Μενού Κλείσιμο

Αριθμός απόφασης 537/2025

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός  Αποφάσεως    537/2025

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από την Δικαστή Ελένη Μοτσοβολέα, Εφέτη,  που ορίσθηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιως και την Γραμματέα Κ.Σ.

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στον Πειραιά, την  …………, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

Της  εκκαλούσας  : …………… η  οποία  στο ακροατήριο  παρασταθηκε μετα της  πληρεξουσιας  δικηγόρου Μαργαρίτας Πετράκη.

Της  εφεσίβλητης  ………… η οποία έχει τεθεί σε πλήρη  δικαστική συμπαράσταση δυνάμει της υπ’ αριθ. 859/2022 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, ο δικαστικός συμπαραστάτης της οποίας, ………. παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου, Σταυρούλας Δημητριάδη.

Η ενάγουσα και ηδη εφεσιβλητη    άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς    την από 27-9-2016 και με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης ……….//2016 αγωγή της  κατά  της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας και ζήτησε να γίνει δεκτή. Επι  της ως άνω αγωγής  εκδόθηκε ερήμην της εναγομένης  η υπ’ αριθ.  3782/2016 οριστικη  απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, δια της οποιας έγινε δεκτή η αγωγή. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου η εναγομένη με την από 7-12-2018 (αρ. εκθ. κατ. …………../2018)  εφεσή της, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης …………/2023, προσδιορίσθηκε για την δικάσιμο  της 21-9-2023, οποτε δεν εισήχθη προς συζήτηση λόγω  απεργίας των δικαστικων υπαλλήλων και επαναπροσδιορίσθηκε με την με αριθμο 75/2023 Πράξη του Προέδρου του Τριμελούς Συμβουλίου για την δικάσιμο της 15-2-2024, οπότε αναβλήθηκε για την δικάσιμο  που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο.

Κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, κατά την οποία η υπόθεση εκφωνήθηκε νόμιμα με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο,  οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων  αναφέρθηκαν στις έγγραφες  προτάσεις που κατέθεσαν.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με το άρθρο 528 ΚπολΔ (όπως τροποποιήθηκε  με το άρθρο 16 παρ. 4 του Ν. 2915/2001 και εν συνεχεια με το άρθρο 44 του Ν. 3994/2011) «αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από τη διάταξη αυτή σαφώς προκύπτει ότι, παρά την κατάργηση των τεκμηρίων εκ της ερημοδικίας των διαδίκων (παραιτήσεως και ομολογίας της αγωγής) που θέσπιζαν τα άρθρα 271 και 272 ΚΠολΔ, μετά την οποία εξέλιπαν πλέον οι λόγοι για τη χορήγηση αναιτιολόγητης ανακοπής και, κατ` επέκταση, εφέσεως με όμοια αποτελέσματα, εν τούτοις, η ανωτέρω διάταξη διατήρησε ευθέως την έφεση κατά ερήμην αποφάσεων ως υποκατάστατο της αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας. Τούτο, ρητώς ορίζεται στην αιτιολογική έκθεση του νόμου 2915/2001, προκύπτει δε και από την αντιπαραβολή του άρθρου 528  προς τα άρθρα 522 και 535 του ΚΠολΔ. Ειδικότερα : ι) Το άρθρο 522 θεσπίζει το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως, διαγράφοντας τα όρια αυτού. Η ίδια ρύθμιση επαναλαμβάνεται και στο άρθρο 528. Η επανάληψη αυτή θα ήταν άσκοπη και νομοτεχνικά περιττή,  αν πράγματι ο νομοθέτης ήθελε να ρυθμίσει κατά τον ίδιο τρόπο την έφεση κατά των ερήμην και κατά των αντιμωλία εκδιδομένων αποφάσεων. Επειδή όμως τούτο δεν συμβαίνει, δηλαδή  ο νομοθέτης δεν θέλησε να δώσει στο άρθρο 528 λειτουργία διαφορετική από εκείνη που είχε υπό την ισχύ του ν. 2207/1994, η διατύπωσή του παρέμεινε χωρίς καμία ως προς αυτό μεταβολή, υποδεικνύοντας ότι η έφεση, όταν λειτουργεί ως αναιτιολόγητη ανακοπή, δεν συνεπάγεται την εξαφάνιση της πρωτοδίκου αποφάσεως στο σύνολό της, αλλά στην έκταση που προσδιορίζουν τα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος. ιι) Το άρθρο 528 ορίζει ότι «αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλούμενη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους». Και μόνη η ύπαρξη του άρθρου αυτού περιορίζει το κανονιστικό πεδίο του άρθρου 535 επί των κατ` αντιμωλία εκδιδομένων αποφάσεων, ορίζοντας σχετικώς ότι «αν ο λόγος της έφεσης κριθεί βάσιμος, η απόφαση που προσβάλλεται εξαφανίζεται και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο κρατεί την υπόθεση και τη δικάζει κατ` ουσίαν». Η διαφορά στη φραστική διατύπωση των δύο αυτών ομόλογων άρθρων καταδεικνύει ότι την μεν εξαφάνιση της ερήμην αποφάσεως, μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους,  επιφέρει η εμπρόθεσμη και παραδεκτή άσκηση εφέσεως,  χωρίς να απαιτείται ευδοκίμηση του επικαλούμενου λόγου εφέσεως (ΑΠ 579/2018, 1015/2005 Νομος), ενώ την εξαφάνιση της αποφάσεως που εκδόθηκε κατ` αντιμωλία επιφέρει η παραδοχή κάποιου λόγου της ως βασίμου κατ` ουσίαν. Αν  ο νομοθέτης ήθελε πράγματι να ρυθμίσει κατά τρόπο ενιαίο την τύχη του ενδίκου αυτού μέσου, είτε στρέφεται κατ` ερήμην είτε κατ` αντιμωλία αποφάσεως, αν δηλαδή ήθελε η εξαφάνιση της εκκαλουμένης να επέρχεται μόνο μετά την κατ` ουσίαν παραδοχή κάποιου λόγου της  εφέσεως, αρκούσε γι` αυτό η διάταξη του άρθρου 535, ενώ  το άρθρο 528 θα ήταν περιττό. Την ύπαρξή του δε δεν θα δικαιολογούσε ούτε η δυνατότητα που το δεύτερο εδάφιό του παρέχει στον εκκαλούντα για την κατ` εξαίρεση προβολή νέων ισχυρισμών, καθόσον το εδάφιο αυτό ανήκει νομοτεχνικά στο αντικείμενο του άρθρου 527, όπου και όφειλε να ενταχθεί ως τέταρτη εξαίρεση. Η σκόπιμη συνεπώς διατήρηση του άρθρου 528 με δομή  ίδια ουσιαστικά με εκείνη που του είχε προσδώσει ο ν. 2207/1994, υποδηλώνει σαφώς ότι για την εξαφάνιση της πρωτοδίκου αποφάσεως, εφόσον αυτή εκδόθηκε σαν να ήταν παρών ο διάδικος, δεν απαιτείται να ευδοκιμήσει προηγουμένως κάποιος λόγος της εφέσεως, αλλ` αρκεί η τυπική παραδοχή της, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσης αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας (ΑΠ 285/2023, ΑΠ 546/2014 Νόμος, ΑΠ 1015/2005 Νόμος), με αποτέλεσμα η υπόθεση να αναδικάζεται από το εφετείο που μετατρέπεται, στην περίπτωση αυτή, ουσιαστικά, σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 495/2017). Η εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης γίνεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους έφεσης. Και με τη διάταξη αυτή εφαρμόζεται η καθιερούμενη από το άρθρο 106ΚΠολΔ γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, την οποία αρχή ρυθμίζει ειδικά η διάταξη του άρθρου 522ΚΠολΔ. Έτσι, στην περίπτωση που ο διάδικος ο οποίος δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, διατυπώνει με την έφεσή του παράπονα για την κρίση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της αγωγής, το εφετείο, εφόσον η έφεση είναι τυπικά παραδεκτή, εξαφανίζει την απόφαση χωρίς ανάγκη να γίνει δεκτός, ως βάσιμος κατ’ ουσίαν, κάποιος λόγος της έφεσης. Όμως, η εξαφάνιση της απόφασης οριοθετείται από το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης, όπως αυτό προσδιορίζεται από τα παράπονα που διατυπώνονται με την έφεση ή τους πρόσθετους λόγους έφεσης του εκκαλούντος, ή την αυτοτελή έφεση ή αντέφεση του εφεσίβλητου και των ισχυρισμών που ο τελευταίος προβάλλει, ως υπεράσπιση, κατά των λόγων της έφεσης, σύμφωνα με το άρθρο 527 αρ. 1ΚΠολΔ, καθώς και εκείνων των ζητημάτων, η έρευνα των οποίων προηγείται, ως αναγκαίο προαπαιτούμενο για να ληφθεί απόφαση σχετικά με τα παράπονα της έφεσης και τα οποία κατά νόμο εξετάζει αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο, όπως είναι το ορισμένο ή η νομική βασιμότητα της αγωγής (ΑΠ 579/2018 Νόμος).  Αν, επομένως, ο εκκαλών αρνηθεί τους αγωγικούςισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανιστεί ως προς όλες της τις διατάξεις της (Σ. Σαμουήλ “Η Έφεση” Ε`, έκδοση ΣΤ, § 1146),  χωρίς να απαιτείται να γίνει προηγουμένως δεκτός κάποιος λόγος έφεσης και η υπόθεση συζητείται εκ νέου στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, στο οποίο ο εκκαλών- εναγόμενος  μπορεί να προβάλει  όλους τους πραγματικούς  ισχυρισμούς, που θα μπορούσε να είχε  προτείνει στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αν είχε παραστεί (ΑΠ 230/2020, 579/2018, 11/2016 δημ. Νόμος).  Κατά δε το άρθρο 524 παρ. 2 του ιδίου Κώδικα, « η προφορική συζήτηση είναι υποχρεωτική μόνο στην περίπτωση του άρθρου  528. Η κατάθεση των προτάσεων και της προσθήκης σε αυτές  γίνεται στις προσθεσμίες του εδαφίου β της παραγράφου 1». Πράγματι στην περίπτωση αυτή, εφόσον η έφεση εξακολουθεί να λειτουργεί ως υποκατάστατο της καταργημένης αναιτιολόγητης ανακοπής  ερημοδικίας, επιφέρει – χωρίς έρευνα των λόγων της- την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, ανεξάρτητα πλέον από το είδος της διαδικασίας, και την εκδίκαση της υπόθεσης από το Εφετείο. Έτσι αυτό μετατρέπεται, στην περίπτωση αυτή,  ουσιαστικά σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 11/2016, ΑΠ 1015/2005 ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση η υπό κρίση έφεση κατά της  υπ’ αριθ. 3187/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε  κατά την  τακτική διαδικασία,    ερήμην της εναγομένης και ηδη εκκαλούσας και δέχθηκε  την  από 27-9-2016 και με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης …………..//2016 αγωγή της εφεσιβλητης κατ’ ουσίαν,  με εφαρμογή του τεκμηρίου ερημοδικίας κατ’ άρθρο 271 παρ. 3 του ΚΠολΔ,  έχει ασκηθεί νομοτύπως  και εμπροθέσμως (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517,  518  ΚΠολΔ), αφού η εκκαλουμένη επιδόθηκε στις 7-11-2018 και η έφεση  κατατέθηκε στις 7-12-2018, αρμοδίως δε φέρεται  προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ) και για το παραδεκτό της  έχει καταβληθει  και το νόμιμο παράβολο  σύμφωνα με την παράγραφο 3 εδ. 3 του άρθρου  495  του ΚΠολΔ.Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή, να εξαφανισθεί  η εκκαλουμένη στο σύνολό της, σύμφωνα  με τα προεκτεθέντα  στην άνω νομική σκέψη,  εφόσον με την υπό κρίση έφεση η εκκαλούσα  παραπονείται για  εσφαλμένη εφαρμογή του  νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων αρνούμενη την ιστορική βάση της αγωγής, επιδιώκοντας την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και την απόρριψη της αγωγής,  να διακρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο αυτό και να ερευνηθεί περαιτέρω η αγωγη της εφεσίβλητης ως προς το νόμω και ουσία  βασιμο αυτής  κατά την αυτή ως άνω  διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση (524 παρ.1, 532, 533 παρ. 1, 535 παρ. 1, 528ΚΠολΔΚΠολΔ), ενώ, τέλος, το παράβολο  που η εκκαλούσα προκατέβαλε  κατά την κατάθεση της εφέσεώς της, πρέπει να αποδοθεί σε αυτήν  ( άρθρο 495 παρ. 3 εδ. 3 ΚΠολΔ).

