ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
4ο τμήμα
Αριθμός απόφασης : 527/ 2025
ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ
(4ο τμήμα)
Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Θεώνη Μπούρη, Πρόεδρο Εφετών, Νικόλαο Κουτρούμπα Εφέτη, Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη -Εισηγητή και από τη Γραμματέα Κ.Σ.
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις …………, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:
ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ : …………., κατοίκου πόλης …………….. η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιό της Δικηγόρο Γεώργιο Χλωρό.
ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ : ………….. ως καθολικής διαδόχου του αρχικώς ενάγοντος …………., κατοίκου εν ζωή ………. (…………….), η οποία παραστάθηκε μετά της πληρεξουσίας της Δικηγόρου Βαΐας Στεργιοπούλου.
Ο αρχικός ενάγων ………… άσκησε στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς την από 25/1/2010 και υπ’ αριθμ. καταθ. ………../2010 αγωγή. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις με αρ. 5044/2014 μη οριστική και η με αρ. 2324/2003 οριστική απόφαση κατόπιν της από 6.7.2022 και με αρ. καταθ. ………../2022 κλήσης της καθολικής διαδόχου αυτού-εφεσίβλητης. Κατά της απόφασης αυτής η εκκαλούσα – εναγόμενη άσκησε την από 13.11.2023 και με αρ. καταθ. ……………./2023 έφεσή της, η συζήτηση της οποίας ορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.
Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, αφού αυτή εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι πληρεξούσιο Δικηγόροι των διαδίκων της εκκαλούσας αναφέρθηκε στις προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Η από 13.11.2023 και με αρ. καταθ. …………/2023 έφεση της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας κατά της με αρ. αριθ. 2423/2023 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα, δεδομένου ότι δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 511, 513 παρ. 1β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ), ενώ, επίσης, έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (βλ. το με αρ. …………… e – παράβολο, το οποίο εξοφλήθηκε). Πρέπει, επομένως, η έφεση αυτή να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
Ο αρχικός ενάγων …………… με την από 25/1/2010 και υπ’ αριθμ. καταθ. …………../2010 αγωγή του στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιά ζήτησε να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της 4.12.2005 διαθήκης, που φέρεται ότι συνέταξε ο ……………, που απεβίωσε στις 18-12-2006 στην …. Αττικής, κάτοικος εν ζωή ….. Η αγωγή αυτή συνεκδικάσθηκε με την από 14-1-2013 (με αρ. καταθ. …./2013) αγωγή της εναγόμενης κατά του ……….., επί των οποίων εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 5044/2014 απόφαση του άνω Δικαστηρίου, η οποία απέρριψε την από 14-1-2013 και με αρ.καταθ. …/2013 αγωγή ως απαράδεκτη και διέταξε επανάληψη συζητήσεως, ως προς την από 25/1/2010 και υπ’ αριθμ. καταθ. ……/2010 αγωγή, προκειμένου να διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη. Μετά τη διενέργεια αυτής εκδόθηκε η εκκαλούμενη με αρ. 2324/2023 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία δέχθηκε την αγωγή και αναγνώρισε την ακυρότητα της επίδικης διαθήκης. Κατά της τελευταίας απόφασης παραπονείται η εκκαλούσα – εναγόμενη, για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση κι ερμηνεία του νόμου κι εκτίμηση των αποδείξεων.
