αρ. …. έκθεσης επίδοσης του ως άνω δικαστικού επιμελητή, την οποία παραδεκτά προσκομίζουν οι ενάγουσες για πρώτη φορά ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου (άρθρο 529 παρ.1 ΚΠολΔ), το οποίο δεν κρίνει ότι συντρέχει η περίπτωση της παρ. 2 του ως άνω άρθρου, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά .

Η πρώτη ενάγουσα …… προσλήφθηκε και απασχολήθηκε ως καθηγήτρια φυσικής αγωγής ως εξής . 1) από 1-10-2000 έως 30-6-2001 και από 1- 10-2001 έως 31-7-2002 στη ’’Δηµοτική Επιχείρηση ‘Εργων Πολιτισµού – Ανάπτυξης – Προβολής και Επικοινωνίας Κορυδαλλού (ΔΕΕΠΑΠΕΚ)’’, που εποπτεύεται από το εναγόμενο, δυνάμει σύµβασης εξαρτηµένης εργασίας ορισµένου χρόνου, 2) από 11-9-2002 έως 30- 6-2003 στο ΝΠΔΔ µε την επωνυµία ‘’Αθλητικός Οργανισµός Δήµου Κορυδαλλού΄΄ (εναγόμενο) δυνάμει σύµβασης έργου, 3) από 1-10-2003 έως 30-4-2004, από 1-10-2004 έως 30-6-2005, από 1-10-2005 έως 30-6-2006, από 1-10-2006 έως 30-6-2007, από 1-10-2007 έως 30-6-2008, από 1-10-2008 έως 30-6-2009 και από 1-10-2009 έως 30-6-2010 στην ως άνω Δηµοτική Επιχείρηση (ΔΕΕΠΑΠΕΚ), µε συµβάσεις εργασίας ορισµένου χρόνου, 4) από 1-10-2010 έως  31-7-2011 µε σύµβαση εργασίας ορισµένου χρόνου και από 20-12-2011 έως 31-7-2012 µε σύµβαση έργου στη ‘’Δηµοτική Κοινωφελή Επιχείρηση Κορυδαλλού (ΔΗΚΕΚΟ)’’, όπως μετονομάστηκε το έτος 2010 η παραπάνω δημοτική επιχείρηση (ΔΕΕΠΑΠΕΚ),  5) από 7-10- 2013 έως 30-6-2014 στην επίσης εποπτευόμενη από το εναγόμενο ’’Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση Ανάπτυξη Διαχείριση Προγραµµάτων Αθλητισµού Πολιτισµού και Εκπαίδευσης’’ δυνάμει σύµβασης εργασίας µερικής απασχόλησης, και 6) από 10-10-2014 έως 7-7- 2015, από 11-1-2016 έως 31-7-2016 και από 2-11-2016 έως 30-6-2017 µε συµβάσεις εργασίας ορισµένου χρόνου ωροµίσθιας απασχόλησης στο εναγόµενο.