Με την  από 27-9-2016 (με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης …………./2016) αγωγή, η ενάγουσα εξέθετε  ότι  δυνάμει του από 19-10-2015 ιδιωτικού συμφωνητικού  που συνήψε στον Πειραιά Αττικής με την εναγομένη, η τελευταία αναγνώρισε την οφειλή της προς αυτήν ύψους 139.837,00 ευρώ. Ότι επιπλέον η εναγομένη συμφώνησε να καταβάλει  το ποσό αυτό στην ενάγουσα εντός πέντε ημερών από την  υπογραφή του ανωτέρω συμφωνητικού, ήτοι το αργότερο έως την 24η Οκτωβρίου 2015 με κατάθεση στον υπ’ αριθ. …………. λογαριασμό που τηρεί η ενάγουσα στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Ότι ρητώς συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση μη καταβολής του ως άνω ποσού εντός της προαναφερόμενης προθεσμίας το χρέος αυτό καθίσταται ληξιπρόθεσμο και απαιτητό στο σύνολό του. Ότι  οι συμβαλλόμενοι  παραιτήθηκαν από κάθε δικαίωμά τους να διαρρήξουν η να προσβάλλουν το συμφωνητικό αυτό για οποιοδηποτε ουσιαστικό ή τυπικό λόγο και αιτία, ακόμη και για τους προερχόμενους από τα άρθρα 178, 179 και 388 ΑΚ. Ότι η εναγομένη μετά την παρέλευση της άνω ημεροχρονολογίας δεν εξόφλησε την αναγνωρισθείσα προς την ενάγουσα οφειλή της  και παρά τις επανειλημμένες  προς τούτο οχλήσεις  προς αυτήν δεν το έχει εισέτι πράξει. Με βάση το ιστορικό αυτό,  ζητούσε να υποχρεωθεί  η εναγομενη   να καταβάλει σε αυτήν,  το ως άνω οφειλόμενο  ποσό των 139.837,00 ευρώ,  νομιμοτόκως από την επομένη  της ημέρας κατά την οποία αυτό κατέστη ληξιπρόθεσμο, ήτοι από 25-10-2015 μέχρις εξοφλήσεως. Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη ερειδόμενη επί των διατάξεων  των άρθρων 340, 341, 345, 361, 873 επ. ΑΚ και πρεπει να ερευνηθεί κατ’ ουσίαν.