Από τη διάταξη του άρθρου 516 παρ.1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με αυτή του άρθρου 246 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι δικαίωμα ασκήσεως ενδίκου μέσου κατά της αποφάσεως που εκδόθηκε επί υποθέσεων που συνεκδικάσθηκαν, έχει κάθε διάδικος κάθε μίας από τις αυτοτελείς συνεκδικαζόμενες δίκες, ο οποίος οφείλει να απευθύνει αυτό κατά του αντιδίκου του στην ίδια αυτοτελή δίκη και όχι κατά των διαδίκων των άλλων συνεκδικαζομένων δικών, η δε απόφαση που περατώνει οριστικά τη δίκη ως προς μία από τις ως άνω αγωγές υπόκειται αυτοτελώς σε ένδικα μέσα (ΑΠ 323/2016, ΑΠ 1355/2004, ΕφΑθ 8662/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στην προκείμενη περίπτωση η εκκαλούσα στον πρώτο λόγο της έφεσής της ισχυρίζεται ότι το Δικαστήριο στην εκκαλούμενη απόφαση προχώρησε την έκδοση οριστικής απόφασης χωρίς να λάβει υπόψη του ότι με την με αρ. 5044/2014 απόφαση του άνω Δικαστηρίου είχε απορριφθεί η από 14-1-2013 και με αρ. καταθ. …./2013 αγωγή της ιδίας, κατά της οποίας δεν μπορούσε να ασκήσει έφεση. Όμως είναι άξιο μνείας ότι η από 14-1-2013 και με αρ.εκθ.κατ: ..…/2013 αγωγή της ……….. (της εδώ εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας) είχε ως αίτημα την ακύρωση της με αρ. ………/22.7.2002 πράξης ανάκλησης της συμβολαιογράφου Ύδρας ………, της με αρ. ……/20.5.2002 δημόσιας διαθήκης του ιδίου θανόντος ενώπιον της ιδίας συμβολαιογράφου, και συνεπώς δεν τελούσε σε θέση ουσιαστικής εξάρτησης με την παρούσα δίκη, που είχε αντικείμενο την αναγνώριση της ακυρότητας της από 4.12.2005 μεταγενέστερης ιδιόγραφης διαθήκης. Η με αρ. 5044/2014 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, αφού συνεκδίκασε τις άνω αγωγές απέρριψε την από 14-1-2013 και με αρ. καταθ …./2013 αγωγή, ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος και παθητικής νομιμοποίησης, ώστε ήταν οριστική ως προς αυτή, κατά της οποίας η ενάγουσα ………… μπορούσε αυτοτελώς να ασκήσει έφεση. Επομένως η εκκαλούμενη, με αρ. …………../2023 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ορθώς δεν ασχολήθηκε με την ως άνω αγωγή και προχώρησε μετά τη διεξαγωγή της πραγματογνωμοσύνης, που είχε διατάξει επί της παρούσας αγωγής η με αρ. 5044/2014 (μη οριστική ως προς αυτήν) απόφαση, σε έκδοση οριστικής απόφασης. Συνεπώς ο πρώτος λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.
Η εκκαλούσα με τον δεύτερο λόγο της έφεσής της αμφισβητεί την ιδιότητα της καλούσας …………. ως κληρονόμου τoυ αρχικού ενάγοντος …………, επικαλούμενη ότι δεν έχουν προσκομισθεί τα απαραίτητα δικαιολογητικά. Από τα προσκομιζόμενα έγγραφα προκύπτει ότι ……………, απεβίωσε στις 19.10.2019 (βλ. την με αρ. ………../2019 ληξιαρχική πράξη θανάτου του ληξιάρχου Νίκαιας). Ο τελευταίος κατά τον χρόνο του θανάτου του, ήταν παντρεμένος με τη ………………, χωρίς να αφήσει τέκνα, οι δε γονείς και τα αδέρφια του ………… και …………. είχαν προαποβιώσει αυτού (βλ. το υπ’αριθ. …………./17-5-2021 πιστοποιητικό εγγυτέρων συγγενών του ………., εκδοθέν από το γραφείο δημοτικής κατάστασης του δήμου Ηλιούπολης Αττικής). Με την υπ’αριθμ. …../20-9-2017 δημόσια διαθήκη του, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά …………., που δημοσιεύθηκε νόμιμα με το υπ’αριθμ. 541/24-6-2020 πρακτικό του Ειρηνοδικείου Πειραιά κατέλιπε όλη την κινητή περιουσία του στην ανηψιά του και ήδη καλούσα ……….-καταπιστευματοδόχο, μετά τον θάνατο της συζύγου του, ……….. (καταπιστευματοδόχος η πρώτη και βεβαρημένη με καταπίστευμα η δεύτερη), ενώ άλλη διαθήκη του ανωτέρω δεν έχει δημοσιευθεί (βλ. τα με αρ. πιστοποιητικά ……/2022 και …./2022 πιστοποιητικά του Ειρηνοδικείου Πειραιά και Πρωτοδικείου Αθηνών, αντίστοιχα). Η σύζυγός του …………. απεβίωσε στις 3-2-2021 στο νοσοκομειακό ίδρυμα «………..» στο Χαϊδάρι Αττικής (βλ. την υπ’αριθμ. …../1/2021 ληξιαρχική πράξη θανάτου του ληξιαρχείου της Δ.