Η δεύτερη ενάγουσα ……… προσλήφθηκε και απασχολήθηκε επίσης, ως καθηγήτρια φυσικής αγωγής,ως εξής : 1)από 1-10-2000 έως 30-6-2001 και από 1-10-2001 έως 30-6-2002 στη προαναφερθείσα Δηµοτική Επιχείρηση ‘’ΔΕΕΠΑΠΕΚ’’ µε σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας ορισµένου χρόνου, 2) από 16-9-2002 έως 30-6-2003 στην ως άνω Δηµοτική Επιχείρηση , µε σύµβαση έργου, 3) από 13-10-2003 έως 30-6- 2004, από 15-10-2004 έως 20-7-2005, από 5-10-2005 έως 30-6-2006, από 1-3-2007 έως 30-6-2007, από 1-10-2007 έως 30-6-2008, από 1-10-2008 έως 30-6-2009 και από 12-10-2009 έως 30-6-2010 στην ίδια Δηµοτική Επιχείρηση (ΔΕΕΠΑΠΕΚ) δυνάμει συµβάσεων εργασίας ορισµένου χρόνου (ωροµίσθιας ή µερικής απασχόλησης), 4) από 4-10-2010 έως 30-6-2011 µε σύµβαση εργασίας ορισµένου χρόνου ωροµίσθιας απασχόλησης και από 20-12-2011 έως 31-7-2012 µε σύµβαση έργου στην ‘’Δηµοτική Κοινωφελή Επιχείρηση Κορυδαλλού’’ (ΔΗΚΕΚΟ), 5) από 7-10-2013 έως 31-5-2014 στην ’’Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση Ανάπτυξη Διαχείριση Προγραµµάτων Αθλητισµού Πολιτισµού και Εκπαίδευση΄΄, δυνάμει σύµβασης εργασίας µερικής απασχόλησης και 6) από 10-10-2014 έως 7-7-2015, από 11-1-2016 έως 31-7-2016 και από 2-11- 2016 έως 30-6-2017 µε συµβάσεις εργασίας ορισµένου χρόνου ωροµίσθιας απασχόλησης, στο εναγόµενο. Η παραπάνω ΄’Δημοτική Επιχείρηση Έργων Πολιτισµού – Ανάπτυξης – Προβολής και Επικοινωνίας Κορυδαλλού (ΔΕΕΠΑΠΕΚ)΄΄, όπως το έτος 2010 µετονοµάσθηκε, κατά τα προεκτεθέντα, σε ‘’Δημοτική Κοινωφελή Επιχείρηση Κορυδαλλού (ΔΗΚΕΚΟ)’’, είχε αναλάβει για τις περιόδους 2002-2003 έως και 2011-2012 την υλοποίηση των προγραµµάτων άθλησης για λογαριασµό του ‘’Αθλητικού Οργανισµού Δήµου Κορυδαλλού’’, όπως αυτός το έτος 2011 συγχωνεύθηκε (δυνάμει της υπ΄αρ. 85Α/2011 απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου  Κορυδαλλού) µε το ΝΠΔΔ µε την επωνυµία ’’Πνευµατικό Κέντρο Δήµου Κορυδαλλού΄΄, στο νέο ΝΠΔΔ µε την επωνυµία ’’Οργανισµός Άθλησης και Πολιτισµού Δήµου Κορυδαλλού’’ (εναγόµενο). Κατά την περίοδο δε 2013-2014 η υλοποίηση των προγραµµάτων αθλητισµού είχε ανατεθεί στην ’’Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση Ανάπτυξη Διαχείριση Προγραµµάτων Αθλητισµού Πολιτισµού και Εκπαίδευσης΄΄. Πραγµατικός, όμως, εργοδότης των εναγουσών ,όπως ορθά, ως προς το σημείο αυτό, έκρινε και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ήταν το προαναφερόµενο ΝΠΔΔ µε την επωνυµία «Αθλητικός Οργανισµός Δήµου Κορυδαλλού», και ήδη το εναγόµενο ΝΠΔΔ, γεγονός που δεν αναιρείται από την ανάθεση της υλοποίησης των προγραµµάτων αθλητισµού του Δήµου Κορυδαλλού από τον αρµόδιο φορέα αυτού, ήτοι από το εναγόμενο, προς άλλες δηµοτικές επιχειρήσεις του ίδιου Δήµου, που αναφέρθηκαν παραπάνω, οι οποίες τελούσαν υπό τον έλεγχο, συντονισμό και καθοδήγηση του εναγομένου, όπως σαφώς καταθέτει, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, και ο ως άνω μάρτυρας …………., που είναι ……….., υπεύθυνος σε θέματα παιδείας και περιβάλλοντος. Όσον αφορά δε στις προαναφερόµενες ‘’συµβάσεις έργου’’, δυνάμει των οποίων απασχολήθηκαν οι ενάγουσες τις περιόδους 2002-2003 και 2011-2012, κρίνεται από το Δικαστήριο ότι στην πραγματικότητα συνιστούσαν συµβάσεις εξαρτηµένης εργασίας (όπως άλλωστε ήταν όλες οι υπόλοιπες συµβάσεις τους), δεδομένου ότι,  οι ενάγουσες παρείχαν τις υπηρεσίες τους με την ως άνω ειδικότητα, σε καθορισμένο τόπο και χρόνο, με συγκεκριμένο ωράριο, (πρωί και απόγευμα καθημερινά και επί πέντε ημέρες την εβδομάδα), ενώ για την ορθή εκτέλεση της εργασίας τους ελέγχονταν από τα αρμόδια όργανα του εναγομένου, από τα οποία έπαιρναν εντολές και  είχαν την γενική εποπτεία αυτής (εργασίας τους). Ακόμη, τα διάδικα μέρη, με τις συμβάσεις αυτές απέβλεπαν στην εργασία των εναγουσών καθ`εαυτή (άθληση των δημοτών του Δήμου Κορυδαλλού με προγράμματα αεροβικής και ρυθμικής γυμναστικής) και όχι στην επίτευξη συγκεκριμένου τελικού αποτελέσματος.

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, κατά το χρονικό διάστημα των ως άνω διαδοχικών συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας, οι ενάγουσες με την παροχή των παραπάνω υπηρεσιών τους, κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου, γεγονός που, εκτός του ότι επιβεβαιώνεται και από τον ως άνω μάρτυρα –.., αλλά και τα αναφερόμενα από τις μάρτυρες στις ως άνω ένορκες βεβαιώσεις τους, συνάγεται και από το μεγάλο χρονικό διάστημα (πέραν των 17 ετών)  που καλύπτουν οι εν λόγω διαδοχικές συμβάσεις εργασίας των εναγουσών, δεδομένου ότι το μόνιμο και τακτικό προσωπικό του εναγομένου, δεν επαρκούσε προς αντιμετώπιση των αναγκών λειτουργίας του και εκπλήρωση του σκοπού του (άθληση των δημοτών του Δήμου Κορυδαλλού).  Το εναγόμενο δηλ. απασχολούσε τις ενάγουσες από την αρχική πρόσληψη αυτών και καθ` όλη την διάρκεια των, ως άνω, συμβάσεων, κατά την οποία οι ενάγουσες συνέχισαν να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στον τομέα του αθλητισμού στους δημότες του ανωτέρω Δήμου.  Η μόνη διακοπή της εργασίας τους ήταν κατά τους θερινούς 2 ή 3 μήνες, που δεν λειτουργούσαν τα εν λόγω προγράμματα άθλησης –γυμναστικής του Δήμου και δεν μπορεί, εξάλλου, να συναχθεί από το γεγονός αυτό, ούτε βέβαια από το ότι ο αριθμός των αθλουμένων δημοτών δεν ήταν σταθερός, ότι οι ενάγουσες δεν  κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου, όπως εσφαλμένα έκρινε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, καθώς οι υπηρεσίες τους, όπως προεκτέθηκε, είναι αναγκαίες κάθε χρόνο, πλην μόνο της θερινής περιόδου, για 17 συναπτά έτη. Η παραπάνω δε ορισμένη χρονική διάρκεια των συμβάσεων των εναγουσών δεν δικαιολογείτο από τη φύση, το είδος και το σκοπό των παρεχομένων απ` αυτές προαναφερόμενων υπηρεσιών, αλλ` ούτε και από οποιοδήποτε άλλο αντικειμενικό λόγο, όπως είναι η παροδική αναπλήρωση άλλων κωλυομένων συναδέλφων τους γυμναστών ή για την εκτέλεση σωρευμένης ή παροδικού χαρακτήρος εργασίας, αλλ` αντιθέτως τέθηκε από το εναγόμενο σκοπίμως, προς καταστρατήγηση των, περί υποχρεωτικής καταγγελίας των συμβάσεών τους, διατάξεων του ν. 2112/1920, με συνέπεια να καθίσταται άκυρος ο όρος των συμβάσεών τους, ως προς το χρονικό περιορισμό αυτών και το σύνολο των διαδοχικών συμβάσεων να αποτελεί μία ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Δεδομένου, άλλωστε, ότι, όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, από την ως άνω αρχική, την 1-10-2000 πρόσληψη των δύο εναγουσών και μέχρι της 19-7-2004, οπότε άρχισε η ισχύς του π.δ/τος 164/2004,  αυτές είχαν συμπληρώσει με τις ως άνω συναφθείσες διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, συνολικό χρόνο απασχόλησής τους στο εναγόμενο, που υπερέβαινε τους είκοσι τέσσερις (24) μήνες και ότι η τελευταία, πριν την έναρξη της ισχύος του άνω π.δ/τος, σύμβασή ήταν ενεργή κατά το χρόνο έναρξης ισχύος αυτού, αφού ο χρόνος λήξης της είχε καθοριστεί στις 31-7-2004 και περαιτέρω συνέτρεχαν στο πρόσωπό τους και οι λοιπές ως άνω αναφερόµενες, από το άρθρο 11 του εν λόγω π.δ/τος, οριζόμενες προϋποθέσεις, για την αναγνώριση των ως άνω αλλεπάλληλων, µετά του εναγοµένου, συµβάσεών τους, ως ενιαίας σύμβασης εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου, οι προαναφερθείσες διαδοχικές συµβάσεις εργασίας, (που, σημειωτέον , όπως αναφέρθηκε και παραπάνω δεν απείχαν μεταξύ τους πέραν των τριών μηνών), έγιναν µε πρόθεση καταστρατήγησης των διατάξεων του ν. 2112/1920, αποτελούν εξ αρχής µία ενιαία σύµβαση εξαρτηµένης εργασίας αορίστου χρόνου, η οποία δεν λήγει αυτοδικαίως κατά την ηµεροµηνία λήξης της τελευταίας σύμβασης, αλλά εξακολουθεί να υφίσταται και µετά την εν λόγω ηµεροµηνία. Οι επίμαχες δε διαδοχικές σχέσεις εργασίας των εναγουσών, ο χρόνος των οποίων καλύπτει όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, καταρτίστηκαν πριν την 18-4-2001 (ισχύς αναθεωρημένου Συντάγματος), και μπορούσαν να προσλάβουν, ενιαία, κατά το χρόνο που εκτείνεται η ένδικη έννομη σχέση και το αντικείμενό της, το χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, κατ` ορθό νομικό χαρακτηρισμό, εφόσον, από τη φύση τους κάλυπταν μόνιμες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου δήμου, ο δε καθορισμός του είδους των, ως συμβάσεων ορισμένου χρόνου, εξακολουθητικά, δεν δικαιολογείται από τη φύση τους, αλλά τέθηκε ,όπως αναφέρθηκε, προς καταστρατήγηση των δικαιωμάτων των εναγουσών μισθωτών από τη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, κατά κατάχρηση του διευθυντικού δικαιώματος του εναγομένου, να ρυθμίζει τη διάρκεια εργασίας τους . Κι αυτό, ανεξάρτητα από τις προαναφερθείσες ρυθμίσεις της 1999/70 Οδηγίας και των διατάξεων των παρ. 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, (σύμφωνα με τις οποίες οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, που συνάπτονται υπό την ισχύ των εν λόγω διατάξεων με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και όλους τους υπόλοιπους φορείς, που ανήκουν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις, αορίστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες), καθώς οι ρυθμίσεις αυτές δεν έχουν στην προκειμένη περίπτωση εφαρμογή, διότι, όπως εκτέθηκε και στη μείζονα σκέψη, αυτές οι συμβάσεις εργασίας είχαν ξεκινήσει και είχαν προσλάβει ήδη κατά τον χρόνο που εκτείνεται η έννομη σχέση και το αντικείμενο της, δηλ. και πριν την έναρξη ισχύος των ως άνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, τον χαρακτήρα της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου κατ’ ορθό νομικό χαρακτηρισμό, τον οποίο διατηρούν και μετά ταύτα, δηλ. και μετά την έναρξη ισχύος των πιο πάνω διατάξεων, ως ενιαίες πλέον συμβάσεις αορίστου χρόνου.