Κατά το άρθρο 460 ΚΠολΔ κάθε έγγραφο μπορεί να προσβληθεί ως πλαστό, τα ιδιωτικά και όταν με παραβολή προς άλλα αποδείχθηκαν γνήσια. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 461 ΚΠολΔ, αν η πλαστογραφία αποδίδεται σε ορισμένο πρόσωπο, μπορεί να προταθεί σε οποιαδήποτε στάση της δίκης με κύρια ή παρεμπίπτουσα αγωγή ή με τις προτάσεις, όπως και με τους τρόπους που προβλέπει ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας. Επίσης,  κατά την διάταξη του άρθρου 463 του αυτού Κώδικα “όποιος προβάλλει ισχυρισμούς για την πλαστότητα εγγράφου είναι ταυτόχρονα υποχρεωμένος να προσκομίσει τα έγγραφα που αποδεικνύουν την πλαστότητα και να αναφέρει ονομαστικά τους μάρτυρες και τα άλλα αποδεικτικά μέσα, αλλιώς οι ισχυρισμοί του είναι απαράδεκτοι”. Η τελευταία αυτή διάταξη είναι ενταγμένη στο κεφάλαιο της αποδείξεως και συνιστά, ενόψει της θέσεως της, κανόνα της αποδεικτικής μόνον διαδικασίας, ο εισαγόμενος δε με αυτή περιορισμός τείνει στην ανατροπή της στρεψοδικίας και της παρελκύσεως της εκκρεμούς δίκης (Ολ. ΑΠ 23/1999). Eνόψει τούτων, η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 463 Κ.Πολ.Δ αναφέρεται είτε σε δημόσια είτε σε ιδιωτικά έγγραφα, είτε αυτά προσκομίζονται προς άμεση είτε προς έμμεση απόδειξη, αρκεί ο ισχυρισμός περί πλαστότητας να προβάλλεται κατ` ένσταση ή με παρεμπίπτουσα αγωγή. Ο κατ` ένσταση δε προβαλλόμενος ισχυρισμός, χωρίς την προσκομιδή των αποδεικτικών της πλαστότητας εγγράφων και την αναφορά του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η πλαστογραφία (αρ. 461), των μαρτύρων και των άλλων αποδεικτικών μέσων, είναι απαράδεκτος (ΑΠ 401/2019, ΑΠ 2247/2014, ΑΠ 914/2014 ΝΟΜΟΣ). Για την παραδεκτή δε προβολή του σχετικού περί πλαστότητας ισχυρισμού απαιτείται η κατ’ άρθρο 98 περ. β’ ΚΠολΔ ειδική πληρεξουσιότητα προς τον υπογράφοντα το δικόγραφο ή προβάλλοντα την ένσταση δικηγόρο είτε εκ των προτέρων είτε με επιγενόμενη των ενεργειών του έγκριση, η οποία συνάγεται και από την αυτοπρόσωπη παράσταση του διαδίκου στο ακροατήριο και τον διορισμό πληρεξούσιου δικηγόρου προς εκπροσώπησή του, που λειτουργεί αναδρομικά, εκτός αν κατά του προσώπου στο οποίο αποδίδεται η πλαστογραφία έχει υποβληθεί αρμοδίως σχετική μήνυση, οπότε δεν απαιτείται να υπάρχει η ανωτέρω ειδική πληρεξουσιότητα. Τέτοια ειδική πληρεξουσιότητα ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων πάντοτε υπάρχει, αν για την πλαστογραφία έχει ήδη υποβληθεί μήνυση, κατά την δια του άρθρου 461 εδαφ. τελευταίο ΚΠολΔ ρητή παραπομπή στις αντίστοιχες διατάξεις του ΚΠΔ, με την οποία παραπομπή εξισώνεται  η προβολή του ισχυρισμού πλαστότητας, στην πολιτική δίκη με καταμήνυση (ΑΠ 1787/2014, ΑΠ 291/2002, ΕφΑθ 1540/2025 ΝΟΜΟΣ).