Ε. Δραπετσώνας Αττικής), ώστε η καλούσα ανηψιά του υπεισήλθε αυτοδικαίως, ως καθολική διάδοχος, στην ακίνητη περιουσία του κληρονομούμενου θείου της (………..). Η τελευταία δεν έχει αποποιηθεί την κληρονομία του ανωτέρω, ούτε έχει κατατεθεί αγωγή από πλευράς της με αντικείμενο την αμφισβήτηση του κληρονομικού δικαιώματος (βλ. τα με αρ. ………./9.8.2022 και ……./8.11.2022 πιστοποιητικά του Ειρηνοδικείου Πειραιά), ώστε έχει πλέον καταστεί πλέον οριστική κληρονόμος αυτού. Ορθώς επομένως η ήδη καλούσα …………, ως διάδικος υπέρ της οποίας επήλθε η διακοπή της δίκης, γνωστοποίησε το λόγο της διακοπής (θάνατο του αρχικού ενάγοντος) και προέβη σε εκούσια επανάληψης της δίκης με την από 13.11.2023 και με αρ. καταθ. …………/2023 κλήση της, χωρίς να απαιτείται από πλευράς της και η σύνταξη συμβολαιογραφικής αποδοχής κληρονομίας του θανόντος, δεδομένου ότι ο κληρονόμος δεν ασκεί αυτοτελές δικό του δικαίωμα, αλλά απλώς επαναλαμβάνει τη δίκη, που διακόπηκε και τη συνεχίζει με την ιδιότητα της κληρονόμου του θανόντος (ΑΠ 1612/2023, Α.Π. 171/2017, ΑΠ 1106/1988, ΕλλΔ/νη 1991, 327, Μακρίδου σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ, τόμος I, υπ’ άρθρο 290, σ. 582), ) Συνακόλουθα o άνω λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Από τις διατάξεις των άρθρων 1718, 1721 παρ. 1 εδ. α΄ και 180 του ΑΚ συνάγεται ότι η ιδιόγραφη διαθήκη, η οποία δεν έχει γραφεί ολόκληρη, χρονολογηθεί και υπογραφεί με το χέρι του διαθέτη, αλλά με το χέρι άλλου προσώπου, είναι άκυρη (ΑΠ 181 /2024, ΑΠ 708/2015, ΑΠ 1912/2014, ΑΠ 609/2014, ΑΠ 1336/2009 TNΠ ΝΟΜΟΣ). Από την ερμηνεία των ίδιων διατάξεων προκύπτει ότι παρεμβολές που έγιναν από τρίτους μέσα στο κείμενο της ιδιόγραφης διαθήκης με τη συναίνεση του διαθέτη, είτε κατά την κατάρτισή της είτε μετά από αυτήν, επιφέρουν ακυρότητα της όλης διαθήκης, αφού η τελευταία παύει να είναι γραμμένη «καθ’ ολοκληρίαν», με το χέρι του διαθέτη. Αντίθετα, αν η προσθήκη ή παρεμβολή είναι έξω από το κείμενο της διαθήκης ή σε κάθε περίπτωση αν αυτή έγινε «εν αγνοία» του διαθέτη, τότε δεν επηρεάζει το κύρος της διαθήκης και απλώς δεν λαμβάνεται υπόψη (ΑΠ 405/2018, AΠ 1336/2009, ΕφΛαρ 109/2019, ΕφΛαρ 683/2002 ΕφΠειρ 850/1995 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 6530/1990 ΕλλΔνη 1991.1650, Μπαλής Κληρονομικό Δίκαιο ). Την ακυρότητα αυτής μπορεί να προτείνει καθένας, που έχει άμεσο έννομο συμφέρον, όπως οι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του διαθέτη, στους οποίους, λόγω της ακυρότητας της διαθήκης, περιέρχεται η κληρονομία του και η σχετική αγωγή στρέφεται κατά των τετιμημένων με αυτή (ΑΠ 1337/2021, ΑΠ 195/2017, ΑΠ 708/2015, ΑΠ 103/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 729/2011, ΑΠ 1063/2006, ΕφΠειρ 409/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Παπαδόπουλος Αγωγές Κληρονομικού Δικαίου τόμος Ι 1995. Σ. 235). Ο επικαλούμενος τη διαθήκη δεν αρκεί να αποδείξει τη γνησιότητα της υπογραφής σ΄ αυτή, αλλά πρέπει να αποδείξει ότι και όλο το περιεχόμενο γράφτηκε ιδιοχείρως από τον διαθέτη. Η κήρυξη ως κυρίας της ιδιόγραφης διαθήκης δεν παράγει τεκμήριο γνησιότητας υπέρ εκείνου που την επικαλείται. Τότε μόνο αποτελεί τεκμήριο, μέχρις ανταποδείξεως, όταν από τη δημοσίευση της διαθήκης παρήλθε πενταετία, χωρίς στο μεταξύ να αμφισβητηθεί η γνησιότητα της διαθήκης σε δίκη μεταξύ κάποιου από αυτούς που αντλούν δικαιώματα απ΄ αυτή και κάποιου από αυτούς που βλάπτονται από την ύπαρξή της (άρθρο 1777 του ΑΚ, ΑΠ 707/2015 ΕφΠειρ 409/2018, ΕφΔωδ 1/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Το νόημα του μαχητού αυτού τεκμηρίου γνησιότητας συνίσταται στην ανατροπή του βάρους απόδειξης, δηλαδή, ενώ μέχρι τη συμπλήρωση της πενταετίας όποιος επικαλείται τη γνησιότητα της διαθήκης βαρύνεται και με την απόδειξή της, μετά την πάροδο της πενταετίας ανατρέπεται το βάρος της απόδειξης και αυτός που αμφισβητεί το κύρος της διαθήκης βαρύνεται να αποδείξει την έλλειψη γνησιότητας (ΑΠ 1595/2006, ΑΠ 1377/2006 ΝΟΜΟΣ). Τα ίδια ισχύουν και στην περίπτωση της αρνητικής αναγνωριστικής αγωγής για ακυρότητα της διαθήκης, λόγω της μη ιδιόχειρης γραφής και υπογραφής αυτής, όπου αρκεί μόνο η με την αγωγή αντιτασσόμενη γενική άρνηση του ενάγοντος κατά του προβαλλομένου, από τη διαθήκη, δικαιώματος του εναγόμενου. Στην περίπτωση, δηλαδή, αυτή δεν είναι υποχρεωμένος ο ενάγων να αποδείξει την αναλήθεια των πραγματικών περιστατικών που στηρίζουν το δικαίωμα του εναγομένου, αλλά ο τελευταίος είναι υποχρεωμένος να αποδείξει την αλήθεια των περιστατικών αυτών, δηλαδή την ιδιόχειρη, από τον διαθέτη, γραφή και υπογραφή της διαθήκης (ΑΠ 1337/2021, ΑΠ 726/2016, ΑΠ 618/2016, ΑΠ 708/2015, ΑΠ 1595/2006, ΕφΠειρ 409/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η προσβολή συγχρόνως της διαθήκης ως πλαστής δεν είναι αναγκαία, αφού αυτή είναι εξίσου άκυρη και όταν δεν είναι πλαστή, όπως συμβαίνει όταν έχει γραφεί από τρίτο με υπαγόρευση του διαθέτη. Όταν, όμως, προβάλλεται αυτοτελής ισχυρισμός για πλαστότητα της ιδιόγραφης διαθήκης, τα πραγματικά περιστατικά που τον στηρίζουν οφείλει να αποδείξει αυτός που τον προβάλλει (ΕφΑθ 399/2010, ΕφΑθ 2781/2008, Γεωργιάδη – Σταθόπουλου, άρθρο 1721, αρ. 2). Στην προκείμενη περίπτωση η επίδικη αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, αφού ζητείται η αναγνώριση της ακυρότητας της διαθήκης που δεν έχει γραφεί στο σύνολό της με το χέρι του διαθέτη, αλλά έχει γραφεί από δύο διαφορετικά άτομα, με το δεύτερο τμήμα αυτής, εντός του κειμένου κατ΄απομίμηση της γραφής ατόμου μεγάλης ηλικίας, όπως αναφέρεται στην ενσωματωμένη στο δικόγραφο γραφολογική έκθεση. Δεν ήταν δε απαραίτητο να αποδίδεται η πλαστότητα ή άλλη συμπεριφορά στην εναγόμενη. Κατόπιν αυτών ο δεύτερος λόγος της λόγος έφεσης, που επικαλείται αοριστία της αγωγής πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.
Σύμφωνα με το άρθρο 1788ΑΚ το δικαίωμα για την ακύρωση διάταξης τελευταίας βούλησης παραγράφεται δυο χρόνια μετά τη δημοσίευση της διαθήκης. Η παραγραφή αυτή αναφέρεται αποκλειστικά σε ακυρώσιμη διαθήκη, ήτοι για τους λόγους που προβλέπονται στις διατάξεις των άρθρων 1782-1786 ΑΚ, ενώ η αναγνωριστική της ακυρότητας αγωγή δεν υπόκειται σε καμία παραγραφή και οπωσδήποτε όχι σε μικρότερη από την εικοσαετία. (ΑΠ 1767/2022, ΑΠ 1350/2014). Στην προκείμενη περίπτωση η εκκαλούσα με τον τρίτο λόγο της έφεσης επαναφέρει την ένσταση παραγραφής που είχε προβάλει με τις προτάσεις της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ισχυριζόμενη ότι από την άσκηση της αγωγής έχει παρέλθει χρονικό διάστημα άνω των δύο ετών. Ο ισχυρισμός όμως αυτός πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμος, διότι πρόκειται για αγωγή αναγνώρισης της ακυρότητας διαθήκης, που δεν υπόκειται σε διετή αλλά σε εικοσαετή παραγραφή. Κατόπιν αυτών ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε τη σχετική ένταση, ώστε ο σχετικός λόγος της έφεσης πρέπει να απορριφθεί.