Κατόπιν τούτων, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που κατέληξε σε διαφορετική κρίση με το παρόν, κι απέρριψε την αγωγή, εσφαλμένα εφάρμοσε το νόμο και κακώς εκτίμησε τις αποδείξεις. Πρέπει λοιπόν, κατά το βάσιμο περί τούτου λόγο της έφεσης, να εξαφανισθεί. Ακολούθως, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη έφεση δεκτή ως βάσιμη και κατ΄ ουσίαν, και αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ΄ ουσίαν, πρέπει να γίνει  δεκτή εν μέρει  η αγωγή, σύμφωνα τα προαναφερθέντα, ως προς την κύρια βάση της, ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι οι ενάγουσες απασχολούνται στον εναγόμενο δυνάμει συμβάσεως εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου με την ως άνω ειδικότητα των καθηγητριών φυσικής αγωγής , οπότε αυτή εξακολουθεί να ισχύει και μετά τον χρόνο λήξης τη με όλες τις συνεπαγόμενες εξ αυτού του λόγου συνέπειες ως προς την παρεχόμενη εργασία τους και τις νόμιμες αποδοχές τους. Όμως, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά στοιχεία αλλά και οι ίδιες  οι ενάγουσες αναφέρουν στην αγωγή τους, το εναγόμενο δεν έχει πάψει να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους, δεν συντρέχει λόγος να υποχρεωθεί το τελευταίο, με την απειλή χρηματικής ποινής, να τις αποδέχεται, απορριπτομένου του σχετικού αγωγικού αιτήματος. Πρέπει, τέλος, τα δικαστικά έξοδα να συμψηφισθούν συνολικά μεταξύ των διαδίκων και για τους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας, διότι, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η ερμηνεία του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (αρθρ.179, 183 ΚΠολΔ).     

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει την έφεση, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση κατά το τυπικό και ουσιαστικό της μέρος.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ΄αρ.1863/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε τη διαφορά των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (εργατικές διαφορές).

Κρατεί την αγωγή.

Δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Αναγνωρίζει ότι οι ενάγουσες απασχολούνται στον εναγόμενο από το χρόνο αρχικής πρόσληψής τους που αναφέρεται στο σκεπτικό, δυνάμει μιας ενιαίας συμβάσεως εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου με την ως άνω ειδικότητα των καθηγητριών φυσικής αγωγής, με όλες τις συνεπαγόμενες εξ΄αυτής συνέπειες ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας τους και τις νόμιμες αποδοχές τους.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας .

 

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του

και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 26  Ιουνίου 2018 , απόντων των

διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

               Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                      H  ΓPAMMATEAΣ