Η εναγομένη με  τις προτάσεις της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου  ισχυρίσθηκε ότι το από 19.10.2015 ιδιωτικό συμφωνητικό  είναι πλαστό κατά το περιεχόμενό του και την υπογραφή που φέρεται ότι τέθηκε από αυτήν, της πλαστότητάς του συνισταμένης στην χωρίς τη θέλησή της και εν αγνοία της κατάρτιση αυτού εξ αρχής  από την  εναγουσα,  την οποία κατονόμασε ως πλαστογράφο. Παράλληλα για την απόδειξη του περί πλαστότητας ισχυρισμού της πρότεινε αποδεικτικά έγγραφα και  συγκεκριμένα την με αριθμό ………… μήνυσή της κατά της εναγουσας ενώπιον του Εισαγγελέα Πειραιά για τα αδικήματα της απάτης και  της πλαστογραφίας μετά χρήσεως, το υπ’ αριθ. 222/2023 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς, την από 27.6.2022 εκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης της ειδικής δικαστικής γραφολόγου ……….. που διενεργήθηκε στα πλαίσια της κυρίας ανακρίσεως, κατονόμασε δε ως μάρτυρες τους …………  των οποίων προσκόμισε τις  υπ’ αριθ. …./20.3.2019 και ……/20.3.2029  ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά. Ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος παραδεκτά προτάθηκε και είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις που προαναφέρθηκαν  πρέπει να ελεγχθεί ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα.

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 250 του ΚΠολΔ “Αν είναι εκκρεμής ποινική αγωγή που επηρεάζει τη διάγνωση της διαφοράς, το δικαστήριο μπορεί, αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου, να διατάξει την αναβολή της συζήτησης εωσότου περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία”. Από την ανωτέρω διάταξη σαφώς προκύπτει ότι η αναβολή της συζήτησης για τον λόγο αυτό απόκειται στη διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου.  (ΑΠ 855/2022  ΑΠ 444/2016  ΝΟΜΟΣ). Με τη διάταξη αυτή, χωρίς να θεσμοθετείται υποχρέωση, παρέχεται η δυνατότητα στο Δικαστήριο και στην κατ’ έφεση δίκη να αναβάλει με απόφασή του τη συζήτηση της υπόθεσης, αυτεπαγγέλτως ή μετά από αίτηση διαδίκου, μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η ποινική δίκη η οποία επηρεάζει, κατά οποιοδήποτε τρόπο, τη διάγνωση της αστικής διαφοράς (ΕφΠειρ 51/2023, ΕφΠειρ 401/2016 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 462 ΚΠολΔ «Αν δημιουργούνται σοβαρες υπόνοιες πλαστογραφίας εναντίον ορισμένου προσώπου, το δικαστήριο μπορεί, εφόσον το έγγραφο που προσβάλλεται ως πλαστό είναι  κατά την κρίση του ουσιώδες για την διάγνωση της υπόθεσης, είτε να αναβάλει τη δικη έως το τέλος της ποινικής δίκης, είτε να διατάξει αποδείξεις για την πλαστότητα».