Aπό την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που περιέχονται στα υπ’ αριθμ. ………/2014 απομαγνητοφωνημένα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, της από 15-9-2019 έκθεσης δικαστικής πραγματογνωμοσύνης του γραφολόγου ……. (αρ. κατάθεσης στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …../2019), της από 17-1-2010 έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης της δικαστικής γραφολόγου ……….., που διενεργήθηκε με την επιμέλεια του ενάγοντος, καθώς και από το σύνολο των εγγράφων, τα οποία οι διάδικοι προσκομίζουν με νόμιμη επίκληση αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στης 18-12-2006 απεβίωσε στην …. Αττικής ο ………….., κάτοικος εν ζωή ……… Αττικής, ο οποίος κατέλιπε μοναδικό εξ αδιαθέτου κληρονόμο του τον αδερφό του (βλ. το υπ’αριθμ. ………../24-11-2009 πιστοποιητικά εγγυτέρων συγγενών του …………, εκδοθέν από το γραφείο Μητρώου-Δημοτολογίου του δήμου ………..), ………. (αρχικώς ενάγοντα), ο οποίος έχει ήδη αποβιώσει και αυτός με κληρονόμο του όπως εκτέθηκε την καλούσα – εφεσίβλητη. Με το με αρ. 540/27-4-2007 πρακτικό του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δημοσιεύθηκε η από 4-12-2005 ιδιόγραφη διαθήκη, με φερόμενο ως συντάκτη τον άνω θανόντα κατόπιν αίτησης του συμβολαιογράφου …. …………, στην οποία είχε κατατεθεί στις 20-1-2006 η άνω διαθήκη προς φύλαξη. Το περιεχόμενο της διαθήκης αυτής έχει ως εξής : «Σήμερα 4.12.2005 Εγώ ο υπογεγραμένος ……………. έχω σας τας φρένας άφίνω το σπίτι που μου ανείκει στη … στην ………….. επειδη με φροντίζει και με συντήρη που είμαι άρωστος μετά θάνατον, υπογραφή». Με τη διαθήκη αυτή ο θανών φέρεται ότι καταλείπει στην εναγόμενη το ½ εξ αδιαιρέτου της οικίας της μητέρας του στην …. και ειδικότερα μιας διώροφης οικίας, επιφανείας του ισογείου ορόφου 80,13 τμ και του πρώτου υπέρ το ισόγειο ορόφου 38,38 τμ, κτισμένης επί οικοπέδου ευρισκομένου εντός του εγκεκριμένου σχεδίου και στην περιφέρεια του δήμου Ύδρας, στην ενορία του Ι.Ν. του …….. (και ήδη του Ι.Ν. των ………), το άλλο ½ εξ αδιαιρέτου της οποίας ανήκε στον αρχικό ενάγοντα, αδελφό του θανόντος ………, το οποίο είχε περιέλθει από κληρονομία εξ αδιαθέτου της μητέρας του ……………..και της αδελφής του ………. (βλ. την με αρ. …………../12.10.2007 πράξη αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Ύδρας ……..). Για τη διερεύνηση της γνησιότητας της άνω διαθήκης διενεργήθηκε δυνάμει της με αρ. …./2014 εν μέρει οριστικής απόφασης (μη οριστικής ως προς την κρινόμενη αγωγή) πραγματογνωμοσύνη από τον δικαστικό γραφολόγο (κατόπιν αντικατάστασης του αρχικού ορισθέντος) …………, o οποίος συνέταξε την από 15.9.2019 έγγραφη γνωμοδότηση – έκθεσή του (αρ. καταθ. …./19.9.2019). Ο άνω πραγματογνώμων εξέτασε την επίδικη διαθήκη στο πρωτότυπό της και τη γραφή στο φάκελο της διαθήκης, που είχε τα στοιχεία «η διαθήκη μου ………» Εξέτασε ακόμα δειγματικά στοιχεία (γραφή και υπογραφές) του φερομένου ως διαθέτη ………….., που υπήρχαν όμως μόνο σε δύο έγγραφα. Κατά τη λεπτομερή εξέταση της γραφής της διαθήκης, διαπίστωσε στο κείμενο αυτής δύο διαφορετικές γραφές τις οποίες ονόμασε [Α] και [Β]. Ειδικότερα, η υπό στοιχεία [Α] γραφή περιλαμβάνει την αρχή του κειμένου «Σήμερα 4.12.2005 εγώ ο υπο γεγραμένος ……………. έχω σοας τας», την ένδειξη «αφήνω τον (6ος στίχος) και τις ενδείξεις που συνθέτουν την υπογραφή. Η δε υπό στοιχείο [Β] γραφή συνιστά το κυρίως κείμενο της διαθήκης με τις ενδείξεις «φρένας σπίτι που μου ανείκει στη ….. στην …………….. επειδή με φροντίζει και με συντηρή που είμαι…….» Από τη συγκριτική εξέταση των ανωτέρω υπό στοιχεία [Α] και [Β) γραφών, διαπιστώθηκαν διαφορές σε όλο τα γραφολογικά τους χαρακτηριστικά, τα οποία εντοπίζονται (i) στη γενική εμφάνιση, (ii) στο μέγεθος των χαρακτήρων, το οποίο στη γραφή [Β] είναι μεγαλύτερο και ομοιόμορφο, (ii) στη διαφορετική ταχύτητα και την ευχέρεια χάραξης, όπου η γραφή [Α] είναι σχετικά αργή, κάπως τρομώδης και δυσνόητη, ίσως λόγω παθολογικών αιτίων, ενώ δεν ολοκληρώνονται κανονικά μερικές λέξεις, σε αντίθεση με τη γραφή (Β), η οποία αποδίδεται με μεγαλύτερη ταχύτητα και ρυθμό, είναι σε μεγάλο βαθμό κατανοητή, ενώ η χάραξη δείχνει πως είναι επιτηδευμένη με σκοπό να προσομοιάσει στη γραφή [Α) και (ίν) στη διαφορά των γραμματικών χαρακτήρων «α, κ, μ, ο, το Λο». Από τη συγκριτική εξέταση της έστω περιορισμένης δειγματικής γραφής του θανόντος προκύπτει ότι αυτή εμφανίζει κάποιες ομοιότητες τόσο με τη με στοιχεία (Α) γραφή (αρχικό κείμενο της διαθήκης), όσο και με την γραφή στο φάκελο της διαθήκης, χωρίς όμως από την αξιολόγηση των υπαρχόντων στοιχείων (μη επαρκές υλικό γνήσιας γραφής του θανόντος) να είναι δυνατή η θεμελίωση κάποιας αξιόπιστης γραφολογικής σχέσης. Από τη συγκριτική ακόμα επισκόπηση της υπογραφής επί της επίδικης διαθήκης και των δειγματικών υπογραφών του …………… διαπιστώθηκαν κάποιες ομοιότητες, οι οποίες επίσης δεν επαρκούν για την θεμελίωση αξιόπιστης γραφολογικής σχέσης, λόγω της ποσοτικά περιορισμένης επάρκειας της δειγματικής γραφής και της πειστήριας γραφής, που εμφανίζει στοιχεία παθολογικότητας, καθώς και της μεγάλης απόστασης που χωρίζουν τις 2 συγκρινόμενες γραφές. Ο άνω πραγματογνώμων καταλήγει ότι επί της από 4/12/2005 διαθήκης διαπιστώθηκαν δύο διαφορετικές γραφές και ειδικότερα ότι η στοιχείο (Β) γραφή έχει γίνει από άγνωστο άτομο προκειμένου να προσομοιάσει στην (Α), με σκοπό η διαθήκη να παρουσιαστεί ενιαία και γνήσια, στοιχείο που καθιστά την επίδικη διαθήκη πλαστή. Στο ίδιο συμπέρασμα, αναφορικά με την ύπαρξη δύο διαφορετικών γραφών στο κείμενο της διαθήκης καταλήγει και η γραφολόγος …………… (η από 17.1.2010 γνωμοδότηση που έγινε για λογαριασμό του ενάγοντος, χωρίς υλικό γνήσιας γραφής του θανόντος) η οποία αναφέρει στο συμπέρασμά της ότι το πρώτο τμήμα, η υπογραφή και οι χαράξεις στο φάκελο, έχουν χαραχθεί από άτομο, του οποίου η γραφή αξιολογήθηκε ως παθολογική ως συνέπεια ασθένειας ή μεγάλης ηλικίας, ενώ το δεύτερο τμήμα από διαφορετικό άτομο, το οποίο προσπάθησε να προσδώσει στη γραφή του στοιχεία γραφικής δυσχέρειας πιθανότατα χαράσσοντας αυτή με το αριστερό χέρι. Οι παραπάνω διαπιστώσεις δεν ανατρέπονται από άλλο αποδεικτικό στοιχείο, δεδομένου ότι δεν έχει συνταχθεί γραφολογική γνωμοδότηση από πλευράς της εναγόμενης, oύτε προκύπτει κάτι διάφορο από τις μαρτυρικές καταθέσεις. Δεν αποδεικνύεται επομένως ότι η επίδικη διαθήκη έχει γραφεί και υπογραφεί εξ ολοκλήρου από το χέρι του διαθέτη και αντίθετα είναι σαφές ότι το με στοιχ. (Β) τμήμα αυτής, που αναφέρεται στην παραχώρηση της οικίας του θανόντος στην εναγόμενη, έχει γραφεί από άλλο άτομο στην προσπάθεια να απομιμηθεί την γραφή με στοιχείο (Α), που προσομοιάζει με την γραφή του θανόντος. Το γεγονός ότι ενδεχομένως ο ίδιος θανών έγραψε στο φάκελο αυτή «τις λέξεις «η διαθήκη μου» θέτοντας την υπογραφή