Στην προκειμένη περίπτωση, από τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα αποδεικνύεται  ότι η εναγομένη έχει υποβάλει ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πειραιώς την προσκομιζόμενη με αριθμό ………….. μήνυσή της κατά της εναγουσας,   για τα αδίκηματα της κακουργηματικής απάτης και της κακουργηματικής πλαστογραφίας  μετά χρήσεως, και ακολούθως ασκήθηκε σε βάρος της τελευταίας ποινική δίωξη για τα ως άνω αδικήματα ήτοι α) της πλαστογραγίας μετά χρήσεως με σκοπούμενο όφελος και αντίστοιχη ζημία άνω των 120.000 ευρώ και β) της απάτης στο Δικαστήριο με σκοπούμενο όφελος και αντίστοιχη ζημία άνω των 120.000 ευρώ. Μετά την περάτωση της  κυρίας ανακρίσεως εξεδόθη   το υπ’ αριθ. 222/2023 βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Πειραιώς το οποιο απεφάνθη να μην γίνει κατηγορία για την αξιοποινη πράξη της απάτης, ενώ παρεπεμψε την εναγουσα  ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων για την αξιόποινη πράξη της κακουργηματικής πλαστογραφίας μετά χρήσεως  με σκοπούμενο όφελος  άνω των 120.000,00 ευρώ με την κατηγορία ότι η ενάγουσα (εκεί κατηγορουμένη)  συνέταξε το εξ ολοκλήρου πλαστό από 19.10.2015 ιδιωτικό συμφωνητικό, με το οποίο δήθεν η εναγομενη (εκεί εγκαλούσα) αναγνώρισε οφειλή της προς την ίδια  (ενάγουσα), ύψους 139.837 ευρώ, ποσό που  τάχα θα κατέβαλε η εναγομένη έως τις 25.10.2015 σε  υποδειχθέντα από αυτήν  τραπεζικό λογαριασμό, πλαστογραφώντας και την  υπογραφή της (εναγομένης), με σκοπό να παραπλανήσει με την χρήση του  ως προς το περιεχόμενο του συμφωνητικού και την γνησιότητα της υπογραφής  τον αρμόδιο Δικαστή, προκειμένου να γίνει δεκτή η από 27.9.2016 αγωγή της ενάγουσας  με σκοπο να προσπορίσει  στον εαυτό της παράνομο περιουσιακό όφελος  συνολικού ύψους 139.837 ευρώ και ότι ακολούθως έκανε χρήση του προρρηθέντος πλαστού εγγράφου πρσοκομίζοντάς το ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά  προς απόδειξη της αγωγής της, μετά την συζήτηση της οποιας εξεδόθη ερήμην της εναγομένης η εκκαλουμένη (3187/2017) δια της οποίας έγινε δεκτή η αγωγή λόγω του τεκμηρίου ερημοδικίας. Η συζήτηση της υπόθεσης είχε προσδιορισθεί αρχικως για την δικάσιμο της 16.4.2023, οποτε ανεβλήθη για την δικάσιμο της 18/11/2025. Επομένως καθίσταται προφανές ότι η εκκρεμής αυτή ποινική δίκη επηρεάζει ουσιωδώς τη διάγνωση της ένδικης διαφοράς, αφού η προβαλλόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ένσταση πλαστότητας του επίμαχου ιδιωτικού συμφωνητικού, στηρίζεται στα αυτά πραγματικά περιστατικά  (ίδιο βιοτικό συμβάν), στα οποία θεμελιώνεται και το αφορών τη μήνυση αδικημα και δη το αδίκημα της πλαστογραφίας. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, ενόψει του ότι το έγγραφο που προσβάλλεται ως πλαστό είναι  κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου  ουσιώδες για την διάγνωση της υπόθεσης πρέπει κατ’ αποδοχήν και του σχετικού αιτήματος της ενάγουσας, να αναβληθεί η συζήτηση της υπόθεσης μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της ανωτέρω ποινικής διαδικασίας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 250 του ΚΠολΔ, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται, διότι η παρούσα απόφαση είναι μη οριστική (βλ. ΕφΑθ 458/2019 ΝΟΜΟΣ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 3187/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 27-9-2016 και με αριθμό έκθεσης  κατάθεσης ………….//2016 αγωγή.

Διατάσσει την αναβολή της συζήτησης της υπόθεσης μέχρι να περατωθεί αμετάκλητα η ποινική διαδικασία επί της από 12-4-2019 με αριθμό ΑΒΜ :…………. έγκλησης της εναγομένης  κατά της εναγουσας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις   26.8.2025, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