του και τη συνέχεια παρέδωσε ο ίδιος στο συμβολαιογράφο, δεν αναιρεί το ελάττωμα της διαθήκης, με δεδομένο ότι ο συμβολαιογράφος απλώς παραλαμβάνει τη διαθήκη ως θεματοφύλακας και ακόμα η διαθήκη εξακολουθεί να είναι ιδιόγραφη, έχοντας αποδεικτική δύναμη ιδιωτικού εγγράφου (ΕφΠειρ 41/2024, Ν. Ψούνη, Κληρονομικό Δίκαιο, τόμ. 2, 6η έκδ., 2023, σ. 607-608). Η ενέργεια αυτή του θανόντος (παράδοσης της διαθήκης του στο συμβολαιογράφο, όπως κατέγραψε ο ίδιος στο φάκελο) οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο θανών ήταν εν γνώσει της παρέμβασης του τρίτου στο κείμενο της διαθήκης, ώστε στην περίπτωση αυτή η διαθήκη είναι απολύτως άκυρη, αφού εν γνώσει του διαθέτη δεν γράφηκε από το χέρι του, (ΑΠ 405/2018, ΑΠ 1336/2009 ο.π.) αλλά ακόμα και αν η παρέμβαση αυτή έγινε εν αγνοία του και πάλι η διαθήκη δεν θα μπορούσε να ισχύσει χωρίς το συγκεκριμένο μέρος της, αφού αυτό περιέχει ακριβώς τη βούληση εγκατάστασης ως κληρονόμου της εναγόμενης στο ήμισυ εξ αδιαιρέτου της οικίας του. Συνακόλουθα η επίδικη ιδιόγραφη διαθήκη, με δεδομένο ότι το τμήμα (Β) αυτής, εντός του κειμένου της, δεν έχει γραφεί από το διαθέτη είναι απολύτως άκυρη. Κατόπιν αυτών, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του έκανε δεκτή την αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη αναγνώρισε την ακυρότητα της από της 4.12.2005 διαθήκης, που φέρεται ότι συνέταξε ο ………………… ιδιόγραφης διαθήκης της, ορθά εφάρμοσε το νόμο κι εκτίμησε τις αποδείξεις, ώστε οι σχετικοί λόγοι της έφεσης (πέμπτος και έκτος ) πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 527 ΚΠολΔ είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ` έφεση δίκη πραγματικών ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν στην πρωτόδικη δίκη, εκτός αν: 1) προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης ….., 2) γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, 3) λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορούν να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, 4) το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις ή, στην περίπτωση της παρ. 5 του άρθρου 237 και της παρ. 1 του άρθρου 238, με τις συμπληρωματικές προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία· αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, 5) προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και 6) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως.». Στην προκείμενη περίπτωση η εκκαλούσα στον έβδομο λόγο της έφεσής της προβάλει ένσταση ιδίας κυριότητας του κληρονομιαίου ακινήτου και απαραδέκτου της κλήσης της καλούσας – κληρονόμου του ενάγοντος προς έκδοση οριστικής απόφασης, λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος, ισχυριζόμενη ότι έχει καταστεί κυρία του αυτού με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας νεμόμενη το ακίνητο μετά το θάνατό του, από το χρόνο δημοσίευσης της διαθήκης (27.4.2007), άλλως από μεταγραφή της αποδοχής της κληρονομίας (4.3.3008 με το με αρ. …………../2008 πράξη αποδοχής της κληρονομίας της συμβολαιογράφου Ύδρας ……………. που μεταγράφηκε νόμιμα στον τόμο …. και αριθμό …….) χωρίς να γνωρίζει για τυχόν ακυρότητα της διαθήκης, με καλή πίστη και διάνοια κυρίου, μεριμνώντας για συντήρηση κι επισκευή φθορών της κατοικίας και καταβάλλοντας τους λογαριασμούς αυτού. Ο ισχυρισμός όμως αυτός πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, διότι προτείνεται για πρώτη φορά στην κατ΄εφεση δίκη, από την εκκαλούσα και δεν συντρέχουν οι προϋποθέσει της διάταξης του άρθρου 527 ΚΠολΔ, περιπτώσεις 2-6, αφού δεν γεννήθηκε μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δεν λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως, δεν επικαλείται η εκκαλούσα ότι δεν προβλήθηκε στον πρωτοβάθμιο Δικαστήριο από δικαιολογημένη αιτία, δεν έχει προκύψει μεταγενέστερα, ούτε αποδεικνύεται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία της εφεσίβλητης. Σε κάθε περίπτωση είναι απορριπτέος και ως αλυσιτελής, αφού αντικείμενο της παρούσας δίκης είναι η ακυρότητα της από 4.12.2005 ιδιόγραφης διαθήκης και όχι η κυριότητα της οικίας του θανόντος.
Κατά τη διάταξη του άρθρου 193 ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξη της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα. Σκοπός της διάταξης είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ένοικων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης, ρύθμιση που ισχύει για όλα τα ένδικα μέσα. Για το ορισμένο, όμως, του σχετικού λόγου, πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της έφεσης το αποδιδόμενο στην πληττόμενη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων περί δικαστικής δαπάνης και ειδικότερα αν ο καθορισμός του σε βάρος του εκκαλούντος ποσού για δικαστικά έξοδα οφείλεται σε μη νόμιμο υπολογισμό ή σε κάποια άλλη αιτία, (ΕφΑθ 1840/2022, ΕφΠατρ 104/2021, ΕφΑθ 3808/2014, ΕφΠειρ 24/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση έκδ.2015, σελ.305.). Στην προκειμένη περίπτωση οι εκκαλούσα με τον όγδοο λόγο τα έφεσής της ισχυρίζεται ότι το ποσό των δικαστικών εξόδων των 900 €, που επιδίκασε σε βάρος τους το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είναι υπερβολικό. Ο λόγος αυτός της έφεσης που είναι παραδεκτός, αφού προσβάλλεται, συγχρόνως και η ουσία της υπόθεσης, κατά τα προαναφερόμενα, είναι αόριστος, διότι δεν αναφέρεται στο δικόγραφο της έφεσης, ο κανόνας δικαίου που παραβιάστηκε ως προς την επιδίκαση των δικαστικών εξόδων. Σε κάθε περίπτωση ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει να απορριφθεί και ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατά τον υπολογισμό της δικαστικής δαπάνης, με βάση τη διάταξη του άρθρου 189 παρ. 1 περ.ε ΚΠολΔ έλαβε υπόψη του την αμοιβή του πραγματογνώμονα, ύψους 600 €, την οποία είχε καταβάλει ο ενάγων (βλ. την από 18.9.2019 απόδειξη αυτού, που προσκομίζει η εφεσίβλητη), ώστε ως προς το λοιπό ποσό των 300 € να μην είναι υπερβολική.
Με δεδομένο ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης προς έρευνα, αυτή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Σε βάρος της εκκαλούσας θα πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρο 179, 183 και 191 ΚΠολΔ). Τέλος θα πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης που αναφέρθηκε στην αρχή της παρούσας, στο Δημόσιο Ταμείο, (άρθρο 495 αρ.4 ΚΠολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτή κατ΄ουσίαν.
ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου της έφεσης που αναφέρθηκε στο σκεπτικό.
ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) €.
ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 3/7/2025 και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, στις 20/8/2025.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